Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

Εγκώμια Επιτάφιου Θρήνου Μεγάλης Παρασκευής


Ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν

ΤΑ ΕΓΚΩΜΙΑ Ἀπολυτίκια. Ἦχος β’.
Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ,
ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελών,
τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα,
σινδόνι καθαρᾷ εἱλήσας καὶ ἀρώμασιν,
ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον,
ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος,
τότε τὸν ᾅδην ἐνέκρωσας,
τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος·
ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας
ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας,
πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον·
Ζωοδότα Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
δόξα σοι.
Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ταῖς μυροφόροις γυναιξί,
παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς,
ὁ Ἄγγελος ἐβόα·
Τὰ μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια,
Χριστὸς δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος.
ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ Ἦχος πλ. α’.
Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ,
κατετέθης Χριστέ,
καὶ Ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο
συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν.
Ἡ ζωὴ πῶς θνῄσκεις;
πῶς καὶ τάφῳ οἰκεῖς;
τοῦ θανάτου τὸ βασίλειον λύεις δέ,
καὶ τοῦ ᾅδου τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾶς.
Μεγαλύνομέν σε,
Ἰησοῦ Βασιλεῦ,
καὶ τιμῶμεν τὴν Ταφὴν καὶ τὰ Πάθη σου,
δι' ὧν ἔσωσας ἡμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς.
Μέτρα γῆς ὁ στήσας,
ἐν σμικρῷ κατοικεῖς,
Ἰησοῦ παμβασιλεῦ τάφῳ σήμερον,
ἐκ μνημάτων τοὺς θανόντας ἀνιστῶν.
Ἰησοῦ Χριστέ μου,
Βασιλεῦ τοῦ παντός,
τί ζητῶν τοῖς ἐν τῷ ᾅδῃ ἐλήλυθας;
ἢ τὸ γένος ἀπολῦσαι τῶν βροτῶν.
Ὁ Δεσπότης πάντων,
καθορᾶται νεκρός,

Ἡ θέωσις δυνατὴ διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ - ΚΑΨΑΝΗΣ


Στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει τὴν θέωση, ἐπειδὴ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄκτιστος. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο οὐσία, ὅπως νομίζουν οἱ Δυτικοί, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐνέργεια. Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦταν μόνο οὐσία, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε, νὰ κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι φοβερὴ καὶ ἀπρόσιτη στὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὸ «οὐ γὰρ μὴ ἰδῆ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Ἐξ. λγ´, 20).
Ἂς ἀναφέρουμε ἕνα κάπως σχετικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Ἂν πιάσουμε ἕνα ἡλεκτρικὸ καλώδιο γυμνό, θὰ πεθάνουμε. Ὅταν ὅμως ἑνώσουμε μία λάμπα στὸ καλώδιο, φωτιζόμαστε. Τὴν ἐνέργεια τοῦ ἡλεκτρικοῦ ρεύματος τὴν βλέπουμε, τὴν χαιρόμαστε, μᾶς βοηθεῖ. Τὴν οὐσία του δὲν μποροῦμε νὰ τὴν πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ ποῦμε, συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἄκτιστο ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἐὰν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, θὰ γινόμασταν καὶ ἐμεῖς κατ᾿ οὐσίαν θεοί. Δηλαδή, ὅλα θὰ γινόντουσαν θεοί, θὰ ὑπῆρχε μία σύγχυσις, καὶ τίποτε δὲν θὰ ἦταν οὐσιαστικὰ θεός. Ὅτι πιστεύουν μὲ λίγα λόγια στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, π.χ. στὸν Ἰνδουισμό, ὅπου ὁ θεὸς δὲν εἶναι προσωπικὴ ὕπαρξις, ἀλλὰ συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ ζῶα καὶ στὰ πράγματα (Πανθεϊσμός).

Ἀποτυχία πολλῶν ἀνθρώπων νὰ φθάσουν στὴν θέωσι


Ἐνῶ λοιπὸν ἔχουμε κληθεῖ γιὰ αὐτὸν τὸν μεγάλο σκοπό, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν καὶ νὰ ἀπολαύσουμε αὐτὴ τὴν μεγάλη εὐλογία, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ἔπλασε ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας, ἐμεῖς πολλὲς φορὲς ζοῦμε σὰν νὰ μὴ ὑπάρχει αὐτὸ ὁ μεγάλος, ὁ ὑψηλὸς στόχος. Κι ἔτσι γεμίζει ἀποτυχία ἡ ζωή μας.
Ὁ ἅγιος Θεός μας ἔπλασε γιὰ τὴν θέωση. Ἂν λοιπὸν δὲν θεωθοῦμε, ὅλη ἡ ζωή μας εἶναι ἀποτυχία.
Ἂς ἀναφέρουμε μερικὲς αἰτίες γι᾿ αὐτό.
α) Ἡ προσήλωσις στὶς βιοτικὲς μέριμνες
Μπορεῖ νὰ κάνουμε καλὰ καὶ ὡραῖα πράγματα. Σπουδές, ἐπάγγελμα, οἰκογένεια, περιουσίες, φιλανθρωπίες. Ὅταν βλέπουμε καὶ χρησιμοποιοῦμε τὸν κόσμο εὐχαριστισιακὰ ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, τότε ὅλα συνδέονται μαζί Του καὶ γίνονται δρόμοι ἑνώσεως μὲ τὸν ἅγιο Θεό. Ἂν δὲν ἑνωθοῦμε ὡστόσο μὲ τὸν Θεό, ἀποτύχαμε, ὅλα εἶναι ἄχρηστα.
Συνήθως οἱ ἄνθρωποι ἀποτυγχάνουν, διότι παρασύρονται ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δευτερεύοντες σκοποὺς στὴ ζωή τους. Δὲν βάζουν ὡς πρῶτο καὶ κύριο στὴν ζωή τους τὴν θέωση. Ἀπορροφοῦνται ἀπὸ τὰ ὡραῖα τοῦ κόσμου τούτου καὶ χάνουν τὰ αἰώνια. Δίδονται ὁλοκληρωτικὰ στὰ δευτερεύοντα καὶ ξεχνοῦν τὸ «ἓν οὗ ἐστι χρεία» (βλ. Λουκ. ι´ 42).
Ὑπάρχει σήμερα ἰδίως μία διαρκῆς ἀπασχόλησις, συνεχεῖς δραστηριότητες, - ἴσως εἶναι καὶ τέχνασμα τοῦ διαβόλου γιὰ νὰ πλανᾶ καὶ τοὺς ἐκλεκτούς - ἕνεκα τῶν ὁποίων παραμελοῦμε τὴν σωτηρία μας. Π.χ. τώρα ἔχουμε σπουδές, μελέτες, διάβασμα, δὲν εὐκαιροῦμε νὰ προσευχόμαστε, νὰ ἐκκλησιαζόμαστε, νὰ ἐξομολογούμαστε, νὰ κοινωνοῦμε. Αὔριο θὰ ἔχουμε συνέδρια, συμβούλια, κοινωνικὲς καὶ προσωπικὲς εὐθύνες, πῶς νὰ βροῦμε χρόνο γιὰ τὸν Θεό! Μεθαύριο γάμο, οἰκογενειακὲς μέριμνες, ἀδύνατο νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ πνευματικά. Συνεχῶς ἐπαναλαμβάνουμε καὶ ἐμεῖς στὸν Χριστό: «οὐ δύναμαι ἐλθεῖν... Ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρητημένον» (βλ. Λουκ. ιδ´ 19-20).
Κι ἔτσι χάνουν καὶ τὴν ἀξία τους ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα καὶ νόμιμα. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν πραγματική, οὐσιαστικὴ ἀξία, ὅταν γίνονται μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδὴ προσπαθοῦμε νὰ τὰ κάνουμε ὅλα πρὸς δόξαν Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν παύουμε νὰ νοσταλγοῦμε, νὰ ἐπιδιώκουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὶς σπουδές, πέρα ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα, πέρα ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, πέρα ἀπὸ τὶς ὅποιες καλὲς καὶ ἱερὲς εὐθύνες καὶ δραστηριότητες: νὰ ποθοῦμε τὴν θέωση. Τότε βρίσκουν κι ὅλα αὐτὰ τὸ πραγματικό τους νόημα καὶ τὴν αἰώνιο προοπτική τους καὶ μᾶς ὠφελοῦν.
Εἶπε ὁ Κύριος: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ´ 33). Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θέωσις, τὸ νὰ λάβουμε τὴν Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὅταν ἔλθει ἡ θεία Χάρις καὶ βασιλεύσει μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος βασιλεύεται ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ διὰ τῶν θεωμένων ἀνθρώπων ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ στὴν κοινωνία. Ἀλλὰ κι ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες, στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ τὸ «ἐλθέτω ἡ βασιλεία» σημαίνει «ἐλθέτω ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ποὺ ὅταν ἔλθει θεώνει τὸν ἄνθρωπο.

Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς τῆς θεώσεως


Ἡ ἀγωγὴ ποὺ δίδει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὴν θεία Λατρεία, τὴν Πατερικὴ θεολογία, τὸν Μοναχισμό, εἶναι ἀγωγὴ θεώσεως, ἀγωγὴ θεανθρωποκεντρική, μὲ κέντρο τὸν Θεάνθρωπο Χριστό.
Αὐτὴ δίδει μεγάλη χαρὰ στὴν ζωή μας, ὅταν γνωρίζουμε τί μεγάλο προορισμὸ ἔχουμε, τί μακαριότης μᾶς ἀναμένει.
Γλυκαίνει τὸν πόνο σὲ κάθε δοκιμασία καὶ στεναχώρια τῆς ζωῆς μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως.
Ὅταν ἀγωνιζόμαστε μὲ προοπτικὴ τὴν θέωση, ἀλλάζει πρὸς τὸ καλύτερο καὶ στάση μας ἔναντι τῶν συνανθρώπων μας. Ὅταν δηλαδὴ βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὡς ὑποψήφιους θεούς. Πόσο βαθαίνει καὶ οὐσιαστικοποιεῖται τότε καὶ ἡ ἀγωγὴ ποὺ δίδουμε στὰ παιδιά μας! Πόσο θεάρεστα, ἀγαποῦν τότε καὶ σέβονται ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τὰ παιδιά τους, αἰσθανόμενοι τὴν εὐθύνη καὶ ἱερὴ ἀποστολὴ ποὺ ἔχουν ἀπέναντί τους, νὰ τὰ βοηθήσουν νὰ πετύχουν τὴν θέωση, τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ τὰ ἔφεραν στὸν κόσμο! Καὶ φυσικὰ πῶς θὰ τὰ βοηθήσουν, ἂν οἱ ἴδιοι δὲν κατευθύνονται πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπό, τὴν θέωση; Ἀλλὰ καὶ πόση ἐκτίμηση θὰ ἔχουμε στὸν ἑαυτό μας, χωρὶς ἐγωισμὸ καὶ ὑπερηφάνεια ἀντίθεη, ὅταν συναισθανόμαστε ὅτι εἴμαστε πλασμένοι γι᾿ αὐτὸν τὸν μεγάλο σκοπό!
Λέγουν μάλιστα οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἔτσι, ξεπερνώντας τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ φιλοσοφία τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς φιλαυτίας μας, γινόμαστε πραγματικὰ πρόσωπα, ἀληθινοὶ ἄνθρωποι. Συναντοῦμε τὸν Θεὸ μὲ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ τὸν συνάνθρωπο μὲ ἐκτίμηση κι ἀληθινὴ ἀξιοπρέπεια, βλέποντάς τον ὄχι ὡς σκεῦος ἡδονῆς καὶ ἐκμεταλλεύσεως ἀλλὰ ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ προορισμένο γιὰ τὴν θέωση.

Μεθ` ἡμῶν ὁ Θεός - Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου ΙΜ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους


Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου
Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
Τά ἐφετινά Χριστούγεννα μᾶς εὑρίσκουν σέ κατάστασι κρίσιμη. Ἡ οἰκονομική δυσπραγία καί ἡ πτωχεία πού συνεπάγεται γιά πολλούς συμπατριώτας μας εἶναι αἰτία τῆς λύπης καί τῆς ἀνησυχίας πολλῶν. Ἡ ἀπειλή ἐπίσης τοῦ ἠλεκτρονικοῦ φακελλώματος, τό ὁποῖο περιορίζει τήν θεόσδοτη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀποτελεῖ ἐπίσης ἀφορμή βαθυτάτης ἀνησυχίας γιά πολλούς ἀδελφούς. Γι' αὐτούς τούς λόγους καί γιά πολλούς ἄλλους, ὅπως ἡ γκετοποίησις πρώην ἀκμαζουσῶν συνοικιῶν τῶν μεγαλουπόλεών μας, δημιουργοῦν μέσα μας καί γύρω μας μία καταθλιπτική ἀτμόσφαιρα.
Θά ἠχήσουν καί πάλιν οἱ καμπάνες τῶν Χριστουγέννων, γιά νά διαλαλήσουν ὅτι ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος: «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. α΄ 14).
Ὁ ἐν σπηλαίῳ γεννηθείς Κύριος μᾶς ἀπεκάλυψε, ὅτι ὁ Θεός μας δέν εἶναι ὁ ψυχρός θεός τῶν φιλοσόφων οὔτε ὁ ἀπρόσιτος θεός τῶν Ἰουδαίων, ἀλλά εἶναι ὁ «Ἐμμανουήλ», δηλαδή «μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός» (Ματθ. α΄ 23).
Ἔτσι καί τώρα μέσα στό σκότος πού μᾶς περιβάλλει μποροῦμε νά δοῦμε Φῶς, νά ἐλπίσουμε, νά χαροῦμε.
Ὁ Ἐμμανουήλ εἶναι μαζί μας, γιά νά μᾶς παρηγορῇ, ὅτι ἔχουμε ὄχι μόνο Παντοδύναμο ἀλλά καί φιλόστοργο Πατέρα, ὁ ὁποῖος δέν θά μᾶς ἀφήσῃ μόνους καί ἀβοηθήτους στίς δυσκολίες μας. Ἀρκεῖ καί ἐμεῖς μέ πίστι καί ταπείνωσι νά ζητήσουμε τήν βοήθειά Του. Ἔχουμε ἄλλωστε ἀποδείξεις ὅτι ὁ Παντοδύναμος Κύριος πολλές φορές ἔσωσε τό Γένος μας ἀπό τόν ἀφανισμό καί τήν καταστροφή. Βέβαια γιά κάθε ἐπέμβασι τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ἀπαιτεῖται καί ἡ δική μας μετάνοια.
Πῶς θά ὑγιάνῃ ἡ κοινωνία μας, ὅταν ἐμεῖς, ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι, θεοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας, καλλιεργοῦμε ἕνα πολιτισμό φιλαυτίας, πού εἶναι ἀδιέξοδος;
Καταφρονοῦμε τίς σωτήριες καί φιλάνθρωπες ἐντολές τοῦ Θεοῦ, διώχνουμε τόν Ἐμμανουήλ ἀπό τήν κοινωνική καί οἰκογενειακή μας ζωή, καί μένουμε ἔρημοι καί ἀπελπισμένοι στόν ταλαίπωρο κόσμο μας.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ σημασία του στὴν ζωή μας


Τοῦ Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Γρηγορίου
Οἱ ὀδυνηρὲς καὶ ἀνίατες ἀσθένειες, ὁ θάνατος προσφιλῶν μας προσώπων, ὅπως καὶ ὁ ἰδικός μας θάνατος, ἡ ἀδικία, ἡ ἀχαριστία καὶ περιφρόνησις, οἱ διωγμοὶ ποὺ ἐνίοτε ὑφιστάμεθα, ἡ πτωχεία καὶ ἄλλες δοκιμασίες, ἀποτελοῦν εὐκαιρίες πού, ἂν τὶς χρησιμοποιήσουμε σωστά, μᾶς συσταυρώνουν καὶ συνεγείρουν μὲ τὸν Χριστό.
Ἡ Σταύρωση Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Αἰκατερίνης Σινᾶ, 13ος-14ος αἰ.
Ἂν ἀγανακτήσουμε, ζημιωνόμαστε πνευματικά. Ἂν τὶς δεχθοῦμε παθητικά, στωικά, γιατὶ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε διαφορετικά, πάλι δὲν ὠφελούμεθα. Ἂν ὅμως τὶς δεχθοῦμε ὡς ἐπίσκεψι Θεοῦ καὶ ὡς εὐκαιρίες γιὰ τὴν πνευματική μας τελείωσι, τότε πολὺ εἶναι τὸ κέρδος. Ἡ ἑκούσια ἀποδοχὴ τοῦ πόνου ὡς Σταυροῦ, ὡς δώρου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν πνευματική μας τελείωσι, μᾶς ἀνεβάζει στὸ ὕψος τῶν ἁγίων μαρτύρων. Ὁ Χριστιανὸς π.χ. ποὺ στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου ὀδυνᾶται καὶ ὑπομένει καὶ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, ἀναδεικνύεται σὲ ὁμολογητὴ τῆς δυνάμεως τῆς πίστεως καὶ σὲ σύγχρονο μάρτυρα, ἐφ’ ὅσον διὰ τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Σταυροῦ μεταβάλλει τὸ ἀκούσιο τοῦ πόνου σὲ ἑκούσιο.
Ἁγιορείτης ἀσκητὴς εἶπε ἐνδεικτικά: Ἕνα «δόξα σοι ὁ Θεὸς» τὴν ὥρα ποὺ πονᾶμε, ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ χίλια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ὅταν δὲν πονᾶμε.
Ὁ συσταυρωμένος μὲ τὸν Χριστὸ Παῦλος, ὁ φέρων στὸ σῶμα του τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ, μᾶς ἐβεβαίωσε ὅτι: «εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν» (Β ́ Τιμ. β ́, 12). Αὐτὴν τὴν στάσι ἔδειξαν στὰ παθήματα τῆς ζωῆς ὅλοι οἱ Ἅγιοι, μὲ κορυφαῖο τὸν μακάριο καὶ πολύαθλο Ἰώβ, ποὺ γι’ αὐτὸ θεωρεῖται καὶ τύπος Χριστοῦ. Ὁ Ἰὼβ ἦταν δίκαιος, δὲν ἦταν ἀσεβὴς καὶ ἁμαρτωλός. Καὶ ὅμως παρεχώρησε ὁ Θεὸς νὰ περάση ἀβάστακτους πόνους, ἐνῷ ἄλλοι ἀσεβεῖς εὐημεροῦσαν.[...]
Κατὰ ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο συμμετεῖχε στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ ἡ Θεοτόκος, «συμπράττουσα καὶ συμπάσχουσα τῇ δι’ αὐτῆς ὑψοποιῷ κενώσει τοῦ Λόγου» (ἡ Θεοτόκος συνέπραττε καὶ συνέπασχε μὲ τὸ νὰ συνεργήση στὴν ὑψοποιὸ κένωσι τοῦ Λόγου), κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ.1 Ἀπὸ τὴν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου σύλληψι, στὴν ἁγία γαστέρα της, τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ της, ἄρχισαν καὶ οἱ δοκιμασίες της. Μὴ μπορώντας ὁ Ἰωσὴφ νὰ ἐξηγήση τὴν ὑπερφυῆ σύλληψι καὶ ἐγκυμοσύνη της «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν» (Ματθ. α ́, 19). Μεγάλη ἔπρεπε νὰ εἶναι τότε ἡ ὀδύνη τῆς ἁπλῆς καὶ ἀσήμου κόρης Μαρίας.

Ἡ Ἐκκλησία προϋπόθεσις τῆς σωτηρίας


Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι μας εἶναι προϋπόθεσις τῆς σωτηρίας μας. Γι' αὐτὸ καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀφοῦ ὁμολογοῦμε πίστι στὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε καί «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Εἶναι γνωστὸς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ ὅτι: «ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία» ἤ ὅτι «δὲν δύναται νὰ ἔχῃ τὸν Θεὸν πατέρα ἐκεῖνος, ὅστις δὲν ἔχει τὴν Ἐκκλησίαν μητέρα». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς διὰ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων μᾶς συσσωματώνει καὶ μᾶς κάνει μέλη Του. ∆ιὰ τοῦ Χριστοῦ ἑνωνόμεθα καὶ κοινωνοῦμε μέ τὴν Ἁγίαν Τριάδα καὶ μεταξύ μας. Ἔτσι τὰ πρώην διασκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ συνάγονται ἀπὸ τὸν Χριστὸ εἰς ἕν (Ἰωάν. ια' 52). Γινόμεθα πάλι οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, λαὸς τοῦ Θεοῦ, βασίλειον ἱεράτευμα.
... Ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, ἀποκαταλάσσεται (συμφιλιώνεται) μέ τὸν Θεό, δικαιώνεται, ζωοποιεῖται, φωτίζεται, ἁγιάζεται, σώζεται, γίνεται Θεὸς κατὰ χάριν, ἐφ' ὅσον βέβαια καὶ ὁ ἴδιος προσφέρει διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τὴν ἐλευθερία του στὸν Θεό. Στὴν Ἐκκλησία ὁ Χριστιανὸς ξεπερνᾶ τὸν νοσηρὸ ἀτομικισμό, τὴν φιλαυτία καὶ ἀποκτᾶ τὴν ἁγίαν ἐν Χριστῷ κοινωνικότητα καὶ ἀδελφωσύνη.
... Γιὰ μᾶς τούς Ὀρθοδόξους προηγεῖται ἡ Ἐκκλησία καὶ ἕπεται ἡ σωτηρία. ∆ικαιούμεθα καὶ σωζόμεθα, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς μᾶς κάνει μέλη τοῦ Σώματός Του.
... Σωζόμεθα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας» καὶ ποὺ κατὰ τὸν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου εἶναι θεμελιωμένη «ἐπὶ τὴν πέτραν» (τὴν ὁμολογία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ) καὶ γι' αὐτὸ οὔτε αἱ πῦλαι τοῦ Ἅδου θὰ κατισχύσουν αὐτῆς.

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου † Ἀρχιμ. Γεώργιος
Ἀποσπάσματα ἀπὸ ἄρθρο μέ τίτλο «Ἐκκλησία καὶ Ἐνορία»,
δημοσιευθὲν εἰς τὸν συλλογικὸν τόμον «ΕΝΟΡΙΑ», ἐκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ», Νέα Σμύρνη, 1990

Ἀπό τήν κρίση στήν ἐλπίδα Αρχ. Γεώργιoς Καψάνης †


Παλαιός των ημερών - Χριστούγεννα 2012Τά ἐφετινά Χριστούγεννα βρίσκουν τόν λαό μας σέ κρίσιμη ἀκόμη κατάστασι. Οἱ ἐπικυρίαρχοι δανεισταί μας ἐπιβάλλουν ὅλο καί πιό δυσβάστακτες φορολογίες. Οἱ νέοι μας μαστίζονται ἀπό τήν ἀνεργία. Οἱ ἡλικιωμένοι βιώνουν πρωτοφανῆ ἀνασφάλεια. Γιά πολλούς χάθηκε ἡ ἐλπίδα. Συνάνθρωποί μας δέν ἀντέχουν πλέον τήν οἰκονομική δυσπραγία. Οἱ περισσότεροι ἀγωνιοῦν γιά περαιτέρω συνέπειες. Κάποιοι ἀπελπίζονται καί, δυστυχῶς, ὡρισμένοι αὐτοκτονοῦν.
Στήν προσπάθεια νά δοθῇ κάποια λύσις γίνονται πολιτικές, οἰκονομικές καί ἄλλες ἀναλύσεις, γιά νά βρεθῇ τί φταίει, τί μᾶς ὡδήγησε μέχρις ἐδῶ.
Οἱ πιστοί ἄνθρωποι ὅμως θέτουν ἀλλοιῶς τό ἐρώτημα: Τί θέλει ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς; Γιατί ἐπέτρεψε αὐτή τήν δοκιμασία; Ἀναζητοῦν τήν αἰτία μέ ἐλπίδα σέ Ἐκεῖνον πού προνοεῖ μέ ἀγάπη γιά τόν κόσμο του.
Αἰσθανόμαστε ἀδύναμοι καί πτωχοί, γιά νά δώσουμε μία δική μας ἀνθρώπινη ἀπάντησι. Γι’ αὐτό προσφεύγουμε στόν αἰώνιο λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως καταγράφηκε στίς Ἅγιες Γραφές, διότι αὐτός φανερώνει τούς ἀπορρήτους λόγους τῆς Ἱστορίας, πού εἶναι ἄγνωστοι καί ἀκατανόητοι σέ ὅσους δέν τήν βλέπουν ὡς φιλάνθρωπη παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ δοκιμασία πού περνᾶμε σήμερα ἔχει πολλές ὁμοιότητες μέ τήν ταλαιπωρία τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ κατά τήν ἑβδομηκονταετῆ αἰχμαλωσία του στήν Βαβυλῶνα. Τό κράτος τῶν Ἰουδαίων εἶχε καταλυθῆ ἀπό τόν βασιλέα Ναβουχοδονόσορα, ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος εἶχε καταστραφῆ, τά ἱερά σκεύη του εἶχαν διαρπαγῆ καί ὁ λαός ἁλυσοδεμένος μεταφέρθηκε στήν Βαβυλῶνα. Ἡ θλίψις τοῦ λαοῦ γιά τόν ξεριζωμό καί ἡ δυστυχία τῆς σκλαβιᾶς ἦσαν ἀπερίγραπτες. Ὁ θρῆνος καί ὁ ὀδυρμός γιά τήν χαμένη ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ ἦταν καθημερινός τρόπος ζωῆς. Στίς ὄχθες τῶν ποταμῶν τῆς Βαβυλώνας μοιρολογοῦσαν φέρνοντας στήν μνήμη τους τήν Ἱερουσαλήμ: «Ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καί ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών». Στίς παρόχθιες ἰτιές κρεμοῦσαν οἱ ταλαίπωροι αἰχμάλωτοι τά μουσικά τους ὄργανα. Δέν ἤθελαν νά τραγουδήσουν τά ἱερά τους ἄσματα σέ ξένη γῆ. «Πῶς ἄσομαι τήν ᾠδήν Κυρίου ἐπί γῆς ἀλλοτρίας;». Δέν ἤθελαν νά λησμονήσουν ὅτι ἡ ἐπίγεια πατρίδα τους, ἐρημωμένη καί κατεσκαμμένη, τούς περιμένει. Ἡ λησμοσύνη θά ἦταν ἡ ὁλοκληρωτική τους καταστροφή. Νά ξεραθῇ τό χέρι μου, νά χάσω τήν λαλιά μου, ἔλεγαν θρηνητικά, ἄν σέ ξεχάσω, Ἱερουσαλήμ, ἄν δέν σέ ἔχω σάν τήν πρώτη μου λαχτάρα: «Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐάν μή σου μνησθῶ, ἐάν μή προανατάξωμαι τήν Ἱερουσαλήμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου» (Ψαλμ. 136).
Ἀνάμεσα σέ αὐτόν τόν λαό ἔζησαν συναιχμάλωτοι καί τέσσερις εὐγενεῖς νέοι, ὁ προφήτης Δανιήλ καί οἱ Τρεῖς Παῖδες, Ἀνανίας, Ἀζαρίας καί Μισαήλ. Ἀνατράφηκαν στήν βασιλική αὐλή τοῦ Ναβουχοδονόσορα καί ἔλαβαν ὑψηλά ἀξιώματα. Ἀλλά, γιά τήν εὐσέβειά τους στόν ἀληθινό Θεό καί τήν προσήλωσι στίς παραδόσεις τῶν πατέρων τους, συκοφαντήθηκαν καί δοκιμάσθηκαν σκληρά. Ὁ προφήτης Δανιήλ ρίχθηκε στόν λάκκο τῶν λεόντων καί οἱ Τρεῖς Παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός. Εὑρισκόμενοι μέσα σέ αὐτές τίς φρικτές συνθῆκες, πού ξεπερνοῦν κάθε περιγραφή, ἔνοιωσαν θαυμαστή θεία παρέμβασι καί παρηγορία. Ἄγγελος Κυρίου ἐδρόσιζε τούς τρεῖς νέους μέσα στό καμίνι τῆς φωτιᾶς καί ἄλλος ἄγγελος ἡμέρεψε τά θηρία, γιά νά μή βλάψουν τόν Δανιήλ. Στό ἀποκορύφωμα τῆς δοκιμασίας τους ἀλλά καί τῆς θείας εὐλογίας, ἀπό τίς καρδιές τῶν εὐσεβῶν νέων ἐπήγασε ἡ γνωστή ἐξομολογητική καί δοξολογική προσευχή, ὁ θαυμάσιος «Ὕμνος τῶν Τριῶν Παίδων» (Δαν. κεφ. 3).

Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ αἰτία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ΓΕΩΡΓ. ΚΑΨΑΝΗΣ


Λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό. Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει τὴν θέωση ἂν ὁ Θεὸς δὲν εἶχε σαρκωθεῖ.
Στοὺς πρὸ Χριστοῦ χρόνους ἀνεφάνησαν πολλοὶ σοφοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι. Γιὰ παράδειγμα, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν φθάσει σὲ ἀρκετὰ ὑψηλὰ μέτρα φιλοσοφίας περὶ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ περὶ τοῦ Θεοῦ. Ἡ φιλοσοφία τους μάλιστα περιεῖχε σπέρματα ἀληθείας, τὸν λεγόμενο "σπερματικὸ λόγο". Ἦσαν ἄλλωστε πολὺ θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι, δὲν ἦσαν καθόλου ἄθεοι, ὅπως προσπαθοῦν νὰ τοὺς παρουσιάσουν μερικοὶ σύγχρονοι ποὺ δὲν γνωρίζουν καλὰ τὰ πράγματα. Δὲν γνώριζαν βεβαίως τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἦσαν εἰδωλολάτρες, ὅμως ἦσαν πολὺ εὐλαβεῖς, θεοφοβούμενοι. Γι᾿ αὐτὸ ὅσοι παιδαγωγοί, δάσκαλοι ἢ πολιτικοὶ καὶ πολιτειακοὶ ἄρχοντες, ἀσυνεπεῖς πρὸς τὶς μνῆμες τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων ἐπιχειροῦν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ μας τὴν πίστη του πρὸς τὸν Θεό, χωρὶς μάλιστα καὶ τὴν συγκατάθεσή του, αὐτοὶ ἀποτολμοῦν μίαν «ὕβριν», μὲ τὴν ἀρχαία σημασία τῆς λέξεως. Ἀποτολμοῦν οὐσιαστικὰ τὸν ἀφελληνισμό του, ἀφοῦ ἡ Παράδοση τῶν Ἑλλήνων, τῆς ἀρχαίας μεταγενέστερης καὶ νεωτέρας ἱστορίας μας, εἶναι Παράδοσις εὐλάβειας καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸν Θεό, πάνω στὴν ὁποία βασίσθηκε καὶ βασίζεται ὅλη ἡ παγκόσμιος πολιτιστικὴ προσφορὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Στὴν φιλοσοφία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων διακρίνεται μία νοσταλγία γιὰ τὸν ἄγνωστο Θεό, γιὰ τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ἦσαν πιστοί, εὐλαβεῖς, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴν σωστή, ὁλοκληρωμένη γνώση τοῦ Θεοῦ, ἔλειπε ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἦταν δυνατὴ ἡ θέωσις.