Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Οικουμενικές Σύνοδοι: η έκφραση της αληθείας της Εκκλησίας

 


Οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν τις χαρισματικές συνάξεις ολόκληρου του εκκλησιαστικού σώματος που συνεκλήθησαν κατά καιρούς, προκειμένου να δηλωθεί η ενότητά του στην παραδεδομένη πίστη της Εκκλησίας. Λειτουργούν ως μηχανισμός εξισορρόπησης των διαφορών των τοπικών εκκλησιών σε θέματα κοινωνίας και πίστης αλλά και ως μηχανισμός διακήρυξης της ενότητας και πίστης ολόκληρου του εκκλησιαστικού σώματος και ανάδειξής του σε Καθολική Εκκλησία.

Η συνοδική συνείδηση υπήρξε μια μόνιμη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, κορυφαία έκφραση της ήταν η ενεργοποίηση του θεσμού της Οικουμενικής Συνόδου για την αποκατάσταση της αλήθειας και της ορθής πίστης στην Εκκλησία. Η σύγκληση των Οικουμενικών Συνόδων υπήρξε έκτακτο γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας και συνδέθηκε με την έγερση κάποιου σοβαρού ζητήματος, που απειλούσε την αυθεντικότητα της Παράδοσης ή την πνευματική αποστολή της Εκκλησίας.

Ο θεσμός της Οικουμενικής Συνόδου υπήρξε για την Εκκλησία το ανώτατο διδακτικό, νομοθετικό, διοικητικό και δικαστικό όργανο της. Βέβαια, η Οικουμενική Σύνοδος δεν αποτελεί μόνιμο θεσμό της Εκκλησίας, όπως είναι οι Τοπικές Σύνοδοι, αλλά περιστασιακό, και συγκαλείται όπως αναφέραμε όταν παρίσταται ανάγκη και δυνατότητα. Γενικά, ο συνοδικός θεσμός συνέβαλε στην ανάπτυξη και διαμόρφωση της διοικητικής και κανονικής δομής της Εκκλησίας.

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι θεωρούνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως ο αυθεντικός ερμηνευτής της Αποστολικής Παράδοσης, αλλά και το μέσο διευθέτησης θεμάτων κανονικού δικαίου και εκκλησιαστικής ευταξίας. Από εκκλησιολογικής απόψεως οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν ύψιστο γεγονός κοινωνίας και ενότητας των τοπικών εκκλησιών σε ολόκληρη την Οικουμένη. Ασφαλώς κάθε Σύνοδος, είτε τοπική είτε οικουμενική, σημαίνει την παρουσία όλου του πληρώματος της Εκκλησίας, γι’ αυτό και οι αποφάσεις μιας τοπικής Συνόδου αυτονόητα μπορεί να έχουν οικουμενικό χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει ότι αναγνωρίζονται κι από άλλες τοπικές Εκκλησίες και ότι μπορούν να αναγνωριστούν επίσημα από μια Οικουμενική Σύνοδο.

Πρώτη Σύνοδος υπήρξε η Σύνοδος των Αποστόλων. Στην ζωή της Εκκλησίας συνεκλήθησαν επτά Οικουμενικές Σύνοδοι, μεταξύ των ετών 325 και 787. Αιτίες συγκλήσεως ήταν οι κατά καιρούς εμφανιζόμενες αιρέσεις και κακοδοξίες στους κόλπους της Εκκλησίας. Έργο τους ήταν η ακριβής διατύπωση της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας και η αυθεντική και αλάθητη ερμηνεία της θείας Αληθείας. Ο χαρακτήρας των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων είναι διττός. Άλλες αναφέρονται στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και στη διατύπωση των Όρων της Ορθοδόξου Πίστεως, και ονομάζονται δόγματα, όροι, τόμοι και εκθέσεις, ενώ άλλες αναφέρονται στη διοίκηση, διαποίμανση, ευταξία, στο εσωτερικό πολίτευμα της Εκκλησίας, όπως και στη χριστιανική ζωή των πιστών και ονομάζονται κανόνες. Οι αποφάσεις του ανωτάτου αυτού οργάνου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι υποχρεωτικές για κάθε επί μέρους Ορθόδοξη Εκκλησία, ως προς τα δογματικά αμετάβλητες και αλάθητες, ως προς τα διοικητικά – ποιμαντικά αμετάκλητες, και οποιαδήποτε τροποποίηση τους ως προς τους Κανόνες είναι δυνατή μόνον κατόπιν αποφάσεως νέας Οικουμενικής Συνόδου.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία μετρά στην επί γης ιστορική της πορεία επτά Οικουμενικές συνόδους, οι οποίες διατύπωσαν ερμηνευτικά την καθολική πίστη της Εκκλησίας και συνέταξαν τους ιερούς κανόνες που διέπουν την εκκλησιαστική ζωή και ευταξία. Στη συνέχεια του άρθρου μας θα προσπαθήσουμε συνοπτικά μα παρουσιάσουμε τις Οικουμενικές Συνόδους που σε έκτακτες και σημαντικές στιγμές συνεκάλεσε η Εκκλησία για να διαφυλάξει την διδασκαλία της και το ποίμνιο της από τις αιρέσεις και για κανονίσει τα του οίκου της ως προς την λειτουργική και ποιμαντική της ζωή.

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες και δώδεκα ημέρες και πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου του 325 και έλαβαν μέρος 318 επίσκοποι. Κύριος λόγος σύγκλησής της υπήρξε η διδασκαλία του Αρείου ενάντια στη θεότητα του Ιησού Χριστού. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου και διακήρυξε την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα. Εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του Συμβόλου της Νικαίας (α’ μέρος του Συμβόλου της Πίστεως) και κανόνισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα.

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Θεοδόσιο Α’ τον Μέγα στην Κωνσταντινούπολη το 381 και συμμετείχαν 150 ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 Μακεδονιανοί. Καταδίκασε τους οπαδούς του Μακεδονίου, οι οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος (πνευματομάχοι), για ακόμη μια φορά τον Άρειο και τις διδασκαλίες του, και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως (Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως).

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Έφεσο το 431 από τον Θεοδόσιο Β’. Συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ως προεδρεύων. Καταδίκασε τις διδαχές του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος».

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Μαρκιανό και τη σύζυγό του Πουλχερία στις 8 Οκτωβρίου 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Μονοφυσιτισμού. Συγκεκριμένα ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής, δίδασκε ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε πλήρως την ανθρώπινη. Το μεγαλύτερο μέρος των πιστών υιοθέτησε τις αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και αποδοκίμασε τις απόψεις του Μονοφυσιτισμού. Ένα άλλο μέρος πιστών, οι οπαδοί του Μονοφυσιτισμού, δεν αναγνώρισαν αυτές τις αποφάσεις και αποκόπηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, γνωστοί σήμερα ως Προχαλκηδόνιοι ή Αντιχαλκηδόνιοι.

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553 στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή 165 επισκόπων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου. Την συγκάλεσαν ο Ιουστινιανός Α΄ και η σύζυγός του Θεοδώρα. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδoς και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους αιρετικούς συγγραφείς.

Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη από το 680 μέχρι το 681 από τον Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο και παραβρέθηκαν από 150 έως 289 επίσκοποι. Η Σύνοδος επιβεβαίωσε την πλήρη και αληθινή ενανθρώπηση του Ιησού έναντι της αντίθετης διδασκαλίας των Μονοθελητών. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει Θεία και Ανθρώπινη θέληση. Yπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρωπίνη, υπάρχουν και δύο φυσικές θελήσεις και δύο φυσικές ενέργειες, η θεία και η ανθρωπίνη, που ενεργούσαν «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως», χωρίς να επικρατεί αντιπαλότητα μεταξύ τους.

Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το 691 στο ανακτορικό δωμάτιο του Τρούλλου, από όπου έλκει και την ονομασία «Εν Τρούλλω Σύνοδος». Συμμετείχαν 211 επίσκοποι και το έργο της ήταν συμπληρωματικό αυτού των Ε’ και ΣΤ’ Συνόδων. Συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων και γι’ αυτό ονομάσθηκε «Πενθέκτη».

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη Νίκαια της Βιθυνίας, στο Ναό της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Αποφάσισε την αναστύλωση των εικόνων καταδικάζοντας την Εικονομαχία. Η Σύνοδος εξέφρασε το δόγμα ότι η εικονογράφηση του Χριστού και των Αγίων εδράζεται στην ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού και διευκρινίστηκε ότι η τιμή προς τις εικόνες αναφέρεται στο πρόσωπο που αυτή απεικονίζει και όχι στο υλικό από το οποίο είναι αυτή φτιαγμένη.

Τέλος υπάρχουν άλλες δύο Σύνοδοι, που συγκεντρώνουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ώστε να αναγνωριστούν ως οικουμενικές. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε το 879-880 μ.Χ. στη Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα. Ηγήθηκαν ο Ορθόδοξος τότε Πάπας της Ρώμης Ιωάννης Η΄ (872-882) και ο Πατριάρχης της Κων/πόλεως Νέας Ρώμης Μεγάλος Φωτιος (858-867, 877-886). Επεκύρωσε τις αποφάσεις της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, και καταδίκασε το Φιλιόκβε, που μόλις τότε είχε αρχίσει να επιβάλλεται.

Η δεύτερη έλαβε χώρα το 1351 μ.Χ. Δογμάτισε για την άκτιστη Ουσία και την άκτιστη Ενέργεια του Θεού, καθώς επίσης και για τον Ησυχασμό, καταδικάζοντας τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό. Έτσι η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με θεολογικά ζητήματα, συνεκλήθη από αυτοκράτορα, εξέδωσε τον Συνοδικό Τόμο του 1351 και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από ολόκληρη την Εκκλησία.

Έργο των Οικουμενικών Συνόδων ήταν και είναι ο καθορισμός του δόγματος επί τη βάσει των κανόνων της Αγίας Γραφής και της εκκλησιαστικής Παράδοσης, ο καθορισμός της διοίκησης της Εκκλησίας, η άσκηση της δικαστικής εξουσίας επί εκκλησιαστικών προβλημάτων και η επίλυση ποιμαντικών ζητημάτων. Σκοπός, επομένως, των Οικουμενικών συνόδων είναι η κοινωνία όλων των τοπικών Εκκλησιών ανά την Οικουμένη (διοίκηση, ευταξία αλλά κυρίως ανανέωση της εν Χριστώ σχέσης των Εκκλησιών με κοινή έκφραση της ορθής πίστεως) και δεύτερον η μορφοποίηση του δόγματος της Εκκλησιαστικής Πίστεως (κοινή εξαγωγή Όρων πίστεως) και η διατήρηση αυτής ανόθευτης από αιρέσεις και δοξασίες.

Στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας λοιπόν, ο συνοδικός θεσμός είναι εξαιρετικά θεμελιώδης, καθώς έτσι φανερώνεται σαφέστατα ο χαρακτήρας της ως κοινωνίας. Είναι η συγκέντρωση των επισκόπων της Εκκλησίας προς εξέταση και ρύθμιση γενικών εκκλησιαστικών ζητημάτων. Μέσα από τον συνοδικό θεσμό, την σύναξη αυτή των Επισκόπων της Εκκλησίας, λύνονται όλα τα ανακύπτοντα ζητήματα, με τη μνήμη της υποσχέσεως του Κυρίου προς τους μαθητές Του, ου γαρ εισι δύο η τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών. Με πρότυπο κάθε συνοδικής σύναξης την Αποστολική Σύνοδο και έχοντας συνείδηση της θείας συμπαραστάσεως, τα μέλη της συνόδου διεκήρυτταν πάντοτε, αυτό που πρώτοι οι άγιοι Απόστολοι διεκήρυξαν, έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν.

Ναυπάκτου Ιερόθεος: Η θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων >> Ι.Μ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ




Τὸ ἄρθρο στὸ τεῦχος 252, Ἰουλίου 2017 :”Οἱ ἐννέα (9) Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι – Γραπτὰ Κηρύγματα Ἰουλίου – Αὐγούστου 2017″ μὲ βελτιώσεις. 18 Σεπτεμβρίου 2017)


Κάθε χρόνο, κατά τούς καλοκαιρινούς μῆνες συντάσσω τά κηρύγματα πού διαβάζονται σέ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας. Ἐφέτος ἡ θεματολογία τῶν κηρυγμάτων ἦταν οἱ ἐννέα Οἰκουμενικές Σύνοδοι.


Ὁ χρόνος τοῦ λειτουργικοῦ κηρύγματος δέν προσφέρεται γιά μεγαλύτερες ἀναλύσεις, γι’ αὐτό καί μέ σύντομο τρόπο παρουσιάσθηκαν τά κεντρικά σημεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὥστε νά ἐνημερωθοῦν ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιά τά θέματα αὐτά.


Στήν ἐποχή μας εἶναι ἀνάγκη νά ἀναλύεται μέ ἁπλό τρόπο ὁ δογματικός πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας, καί κυρίως ὁ λόγος πού ἀναφέρεται στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, πού εἶναι ἡ βάση τῆς πίστεώς μας, διότι μέ αὐτόν τόν τρόπο θωρακίζονται οἱ πιστοί ἀπό διάφορα ρεύματα τά ὁποῖα κυκλοφοροῦν.


Στήν συνέχεια θά παρατεθοῦν τά ἐννέα αὐτά σύντομα κείμενα, γιά νά ἀποτελέσουν μιά ἑνότητα.


Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.)


Στά φετινά σύντομα κηρύγματα τῶν Κυριακῶν τοῦ Καλοκαιριοῦ, θά ἀναφερθῶ στίς Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μας, καί κυρίως στά δογματικά θέματα, μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι ἦταν θαυμαστά μέλη τους. Πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά γνωρίζουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας.


Βέβαια, τά θέματα αὐτά εἶναι μεγάλα καί σοβαρά καί δέν μποροῦν νά ἀναλυθοῦν ἐπαρκῶς σέ μικρά σύντομα εὐχαριστιακά κηρύγματα, ἀλλά θά τονισθοῦν μερικά ἀπό τά βασικότερα σημεῖα τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού εἶναι ἀπαραίτητο νά γνωρίζουμε ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Πρόκειται, δηλαδή, γιά μιά μικρή γνώση, καί ἐκεῖνοι πού ἐνδιαφέρονται θά μπορέσουν νά ἐνδιαφερθοῦν νά ἀντλήσουν περισσότερες πληροφορίες.


Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τό ἔτος 325 μ.Χ. ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο. Πρόεδροι τῆς Συνόδου διετέλεσαν ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καί ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ἴσως καί ὁ Κορδούης Ὅσιος.


Τό δογματικό θέμα μέ τό ὁποῖο ἀσχολήθηκε ἡ Σύνοδος αὐτή ἦταν ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ Ἄρειος ἦταν Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καί εἶχε καταδικασθῆ προηγουμένως ἀπό Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας γιά τίς αἱρέσεις του ὡς πρός τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή, ὅμως, οἱ αἱρετικές του ἀπόψεις διαδόθηκαν καί σέ ἄλλες ἐκκλησιαστικές περιοχές τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί δημιούργησαν προβλήματα, γι’ αὐτό ὁ Αὐτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντῖνος συνεκάλεσε τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, γιά νά λύση τό θέμα.


Βασική πρόταση τοῦ Ἀρείου ἦταν ὅτι κάποτε δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε: «ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν». Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἀπόψεώς του ἦταν ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ κτίσθηκε ἀπό τόν Πατέρα ἐν χρόνῳ, δηλαδή ὑπῆρξε χρόνος κατά τόν ὁποῖον δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἄρα ἔθετε χρόνο μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ∙ ὅτι ὁ Υἱός δέν ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα, πού σημαίνει ὅτι εἶναι τρεπτός∙ καί ὅτι ἀγνοεῖ τόν Πατέρα. Καί κατά συνέπεια καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι κτίσμα πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ.


Ὁ Ἄρειος ξεκινοῦσε ἀπό φιλοσοφικές ἀπόψεις, ἰδίως ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Ἀριστοτέλους ὅτι κάθε τί πού προέρχεται ἀπό τήν φύση εἶναι ἀναγκαστικό. Ἐπειδή ὁ Υἱός ἄν ἐγεννᾶτο ἀπό τήν φύση τοῦ Πατρός θά ἦταν κατ’ ἀνάγκη Υἱός τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι δημιουργήθηκε ἀπό τήν βούληση τοῦ Πατρός. Αὐτό σήμαινε ὅτι ὁ Λόγος δέν θά ἦταν Θεός, ἀλλά κτίσμα, καί μάλιστα τό πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας. Ἐπίσης βασική θέση τοῦ Ἀρείου ἦταν ὅτι ὁ Υἱός λειτουργεῖ ὡς κατώτερη θεότητα, ἡ ὁποία δημιουργεῖ τούς ἀνθρώπους, ἀλλά εἶναι ἀλλότριος στήν οὐσία ἀπό τόν ἀνώτερο Πατέρα.


Αὐτές οἱ αἱρετικές ἀπόψεις δημιούργησαν μεγάλη σύγχυση στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, γιατί οἱ πιστοί γνώριζαν ἀπό τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού εἶδαν τόν ἄσαρκο Λόγο, καί τούς Ἀποστόλους τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού εἶδαν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, εἶδαν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ –ὅπως οἱ Μαθητές ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ, ἀλλά καί σέ ἄλλα γεγονότα, ἰδιαιτέρως δέ στήν Πεντηκοστή– ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός ἀληθινός, γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρίν ἀπό τούς αἰῶνες, εἶναι Φῶς πού προέρχεται ἀπό τό Φῶς, καί ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα καί Αὐτός γνωρίζει τόν Πατέρα καί Τόν φανέρωσε στούς ἀνθρώπους.


Ἔτσι, οἱ Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁμολόγησαν αὐτήν τήν πίστη τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί ἀπό τήν δική τους ἐμπειρία πού εἶχαν, καί συνέταξαν τά πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πού ὁμολογοῦμε καί ἀπαγγέλλουμε μέχρι σήμερα.


Συγκεκριμένα, γράφεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅτι πιστεύουμε στόν ἕνα Θεό, τόν Πατέρα πού εἶναι δημιουργός ὅλων τῶν ὁρατῶν καί τῶν ἀοράτων, ὥστε νά ἀποκλεισθῆ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου εἶναι ἕνας κατώτερος Θεός, ὅπως πίστευαν οἱ γνωστικοί φιλόσοφοι. Ἔπειτα, ὁμολογεῖται ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, πού γεννήθηκε πρό πάντων τῶν αἰώνων ἀπό τόν Πατέρα καί δέν ὑπάρχει χρόνος μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ∙ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Φῶς ὅπως ὁ Πατήρ, εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα∙ καί ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε γιά τήν σωτηρία μας. Ἐπίσης, στό πρῶτο αὐτό Σύμβολο τῆς Πίστεως γράφεται ὅτι πιστεύουμε καί στό Ἅγιον Πνεῦμα, καί στό τέλος ἀναθεματίζονται ὅσοι διδάσκουν τά ἀντίθετα ἀπό αὐτά.


Βέβαια, τό Σύμβολο αὐτό ὁλοκληρώθηκε ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπως θά δοῦμε τήν ἄλλη Κυριακή, ἀλλά τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουμε ἀπολύτως στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, πράγμα τό ὁποῖο μᾶς διαβεβαίωσαν ὅσοι εἶδαν τήν δόξα Του, τήν θεότητά Του ὡς Φῶς. Αὐτοί εἶναι οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες διά μέσου τῶν αἰώνων.


Ὁ Ἄρειος καί ὅλοι οἱ αἱρετικοί ὁμιλοῦν γιά τά θέματα αὐτά χρησιμοποιώντας τήν φιλοσοφία, τήν φαντασία καί τόν στοχασμό, ἐνῶ οἱ θεόπτες Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί Πατέρες διατυπώνουν τήν ἐμπειρία πού εἶχαν, καί ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Φῶς, πού γεννήθηκε πρό πάντων τῶν αἰώνων ἀπό τό Φῶς καί εἶναι ἀληθινός Θεός.


Αὐτόν λατρεύουμε, Αὐτόν ἀγαπᾶμε καί τηροῦμε τίς ἐντολές Του, γιά νά φθάσουμε στό Φῶς.


Ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος (381 μ.Χ.)


Μετά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἔγιναν πολλά ἐκκλησιαστικά γεγονότα, μεγάλη ἀναταραχή στήν Ἐκκλησία. Κυρίως αὐτό ἔγινε γιατί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού συνέταξε ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος, περιελήφθηκε ἡ λέξη «ὁμοούσιος», ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί». Αὐτή ἡ λέξη «ὁμοούσιος» χρησιμοποιεῖτο ἀπό τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι τήν εἶχαν παραλάβει ἀπό τήν φιλοσοφία, καί σήμαινε ἄλλες ἔννοιες. Οἱ Πατέρες, ὅμως, τήν χρησιμοποίησαν μέ τήν ὀρθόδοξη ἔννοια, ὅτι ὁ Λόγος ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα.


Ἔτσι, μετά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο οἱ Χριστιανοί χωρίσθηκαν σέ διάφορες ὁμάδες, ἤτοι: Σέ ὁμοουσιανούς, πού ὑποστήριζαν τό Σύμβολο τῆς Νικαίας μέ τόν ὅρο ὁμοούσιος∙ σέ ὁμοιουσιανούς, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Υἱός δέν εἶχε τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα, ἀλλά ὅμοια μέ αὐτόν οὐσία∙ σέ ἀνομοίους, πού ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Υἱός εἶχε ἀνόμοια οὐσία μέ τόν Πατέρα∙ σέ ἑτερούσιους, πού ἔλεγαν ὅτι ὁ Υἱός εἶχε διαφορετική οὐσία ἀπό τόν Πατέρα. Ἐπίσης, ἐνεφανίσθηκαν καί ἄλλοι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν εἶναι Θεός, ἀλλά κτίσμα, εἶναι οἱ λεγόμενοι Πνευματομάχοι. Γιά τόν λόγο αὐτόν συνῆλθε ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος τό ἔτος 381 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά ἀντιμετωπίση τό θέμα αὐτό.


Μελετώντας τά γεγονότα πού ἔγιναν μεταξύ τῆς Πρώτης καί τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλαδή τά πενήντα ἕξι χρόνια ἀπό τό 325 ἕως τό 381, βλέπουμε ὅτι συνεκλήθησαν περίπου τριάντα Σύνοδοι Ἐπισκόπων, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες ἐξέδωσαν διάφορα Συμβολικά κείμενα. Ὑπῆρξε, δηλαδή, μεγάλη ἀναστάτωση στήν Ἐκκλησία καί ἔντονος θεολογικός διάλογος γιά τούς ὅρους πού χρησιμοποίησαν.


Σήμερα στήν θεολογία καί τήν λατρεία μας ἔχει ἐπικρατήσει γιά τήν Ἁγία Τριάδα ἡ διατύπωση «τρεῖς ὑποστάσεις καί μία οὐσία». Δηλαδή ἡ οὐσία ἀναφέρεται στό κοινό τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνῶ ὑπόσταση σημαίνει τό κάθε ξεχωριστό Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τήν περίοδο αὐτή ἐκδηλώθηκαν διάφορες αἱρέσεις, γιατί μέχρι τότε, ὅπως φαίνεται στήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο, ταυτιζόταν ἡ λέξη οὐσία μέ τήν λέξη ὑπόσταση, πράγμα τό ὁποῖο δημιούργησε προβλήματα στήν θεολογία περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Διότι, ἀφοῦ ἡ οὐσία ταυτιζόταν μέ τήν ὑπόσταση, αὐτό σήμαινε ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας, ἐνῶ ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν εἶναι ὑποστάσεις ἤ ξεχωριστά πρόσωπα, ἀλλά εἶναι ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἤ τρόποι φανερώσεως τοῦ ἑνός Θεοῦ. Ὡσάν ὁ Θεός νά ἀλλάζη προσωπεῖα καί ἄλλοτε νά ἐμφανίζεται ὡς Πατέρας, ἄλλοτε ὡς Υἱός, ἄλλοτε ὡς Ἅγιον Πνεῦμα.


Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπως καί ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔκαναν τότε τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεως, μιά διάκριση πού χρησιμοποιοῦμε καί ἐμεῖς σήμερα στήν λατρεία καί τήν θεολογία μας, καί εἶπαν ὅτι τρία εἶναι τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος –Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα– καί ἔχουν τήν ἴδια οὐσία. Δηλαδή, ἡ οὐσία εἶναι τό κοινόν στά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνῶ ἡ ὑπόσταση εἶναι τό «καθ’ ἕκαστον», τό ἐπί μέρους, τό ἴδιον. Αὐτήν τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεως τήν ἀποδέχθηκε καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί διευκολύνθηκαν τά θεολογικά πράγματα.


Ἔτσι, τό ἔτος 381 μ.Χ. συνεκλήθη ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Μέγα Θεοδόσιο, στήν ὁποία προήδρευσε ὁ Ἀντιοχείας Μελέτιος, καί μετά τόν θάνατό του ὁ Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καί μετά τήν παραίτηση τοῦ τελευταίου, ὁ Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος.


Ἡ Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τούς αἱρετικούς πού δέν δέχονταν τίς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί ἄλλους πού ἐν τῷ μεταξύ εἶχαν ἀναφανῆ, ὅπως οἱ Πνευματομάχοι, ὁ Εὐνόμιος, ὁ Ἀπολλινάριος καί ἄλλοι. Ἀναδιατύπωσε ἤ ἀναμόρφωσε σέ μερικά σημεῖα τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπίσης, προσέθεσε καί τά ὑπόλοιπα ἄρθρα στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού ἀναφέρονται στό Ἅγιον Πνεῦμα, τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τό βάπτισμα, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, καί τήν αἰώνια ζωή.


Εἶναι αὐτό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως πού ὁμολογοῦμε στήν θεία Λειτουργία καί σέ κάθε ἀκολουθία, καί στό ὁποῖο περικλείονται ὅλα τά βασικά θέματα τῆς πίστεώς μας. Ἔκτοτε λέγεται Σύμβολο τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, γιατί εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς Πρώτης καί τῆς Δευτέρας.


Τό σημαντικό πού πρέπει καί ἐδῶ νά τονισθῆ εἶναι ὅτι καί στήν Σύνοδο αὐτή φάνηκε ἔντονα ἡ διαφορά μεταξύ τῆς φιλοσοφικῆς θεολογίας καί τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας. Οἱ αἱρετικοί εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους καί προσπαθοῦσαν μέ τήν λογική νά κατανοήσουν πῶς ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί συγχρόνως εἶναι τρεῖς, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεολογοῦσαν μέ βάση τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τήν δική τους. Γι’ αὐτό συνεχῶς οἱ Πατέρες στά ἔργα τους χρησιμοποιοῦσαν χωρία ἀπό τήν ἀποκάλυψη καί φανέρωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, στούς Προφῆτες ἀσάρκως καί στούς Ἀποστόλους ἐν σαρκί. Καί αὐτά τά ἑρμήνευαν μέ βάση τήν δική τους ἐμπειρία. Εἶναι σημαντικές οἱ φανερώσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στόν Ἰορδάνη Ποταμό καί στό Ὄρος Θαβώρ καί σέ ἄλλα γεγονότα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.


Ἐμεῖς πρέπει νά διατηροῦμε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καθαρό, νά τό διαβάζουμε πάντα, νά στεκόμαστε μέ σεβασμό ὅταν τό ἀκοῦμε, νά τό μάθουμε ἀπό μνήμης καί νά τό λέμε συχνά, γιατί εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα φώτισε τούς Πατέρες στίς δύο πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους νά τό συντάξουν καί εἶναι τό θεμέλιο τῆς σωτηρίας μας.


Ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (431 μ.Χ.)


Ἀφοῦ συγκλήθηκαν οἱ δύο πρῶτες Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί συνέταξαν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί κανονικά θά ἔπρεπε νά τελειώσουν τά θέματα, ὅμως διάφοροι φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ἀνακινοῦσαν διάφορα θεολογικά ζητήματα καί γι’ αὐτό ἔπρεπε νά συγκληθῆ ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος νά τά ἀντιμετωπίση. Αὐτή ἡ Σύνοδος πραγματοποιήθηκε στήν Ἔφεσο τό 431 μ.Χ. μέ ἀπόφαση τοῦ Αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ, καί Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἦταν ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας.


Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζε ὅτι δέν πρέπει νά ὀνομάζεται ἡ Παναγία Θεοτόκος, ἀλλά Χριστοτόκος, θεωρώντας ὅτι ὁ ὅρος Θεοτόκος, ὅπως καί ἡ φράση «Μήτηρ Θεοῦ» εἶναι εἰδωλολατρικῆς προελεύσεως. Ἔτσι, ἔλεγε ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε τόν ἄνθρωπο Χριστό, ὁ Θεός ἁπλῶς «προῆλθε» ἤ «παρῆλθε» ἤ «διῆλθε» δι’ αὐτῆς, ἀλλά δέν γεννήθηκε ἀπό αὐτήν Θεός. Ὁ Νεστόριος ἔλεγε ὅτι εἶναι λάθος νά λέγεται ἡ Παναγία Θεοτόκος, γιατί δέν εἶναι θεά πού γέννησε Θεό.


Αὐτή ἡ αἱρετική ἄποψή του γιά τήν Παναγία προερχόταν ἀπό τήν αἱρετική ἄποψή του γιά τόν Χριστό. Ὁ Νεστόριος, ἀκολουθώντας ἄλλους προγενεστέρους αἱρετικούς, ἀδυνατοῦσε νά δεχθῆ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, ὁ ἕνας καί ὁ αὐτός. Θεωροῦσε ὅτι ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων-ὑποστάσεων εἶναι «σχετική» καί ὄχι πραγματική, ὅπως δύο σανίδες εἶναι ἑνωμένες μεταξύ τους καί χωρίζονται, ἤ, ἀκόμα συμβαίνει σύμφωνα μέ τό παράδειγμα τῶν δύο συζύγων ἤ δύο φίλων. Ἔτσι, θεωροῦσε ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλος εἶναι ὁ υἱός τῆς Παρθένου. Αὐτό εἶχε σοβαρές Χριστολογικές συνέπειες, γιατί ἔτσι ὁ Χριστός εἶναι ἁπλῶς ἕνας θεόμορφος ἄνθρωπος, ὅπως ἦταν οἱ Προφῆτες, καί ὄχι Θεός. Ὁπότε ἔπαθε καί ἀναλήφθηκε ἕνας ἄνθρωπος πού συμπροσκυνεῖται καί συνδοξάζεται μέ τόν Θεό Λόγο, καί πολλά ἄλλα.


Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας διέγνωσε αὐτήν τήν αἱρετική ἀπόκλιση ἀπό τήν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια, διεπίστωσε τίς φοβερές συνέπειες μιᾶς τέτοιας ἀπόψεως καί ἀντιστάθηκε μέ δύναμη, ἀντέκρουσε αὐτές τίς ἀπόψεις ὡς αἱρετικές. Ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος καταδίκασε τίς ἀπόψεις αὐτές ὡς αἱρετικές, ἐπίσης καταδίκασε τόν Νεστόριο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε ἀπό τήν Σύνοδο, διότι ἀρνήθηκε νά παρουσιασθῆ, παρά τό ὅτι κλήθηκε τρεῖς φορές.


Δύο χρόνια μετά, καί συγκεκριμένα τό 433 μ.Χ., συμφωνήθηκε μεταξύ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰωάννου Ἀντιοχείας ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τά θέματα αὐτά. Εἶναι ἡ λεγόμενη «Ἔκθεση τῶν Διαλλαγῶν», στήν ὁποία καθορίσθηκε ἡ δογματική ἀπόφαση γιά τό θέμα αὐτό, ὥστε νά ἐπέλθη μιά συμφωνία.


Μέ τίς «Διαλλαγές» ὁμολογήθηκε ὅτι ὁ ἕνας Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός μονογενής τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος∙ γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρό πάντων τῶν αἰώνων κατά τήν Θεότητα καί ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία γιά τήν σωτηρία μας, κατά τήν ἀνθρωπότητα∙ εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τήν Θεότητα καί ὁμοούσιος μέ ἐμᾶς κατά τήν ἀνθρωπότητα. Ὁμολογοῦμε ἕναν Χριστό, ἕναν Υἱό, ἕναν Κύριο, στόν ὁποῖον ἔγινε ἕνωση δύο φύσεων, καί κατά τήν ἔννοια τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ὁμολογοῦμε τήν ἁγία Παρθένο καί Θεοτόκο.


Τό σημαντικό εἶναι ὅτι μέ τήν ἀπόφαση αὐτή διασφαλίσθηκε ἡ ὁμολογία στόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία Παναγία δέν γέννησε ἁπλό ἄνθρωπο, ἀλλά τόν Θεό Λόγο, καί ἐξακολουθεῖ ὁ Χριστός νά εἶναι Θεάνθρωπος, πού σώζει τόν ἄνθρωπο.


Αὐτό τό εἶπαν οἱ Πατέρες, γιατί στηρίχθηκαν στήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καταγράφηκε στά ἅγια Εὐαγγέλια, ἀλλά καί στήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων. Οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ μερικές φορές ἀξιώθηκαν νά δοῦν τήν δόξα τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία προχεόταν ἀπό τό σῶμα Του∙ εἶδαν τόν ἀναστάντα καί ἀναληφθέντα στούς οὐρανούς Χριστό∙ ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος εἶδε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί «Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ», εἶδε τόν Χριστό μέσα στήν δόξα τῆς Θεότητός Του∙ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶδε τόν Χριστό μέσα στό Φῶς, τό ὁποῖο ἦταν λαμπρότερο ἀπό τό κτιστό φῶς τοῦ ἡλίου, καί γνώριζε ἐμπειρικά αὐτήν τήν ἀλήθεια.


Αὐτό διατυπώθηκε στίς ἀποφάσεις τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί στίς λεγόμενες «Διαλλαγές» μεταξύ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰωάννου Ἀντιοχείας. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτό φαίνεται στό δόγμα, ἀλλά κυρίως στήν ἐμπειρία τῆς δόξης τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τότε ἄρχισε νά ἀναπτύσσεται περισσότερο ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Αὐτό πού ζοῦσε ἡ Ἐκκλησία τό διατύπωσε ὀρθόδοξα καί καθορίσθηκαν διαδοχικά ὅλες οἱ Θεομητορικές ἑορτές. Αὐτή ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ δική μας σωτηρία.


Ἡ Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (451 μ.Χ.)


Ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τόν κατεδίκασε καί ὁριοθέτησε τήν πίστη γιά τόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὕστερα μάλιστα ἀπό τήν συμφωνία, τίς λεγόμενες «Διαλλαγές» πού ἔγιναν τό 433 μ.Χ. μεταξύ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰωάννου Ἀντιοχείας.


Ὅμως, μετά τήν ἐκδημία τῶν δύο αὐτῶν Πατριαρχῶν (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Ἰωάννου Ἀντιοχείας) οἱ φανατικοί μαθητές τους ἀνεκίνησαν τό θέμα αὐτό, θεωρώντας ὅτι καί οἱ δύο ὑπεχώρησαν ἀπό τίς θέσεις τους πού ὑποστήριζαν προηγουμένως, πράγμα τό ὁποῖο δημιούργησε προβλήματα στήν Ἐκκλησία.

Πρόκειται γιά τόν Εὐτυχῆ, τόν Διόσκορο καί ἄλλους Ἀντιοχειανούς Θεολόγους. Ὁ Εὐτυχής δίδασκε μέν ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶχε δύο φύσεις πρίν τήν ἕνωση, ἀλλά ὁμολογοῦσε μία φύση μετά τήν ἕνωση. Δηλαδή ἔλεγε ὅτι μετά τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν θεία φύση. Αὐτό τό πρόβλημα συνεχιζόταν, γιατί ἀκόμη γινόταν σύγχυση μεταξύ τῆς φύσεως καί τοῦ προσώπου, ὁπότε θεωροῦσαν ὅτι τό ἕνα πρόσωπο, συνδέεται μέ τήν μία φύση.


Τότε συνεκλήθη ἡ Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Χαλκηδόνα, μέ ἀπόφαση τῶν Αὐτοκρατόρων Μαρκιανοῦ καί Πουλχερίας, τό 451 μ.Χ., μέ τήν προεδρεία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατολίου καί τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πάπα Ρώμης Λέοντος. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀποδέχθηκε τήν ἀπόφαση τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἀκολουθώντας τούς προηγουμένους Πατέρες, δηλαδή «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», ὅπως γράφεται, ἀποφάσισε ὅτι ἐμεῖς ὁμολογοῦμε ὅτι ἕνα εἶναι τό πρόσωπο καί μία εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου, «ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζομένη» καί ὅτι πουθενά δέν ἀναιρεῖται ἡ διαφορά τῶν φύσεων λόγῳ τῆς ἑνώσεως, ἀλλά σώζεται ἡ ἰδιότητα κάθε φύσεως γιά τήν ἑνότητα στό ἕνα πρόσωπο-ὑπόσταση τοῦ Λόγου.


Ὅλο αὐτό τό θέμα μπορεῖ νά φαίνεται φιλοσοφικό, πού δέν ἔχει σχέση μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά αὐτό δέν ἰσχύει γιά τούς ἑξῆς λόγους.


Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καί Νέας Διαθήκης, ἰδίως μέ τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ στούς Ἀποστόλους, γνώριζαν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός, ὁ ὁποῖος ἐνηνθρώπησε γιά νά νικήση τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο. Στόν Ἰορδάνη ποταμό φανερώθηκε ἡ ὕπαρξη τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στό Ὄρος Θαβώρ ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Ἐπίσης, ἡ φωτεινή νεφέλη ἐκάλυψε τούς Μαθητές καί ἀκούσθηκε ἡ φωνή τοῦ Πατρός. Αὐτό τό Φῶς δέν ἦταν κτιστό, ἀλλά θεῖο, ἄκτιστο, ἦταν τό Φῶς τῆς θεότητος. Στόν Χριστό ὑπῆρχε ἡ ἀνθρώπινη φύση (ψυχή, σῶμα), ἀλλά ἀπό μέσα ἐξερχόταν καί ἡ λάμψη τῆς θεότητος. Αὐτό τό Φῶς δέν ἦταν μία ἄλλη φύση, ἀλλά ἡ θεία φύση πού ἦταν ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στόν Χριστό. Ἔτσι, φανερώθηκε ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ χωρίς νά καταργῆται ἡ ἀνθρώπινη φύση. Αὐτό ἔκανε τούς Πατέρες νά ποῦν ὅτι οἱ δύο φύσεις –θεία καί ἀνθρωπίνη– ἐνεργοῦν στήν ὑπόσταση-πρόσωπο τοῦ Λόγου «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως».


Αὐτήν τήν ἐμπειρία τήν εἶχαν πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό βλέπουμε καθαρά στόν Μέγα Βασίλειο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί σέ πολλούς μεταγενέστερους Πατέρες, ὅπως τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί ἄλλους. Καί γι’ αὐτό ὅλοι οἱ Πατέρες ἔχουν ταυτότητα ἐμπειρίας καί πίστεως μέ τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους.


Ἔπειτα, αὐτήν τήν διατύπωση δέν τήν ἔκαναν γιά νά φιλοσοφήσουν λογικά γιά τόν Χριστό, διότι αὐτό τό μυστήριο δέν μπορεῖ νά κατανοηθῆ λογικά, οὔτε τό ἔκαναν γιά νά ἀναπτύξουν τήν φιλοσοφία, ἀλλά τό ἔκαναν γιά νά ἀπαντήσουν στούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι φιλοσοφοῦσαν. Ἔτσι, οἱ αἱρετικοί θεολόγοι προσπαθοῦσαν νά κατανοήσουν αὐτό τό μυστήριο μέ τούς ὅρους τῆς φιλοσοφίας, ἐνῶ οἱ Πατέρες χρησιμοποίησαν μερικούς ὅρους, ὅπως οὐσία, φύση, πρόσωπο, ὑπόσταση, γιά νά ἀπαντήσουν στούς αἱρετικούς θεολόγους καί νά ἀποδομήσουν τόν φιλοσοφικό τρόπο σκέψεώς τους.


Αὐτό σημαίνει ὅτι τό δόγμα, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι ἡ φανέρωση-ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη ἀσάρκως καί στούς Ἀποστόλους στήν Καινή Διαθήκη ἐν σαρκί. Ἀντίθετα, οἱ ὅροι εἶναι οἱ λέξεις, εἶναι ρήματα, πού χρησιμοποίησαν οἱ Πατέρες γιά νά διαφυλάξουν τό δόγμα, τήν ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό οἱ ὅροι δηλώνουν τά ὅρια μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης.


Τίς ἀποφάσεις τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπως καί τῶν ἄλλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ Ἐκκλησία τίς ἔκανε τροπάρια, τά ὁποῖα ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία, καί γίνονται προσευχή, ὁπότε συνδέονται στενά τό δόγμα, οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μέ τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό δείχνει τήν μεγάλη ἀξία τῆς λατρείας, μέσα στήν ὁποία ὁμολογοῦμε καί ζοῦμε τόν Θεάνθρωπο Χριστό.


Ἡ Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδος (553 μ.Χ.)


Ἡ Ἐκκλησία, διά τῶν Ἁγίων Πατέρων, γιά νά διαφυλάξη τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, ἀπό τούς αἱρετικούς θεολόγους πού εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν φιλοσοφία καί χρησιμοποιοῦσαν τούς ὅρους οὐσία, φύση, ὑπόσταση, πρόσωπον, φιλοσοφικά, μέ αἱρετική ἔννοια, ἀποφάσισε θεοπνεύστως γιά τά θέματα αὐτά μέ τούς ἰδίους ὅρους πού χρησιμοποιοῦσαν ἐκεῖνοι, στούς ὁποίους ὅρους ἔδωσε ὀρθόδοξο νόημα.


Εἶναι πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, ἔχει δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, πού εἶναι ἑνωμένες στό ἕνα πρόσωπο Του «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως». Ὅταν ἐνεργοῦσε ἡ κάθε φύση στό πρόσωπο τοῦ Λόγου, ἐνεργοῦσε μέ τήν κοινωνία τῆς ἄλλης φύσεως, χωρίς νά γίνη τροπή, σύγχυση, διαίρεση, χωρισμός. Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο.


Αὐτό τό βλέπουμε στά Εὐαγγέλια. Ὁ Χριστός ὅταν ἔμαθε τόν θάνατο τοῦ φίλου Του Λαζάρου ἔκλαψε, δηλαδή ἔκλαψε ἡ ἀνθρώπινη φύση χωρίς νά χωρισθῆ ἀπό τήν θεία φύση. Καί ὅταν ἀνέστησε τόν Λάζαρο τόν ἀνέστησε μέ τήν θεία Του φύση, χωρίς νά χωρισθῆ ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί οἱ δύο φύσεις ἐνεργοῦν ἑνωμένα στόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος.


Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός χρησιμοποίησε δύο παραδείγματα γιά νά τό ἐκφράση αὐτό καθαρά. Ἕνα κάρβουνο πού φλέγεται εἶναι κάρβουνο, ἀλλά μέσα του ἔχει πῦρ. Δέν περιχώρησε τό κάρβουνο μέσα στό πῦρ, ἀλλά τό πῦρ περιχώρησε μέσα στό κάρβουνο. Τό ἄλλο παράδειγμα εἶναι τό μαχαίρι πού τό βάζουμε στήν φωτιά καί φλέγεται. Τό πυρακτωμένο μαχαίρι ὡς σίδερο κόβει, ὡς πυρακτωμένο καίει, ἀλλά αὐτό γίνεται ἀπό τό ἴδιο τό πυρακτωμένο ἀντικείμενο.


Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καθόρισαν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, τήν Γ’ καί τήν Δ’, αὐτήν τήν ἀλήθεια γιά τίς δύο φύσεις στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.


Ὑπῆρχαν, ὅμως, Ἐπίσκοποι καί Χριστιανοί θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἀποδέχθηκαν αὐτές τίς ἀποφάσεις καί ἐξακολουθοῦσαν νά παρερμηνεύουν τά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί νά μή ἀποδέχονται τήν φράση τῆς Οἰκουμενικῆς αὐτῆς Συνόδου, «ἐν δυσί φύσεσιν», θεωρώντας ὅτι ἡ φύση σημαίνει ὑπόσταση καί νομίζοντας ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐκφράζεται ἡ αἵρεση τοῦ Νεστορίου. Ἔτσι, ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός συνεκάλεσε τήν Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο, τό 553 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά καθορίση ἀκόμη περισσότερο τά θεολογικά αὐτά θέματα, στήν πραγματικότητα νά ἀντιμετωπίση ὅλες αὐτές τίς ἐπιφυλάξεις πρός τίς προηγούμενες ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπό Χριστιανούς πού ζοῦσαν στά ὅρια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.


Ἡ Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τά «τρία κεφάλαια», δηλαδή κατεδίκασε τά κείμενα τριῶν αἱρετικῶν πού εἶχαν κακόδοξες καί αἱρετικές ἀπόψεις. Συγκεκριμένα, κατεδίκασε τήν κακόδοξη διδασκαλία τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τήν ἀντορθόδοξη διδασκαλία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, ὁ ὁποῖος στά κείμενά του στρεφόταν ἐναντίον τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὑποστήριζε τόν Νεστόριο, ὅπως ἐπίσης κατεδίκασε καί τήν Ἐπιστολή τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης, τήν ὁποία ἔστειλε πρός τόν Μάρη καί εἶχε αἱρετικές ἀπόψεις.


Ἔπειτα, ἡ Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐξέθεσε μέ ἀκριβέστερο τρόπο τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία εἶχαν διατυπώσει οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι Γ’ καί Δ’. Πράγματι, ὅταν διαβάση κανείς τά δεκατέσσερα ἀναθέματα τῆς Συνόδου αὐτῆς ἀντιλαμβάνεται τό σοβαρό ἔργο τό ὁποῖο ἐπιτέλεσε.


Ἐπίσης, εἶχαν δημιουργηθῆ διάφορα προβλήματα ἀπό τούς «ὠριγενιστές», δηλαδή διαφόρους Χριστιανούς πού χρησιμοποιοῦσαν μερικές ἀπόψεις τοῦ Ὠριγένη, τίς ὁποῖες εἶχε διατυπώσει ὁ διδάσκαλος αὐτός πρίν συγκληθῆ ἀκόμη καί ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος. Γι’ αὐτό ἡ Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τίς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένη, οἱ ὁποῖες ἤδη εἶχαν καταδικασθῆ καί μεμονωμένως τό προηγούμενο χρονικό διάστημα. Πρόκειται γιά τίς κακοδοξίες πού ἀναφέρονται στήν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν, τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων καί ἄλλες ἀπόψεις του.


Καταλαβαίνουμε τί μεγάλο κόπο ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, πόσο προσπάθησαν νά διαφυλάξουν τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια ὅτι ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάς ὁμοούσιος καί ἀχώριστος∙ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός καί ἀληθινός ἄνθρωπος, ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τήν θεότητα καί ὁμοούσιος μέ ἐμᾶς κατά τήν ἀνθρωπότητα∙ ὅτι εἶναι Σωτήρας τῶν ἀνθρώπων, καί ὅλα ὅσα ἀναφέρονται στήν ὀρθόδοξη ἀλήθεια καί τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.


Ὅλο αὐτό τό μυστήριο πού εἶναι ἀκατανόητο στήν ἀνθρώπινη λογική, τό ζοῦμε στήν θεία Λειτουργία, στήν ὁποία ὑμνοῦμε τόν Τριαδικό Θεό, δοξάζουμε τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, κοινωνοῦμε τοῦ τεθεωμένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, κατόπιν προετοιμασίας καταλλήλου, ὁμολογοῦμε: «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες, αὕτη γάρ ἡμᾶς ἔσωσεν».


Αὐτή εἶναι ἡ πίστη μας, αὐτή εἶναι ἡ ὁμολογία μας, αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας, αὐτή εἶναι ἡ ζωή μας.


Ἡ ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (680-681 μ.Χ.)


Ὅταν διαβάζη κανείς τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, διαπιστώνει ὅτι ὑπάρχουν ζωντανοί πνευματικά ὀργανισμοί, δηλαδή μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν οἱ μεγάλοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τό μυστήριο τῆς θεώσεως, πού σημαίνει ὅτι μετεῖχαν κατά διαφόρους βαθμούς τῆς ἀκτίστου καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως ὑπῆρχαν καί ἄλλοι στοχαστές θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά θεολογήσουν μέ φιλοσοφικό τρόπο. Αὐτό δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στήν Ἐκκλησία.


Ἐπίσης, ἐκεῖνο πού βλέπει κανείς εἶναι ὅτι, δυστυχῶς, στήν Ἐκκλησία εἰσερχόταν μέ διαφόρους τρόπους καί ἡ πολιτική, γι’ αὐτό μερικοί αὐτοκράτορες προσπαθοῦσαν νά συμβιβάσουν τά πράγματα, νά βροῦν κάποιο τρόπο μέ μερικές φράσεις γιά νά ἑνώσουν τούς Ὀρθοδόξους μέ τούς αἱρετικούς. Γινόταν αὐτό πού θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε ἐκκλησιαστική καί θεολογική διπλωματία.


Μετά τήν Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο, στήν ὁποία καταδικάστηκε ὁ Μονοφυσιτισμός, δηλαδή οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνοι πού δέν δέχθηκαν τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Γ’ καί Δ’, καί ἀποτελοῦσαν δικές τους κοινότητες, οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας θέλησαν νά βροῦν ἕναν τρόπο συμβιβασμοῦ, ὥστε νά ἑνωθοῦν ὅλοι οἱ Χριστιανοί, μέ σκοπό νά ἀνακοπῆ ἡ ἀραβική ἐπέλαση. Δηλαδή, οἱ αὐτοκράτορες πίστευαν ὅτι ἄν συμφιλιώσουν τούς μονοφυσίτες τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Συρίας, αὐτοί θά ἀμύνονταν ἐναντίον τῶν μουσουλμάνων Ἀράβων, ἀντί νά παραδοθοῦν ἀμαχητί ἐξαιτίας τῆς διαφορᾶς πίστης μέ τούς Ὀρθοδόξους.


Ἔτσι, κατ’ ἀρχάς ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος θέλησε νά συμβιβάση τά πράγματα καί συμβουλεύθηκε τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν δύο φύσεις, πού εἶναι ἑνωμένες «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» σέ ἕνα πρόσωπο, ὅπως ἀποφάσισε ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀλλά ὅμως προσέθετε ὅτι ὁ Χριστός ἔχει μία θέληση καί ἐνέργεια.


Τότε, τό 638 μ.Χ. ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος ἐξέδωσε ἕνα διάταγμα, πού ὀνομάσθηκε «Ἔκθεσις», μέ τό ὁποῖο ἐπέβαλε αὐτήν τήν διδασκαλία ὅτι, δηλαδή, στόν Χριστό ὑπάρχει μία ἐνέργεια, μία θέληση, καί συγχρόνως ἀπαγόρευσε κάθε συζήτηση γιά τό θέμα αὐτό.


Σέ αὐτήν τήν αἱρετική διδασκαλία ἀντέδρασαν κατ’ ἀρχάς μέν ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἅγιος Σωφρόνιος, ἔπειτα δέ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία στό θέμα αὐτό εἶναι ὅτι κάθε φύση ἔχει καί τήν ἐνέργεια καί θέλησή της, γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑποστηριχθῆ ὅτι ἐνῶ ὑπάρχουν δύο φύσεις στόν Χριστό, ἐν τούτοις ὑπάρχει μία θέληση. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως καί ὄχι τῆς ὑποστάσεως-προσώπου. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ὁμιλοῦσε γιά φυσική θέληση καί ὄχι γιά ὑποστατική θέληση. Βέβαια, ἡ θέληση ἐκφράζεται διά τῶν προσώπων, ἀλλά εἶναι φυσική καί ὄχι ὑποστατική.


Ὁ Αὐτοκράτωρ Κώνστας γιά νά σταματήση τίς ἀντιδράσεις ἐξέδωσε ἄλλο διάταγμα, τό 648 μ.Χ., πού ὀνομάσθηκε «Τύπος» διά τοῦ ὁποίου ἀπαγόρευσε νά γίνεται λόγος γιά μία ἤ δύο θελήσεις στόν Χριστό, καί ἔτσι κατά κάποιο τρόπο ἀκύρωσε τήν «Ἔκθεση» τοῦ Ἡρακλείου, πού ἐπέβαλε τήν μία θέληση καί ἀπαγόρευε καί κάθε συζήτηση γιά τό θέμα αὐτό. Ὅμως, τό θεολογικό αὐτό πρόβλημα δέν μποροῦσε νά περιορισθῆ μέσα στήν διπλωματία καί στήν σιγή.


Γι’ αὐτό συνῆλθε ἡ ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τόν Πωγωνᾶτο, στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 680-681 μ.Χ., στήν ὁποία προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεώργιος καί παρόντες ἦταν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα. Ἡ Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τόν Μονοενεργητισμό ὅτι, δηλαδή, στόν Χριστό ὑπάρχει μία ἐνέργεια, καί τόν Μονοθελητισμό ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχει μία θέληση. Ἔτσι, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, στόν Χριστό, ὅπως ὑπάρχουν δύο φύσεις ἑνωμένες στό ἕνα πρόσωπό Του, ὑπάρχουν καί δύο ἐνέργειες καί δύο θελήσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, οἱ ὁποῖες δέν ἐναντιώνονται μεταξύ τους, ἀφοῦ ἐνεργοῦν στό ἴδιο πρόσωπο, ἀλλά τό ἀνθρώπινο θέλημα ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στό θεῖο καί πανσθενές θέλημα.


Ἡ διδασκαλία αὐτή εἶναι συνέπεια τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, ἔχει δύο φύσεις καί κατά συνέπεια ἔχει δύο ἐνέργειες καί θελήσεις. Ἡ ἀνθρωπίνη ἐνέργειά Του εἶναι κτιστή, ἐπειδή ἡ ἀνθρωπίνη φύση εἶναι κτιστή, καί ἡ θεία ἐνέργειά Του εἶναι ἄκτιστη, ἐπειδή ἡ θεία φύση εἶναι ἄκτιστη. Ἔτσι, στόν Χριστό ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, ἀλλά ἕνα εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.


Αὐτό θά ἀναλυθῆ ἀκόμη περισσότερο ἀργότερα ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τούς ἡσυχαστές Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὁμολόγησαν ἀπό τήν ἐμπειρία τους ὅτι οἱ ἄνθρωποι μετέχουν τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῆς φύσεώς Του.


Ἀπό αὐτό τό γεγονός φαίνεται ὅτι τά θεολογικά θέματα εἶναι καρπός πνευματικῆς ἐμπειρίας καί δέν μποροῦν νά ἐγκλωβισθοῦν μέσα στήν διπλωματία καί τήν πολιτική. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔκανε στό θέμα αὐτό ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀγωνίσθηκαν μέχρι αἵματος, μέ φυλακίσεις καί κακοποιήσεις, γιά νά μήν ἀποδεχθοῦν τήν εἴσοδο τῆς διπλωματίας μέσα στήν Ἐκκλησία καί στήν Ὀρθόδοξη θεολογία.


Τούς χρωστᾶμε πολλά καί τούς εὐγνωμονοῦμε γιά τήν διδασκαλία τους, τό ἔργο τους, καί τίς θυσίες τους.


Τά θεολογικά θέματα πρέπει νά συζητοῦνται ἀπό ἐμπειρικούς Πατέρας καί θεολόγους καί δέν μποροῦν νά ἐπιβάλλονται μέ νόμους, ὅπως ἐπίσης δέν μποροῦν νά παραμένουν μέσα στήν σιωπή.


Ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.)


Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλώντας κάποτε στούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου, τούς εἶπε ὅτι γνωρίζει καλά ὅτι μετά τήν ἀναχώρησή του θά εἰσβάλλουν ἀνάμεσά τους ἄγριοι λύκοι, οἱ ὁποῖοι δέν θά λυπηθοῦν τό ποίμνιο, καί ἔτσι ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας θά βγοῦν ἄνθρωποι πού θά μιλοῦν διεστραμμένα γιά νά ἀποσπάσουν τούς μαθητές καί νά τούς ἔχουν μαζί τους (Πρ. κ΄, 29-30).


Αὐτό φάνηκε σέ ὅλους τούς αἰῶνες στήν ἱστορία καί τόν βίο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἐμφανίσθηκαν διάφοροι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι κατέληξαν σέ ἀντορθόδοξες διδασκαλίες καί δημιούργησαν προβλήματα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.


Ὁ διάβολος πάντοτε πολεμᾶ τήν Ἐκκλησία, μισεῖ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί θέλει νά ἀλλοιώση τήν διδασκαλία Του. Μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτήν πρέπει νά βλέπη κανείς τίς αἱρέσεις.


Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ αἱρετικοί χρησιμοποιοῦσαν τήν φιλοσοφία καί τόν στοχασμό γιά τά θεολογικά θέματα, ἀλλά τό πρόβλημα εἶναι ὅτι δέν εἶχαν καθαρή καρδιά μέσα στήν ὁποία ἐνεργεῖ ὁ Θεός, κατά τόν μακαρισμό τοῦ Χριστοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄, 8), ὁπότε μέσα ἀπό ἀκάθαρτη καρδιά ἐνεργοῦν οἱ δαίμονες. Ἔτσι, στό τέλος ἡ αἵρεση εἶναι δαιμονική ἐνέργεια.


Τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. ἐμφανίσθηκε μιά ἄλλη αἵρεση, ἡ λεγομένη εἰκονομαχία, ἡ ὁποία στρεφόταν ἐναντίον τῆς ἁγιογραφήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ Χριστιανοί ἁγιογραφοῦσαν τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων καί τίς ἀσπάζονταν, ζητώντας τήν Χάρη ἀπό τόν Χριστό. Ὅμως, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Παυλικιανοί, οἱ Μονοφυσίτες ἀπέρριπταν τήν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, γιατί εἶχαν πρόβλημα μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, γιά τούς δικούς του ὁ καθένας λόγους.


Ἔτσι, ὁ Αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Γ΄ ὁ Ἴσαυρος ἐξέδωσε τό 726 καί τό 730 μ.Χ. δύο διατάγματα ἐναντίον τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἀπαγόρευσε τήν προσκύνησή τους. Αὐτό ἔκανε ἀργότερα καί ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Κοπρώνυμος. Ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων ἀγωνίσθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι Πατέρες, γιατί γνώριζαν ἀπό τήν πείρα τους γιά τήν μεγάλη δύναμη τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν ἁγίων, πού εἰκονογραφοῦνται, καί τήν ἀξία τῶν εἰκόνων.


Τό ἔτος 787 μ.Χ. συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, μέ ἀπόφαση τῆς Αὐτοκράτειρας Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας καί τοῦ υἱοῦ της Κωνσταντίνου, στήν ὁποία προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀκύρωσε τήν εἰκονομαχική Σύνοδο πού ἔγινε τό 754 μ.Χ. ἐπί Κωνσταντίνου Κοπρωνύμου, ἀναθεμάτισε τούς αἱρετικούς εἰκονομάχους καί κατοχύρωσε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τίς ἱερές εἰκόνες.


Ἡ Οἰκουμενική αὐτή Σύνοδος στηρίχθηκε στήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανοῦ καί κυρίως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἄλλο εἶναι ἡ ἀληθινή λατρεία, πού ἀποδίδεται μόνον στόν Θεό, τήν «θεία φύση», καί ὄχι στίς εἰκόνες καί τούς ἁγίους, καί ἄλλο εἶναι ἡ τιμητική προσκύνηση πού ἀποδίδεται στίς ἱερές εἰκόνες. Καί μάλιστα ἡ τιμητική αὐτή προσκύνηση διαβαίνει στό πρωτότυπο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅταν ἀσπαζόμαστε τίς ἱερές εἰκόνες δέν προσκυνᾶμε τήν ὕλη ἀπό τήν ὁποία εἶναι κατασκευασμένες, ἀλλά τήν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζομένου, δηλαδή αὐτόν πού εἰκονίζεται.


Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα διδάσκει τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ ἄρνηση τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, στήν πραγματικότητα εἶναι ἄρνηση τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Ἀκόμη, οἱ ἅγιοι εἰκονίζονται καί τιμῶνται, διότι εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί μέσα τους ἔχουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ δέ εἰκόνες λειτουργοῦν ὡς φορεῖς τῆς θείας Χάριτος, κατά τόν τρόπο πού ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοῦσε τά τῆς θείας φύσεως τοῦ Λόγου. Γι’ αὐτό καί θαυματουργοῦν. Αὐτή, μέ λίγα λόγια, εἶναι ἡ θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ θεολογία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁμολογήθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, καί τῶν ἁγίων ὡς μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του.


Τό ἐπίσης σημαντικό στήν Σύνοδο αὐτή εἶναι ὅτι γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ὁ Χριστός ἐνυμφεύθη τήν ἁγία Ἐκκλησία, εἶναι μαζί μέ τούς Μαθητές Του στούς αἰῶνες, στούς ὁποίους χάρισε τό Φῶς τῆς ἐπιγνώσεώς Του, καί τούς ἐλύτρωσε ἀπό τό σκοτάδι τῆς εἰδωλικῆς μανίας. Καί ὅμως ἀπό τήν δωρεά αὐτή καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀπομακρύνθηκαν οἱ αἱρετικοί παρασυρόμενοι ἀπό τόν ἀπατεώνα ἐχθρό.


Αὐτά καί ἄλλα πολλά δείχνουν τήν διαφορά μεταξύ τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν αἱρετικῶν. Γι’ αὐτό στήν Σύνοδο αὐτή ἀναθεματίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί ὀνομαστικῶς, ἀπό τόν Ἄρειο μέχρι τούς τότε αἱρετικούς καί διακηρύσσεται ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων.


Σέ ἕνα σημεῖο τῶν Πρακτικῶν γράφεται: «Ἀσπαζόμαστε δέ καί τάς κυριακάς καί ἀποστολικάς καί προφητικάς φωνάς, δι’ ὧν τιμᾶν καί μεγαλύνειν ἐδιδάχθημεν». Αὐτή ἡ φράση δείχνει τήν μεγάλη διαφορά μεταξύ τῶν ἐμπειρικῶν θεολόγων, πού εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή ἔχουν ἀκάθαρτη καρδιά, γίνονται ἐνεργούμενοι ὑπό τῶν πονηρῶν πνευμάτων.


Οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι, ὅπως ἦταν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες, γνωρίζουν ἀπό τήν πείρα τους ὅτι ὅταν φθάνη κανείς στήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, βλέπει τό θεῖο Φῶς, ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν, ὁπότε ἐκεῖ δέν χωρεῖ κανένας στοχασμός, καμμία φαντασία, καμμία πλάνη. Μετά, ὅμως, τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία μποροῦν νά εἰκονογραφοῦν τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους, ἀλλά γνωρίζουν σαφέστατα ὅτι ἄλλο εἶναι τά ἄκτιστα ρήματα, δηλαδή ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, καί ἄλλο εἶναι τά κτιστά εἰκονίσματα, πού παραπέμπουν στήν ἄκτιστη αὐτή δόξα, χωρίς νά μποροῦν νά τήν ἐκφράσουν ἀπόλυτα.


Γνωρίζουν, ἐπίσης, οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι ὅτι ὅσοι ἀσπάζονται καί προσκυνοῦν τίς ἱερές εἰκόνες λαμβάνουν Χάρη ἀπό τόν Θεό, ἀνάλογα μέ τήν δική τους πνευματική κατάσταση, καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀνάπτει μέσα τους ἡ φλόγα, ἡ ἐπιθυμία γιά τήν ὅραση τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ.


Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική ἀσπαζόμαστε τόν Τίμιο Σταυρό, τίς ἱερές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων, τά ἱερά λείψανα, τά εὐλογημένα ἱερά ἀντικείμενα καί δοξάζουμε τόν Χριστό πού ἔγινε ἄνθρωπος, θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση καί μᾶς ἔκανε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του.


Ἡ Η’ Οἰκουμενική Σύνοδος (879-880 μ.Χ.)


Ὁ 8ος αἰώνας μ.Χ. ἦταν ἕνας δύσκολος αἰώνας ἀπό πλευρᾶς τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἀρχίζει νά ἀποχωρίζεται τό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τό ἀνατολικό τμῆμα της, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί φαίνεται καθαρά ἡ ἀλλοίωση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ.


Αὐτό φάνηκε στήν Η’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τό 879-880 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί τοῦ Αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος. Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἦταν ὁ Μέγας Φώτιος καί ἦταν παρόντες καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ὀρθοδόξου Πάπα τῆς Ρώμης Ἰωάννη τοῦ Η’.


Ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι πολύ σημαντική, εἶναι ἡ τελευταία Σύνοδος μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί Ὀρθοδόξου Δυτικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή μεταξύ Νέας Ρώμης καί Παλαιᾶς Ρώμης, γιατί μετά διαδοχικά ἀπομακρύνθηκαν οἱ δυτικοί Χριστιανοί ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.


Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή ἀποκαλεῖται ὡς Η’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τήν Ἐγκύκλιο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848 μ.Χ. καί ἡ ἴδια Σύνοδος ἐπικύρωσε καί τήν Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδο.


Ἡ Η’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀντιμετώπισε διάφορα ἐκκλησιολογικά θέματα, ἀνέδειξε τήν διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς τότε Ὀρθοδόξου Δυτικῆς Ἐκκλησίας, καί ἄλλα σοβαρά θεολογικά ζητήματα.


Στήν Σύνοδο αὐτή φάνηκαν τά ἑξῆς θέματα: τό Πρωτεῖον τοῦ Πάπα∙ τά λειτουργήματα στήν Ἐκκλησία καί ἡ μεταξύ τους σχέση∙ τά τυπικά ἔθιμα∙ ἡ ἀθρόον χειροτονία ἀπό λαϊκό σέ Ἐπίσκοπο∙ καί κυρίως τό θεολογικό πρόβλημα τό Φιλιόκβε, δηλαδή ἡ προσθήκη πού εἶχαν βάλει τότε οἱ Φράγκοι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, πράγμα πού εἶναι αἵρεση, καί γιά τό ὁποῖο ἀντιδροῦσε τότε καί ἡ Παλαιά Ρώμη. Μάλιστα, ἡ Σύνοδος αὐτή καταδίκασε καί ἀφόρισε ὅσους ἔθεσαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Φιλιόκβε.


Στήν πραγματικότητα ἡ Σύνοδος κατεδίκασε ὅσους προσθέτουν ἤ ἀφαιροῦν ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως λέξεις, δηλαδή ἐννοοῦσε τούς Φράγκους χωρίς νά τούς κατονομάση ἀπό φόβο, λόγῳ τῆς βαρβαρότητάς τους.


Σημαντική φυσιογνωμία τῆς Συνόδου αὐτῆς ἦταν ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ ὁποῖος μέ τόν διορατικό νοῦ του ἀντιλήφθηκε τόν κίνδυνο πού προερχόταν ἀπό τούς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταλάβει τήν βόρεια καί κεντρική Εὐρώπη καί ἤθελαν νά ἐπεκταθοῦν καί πρός ἀνατολάς, καθώς ἐπίσης διέγνωσε τήν αἵρεση ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, δηλαδή τό Φιλιόκβε. Ἰδίως αὐτό τό ἀνέπτυξε ὁ ἱερός Φώτιος «πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιεπισκοπικούς θρόνους», τήν ὁποία αἵρεση χαρακτηρίζει «ἄθεον γνώμην», «ἀσέβειαν», «οἱ τοῦ σκότους ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι (ἐπισκόπους γάρ ἑαυτούς ἐπεφήμιζον)…». Δηλαδή, οἱ δυτικοί ἐπίσκοποι αὐτοχαρακτηρίζονταν ὡς ἐπίσκοποι, ἀφοῦ οἱ Φράγκοι τοποθετοῦσαν ἐπισκόπους χωρίς χειροτονία, καί αὐτοί ἐπέβαλαν τήν αἵρεση τοῦ Φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Γράφει δέ στήν ἐπιστολή του γιά τούς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι ἐπέβαλαν αὐτήν τήν αἵρεση: «τούτους τούς ἀπατεῶνας καί θεομάχους συνοδικῇ καί θείᾳ κατεκρίναμεν ψήφῳ». Δηλαδή καταδικάσαμε αὐτούς τούς ἀπατεῶνες μέ συνοδική καί θεία ψῆφο.


Μετά τήν Η’ Οἰκουμενική Σύνοδο τό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατοιρίας ὁδηγεῖτο στήν ρήξη μέ μεγάλη ταχύτητα, κυρίως ἀπό πολιτικά αἴτια, μέχρι τό ἔτος 1009 μ.Χ. πού εἰσῆλθε ἐπισήμως τό Φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπό τόν Πάπα τῆς Ρώμης, ὁπότε διακόπηκε ἡ κοινωνία μεταξύ Παλαιᾶς καί Νέας Ρώμης. Στήν πραγματικότητα ἡ Παλαιά Ρώμη ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου προσέλαβε καί ἄλλες αἱρέσεις.


Ἀργότερα, τόν 16ο αἰώνα μ.Χ., μέ τίς ὑπερβολές πού ἔκανε ὁ Πάπας, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό αὐτόν καί ὁλόκληρες ὁμάδες Χριστιανῶν πού ἀπετέλεσαν τόν λεγόμενο Προτεσταντικό κόσμο, καί σήμερα ὑπάρχουν πολλές Χριστιανικές διαιρέσεις στήν Δύση. Ἔτσι, δικαιώθηκε ὁ Μέγας Φώτιος πού ἔκανε πολλές προσπάθειες γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγωνίσθηκε ἐναντίον τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα καί τοῦ Φιλιόκβε.


Φαίνεται καθαρά ὅτι τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Μέγας Φώτιος ἦταν ἡ μεγαλύτερη μορφή, ἀφοῦ διέθετε εὐφυΐα, διορατικότητα, θεολογική κατάρτιση, ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἀλλά καί μεγάλη διάκριση. Ἦταν ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.


Τελικά, ἡ Δύση ἀπομαμακρύνθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή καί ἀνέπτυξε τόν σχολαστικισμό, μία θεολογία πού ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί στηρίχθηκε στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Νεοπλατωνισμό. Ἡ σχολαστική θεολογία δημιούργησε ἄλλες ἀντιδράσεις στόν δυτικό κόσμο καί ποικίλα φιλοσοφικά, θεολογικά καί κοινωνικά ρεύματα, πού ὑπάρχουν μέχρι σήμερα.


Γι’ αὐτό πρέπει ὄχι μόνον νά τιμᾶμε τόν Μέγα Φώτιο ὡς ἅγιο καί Μεγάλο Πατέρα, ἀλλά νά σεβόμαστε τήν διδασκαλία του καί τό ἔργο του.


Ἡ Θ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (1351 μ.Χ.)


Ὅταν κάνουμε λόγο γιά Θ’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἐννοοῦμε τήν Μεγάλη Σύνοδο τοῦ 1351 μ.Χ., στήν ὁποία συμμετεῖχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ ὁποία κατοχύρωσε τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί τόν ἱερό ἡσυχασμό.


Ἡ Σύνοδος αὐτή συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό καί σέ αὐτήν προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος, μαθητής τοῦ ἡσυχαστοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, καί παρευρέθηκαν πολλοί ἡσυχαστές Πατέρες. Στά Πρακτικά τῆς Συνόδου περιελήφθησαν καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 1341 καί 1347 μ.Χ., οἱ ὁποῖες καταδίκασαν τόν Βαρλαάμ καί τόν Ἀκίνδυνο καί ἔτσι οἱ ἀποφάσεις εἶναι κατά πάντα Ὀρθόδοξες.


Ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι Οἰκουμενική, πρῶτον, γιατί ἔχει ὅλες τίς κανονικές προϋποθέσεις μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου∙ δεύτερον, γιατί τό θέμα μέ τό ὁποῖο ἀσχολήθηκε, ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, εἶναι συνέχεια τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν ὁποία μνημονεύει στά Πρακτικά της∙ καί τρίτον, γιατί οἱ ἀποφάσεις της συμπεριελήφθησαν στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», μαζί μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὅπως γνωρίζουμε τό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας» διαβάζεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.


Ἄλλωστε, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία καθόρισε νά ἑορτάζεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, μετά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζει τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὡς μεγάλο θεολόγο, τοῦ ὁποίου ἡ θεολογία κατοχυρώθηκε Συνοδικά μέ τήν Σύνοδο τοῦ 1351 μ.Χ., ὅπως ἔγινε καί μέ τίς προηγούμενες Συνόδους (1341-1347).


Γενικά, στήν συζήτηση πού ἔγινε μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ἄλλων φιλοσοφούντων ἀντιησυχαστῶν θεολόγων φανερώθηκαν μερικές ἀλήθειες πού εἶναι κοινό κτῆμα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας. Θά μνημονεύσω μερικές ἀπό τίς ἀλήθειες αὐτές.


Ἡ πρώτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια. Κάθε οὐσία φανερώνεται διά τῆς ἐνεργείας της, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν οὐσία. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη. Τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν τήν ἴδια θεϊκή οὐσία, ἐμεῖς μετέχουμε τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἀποστέλλει τήν ἐνέργειά Του στήν κτίση, ὅπως ὁ ἥλιος στέλλει τήν ἐνέργειά του στόν κόσμο. Ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ λαμβάνει διάφορα ὀνόματα, ἀνάλογα μέ τά ἀποτελέσματα πού δημιουργεῖ, δηλαδή λέγεται οὐσιοποιός, ζωοποιός, σοφοποιός, ὅπως ἐπίσης χαρακτηρίζεται καθαρτική, φωτιστική, θεοποιός ἐνέργεια. Ὅλη ἡ κτίση μετέχει ἀναλόγως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.


Ἡ δεύτερη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὅσοι εἶναι καθαροί στήν καρδιά ἔχουν τήν δυνατότητα νά δοῦν τόν Θεό ὡς Φῶς. Ἄλλο εἶναι τό αἰσθητό φῶς πού βλέπει κανείς μέ τήν αἴσθηση καί ἄλλο εἶναι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ πού εἶναι πάνω ἀπό κάθε αἴσθηση, τό ὁποῖο βλέπει ὁ καθαρός νοῦς μέ τήν αἴσθηση, ἀφοῦ καί τό σῶμα μεταλαμβάνει αὐτήν τήν ὑπέρ νοῦν καί ὑπέρ αἴσθηση ἐμπειρία. Τό Φῶς πού εἶδαν οἱ Μαθητές στό Ὄρος Θαβώρ εἶναι τό Φῶς τῆς θεότητος, καί εἶναι ἀνώτερο ἀπό τήν λογική γνώση τῶν φιλοσόφων.


Ἡ τρίτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά δῆ κανείς τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά μετάσχη τῆς ἐνεργείας Του καί ὄχι τῆς οὐσίας Του, εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἡ νοερά καρδιακή προσευχή, ἡ συμμετοχή τοῦ σώματος στήν ἀσκητική ζωή, μέ τήν νηστεία, τήν ἄσκηση, τήν ἀγάπη καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅλη αὐτή ἡ ἀσκητική προσπάθεια, κατά τήν ὁποία ἐνεργεῖ ὁ Θεός καί συνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος λέγεται ἱερός ἡσυχασμός. Αὐτό ἔζησαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες, αὐτό ἐδίδαξε ὁ Χριστός.


Ἡ τέταρτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία καταδικάζοντας τίς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, ὅπως καί τῶν ἄλλων ὁμοφρόνων του, στήν πραγματικότητα κατεδίκασε τήν δυτική θεολογία, τόν σχολαστικισμό, ἡ ὁποία ὑποστήριζε ὅτι οἱ φιλόσοφοι εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τούς Προφῆτες, διότι οἱ φιλόσοφοι ἀνέπτυσσαν τίς φιλοσοφίες τους μέ τήν λογική, ἐνῶ οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν ἐξωτερικές ἐλλάμψεις πού ἦταν κτιστές καί δαιμονικές. Οἱ ἀπόψεις τῶν ἀντιησυχαστῶν προέρχονταν κυρίως ἀπό τήν φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα, εἶχαν ἐπηρεασθῆ, δηλαδή, ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία. Αὐτό θεωρεῖται αἵρεση, γιατί οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τόν ἄσαρκο Λόγο καί οἱ Ἀπόστολοι ἔβλεπαν τόν σεσαρκωμένο Λόγο καί ἦταν ἀνώτεροι ἀπό τούς φιλοσόφους.


Τελικά, ἡ θεολογία πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ εἶναι θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καί ὁ ἱερός ἡσυχασμός, ὡς κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί φωτισμός τοῦ νοῦ πού ὁδηγεῖ στήν θέωση, εἶναι ὁ πυρήνας τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, εἶναι ἡ προϋπόθεση θεολογήσεως ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, εἶναι ἡ βάση ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.


Αὐτό δείχνει ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες στίς Οἰκουμενικές Συνόδους θεολόγησαν γιά τό ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός, ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, οἱ ὁποῖες ἐνεργοῦν «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» στήν ὑπόστασή Του, ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν καί δύο θελήσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, ὁπότε ἡ ἀνθρωπίνη θέληση ἀκολουθεῖ τήν θεία θέληση. Ἐπίσης, δείχνει ὅτι οἱ ἅγιοι διά τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ πού συνιστᾶ τήν ὀρθόδοξη μεθοδολογία, ἔφθασαν στήν θεωρία-θέα τοῦ Χριστοῦ, εἶδαν τόν Χριστό καί στήν συνέχεια κατέγραψαν θεοπνεύστως αὐτήν τήν ἐμπειρία.


Ἑπομένως, ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καρπός ἐμπειρίας, εἶναι ἀποτέλεσμα ὁράσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στό Φῶς καί δέν εἶναι μιά λογική γνώση, ἀποτέλεσμα φιλοσοφικῆς γνώσης.


Ἀγαπᾶμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἐπειδή μέ τήν θεοπτική ἐμπειρία του καί τούς θεόπνευστους ἀγῶνες του ἀνέδειξε τήν βάση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ἐξέφρασε τήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, πού εἶναι ἡ θέα τοῦ Λόγου στήν ἀνθρώπινη φύση Του.

Ὅλα αὐτά δέν πρέπει νά μένουν σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, ἀλλά πρέπει νά τά ζοῦμε ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι: «ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ΄, 6).


* * *


Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει νά μένουμε πιστοί στά δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων πού τίς συνεκρότησαν, γι’ αὐτούς τούς τιμοῦμε πολλές Κυριακές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.


Καυχόμαστε ἐν Κυρίῳ, γιατί τρεῖς Ἐπίσκοποι Ναυπάκτου συμμετεῖχαν σέ τρεῖς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἤτοι ὁ Καλλικράτης στήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὁ Εἰρηναῖος στήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὁ Ἀντώνιος στήν Η’ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὑπέγραψαν τά Πρακτικά τους. Ἐπίσης, ὁ Ἐπίσκοπος Ναυπάκτου Μαρτύριος συμμετεῖχε στήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς, πού ὑποστήριξε τόν Μέγα Ἀθανάσιο σέ μιά δύσκολη περίοδο στήν ζωή του.


Ἑπομένως, κατά μείζονα λόγο ἔχουμε εὐθύνη νά μείνουμε σταθεροί στά δόγματα τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁ δέ ἑκάστοτε Μητροπολίτης Ναυπάκτου πρέπει νά καυχᾶται, γιατί εἶναι διάδοχος τέτοιων ὁμολογητῶν τῆς πίστεως.

π. Γεώργιος Δορμπαράκης ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ Β´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (381 μ.Χ.)

 


Τά δύο μεγάλα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, τό Τριαδικό καί τό Χριστολογικό. Ἡ πίστη δηλαδή στό Τριαδικό τοῦ Θεοῦ: «μονάς ἐν Τριάδι καί Τριάς ἐν μονάδι», καί ἡ πίστη στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὡς «διπλοῦν τήν φύσιν (θεϊκή καί ἀνθρώπινη) ἀλλ᾽ οὐ τήν ὑπόστασιν (μόνο τήν θεϊκή)». Καί τοῦτο διότι ὁ Κύριος ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός ἦλθε προκειμένου νά ἀποκαλύψει στήν ἀπόλυτη δυνατή γιά τά ἀνθρώπινα πληρότητα τό ποιός εἶναι καί πῶς ζεῖ ὁ Θεός, ποιός εἶναι ὁ Ἴδιος καί ποιά ἡ ἀποστολή Του μέσα στόν κόσμο. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή πραγματοποιούμενη μέσα στό ζωντανό σῶμα Του τήν Ἐκκλησία συνιστᾶ τήν σωτηρία ἔκτοτε τοῦ ἀποδεχομένου αὐτήν ἀνθρώπου, ἡ ὁποία νοεῖται βεβαίως ὡς πραγματική καί βεβαία σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Αὐτό εἶναι καί τό νόημα τῆς ἀποκαλύψεως καί τό διαρκές ζητούμενό της: πῶς ὁ ἄνθρωπος θά διακρατεῖ στήν ζωή του ζωντανή τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή θά διακρατεῖ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του. Ὅπως τό διατύπωσε μεταξύ ἄλλων καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ὁ Κύριος μακαρίζει ὄχι αὐτόν πού μαθαίνει κάτι γιά τόν Θεό, ἀλλά αὐτόν πού ἀποκτᾶ τόν Θεό μέσα του». Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας συνιστοῦν τούς δεῖκτες πορείας γιά νά βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τόν ζωντανό Θεό, πού σημαίνει ὅτι τό Τριαδικό καί τό Χριστολογικό δόγμα δέν συνιστοῦν δογματικούς ἀφορισμούς μέ τήν ἀρνητική ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλά τήν πρόκληση καί τήν πρόσκληση νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό καί συνεπῶς νά ζήσει μέ ἐλευθερία καί ἀγάπη.


Καί οἱ ἑπτά Οἰκουμενικές Σύνοδοι μέ αὐτά τά δύο καίρια δόγματα ἀσχολήθηκαν. Οἱ δύο πρῶτες μέ τό Τριαδικό δόγμα, οἱ ἑπόμενες μέ τό Χριστολογικό. Ἀκόμη καί ἡ ἑβδόμη Σύνοδος, ἡ ὁποία φαίνεται ὡς ἀσχοληθεῖσα μέ τίς εἰκόνες νά τραβάει ἕνα διαφορετικό δρόμο, στήν οὐσία βρίσκεται μέσα στήν πορεία τῶν προηγουμένων: ἡ εἰκονομαχία ἀποδείχτηκε ὅτι στό βάθος της ἀμφισβητοῦσε τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό εἴτε ὡς ἄνθρωπο εἴτε ὡς Θεό, πού σημαίνει ὅτι συνιστοῦσε συνέχεια τοῦ νεστοριανισμοῦ καί τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, χριστολογικῶν αἱρέσεων καί τῶν δύο.


Ἀλλά καί τό χριστολογικό δόγμα ἦλθε ὡς συνέχεια στήν πραγματικότητα τοῦ προηγηθέντος τριαδικοῦ. Διότι, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία μας διετύπωσε τήν πίστη της κατόπιν προκλήσεων καί ἀμφισβητήσεων ἀπό τούς αἱρετικούς περί τῆς φυσικῆς θεότητος τόσο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅσο καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διετύπωσε κατόπιν τήν πίστη της, πάλι μετά ἀπό πρόκληση τῶν ἰδίων αἱρετικῶν, περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς τελείου Θεοῦ καί τελείου ἀνθρώπου. Ἔτσι, παρακολουθώντας κανείς τήν ἱστορική ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων στήν Ἐκκλησία, παρακολουθεῖ, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀσφαλῶς, τό «ἀγκομαχητό» θά ἔλεγε κανείς τῆς θεολογικῆς σκέψεώς της, προκειμένου νά διασφαλίζει πάντοτε καί ἀδιάκοπα αὐτό πού συνιστοῦσε καί συνιστᾶ ζωή της: τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία, τό πλαίσιο ὅπως εἴπαμε ὅπου συναντᾶ καί ζεῖ κανείς τόν ἴδιο τόν Θεό μας. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τά δόγματα τῆς πίστεως χαρακτηρίζονται καί ὡς «ὅροι»-ὅρια, γιά νά ξέρει κανείς ὅτι βαδίζει στόν ὀρθό δρόμο καί δέν ἔχει πλανηθεῖ.


Εἶναι εὐνόητο, ὅμως, ὅτι παρ᾽ ὅλη τήν λογική συνέχεια ὅλων τῶν Συνόδων, οἱ δύο πρῶτες συνδέονται περισσότερο μεταξύ τους ὡς ἀσχοληθεῖσες μέ τό Τριαδικό δόγμα, γεγονός πού ἀφενός δείχνει ὅτι δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἡ Δευτέρα Σύνοδος χωρίς τήν Πρώτη, ἀφετέρου ἡ σύνδεση αὐτή ἐμφαίνεται ἄμεσα καί ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, τό ὁποῖο χαρακτηρίζεται ὡς Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, ἀπό τούς τόπους πού συγκλήθηκαν αὐτές: ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μ.Χ., ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, τό 381 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τό περιεχόμενο τῆς ταπεινῆς εἰσηγήσεώς μας.


Ἱστορικό πλαίσιο τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Πράγματι, δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος χωρίς τήν προηγηθεῖσα Πρώτη. Διότι αὐτό πού ἀπετέλεσε τήν κύρια αἰτία συγκροτήσεως τῆς Πρώτης: ἡ αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ, αὐτό ὑπῆρξε καί τό ἔναυσμα γιά τήν διαδικασία συγκροτήσεως καί τῆς Δευτέρας. Θεωρεῖται γνωστό, δηλαδή, ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ὅτι τό τέλος τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου βρῆκε μέν τήν Ἐκκλησία νά ἔχει ὁμόφωνα καταδικάσει τήν ἀρειανική αἵρεση καί νά ἔχει θέσει τήν βάση τῆς διασαλευμένης ἑνότητας τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς μέ τό σύμβολο πίστεως τό ὁποῖο ἐξέδωσε, τό γνωστό πιά καί ἀξεπέραστο σύμβολο τῆς Νικαίας, ὅμως ἀρειανόφρονες ἐπίσκοποι, ὅπως ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας καί ὁ Θέογνις Νικαίας, ἐκμεταλλεύτηκαν τό γεγονός τῆς μή προσωπικῆς καταδίκης τοῦ Ἀρείου ἀπό τήν Σύνοδο (λόγῳ τῆς ἤδη προσωπικῆς καταδίκης του ἀπό μεγάλες προηγηθεῖσες συνόδους, ὅπως τῆς Ἀλεξανδρείας καί τῆς Ἀντιοχείας) καί γι᾽ αὐτό, μολονότι ὑπέγραψαν τίς ἀποφάσεις καί τούς ἀναθεματισμούς αὐτούς, δεῖγμα βεβαίως τῆς ὑποκρισίας καί τοῦ διπρόσωπου χαρακτήρα τους, συνέχισαν τόν ἀγῶνα τους πρός ἐπιβολή τῶν καταδικασμένων θέσεών τους, δημιουργώντας ἔτσι τίς διάφορες φάσεις, ὅπως ἔχουν χαρακτηριστεῖ, τῶν ἀρειανικῶν ἐρίδων, οἱ ὁποῖες καί ὁδήγησαν τελικῶς στήν σύγκληση τῆς Δευτέρας Οἰκουμενικῆς Συνόδου.


Οἱ φάσεις τῶν ἀρειανικῶν αὐτῶν ἐρίδων (τέσσερις τόν ἀριθμό κατά τούς ἱστορικούς, ἤτοι α´ φάση ἀπό 326-340, β´ φάση ἀπό 341-351, γ´ φάση 351-361 καί δ´ φάση ἀπό 361-381) χαρακτηρίστηκαν πρῶτον ἀπό τήν ἔλλειψη τοῦ σοβαροῦ θεολογικοῦ προβληματισμοῦ ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν τήν ἀπόλυτη ὑπεροχή τῶν ὀρθοδόξων στό σῶμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, δεύτερον ἀπό τήν προσκόλληση τῶν αἱρετικῶν στό γράμμα τῆς Γραφῆς, οἱ ὁποῖοι «δαιμονίζονταν» θά ἔλεγε κανείς ἀπό τήν ἄγραφη χρήση τοῦ ὅρου «ὁμοούσιος» γιά τόν Χριστό στό σύμβολο τῆς Νικαίας, τρίτον ἀπό τά πολυπληθῆ σύμβολα καί τίς ὁμολογίες πίστεως τῶν ἀρειανοφρόνων, πού σκοπό εἶχαν τήν ὑποβάθμιση τοῦ ἑνός συμβόλου τῆς Νικαίας, καί τέταρτον, καί σπουδαιότερο ἴσως, τήν προσπάθεια τῶν ἀρειανοφρόνων νά προσεταιριστοῦν τόν αὐτοκράτορα καί τούς ἀξιωματούχους τῆς αὐλῆς του, μέ σκοπό τήν «κατάκτηση» τῶν μητροπολικῶν θρόνων καί τῶν ἐπισκοπῶν, κυρίως μάλιστα τοῦ «ἐπισημοτάτου» θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλως, δεδομένου ὅτι ὁ ρόλος τοῦ αὐτοκράτορα στήν ἐπικράτηση τῆς μίας ἤ τῆς ἄλλης παράταξης ἦταν συχνά παραπάνω καί ἀπό καθοριστικός.


Ἡ ὅλη αὐτή ταραγμένη κατάσταση συγχύσεως ἐπετείνετο ὅμως καί ἀπό τό γεγονός ὅτι καί οἱ ἴδιοι οἱ ἀρειανόφρονες παρουσίαζαν ἤδη σημάδια διασπάσεώς τους, ἀφοῦ διαχωρίστηκαν σέ ἀκραίους ἀρειανούς, σέ ἡμιαρειανούς καί σέ πιό μετριοπαθεῖς ἀρειανούς, μέ καθεμία ἀπό τίς ὁμάδες αὐτές νά διεκδικοῦν τήν ὑπεροχή καί τήν ἐπιβολή, ἀλλά κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι σημάδια διασπάσεως παρουσιάζονταν καί μέσα στούς κόλπους τῶν ἴδιων τῶν ὀρθοδόξων. Γιά παράδειγμα, ὅταν οἱ ἀρειανόφρονες ἀναγνώριζαν ὡς ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τόν ὁμόδοξό τους Δημόφιλο, οἱ ὀρθόδοξοι ἐκθρονίζοντας τόν Δημόφιλο ἐξέλεξαν ὡς ἀρχιεπίσκοπο τόν Εὐάγριο. Ὡστόσο, ὁ ὀρθόδοξος Πέτρος Ἀλεξανδρείας χειροτόνησε ἀντικανονικά γιά τόν θρόνο τῆς πρωτεύουσας τόν Μάξιμο τόν Κυνικό, μέ τήν ἀπαίτηση μάλιστα νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό ὅλους τούς ἐπισκόπους καί τόν αὐτοκράτορα. Ὅμως, ἄλλη ἰσχυρή προσωπικότητα τῶν χρόνων ἐκείνων, ὁ Μελέτιος Ἀντιοχείας, μέ τούς ἐπισκόπους τῆς Ἀσίας καί τῆς Ἀνατολῆς ὑποστήριζε τήν ἀνάγκη προωθήσεως στόν θρόνο τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου. Ὁ Πέτρος, ὅμως, Ἀλεξανδρείας δέν ἀναγνώριζε κἄν τόν Μελέτιο, διατηρώντας κοινωνία μέ τούς Εὐσταθιανούς τῆς Ἀντιοχείας, κάτι στό ὁποῖο συμφωνοῦσε καί ἡ Δύση μέ τόν Ρώμης Δάμασο καί τόν Μεδιολάνων Ἀμβρόσιο.


Ἡ σύγχυση, λοιπόν, καταλαβαίνει κανείς ὅτι ἦταν ὄχι μόνο μεγάλη, κατά τούς ἱστορικούς, ἀλλά καί ἀπειλητική γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό καί ὁ αὐτοκράτορας, ὁ Μ. Θεοδόσιος τότε, ὀρθόδοξος κατά τήν πίστη καί μέ μεγάλη θέληση ἐπιβολῆς τῆς ὀρθοδοξίας πρός ἀποκατάσταση καί τῆς ὅλης ἀνωμαλίας τῆς ἐποχῆς (δεδομένου ὅτι τά ἐκκλησιαστικά ἐπηρέαζαν βαθύτατα καί τήν κοινωνική συνοχή τῆς αὐτοκρατορίας) «ἀποδέχτηκε τήν εἰσήγηση τοῦ Μελετίου γιά τήν σύγκληση τῆς συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (381) μέ σκοπό τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ζητήματος» (Φειδᾶς), πού σημαίνει τήν ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς τάξεως στόν θρόνο τῆς πρωτεύουσας μέ ὀρθόδοξο ἀρχιεπίσκοπο καί μάλιστα τῆς περιωπῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, συνεπῶς τήν ὁριστική παύση τῶν ἀρειανικῶν ἐρίδων τῆς Ἀνατολῆς.


Ὁ καθηγητής Φειδᾶς εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπιμένει, νομίζουμε πειστικά, ὅτι πρώτιστος σκοπός τῆς συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ἦταν ἁπλῶς, ὅπως συνήθως λέγεται καί πιστεύεται, ἡ καταδίκη τῶν ἀρειανοφρόνων, τῶν Πνευματομάχων καί τῶν Ἀπολλιναριστῶν – οἱ ὁποῖοι ἐκτός ἀπό τήν φυσική θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀμφισβητοῦσαν καί τήν φυσική θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (ὅλοι οἱ ἀρειανόφρονες ἄλλωστε ἦταν καί Πνευματομάχοι), δεδομένου ὅτι εἶχαν ἤδη καταδικασθεῖ γιά τίς ἀπόψεις τους ἀπό προγενέστερες συνόδους – ἀλλά «ἡ κανονική πλήρωση τοῦ ῾ἐπισημοτάτου᾽ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἔλεγχος τοῦ ὁποίου ἀποτελοῦσε πάντοτε σταθερό στόχο τῶν διεκδικήσεων τόσο τῶν ὀρθοδόξων, ὅσο καί τῶν ἀρειανοφρόνων». Κι αὐτήν τήν συνείδηση εἶχαν καί ὁ αὐτοκράτορας καί οἱ συνοδικοί ἐπίσκοποι κατά τήν ἔναρξη τῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι προσῆλθαν σ᾽ αὐτήν χωρίς τήν αἴσθηση ὅτι συγκροτοῦν μία Οἰκουμενική Σύνοδο. Σ᾽ αὐτό συνηγορεῖ, κατά τόν καθηγητή, τό γεγονός ὅτι ἀφενός δέν ἀκολουθήθηκαν οἱ προϋποθέσεις συγκλήσεως μιᾶς τέτοιας Συνόδου (γιά παράδειγμα, δέν κλήθηκαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ἀπό ὅλες τίς περιοχές τῆς αὐτοκρατορίας, ὅπως οἱ ἐν Αἰγύπτῳ, ἤ δέν κλήθηκαν οἱ ἴδιοι οἱ διαφόρων τάσεων ἀρειανόφρονες πού δημιουργοῦσαν καί τό πρόβλημα), ἀφετέρου ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι καί ὁ αὐτοκράτορας εἶχαν τήν ἀπόλυτη πεποίθηση ὅτι τό σύμβολο τῆς Νικαίας τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν ὑπεραρκετό γιά τήν κατοχύρωση τῆς ὀρθοδοξίας καί τήν καταδίκη ὁποιασδήποτε αἱρέσεως.


Ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, λοιπόν, τό 381 μ.Χ., στήν πρώτη λεγομένη φάση της, συνῆλθε ὡς Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, δηλαδή ὡς Τοπική Σύνοδος, ἀποτελουμένη ἀπό τούς γειτνιάζοντες ἤ πλησιοχώρους πρός τήν Κωνσταντινούπολη ἐπισκόπους τῶν ἐπαρχιῶν Θράκης καί Βιθυνίας, μαζί μέ τούς συμπτωματικά εὑρισκομένους στήν πρωτεύουσα ἐπισκόπους. Πρῶτος πρόεδρος αὐτῆς ὑπῆρξε ὁ Μελέτιος Ἀντιοχείας, ἄνδρας μέ μεγάλη ἐκκλησιαστική ἀποδοχή στήν Ἀνατολή καί μέ σπουδαῖα ἐρείσματα στόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο, δεύτερος μετά τόν θάνατο αὐτοῦ ὁ ἄγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ἐνῷ τρίτος μετά τήν παραίτηση αὐτοῦ ὁ Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος ἦταν μόλις κατηχούμενος, ἀλλά μέ μεγάλη εὐλάβεια καί μόρφωση, ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν ἰσχυρό ἄνδρα τῆς ἐποχῆς Διόδωρο τῆς Ταρσοῦ. Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μελετίου καί τήν προετοιμασία πού ἔκανε προέβη στήν πλήρωση τοῦ κενοῦ ῾ἐπισημοτάτου᾽ θρόνου ἀπό τόν ἀπό Σασίμων διά μεταθετοῦ ἅγιο Γρηγόριο, γιά τήν ἐκλογή τοῦ ὁποίου ὁ ἐκκλησιαστικός ἱστορικός Σωζομενός σημειώνει: «οἱ ἐπίσκοποι στήν Κωνσταντινούπολη σκέφτηκαν μέ ποιόν τρόπο θά καλύψουν τόν ἐδῶ θρόνο. Λέγεται μάλιστα ὅτι ὁ βασιλιᾶς, ἐπειδή θαύμαζε τόν βίο καί τούς λόγους τοῦ Γρηγορίου, τόν ἔκρινε ἄξιο τῆς ἐπισκοπῆς αὐτῆς κι ὅτι συναίνεσαν σ᾽ αὐτό καί οἱ περισσότεροι τῆς συνόδου, λόγῳ τοῦ σεβασμοῦ γιά τήν ἀρετή του. ῾Ο Γρηγόριος δε, ἀφοῦ πρῶτα δέχτηκε νά εἶναι ὁ ἡγέτης τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἔπειτα παραιτήθηκε, γιατί εἶδε ὅτι ὁρισμένοι ἀντιδροῦν, καί μάλιστα αὐτοί πού προέρχονταν ἀπό τήν Αἴγυπτο…Τελικά ὅμως ἡ σύνοδος, φυλάττοντας καί τούς πάτριους νόμους καί τήν ἐκκλησιαστική τάξη, αὐτό πού εἶχε δώσει στόν Γρηγόριο, τό πῆρε πίσω μέ τήν θέλησή του, χωρίς νά σεβαστεῖ τίς ἀρετές καί προτερήματα τοῦ ἀνδρός» (Ἐκκλ. Ἱστ. VII, 7).


Ἐκτός, ὅμως, ἀπό τήν πλήρωση τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ Σύνοδος στήν πρώτη περίοδο τῶν ἐργασιῶν της ὑπό τήν προεδρία πάντοτε τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας ἀντιμετώπισε καί τό ζήτημα τῆς κανονικῆς κατοχυρώσεως τῶν ἐθιμικῶς ἀνεγνωρισμένων ῾πρεσβείων τιμῆς᾽ τοῦ θρόνου αὐτοῦ διά τοῦ 3ου κανόνα πού ἐξέδωσε, ῾διά τό εἶναι τήν Κωνσταντινούπολιν νέαν Ρώμην᾽, ὅπως καί ἐπιβεβαίωσε τήν καταδίκη ὅλων τῶν αἱρετικῶν τάσεων τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί τοῦ Ἀπολιναρισμοῦ, ἐμμένοντας στό Σύμβολο τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διά τοῦ 1ου κανόνα της.


Ὁ θάνατος τοῦ Μελετίου πού ἐπισυνέβη ὁδήγησε κατ᾽ ἀνάγκην στήν ἀνάληψη τῆς προεδρίας ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος εἶδε ὅτι προκειμένου νά ἐφαρμοστοῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου μέ συγκεκριμένες ἐκκλησιαστικές διαδικασίες ἔπρεπε νά διευρυνθεῖ ἡ σύνθεση τῆς Συνόδου μέ τούς ἐπισκόπους τῆς Αἰγύπτου καί τοῦ Ἀ. Ἰλλυρικοῦ. Ἀναδύθηκαν, ὅμως, πολλά προβλήματα καί πολλές ἀντιδράσεις πρός τόν ἅγιο Γρηγόριο, μεταξύ τῶν ὁποίων καί στό θέμα τῆς πλήρωσης τοῦ θρόνου Ἀντιοχείας, κι ἐπειδή στήν φάση ἐκείνη δέν εἶχε τό ἐκκλησιαστικό κύρος τοῦ ἀποθανόντος Μελετίου οὔτε ἴσως καί την στήριξη τοῦ αὐτοκράτορα, τελικῶς παραιτήθηκε, παρ᾽ ὅλη τήν ἀντίδραση τοῦ Θεοδοσίου. Εἶναι πολύ σημαντικό, ὅμως, νά σημειώσουμε ὅτι «πρίν ἀπό τήν παραίτησή του εἶχε ἤδη καθορίσει τίς βασικές συντεταγμένες τῆς ἀποστολῆς τῆς συνόδου ὄχι μόνο γιά τίς κανονικές, ἀλλά καί γιά τίς θεολογικές προϋποθέσεις τῆς ἑνότητας καί τῆς εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας μέ κριτήριο τή θεολογική ἑρμηνεία τῆς πίστεως τῆς Νικαίας ἀπό τούς μεγάλους Καππαδόκες θεολόγους» (Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο τόν Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης, Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου κ.ἄ.). Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δηλαδή «ἄνοιξε τήν ὁδό τῆς συνόδου γιά τήν συζήτηση ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί τῶν θεολογικῶν ζητημάτων», γεγονός πού μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἀπό τοπική ἐνδημοῦσα σύνοδος ἡ σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπέκτησε τόν χαρακτῆρα οἰκουμενικῆς. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στήν δεύτερη φάση τῆς συνόδου, δηλαδή τόν ἑπόμενο χρόνο ἀπό τήν πρώτη σύγκλησή της, τό 382 μ.Χ., ὅπου κλήθηκαν καί πάλι ὅλοι οἱ μετασχόντες ἐπίσκοποι προκειμένου «νά ἐξετάσουν τήν πορεία τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου, συμφώνως πρός τά σχετικά διατάγματα τοῦ Μ. Θεοδοσίου καί τίς συνοδικές ἀποφάσεις γιά τήν ἐπιστροφή ὅλων τῶν αἱρετικῶν στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας» οἱ ἐπίσκοποι χαρακτηρίζουν τήν σύνοδο τοῦ 381 ὡς ῾οἰκουμενική᾽. Ἀλλ᾽ ἐκεῖ πού διατρανώθηκε ἡ σημασία καί τό κύρος της ἦταν στήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο, τό 451 μ.Χ. στήν Χαλκηδόνα, ὅπου μνημονεύτηκε ὡς δεύτερη κατά σειράν Οἰκουμενική Σύνοδος.


Τό ἔργο τῆς συνόδου γενικά.

Ἡ Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τό ἔργο της ὑπό τήν προεδρία τοῦ Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως. Δυστυχῶς, ὡς γνωστόν δέν ἔχουν διασωθεῖ τά πρακτικά της, διότι μᾶλλον κατά τόν καθηγητή Χρήστου συνέβη «ὅ,τι καί ὡς πρός τά πρακτικά τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, ὅτι δηλαδή δέν εἶναι νοητόν νά μήν ἐτηρήθηκαν πρακτικά εἰς μίαν τοιαύτης σημασίας σύνοδον, ἀλλά προφανῶς ταῦτα ἐφυλάχθησαν ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος, διά νά κυκλοφορηθοῦν εἰς κατάλληλον εὐκαιρίαν, ἡ ὁποία δέν ἐδόθη, λόγῳ τῆς ἀντιδράσεως τῆς Δύσεως, διό καί παρεμερίσθησαν ἕως ὅτου ἐχάθησαν». Καί συνεχίζει: «Κατόπιν τούτων ὡς πρός τάς ἐργασίας τῆς συνόδου στηριζόμεθα μόνον εἰς τάς διατηρηθείσας ἀποφάσεις αὐτῆς, ὡς καί εἰς τάς εἰδήσεις ἐκ τῶν πρακτικῶν ἄλλων συνόδων, συμπεριλαμβανομένης τῆς τοῦ 382, καί τῶν ἱστορικῶν».


Τό ἔργο τῆς συνόδου, ἔργο κανονικό καί δογματικό, καθορίζεται συγκεκριμένα ἀπό τήν ἐπιστολή πού ἔστειλε ἡ σύνοδος πρός τόν Θεοδόσιο γιά νά ἀναγγείλει τίς ἀποφάσεις της. «Πρῶτον μέν ἀνενεωσάμεθα τήν πρός ἀλλήλους ὁμόνοιαν, ἔπειτα συντόμους ὅρους ἐξεφωνήσαμεν τήν τε τῶν πατέρων πίστιν τήν ἐν Νικαίᾳ κυρώσαντες καί τάς κατ᾽ αὐτῆς ἀναφυείσας αἱρέσεις ἀναθεματίσαντες, πρός τούτοις δέ καί ὑπέρ τῆς εὐταξίας τῶν Ἐκκλησιῶν ρητούς κανόνας ὡρίσαμεν». Δηλαδή, τό ἔργο της ἀναφερόταν: «α) στήν ἀνανέωση τῆς κοινωνίας τῶν μελῶν της, β) στήν διατύπωση ῾συντόμων ὅρων᾽ γιά τήν ἐπικύρωση τῆς πίστεως τῆς Νικαίας, γ) στόν ἀναθεματισμό τῶν αἱρετικῶν παρεκκλίσεων ἀπό τήν πίστη αὐτή, καί δ) στήν ψήφιση ὁρισμένων κανόνων σχετικῶν πρός τήν κανονική τάξη τῆς Ἐκκλησίας» (Φειδᾶς). Κατά τήν κρίση τοῦ καθηγητῆ Φειδᾶ καί πάλι «ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου, ἡ ὁποία κατοχυρώθηκε μέ τό σχετικό διάταγμα τοῦ Μ. Θεοδοσίου, ὑπῆρξε ἡ σημαντικότερη γιά τήν διαδικασία ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἐπαρχίες τοῦ ἀνατολικοῦ κράτους», διότι πρότεινε ὡς κριτήριο κοινωνίας τῶν ἐπισκόπων, συνεπῶς κριτήριο ὀρθοδοξίας, ὄχι μόνο ὅπως ἴσχυε παλαιότερα τόν Ρώμης Δάμασο γιά τήν Δύση καί τόν Πέτρο Ἀλεξανδρείας γιά τήν Ἀνατολή, ἀλλά, κατά τόν ἱστορικό μάλιστα Σωζομενό, «τόν Νεκτάριο Κωνσταντινουπόλεως, τόν Τιμόθεο Ἀλεξανδρείας, τόν Διόδωρο Ταρσοῦ καί τόν Πελάγιο Λαοδικείας, τόν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου, τόν Ἑλλάδιο Καισαρείας, τόν Γρηγόριο Νύσσης καί Ὁτρηΐνο τῆς Μελιτηνῆς, τόν Τερέντιο Τόμεων καί Μαρτύριο Μαρκιανουπόλεως».


(1) Τό κανονικό ἔργο τῆς συνόδου.


Μολονότι ὑπάρχει προβληματισμός γιά τόν ἀριθμό τῶν κανόνων τῆς συνόδου, ἑπτά τόν ἀριθμό ὅπως διασώζει ἡ ἐλληνική συλλογή, ἤ τέσσερις ὅπως διασώζει ἡ λατινική μετάφραση, μᾶλλον ἰσχύει ἡ ἄποψη «ὅτι ὅλοι οἱ κανόνες ἦσαν ἕνα συνεχόμενο κείμενο μιᾶς ἤ καί περισσοτέρων συνοδικῶν ἐπιστολῶν, διαχωρίσθηκαν δέ σέ ἐπί μέρους κανόνες ἀπό τίς μεταγενέστερες συλλογές» (Φειδᾶς).


῞Οπως νά ἔχουν τά πράγματα, ὅμως, ὁ πρῶτος κανόνας εἶναι ῾δογματικός ὁρισμός᾽, ὁ ὁποῖος ὅπως ἀναφέραμε καί παραπάνω «ἐπιβεβαιώνει τήν ἀμετακίνητη ἐμμονή τῆς συνόδου στό Σύμβολο τῆς Νικαίας καί ἐπικυρώνει τήν καταδίκη τῶν σημαντικοτέρων αἱρετικῶν παρατάξεων τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τῶν Πνευματομάχων καί τοῦ Ἀπολιναρισμοῦ». Λόγῳ τῆς ἰδιαίτερης σπουδαιότητάς του τόν παραθέτουμε: «Μή ἀθετεῖσθαι τήν πίστιν τῶν πατέρων τῶν τριακοσίων δέκα καί ὀκτώ, τῶν ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας συνελθόντων, ἀλλά μένειν ἐκείνην κυρίαν καί ἀναθεματισθῆναι πᾶσαν αἵρεσιν καί εἰδικῶς τήν τῶν Εὐνομιανῶν, εἴτουν Ἀνομοίων, καί τήν τῶν Ἀρειανῶν, εἴτουν Εὐδοξιανῶν, καί τήν τῶν Ἡμιαρειανῶν, εἴτουν Πνευματομάχων, καί τήν τῶν Σαβελλιανῶν καί τήν τῶν Μαρκελλιανῶν καί τήν τῶν Φωτεινιανῶν καί τήν τῶν Ἀπολιναριστῶν».


Ὁ κανόνας 2 «ὁρίζει νά μήν ἐπεμβαίνουν οἱ ἔξαρχοι εἰς τάς ξένας διοικήσεις, ἐκ τῶν ὁποίων ὀνομάζει τάς τῆς Αἰγύπτου, τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Ἀσιανῆς, τῆς Ποντικῆς καί τῆς Θράκης».


Ὁ κανόνας 3, ὅπως ἐπίσης εἴδαμε, «ὁρίζει πρεσβεῖα τιμῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετά τά τῆς Ρώμης, πρός μεγάλην δυσαρέσκειαν τῆς Ρώμης καί στενοχωρίαν τῆς Ἀλεξανδρείας. ῾Τόν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώμην᾽».


Ὁ κανόνας 4 «ἀκυρώνει τήν χειροτονίαν τοῦ Μαξίμου» (Χρήστου).


Οἱ κανόνες 5, 6 καί 7 «ἔχουν ἄμεση ἀναφορά στήν εἰδική προβληματική τῆς ἐποχῆς καί προεκτείνουν ἁπλῶς τό περιεχόμενο τῶν κανόνων 1, 2 καί 3 τῆς συνόδου» (Φειδᾶς), πού σημαίνει ὅτι καθορίζουν ὄχι μόνο τήν ἐφαρμογή τῆς ἀποφάσεως τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς συνόδου γιά τήν ὑποχρεωτική ἀποδοχή τῆς πίστεως τῆς Νικαίας ἀπό ὅλους τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους, ἄν ἤθελαν νά διατηρήσουν τήν θέση τους, ἀλλά προτείνουν καί «συγκεκριμένες ὁδηγίες γιά τόν τρόπο τῆς κανονικῆς ἐπιστροφῆς τῶν διαφόρων κατηγοριῶν τῶν αἱρετικῶν στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».


(2) Τό θεολογικό ἔργο: τό σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.


(α) Ἡ συνήθης ἄποψη ὅτι ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος συνέταξε νέο σύμβολο, τό σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, μολονότι διαδεδομένη καί διαρκῶς ἐπαναλαμβανομένη, τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ ἀπό πολλούς ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς. Κι ἕνας ἰσχυρός λόγος ἀμφισβητήσεως τῆς ἀπόψεως αὐτῆς εἶναι τό γεγονός ὅτι τό συγκεκριμένο σύμβολο δέν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ἀπό τίς ἐκκλησίες τουλάχιστον τῆς Ἀνατολῆς μέχρι τήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο (451). Ἐκεῖνο πού ἰσχυρίζονται οἱ ἀμφισβητοῦντες εἶναι ὅτι «ἡ σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως πράγματι δέν συνέταξε νέο Σύμβολο πίστεως, ὄχι βεβαίως ἐπειδή δέν εἶχε συνείδηση Οἰκουμενικῆς συνόδου, ἀλλά ἐπειδή εἶχε τή σαφῆ συνείδηση ὅτι δέν ἦταν ἀναγκαία ἡ σύνταξη ἑνός νέου συμβόλου πίστεως, ἀφοῦ ἀρκοῦσε τό σύμβολο τῆς Νικαίας» (Φειδᾶς), κάτι πού τονίστηκε ἰδιαιτέρως ἤδη ἀπό τόν πρῶτο κανόνα τῆς Συνόδου. Πράγματι, θεωρεῖται «βέβαιο ὅτι ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος οὔτε συνέταξε οὔτε εἶχε τήν πρόθεση νά συντάξη ἕνα νέο Σύμβολο πίστεως πρός συμπλήρωση ἤ καί ὑποκατάσταση τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας», δεδομένου ὅτι καί «στά ἐπίσημα κείμενά της ἀπουσιάζει ὁποιοσδήποτε σχετικός ὑπαινιγμός», καί «θά ἦταν ἀδιανόητη ἡ πλήρης σιγή τῶν πηγῶν τῆς ἐποχῆς γιά ἕνα τόσο σημαντικό κείμενο», καί προπαντός «ὁ ἀγώνας τῶν ὀρθοδόξων ἐναντίον τῶν διαφόρων παρατάξεων τῶν ἀρειανοφρόνων εἶχε ἐπικεντρωθῆ γιά μιά ὁλόκληρη πεντηκονταετία ὄχι μόνο στήν ἀποδοχή τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας ὡς βάσεως γιά τήν ἑνότητα, ἀλλά καί στή γενική ἀποδοκιμασία τῆς γνωστῆς τάσεως τῶν ἀρειανοφρόνων νά συντάσσουν συνεχῶς νέα σύμβολα γιά τή σχετικοποίηση τοῦ μοναδικοῦ κύρους τοῦ συμβόλου τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου» (Φειδᾶς).


Τί εἶναι, λοιπόν, τό σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως; Πρόκειται γι᾽ αὐτό πού καθορίζει ὁ κανόνας 7 τῆς συνόδου, δηλαδή γιά τόν τρόπο ἐπιστροφῆς τῶν καταδικασθέντων αἱρετικῶν τοῦ πρώτου κανόνα διά λιβέλλου πίστεως. Κατά τήν καθιερωμένη τακτική σέ ἀνάλογες περιπτώσεις αἱρετικῶν, «οἱ μέν Ἀρειανοί, οἱ πνευματομάχοι Μακεδονιανοί, οἱ σχισματικοί Νοβατιανοί κ.ἄ. ἔπρεπε νά ἐπιδώσουν εἰδικούς Λιβέλλους πίστεως καί νά δεχτοῦν τό χρίσμα…, ἐνῷ οἱ Μοντανιστές, οἱ Εὐνομιανοί καί οἱ Σαβελλιανοί ἐγίνοντο δεκτοί μέ ἀναβαπτισμό μετά ἀπό σχετική κατήχηση, ἀφοῦ δέν ἐδέχοντο τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Ἁγία Τριάδα ἤ δέν τελοῦσαν τόν καθιερωμένο τύπο τοῦ βαπτίσματος» (Φειδᾶς). «Ὁ λίβελλος αὐτός, λοιπόν, γιά τήν ἐποχή τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔπρεπε νά περιέχη ὁλόκληρο τό ἀντιαρειανικό σύμβολο τῆς Νικαίας, τό ὁποῖο ἀπέρριπταν ὅλοι οἱ ἀρειανόφρονες καί οἱ πνευματομάχοι Μακεδονιανοί, ὅπως ἐπίσης καί μία εἰδικότερη θεολογική ἀνάπτυξη τῆς πίστεως τόσο γιά τή φυσική θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος (κατά Εὐνομιανῶν, Ἀρειανῶν καί Πνευματομάχων), ὅσο καί γιά τήν αἰωνιότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ (κατά Μαρκέλλου Ἀγκύρας καί λοιπῶν σαβελλιανιζόντων)» (Φειδᾶς).


Τό σύμβολο, λοιπόν, Κωνσταντινουπόλεως συντάχτηκε καί ἐπιδόθηκε στούς ὑπευθύνους ἐπισκόπους, προκειμένου νά χρησιμοποιηθεῖ στίς ἐπαρχίες τους ὡς ῾ὁμολογία πίστεως᾽ τῶν συγκεκριμένων ὁμάδων αἱρετικῶν γιά τήν ἐπάνοδό τους στήν Ἐκκλησία. Δέν χρησιμοποιήθηκε ὡς οἰκουμενικό σύμβολο πίστεως, ἀλλά ὡς ὁ μοναδικός δρόμος μέ τήν πλατύτερη ἀνάπτυξή του διαπιστώσεως ὅτι ὄντως οἱ αἱρετικοί ἀποδέχονται τήν μέ βάση τό σύμβολο τῆς Νικαίας ὀρθή καί αὐθεντική ἑρμηνεία αὐτοῦ, γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί δέν «ἀναφέρθηκε κἄν στίς δογματικές ἀποφάσεις τῆς συνόδου». «Ἡ ἀναγνώριση ὅμως ἀπό τήν Δ´ Οἰκουμενική σύνοδο τῆς Ὁμολογίας Πίστεως ὡς καθιερωμένης πλέον αὐθεντικῆς ἑρμηνείας τῆς πίστεως τῆς Νικαίας προσέδωσε στήν ὁμολογία αὐτή τόν χαρακτῆρα συνοδικοῦ συμβόλου πίστεως, τό ὁποῖο κατοχύρωνε τήν πίστη τῆς Νικαίας ἔναντι τῶν νέων αἱρέσεων, γι᾽ αὐτό καί χρησιμοποιήθηκε αὐτοτελῶς ὡς σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως στήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί στή θεία λατρεία. Τήν ἑρμηνεία αὐτή…ἐπιβεβαιώνει καί ἡ μεταγενέστερη ἐπιστολή τῆς συνόδου τῆς Κπόλεως (382), στήν ὁποία τονίζεται κατά τρόπο χαρακτηριστικό ὅτι ἡ σύνοδος ἐκείνη ἀνέπτυξε ῾πλατύτερον τήν πίστιν᾽…μέ τή σύνταξη ἑνός νέου ῾Τόμου᾽ πίστεως: ῾…τῷ τόμῳ πέρυσιν ἐν Κπόλει παρά τῆς Οἰκουμενικῆς ἐκτεθέντι συνόδου (τοῦ 381), ἐν οἷς πλατύτερον τήν πίστιν ὡμολογήσαμεν καί τῶν ἔναγχος καινοτομηθεισῶν αἱρέσεων ἀναθεματισμόν ἔγγραφον πεποιήκαμεν᾽» (Φειδᾶς).


Ἡ δεύτερη αὐτή σύνοδος τῆς Κπόλεως (382), στήν ὁποία προσκλήθηκαν ὅλα σχεδόν τά μέλη τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 381 (σημ.: δέν προσῆλθαν ὅλοι), εἶχε ὡς σκοπό τήν ἐξέταση τῆς πορείας τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀποφάσεών της, σύμφωνα πρός τά σχετικά διατάγματα τοῦ Μ. Θεοδοσίου καί τίς συνοδικές ἀποφάσεις γιά τήν ἐπιστροφή ὅλων τῶν αἱρετικῶν στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, κι εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ αὐτοκράτορας πρός σαφή φανέρωση τῶν διαθέσεών του νά ἀκολουθήσει πιστά ὅ,τι ἀπεφάσισε ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀφενός ἔσχισε ὅλες τίς ὁμολογίες πίστεως πού πρότειναν οἱ ἀρχηγοί τῶν παρατάξεων τῶν αἱρετικῶν σέ ἄλλη σύνοδο τοῦ 383, κρατώντας μόνο τήν συγκεκριμένη τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφετέρου ἀπαγόρευσε αὐστηρά τήν τέλεση τῆς θείας λατρείας ἀπό τούς αἱρετικούς.


«Ἡ ἐκκλησιαστική πολιτική τοῦ Μ. Θεοδοσίου καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381) ἐπισφράγισαν τήν ὁριστική κατάρρευση τοῦ Ἀρειανισμοῦ στήν Ἀνατολή». Δυστυχῶς, ὁ ἀρειανισμός μεταφέρθηκε μέ ἄλλον τρόπο στήν Δύση μέσῳ τῶν ἐκχριστιανισθέντων ἀπό ἀρειανόφρονες Γότθους, δίνοντας πιά μιά νέα διάσταση καί προκαλώντας ἄλλους εἴδους τεράστια προβλήματα.


(β) Ἡ θεολογία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι συνδεδεμένη ὅπως εἴδαμε καί μέ τήν φυσική θεότητα τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἀρειανόφρονες ἦταν ὅλοι πνευματομάχοι καί ἡ φυσική φορά τῶν πραγμάτων ὁδηγοῦσε καί πρός τά ἐκεῖ, δηλαδή τήν καταδίκη ἀπό τήν Σύνοδο τῆς ἄρνησης τῆς θεότητας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν προβολή τῆς φυσικῆς θεότητάς Του. Λοιπόν, ὁ ῾Τόμος᾽ πίστεως τῆς Συνόδου, ἡ ῾Ὁμολογία πίστεως᾽, ὅ,τι καθορίστηκε ὡς οἰκουμενικό τελικῶς σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως περιελάμβανε καί τήν ἀνάπτυξη τῆς περί τοῦ Πνεύματος πίστεως. «Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν».


Δέν πρόκειται, βεβαίως, νά προβοῦμε σέ ἰδιαίτερη ἀνάπτυξη τῆς παραγράφου αὐτῆς, διότι ἡ πλατύτερη αὐτή ἀνάπτυξη τοῦ συγκεκριμένου ἄρθρου τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας ὡς πρός τήν φυσική θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στηρίχτηκε στό «εὐρύτερα ἀποδεκτό περιεχόμενο τῆς σχετικῆς θεολογικῆς ἀποφάσεως τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας (379)» (Φειδᾶς). Δέν μποροῦμε, ὅμως, νά μήν τονίσουμε τήν ἰδιαίτερη συμβολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, δευτέρου προέδρου ἄλλωστε τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πάνω στό θέμα αὐτό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος βεβαίως «ἀξιοποίησε σαφέστερα τήν διάκριση οὐσίας καί ὑποστάσεων στήν Ἁγία Τριάδα (μία οὐσία – τρεῖς ὑποστάσεις), ὅπως ἐπίσης καί τίς ἄλλες θέσεις τοῦ Μ. Βασιλείου, ἰδιαίτερα στήν ἀναίρεση τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου καί τῶν Πνευματομάχων. Σημαντικότερα ἔργα του πρός τήν κατεύθυνση αὐτή ὑπῆρξαν οἱ περίφημοι πέντε ῾Θεολογικοί Λόγοι᾽ (Κατά Εὐνομιανῶν, Περί Θεολογίας, Περί Υἱοῦ, Περί Υἱοῦ, Περί Ἁγίου Πνεύματος) καί οἱ Λόγοι ῾Πρός Ἀρειανούς᾽ καί ῾Εἰς τήν Πεντηκοστήν᾽. Στά ἔργα αὐτά προσφέρει ὄχι μόνο τή συστηματική ἀναίρεση τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Εὐνομίου καί τῶν Πνευματομάχων, ἀλλά καί τήν ὁλοκληρωμένη πλέον διατύπωση τῆς τριαδολογικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικότερα γιά τή φυσική θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τήν ὁμοουσιότητα αὐτοῦ πρός τόν Υἱό καί τόν Πατέρα, τήν ὁποία δίσταζε νά διακηρύξει ὁ Μ. Βασίλειος γιά νά μήν προκαλέσει τούς Ὁμοιουσιανούς» (Φειδᾶς).


Κατά ταῦτα, ὅπως σημειώνει καί ὁ καθηγητής Παπαδόπουλος, «ὁ Γρηγόριος υἱοθέτησε ἀπόλυτα τήν τριαδολογική βάση τοῦ Βασιλείου καί συνέχισε τό οἰκοδόμημα, ἐξηγώντας καί διασαφηνίζοντας ὁριστικά σχεδόν τήν διάκριση ἰδιότητας καί φύσεως τῶν θείων προσώπων, γιά νά φτάσει στήν ὁμοουσιότητα Πατέρα, Υἱοῦ καί Πνεύματος. Θεολόγησε ὅμως μέ ἀφορμή καί τίς κακοδοξίες περί ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, κάνοντας τολμηρά βήματα, ἔφτασε κι ἐξέφρασε πρῶτος μεταξύ τῶν θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας ἤδη πρίν τό 372, τήν ἀλήθεια ὅτι τό Πνεῦμα εἶναι Θεός, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός. Τό 372 διαμαρτύρεται, γιατί ὁ Βασίλειος δέν ἦταν σαφής στό θέμα τῆς θεότητας καί ὁμοουσιότητας τοῦ Πνεύματος. Καί τό 379/380 μέ τόν πέμπτο θεολογικό Λόγο ἀποβαίνει ὁ κορυφαῖος Πνευματολόγος τῆς Ἐκκλησίας: ῾Τί οὖν, Θεός τό Πνεῦμα; Πάνυ γε. Τί οὖν, ὁμοούσιον; Εἴπερ Θεός᾽ (Λόγος ΛΑ´, 10)».


Κι ἀλλοῦ: «…σέβειν Θεόν τόν Πατέρα, Θεόν τόν Υἱόν, Θεόν τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τρεῖς ἰδιότητας, θεότητα μίαν, δόξῃ καί τιμῇ καί οὐσίᾳ καί βασιλείᾳ μή χρηζομένη» (Λόγος ΛΑ´,28).


«῏Ην τό φῶς τό ἀληθινόν…ὁ Πατήρ. ῏Ην τό φῶς τό ἀληθινόν…ὁ Υἱός. ῏Ην τό φῶς τό ἀληθινόν… ὁ ἄλλος Παράκλητος. ῏Ην καί ἦν καί ἦν, ἀλλ᾽ ἕν ἦν. Φῶς καί φῶς καί φῶς, ἀλλ᾽ ἕν Φῶς, εἷς Θεός» (Λόγος ΛΑ´ 3).


Ἡ αἰτιολόγηση τῆς ὁμοουσιότητας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱό εἶναι ἁπλή: πῶς εἶναι δυνατόν νά μήν εἶναι κατά πάντα Θεός τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀφοῦ εἶναι Ἐκεῖνο πού μᾶς φανερώνει τόν Χριστό καί μᾶς ἑνώνει μέ Αὐτόν; Ἄν, λοιπόν, εἶναι Θεός ὁ Χριστός, Θεός εἶναι καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ διατύπωσή του μάλιστα ἐν προκειμένῳ γίνεται προκλητική: «Ἄν δέν εἶναι Θεός τό Πνεῦμα, ἄς πάει πρῶτα νά θεωθεῖ κι ἔπειτα νά θεώσει κι ἐμᾶς!»


Τελικῶς, βεβαίως, ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν ῾ὁμολογίαν πίστεως᾽ ἀπέφυγε τήν προκλητική γιά τούς ὁμοιουσιανούς καί τούς λοιπούς ἀρειανόφρονες λέξη ῾ὁμοούσιον᾽ καί γιά τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, γιά τό ὁποῖο ἐκόπτετο ὁ Γρηγόριος, ἀκολουθώντας τήν μετριοπαθέστερη πολιτική τοῦ Μ. Βασιλείου, προκειμένου νά διευκολύνει τήν εἴσοδο αὐτῶν στήν Ἐκκλησία, κάτι πού σέ μεγάλο βαθμό καί ἔγινε. Οἱ λέξεις, ὅμως, ῾κύριον, ζωοποιόν, ἐκ Πατρός ἐκπορευόμενον, σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον᾽ ἀπέδιδαν τήν ἴδια πραγματικότητα χωρίς νά ὑπάρχει κάποια ἔκπτωση στήν ἀλήθεια τῆς πίστεως.


Μερικές γενικές παρατηρήσεις.

(1) Ὄχι μόνο εἶναι ἀξιοπρόσεκτο, ἀλλά προκαλεῖ καί συγκίνηση τό γεγονός ὅτι καί οἱ Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά καί τῆς Δευτέρας, ὅπως καί τῶν ὑπολοίπων ἀσφαλῶς Συνόδων, συνέχονταν μονίμως ἀπό τήν ἀδιάκοπη μέριμνα τῆς πιστότητάς τους στήν ἀποστολική Παράδοση, τῆς πιστότητάς τους δηλαδή στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό ζητούμενο πάντοτε γι᾽ αὐτούς ἦταν πῶς νά διακρατηθεῖ ἡ ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία ἔβλεπαν νά ξεθωριάζει ἤ καί νά σβήνει ἀπό τά φληναφήματα καί τίς φιλοσοφικές ἐν πολλοῖς δοξασίες τῶν αἱρετικῶν ἀρειανοφρόνων, οἱ ὁποῖοι βασίζονταν πρωτίστως στήν δική τους λογική καί ὄχι σέ ὅ,τι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπεκάλυπτε. Κι αἰτία γι᾽ αὐτό ἦταν ἡ ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς πραγματικῆς καί οὐσιαστικῆς σχέσεως μέ τόν Θεό, τήν ὁποία ἔφερε ὁ Χριστός. Τυχόν ἀμφισβήτηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ, τυχόν δηλαδή ἀμφισβήτηση τῆς κατ᾽ οὐσίαν θεότητάς Του, ὅπως καί ἀμφισβήτηση τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τοῦ Ὁποίου καί μόνο γίνεται προσιτός καί γνωστός στόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός, θά σήμαινε ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν σκοπό τῆς θείας οἰκονομίας καί συνεχιζόμενη παραμονή του στήν κατάσταση τῆς πτώσεως. Ἡ σωτηρία ἦταν τό διακύβευμα τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή φωτίζονταν ἰδιαιτέρως ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα γιά ἔκφραση τῆς ἀλήθειας.


Δέν εἶναι ἰδεολογικοί ἀφορισμοί οἱ παραπάνω θέσεις. Ἤδη πολλές φορές τονίστηκε μέχρι τώρα ἀπό τήν ἱστορική ἐξέταση τῶν πραγμάτων ὅτι τό σύμβολο τῆς Νικαίας τέθηκε ἀπό ὅλες τίς Οἰκουμενικές Συνόδους ὡς βάση ἀντιμετωπίσεως ὅλων τῶν αἱρέσεων. Γιατί; Διότι τό σύμβολο αὐτό ἀπηχοῦσε μία ἀπό τίς πρῶτες καταγραφές τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως σέ βαπτιστήριο σύμβολο, κατά πᾶσα πιθανότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Καισαρείας. «Τό Σύμβολο ἦταν κατά βάση ἕνα σύντομο κείμενο βαπτιστηρίου συμβόλου, τό ὁποῖο προσαρμόσθηκε στήν εἰδικότερη θεολογική προβληματική τοῦ ἀρειανισμοῦ μέ τίς ἐλάχιστες δυνατές τροποποιήσεις…καί λειτούργησε ὡς φορέας τῆς διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως γιά τήν περιφρούρηση τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως…Ἦταν μία συνοπτική ἀνακεφαλαίωση τῆς παραδεδομένης πίστεως τῆς Ἐκκλησίας…(πρός) βεβαίωση τῆς ἤδη γνωστῆς καί συνεχῶς βιούμενης ἀπό ὅλες τίς κατά τόπους ἐκκλησίες ἀποστολικῆς παρακαταθήκης» (Φειδᾶς). Κατά τήν διατύπωση μάλιστα τοῦ Μ. Ἀθανασίου «οἱ πατέρες τῆς συνόδου τῆς Νικαίας (συνεπῶς καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως προσθέτουμε) ἔγραψαν ὄχι ῾ἔδοξεν, ἀλλ᾽ οὕτως πιστεύει ἡ καθολική Ἐκκλησία, καί εὐθύς ὡμολόγησαν πῶς πιστεύουσιν, ἵνα δείξωσιν ὅτι μή νεώτερον, ἀλλ᾽ ἀποστολικόν ἐστιν αὐτῶν τό φρόνημα, καί ἅ ἔγραψαν οὐκ ἐξ αὐτῶν εὑρέθη, ἀλλά τοῦτ᾽ ἐστιν, ἅπερ ἐδίδαξαν οἱ ἀπόστολοι᾽ (φάνηκε καλό, ἀλλά ἔτσι πιστεύει ἡ καθολική Ἐκκλησία, κι ἀμέσως ὁμολόγησαν πῶς πιστεύουν, γιά νά δείξουν ὅτι τό φρόνημά τους δέν εἶναι κάτι νεώτερο, ἀλλά εἶναι τό φρόνημα τῶν ἀποστόλων, καί ὅσα ἔγραψαν δέν τά ἔβγαλαν ἀπό τό μυαλό τους, ἀλλά εἶναι ἀκριβῶς αὐτά πού δίδαξαν οἱ ἀπόστολοι). Ἔτσι, ἡ ἐμμονή τῶν Συνοδικῶν Πατέρων στό σύμβολο τῆς Νικαίας, ἀποτύπωση τῆς αὐθεντικῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς, ἀποδεικνύει τήν ἐνσυνείδητη προσπάθειά τους νά παραμερίσουν ὁτιδήποτε συνιστοῦσε ἐγωϊστική δική τους ἐμπλοκή καί νά γίνουν διάφανα ὄργανα τοῦ Θεοῦ πρός φανέρωση τῆς ἀλήθειας. Κι αὐτό βεβαίως σήμαινε τόν χαρισματικό τρόπο ἐργασίας τους πού ἐπιβεβαιώθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ἀργότερα, θέτοντας τά ὁρόσημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς ἡμέρες ἑορτῶν γι᾽ αὐτήν.


(2) Ἐξίσου σημαντική νομίζουμε εἶναι καί ἡ διαπίστωση ὅτι οἱ Πατέρες ἰδίως τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατεδίκασαν ἀπερίφραστα τήν εὐκολία τῶν διαφόρων τάσεων αἱρετικῶν ἀρειανοφρόνων νά συντάσσουν σύμβολα καί ὁμολογίες πίστεώς τους, προκειμένου ἀφενός νά πείσουν τίς ἐκκλησίες καί τόν αὐτοκράτορα γιά τήν ὀρθότητα τῶν διδασκαλιῶν τους, ἀφετέρου καί πρωτίστως νά ἀπομειώσουν τήν ἀξία τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας. Πράγματι, ἐκπλήσσεται κανείς ἀπό τό πλῆθος τῶν ὁμολογιῶν τους αὐτῶν, γιατί φαίνεται ὅτι ἡ σύνταξή τους ἀποτελοῦσε πάγια καί ἐπιδιωκομένη τακτική τους. Τό γεγονός ὅτι ἀκόμη καί ἡ Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδος δέν θέλησε νά συντάξει νέο σύμβολο, ἀλλά ἀρκοῦσε γι᾽ αὐτήν τό σύμβολο τῆς Νικαίας, τοῦτο δέν ἦταν ἄσχετο πρός τήν τακτική αὐτή τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά ὅσα ἐπισημαίνει ὁ δεύτερος πρόεδρος τῆς Συνόδου ἅγιος Γρηγόριος σέ μία ἐπιστολή του πρός τόν Κληδόνιο: «Ἡμεῖς τῆς κατά Νίκαιαν πίστεως…οὐδέν οὔτε προετιμήσαμεν πώποτε, οὔτε προτιμᾶν δυνάμεθα, ἀλλ᾽ ἐκείνης ἐσμέν τῆς πίστεως σύν Θεῷ καί ἐσόμεθα, προσδιαρθροῦντες τό ἐλλιπῶς εἰρημένον ἐκείνοις περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διά τό μηδέν κεκινῆσθαι τηνικαῦτα τοῦτο τό ζήτημα» (Ἐμεῖς οὔτε προτιμήσαμε ποτέ οὔτε μποροῦμε νά προτιμᾶμε κάτι ἄλλο ἀπό τήν πίστη τῆς Νίκαιας, ἀλλά εἴμαστε ἐκείνης τῆς πίστεως μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί θά εἴμαστε, προσθέτοντας ἐπιπλέον αὐτό πού ἔχει ἐλλιπῶς λεχθῆ ἀπό ἐκείνους γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐπειδή ποτέ μέχρι τώρα δέν εἶχε ἀνακινηθεῖ αὐτό τό ζήτημα). Ἀκόμη κι ὅπου παρουσιάστηκαν τάσεις μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων γιά σύνταξη νέου συμβόλου πρός ἐξουδετέρωση αἱρετικῶν συμβόλων, ἐκεῖ ἀπορρίφτηκαν ἀμέσως οἱ τάσεις αὐτές, ὅπως στήν περίπτωση μελῶν τῆς Σαρδικῆς Συνόδου (343) πού ζήτησαν κάτι παρόμοιο, κι ἀντέδρασε μέ ἔμφαση ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Γι᾽ αὐτό καί θεωροῦμε δεῖγμα ἐξόχου ὀρθοδόξου φρονήματος τήν ἀντίδραση πού μνημονεύσαμε παραπάνω τοῦ Μ. Θεοδοσίου, κατά τήν ὁποία στήν ὑποβολή χωριστῶν ὁμολογιῶν πίστεως τό 383 ἀπό τούς αἱρετικούς Εὐνόμιο, Δημόφιλο καί Ἐλεύσιο καί τούς ὀρθοδόξους ὑπό τόν Νεκτάριο Κωνσταντινουπόλεως ἔσχισε τίς ὁμολογίες τῶν αἱρετικῶν καί διακήρυξε τήν σταθερή προσήλωσή του στίς ἀποφάσεις τῆς Α´ καί τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.


(3) Ἀφήνοντας πολλές ἄλλες εὐρύτερες διαπιστώσεις πού προκαλοῦν τά ἱστορικά γεγονότα, ἐπικεντρώνουμε τέλος καί σέ μία τρίτη παρατήρηση: τό μεγάλο σφάλμα νά διαχωρίζει κανείς τά ζητήματα τῆς πίστεως ἀπό τά ζητήματα τῆς κανονικῆς τάξεως. Εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικό τό γεγονός ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ἡ Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδος συνδέθηκε μέ τήν ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς τάξεως καί τήν κατοχύρωση τῶν προνομίων τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στήν ὁποία κυριαρχοῦσαν οἱ αἱρετικοί, κάτι πού σήμαινε τήν ταυτόχρονη ἀποκατάσταση καί τῆς ὀρθοδοξίας μέ βάση τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο. «Τό ἔργο ὅμως αὐτό προϋπέθετε τόν καθορισμό ὄχι μόνο τῶν κανονικῶν, ἀλλά καί τῶν θεολογικῶν κριτηρίων γιά τή θεραπεία τῶν πληγῶν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τή μακροχρόνια περίοδο τῶν ἀρειανικῶν ἐρίδων» (Φειδᾶς). Ἡ κανονική τάξη δηλαδή στήν Ἐκκλησία ἔφερνε καί τήν τάξη στήν πίστη. Ἐκεῖνος πού «εἶχε ἀφιερωθῆ πλήρως στήν προσπάθεια νά ἀποδείξη ὅτι ἡ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεως ἀποτελεῖ τήν πιό ἐπικίνδυνη μέθοδο τῶν αἱρετικῶν γιά τήν ἐξουδετέρωση τῆς ὀρθοδοξίας τῆς Νικαίας» ἦταν ὁ Μ. Βασίλειος (Φειδᾶς). Κι εἶναι νά θαυμάζει καί νά ἐκπλήσσεται κανείς διαπιστώνοντας τήν πονηρία καί τήν ὑποκρισία πράγματι τῶν ἀρειανοφρόνων, οἱ ὁποῖοι μέ τό ἕνα χέρι ἔθεταν τήν ὑπογραφή τους στά δογματικά καί τά κανονικά ἀκόμη κείμενα τῶν Συνόδων καί μέ τό ἄλλο διατηροῦσαν κοινωνία μέ κατεγνωσμένους αἱρετικούς πού εἶχαν ἀποκοπῆ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Γι᾽ αὐτό καί ἡ Σύνοδος, ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω, προκειμένου νά καθορίσει τήν ὀρθοδοξία τῶν πιστῶν καθόρισε τήν κοινωνία μέ συγκεκριμένους κατά τόπους ἐκφραστές της: τόν Νεκτάριο Κωνσταντινουπόλεως, τόν Τιμόθεο Ἀλεξανδρείας, τόν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου, τόν Γρηγόριο Νύσσης κ.λπ.


Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό – κάτι πού εἶναι πολύ διδακτικό καί γιά ἐμᾶς σήμερα – ἕνα σχίσμα στήν Ἐκκλησία ὡς ἀμφισβήτηση τῆς κανονικῆς τάξεως, ὅσο κι ἄν ὑπάρχει ὁ ἰσχυρισμός ὅτι διατηρεῖται ἡ ὀρθή πίστη, ὁδηγεῖ μέ μαθηματική ἀκρίβεια στήν αἵρεση. Ὅπως, δηλαδή, ἡ αἵρεση ὁδηγεῖ στό σχίσμα, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό σχίσμα θά καταλήξει στήν αἵρεση. Πρόκειται, κατά μία ὡραία εἰκόνα, περί δύο φαινομενικά ἀνεξάρτητων κύκλων, οἱ ὁποῖοι ὅμως ὁπωσδήποτε θά ταυτιστοῦν καί θά γίνουν ἕνας. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἀρνεῖται τόν εὔκολο διαχωρισμό τῶν δογματικῶν ὅρων ἀπό τίς κανονικές της διατάξεις, κηρύσσοντας τήν ὑποχρεωτικότητα ὅλων γιά τόν πιστό τῆς Ἐκκλησίας. Τό μόνο πού ἐπισημαίνει γιά τούς κανόνες εἶναι νά γίνεται ἡ ὀρθή ἑρμηνεία αὐτῶν. Κανείς λοιπόν μέ τό ἐπιχείρημα τῆς πίστεως δέν μπορεῖ νά διασπᾶ τήν κανονική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, νομίζοντας ὅτι παραμένει ὀρθόδοξος, ἀφοῦ ἀντιστρόφως εἶναι δεδομένο ὅτι κανείς κηρύσσοντας αἵρεση δέν παραμένει στήν Ἐκκλησία, ἔστω κι ἄν δηλώνει τάχα ὑπήκοος στήν κανονική τάξη. Ἡ Ἐκκλησία καί τόν ἕνα καί τόν ἄλλο τούς ἀποκηρύσσει ὡς ὑπηρέτες τοῦ Πονηροῦ.