Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

ΓIA TON ΘANATO TOY ANΘPΩΠOY KAI THN ANAΣTAΣH TOY XPIΣTOY [Α´] τοῦ πρωτ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ (†)


 .       Ἡ λύτρωση δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ συμφιλίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἐξαφάνιση τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο. Καὶ ἡ λύτρωση ὁλοκληρώθηκε ἐπάνω στὸν Σταυρό, «διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ» (Κολασ. α´, 20· πρβλ. Πράξ. κ´, 28· Ρωμ. ε´, 9· Ἐφεσ. α´, 7· Κολασ. α´, 14· Ἑ‚ρ. θ´, 22· Ἰωάν. α´, 7· Ἀποκ. α´, 5-6· ε´, 9). Ὄχι μόνο μὲ τὴν ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ, ἀλλ᾽ ἀκριβῶς μὲ τὸν θάνατο ἐπάνω στὸν Σταυρό. Καὶ ἡ τελικὴ νίκη κερδήθηκε, ὄχι μὲ τὶς ὀδύνες ἢ τὴν καρτερία, ἀλλὰ μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση. Ἐδῶ φτάνουμε στὸ ὀντολογικὸ βάθος τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου μας ἦταν ἡ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς θνητότητας, ὄχι ἁπλῶς ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, οὔτε ἁπλῶς μιὰ δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ἀκόμα μιὰ ἱκανοποίηση μιᾶς ἀφηρημένης δικαιοσύνης. (…)

 .         Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ὅταν χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, καταλαμβάνεται ἀπὸ ταραχή, χάνει τὸν εἱρμό της, τρόπον τινά, ἀποσυντίθεται. Ἡ ἴδια ἡ δομὴ τοῦ ἀνθρώπου χάνει τὴ σταθερότητά της. Ἡ ἑνότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος γίνεται ἐπισφαλής. Ἡ ψυχὴ χάνει τὴν ζωτική της δύναμη, δὲν εἶναι πιὰ ἱκανὴ νὰ ζωογονήσει τὸ σῶμα. Tὸ σῶμα μεταβάλλεται σὲ τάφο ἢ φυλακὴ τῆς ψυχῆς. Καὶ ὁ φυσικὸς θάνατος γίνεται ἀναπότρεπτος. (…) Τὸ δημιούργημα, δημιουργημένο ἀπὸ τὸ μηδέν, βρίσκεται ἐπίσης πάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τοῦ μηδενός, ἕτοιμο πάντοτε νὰ πέσει μέσα της. Ἡ δημιουργημένη φύση, λέγει ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος, εἶναι θνητὴ καὶ ἀσταθής, «ρέουσα καὶ ὑποκείμενη σὲ διάλυση» («φύσις ρευστὴ καὶ διαλυομένη»). Καὶ σώζεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ «φυσικὴ φθορά» μόνο μὲ τὴ δύναμη τῆς οὐράνιας Χάρης, «μὲ τὴν ἐνοίκηση τοῦ λόγου». Ἔτσι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁδηγεῖ τὸ δημιούργημα σὲ ἀποσύνθεση καὶ φθορά. (…)

 .          Στὴν Χριστιανικὴ ἐμπειρία ὁ θάνατος παρουσιάζεται κατ᾽ ἀρχὴν ὡς μεγάλη τραγωδία, ὡς ὀδυνηρὴ μεταφυσικὴ καταστροφή, ὡς μυστηριώδης ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ. Γιατί ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ κατάληξη τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο συμβαίνει. Ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀφύσικος, εἶναι μία ἀποτυχία. Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν θάνατο· δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀληθινὴ ζωή, «εἰς τὸ εἶναι» (πρβλ. Σοφία Σολομ. ϛ´, 18 καὶ β´, 23). Ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας» (Ρωμ. ϛ´, 23). Εἶναι ἀπώλεια καὶ φθορά. Καὶ ἀπὸ τὴν πτώση (τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα) καὶ ἑξῆς τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς ἐκτοπίζεται ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Τί σημαίνει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅτι πεθαίνει; Ἐκεῖνο τό ὁποῖο στὴν πραγματικότητα πεθαίνει εἶναι προφανῶς τὸ σῶμα, γιατί τὸ σῶμα μόνο εἶναι θνητό.
.          Τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου εἶναι κατ᾽ ἀρχὴν τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, τῆς σωματικότητας τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν διακηρύσσει μόνο τὴ μεταθανάτια ζωὴ τῆς ἀθάνατης ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος. (…)

ΓIA TON ΘANATO TOY ANΘPΩΠOY KAI THN ANAΣTAΣH TOY XPIΣTOY [Β´] τοῦ πρωτ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ (†) (Ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα)


.        Ἐκεῖνο ποὺ γίνεται φθαρτὸ καὶ ὑπόκειται στὸν θάνατο μὲ τὴν ἁμαρτία εἶναι τὸ σῶμα. Μόνο τὸ σῶμα μπορεῖ νὰ ἀποσυντεθεῖ. Κι ὅμως δὲν εἶναι τὸ σῶμα ποὺ πεθαίνει, ἀλλὰ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ὀργανικὰ ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή. Οὔτε ἡ ψυχὴ μόνη της οὔτε τὸ σῶμα μόνο του ἀντιπροσωπεύουν τὸν ἄνθρωπο.Ἕνα σῶμα χωρὶς ψυχή δὲν εἶναι παρὰ ἕνα πτῶμα, καὶ μία ψυχὴ χωρὶς σῶμα εἶναι ἕνα πνεῦμα. (…)
.       Ὅσο ἀκατανόητη κι ἂν εἶναι πράγματι ἡ ἕνωση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ἡ ἄμεση συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου μαρτυρεῖ τὴν ὀργανικὴ ὁλότητα τῆς ψυχο-σωματικῆς του δομῆς. Ὁ θάνατος καὶ ἡ φθορὰ τοῦ σώματος εἶναι ἕνα εἶδος ἀμαυρώσεως τῆς «εἰκόνας τοῦ Θεοῦ» στὸν ἄνθρωπο. (…)
.     Aὐτὸς εἶναι ὁ γρίφος καὶ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. «Ὁ θάνατος εἶναι ὄντως μυστήριο: γιατί ἡ ψυχὴ χωρίζεται βιαίως ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀποχωρίζεται, μὲ τὴν θεία βουλή, ἀπὸ τὴν φυσικὴ σύνδεση καὶ σύνθεση… Ὤ τοῦ θαύματος! Πῶς παραδοθήκαμε στὴν φθορὰ καὶ συζευχθήκαμε μὲ τὸν θάνατο; Στὸν φόβο τοῦ θανάτου, ποὺ συχνὰ εἶναι τόσο μηδαμινὸς καὶ ἀδύνατος, ἀποκαλύπτεται ἕνας βαθὺς μεταφυσικὸς πανικός, ὄχι μόνο μία ἐφάμαρτη προσκόλληση στὴ γήινη σάρκα. Στὸν φόβο τοῦ θανάτου φανερώνεται τὸ πάθος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὁλότητα. (…) Καὶ κατὰ τὸν θάνατο αὐτὴ ἡ μιὰ ἀνθρώπινη ὑπόσταση διαλύεται. Γι᾽ αὐτὸ δικαιολογεῖται ὁ θρῆνος καὶ ὁ κλαυθμός. Ὁ τρόμος τοῦ θανάτου ἀντιμετωπίζεται μόνο μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς.
.     Ἐν τούτοις, ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνο ἡ αὐτο-ἀποκάλυψη τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος εἶναι, τρόπον τινά, ἤδη ἡ προσδοκία τῆς ἀναστάσεως. Μὲ τὸν θάνατο δὲν τιμωρεῖ μόνο ἀλλὰ καὶ θεραπεύει τὴν πεσμένη καὶ συντετριμμένη ἀνθρώπινη φύση. Καὶ τοῦτο ὄχι ἁπλῶς μὲ τὴν ἔννοια ὅτι συντομεύει μὲ τὸν θάνατο τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ ἔτσι προλαβαίνει τὴν διάδοση τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ. Ὁ Θεὸς μετατρέπει τὴν ἴδια τὴν θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου σ᾽ ἕνα μέσο θεραπείας. Στὸν θάνατο ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀποκαθαίρεται, προ-ἀνασταίνεται τρόπον τινά.
.      Στὸν θάνατο ὁ ἄνθρωπος γίνεται κομμάτια, ὅπως ἕνα πήλινο δοχεῖο, καὶ τὸ σῶμα του ἀποσυντίθεται καὶ πάλι μέσα στὴν γῆ, οὕτως ὥστε αὐτός, καθαρισμένος ἀπὸ τὸν ρύπο ποὺ προσκολλήθηκε ἐπάνω του, νὰ μπορέσει νὰ ἀποκατασταθεῖ στὴν κανονική του μορφή, διὰ μέσου τῆς ἀναστάσεως. Κατὰ συνέπεια ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἕνα κακό, ἀλλὰ μία εὐεργεσία. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ἁμαρτίας, ὅμως ταυτόχρονα εἶναι καὶ μία θεραπευτικὴ μέθοδος, ἕνα φάρμακο, ἕνα εἶδος ἀποκαταστάσεως. (…)  Ὁ θάνατος ἐνέχει μέσα του μιὰ δυνατότητα ἀναστάσεως, ἡ ὁποία ἔγινε πραγματικότητα μόνο ἐν Xριστῷ, ποὺ εἶναι «ἡ ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων» (A´ Kορ. ιε´, 20).  (…)

.      Ἡ λύτρωση πάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὴν φθορά, ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ «δουλεία τῆς φθορᾶς» (Ρωμ. η´, 21), ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀρχικῆς ὁλότητας καὶ σταθερότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς λυτρώσεως εἶναι «ἐν τῇ ἀναστάσει». Ἡ λύτρωση θὰ ὁλοκληρωθεῖ στὴ γενικὴ ἀνάσταση ὁπότε «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται, ὁ θάνατος» (A´ Κορ. ιε´, 26). Ἀλλὰ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση εἶναι δυνατὴ μόνο ὕστερα ἀπὸ μία ἀποκατάσταση τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἀνάσταση εἶναι δυνατὴ μόνο ἐν τῷ Θεῷ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή. (…)
.      Κατὰ τὸν ἅγ. Ἀθανάσιο, ὁ λόγος ἔγινε σάρκα, γιὰ νὰ καταργήσει τὴ φθορὰ μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἐν τούτοις, ὁ θάνατος νικήθηκε, ὄχι μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς Ζωῆς μέσα στὸ θνητὸ σῶμα, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ τὸν ἑκούσιο θάνατο τῆς Σαρκωμένης Ζωῆς. Ὁ λόγος σαρκώθηκε γιὰ νὰ πεθάνει, τονίζει μὲ ἔμφαση ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος. «Γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν θάνατο. Aὐτὸς εἶχε ἕνα σῶμα», καὶ μόνο μὲ τὸν θάνατό Του ἦταν δυνατὴ ἡ ἀνάσταση.
.     Ὁ ἔσχατος λόγος γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ στὴ θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς θανατώθηκε, ἀλλὰ πέρασε ἀνάμεσα ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ νίκησε τὴν θνητότητα καὶ τὴν φθορά. Προκάλεσε τὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Μὲ τὸν θάνατό Του καταργεῖ τὴν δύναμη τοῦ θανάτου. «Τὸ βασίλειο τοῦ θανάτου καταργεῖται μὲ τὸν θάνατό Σου, Δυνατέ». Καὶ ὁ τάφος γίνεται ἡ ζωοδότρια «πηγὴ τῆς ἀναστάσεώς μας». Κάθε τάφος γίνεται μᾶλλον ἕνα «κρεββάτι ἐλπίδας» γιὰ τοὺς πιστούς.  (…)
.     Ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη εἶναι ἡ φανέρωση τῆς Ζωῆς ἀνάμεσα στὴν ἀπελπιστικὴ κατάσταση τοῦ θανάτου, εἶναι νίκη κατὰ τοῦ θανάτου.  (…)  Ὁ Κύριος κατέβηκε στὸν Ἅδη γιὰ νὰ κηρύξει τὸ εὐαγγέλιο. Ἡ κάθοδος στὸν Ἅδη εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ «ὅλου Ἀδάμ». Ἐνῶ «ὁ Ἅδης στενάζει κάτω» καὶ «θλίβεται», ὁ Χριστὸς μὲ τὴν κάθοδό Του «συντρίβει τὰ αἰώνια δεσμά» καὶ ἀνασταίνει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καταστρέφει τὸν ἴδιο τὸν θάνατο, «ἡ κυριαρχία τοῦ θανάτου καταλύεται καὶ ἡ δύναμη τοῦ Σατανᾶ καταστρέφεται». (…) Ἔτσι ὁ ἴδιος ὁ θάνατος μεταβάλλεται σὲ Ἀνάσταση.
.    Στὸν θάνατο τοῦ Σωτῆρος φανερώθηκε ἡ ἀδυναμία τοῦ θανάτου ἐπάνω Του. Ὡς τέλειος ἄνθρωπος ὁ Κύριός μας ἦταν θνητός. Ὁ Κύριος σταυρώθηκε καὶ πέθανε. Ὅμως ὁ θάνατος δὲν Τὸν κράτησε. (…)
.      Ἡ ἴδια ἡ κάθοδός Του στὸν Ἅδη, στὸ βασίλειο τοῦ θανάτου, εἶναι ἡ παντοδύναμη φανέρωση τῆς Ζωῆς. Μὲ τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη Ἐκεῖνος δίνει ζωὴ στὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Μὲ τὴν Ἀνάσταση ἀποδεικνύεται τὸ ἀνίσχυρο τοῦ θανάτου. Ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ, χωρισμένη κατὰ τὸν θάνατο, γεμάτη μὲ θεϊκὴ δύναμη, ἑνώνεται πάλι μὲ τὸ σῶμα της, ποὺ παρέμεινε ἀδιάφθορο σ᾽ ὅλο τὸ χωρισμὸ τοῦ θανάτου, κατὰ τὸν ὁποῖο δὲν ἔπαθε καμιὰ φυσικὴ ἀποσύνθεση. (…)
.        Ὁ Κύριος πέθανε ἀληθινὰ καὶ πραγματικά. Ἀλλὰ στὸν θάνατό Του φάνηκε σὲ μέγιστο βαθμὸ ἡ «δύναμις τῆς ἀναστάσεως», ἡ ὁποία εἶναι λανθάνουσα ἀλλὰ ἐγγενὴς σὲ κάθε θάνατο. Στὸν θάνατό Του ἡ ὑπέροχη παρομοίωση τοῦ κόκκου τοῦ σίτου μπορεῖ πλήρως νὰ ἐφαρμοσθεῖ (Ἰωάν. ιβ´, 24). Καὶ στὸν θάνατό Του φανερώνεται ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. «Καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω» (στ. 38).(…)

ΓIA TON ΘANATO TOY ANΘPΩΠOY KAI THN ANAΣTAΣH TOY XPIΣTOY [Γ´] τοῦ πρωτ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ (†) (Ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα)



.      Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν μία νίκη, ὄχι μόνο κατὰ τοῦ δικοῦ του θανάτου, ἀλλὰ κατὰ τοῦ θανάτου ἐν γένει. «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾍδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν». Μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση, συνανίσταται μὲ τὸν Χριστό, «τὸ ἀνθρώπινο γένος ἐνδύεται ἀφθαρσίαν». Συνανίσταται ὄχι ἀσφαλῶς μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὅλοι ἐγείρονται ἀπὸ τὸν τάφο. Οἱ ἄνθρωποι βέβαια ἀκόμα πεθαίνουν· ἀλλὰ τὸ ἀναπόφευκτο τοῦ θανάτου καταργεῖται. Ὁ θάνατος γίνεται ἀνίσχυρος, καὶ σ᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους δίνεται ἡ δύναμη ἢ ἡ «potentia» τῆς ἀναστάσεως. Ὁ ἅγ. Παῦλος μίλησε μὲ σαφήνεια πάνω σ᾽ αὐτό: «Εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται… εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται» (A´ Κορ. ιε´ 13· 16).
.      «Εἶναι ἀλήθεια πὼς πεθαίνουμε ἀκόμα ὅπως πρῶτα», λέγει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ἀλλὰ δὲν παραμένουμε στὸν θάνατο· αὐτὸ δὲν εἶναι πιὰ θάνατος, ἀλλὰ μία ὕπνωση». Ἡ ἴδια σκέψη βρίσκεται στὸν ἅγ. Ἀθανάσιο. «Ἡ καταδίκη τοῦ θανάτου» καταργήθηκε. Ἀφοῦ ἡ φθορὰ σταμάτησε καὶ ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴ χάρη τῆς Ἀναστάσεως, διαλυόμαστε πιὰ στὸ ἑξῆς μόνο γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα, σύμφωνα μὲ τὴ θνητὴ φύση τῶν σωμάτων μας· σὰν σπόροι ριγμένοι μέσα στὴν γῆ, δὲν χανόμαστε, ἀλλὰ ὄντας σπαρμένοι μέσα στὴν γῆ θὰ ἐγερθοῦμε πάλι.
.      Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Nύσσης τονίζει: «Γιατί ὅπως ἡ ἀρχὴ τοῦ θανάτου ἐμφανίστηκε σ᾽ ἕνα πρόσωπο καὶ διαδόθηκε στὴ συνέχεια σ᾽ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς Ἀναστάσεως ἐπεκτείνεται ἀπὸ ἕνα πρόσωπο σ᾽ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα… Γιατί, ὅταν σ᾽ ἐκείνη τὴ συγκεκριμένη ἀνθρώπινη φύση ποὺ προσέλαβε στὸν Ἑαυτό Του, ἡ ψυχὴ ὕστερα ἀπὸ τὸν χωρισμὸ ἐπέστρεψε στὸ σῶμα, σημαίνει πὼς αὐτὴ ἡ ἕνωση τῶν ἐπὶ μέρους τμημάτων περνᾶ, σὰν ἀπὸ μία καινούργια ἀρχή, μὲ ἴση δύναμη πάνω σ᾽ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Aὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ σχετικὰ μὲ τὸν θάνατό Του καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Του».
.       Στὸν Ἀδὰμ ἡ φύση μας διασχίστηκε ἢ διασπάστηκε στὰ δυὸ διὰ τῆς ἁμαρτίας. Ὅμως στὸν Χριστὸ αὐτὴ ἡ διάσπαση θεραπεύτηκε πλήρως. Aὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἢ μᾶλλον τῆς θνητότητας. Μὲ ἄλλα λόγια, αὐτὴ εἶναι ἡ δυνητικὴ καὶ δυναμικὴ ἀποκατάσταση τῆς πληρότητας καὶ ὁλότητας τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Εἶναι μία ἀναδημιουργία ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μιὰ «καινὴ κτίσις». (…)
.      Ἡ ἀνάσταση εἶναι μία «ἐπανόρθωση τῆς φύσεως» («ἡ ἀνάστασις φύσεώς ἐστιν ἐπανόρθωσις»), ὅπως τονίζει ὁ ἅγ. Nικόλαος Kαβάσιλας, καὶ αὐτὴν τὴν δίνει ὁ Θεὸς ἐλεύθερα. Ἀλλὰ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ ἡ θέα τῆς μακαριότητας, καὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, προϋποθέτουν τὴν θέληση, («τρυφή ἐστιν τῆς θελήσεως»), καὶ ἄρα εἶναι προσιτὰ μόνο σ᾽ ἐκείνους ποὺ τὰ ἔχουν λαχταρήσει καὶ ἀγαπήσει καὶ ἐπιθυμήσει. Ἡ ἀθανασία θὰ δοθεῖ σὲ ὅλους, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὅλοι μποροῦν νὰ χαροῦν τὴ θεία Πρόνοια. Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ θέλησή μας τὸ ἂν θὰ ἀναστηθοῦμε μετὰ τὸν θάνατο ἢ ὄχι, ὅπως δὲν ὀφείλεται στὴ θέλησή μας τὸ ὅτι γεννηθήκαμε. Ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ φέρνει τὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἀφθαρσία σὲ ὅλους κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, γιατί ὅλοι ἔχουν τὴν ἴδια φύση μὲ τὸν Ἄνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαναγκαστεῖ νὰ ἐπιθυμεῖ. Ἔτσι ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἕνα δῶρο κοινὸ σὲ ὅλους, ἀλλὰ ἡ εὐλογία θὰ δοθεῖ μόνο σὲ μερικούς. Κι ἀκόμα, ἡ ὁδὸς τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς αὐταπαρνήσεως, τῆς αὐτονεκρώσεως, τῆς αὐτοθυσίας καὶ τῆς αὐτο-ἀφιερώσεως. Πρέπει κανεὶς νὰ πεθάνει γιὰ τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ζήσει ἐν Χριστῷ. Καθένας πρέπει νὰ συνδεθεῖ προσωπικὰ καὶ ἐλεύθερα μὲ τὸν Χριστό, τὸν Κύριο, τὸν Σωτήρα καὶ τὸν λυτρωτή, μὲ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, μὲ τὴν ἐκλογὴ τῆς ἀγάπης, μὲ τὸ μυστικὸ ὅρκο πίστεως. Καθένας πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, «νὰ ἀπολέσει τὴν ψυχή του» γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, νὰ σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Ὁ ἀγώνας τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι «νὰ ἀκολουθεῖ» τὸν Χριστόν, νὰ ἀκολουθεῖ τὴν ὁδὸ τοῦ Πάθους Του καὶ τοῦ Σταυροῦ, ἀκόμα καὶ στὸν θάνατο, ἀλλά, πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα, νὰ ἀκολουθεῖ μὲ ἀγάπη.
.      Ὅποιος δὲν πεθάνει μὲ τὸν Χριστό, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει μαζί Του. «Ἂν μὲ τὴ δική μας ἐλεύθερη ἐκλογὴ δὲν δεχθοῦμε νὰ πεθάνουμε στὸ Πάθος Του, ἡ ζωή Του δὲν εἶναι μέσα μας», λέγει ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος. Aὐτὸς δὲν εἶναι κανένας ἀσκητικὸς μόνο ἢ ἠθικὸς νόμος, οὔτε μόνο μιὰ παιδαγωγικὴ ἄσκηση. Aὐτὸς εἶναι ὁ ὀντολογικὸς νόμος τῆς πνευματικῆς ὑπάρξεως, κι ἀκόμα ὁ νόμος τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς.

Ο ΠΑΤΗΡ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ. Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ.

 

 

 («Ἡ ἀληθινὴ Βηθλεέμ, καὶ ὁ ἀληθινὸς Γολγοθάς, καὶ τὸ ἀληθινὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, καὶ ἡ ἀληθινὴ Ἀνάσταση, ὅλα βρίσκονται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει τὸν Θεό»)

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ (ΕΡΓΑ 7)
«ΟΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΑΙΩΝΑ»
(Μετάφραση ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Κ. ΠΑΛΛΗ)
Ἐκδ.  Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 1991, 
σελ. 221-231

Η ΖΩΗ TOY 

.         Ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἦταν νεώτερος ἀδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. Γεννήθηκε περὶ τὸ 335 καὶ τίποτε σχεδὸν δὲν εἶναι γνωστὸ γιὰ τὴ νεότητά του. Πιθανὸν σπούδασε στὴν πατρίδα του τὴν Καισαρεία.  Ὁ Γρηγόριος εἶπε ἀργότερα ὅτι ὁ ἀδελφός του Βασίλειος ἦταν δάσκαλός του, καὶ μιλοῦσε γι’ αὐτὸν πάντα μὲ σεβασμό, καὶ τὸν χαρακτήριζε ὡς «ἴσον μὲ τοὺς ἀποστόλους ποὺ ἦλθε ὕστερα ἀπὸ αὐτοὺς μόνο κατὰ τὸν χρόνο». Παραδεχόταν ὅτι «ἔζησα μὲ τὸν ἀδελφό μου γιὰ ἕνα σύντομο μόνο χρονικὸ διάστημα, καὶ ὅτι διδάχτηκα τόσο μόνο ἀπὸ τὴν θεία γλώσσα του ὅσο ἦταν ἀναγκαῖο γιὰ μένα νὰ καταλάβω τὴν ἄγνοια ἐκείνων τῶν ἀμυήτων στὰ μυστικὰ τῆς εὐγλωττίας». Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Βασίλειος τοῦ δίδαξε μόνο ρητορική.  Ὁ Γρηγόριος κατονομάζει τὴν ἀδελφή του Μακρίνα ὡς ἄλλον σπουδαῖον δάσκαλο τῆς νεότητάς του, καὶ οἱ ἀναμνήσεις του γι᾽ αὐτὴν εἶναι γεμάτες εὐγνωμοσύνη.  Ὁ Γρηγόριος μεγάλωσε σὲ μία ἀτμόσφαιρα πολιτισμοῦ καὶ ἀσκητισμοῦ, ἀλλὰ πολὺ λίγα εἶναι γνωστὰ γιὰ τὶς λεπτομέρειες τῆς μορφώσεώς του.
.         Στὴ νεότητά του ὁ Γρηγόριος ἀσχολήθηκε πολὺ μὲ τὴν μελέτη τῆς φιλοσοφίας. Ἀκόμα καὶ ὅταν ἔγινε κληρικὸς ὡς ἀναγνώστης δίδασκε ρητορικὴ καὶ ἀφιερώθηκε στὴ μελέτη τῆς «θύραθεν» φιλολογίας. Αὐτὸ δυσαρέστησε τὴν οἰκογένειά του καὶ τοὺς φίλους του.  Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τοῦ ἔγραψε ἐλέγχοντάς τον φιλικά: «Τί σοῦ συνέβη, σοφώτατε; Ἄλλοι δὲν σὲ ἐπαινοῦν γι’ αὐτὴν τὴν “ἄδοξον εὐδοξίαν” σου ἢ γιὰ τὴν βαθμιαία “ἐπὶ τὰ χείρω ροπήν” σου, ἢ γιὰ τὴν φιλοδοξία («φιλοτιμίαν») σου, ἡ ὁποία, ὅπως λέγει ὁ Εὐριπίδης, εἶναι ἡ “κακίστη δαιμόνων”… Γιατί θύμωσες μὲ τὸν ἑαυτό σου καὶ ἀπέρριψες τὰ ἱερὰ βιβλία ποὺ ἦταν γεμάτα μὲ πόσιμο ὕδωρ; Γιατί προτιμᾶς νὰ καλεῖσαι ρήτορας παρὰ Χριστιανός;». Ὁ Γρηγόριος τὸν συμβουλεύει νὰ συνέλθει καὶ νὰ ἀπολογηθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πιστῶν, καὶ τῶν θυσιαστηρίων καὶ τῶν μυστηρίων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπομακρύνθηκε.
.         Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀποσπάσεώς του ἀπὸ τὴν θύραθεν φιλοσοφία ὁ Γρηγόριος διάβασε ἐπίσης τὸν Ὠριγένη, ποὺ ἄσκησε πολὺ μεγάλη ἐπίδραση ἐπάνω του. Διάβασε ἀκόμα τὸν Φίλωνα καὶ τὸν Θεόγνωστο. Ὁ Ὠριγενισμὸς τοῦ Γρηγορίου τροποποιήθηκε ἀργότερα ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἐσκεμμένα ἀπηύθυνε τὴν ἐπιστολή του γιὰ τὴν τριαδολογικὴ ὁρολογία πρὸς τὸν Γρηγόριο, φοβούμενος ὅτι ὁ Γρηγόριος παρεξέκλινε ἀπὸ τὴν ὀρθοδοξία. Ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ Γρηγορίου γιὰ τὴν θύραθεν γνώση ἦταν μόνο πρόσκαιρος, καὶ ἀργότερα ὁ ἴδιος καταδίκασε τὶς κοσμικὲς ἐπιστῆμες ὡς μάταιες: «Αὐτὲς συνεχῶς καταβάλλουν κόπους ποὺ ποτὲ δὲν καταλήγουν σὲ καινούργια ζωή». Ἐν τούτοις, παρέμεινε πάντα ἕνας Ἕλληνας μέσα ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ὠριγένη.
.         Ὁ Γρηγόριος ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς οἰκογενείας του ἐπέστρεψε στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Παντρεύτηκε ἀλλὰ συνέχισε νὰ ζεῖ ἁγνὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή. Φαίνεται ὅτι ἀποσύρθηκε προσωρινὰ στὸ μοναστήρι τοῦ ἀδελφοῦ του Βασιλείου στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ἴριδος στὸν Πόντο. Ὁ Γρηγόριος δὲν εἶχε ἰσχυρὸ χαρακτήρα καὶ ἡ ἐμπειρία ποὺ εἶχε ἀπὸ τὴν ζωὴ ἦταν περιορισμένη. Κατὰ τὴν φιλονικία ποὺ ἀκολούθησε τὴν ἐκλογὴ τοῦ Βασιλείου στὸν θρόνο τῆς Καισαρείας, ὁ Γρηγόριος προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς νὰ συμφιλιώσει τὸν Βασίλειο μὲ τὸν θεῖο τους γράφοντας πλαστὲς ἐπιστολές. Ὁ Βασίλειος τοῦ εἶπε ὅτι θὰ ἔπρεπε ν᾽ ἀνοίξει ἡ γῆ νὰ τὸν καταπιεῖ γιὰ τέτοιες πράξεις, ἀλλὰ ἀργότερα δέχτηκε τὴν μετάνοια τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ συμφιλιώθηκε πλήρως μαζί του. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο εὔκολα καταλαβαίνουμε γιατί ὁ Βασίλειος θεωροῦσε τὸν Γρηγόριο ἀκατάλληλο γιὰ ἀνάληψη σοβαρῶν εὐθυνῶν καὶ ἐναντιώθηκε, ὅταν ὁ Γρηγόριος ὁρίστηκε ὡς ἀπεσταλμένος στὴν Ρώμη: «Αὐτὸς δὲν ἔχει πείρα στὶς ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις». Ἐν τούτοις, τὸ 371 χειροτόνησε τὸν Γρηγόριο ἐπίσκοπο Νύσσης.
.         Ὁ Γρηγόριος βοήθησε τὸν ἀδελφό του στὸν ἀγώνα του κατὰ τῆς αἱρέσεως ὄχι μὲ τὴν δραστηριότητά του στὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ ὡς συγγραφέας καὶ θεολόγος. Καταδιώχτηκε γιὰ τὴν ὀρθοδοξία του καὶ δικάστηκε στὴν Γαλατία. Τὸ 375 ὁ Δημοσθένης, ὁ κυβερνήτης τῆς Καππαδοκίας, τὸν ὁποῖο ὁ Βασίλειος χαρακτηρίζει ὡς «φίλον τῶν αἱρετικῶν», διέταξε νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ φυλακιστεῖ. Τὸ 376 καταδικάστηκε ἐρήμην καὶ ἐκθρονίστηκε γιὰ κατάχρηση κεφαλαίων (σημ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: !!!) καὶ γιὰ τὴν «παράνομη» χειροτονία του. Ὁ Γρηγόριος πέρασε τρία χρόνια στὴν ἐξορία καὶ γύρισε στὴν ἕδρα του μόνο τὸ 379 μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Οὐάλεντος. Ὁ λαὸς τὸν ὑποδέχτηκε μὲ χαρά. Λίγο μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Νύσσα ἀκολούθησαν οἱ θάνατοι τοῦ Βασιλείου καὶ ὕστερα τῆς Μακρίνας. Αὐτὸ ἦταν βαρὺ χτύπημα γιὰ τὸν Γρηγόριο. Μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του στὸ μοναχὸ Ὀλύμπιο περιέχει συγκινητικὴ ἀφήγηση τῶν τελευταίων ἡμερῶν τῆς ἀδελφῆς του, ποὺ ἦταν μία ἐπιφανὴς Χριστιανὴ καὶ ἀσκήτρια.
.         Ὁ Γρηγόριος θεώρησε τὸν ἑαυτό του κληρονόμο τῶν κόπων τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ ἐργάζεται πάνω στὰ ἔργα ἐκεῖνα ποὺ ὁ Βασίλειος ἄφησε ἀτέλειωτα, μεταξὺ αὐτῶν δὲ εἶναι ἡ Ἑξαήμερος καὶ ἡ πολεμικὴ κατὰ τοῦ Εὐνομίου. Οἱ φίλοι τὸν ἀναγνώρισαν ὡς ἄξιο διάδοχό του ἀδελφοῦ του. Στὴν Ἀντιοχειανὴ σύνοδο τῶν 146 πατέρων τὸ 379 ἐστάλη σὲ ἀποστολή, γιὰ νὰ ἀναφέρει γιὰ τὴν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἀραβία, τὴν ὁποία οἱ φῆμες παρουσίαζαν ὡς διεφθαρμένη καὶ αἱρετική. Αὐτὸν τὸν καιρὸ ἴσως ἐπισκέφτηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἀλλὰ μερικοὶ συγγραφεῖς θεωροῦν ὅτι αὐτὸ τὸ ταξίδι ἔγινε ἀργότερα. Ἡ Παλαιστινιακή Ἐκκλησία ἦταν χωρὶς πνευματικὴ ἡγεσία γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ (ὁ Ἅγ. Κύριλλος πέρασε συνολικὰ δεκατρία χρόνια στὴν ἐξορία), καὶ ἡ διαφθορὰ ἐξαπλώθηκε. Ὁ Γρηγόριος ἔγινε δεκτὸς μὲ καχυποψία καὶ ἀμέσως ἐνεπλάκη σὲ λογομαχία μὲ τοὺς Ἀπολλιναριστές.
.         Οἱ καταχρήσεις στοὺς  Ἁγίους Τόπους ἔκαναν ὀδυνηρὴ ἐντύπωση στὸν Γρηγόριο, καὶ γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο δὲν ἐνέκρινε τὸ ἔθιμο τῶν ἱερῶν ἀποδημιῶν. Θὰ ἦταν ἰδιαίτερα ἐπιζήμιες γιὰ τὶς γυναῖκες, τῶν ὁποίων ἡ καθαρότητα καὶ ἡ ἁγνότητα συχνὰ κινδύνευαν κατὰ τὴν διαδρομὴ τέτοιων ταξιδιῶν.  Ἡ Παλαιστίνη ἦταν γεμάτη ἀπὸ κακία καὶ κάθε εἴδους ἀσέβεια.  Ἀκόμα, ὁ Γρηγόριος ἔγραψε: «Γιατί νὰ προσπαθεῖτε νὰ κάνετε αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκαναν οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ εἶναι κοντὰ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν;». Ὁ Κύριος δὲν μᾶς διέταξε νὰ πᾶμε στὰ  Ἱεροσόλυμα ὡς ἀγαθοεργία. «Τί πλεονέκτημα κερδίζουν αὐτοὶ ποὺ ἐπισκέπτονται αὐτοὺς τοὺς τόπους; Αὐτὸ δὲν εἶναι σὰν νὰ ζεῖ ὁ Κύριος ἐκεῖ ἐν σώματι μέχρι σήμερα, ἀλλὰ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ ἐκείνους ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε σὲ ἄλλες χῶρες; ἢ σὰν νὰ εἶναι παρὸν τὸ Πνεῦμα στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ᾽ρθεῖ ἐδῶ σὲ μᾶς;… Μία ἀλλαγὴ τόπου δὲν φέρνει τὸν Θεὸ κοντύτερα σὲ σᾶς. Ἄσχετα ἀπὸ τὸ ποῦ μπορεῖ νὰ εἶστε, ὁ Κύριος θὰ ρθεῖ σὲ σᾶς ἂν ἡ ψυχή σας εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ κατοικήσει καὶ νὰ βαδίσει μέσα σας. Ἀλλὰ ἂν ὁ ἔσω ἄνθρωπος μέσα σας εἶναι γεμάτος ἀπάτη, τότε, ἀκόμα κι ἂν στέκεστε στὸν Γολγοθὰ ἢ στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἢ κάτω ἀπὸ τὸ μνημεῖο τῆς Ἀναστάσεως, εἶστε τόσο μακριὰ ἀπὸ τοῦ νὰ λάβετε τὸν Χριστὸ μέσα σας ὅσο ἕνας ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμα ἀρχίσει νὰ ὁμολογεῖ πίστη σ᾽ Αὐτόν». Ἀντίθετα, «ἡ ἀληθινὴ Βηθλεέμ, καὶ ὁ ἀληθινὸς Γολγοθάς, καὶ τὸ ἀληθινὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, καὶ ἡ ἀληθινὴ  Ἀνάσταση, ὅλα βρίσκονται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει τὸν Θεό». Τί θὰ βροῦμε στὰ  Ἱεροσόλυμα ποὺ εἶναι νέο; «θὰ βροῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς ποὺ φανερώθηκε ἐκεῖ ἦταν ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ὁμολογοῦμε πρὶν ἔλθουμε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μετὰ τὸ ταξίδι μας ἡ πίστη μας οὔτε μειώθηκε οὔτε αὐξήθηκε. Γνωρίζαμε ἐπίσης ὅτι Αὐτὸς ἔγινε ἄνθρωπος διὰ τῆς Παρθένου πρὶν πᾶμε στὴ Βηθλεέμ. Πιστεύαμε στὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν πρὶν δοῦμε τὸν τάφο Του. Ὁμολογοῦμε τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀναλήψεως πρὶν δοῦμε τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Εἶναι πιὸ σπουδαῖο νὰ «μεταβοῦμε ἀπὸ τὸ σῶμα πρὸς τὸν Κύριό μας παρὰ νὰ ταξιδέψουμε ἀπὸ τὴν Καππαδοκία στὴν Παλαιστίνη».

.         Τὸ 381 ὁ Γρηγόριος ἔλαβε μέρος στὴν Δεύτερη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Πρὶν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ἦταν ἤδη πολὺ γνωστὴ καὶ σημαντικὴ μορφή. Μὲ ἕνα διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορος στὶς 30 Ἰουλίου 381, ὁ Γρηγόριος συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἔπρεπε νὰ θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ὡς οἱ σπουδαιότερες αὐθεντίες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κοινότητος. Οἱ Ἱεράρχες προτάθηκαν ἀπὸ κάθε ἐπαρχία, καὶ ὁ Γρηγόριος προτάθηκε ἀπὸ τὸν Πόντο μαζὶ μὲ τὸν Ἑλλάδιο Καισαρείας καὶ τὸν Otreius (σ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»: Ὀτρήϊος) Μελιτηνῆς. Οἱ μεταγενέστερες σχέσεις του μὲ τὸν Ἑλλάδιο τοῦ προξένησαν πολλὲς δυσκολίες.
.         Τὸ 382 καὶ 383 ὁ Γρηγόριος ἦταν καὶ πάλιν παρὼν στὶς συνόδους στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συνέχισε τὸν ἀγώνα του κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Γνωρίστηκε μὲ τὴν μοναχὴ Ὀλυμπιάδα, τὴν ὁποία τιμοῦσε πολὺ ὁ  Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὴν εὐσέβειά της. Τὸ 394, ὁ Γρηγόριος ἔλαβε μέρος σὲ μία σύνοδο γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἀραβία. Αὐτὸ εἶναι τὸ τελευταῖο γεγονὸς τῆς ζωῆς του, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουμε ἀκριβῆ γνώση. Πέθανε πιθανὸν τὸ 394.  Ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε ὁ  Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Γρηγόριος σταμάτησε νὰ ἀναφέρεται δημοσίως. Λίγες πληροφορίες διασώθηκαν γιὰ τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του ποὺ φαίνονται νὰ ὑποδηλώνουν ὅτι ἡ αὐθεντία του ἦταν εὐρύτατα σεβαστὴ καὶ ὅτι συνέχιζε νὰ ἐπηρεάζει τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἂν καὶ ἔμενε πιθανὸν λίγο χρόνο στὴν Νύσσα.
.         Οἱ σύγχρονοι τοῦ Γρηγορίου τὸν θεωροῦσαν μεγάλο ὑπερασπιστὴ τῆς ὀρθοδοξίας κατὰ τῶν Ἀρειανῶν καὶ τῶν Ἀπολλιναριστῶν, «στύλον τῆς ὀρθοδοξίας» καὶ «πατέρα τῶν πατέρων». Αὐτὴ ἡ φήμη ἀμφισβητήθηκε ἀργότερα κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Ὠριγενιστικῆς λογομαχίας. Σχεδὸν τὸ ὄνομα τοῦ Γρηγορίου δὲν περιλαμβανόταν σὲ κατάλογο τῶν «ἐπίλεκτων πατέρων», καὶ ἡ ἄμεση ἐπιρροή του μειώθηκε. Ἀργότερα, ὅμως, στὴν Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο χαρακτηρίστηκε πάλι «ὁ πατὴρ τῶν πατέρων».

.         Κριτικὴ συζήτηση γιὰ τὴν θεολογία τοῦ Γρηγορίου ἄρχισε πολὺ νωρίς, τὸν τέταρτο αἰώνα, καὶ ὁ Βαρσανούφιος μᾶς ἔδωσε τὸ λόγο γι᾽ αὐτὴν τὴν ἐπανεκτίμηση. «Πολλοὶ ἅγιοι, ποὺ ἔγιναν διδάσκαλοι, ξεπέρασαν τοὺς δικούς τους δασκάλους λαμβάνοντας τὴν ἄνωθεν ἔγκριση γιὰ τὴν διατύπωση μιᾶς νέας διδασκαλίας. Συγχρόνως, ὅμως, διατήρησαν ὅ,τι εἶχαν πάρει ἀπὸ τοὺς προηγουμένους δασκάλους τους. Ἔστω κι ἂν αὐτὴ ἡ διδασκαλία ἦταν ἐσφαλμένη. Ἀφοῦ αὐτοὶ οἱ ἄνδρες ἔγιναν πνευματικοὶ διδάσκαλοι, δὲν παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ἂν αὐτὸ ποὺ οἱ δάσκαλοί τους τοὺς δίδαξαν εἶχε πράγματι ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀφοῦ σέβονταν τὴν σοφία τῶν δασκάλων τους, δὲν ἐξέταζαν τοὺς λόγους τους. Δὲν ρωτοῦσαν τὸν Θεὸ ἂν αὐτοὶ οἱ λόγοι τους ἦταν ἀληθινοί». Ἡ θεολογία τοῦ Γρηγορίου διαμορφώθηκε ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ὠριγένη, καὶ ἔτσι περιλαμβάνει στοιχεῖα τῆς σχολικῆς παραδόσεως μαζὶ μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ σύστημα τοῦ Γρηγορίου δὲν καταδικάστηκε ποτὲ στὸ σύνολό του, ἀλλὰ ἀργότερα ἀποκαθάρθηκε ἀπὸ τὸν Ὠριγενισμό του.

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

 .         Ὁ Γρηγόριος δὲν ἐπεξεργάστηκε ἕνα πλῆρες θεολογικὸ σύστημα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε ἴσως τὸν πιὸ αὐστηρὰ συστηματικὸ νοῦ ἀπὸ ὅλους τοὺς Πατέρες. Ἡ θεολογία του ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὸν Ὠριγένη καὶ ἀπὸ τὴν σκέψη τῶν Νεοπλατωνικῶν.  Ὁ Γρηγόριος ἔγραψε γιὰ ὅλα τὰ θεολογικὰ θέματα. Μερικὰ ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι πολεμικὰ καὶ δογματικά, καὶ ἄλλα δείχνουν τὰ προσωπικά του ἐνδιαφέροντα.

Ἐξηγητικὰ Ἔργα

.         Ὁ Γρηγόριος ὡς ἐξηγητὴς συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ Βασιλείου, ἀλλὰ μερικὰ ἀπὸ τὰ κείμενά του ἀκολουθοῦν τὴν Ὠριγενιστικὴ παράδοση τῶν ὑπομνημάτων. Ἡ πρώτη ὁμάδα περιλαμβάνει δύο συμπληρωματικὲς πραγματεῖες στὴν Ἑξαήμερον: «Περὶ κατασκευῆς τοῦ Ἀνθρώπου»· καὶ «Ἀπολογητικὸς εἰς τὴν Ἑξαήμερον», ποὺ γράφτηκαν ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βασιλείου. Ἐδῶ, ὅπως σὲ ἄλλα ἔργα, ὁ Γρηγόριος ἀκολουθεῖ τὸ παράδειγμα τοῦ Βασιλείου, καὶ ἡ ἐξήγησή του δείχνει τὴν ἐπίδραση τῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας, ἰδιαίτερα τῶν ὑπομνημάτων τοῦ Ποσειδωνίου καὶ ἄλλων στὸν Τίμαιο τοῦ Πλάτωνος. Τὰ ἄλλα ἐξηγητικὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου γράφτηκαν ἀργότερα στὴν ζωή του, καὶ σ’ αὐτὰ ἡ μέθοδος τῆς ἑρμηνείας του εἶναι αὐστηρῶς ἀλληγορική. Συνδέονται ἀπὸ τὸ κοινὸ θέμα τους γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα μιᾶς ἠθικῆς καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς ὡς ὁδοῦ γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ αὐτὰ εἶναι τὸ «Περὶ τοῦ βίου τοῦ Μωϋσέως», τὸ ὁποῖο δείχνει καθαρὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ Φίλωνος, καὶ ἕνα ὑπόμνημα τῶν «Δεκαπέντε Ὁμιλιῶν εἰς τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων», τὸ ὁποῖο ἐξηγεῖ ὁ Γρηγόριος σύμφωνα μὲ τὴν Ὠριγενιστικὴ παράδοση.
.         Ὁ Γρηγόριος ὑπερασπίζεται τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο στὴν εἰσαγωγή του σ’ αὐτὸ τὸ ὑπόμνημα, ποὺ ἀφιερώνεται στὴν Ὀλυμπιάδα. Κατὰ τὴν γνώμη του, τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων προϋποδηλώνει τὸν πνευματικὸ γάμο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καὶ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστό, τὸν ἄκρως ἐπιθυμητὸ οὐράνιο Νυμφίο. Στὴν «Ἀκριβῆ Ἔκθεση τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ» ὁ Γρηγόριος ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀναγκαιότητα ἐλευθερώσεως τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη, ὥστε αὐτὴ νὰ μπορέσει νὰ ἀνυψωθεῖ σ᾽ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ὑπεράνω τῶν αἰσθήσεων. Περιγράφει τὰ στάδια ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἠθικὴ τελείωση σὲ μία ὁμιλία, «Εἰς τὰς Ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν», δίνοντας ἰδιαίτερη προσοχὴ στὸν ἕκτο Ψαλμό. Προφανῶς ἔγραψε ἐπίσης μία ἐξήγηση στὶς «Παροιμίες». Τὰ περισσότερα ἐξηγητικὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου εἶναι ἀφιερωμένα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐνῶ ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχει γράψει μόνο γιὰ τοὺς Μακαρισμοὺς καὶ τὴν Κυριακὴ Προσευχή. Στὰ ἐξηγητικά του ἔργα περιλαμβάνεται ἐπίσης μία ὁμιλία «Περὶ τῆς ἐγγαστριμύθου», ἕνα θέμα ποὺ εἶχε τραβήξει τὴν προσοχὴ τοῦ Ὠριγένη. Σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸν Ὠριγένη ὁ Γρηγόριος ὑποστηρίζει τὴν θέση τοῦ Μεθοδίου Ὀλύμπου καὶ τοῦ Εὐσταθίου  Ἀντιοχείας λέγοντας ὅτι ἦταν ἕνας δαίμονας καὶ ὄχι τὸ πνεῦμα τοῦ Σαμουὴλ ποὺ ἐμφανίστηκε στὸν Σαούλ. Τὰ δογματικὰ καὶ πολεμικὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου περιλαμβάνουν ἐπίσης ἐρμηνευτικὰ σχόλια.

Πολεμικὰ Ἔργα

.         Τὰ πολεμικὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου περιλαμβάνουν δώδεκα φυλλάδια (ἢ κατὰ μερικοὺς τέσσερα ἕως δεκατρία – ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ τί ὀνομάζει κανεὶς μὲ αὐτὸ τὸν ὄρο, κατὰ τοῦ Εὐνομίου, ποὺ ἐξετάζουν τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ αἱρετικοῦ κατὰ τῆς θεολογίας τοῦ Βασιλείου. Αὐτοὶ οἱ «Ἀντιρρητικοὶ Λόγοι» γράφτηκαν κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τους τὸ 380 καὶ 381, καὶ συμπληρώθηκαν ἀργότερα ἀπὸ ἕνα ὑπόμνημα στὸ σύμβολο πίστεως ποὺ ὁ Εὐνόμιος παρουσίασε στὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸ 383.  Ὁ Γρηγόριος πολεμᾶ τὸ δόγμα τῶν Ἀνομοίων καὶ ἐκθέτει τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τοῦ Βασιλείου περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἀβλάβιο «Ἐναντίον ἐκείνων ποὺ μᾶς κατηγοροῦν ὅτι λέμε πὼς ὑπάρχουν Τρεῖς Θεοὶ» («Περὶ τοῦ μὴ εἶναι τρεῖς Θεοὺς») εἶναι ἐπίσης ἀφιερωμένη στὴν ὑπεράσπιση τῆς διδασκαλίας τοῦ Βασιλείου. Στὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του ὁ Γρηγόριος ἔγραψε δύο πραγματεῖες κατὰ τοῦ Ἀπολλιναρίου, οἱ ὁποῖες περιέχουν λεπτομερῆ ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τοῦ  Ἀπολλιναρίου γιὰ τὴν οὐράνια σάρκα τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀπουσία ἀνθρώπινου νοῦ στὸν Χριστό. Ὁ Γρηγόριος ἐπιτίθεται ὄχι μόνο προσωπικὰ κατὰ τοῦ Ἀπολλιναρίου ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν διδασκαλιῶν του, ὅπως αὐτὲς διερμηνεύτηκαν καὶ ὑποτιμήθηκαν ἀπὸ τοὺς μαθητές του. Ἀσχολεῖται σύντομα μὲ τὸ ἴδιο θέμα καὶ στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας («Κατὰ Ἀπολλιναρίου πρὸς Θεόφιλον Ἀλεξανδρείας»). Ὁ Γρηγόριος, ἀκόμα, ἔγραψε μία ὁμιλία Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐναντίον τῶν Μακεδονιανῶν Πνευματομάχων («Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τῶν Πνευματομάχων Μακεδονιανῶν»). Μία ὁμιλία κατὰ τοῦ Ἀρείου καὶ Σαβελλίου, ποὺ ἀποδόθηκε στὸν Γρηγόριο, δὲν γράφτηκε ἀπὸ αὐτὸν (ἴσως εἶναι ἔργον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου).

Δογματικὰ Ἔργα

.         Τὰ βασικὰ δόγματα τοῦ Γρηγορίου περιλαμβάνονται στὸ ἔργο τοῦ «Λόγος Κατηχητικὸς ὁ Μέγας», ποὺ γράφτηκε ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 385. Αὐτὸ τὸ ἔργο περιλαμβάνει ἐπιχειρήματα κατὰ ὁρισμένων αἱρέσεων, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐστηρῶς πολεμικό. Γράφτηκε κυρίως γιὰ διδασκαλία πρὸς τοὺς κατηχουμένους. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς  Ἁγίας Γραφῆς καὶ δικῶν τοῦ λογικῶν συλλογισμῶν ἐκθέτει τὶς ὀρθόδοξες διδασκαλίες περὶ Πίστεως, Ἁγίας Τριάδος, Ἐνσαρκώσεως, Ἀπολυτρώσεως, Μυστηρίου, Βαπτίσματος, Εὐχαριστίας, καὶ Τελικῆς Κρίσεως. Τὰ ἄλλα δογματικά του ἔργα περιλαμβάνουν τὴν μικρὴ πραγματεία του Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ γράφτηκε πρὸς τὸν Εὐστάθιο Σεβαστείας («Περὶ Τριάδος πρὸς Εὐστάθιον»), μία ἐπιστολὴ πρὸς Σιμπλίκιο περὶ πίστεως («Περὶ πίστεως πρὸς Σιμπλίκιον»), ἡ ὁποία ἐξηγεῖ τὸ δόγμα τῆς θεότητος τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος-«Πρὸς Ἕλληνας ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν». Ἕνας διάλογος περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως («Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως ἢ λόγος ὁ λεγόμενος τὰ Μακρίνεια»), ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται ὅτι γίνεται ἀπὸ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Γρηγορίου Μακρίνα, γράφτηκε ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Πλατωνικοῦ «Φαίδωνος». Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ προσωπικά του ἔργα. Ὁ Γρηγόριος ἀσχολεῖται μὲ παρόμοια προβλήματα στὴν πραγματεία του «Περὶ τῶν νηπίων πρὸ ὥρας ἀφαρπαζομένων». Ἕνας διάλογος «Κατὰ Εἱμαρμένης» ἀνάμεσα σ᾽ ἕναν ἐπίσκοπο καὶ ἕναν ἐθνικὸ φιλόσοφο ἀποτελεῖ ὑπεράσπιση τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως ἐναντίον τῆς ἀστρολογίας καὶ τῆς μοιρολατρείας.

Ἀσκητικὰ καὶ Ἠθικὰ Ἔργα

.         Μεταξὺ τῶν ἀσκητικῶν καὶ ἠθικῶν ἔργων τοῦ Γρηγορίου εἶναι ἕνα ἐκτενὲς φυλλάδιο «Περὶ παρθενίας», ποὺ ἔγραψε στὴ νεότητά του, καὶ μερικὲς συντομώτερες πραγματεῖες: «Περὶ τοῦ τί τὸ Χριστιανῶν ὄνομα ἢ ἐπάγγελμα;», «Περὶ τελειότητος καὶ ὁποῖον χρὴ εἶναι τὸν Χριστιανόν», «Περὶ τοῦ κατὰ Θεὸν σκοποῦ, πρὸς τὸν μοναχὸν Ὀλύμπιον». Τὸ ἀσκητικὸ ἰδεῶδες τοῦ Γρηγορίου διατυπώνεται μὲ ἰδιαίτερη σαφήνεια στὴν ἐπιστολή του «Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρινῆς», ἡ ὁποία γράφτηκε ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό της.

Λόγοι

.        Ἀπὸ τοὺς Λόγους τοῦ Γρηγορίου λίγοι ἐπέζησαν. Οἱ σπουδαιότεροι εἶναι οἱ λόγοι ἐπὶ τῶν μεγάλων Ἑορτῶν: Χριστουγέννων, Ἐπιφανείων, Πάσχα, καὶ Πεντηκοστῆς. Ἔγραψε ἐπίσης ὁμιλίες γιά: τὸν Ἄγ. Στέφανο, τὸν Μάρτυρα Θεόδωρο, τοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας τῆς Σεβάστειας, τον  Ἐφραὶμ τὸν Σύρο, καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν θαυματουργό. Οἱ ἐπιτάφιοι λόγοι τοῦ ἀφιερώνονται, μεταξὺ ἄλλων, στὸν Βασίλειο καὶ τὸν Μελέτιο Ἀντιοχείας. Τὰ ὁμιλητικὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου ὑστεροῦν ἔναντι παρόμοιων ἔργων ἄλλων μεγάλων Πατέρων, καὶ τὸ ὕφος τοῦ εἶναι βαρὺ καὶ τεχνητό. Αὐτὸ εἶναι λαμπρὸ στὰ ἀσκητικὰ τοῦ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶχαν μεγάλο προσωπικὸ ἐνδιαφέρον γι’ αὐτόν.

Ἐπιστολὲς

.         Ὁ Γρηγόριος ἄφησε 26 μὲ 30 ἐπιστολές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ περισσότερες παρέχουν πληροφορίες σχετικὲς μὲ τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν ζωή του. Ἡ Ἐπιστολή του γιὰ τὶς Ἱερὲς (προσκυνηματικὲς) ὁδοιπορίες στὰ  Ἱεροσόλυμα εἶναι ἰδιαίτερα σημαντική. Ἡ «κανονικὴ» ἐπιστολὴ πρὸς Λητόϊον περιλαμβάνει ὀκτὼ κανόνες καὶ συμπεριλαμβάνεται στὸ «Νομοκάνονα» καὶ ἄλλες συλλογὲς κανόνων. Οἱ κανόνες του γιὰ τὴν ζωὴ τῆς μετανοίας διατυπώθηκαν σύμφωνα μὲ τὴν γνώση τῆς Ψυχολογίας ποὺ εἶχε, καὶ διαμορφώθηκαν ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τῆς ἐμπειρίας του ὡς κληρικοῦ.  Ὁ Γρηγόριος ἔγραψε ἐπίσης μία Ἐπιστολὴ γιὰ τὸ Πάσχα, τὴν «κοινὴ νηστεία τῆς δημιουργίας», ἡ ὁποία γιορτάζει τὴν ἀνάσταση τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ ἔπεσε διὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Ἐπιστολή του 25 πρὸς Ἀμφιλόχιο εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρουσα γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Χριστιανικῆς τέχνης καὶ ἀρχιτεκτονικῆς, γιατί περιγράφει λεπτομερῶς ἕνα «μαρτύριον» ὑπὸ κατασκευήν.

π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ CUR DEUS HOMO? Τὸ κίνητρο τῆς ἐνανθρωπήσεως, στὸ «Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας»



.       Ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (580-662) φαίνεται ὁ μόνος Πατὴρ ποὺ ἐνδιαφέρθηκε ἄμεσα γιὰ τὸ πρόβλημα [σ: τοῦ κινήτρου τῆς ἐνανθρωπήσεως], ἂν καὶ δὲν τὸ τοποθετῆ ὅπως οἱ μετέπειτα θεολόγοι τῆς Δύσεως. Διεκήρυξε ὅτι ἡ Ἐνσάρκωσις πρέπει νὰ θεωρηθῆ σὰν ἀπόλυτος καὶ πρωταρχικὸς σκοπὸς τοῦ Θεοῦ στὴν πρᾶξι τῆς Δημιουργίας. Ἡ φύσις τῆς Ἐνανθρωπήσεως, τῆς ἑνώσεως δηλ. τῆς θείας μεγαλωσύνης μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, εἶναι ὁπωσδήποτε ἕνα ἀνεξιχνίαστο μυστήριο, ἀλλὰ τουλάχιστο μποροῦμε νὰ συλλάβουμε ὅτι ὁ λόγος καὶ ὁ σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ ὑπερτάτου μυστηρίου ἦταν, κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμο, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Ἐνσάρκωσις, καὶ μαζὶ μ᾽ αὐτὴν ἡ δική μας ἐνσωμάτωσις στὸ Σῶμα τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος. Ἡ φρασεολογία τοῦ ἁγ. Μαξίμου εἶναι σαφὴς καὶ καθαρή. Ἡ «ξ´ ἐρώτησις πρὸς Θαλάσσιον» εἶναι ἕνα σχόλιο στὸ χωρίο Α´ Πέτρου 1, 19-20: «ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου Χριστοῦ, προεγνωσμένου μὲν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Ἀκολουθεῖ ἡ ἐρώτησις, κι ὁ ἅγ. Μάξιμος, πρῶτα συνοψίζει τὴν ἀληθινὴ διδασκαλία περὶ τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, καὶ συνεχίζει: «τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον, δι᾽ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν, τέλος. Τοῦτό ἐστι ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός, ὃν ὁρίζοντες εἶναί φαμεν, προεπινοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μὲν πάντα, αὐτὸ δὲ οὐδενὸς ἕνεκα. Πρὸς τοῦτο τὸ τέλος ἀφορῶν, τὰς τῶν ὄντων ὁ Θεὸς παρήγαγεν οὐσίας. Τοῦτο κυρίως ἐστὶ τὸ τῆς προνοίας καὶ τῶν προνοουμένων, πέρας. Καθ᾽ ὃ εἰς τὸν Θεόν, ἡ τῶν ὑπ᾽ αὐτοῦ πεποιημένων ἐστὶν ἀνακεφαλαίωσις. Τοῦτό ἐστι τὸ πάντας συγγράφον τοὺς αἰῶνας, καὶ τὴν ὑπεράπειρον καὶ ἀπειράκις ἀπείρως προϋπάρχουσαν τῶν αἰώνων μεγάλην τοῦ Θεοῦ βουλὴν ἐκφαῖνον μυστήριον. Ἧς γέγονεν ἄγγελος αὐτὸς ὁ κατ᾽ οὐσίαν τοῦ Θεοῦ λόγος γενόμενος ἄνθρωπος. Καὶ αὐτόν, εἰ θέμις εἰπεῖν, τὸν ἐνδότατον πυθμένα τῆς Πατρικῆς ἀγαθότητος φανερὸν καταστήσας, καὶ τὸ τέλος ἐν αὐτῷ δείξας, δι᾽ ὃ τὴν πρὸς τὸ εἶναι σαφῶς ἀρχὴν ἔλαβον τὰ πεποιημένα. Διὰ γὰρ τὸν Χριστόν, ἤγουν τὸ κατὰ Χριστὸν μυστήριον, πάντες οἱ αἰῶνες, καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν, ἐν Χριστῷ τὴν ἀρχὴν τοῦ εἶναι καὶ τὸ τέλος εἰλήφασιν. Ἕνωσις γὰρ προϋπενοήθη τῶν αἰώνων, ὅρου καὶ ἀοριστίας, καὶ μέτρου καὶ ἀμετρίας, καὶ πέρατος καὶ ἀπειρίας, καὶ κτίστου καὶ κτίσεως, καὶ στάσεως καὶ κινήσεως. Ἥτις ἐν Χριστῷ ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν χρόνων φανερωθέντι γέγονε». Πρέπει νὰ γίνῃ προσεκτικὴ διάκρισις μεταξὺ τῆς ἀϊδιότητος τοῦ Λόγου εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς «οἰκονομίας» τῆς Ἐνανθρωπήσεώς Του. Ἡ «πρόγνωσις» ἔχει ἀκριβῶς σχέσι μὲ τὴν Ἐνσάρκωσι: «προεγνώσθη οὖν ὁ Χριστός, οὐχ ὅπερ ἦν κατὰ φύσιν δὲ ἑαυτόν, ἀλλ᾽ ὅπερ ἐφάνη κατ᾽ οἰκονομίαν δι᾽ ἡμᾶς γενόμενος ὕστερον» (ΡG 90,621, 624). Ὁ «ἀπόλυτος προορισμὸς» τοῦ Χριστοῦ δηλώνεται μὲ μεγάλη σαφήνεια. Αὐτὴ ἡ πεποίθησις βρίσκεται σὲ μεγάλη συμφωνία μὲ τὴ γενικὴ πορεία τοῦ θεολογικοῦ συστήματος τοῦ ἁγ. Μαξίμου· καταπιάνεται, μάλιστα, μὲ τὸ πρόβλημα σὲ πολλὲς περιπτώσεις στὶς ἀπαντήσεις πρὸς Θαλάσσιον καὶ στὸ «Περὶ διαφόρων ἀποριῶν». Λόγου χάριν μὲ ἀφορμὴ τὸ χωρίο Ἐφεσίους α´ 9 γράφει ὁ ἅγ. Μάξιμος: «ἔδειξε καὶ ἡμᾶς ἐπὶ τούτου γεγενῆσθαι, καὶ ὑπὸ τῶν αἰώνων περὶ ἡμᾶς παντ᾽ ἀγαθοῦ Θεοῦ σκοπὸν» κτλ. (Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, ΡG 91, 1097). Ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν καταβολὴ ὁ ἄνθρωπος προγεύεται στὸν ἑαυτό του «θείου τοῦ σκοποῦ τὸ μέγα μυστήριον», τὴν ἔσχατη τελείωσι τῶν πάντων ἐν τῷ Θεῷ (Περὶ διαφόρων ἀποριῶν στ. 1305 ἑξ.). Ὅλη ἡ ἱστορία τῆς Θείας Προγνώσεως διαιρεῖται κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμο σὲ δύο μεγάλες περιόδους: ἡ πρώτη κορυφώνεται στὴν Ἐνσάρκωσι τοῦ Λόγου, εἶναι ἡ ἱστορία τῆς Θείας συγκαταβάσεως («ἐπὶ τῷ ἀνθρωπισθῆναι»). Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης ἀνυψώσεως στὴ δόξα τῆς Θεώσεως, μία προέκτασις, θὰ λέγαμε, τῆς Ἐνσαρκώσεως σ᾽ ὁλόκληρη τὴν Δημιουργία. «Διέλωμεν οὖν τῇ ἐπινοίᾳ τοὺς αἰῶνας, καὶ ἀφορίσωμεν, τοὺς μέν, τῷ μυστηρίῳ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τοὺς δὲ τῇ χάριτι τῆς ἀνθρωπίνης θεώσεως… καὶ συντόμως εἰπεῖν τῶν αἰώνων οἱ μὲν τῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους εἰσὶ καταβάσεως, οἱ δὲ τῆς ἀνθρώπων πρὸς Θεὸν ὑπάρχουσιν ἀναβάσεως. Ἢ μᾶλλον, ἐπειδὴ καὶ ἀρχή, καὶ μεσότης, καὶ τέλος πάντων ἐστὶ τῶν αἰώνων, τῶν δὲ παρελθόντων καὶ ὄντων, καὶ ἐσομένων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς (Πρὸς Θαλάσσιον περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς θείας γραφῆς 22, ΡG 90, 317· πρβλ. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, ΡG 91,1308 ἐξ.). Ἡ ἐσχάτη τελείωσις, στὰ μάτια τοῦ ἁγ. Μαξίμου, συνδέεται μὲ τὴν ἀρχικὴ δημιουργικὴ βουλὴ καὶ τὸν σκοπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὅλη του ἡ θεώρησις εἶναι αὐστηρὰ «Θεοκεντρική», ἀλλὰ καὶ «Χριστοκεντρικὴ» ταὐτόχρονα. Τοῦτο ὅμως μὲ κανένα τρόπο δὲν συσκοτίζει τὴ θλιβερὴ πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἔσχατη ἀθλιότητα τῆς ἁμαρτωλῆς ὑπάρξεως. Τὴ μεγάλη ἔμφασι τοποθετεῖ ὁ ἅγ. Μάξιμος ἐπὶ τῆς μεταστροφῆς καὶ τῆς καθάρσεως τῆς ἀνθρωπίνης βουλήσεως, στὸν πόλεμο κατὰ τῶν παθῶν καὶ τοῦ κακοῦ. Ἀλλὰ βλέπει αὐτὴ τὴν τραγωδία τῆς Πτώσεως καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ κτίσματος μέσα στὴν εὐρύτερη προοπτική του ἀρχικοῦ σχεδίου τῆς Δημιουργίας.