Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ - ΑΓ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ

 


Η Χάρις του Θεού
Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου, 1866-1938
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ
...Ο Κύριος είπε: «Μάθετε απ' εμού την πραότητα και την ταπείνωσιν και ευρήσετε ανάπαυσιν εις τας ψυχάς υμών». Τούτο λέγει ο Κύριος περί του Αγίου Πνεύματος. Μόνον εν Αγίω Πνεύματι ευρίσκει η ψυχή την τελείαν ανάπαυσιν.
Μακάριοι ημείς, οι ορθόδοξοι χριστιανοί, διότι πολύ αγαπά ημάς ο Κύριος και δίδει εις ημάς την χάριν του Αγίου Πνεύματος, και εν Πνεύματι Αγίω βλέπομεν την δόξαν Αυτού. Διά να φυλάττωμεν όμως την χάριν, οφείλομεν να αγαπώμεν τους εχθρούς και εις όλας τας θλίψεις να ευχαριστώμεν τον Θεόν.
Ο Κύριος εκάλεσε μίαν αμαρτωλήν ψυχήν εις μετάνοιαν, και επέστρεψεν η ψυχή προς τον Κύριον, και Αυτός, ως Ελεήμων, προσεδέξατο αυτήν και εφανέρωσεν Εαυτόν εις αυτήν. Ο Κύριος είναι εύσπλαγχνος, ταπεινός και πράος. Κατά το πλήθος της αγαθότητός Του δεν εμνήσθη των αμαρτιών της ψυχής, και αυτή ηγάπησεν Αυτόν έως τέλους, και ποθεί Αυτόν, ως το πτηνόν εις το στενόν κλωβίον, το πράσινον δάσος.
Ο άνθρωπος πριν δεχθή την χάριν ζη και νομίζει ότι όλα εις την ψυχήν του είναι καλά. Όταν όμως επισκεφθή αυτόν η χάρις και μείνη εις αυτόν, τότε βλέπει εαυτόν εντελώς διάφορον, και όταν μετά στερηθή πάλιν της χάριτος, τότε μόνον γνωρίζει εις ποίαν αθλίαν κατάστασιν ευρίσκεται.
Όστις δεν γνωρίζει την χάριν, δεν επιζητεί αυτήν. Ο κόσμος εκολλήθη εις την γην και πολλοί δεν γνωρίζουν, ότι ουδέν γήινον δύναται να συγκριθή προς την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος.
Η μήτηρ, αποθνήσκουσα αφήνει ορφανά τα τέκνα της, ενώ ο Κύριος δεν άφησεν ημάς ορφανούς, αλλ' έδωκεν εις ημάς Παράκλητον το Πνεύμα το Άγιον (Ιωάν. ιδ' 16-18) και Αυτό εμπνέει εις ημάς να αγαπώμεν τον Θεόν και να ποθούμεν Αυτόν απαύστως.
Όταν ελαττούται η χάρις εις την ψυχήν, τότε πάλιν αρχίζει αυτή να εκζητή το έλεος του Κυρίου. Ταράττεται η ψυχή από την τυραννίαν των κακών λογισμών και επικαλείται την προστασίαν του Θεού, του Πλαστού της, και ικετεύει να δώση εις αυτήν πνεύμα ταπεινώσεως διά να μη εγκαταλείψη αυτήν η χάρις της αδιαλείπτου α­γάπης του Ουρανίου Πατρός.
Ο άνθρωπος αφ' εαυτού είναι ανίκανος να φυλάττη τας εντολάς του Θεού, και διά τούτο ελέχθη: «Αιτείτε, και δοθήσεται». Και εάν δεν παρακαλούμεν, τότε οι ίδιοι βασανίζομεν εαυτούς και στερούμεθα της χάριτος του Αγ. Πνεύματος. Η δε ψυχή χωρίς την χάριν θορυβείται διά πολλά, επειδή δεν εννοεί το θέλημα του Θεού.
Διά να έχη την χάριν ο άνθρωπος, οφείλει να είναι εγκρατής εν παντί: εις τας κινήσεις, εις την ομιλίαν, εις την δράσιν, εις τους λογισμούς, εις την τροφήν. Προς πάσαν εγκράτειαν βοηθεί η μελέτη του λόγου του Θεού, ως εγράφη: «ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος, αλλ' επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού».
Ο Κύριος αγαπά ημάς περισσότερον παρά η μήτηρ τα τέκνα της και δίδει δωρεάν εις ημάς την χάριν του Αγίου Πνεύματος, αλλά ημείς οφείλομεν να την φυλάττωμεν επιμελώς, διότι δεν υπάρχει μεγαλυτέρα συμφορά από την απώλειάν της. Όταν η χάρις εγκαταλείπη την ψυχήν, τότε, εις εκείνας τας θλιβεράς στιγμάς, η ψυχή αισθάνεται ως να έπεσεν από τον ουρανόν εις την γην και βλέπει όλα τα δεινά της γης. Δεν υπάρχουν πλέον στιγμαί διά να χαρή η ψυχή, μέχρις ότου ο Κύριος δώση πάλιν εις αυτήν την χάριν Του. Η ψυχή επιποθεί τον Δεσπότην και κλαίει ως ο Αδάμ μετά την έξωσιν αυτού από του παραδείσου. Ουδείς τότε δύναται να παρηγορή­ση αυτήν πλην του Θεού. Τα δάκρυα του Αδάμ ήσαν άφθονα, έρρεον ποταμηδόν, και έβρεχον το πρόσωπον, το στήθος και την γην. Οι στεναγμοί αυτού ήσαν βαθείς και δυνατοί ως φυσερόν σιδηρουργού, και εβόα: «Κύριε, Κύριε, παράλαβέ με πάλιν εις τον παράδεισον».
Η μήτηρ κλαίει πικρώς διά τον αγαπημένον υιόν της, όταν επί πολύ δεν βλέπη αυτόν. Η αγάπη όμως του Θεού είναι ασυγκρίτως μεγαλυτέρα και θαυμαστή, και όταν επισκεφθή την ψυχήν, τότε από την άμετρον χαράν προσεύχεται με δάκρυα αγάπης δι' όλον τον κόσμον, όπως όλοι οι άνθρωποι γνωρίσουν τον Ουράνιον Πατέρα, και ανάπαυσιν δεν έχει, ούτε καν θέλει αυτήν, έως ότου οι πάντες γευθούν της χάριτος της αγάπης Αυτού...
Προσέχετε την χάριν του Θεού. Μετ' αυτής η ζωή είναι εύκολος. Το παν γίνεται καλώς και κατά Θεόν, το παν είναι αγαπητόν και ευχάριστον, η ψυχή αναπαύεται εις τον Θεόν, ωσάν να περιπατή εις ένα ωραίον κήπον, εις τον οποίον ζη ο Κύριος και η Παναγία Θεοτόκος.
Μακάριοι είναι εκείνοι, όσοι ημέρας και νυκτός μεριμνούν πώς να ευαρεστήσουν εις τον Κύριον. Αυτοί εκ πείρας και αισθητώς γνωρίζουν την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Η χάρις δεν έρχεται κατά τρόπον ώστε η ψυχή να αγνοή την έλευσίν της, και οπότε εγκαταλείπη αυτήν η χάρις, τότε η ψυχή, ήτις αγαπά τον Θεόν, αναζητεί τον Κύριον μετά μεγαλυτέρας θλίψεως και εντάσεως, ούτως, ώστε αδυνατεί καν να ενθυμηθή τα συγγενή και προσφιλή πρόσωπα.
Δόξα εις τον Κύριον, ότι διδάσκει ημάς να αισθανώμεθα την έλευσιν της χάριτος και να γνωρίζωμεν την άρσιν αυτής, τουτέστιν πώς αποκτάται και πώς αφαιρείται.
Όστις φυλάττει όλας τας εντολάς, η καρδία αυτού θα αισθάνηται πάντοτε την χάριν έστω και ολίγον. Αφαιρείται όμως η χάρις ένεκα της κενοδοξίας, ένεκα και ενός ακόμη υπερηφάνου λογισμού. Δύναταί τις να νηστεύη πολύ, να προσεύχηται πολύ, να κάμνη πολλά καλά, εάν όμως υπερηφανεύηται δι' αυτά, τότε θα ομοιωθή προς κύμβαλον, το οποίον αλαλάζει, έσωθεν δε είναι κενόν. Η κενοδοξία ερημοί την ψυχήν από της χάριτος, και χρειάζεται πολλή πείρα και μακρός αγών διά να νικήσης το πάθος αυτό.
Ο πόλεμος ημών είναι πολύπονος, είναι μεγάλη και αδιάλειπτος επιστήμη. Απαιτείται και σοφία, αλλά και απλότης. Εάν η ψυχή αγαπήση την ταπείνωσιν, τότε όλα τα δίκτυα των εχθρών διαλύονται και όλα τα οχυρά των κρημνίζονται. Ο πόλεμος είναι μεν πεισματώδης, αλλά μόνον διά τους υπερηφάνους. Διά δε τους ταπεινούς είναι εύκολος, διότι αυτοί έχουν αγαπήσει τον Κύριον, και Αυτός δίδει εις αυτούς το ισχυρόν όπλον Του, την χάριν του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν φοβούνται οι εχθροί, διότι τους κατακαίει.
Ιδού η πλέον σύντομος και εύκολος οδός προς την σωτηρίαν: Έσο υπήκοος, εγκρατής, μη κατακρίνης και φύλαττε τον νουν και την καρδίαν σου από τους κακούς λογισμούς. Σκέπτου, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί και ότι τους αγαπά ο Κύριος. Ένεκα αυτών των ταπεινών σκέψεων η χάρις του Αγίου Πνεύματος θα ενοικήση εν τη καρδία σου, και συ θα λέγης «Ελεήμων ο Κύριος!». Εάν όμως κατακρίνης, είσαι μεμψίμοιρος, αγαπάς να κάμνης το θέλημά σου, τότε έστω και αν προσεύχησαι πολύ, η ψυχή σου θα πτωχεύη και θα λέγης: «Με εγκατέλειψεν ο Κύριος». Όμως δεν είναι ο Κύριος, ό­στις σε εγκατάλειψειν, αλλά συ εξέκλινας εκ της οδού της ταπεινώσεως, και δι' αυτό η χάρις του Θεού δεν μέ­νει εις την ψυχήν σου. Η Παναγία υπήρξεν ταπεινή περισσότερον «παρά πάντας τους ανθρώπους τους όντας επί της γης» και διά τούτο δοξάζεται εις τον ουρανόν και επί της γης. Και κάθε άνθρωπος όστις ταπεινούται, θα δοξασθή υπό του Θεού και θα βλέπη την δόξαν του Κυρίου.
Ψυχή, ήτις εγνώρισε τον Κύριον διά Πνεύματος Αγίου, εκτείνεται ορμητικώς προς Αυτόν. Η μνήμη Του με δύναμιν αρπάζει τον νουν, ώστε λησμονεί τον κόσμον. Και όταν πάλιν μνησθή του κόσμου, τότε διαπύρως ποθεί διά πάντας την ιδίαν χάριν, και προσεύχεται δι' όλον τον κόσμον, ίνα οι πάντες μετανοήσωσι και γνωρίσωσιν, οπόσον ελεήμων είναι ο Θεός.
Μακάριος εκείνος ο οποίος δεν απώλεσε την χάριν του Θεού, αλλά αναβαίνει εκ δυνάμεως εις δύναμιν. Άνευ της χάριτος του Θεού όμοιοι είμεθα προς κτήνη, αλλά κατά την χάριν ο άνθρωπος μέγας είναι παρά Θεώ.
Οι άνθρωποι εκτιμούν καθ' υπερβολήν γηίνας επιστήμας ή γνωριμίας μετ' επιγείου βασιλέως και χαίρουν όταν συνδιάγουν μετ' αυτού, αλλ' αληθώς μέγα είναι μόνον να γνωρίζωμεν τον Κύριον εν Αγίω Πνεύματι και το θέλημα Αυτού. Χωρίς δε Πνεύματος Αγίου η ψυχή παραμένει ως νενεκρωμένη, έστω και αν έμαθεν όλον τον κόσμον.
Εάν οι άνθρωποι εγνώριζον τί είναι η πνευματική επιστήμη, θα εγκατέλειπον τας γηίνας επιστήμας και τέχνας και θα εζήτουν μόνον τον Κύριον. Το θείον κάλλος Του αιχμαλωτίζει την ψυχήν και αυτή επιποθεί αιωνίως να μένη μετ' Αυτού και ουδέν άλλον επιζητεί, και όλα τα βασίλεια της γης θεωρεί ως τα νέφη τα πλανώμενα εις τον ουρανόν.
* * *
Τα επίγεια μανθάνονται διά της επιγείου διανοίας, ενώ ο Θεός και όλα τα επουράνια γνωρίζονται μόνον διά του Αγίου Πνεύματος, και παραμένουν απρόσιτα εις τον μη αναγεννημένον νουν.
* * *
Εις πολλούς ο Κύριος δεν δίδει να γνωρίσουν Αυτόν ένεκα της υπερηφάνειας του νοός των, και όμως αυτοί σκέπτονται, ότι δήθεν γνωρίζουν πολλά. Και τί αξίζει η γνώσις αυτών, εάν δεν γνωρίζουν τον Κύριον, δεν γνωρίζουν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, δεν γνωρίζουν πώς έρχεται και διατί αίρεται;
Αλλ' ας ταπεινώσωμεν εαυτούς, αδελφοί, και ο Κύριος θα δείξη εις ημάς τα πάντα, όπως ο στοργικός πατήρ δεικνύει τα πάντα εις τα τέκνα του.
Παρατήρει με τον νουν σου, τί γίνεται εις την ψυ­χήν. Εάν υπάρχη ολίγη χάρις, τότε η ψυχή ειρηνεύει και αισθάνεται αγάπην προς όλους. Εάν η χάρις είναι περισσοτέρα, τότε εις την ψυχήν έρχεται χαρά και φως μέγα, και εάν είναι ακόμη μεγαλυτέρα, τότε και το σώμα αισθάνεται την χάριν του Αγίου Πνεύματος.
Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα δυστυχία από την απώλειαν της χάριτος.,.
Σπάνιαι είναι αι ψυχαί, αι οποίαι γνωρίζουν Σε, και ολίγοι είναι εκείνοι, μετά των οποίων δύναταί τις να ομιλή περί Σου. οι περισσότεροι σώζονται διά της πίστεως. Αλλ' ως Συ ο Ίδιος είπας εις τον Απόστολον Θωμάν: «Συ είδας Με και εψηλάφησάς Με, αλλά μακάριοι και εκείνοι, οίτινες δεν είδαν και πιστεύουν». Ούτω δεν αισθάνονται όλοι το Πνεύμα το Άγιον, αλλ' όσοι φοβούνται τον Θεόν και φυλάττουν τας εντολάς Αυτού, όλοι εκείνοι θα σωθούν, διότι απείρως αγαπά ημάς ο Κύριος, και εγώ δεν θα ηδυνάμην να γνωρίζω την αγάπην αυτήν, εάν δεν εδίδασκέ με το Άγιον Πνεύμα, το Οποίον διδάσκει παν αγαθόν...
Τινές ερρίζουν περί της πίστεως και τέλος δεν υπάρχει εις αυτάς τας φιλονεικίας, ενώ, αντί να φιλονικώμεν, πρέπει να προσευχώμεθα μόνον εις τον Θεόν και εις την Παναγίαν, και ο Κύριος χωρίς έριδας θα δώση τον φωτισμόν και μάλιστα ταχέως θα δώση αυτόν.
Πολλοί εμελέτησαν όλας τας θρησκείας, αλλά την αληθινήν πίστιν καθώς πρέπει δεν εγνώρισαν. Όστις όμως προσεύχεται εν ταπεινώσει εις τον Θεόν, διά να φω­τίση αυτόν, εις εκείνον ο Κύριος θα δώση να γνωρίση, οπόσον αγαπά τον άνθρωπον...
Όστις εγνώρισε την αγάπην του Θεού, ούτος αγαπά όλον τον κόσμον και ουδέποτε μεμψιμοιρεί, διότι η πρόσκαιρος θλίψις διά τον Θεόν εργάζεται αιωνίαν χαράν.
Ψυχή ανυπότακτος, η οποία δεν παρεδόθη εις το θέλημα του Θεού, αποβαίνει ανεπίδεκτος θείας γνώσεως. από της μιας σκέψεως μεταφέρεται ολοέν εις την άλλην, και ούτω ποτέ δεν προσεύχεται μετά καθαρού νου και δεν δοξάζει πρεπόντως τα μεγαλεία του Θεού...
Συ ελυπήθης την πτωχείαν μου και έδειξας εις εμέ το Πρόσωπόν Σου, και νυν η ψυχή μου έλκεται προς Σε, Κύριε, και εις ουδέν ευρίσκει ανάπαυσιν, αλλ' ημέρας και νυκτός κλαίω, ως το παιδίον, το οποίον απώλεσε την μητέρα του.
Αλλά και το παιδίον θα λησμονήση την μητέρα του, και η μήτηρ το παιδίον της, όταν Σε ίδουν. Η ψυχή, βλέπουσά Σε, λησμονεί όλον τον κόσμον. Ούτως έλκεται η ψυχή μου προς Σε, και εκλείπει εις Σε, και δεν ορέγεται να βλέπη το κάλλος του κόσμου τούτου.
Όταν η ψυχή εν Πνεύματι Αγίω γνωρίση την Πανα­γίαν Μητέρα του Θεού, όταν εν Πνεύματι Αγίω γίνη συγγενής προς τους αποστόλους, τους προφήτας, τους ιεράρχας, τους οσίους και προς όλους τους αγίους και δικαίους, τότε έλκεται ακρατήτως εις εκείνον τον κό­σμον, και δεν δύναται να σταθή, αλλά νοσταλγεί, καταπονείται και κλαίει μη δυναμένη να αποσπασθή από της προσευχής. και αν και το εξησθενημένον το σώμα έχη ανάγκην να ανακλιθή, αλλά και επί της κλίνης η ψυχή ορμητικώς ανατείνεται προς τον Κύριον και την Βασιλείαν των Αγίων...
Όστις επί της γης διαμένει εν τη αγάπη του Θεού διά του Αγίου Πνεύματος, ούτος και μετά θάνατον θα είναι μετά του Κυρίου, διότι ακατάλυτος είναι η αγάπη...
* * *
«...Κύριε, δος μοι Σε μόνον να αγαπώ»
Συ με έκτισας. Συ με εφώτισας διά του αγίου βαπτίσματος. Συ συγχωρείς τα αμαρτήματά μου και χαρίζεις εις εμέ να κοινωνώ το τίμιον Σώμα Σου και Αίμα. Δος μοι την δύναμιν να μένω πάντοτε εν Σοι.
Κύριε, δος μοι αδαμιαίαν μετάνοιαν και την αγίαν Σου ταπείνωσιν. Η ψυχή μου πλήττει επί της γης και ποθεί τα ουράνια.
Ο Κύριος ήλθεν εις την γην, διά να προσλάβη ημάς εκεί, όπου μένει Αυτός, η Πανάχραντος Αυτού Μήτηρ, η Οποία υπηρέτησεν Αυτόν επί της γης χάριν της σωτηρίας ημών, και οι μαθηταί και ακόλουθοι του Κυρίου.
Εκεί καλεί ημάς ο Κύριος, παρ' όλας τας αμαρτίας ημών. Εκεί θα ίδωμεν τους αγίους Αποστόλους, οι οποίοι δοξάζονται ως κήρυκες του Ευαγγελίου. Εκεί θα ί­δωμεν τους αγίους προφήτας και ιεράρχας, τους διδασκάλους της Εκκλησίας. Εκεί θα ίδωμεν τους οσίους, οι οποίοι ηγωνίσθησαν να ταπεινώσουν διά της νηστείας την ψυχήν των. Εκεί δοξάζονται οι διά Χριστόν σαλοί, διά το ό,τι ενίκησαν τον κόσμον.
Εκεί θα δοξάζωνται όλοι, όσοι ενίκησαν εαυτούς, όσοι προσηύχοντο δι' όλον τον κόσμον και έφερον επ' αυτών την θλίψιν όλου του κόσμου, διότι είχον την αγά­πην του Χριστού, η δε αγάπη δεν υποφέρει να απολεσθή έστω και μία ψυχή.
Εκεί θέλει να σκηνώση η ψυχή μου. μηδέν όμως το ακάθαρτον θα εισέλθη εκεί, όπου εισέρχονται διά μεγάλων θλίψεων, διά πολλών δακρύων, με συντετριμμένον πνεύμα. Μόνον τα παιδία, τα οποία εφύλαξαν την χάριν του αγίου βαπτίσματος, διαβαίνουν εκεί άνευ θλίψεων, και εν Πνεύματι Αγίω γνωρίζουν τον Κύριον.
Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Θεόν και προσεύχεται ημέρας και νυκτός, διότι το όνομα του Κυρίου είναι γλυκύ και περιπόθητον διά την προσευχομένην ψυχήν και έλκει αυτήν εις την αγάπην του Θεού.
Έζησα πολύν καιρόν επί της γης και πολλά ήκουσα και είδα. Ήκουσα πολλήν μουσικήν, ήτις εγλύκαινε την ψυχήν μου, και εφρόνουν ότι, αν αυτή η μουσική είναι τόσον γλυκεία, τότε πόσω μάλλον τέρπει την ψυχήν η ουράνιος μελωδία, εκεί όπου εν Πνεύματι Αγίω δοξά­ζουν τον Κύριον διά τα πάθη Του.
Η ψυχή ζη πολύ επί της γης και αγαπά τα γήινα κάλλη. Αγαπά τον ουρανόν και τον ήλιον, αγαπά τους ωραίους κήπους, την θάλασσαν και τους ποταμούς, τα δάση και τους λειμώνας. αγαπά η ψυχή και την μουσικήν, και όλα αυτά τα επίγεια γλυκαίνουν αυτήν. Αλλ' όταν αύτη γνωρίση τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τότε δεν θέλει πλέον να βλέπη τα επίγεια.
Είδα επιγείους βασιλείς εν δόξη και πολύ εξετίμων αυτό. Αλλ' όταν η ψυχή γνωρίση τον Κύριον, τότε δι' ο­λίγον θα λογίζηται όλην την δόξαν των βασιλέων. Η ψυχή τότε διψά συνεχώς τον Κύριον και απλήστως ημέραν και νύκτα επιποθεί τον Αόρατον να ίδη, τον Αψηλάφητον να ψηλαφίση.
Το Άγιον Πνεύμα, εάν η ψυχή σου γνωρίζη Αυτό, θα δώση εις σε να καταλάβης εκ πείρας πως Αυτό αποκαλύπτει εις την ψυχήν τον Κύριον, και πόσον γλυκεία είναι η πείρα αύτη.
Ω Ελεήμων Κύριε, φώτισον τους λαούς Σου ίνα Σε γνωρίσουν, ίνα γνωρίσουν το μεγαλείον της αγάπης Σου.
Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου. Έπλασεν από της γης τον άνθρωπον και εις τον πήλινον έδωκεν να γνωρί­ση Αυτόν εν Πνεύματι Αγίω, ώστε να λέγη ο άνθρωπος «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» και να λέγη τούτο εκ πληρώματος πίστεως και αγάπης.
Τί μεγαλύτερον δύναται να ζητή η ψυχή επί της γης;
Μέγα θαύμα! Η ψυχή αίφνης αναγνωρίζει τον Δημιουργόν της και την αγάπην Αυτού.
Όταν η ψυχή ίδη τον Κύριον, πόσον είναι πράος και ταπεινός, τότε και εκείνη ταπεινούται έως τέλους, και ύστερον ουδέν ποθεί τόσον, όσον την ταπείνωσιν του Χριστού. Και όσον και αν έζη η ψυχή επί της γης, πάντοτε θα επόθη και θα εζήτη αυτήν την ακατάληπτον ταπείνωσιν του Χριστού, την οποίαν είναι αδύνατον να λησμονήση.
Κύριε, πόσον πολύ αγαπάς τον άνθρωπον!...
(Από το βιβλίον «Ο ΓΕΡΩΝ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ» Θεσ/νίκη 1974).
«Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)»
Τεύχος 10. ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2004. Θεσ/νίκη
Έκδοσις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ 

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Η Εις Άδου Κάθοδος του Κυρίου




Η Εις Άδου Κάθοδος του Κυρίου
Ο ΑΔΗΣ: Με την υποταγή του κόσμου στην εξουσία του Διαβόλου, αμέσως μετά την Πτώση των Πρωτοπλάστων, ο άνθρωπος αποκόπηκε από το Θεό και φυλακίσθηκε στον Άδη. Στον Άδη ο άνθρωπος “ζούσε” δυστυχισμένα επειδή ήταν αποκομμένος από το Θεό που είναι η πηγή της πραγματικής ζωής. Σ' αυτόν τον τραγικό χώρο της δυστυχίας και απελπισίας κατέβηκε ο Χριστός για να ελευθερώσει τους αιωνίους αιχμαλώτους, που βρίσκονταν εκεί χωρίς τη θέλησή τους. Ο Άδης δεν ταυτίζεται με την κόλαση. Οι θύρες του Άδη, όπου κατέβηκε ο Κύριος άνοιξαν για να μπορέσουν να διαφύγουν οι αιχμάλωτοί του, ενώ όταν ο κολασμένος κατεβαίνει στην κόλαση η πόρτα της κλείνει πίσω του και δε θα ανοίξει ποτέ.
Ο Άδης κι η κόλαση είναι το βασίλειο του θανάτου καί χωρίς το Χριστό, θα υπήρχε στον κόσμο μία μόνο κόλαση κι ένας μόνο θάνατος και αυτός πανίσχυρος. Όμως με το θάνατό Του ο Κύριος συνέτριψε τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν διάβολον (Εβρ. β´ 14). Έτσι οι άνθρωποι θα γνωρίσουν τον πρώτο θάνατο, αυτόν τον σωματικό, που δεν θα έχει συνέπειες στη σωτηρία τους, και μόνο ο άπιστος, κι αυτός εκουσίως, θα γνωρίσει και τον δεύτερο θάνατο, το χωρισμό του δηλαδή από το Θεό και το σκότος της κόλασης. Αντίθετα ο πιστός θα ζει αιωνίως, και εν σώματι μετά τη Δευτέρα Παρουσία, στο νέο παράδεισο της τρυφής, τη Βασιλεία των Ουρανών.

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΚΥΠΡΟΥ: Διαβάζουμε από το κέιμενο του Αγίου Επιφανίου για τη σημερινή μέρα: “Γιατί απέραντη σιωπή βασιλεύει σήμερα στη γη; Μεγάλη σιωπή, γιατί ο βασιλεύς κοιμάται. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, γιατί ο Θεός  με το σώμα (...) πέθανε και ο Άδης ετρόμαξε. Ο Θεός αυτούς που κοιμόνταν αιώνες, από τον Άδη ανέστησε (…). Σήμερα σώζεται όλος ο κόσμος, ορατός και αόρατος.
Σήμερα είναι διπλή η παρουσία του Δεσπότου Χριστού. Από τον ουρανό στη γη και από τη γη στα κατοχθόνια κατεβαίνει ο Χριστός. Οι πύλες του Άδου ανοίγονται. Χαρήτε όλοι εσείς που κοιμάσθε από τους πανάρχαιους αιώνες. Από επάνω φωνές που διέταζαν: Άρατε πύλας όχι ανοίξετε, αλλά ξερριζώστε τις από τα θεμέλια, βγάλτε τις τελείως από τον τόπο τους. ώστε να μην μπορούν πια να ξανακλείσουν. Άρατε πύλας, γιατί ήρθε ο Χριστός, η ουράνια θύρα. Ο Αδάμ ο πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος που βρισκόταν δεμένος γερά, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, και αμέσως ανεγνώρισε την φωνή Του, καθώς επερπατούσε μέσα στη φυλακή.
Εισέρχεται ο Κύριος, κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Ύστερα τον πιάνει από το χέρι, τον σηκώνει επάνω και του λέει: Σήκω συ που κοιμάσαι και ανάστα από τους νεκρούς! Εγώ ο Θεός, που για χάρι σου έγινα υιός σου, δίνω ελευθερία και λέω στους φυλακισμένους: εξέλθετε. Αδάμ, δεν σε έπλασα, για να μένεις φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών. ”
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ: η Κάθοδος του Χριστού στον Άδη κατέχει εξέχουσα θέση στην διδασκαλία της πίστεώς μας. Ο θρίαμβος του Θεανθρώπου κατά του Άδου και του θανάτου, άρχιζε ακριβώς από εκεί, όπου οι εχθροί του νόμισαν ότι Τον νίκησαν και Τον εξαφάνισαν. Τα όργανα του ανθρωποκτόνου Διαβόλου, ησφαλίσαντο τον τάφον του Ιησού, σφραγίσαντες τον τάφον μετά της κουστωδίας (Ματθ. κζ΄ 66). Όμως η νίκη που εκέρδισε ο Κύριος επί του σταυρού, επεκτεινόταν στον Άδη. Ο θάνατος γεννήθηκε από την αμαρτία. Οικεία τροφή και κατάλληλος θανάτου της αμαρτίας η φύσις. Εντεύθεν ετέχθη, εντεύθεν ριζώθη, εντεύθεν και τρέφεται. (Ιωάννης Χρυσ.) Εάν βρισκόταν κάποιος τελείως αναμάρτητος, ο θάνατος δεν θα μπορούσε να τον κρατήσει δέσμιο. Και τέτοιος ακριβώς, υπήρξε κατά την ανθρώπινη φύση του, ο Κύριος, ο οποίος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού. (Α΄ Πέτ. β΄ 22). Έτσι, ο Άδης, όχι μόνο δεν μπόρεσε να τον κρατήσει, αλλά το βασίλειό του κατελήθη. Στο πρόσωπο του Χριστού, δικαιώθηκε και λυτρώθηκε, ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτό άλλωστε ο Σταυρός του Κυρίου έγινε τρόπαιον της κατά της θανάτου τυρρανίδος (Ιω. Χρυσόστομος). Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, τονίζει: Δια του θανάτου έστησεν, (σταμάτησε) της φθοράς την ενέργειαν, και τούτο εστιν η του θανάτου κατάλυσις, το ανενέργητον γενέσθαι την φθοράν. Η αφθαρσία του σώματος του Κυρίου στον τάφο, είχε προφητευθεί και από τον Δαυίδ: Ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις Άδην, ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν (Ψαλμ. ιστ΄ 10 ). Ο πρώτος κίνδυνος που αφορούσε την ψυχή του, ήταν η εγκατάλειψή του στον Άδη. Ο δεύτερος κίνδυνος αφορούσε την σάρκα του ήταν η φθορά και η αποσύνθεση στον τάφο.
Αυτοί οι κίνδυνοι έβρισκαν μέχρι τότε απόλυτη εφαρμογή σε όλους τους ανθρώπους. Αντίθετα, ο Κύριος θα υπερνικήσει και τους δύο. Η ανάσταση του Χριστού το βεβαιώνει περίτρανα. Διπλή λοιπόν η νίκη του Χριστού: Κατέλυσε το κράτος της φθοράς εισάγοντας τον άνθρωπο στην εποχή της αφθαρσίας, και κατέβηκε στον Άδη, μα εξήλθε νικητής καταλύοντας το βασίλειο του θανάτου, χαρίζοντας στον άνθρωπο την αθανασία. Ο απόστολος Πέτρος γράφει: Ότι και ο Χριστός, άπαξ περί αμαρτιών έπαθεν, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγει τω Θεώ, θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι. Εν ο και τοις εν φυλακή πνεύμασιν πορευθείς εκήρυξε. (Α΄ Πέτ. γ΄ 18-20). Δηλώνει με σαφήνεια την εις Άδου κάθοδον του Κυρίου, αναφέροντας το κήρυγμα προς τις ψυχές των προαποθανόντων, όπως ακριβώς εκήρυξε νωρίτερα στον κόσμο των ζώντων. Για την ίδια σωτηριώδη αλήθεια, διαβάζουμε: αναβάς εις ύψος, ηχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν. Έδωκε δώματα τοις ανθρώποις. Το δε ανέβη τι εστίν, ει μη ότι και κατέβη εις τα κατώτερα μέρη της γης; (Εφεσ. δ΄8,9) για να προσθέσει ο Απ. Παύλος: Εις τούτο γαρ Χριστός απέθεναν και έζησεν, ίνα και νεκρών και ζώντων κυριεύσει (Ρωμ. ιδ΄ 9). Διαβάζουμε στην Αποκάλυψη τα λόγια του Κυρίου: Μη φοβού. Εγώ ειμι ο Πρώτος και ο Έσχατος και ο Ζων. Και εγενόμην νεκρός, και ιδού, ζων ειμί εις τους αιώνας των αιώνων. Και έχω τας κλεις του θανάτου και του Άδου (Αποκ. α΄ 17,18).
Τα κλειδιά του θανάτου και του Άδου τα απέκτησε ως άνθρωπος, όταν κατέβηκε στα δώματά του, και τον κατέλυσε, παίρνοντας και τα κλειδιά του, όπως ένας ισχυρός βασιλιάς κυριεύει πλήρως μια πόλη. Τη νίκη Του κατά του Άδη προφήτεψε ο ίδιος ο Κύριος και την παρέβαλλε με την τριήμερη παραμονή του προφήτου Ιωνά, στην κοιλιά του κήτους: Ώσπερ γαρ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους, τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται ο Υιός του Ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας (Ματθ. ιβ΄ 40). Όταν λοιπόν ο Χριστός εμφανίσθηκε στον Άδη, ζωοποίησε τους νεκρούς που πίστεψαν στο κήρυγμά του και περισσότερο, αυτούς που τον ανέμεναν, όπως οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος τονίζει: οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, όντες πνευματικοί μαθητές του Χριστού, τον προσδοκούσαν σαν διδάσκαλο. Και γι’ αυτό, αυτόν τον οποίο δικαίως ανέμεναν, όταν παρουσιάσθηκε, τους ήγειρε εκ νεκρών.1”. Κατά την Καινή Διαθήκη έπρεπε ο Κύριος να πάθει και να πεθάνει: Επεί(δη) ουν τα παιδία (οι άνθρωποι) κεκοινώνηκε σαρκώς και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχεν των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήσει τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστιν τον διάβολο, και απαλλάξει τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας.” (Εβρ. β΄ 14,15). Το κήρυγμα του Χριστού στους ζώντες, διαίρεσε τους ανθρώπους, και άλλοι τον δέχθηκαν, και μετεφέρθησαν με την πίστη, στη βασιλεία του Υιού του Θεού, και άλλοι πάλι τον απέρριψαν και διάλεξαν το σκότος, διότι ήταν πονηρά τα έργα τους (Ιωάν. γ΄ 19). Έτσι και στον Άδη, η παρουσία του Κυρίου με ασώματη ψυχή, και το κήρυγμά του προς τις ασώματες ψυχές, επέφερε διαίρεση, και κατάλυση του Άδου ενώ έσωσε τους πιστεύσαντες εκεί, από την εξουσία του σκότους, και μετέστησεν εις την βασιλεία του (Κολοσ. α΄ 13). Στον διάλογο του Ιουστίνου Μάρτυρος, που θέλει να αποδείξει σε έναν Εβραίο τη θεότητα του Χριστού διαβάζουμε : Από των λόγων του Ιερεμίου ταύτα περιέκοψαν: Εμνήσθη δε Κύριος ο Θεός από Ισραήλ των νεκρών αυτού, των κεκοιμημένων εις γην χώματος, και κατέβη προς αυτούς, ευηγγελίσασθαι αυτούς, το σωτήριον αυτού2. Ένας άλλος Πατέρας των πρώτων μ.Χ. αιώνων, ο Ειρηναίος Λουγδούνου γράφει ερμηνεύοντας τον Προφήτη Ιερεμία: Ο Χριστός, έμεινε τρεις ημέρες εκεί όπου ήσαν οι νεκροί, όπως λέει γι’ αυτόν ο προφήτης, Εμνήσθη Κύριος Άγιος, των νεκρών αυτού, των προκεκοιμημένων εις γην χώματος, και κατέβη προς αυτούς, ρύσασθαι αυτούς, και σώσαι αυτούς. Μ' αυτά αντιλαμβανόμαστε πως είναι ξεκάθαρη και αγιογραφικά τεκμηριωμένη η κοινή πίστη των πρώτων Χριστιανών στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη, και η λύτρωση των μέχρι τότε δεσμίων νεκρών, όσων επίστευσαν στον Χριστό ως Σωτήρα. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας γράφει: “Νομίζω πως ο Σωτήρας ενεργεί, επειδή ακριβώς έργο του είναι να σώζει. Αυτό ακριβώς έκανε. (...) Για κανέναν άλλο λόγο δεν κατέβηκε στον Άδη, παρά να κηρύξει και εκεί3. Εύκολα μπορούμε, όμως, να αναρωτηθούμε: “Πού πήγαν οι εν Άδη πιστεύσαντες;” Κατά τους Αγίους Πατέρες αυτό που συνέβη στους αποθανόντας δικαίους δεν είναι η τελική ανάσταση, δηλαδή η ανάσταση των σωμάτων, αλλά η πρώτη ανάσταση, που αφορά την ψυχή του ανθρώπου, που όταν ενωθεί με τη ζωή του Χριστού, λυτρώνεται από τον θάνατο της αμαρτίας, και ανίσταται πνευματικά. Όλοι αυτοί οι εν Άδη, που απεδέχθησαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου πιστεύοντας στον Χριστό, συναριθμήθηκαν και συνενώθηκαν στο οικοδόμημα του Χριστού, στη θριαμβεύουσα Εκκλησία.
Η ΕΟΡΤΗ: Την Κάθοδο του Κυρίου στόν Άδη εορτάζει πανηγυρίζοντας η Εκκλησία κατά τό Μέγα Σάββατο. Η Κάθοδος του Χριστού στόν Άδη εἶναι ένα άρθρο πίστης, και ένα βέβαιο δεδομένο. Έπρεπε να γίνει αυτή η φοβερή κάθοδος για να μπορέσει ο Χριστός να πληρώση τά πάντα και να βασιλεύσει ως Κύριος στό Σύμπαν (Εφεσ. δ´ 6). Η Εκκλησία ομολογεί, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος στον ουρανό μετά την ανάβασή του εκ νεκρών. Συνέπεια της ταφής του Κυρίου για τον άνθρωπο είναι η αφθαρσία και η καινοποίησι της φύσης του. Όπως η αμαρτία έφερε τη φθορά, σαν νέκρωση και χωρισμό από το Θεό, έτσι η ανακαίνιση και η αφθαρσία υπήρξαν ο καρπός, μέσω της Καθόδου του Κυρίου στον Άδη, της θείας ενανθρώπησης. Τα λόγια που ο Κύριος είπε στον αποθανόντα Αδάμ, κατά τον Επιφάνιο Κύπρου, ηχούν και σε μας “τους περιλειπόμενους” την Άγια αυτή μέρα:
“Για σένα ο Κύριος έλαβε τη δική σου μορφή του δούλου. Κύτταξε στο πρόσωπο μου τα φτυσίματα, που καταδέχθηκα προς χάριν σου, για να σε αποκαταστήσω στην παλαιά δόξα, που σου είχα δώσει με το εμφύσημά μου. Κύτταξε στα μάγουλά μου τα ραπίσματα που καταδέχθηκα, για να επανορθώσω την διεστραμμένη μορφή σου και να την φέρω στην όψι που είχε σαν εικόνα μου. Κύτταξε στη ράχη μου τη μαστίγωσι που καταδέχθηκα, για να διασκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κύτταξε τα καρφωμένα χέρια μου, που τα άπλωσα καλώς επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να συχωρεθής συ που άπλωσες κακώς το χέρι σου στο απαγορευμένο δένδρο. Γι’ αυτό σηκωθείτε, ας φύγουμε από τον θάνατο στη ζωή. Από την φθορά στην αφθαρσία. Από το σκοτάδι στο αιώνιο φως. Από την οδύνη στην ελευθερία. Από τη φυλακή του Άδη στην άνω Ιερουσαλήμ.
Από τη σκλαβιά στην τρυφή του Παραδείσου. Από τη γη στον ουρανό. Γι’ αυτόν τον σκοπό ο Χριστός απέθανε και ανέστη, για να γίνη Κύριος και νεκρών και ζώντων. Ο ουράνιος Πατέρας περιμένει με λαχτάρα το χαμένο πρόβατο. Το μεγάλο εορταστικό δείπνο είναι στρωμένο.”
……………………………………………………………
1. Προς Μαγνησιείς, θ΄ 2
2 Διάλογος προς Τρύφωνα, κ. 72.
3. Στρωματείς.
………………………………………………………………..
Βιβλιογραφία:
-Αγίου Επιφανίου Κύπρου, Λόγος εις την θεόσωμον ταφήν και εις την εν τω άδη κατάβασιν του Κυρίου παραδόξως γενομένην.
-Μητρ. Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ, Η εις Άδου Κάθοδος,
http://www.imkby.gr/greek/sarakosti/passionweek
-Περιοδικό «ΣΥΝΑΞΗ» Τεύχος 3

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Οι θεολογικοί όροι της διατυπώσεως του Τριαδικού δόγματος


Ἱερέως Σωτηρίου Ὀ. Ἀθανασούλια
Τριαδικ δόγμα, εναι διδασκαλία τς κκλησίας μας τι Θεός, στν ποο πιστεύουμε, εναι μν νας, λλ ταυτοχρόνως «χει» (κριβέστερα, εναι) τρία πρόσωπα, δηλ. Πατήρ, Υἱὸς κα γιο Πνεμα. Πρόκειται γιά λήθεια συμβίβαστη μ τν τυπικ νθρώπινη λογική: νθρώπινος νος δν μπορε νά συλλάβει πς μι πραγματικότητα μπορε εναι νιαία κα τριαδικ ταυτόχρονως, δν μπορε νά ντιληφθε πς εναι δυνατ Θες ν εναι να κα τρία «πράγματα» μαζ. Παρ τατα πίστη στν γία Τριάδα, εναι πρώτη κα βασικ λήθεια, πο φείλει ν ποδέχεται κάθε Χριστιανός. ποδοχή της εναι παραίτητη προϋπόθεση γι ν νήκουμε στν κκλησία το Χριστο, γι’ ατ πίστη στν Τριαδικ Θε μπεριέχεται στ ερ Σύμβολο τς Πίστεως[1]. σαύτως, ποτελε διδασκαλία το δίου το ησο Χριστο, μαρτυρεται γενικότερα στν Καιν Διαθήκη, λλ’ ποτελε πίσης λήθεια γνωστ κόμη κα στος Δικαίους κα Προφτες τς Παλαις Διαθήκης. Κα στ μν Καιν Διαθήκη κφράζεται κα διατυπώνεται μ περισσότερη σαφήνεια κα μ διακριτ τρόπο, στ δ Παλαι διακρίνεται βέβαια, λλ μμεσα μόνο κα συγκεκαλυμμένα, λόγ τς ροπς τν νθρώπων τς ποχς κείνης πρς τν εδωλολατρία.
Τ Τριαδικό δόγμα διατυπώθηκε πίσημα π τν κκλησία τν δ΄ μ.Χ. α., μ φορμ τν μφάνιση μεγάλων αρέσεων (το Μοναρχιανισμο κα το ρειανισμο). διατύπωσή του κολούθησε μι μακρ διαδικασία, στήν ποία συνέβαλλαν καθοριστικ μεγάλοι Πατέρες τς κκλησίας, πως Μέγας θανάσιος κα ο Τρες Καππαδόκες (Βασίλειος Μέγας, Γρηγόριος Θεολόγος κα Γρηγόριος Νύσσης). διαδικασία ατ λοκληρώθηκε μ τ ργο τν δύο πρώτων Οκουμενικν Συνόδων τς κκλησίας, τς Α΄ Οκουμενικς στ Νίκαια τς Βυθινίας τ 325 μ.Χ. κα τς Β΄ Οκουμενικς στν Κων/ πολη τ 381 μ.Χ. Μπορομε ν διακρίνουμε δύο φάσεις στ διαδικασία διατυπώσεως το δόγματος: α) δι το Μεγάλου θανασίου κα το ρου «μοούσιος» κα β) δι τν τριν Καππαδοκν Πατέρων κα τς θεολογικς κφράσεως «τρες ποστάσεις». τελικ μορφ, τν ποία προσέλαβε τ Τριαδικ δόγμα, συνοψίζεται στς κφράσεις «μία οσία – τρες ποστάσεις» «μία φύσις – τρία πρόσωπα».
παραίτητη προϋπόθεση γι τν κατανόηση ατς τς διαδικασίας εναι κριβς (κατ τ δυνατ) προσδιορισμς τς ννοιας τν τεσσάρων ρων, πο χρησιμοποιήθηκαν ερέως κατ τ διάρκειά της, δηλ. τν ρων «οσία», «πόστασις», «φύσις» κα «πρόσωπον»[2]. Ο ροι ατο προέρχονται π τν λληνικ φιλοσοφία κα χρησιμοποιήθηκαν γι ν ντικαταστήσουν παλαιότερες κφράσεις, εκόνες κα παραδείγματα, μ τ ποα μέχρι τν ποχ κείνη κφραζόταν τ Τριαδικό δόγμα· κα κφραζόταν, βέβαια, μ τρόπο γενικ, σαφ, πολλές φορές μάλιστα κα νακριβ νεπιτυχ. Ο παραπάνω ροι, κατ τν μεταφορ τους π τν λληνικ φιλοσοφία στν χρο τς ρθοδόξου Θεολογίας, δν διατήρησαν ατούσιο τ περιεχόμενό τους, φο γι ν νταχθον στν κκλησιαστικ ρολογία κα ν καταστον θεολογικοί ροι, πέστησαν εδικ πεξεργασία κ μέρους τν μεγάλων Πατέρων τς κκλησίας, ο ποοι προσάρμοσαν τ περιεχόμενο τν ρων στ νέα χρήση προσέδωσαν σ’ ατος, ταν πρεπε, νέο περιεχόμενο.
στορία τν ρων «οσία», «πόστασις», «φύσις» κα «πρόσωπον» εναι, βέβαια, διαιτέρως νδιαφέρουσα γι τν κατανόηση τς διατυπώσεως το ρθοδόξου δόγματος, στ σημεο, μως, ατ θ δοθε μόνο γενικ εκόνα τς ννοιας μ τν ποία χρησιμοποιήθηκαν ο ροι στν τελικ διατύπωση το ρθοδόξου δόγματος, δηλ. τς ννοιας μ τν ποία χρησιμοποιονται μέχρι σήμερα στν ρθόδοξη θεολογία.
Ο ροι «οσία» κα «φύσις» χρησιμοποιήθηκαν πολ νωρς γι τν κφραση διατύπωση το Τριαδικο δόγματος. Στ πλαίσια τς ρθοδόξου θεολογίας, χρησιμοποιονται ς σχεδν ταυτόσημοι. ρος «οσία», παραγόμενος π τ ῥῆμα «εμί», δηλώνει κατ’ ρχν τ ν, τ πραγματικό, τ εναι, τ πάρχειν, τν παρξη νς πράγματος. Πλν μως, «οσία» δν εναι πλ κα τυχαία παρξη το ντος, λλ πραγματικ παρξη, τ «ντως ν», τ αθύπαρκτο, τ αθυπόστατο, ατ πού δν χει νάγκη κάποιου λλου ντος γι ν πάρχει, ατ πο παρξή του δν ξαρτται π κάτι λλο. Κατ συνέπειαν, εναι κάτι, τ ποο, ν πουσίαζε π τ ν, δν θ ταν τ ν ,τι εναι[3]. Μ ατ τν ννοια, «οσία» χρησιμοποιεται πρωτίστως κα κυρίως γι τν Θεό, χρησιμοποιεται μως κα γι τν κτιστ πραγματικότητα.
Τν δια σχεδν ννοια χει κα ρος «φύσις», ποος παράγεται π τ ῥῆμα «φύω» κα κφράζει περισσότερο τν δυναμικ ψη το διου πράγματος. Ο ροι «οσία κα «φύσις» δηλ. γενικς ταυτίζονται· χουν μόνο μι λεπτ διαφορά: τονίζουν νας τν στατικ κα λλος τν δυναμικ χαρακτρα τς διας πραγματικότητος. ρος «οσία» χει περισσότερο στατικ κα λιγότερο δυναμικό περιεχόμενο, κα ρος «φύσις» χει περισσότερο δυναμικ κα λιγότερο στατικό περιεχόμενο. «οσία» σημαίνει τ στατικ κα κίνητο, δέ «φύσις» εναι δυναμικ ψη τς «οσίας», κα σημαίνει κίνηση, νέργεια, φανέρωση. μν «οσία» δηλώνει «τν ν τ κινήσει στάσιν», δ «φύσις» τν «ν τ στάσει κίνησιν»[4].
«οσία» «φύσις» χρησιμοποιεται, πως εδαμε, τόσο περ το Θεο, σο κα περ τς κτιστς πραγματικότητος. κ πρώτης ψεως, πάρχουν δο φύσεις: θεία κα κτιστή. πειδή, μως, ασθητ πραγματικότητα μφανίζεται διεσπασμένη, κτς τς θείας «οσίας», πάρχουν χι μία λλ πολλς λλες «οσίες» «φύσεις». τσι, λλη εναι φύση το νθρώπου, λλη φύση το ππου, λλη φύση το χθύος, λλη φύση το λίθου κ.ο.κ.[5] «φύσις», σύμφωνα μ τ παραπάνω, πειδ κριβς περιλαμβάνει πολλ π μέρους τομα πρόσωπα, ταυτίζεται μ τ «εδος» κα ποτελε τ «καθ’ λου» τ «κοινν» τν π μέρους ντων, πού νήκουν σ’ ατή. Καθένα π’ ατ χει λα τ χαρακτηριστικ τς φύσεως οσίας. Ο διαφορς τν φύσεων ναγνωρίζονται π τς διαφορς τν γνωρισμάτων τν «προσόντων» τους. Κάθε φύση χει δικά της γνωρίσματα «προσόντα» (τ λεγόμενα «φυσικ» γνωρίσματα διώματα προσόντα), π τ ποα διαπιστώνεται τ εναι κα τ δν εναι φύση, καθώς κα σ τ διαφέρει τν λλων φύσεων.
Παρ τ γεγονς τι «φύσις» «οσία» σημαίνει τ ν κα τ πραγματικό, δια δν χει διαίτερη παρξη. «φύσις» «οσία» πάρχει μόνο «ψιλ θεωρί»[6] κα παρξή της συνάγεται π τν παρατήρηση τν π μέρους τόμων πο τν συνιστον. Ατ σημαίνει τι «φύσις» φίσταται μόνο μ τ μορφ συγκεκριμμένων «ποστάσεων» «προσώπων». Ο «ποστάσεις» τ «πρόσωπα» εναι τ πιμέρους στοιχεα, τ ποα παρτίζουν τ φύση. Ο ροι «πόστασις» κα «πρόσωπον», πο εναι ταυτόσημοι κατ τν ρθόδοξη θεολογία, δηλώνουν, πως κα ρος «φύσις», τ ν, τ πραγματικό, τ αθύπαρκτο. Σ σχέση μως μ τ «φύση» δηλώνουν, χι τ «κοινόν», λλ τ «διον»[7], χι τ γενικό, λλ τ συγκεκριμμένο ν, στ ποο θεωρεται φύση[8]. Κατ τατα, δν πάρχει φύση πρόσωπη νυπόστατη («οκ στιν φύσιν πρόσωπον νυπόστατον επεν»[9]), λλ φύση μόνο «ν τόμ θεωρουμένη»[10]. «Μή στι φύσις νυπόστατος οσία πρόσωπος, ν ποστάσεσι γρ κα προσώποις τε οσία κα φύσις θεωρεται»[11].
Κάθε διαίτερη «πόστασις» χει λα τ χαρακτηριστικ τς φύσεως (τ λεγόμενα «φυσικ» χαρακτηριστικ «προσόντα»), πως τ χουν κα λες ο λλες «ποστάσεις» τς διας φύσεως, χει μως κα ρισμένα π πλέον χαρακτηριστικά, μ τ ποα διακρίνεται π τς λλες ποστάσεις τς διας φύσεως κα προσλαμβάνει μοναδικ κα νεπανάλητο χαρακτρα. Ατ τ χαρακτηριστικ εναι τ «συμβεβηκότα», τ γνωρίσματα τς ποστάσεως, τ «ποστατικ διώματα», πως τ μέγεθος, τ χρμα, τ βάρος κ.τ.λ. «πόστασις» εναι «οσία» μαζ μ τ «συμβεβηκότα»[12]. Σύμφωνα μ τ παραπάνω, ο πόστολοι Πέτρος κα Παλος εναι να ς πρς τ φύση, χουν μία φύση, χουν τν δια φύση, φο κα ο δύο εναι νθρωποι, εναι, μως, δύο ς πρς τς ποστάσεις (ποτελον δυ διαίτερες ποστάσεις πρόσωπα). Καθένας π’ ατος χει λα τ γνωρίσματα τς (νθρώπινης) φύσης, σν ρισμένα π πλέον γνωρίσματα (ψος, βάρος, διοσυγκρασία, διαίτερα σωματικ κα ψυχικ χαρακτηριστικ κ.τ.λ.), μ τ ποα διακρίνεται π τν λλο κα βάσει τν ποίων Πέτρος π.χ. εναι Πέτρος κα χι Παλος.
σχέση τν ρων «πόστασις» κα «πρόσωπον» εναι νάλογη μ τ σχέση τν ρων «οσία» κα «φύσις». Κα δ ο ροι ταυτίζονται, χουν μως μι λεπτ διαφορ: νας χει περισσότερο στατικ κα λλος περισσότερο δυναμικ χαρακτρα. ρος «πόστασις» σημαίνει τ στατικ κα κίνητο, κα ρος «πρόσωπον»[13] τ δυναμικό, τν κίνηση, τ σχέση, τν ξοδο π τν τομικότητα[14]. Μ ατ τν ννοια, «οσία» ντιστοιχε στν «πόστασιν», κα «φύσις» στ «πρόσωπον»
λα τ παραπάνω σχύουν κα περ το Θεο, χι, μως, κατ τν διο κριβς τρόπο. Ο πόστολοι Πέτρος, άκωβος κα ωάννης εναι μία φύση κα τρία πρόσωπα. Παρομοίως, Πατήρ, Υἱὸς κα τ γιο Πνεμα εναι μία φύση κα τρία πρόσωπα. Πλν μως Πέτρος, άκωβος κα ωάννης εναι τρες νθρωποι, ν Πατήρ, Υἱὸς κα τ γιο Πνεμα εναι νας Θεός. Στ φαινομενικ ατ διέξοδο ο γιοι Πατέρες παντον τι ατ συμβαίνει πειδ θεία κα κτιστη φύση διαφέρει παντελς τς κτιστς, δν χει καμία μοιότητα μ ατν κα χει ντελς διαφορετικ γνωρίσματα. Κατ συνέπειαν, εναι δύνατο π τν παρατήρηση τς κτιστς, φθαρτς κα διεσπασμένης φύσης, πού μς περιβάλλει, ν διαπιστώσουμε τ γνωρίσματα τς θείας κα κτιστης φύσης. Γι’ ατ θεωρεται ναγκαία συμπλήρωση τς κφράσεως «μία φύσις» «μία οσία» περ το Θεο μ τν κφραση «μία θεότης». Πατήρ, Υἱὸς κα τ γιο Πνεμα δηλ. στν γία Τριάδα εναι «μία φύσις», λλά κα «μία θεότης». μως, κφραση «μία θεότης» στν πατερικ θεολογικ ρολογία δν ταυτίζεται μ τν κφραση «μία φύσις»[15], λλ σημαίνει τν να Θεό. Τ πρόσωπα τς γίας Τριάδος διαφέρουν ν προκειμέν π τς κτιστς ποστάσεις (π.χ. τς νθρώπινες) στ τι δν εναι κατατμημένα, λλ «συνυπάρχουν», «νυπάρχουν» κα «περιχωρον λληλα»[16]. Σύμφωνα μ λλη ρθόδοξη κφραση, εναι «διαίρετα» (λλά κα «σύγχυτα»).
Κάθε κτιστ πόσταση διακρίνεται, πως εδαμε, π τς λλες ποστάσεις τς διας φύσεως μ πολλ διαίτερα γνωρίσματα («ποστατικ διώματα»). Κάτι νάλογο συμβαίνει κα μεταξ τν ποστάσεων τς γίας Τριάδος, μ τ διαφορ τι δ τ «ποστατικ διώματα», πο διακρίνουν κάθε πρόσωπο π τ λλα, δν εναι πολλά, πως στς κτιστς ποστάσεις, λλ να κα μόνο γι κάθε πρόσωπο. Τ ποστατικ διώματα τς γίας Τριάδος εναι: α) το Πατρς τ «γέννητον», β) το Υο τ «γεννητν» («κ μόνου το Πατρός») κα γ) το γίου Πνεύματος τ «κπορευτν» (σαύτως «κ μόνου το Πατρς»). Τ ποστατικ ατ διώματα δν ταυτίζονται οτε μ τν «οσία», οτε μ τν «νέργεια» (βλ. παρακάτω) το Θεο, λλ’ κφράζουν σχέσεις στν Θε τν διαίτερο τρόπο πάρξεως κάθε προσώπου τς γίας Τριάδος.
Γενικ, τ διώματα τν προσώπων στν γία Τριάδα εναι «κοιν» κα τν τριν προσώπων («φυσικ διώματα») «δια» (διαίτερα) νς κα μόνου προσώπου («ποστατικ διώματα»). Δν πάρχουν διώματα κοιν σ δύο πρόσωπα τς γίας Τριάδος. Τ ποστατικ διώματα εναι «κοινώνητα» κατ τος γίους Πατέρες. Τ τι στν γία Τριάδα πάρχουν μόνο «κοιν» (τν τριν) κα «κοινώνητα» (το νς) διώματα ποτελε παράβατη πατερικ κα θεολογικ ρχή, μ βάση τν ποία ο μεταγενέστεροι Πατέρες πέκρουσαν τν αρεση το filioque, τν ποία φεραν κα πινόησαν ο Φράγκοι τς δύσεως (π τ μέσα το στ΄ μ.Χ. α.).
κτς π τς παραπάνω διακρίσεις, δηλ. ατς μεταξ «φύσεως» κα «προσώπου» «οσίας» κα «ποστάσεως», θεμελιώδης γι τν πατερικ θεολογία εναι κα κάποια λλη διάκριση, ατ μεταξ «οσίας» («φύσεως») κα «νεργείας» «νεργειν». Ο διάφορες φύσεις διακρίνονται μεταξ τους, πως εδαμε, π τ (φυσικ) γνωρίσματα «προσόντα» τους. Ατ, στν πραγματικότητα, δν εναι νόματα κα χαρακτηρισμο ατς τς διας τς φύσεως, λλ νέργειές της[17]. Κάθε φύση δν εναι νενέργητη, λλ χει «δίας» (δικές της) «νέργειες», μ τίς ποες κδηλώνεται κτς το αυτο της. νενέργητο, κατ τν πατερικ ντίληψη, εναι μόνο τ μ ν, τ νύπαρκτο[18]. Ο «νέργειες» πηγάζουν πάντοτε π τν οσία τ φύση κα εναι ναπόσπαστα νωμένες μ’ ατή, γι’ ατ κα νομάζονται «φυσικα» «οσιώδεις». Ο νέργειες εναι πολλές[19], γι’ ατ κάθε ν καλεται μ πολλ νόματα[20], π τς νέργειές του. φο ο νέργειες πηγάζουν π τν οσία τ φύση, φ τους εναι μοια μ ατ τς φύσεως, δηλ. θεία φύση χει θεες νέργειες κα νθρώπινη φύση χει νθρώπινες νεργείας, κτιστη φύση χει κτιστες νέργειες κα κτίστη φύση χει κτιστς νέργειες. Το Θεο δν εναι μόνο οσία κτιστη, λλ κα ο νέργειες, μ τ διαφορ τι μν οσία φύση εναι κτιστη καί μέθεκτη, ο δ νέργειες εναι κτιστες λλ μεθεκτς κ μέρους το νθρώπου. Σωτηρία εναι κριβς μετοχ το νθρώπου στς κτιστες νέργειες το Θεο, δηλ. νθρωπος σώζεται δι τς μετοχς του στ κτιστο, κολουθντας τ διαδικασία τν ποία διασώζει κα διδάσκει κκλησία.
τσι, σ κάθε ν πάρχει, κατ τν γιο ωάννη τν Δαμασκηνό, α) τ «νεργητικόν», δηλ. φύση οσία, β) «νέργεια», ποία ρίζεται ς «δραστικ κα οσιώδης τς φύσεως κίνησις», γ) «νεργν», δηλ. πόσταση κα δ) τ «νέργημα», δηλ. τ ποτέλεσμα τς νέργειας (π.χ. στν Δημιουργία, δημιουργημένος π τν Θε κόσμος)[21]. π τ παραπάνω, στν Θε τ μν «νεργητικόν», «νέργεια» κα «νεργν» εναι κτιστα, τ δ «νέργημα» τ «νεργήματα» εναι κτιστά.
Τ γνωρίσματα ο νέργειες, εναι τ μόνα τ ποα μπορομε ν γνωρίζουμε π τ φύση. φύση οσία καθ’ αυτν πάρχει πέραν τν νεργειν της, κα εναι παντελς δύνατο ν γνωσθ. Πλν μως, οσία εναι κατ κάποιο τρόπο παροσα στς νέργειές της. Τ παραπάνω δν σχύουν μόνο περ το Θεο, λλά, κατ’ πέκτασιν, κα περ τς κτιστς πραγματικότητος[22]. τσι, οσία το Θεο εναι παντελς γνωστη, πρόσιτη κα μέθεκτη, ν ο νέργειές Του καθίστανται γνωστές, προσιτς κα μεθεκτς «τος κεκαθαρμένοις τν νον»[23].
Συνοπτικ, βάσει τς παραπάνω θεολογικς ρολογίας, Θεός, κατ τν ρθόδοξη ντίληψη, εναι: α) μία «οσία», β) μία «φύσις», γ) τρες «ποστάσεις», δ) τρία «πρόσωπα» καί ε) μία «θεότης». Τ τρία πρόσωπα ποστάσεις χουν λα τ «φυσικ διώματα» (γνωρίσματα) κοινά, χουν μως κα «ποστατικ διώματα» κοινώνητα (διώματα νς κα μόνο προσώπου). Ατ εναι α) το Πατρς τ «γέννητον», ν σχέσει μ τ λλα πρόσωπα τ «γεννν» (τν Υἱὸ) κα τ «κπορεύειν» «προβάλλειν» (τ γιο Πνεμα), β) το Υο τ «γεννσθαι» («κ μόνου το Πατρς») τ «γεννητν» κα γ) το γίου Πνεύματος τ «κπορεύεσθαι» (σαύτως «κ μόνου το Πατρς») τ «κπορευτόν». π πλέον Θεός, ν εναι γνωστος παντελς κα μέθεκτος κατ τν οσία Του, χει «νέργειες», ο ποες εναι: α) κοινς κα γι τ τρία πρόσωπα, φο πηγάζουν π τ μία κα κοιν φύση τν προσώπων, β) θεες κα κτιστες, φο θεία κα κτιστη εναι φύση π τν ποία πηγάζουν κα γ) γνωστς κα μεθεκτς π τν νθρωπο.
Τέλος, πρέπει ν σημειωθε τι παραπάνω θεολογικ ρολογία μεταφέρθηκε π τν χρο τς τριαδολογίας (το Τριαδικο δόγματος) στν χρο τς χριστολογίας[24] κα χρησιμοποιήθηκε κατ τν διο κριβς τρόπο γι τν διατύπωση το Χριστολογικο δόγματος, ταν λίγο ργότερα (ρχς το ε΄ μ.Χ. α.) ξέσπασαν ο μεγάλες χριστολογικς αρέσεις. τσι, μορφ τν ποία προσέλαβε τελικ τ Χριστολογικ δόγμα εναι συνοπτικ τι στν στορικ Κύριο μν ησο Χριστ πάρχουν: α) δύο τέλειες «φύσεις» «οσίες»: θεία κα νθρώπινη, β) να «πρόσωπον» «πόστασις», τ πρόσωπο το Θεο Λόγου, τοι γ) νθρώπινη φύση δν πάρχει στν να Κύριο μ δικ της διαίτερο πρόσωπο, λλ πρόσωπο τς νθρώπινης φύσης χρημάτισε ξ ρχς τ πρόσωπο το Θεο Λόγου, δεδομένου τι νθρώπινη φύση ξ ρχς «προσελήφθη» στ πρόσωπο ατνυπόστατον»), δ) στν ησο Χριστ πάρχουν δύο «νέργειες» φυσικς οσιώδεις: θεία κα νθρώπινη καί ε) πάρχουν πίσης δύο «θελήσεις», φυσικς οσιώδεις: θεία κα νθρώπινη. τρόπος τς νώσεως τν δύο φύσεων το Χριστο, ν κα εναι κατανόητος γιά μς, προσδιορίζεται π τ τέσσερα πιρήματα τς Δ΄ Οκουμενικς Συνόδου («συγχύτως», «τρέπτως», «χωρίστως» κα «διαιρέτως») κα τρόπος λειτουργίας τν δύο θελήσεων το Κυρίου προϋποθέτει τι νθρώπινη θέληση δν ντιτίθεται στ θεία, λλ πεται κα κολουθε θεληματικ ατήν.

ερες Σωτήριος . θανασούλιας.
Τρίπολις 2007





[1] «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα ... καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν ... καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τὸ Κύριον».
[2] Ὡς πρὸς τὴν ἔννοια τῶν ἐν λόγῳ ὅρων βλ. ἀναλυτικὰ σὲ Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, Ἡ περὶ Θεοῦ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985, σ. 234-244 καὶ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, Χριστολογία, τ. Ι: Τὸ Ἐνυπόστατον, Ἀθῆναι 1972, σ. 52-60
[3] Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, Ἡ περὶ Θεοῦ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985, σ. 234.
[4] Αὐτόθι, σ. 235.
[5] Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, Χριστολογία. τ.Ι: Τὸ Ἐνυπόστατον, Ἀθῆναι 1972, σ. 54. Γιὰ παράδειγμα: ὑπάρχουν πολλοὶ ἐπὶ μέρους λίθοι, ὅλοι ὅμως ἔχουν τὴν ἴδια φύση, τὴ φύση τοῦ λίθου ἤ εἶναι μὶα φύση, ὑπάρχουν πολλοὶ ἐπὶ μέρους ἄνθρωποι, ὅλοι ὅμως ἔχουν τὴν ἴδια φύση, τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἤ εἶναι μὶα φύση κ.ο.κ.
[6] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, Ἔργα, τ. 1, ἔκδ. Ε.Π.Ε., 1976, σ. 326.
[7] Ἰδιαίτερα διαφωτιστικὸ γιὰ τὴ σχέση «οὐσίας» καὶ «ὑποστάσεως» εἶναι ἐν προκειμένῳ τὸ ἀκόλουθο χωρίο τοῦ ἁγίου ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ: «Κοινὸν τοίνυν ἡ οὐσία, ὡς εἶδος, μερικὸν δὲ ἡ ὑπόστασις. Μερικὸν δέ, οὐχ ὅτι μέρος τῆς φύσεως ἔχει, μέρος δὲ οὐκ ἔχει, ἀλλὰ μερικὸν τῷ ἀριθμῷ, ὡς ἄτομον· ἀριθμῷ γὰρ καὶ οὐ φύσει διαφέρειν λέγονται αἱ ὑποστάσεις. Κατηγορεῖται δὲ ἡ οὐσία τῆς ὑποστάσεως, διότι ἐν ἑκάστῃ τῶν ὁμοειδῶν ὑποστάσεων τελεία ἡ οὐσία ἐστί. Διὸ οὐδὲ διαφέρουσιν ἀλλήλων αἱ ὑποστάσεις κατ΄ οὐσίαν, ἀλλὰ κατὰ τὰ συμβεβηκότα, ἅτινα εἶσιν τὰ χαρακτηριστικὰ ἰδιώματα, χαρακτηριστικὰ δὲ ὑποστάσεως καὶ οὐ φύσεως» (Αὐτόθι, σ. 305-306).
[8] Εἶναι ἀνάγκη νά διευκρινισθεῖ ὅτι ἀρχικὰ ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου «ὑπόστασις» ταυτιζόταν ἀπολύτως μὲ τὴν ἔννοια τῶν ὅρων «φύσις» καὶ «οὐσία», ἀκόμη καὶ στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (325 μ.Χ.) ταυτίζει σαφῶς τοὺς ὅρους «ὑπόστασις» καὶ «οὐσία»: ἀναθεματίζει «τοὺς λέγοντας» ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἤ οὐσίας» (ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. β΄, ἐν Ἀθήναις 1960, σ. 59). Μὲ τὴν ἴδια ἔννοια χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (295–373 μ.Χ.). Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἡ διάκριση μεταξὺ τοῦ Πατρὸς, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἁγία Τριάδα ἐκφραζόταν μὲ τὸν ὅρο «πρόσωπον» («πρόσωπα»). Ὅμως, ὁ ὅρος «πρόσωπον» εἶχε διαφορετικὴ κάπως σημασία καὶ προέλευση (βλ. παρακάτω) καὶ δὲν ἐθεωρεῖτο ἱκανὸς νά ἐκφράσει τὴν πραγματικὴ διάκριση τῶν τριῶν Προσώπων. Πίσω ἀπ’ αὐτὸν καλύπτονταν αἱρετικοὶ, ὅπως οἱ Σαβελλιανοὶ, ποὺ ἀπέρριπταν ἐντελῶς τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτοὶ, ὅπως εἶναι φυσικό, αἰσθάνοντο ἰδιαίτερα ἱκανοποιημένοι μὲ τὴ χρήση τοῦ ὅρου. Μὲ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ἡ θεολογικὴ ὁρολογία τῆς Ἐκκλησίας φαινόταν ἀνεπαρκὴς ἤ ἔδειχνε νὰ ὁδηγεῖτο σὲ ἀδιέξοδο. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ βρεθεῖ ἄλλος ὅρος, πιὸ ἰσχυρός, γιά νά ἐκφράσει τὴ διάκριση. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἀνέλαβαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες καὶ ἰδιαίτερα ὁ Μέγας Βασίλειος (330–378 μ.Χ.). Οἱ Πατέρες αὐτοὶ ἐπεξεργάστηκαν τὸν ὅρο «ὑπόστασις», τὸν διέκριναν ἀπὸ τὴν «οὐσία» καὶ τὴ «φύση» καὶ τοῦ προσέδωσαν νέο περιεχόμενο (αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα). Ἔτσι μίλησαν γιὰ «τρεῖς ὑποστάσεις» στὴν Ἁγία Τριάδα. Ἡ ἔκφραση «τρεῖς ὑποστάσεις» ἦταν ἡ νέα ὁρολογία μὲ τὴν ὁποία ἐκφράστηκε τὸ Τριαδικὸ δόγμα, ὁρολογία ἀπόλυτα ὀρθόδοξη καὶ ἰδιαίτερα ἀκριβής. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀντελήφθη προφανῶς τὴν ἀξία τῆς νέας ὁρολογίας, γι’ αὐτὸ στὴ μεγάλη Σύνοδο τοῦ 362 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπεδέχθη ὡς ὀρθὴ τὴ χρήση τῆς ἐκφράσεως «τρεῖς ὑποστάσεις» (Πρὸς Ἀντιοχεῖς Τόμος, MPG, τ. 26, σ. 801).
[9] Μητρ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, Ἀθῆναι 1985, σ. 26.
[10] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, Ἔργα, τ. 1, ἔκδ. Ε.Π.Ε., 1976, σ. 326.
[11] Αὐτόθι, σ. 320.
[12] «Τὴν ὑπόστασιν ὁρίζονται τὴν οὐσίαν μετὰ τῶν συμβεβηκότων» (Αὐτόθι, σ. 306).
[13] Ἡ προέλευση καὶ ἡ ἀρχικὴ σημασία τοῦ ὅρου «πρόσωπον» διαφέρουν ἀπὸ αὐτὲς τῶν ὅρων «οὐσία», «φύσις» καὶ «ὑπόστασις». Ὁ ὅρος «πρόσωπον» δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ ἀρχαίου θεάτρου. Σήμαινε ἀρχικὰ τὸν ἰδιαίτερο ρόλο, ποὺ διαδραματίζει στὴ σκηνὴ ὁ ἠθοποιός. Σήμαινε δηλ. τὸ «προσωπεῖον», τὴ μάσκα, πού προσωρινὰ κάποιος ὑποδύεται. Δὲν ἦταν ὀντολογικὸς ὅρος καὶ δὲν σήμαινε τὸ ὄν καὶ τὸ πραγματικὸ. Γι’ αὐτὸ δὲν ἐθεωρεῖτο ἱκανὸς νὰ ἐκφράσει τὴν πραγματικὴ διάκριση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ χρήση του μποροῦσε εὔκολα νά παρανοηθεῖ, μὲ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν διακρίνονται πραγματικὰ, ἀλλὰ εἶναι ρόλοι, τοὺς ὁποίους ὑποδύεται, ἤ μορφὲς, μὲ τὶς ὁποῖες ἐμφανίζεται, ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Θεὸς. Πίσω ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη κρύπτεται ἡ πλήρης κατάλυση τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μὲ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἔννοια χρησιμοποιοῦσε τὸν ὅρο ὁ αἱρετικὸς Σαβέλλιος (περὶ τὸ 240 μ.Χ.) καὶ οἱ ὁπαδοὶ του, οἱ ὁποῖοι αἰσθάνοντο ἰδιαίτερα ἱκανοποιημένοι μὲ τὴ χρήση τοῦ ὅρου. Οἱ Καππαδόκες Πατέρες, ἀφοῦ πρῶτα ἐπεξεργάστηκαν τὸν ὅρο «ὑπόστασις» καὶ τοῦ προσέδωσαν τὸ γνωστὸ περιεχομένο, ταύτισαν στὴ συνέχεια τὸν ὅρο «πρόσωπον» μὲ τὸν ὅρο «ὑπόστασις». Ἔκτοτε ὁ ὅρος ἀπώλεσε τὴν ἀρχικὴ του σημασία, προσέλαβε ὀντολογικὸ περιεχόμενο καὶ χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα ὡς ὀντολογικὸς ὅρος.
[14] Τὸ ἴδιο περίπου περιεχόμενο διατηρεῖ ἐπὶ ἀνθρώπου ὁ ὅρος «πρόσωπον» μέχρι σήμερα, ἀφοῦ σημαίνει τὸν ἄνθρωπο «ἐν σχέσει» (στὴ σχέση του, στήν κοινωνία μὲ τὸν ἄλλο), σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ὅρο «ἄτομο», ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα καὶ σημαίνει συνήθως τὸν ἄνθρωπο «ἐν μονώσει» (στὴ μόνωσή του). Αὐτονόητο εἶναι ὅτι ὁ ὅρος «πρόσωπον» μόνο περὶ Θεοῦ καὶ περὶ ἀνθρώπων (καὶ περὶ Ἀγγέλων) μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖται, ὄχι ὅμως καὶ γιὰ τὶς ἐπιμέρους ὑποστάσεις ὁποιασδήποτε ἄλλης φύσεως.
[15] Πρωτ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α΄, Θεσ/νίκη 1983, σ. 233.
[16] ΝΙΚ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας. Πανεπιστημιακαὶ Παραδόσεις Δογματικῆς, Ἀθήνα 1984, σ. 60.
[17] Περὶ τοῦ ὅτι τὰ θεῖα ἰδιώματα ἢ προσόντα ἀποτελοῦν ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ βλ. Ἱερομ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, Τὸ μυστήριον τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι διακρίσεως τῆς θείας Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας κατὰ τὸν ἅγιον Μᾶρκον Ἐφέσου τὸν Εὐγενικόν, Θεσ/νίκη 1983, σ. 93-97.
[18] Κατὰ τὸν Τόμο τῆς ἐν Κων/πόλει Συνόδου τοῦ 1351, «τὸ δὲ μὴ ἔχον ἐνέργειαν ἀνενέργητόν ἐστι, τὸ δὲ ἀνενέργητον καὶ ἀνύπαρκτον» (ἐν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Μνημεῖα, σ. 385). Ὁ παραπάνω Συνοδικὸς Τόμος παραθέτει καὶ πατερικὲς μαρτυρίες ἀπὸ τοὺς ἁγίους ΜΑΞΙΜΟ τὸν ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ, κατὰ τὸν ὁποῖο «οὐδὲν γὰρ τῶν ὄντων χωρὶς ἐνεργείας φυσικῆς ὑφέστηκεν· οἱ γὰρ ἅγιοι Πατέρες φανερῶς λέγουσι μήτε εἶναι μήτε γινώσκεσθαι χωρὶς τῆς οὐσιώδους αὐτῆς ἐνεργείας τὴν οἱανδήποτε φύσιν» (σ. 381), καὶ ΔΙΟΝΥΣΙΟ τὸν ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ, κατὰ τὸν ὁποῖο «τὸ μηδεμίαν δύναμιν ἢ ἐνέργειαν ἔχον οὔτε ἐστίν, οὔτε τί ἐστιν, οὔτε ἐστὶ παντελῶς αὐτοῦ θέσις οὐδὲ ἀφαίρεσις» (σ. 385).
[19] Ὁ Θεός, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, ἔχει μία ἐνέργεια, ἡ ὁποία, κατὰ τρόπο ἀπρόσιτο στὴν ἀνθρωπίνη νόηση, διαιρεῖται ἀδιαιρέτως καὶ πολλαπλασιάζεται ἀπολαπλασιάστως, παράγουσα διάφορα ἀποτελέσματα («ἐνεργήματα»). Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια γίνεται λόγος ἄλλοτε περὶ μίας «ἐνέργιας», καὶ ἄλλοτε περὶ πολλῶν «ἐνεργειῶν» τοῦ Θεοῦ. (Βλ. Ἱερομ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, μνημ. ἔργ., σ. 124 ἐξ.).
[20] Ὡσαύτως καὶ ὁ Θεὸς καλεῖται μὲ πολλὰ ὀνόματα, τὰ ὁποῖα εἶναι (ὅλα) ὀνόματα ἀπὸ τὶς ἐνέργειές Του. Ὀνομάζεται π.χ. «Ἀγάπη», ἐπειδὴ ἀγαπᾶ μὲ τήν ἄκτστη ἐνέργεια τῆς ἀγάπης Του, ὀνομάζεται «Δημιουργός», ἐπειδὴ δημιουργεῖ μὲ τὶς ἄκτιστες δημιουργικές Του ἐνέργειες, ὀνομάζεται «Ζωὴ» ἐπειδὴ ζωοποιεῖ κ.τ.λ. Ἀκόμη καὶ τὸ ὄνομα «Θεὸς» ἢ «θεότης» «ἐνεργείας ἐστὶν ὄνομα» (Ἱερομ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, μνημ. ἔργ., σ. 225-226).
[21] Ὁ Συνοδικὸς Τόμος τοῦ 1351 παραθέτει τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικὸ χωρίο τοῦ ἁγίου ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ: «Ἰστέον ὡς ἄλλο ἐστὶν ἐνέργεια καὶ ἄλλο ἐνεργητικόν, καὶ ἄλλο ἐνέργημα, καὶ ἄλλο ὁ ἐνεργῶν· ἐνέργεια μὲν οὖν ἐστιν ἡ δραστικὴ καὶ οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις· ἐνεργητικὸν δὲ ἡ φύσις, ἐξ ᾖς ἡ ἐνέργεια πρόεισιν· ἐνέργημα δὲ τὸ τῆς ἐνεργείας ἀποτέλεσμα· ἐνεργῶν δὲ ὁ κεχρημένος τῇ ἐνεργείᾳ, ἤτοι ἡ ὑπόστασις» (ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Μνημ. ἔργ., σ. 381).
[22] Περὶ τοῦ ὅτι αὐτὸ ἰσχύει καθολικῶς καὶ ὄχι μόνο περὶ τοῦ Θεοῦ, δηλ. περὶ τοῦ ὅτι ἄγνωστη καὶ «ἐπέκεινα πάσης ἐννοίας» εἶναι καὶ ἡ «οὐσία» κάθε κτίστου ὄντος, βλ. ἐν Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, Ἡ περὶ Θεοῦ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985, σ. 261-262, ὅπου παρατίθενται καὶ πατερικὲς μαρτυρίες.
[23] Τὸ δόγμα αὐτὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διετυπώθη ἐπισήμως τὸν ιδ΄ μ.Χ. αἰῶνα ἀπὸ τὸν ἁγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ (1296–1359 μ.Χ.), τοὺς λοιποὺς Ἡσυχαστὲς Πατέρες καὶ τὶς ἱερὲς Συνόδους τῆς ἐποχῆς (Κων/πολη 1341, 1347 καὶ 1351 μ.Χ.). Κλασικὴ ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ διατύπωση τοῦ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ δέκα αἰῶνες περίπου πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπίσημη διατύπωση τοῦ δόγματος (330–378 μ.Χ.): Τοῦ Θεοῦ «αἱ μὲν ἐνέργειαι ποικίλαι, ἡ δὲ οὐσία ἁπλή. Ἡμεῖς δὲ ἐκ μὲν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος» (Ἐπιστ. 234, Πρὸς Ἀμφιλόχιον, ΜPG, τ. 32, στ. 869).
[24] Χριστολογία ἤ Χριστολογικὸ δόγμα εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἱστορικοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Χριστολογία δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὶς σχέσεις τοῦ Δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος μὲ τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα ἐντὸς τῆς Τριάδος (ὅπως ἡ Τριαδολογία), ἀλλὰ μὲ τὴν Ἐνανθρώπιση (Σάρκωση) τοῦ Δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ μεγάλες χριστολογικές αἱρέσεις ξέσπασαν μὲ ἀφορμὴ τὶς ἀντιλήψεις τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Νεστορίου (428-431 μ.Χ.). Τὸν Νεστοριανισμὸ ἀκολούθησαν ἄλλες μεγάλες χριστολογικὲς αἱρέσεις: ὁ Μονοφυσιτισμὸς, ὁ Μονοθελητισμὸς καὶ ὁ Μονοενεργητισμός. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι Γ΄ (Ἔφεσος 431 μ.Χ.), Δ΄ (Χαλκηδόνα 541 μ.Χ.), Ε΄ (Κων/πολη 553 μ.Χ.) καὶ ΣΤ΄ (Κων/ πολη 680-681 μ.Χ.) ἀσχολήθηκαν ἀποκλειστικὰ σχεδὸν μὲ τὴ Χριστολογία καὶ ὁλοκλήρωσαν τὴ διατύπωση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος. Μεγάλοι Πατέρες, πού διακρίθηκαν κατὰ τὴν περίοδο τῶν χριστολογικῶν ἐρίδων, ἦσαν οἱ ἅγιοι Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (370–444 μ.Χ.), Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (580–662 μ.Χ.) κ.ἄ. Χριστολογικὸ χαρακτῆρα εἶχε καὶ ἡ αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας (η΄ μ.Χ. αἰ.), τὴν ὁποία καταδίκασε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (Νίκαια 787 μ.Χ.) καὶ ἀντιμετώπισε κυρίως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (680–755 μ.Χ.).