Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

Νὰ μὴν ἀπελπίζεται κανένας, οὑδἑποτε, γιὰ ὁτιδἡποτε.



Νὰ μὴν ἀπελπίζεται κανένας, οὑδἑποτε, γιὰ ὁτιδἡποτε.
 
Ἑρμηνευτική ἀπόδοσις μέρους τοῦ περὶ Μετανοίας Λόγου,
ἐκ τοῦ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ἅγιον Ἀμφιλὁχιον, Ἐπίσκοπον Ἰκονίου.
«Δεῦτε πρός με πᾶντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι,
κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11, 28).
 
 
Ἀντὶ προλόγου
 
Ὁ θεοχειροτόνητος ἐπίσκοπος Ἰκονίου Ἅγιος Ἀμφιλόχιος, ἐξάδελφος Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μαθητής καὶ φίλος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἰς τὸν «Περὶ μετανοίας» ἐπιγραφόμενον εἰς αὐτὸν Λόγον του, μεταξὺ ἄλλων περὶ μετανοίας φιλανθρώπων διηγήσεων, ἀναφέρει καὶ τὸ ἀκόλουθον παράδοξον περιστατικόν.
 
«Βούλομαι δὲ καὶ ἑτέραν ἀφήγησιν, ὦ φίλοι, ὠφέλιμον οὖσαν ὑμῖν διηγήσασθαι, δεικνύουσαν καθαρῶς Θεὸν μηδένα ἀποστρέφεσθαι τῶν προσπελαζόντων αὐτῷ. Καὶ τοῦτο… ἀπὸ τῆς βίβλου τῶν Πατέρων πειράσομαι διηγήσασθαι».
 
-Θέλω, ὦ φίλοι, λέγει, νὰ σᾶς διηγηθῶ καὶ μίαν ἄλλην ὠφέλιμον διήγησιν ἡ ὁποία φανερώνει πολὺ καθαρὰ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποστρἑφεται κανένα ἀπὸ ὅσους θέλουν διὰ μετανοίας νὰ τὸν πλησιἀσουν, μὲ σκοπὸν νὰ σωθοῦν. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἀνασὐρω ἀπὸ τὴν βίβλο τῶν πατερικῶν διηγήσεων.
 
Διηγεῖται λοιπὸν ὁ Ἅγιος καὶ τὸ ἀπροσδόκητον αὐτὸ γεγονός, ὡς ἔνδειγμα τῆς ἄκρας τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας πρὸς τοὺς ἁμαρτάνοντας, ὥστε νὰ μὴ διστάζουν ὡς πρὸς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν θελήσουν ἀληθινὰ νὰ μετανοήσουν.
 
Ἀπὸ τὴν διήγησιν αὐτὴν πληροφορούμεθα ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ ἀφἡνῃ ποτὲ τὸν ἑαυτὸν του εἰς λογισμοὑς ἀπελπισίας καὶ ἀπογνώσεως ὡς πρός τὴν σωτηρίαν του, ἀκόμη καὶ ἐὰν καθ’ ὑπόθεσιν ἦτο τόσον ἀμαρτωλός, ὡς νὰ ἧτο δαίμων, καὶ ἤθελε εἰλικρινῶς νὰ μετανοήσῃ.
 
«Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀναβάλλουμε, οὔτε νὰ βραδύνουμε δι’ ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται νὰ καταπονισθῆ. Διότι ἄν θελήσεις δι’ ὁλίγον χρόνον νὰ ἀναβἀλῃς τὴν σωτηρία του, θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃς στὴν ἀγριότητα τῆς τρικυμίας. Δι’ αὐτὸ σὲ τέτοιες συμφορές χρειάζεται ταχύτης, ταχύτης καὶ προσπάθεια ἐντατικἡ… Ἄς γινὡμεθα, λοιπόν, προνοητικοὶ διὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας».
(Ἅγ. Ἰωάν. Χρυσόστομος)
 
 
Λέγει λοιπόν ἡ ἐκ παραδὁσεως ἐρχομένη αὐτὴ διήγησις ὅτι:

 
Κάποιος Γέρων ἀσκητὴς μέγας καὶ διορατικός εἶχε φθάσει εἰς μέτρα ἀσκήσεως ὑπεράνω τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν, τῶν ὁποίων τὴν ἐπήρεια εὐθαρσῶς κατεφρόνει. Εἶχαν ἀνοίξει μὲ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ τῆς ψυχῆς του τὰ μάτια καὶ ἔβλεπε ὁφθαλμοφανῶς Ἀγγέλους καὶ δαίμονας, πῶς ὁ καθένας ἀπὸ τὴν ἰδικήν του παράταξιν ἀγωνιζόμενος ἐπηρεἀζει τῶν ἀνθρώπων τὸν βίον. Τόσον μέγας ἦταν ὁ Γέρων αὐτός εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ περιπαίζῃ ἐμφανῶς τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὥστε πολλές φορές τοὺς ἐμέμφετο καὶ τοὺς ἔθλιβε, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτούς και τὴν ἔκπτωσίν των ἀπὸ τὸν οὐρανὸν και τοῦ αἰωνίου πυρός τὴν κόλασιν, ἡ ὁποία ὡς ὑποδίκους τούς ἀναμἑνει.
 
Οἱ δαίμονες, ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, κοινολογὡντας τὴν προκοπὴν καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ θεοφόρου αὐτοῦ Γέροντος, κατέλιξαν εἰς τὴν γνώμην νὰ μὴν τὸν πλησιάσῃ κανείς πλέον ἀπὸ μέρους των εἰς τὸ ἑξῆς μήτε νὰ τολμήσῃ νὰ παλαίσῃ μαζὶ του μήπως καὶ πληγωθῇ ἀπὸ αὐτόν, διότι μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔφθασε εἰς μέτρα τελειώσεως ὑπερβαίνοντα τὴν κοινὴν ἀνθρωπίνην φύσιν.
 
Ἐδῶ περίπου εὑρίσκοντο πνευματικῶς, ἐν σχέσει μὲ τὸν μέγαν Γέροντα τὰ πράγματα, ὅταν μίαν ἡμέραν ἕνας τῶν δαιμόνων λέγει εἰς ἕνα ἄλλον συνταλαίπωρον ὅμοιον του, Ζερέφερ τὸ ὄνομα -ἐὰν ἔχουν οἱ ἀκατονόμαστοι ὄνομα.
 
-Ζερἑφερ· τοῦ λέγει, ἔχω ἔνα λογισμόν· Ἆραγε, ἐὰν κάποιος ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς δαίμονας ἤθελε μεταμεληθῇ – ἀλλάξῃ γνώμην, τὸν δέχεται ἆραγε εἰς μετάνοιαν ὁ Θεός;
 
Τὶ λέγεις; ναὶ ἢ ὄχι; Καὶ ποιός ἐνδεχομένως θα ἠμποροῦσε νὰ τὸ γνωρίζῃ αὐτό;
 
Περίεργον ἀπίθανον τὸ ἐρώτημα.
 
Τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Ζερέφερ·
 
-Θέλεις, τοῦ λέγει· να ὑπάγω εἰς τὸν μέγαν Γέροντα ποὺ μᾶς περιφρονεῖ καὶ μᾶς περιπαίει νὰ τὸν πειράξω μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτό, νὰ λάβωμε ἀπάντησι;
 
Τοῦ λέγει ὁ πρῶτος·
 
-Πήγαινε, ἀλλὰ πρόσεχε καλά, διότι ὁ Γέροντας εἶναι ἀνεβασμένος πνευματικα, εἶναι διορατικός καὶ θὰ γνωρίσῃ τὸν δόλον· καὶ δὲν θὰ πεισθῇ νὰ ἐρωτήσῃ περὶ τοῦ ζητήματος αὑτοῦ τὸν Θεόν. Ὅμως πήγαινε· καὶ ἢ ἐπιτυγχάνεις τόν σκοπόν σου, ἢ δοκιμὰζεις καὶ φεύγεις.
 
Ἐπῆγε λοιπὸν πρός τὸν μέγαν Γέροντα ὁ Ζερέφερ, σχηματίζοντας τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄνθρωπον παναμαρτωλόν, θρηνοῦντα καὶ ὀδυρόμενον τὴν ἀπώλειάν του. Ὁ δὲ Θεός, θέλων να δείξῃ ὅτι οὑδένα μετανοημένον ἀποστρέφεται, ἀλλὰ δέχεται τούς πάντας, ἐὰν εἰλικρινῶς εἰς Αὐτὸν ἐπιστρέφουν, δὲν ἐφανέρωσε εἰς τὸν Γέροντα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν περἱπτωσιν αὐτὴν τῆς πανουργίας τοῦ δαίμονος, ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπον ὁ Γέρων ἔβλεπε τὸν πονηρὸν καὶ τίποτε περισσότερον.
 
Θρηνεῖ λοιπὸν γοερῶς ὁ ἀπατεὡν.
 
Καὶ τὸν ἐρωτᾶ ὁ Γέρων·
 
-Τὶ ἔχεις, ἄνθρωπε, καὶ κλαίεις καὶ ὀλοφὑρεσαι τόσον ἀπὸ καρδίας, συντρίβων μὲ τὸν ὀδυρμόν σου καὶ τὴν ἰδικήν μου καρδίαν;
 
Ἀποκρίνεται ὁ δαίμων·
 
-Ἐγώ, Πάτερ ἅγιε, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος, ἀλλά διάβολος πονηρός, καθώς συμπεραίνω ἐκ τοῦ ἀπείρου πλήθους τῶν ἀνομιῶν μου.
 
Τοῦ λέγει ὁ Γέρων·
 
-Καὶ τὶ θέλεις ἀπὸ ἐμὲ νὰ σοῦ κάμω;
 
Διότι ἐνόμισεν ὁ Πατήρ ὅτι ἀπὸ πολλῆς ταπεινώσεως ἀπεκάλει ὁ ὁδυρόμενος τὸν ἑαυτόν του δαίμονα· ὁ δὲ Θεός, πρός τὸ παρόν, δὲν ἀποκαλύπτει τὸ γινόμενον.
 
Λέγει ὁ δαίμων·
 
-Τίποτε ἄλλο δὲν παρακαλῶ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ δεηθῇς ἀπὸ καρδίας πρός Κύριον τὸν Θεόν σου νὰ σοῦ φανερὡσῃ, ἐἀν δέχεται τόν διάβολον εἰς μετἀνοιαν· διότι, ἐὰν ἐκεῖνον εἰς μετάνοιαν δεχθῇ, δέχεται καὶ ἐμένα, ὁ ὁποῖος εἰς τίποτε δὲν διαφέρω ἀπὸ ἐκεῖνον.
 
-Καλά, τοῦ λέγει ὁ Γέρων, ὅπως θέλεις θὰ κάμω· Τώρα πήγαινε στὸ καλό σου, καὶ αὔριον ἔλα πάλι ἐδῶ να σοῦ ἀναγγείλω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
 
Ἔφυγε ὁ δαίμων. Καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην ἀπλὡνει καρδίαν καὶ χεῖρας εἰς ἱκεσίαν ὁ ὅσιος Γέρων, παρακαλῶν τὸν Πανὰγαθον νὰ τοῦ φανερώσῃ, ἐὰν ἆραγε δέχεται τὸν διάβολον ἐπιστρέφοντα εἰς μετάνοιαν.
 
Ἀμέσως τότε τοῦ ἐμφανίζεται Ἄγγελος παρὰ Κυρίου ἐξαστράπτων καὶ λέγων·
 
-Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός σου!
 
-Διατὶ παρεκάλεσες ὑπέρ δαίμονος τὴν ἐξουσίαν μου;
Καὶ τὶ ἦλθε αὐτός ζητῶν, ἐκπειράζων σε μὲ δόλον;
 
Ὁ Γέρων ἔμεινε ἐκστατικός πρός τὸν Ἄγγελον.
 
-Καὶ πῶς, λέγει, ὁ Κύριος δὲν μοῦ ἀπεκάλυψε τὸ ἐνεργούμενον, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀπέκρυψε νὰ μὴν τὸ ἐννοήσω;
 
Καθησυχάζων αὐτὸν ὁ Ἄγγελος τοῦ λέγει·
 
-Μή ταραχθῇς δι’ αὐτὸ ὅπου ἔγινε. Διότι κάποιαν θαυμαστἡν οἱκονομίαν μετέρχεται ὁ Θεός εἰς ὡφέλειαν τῶν ἀμαρτωλῶν, ὥστε να μὴν ἀπελπίζωνται. Διότι κανένα ἐκ τῶν προσερχομένων εἰς αὐτὸν ἐν μετανοία δὲν αποστρέφεται ὁ πανυπεράγαθος Κύριος· κἄν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς καὶ Διάβολος ἤθελε δεόντως προσέλθει· ὥστε μέ τὴν δοκιμὴν αὐτὴν νὰ γίνῃ φανερὰ ἡ ἐξ αὐτῶν τῶν ἰδίων δαιμόνων προερχομἐνη σκληρότης καί θανάσιμος αὐτῶν ἀπόγνωσις. Ὅταν λοιπὸν ἔλθη αὔριον ὁ πειρἀζων πρός σέ, μὴν τὸν ἀποπάρῃς ἐξ ἀρχῆς, ἀλλ’ εἶπέ του τὰ ἑξῆς·
 
-Διὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός καὶ δὲν ἀποστρέφεται κανένα ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν εἰς Αὐτὸν ἐν μετανοίᾳ, καθ’οἰονδἡποτε τρόπον καὶ ἄν εἶχαν προηγουμένως ἁμαρτἡσει, μοῦ ὑπεσχέθῃ ὅτι καὶ ἐσένα θὰ δεχθῇ· ἀλλὰ ἐὰν τηρήσης ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δι’ ἐμοῦ σὲ προστἀζει.
 
Ὅταν ἐδῶ φθάσουν τὰ πράγματα, καὶ σὲ ἐρωτήσει·
 
-Καὶ ποῖα ἄραγε εἶναι αὐτὰ ποὺ μοῦ δίνεις ἐντολὴν νὰ τηρἡσω;
 
Τότε νὰ τοῦ εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
 
-Τάδε λἑγει Κὐριος·
 
Ἐγώ Κύριος ὁ Θεός σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔχεις ἔλθει πειράζων. Σὺ εἶσαι ἀρχαῖον κακόν. Καὶ συνήθισες νὰ πορεύεσαι κατὰ τὴν βέβηλόν σου ὑπερηφἀνειαν. Καὶ πῶς θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀφιερώσῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς ἀληθινὴν μετάνοιαν; Ὅμως, διὰ νὰ μὴν ἔχῃς πρόφασιν ἀπολογίας τὶς δικαιολογίες αὐτές κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, ὅτι δῆθεν ἡθέλησα νὰ μετανοήσω καὶ ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἐδέχθη, πρόσεχε εἰς αὐτὰ ποὺ σοῦ λέγω, πῶς ὁφείλεις νὰ ἐνεργήσῃς τὸν τρόπον τῆς σωτηρίας σου.
 
Αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου τῶν Δυνάμεων·
 
-Θἀ μείνης ἐπὶ τρία ἔτη εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος. Στραμμἐνος κατὰ ἀνατολἀς. Νύκτα καὶ ἡμέρα θἀ ἱκετεύῃς: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ ἀρχαῖον κακόν». Σὺ θὰ τὸ λέγῃς αὐτὸ ἑκατὸ φορές. Μὲ φωνή δυνατή.
 
Καὶ πάλιν ἐκατὁ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως».
 
Καὶ πάλιν ἄλλες ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμένην ἀπάτην»!
 
Αὐτἀ νὰ κρἀζῃς πρός τον Κύριον ἐπὶ τρία ἔτη διαδοχικῶς καὶ ἀδιαλείπτως, τὴν μίαν ἑκατοντἀδα μετὰ τὴν ἄλλην. Καὶ ἐἀν τὰ κάνῃς αὐτὰ καθώς πρέπει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνην ποὺ ἁρμόζει, θὰ συναριθμηθῇς μὲ τοὺς Ἀγγέλους Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος.
 
Αὐτὰ νὰ τοῦ εἰπῇς, λέγει ὁ Ἄγγελος, εἰς τὸν Γέροντα. Ἐἀν λοιπὸν συμφωνἡσῃ νὰ τὰ κάμῃ, δέξου αὐτὸν εἰς μετἀνοιαν.
 
Ἀλλὰ γνωρίζω, λέγει Κύριος, ὅτι ἀρχαῖον κακὸν νέον καλὸν δὲν γίνεται.
 
Καὶ ὅσα ἀκολουθήσουν σημείωσέ τα διὰ τὶς ἔσχατες ἡμἐρες, νὰ μὴν ἔρχωνται οἱ ἄνθρωποι εἰς ἀπελπισίαν καὶ ἀπόγνωσιν, ἐφόσον ἀπὸ καρδίας θελήσουν νὰ μετανοἡσουν. Διότι πάρα πολὺ θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν διἡγησιν αὐτὴν οἱ βαρέως ἀμαρτήσαντες, πληροφορούμενοι γιὰ τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴ ἀπελπίζωνται εἰς τὴν προσπἀθειαν τῆς μετανοίας διὰ τὴν σωτηρίαν των.
 
Αὑτἀ εἶπεν ὁ Ἄγγελος καὶ ἀνέβη εἰς τους οὐρανούς.
 
Τὴν ἐπομένην ἐνωρίς τὸ πρωΐ ἐμφανίζεται πάλιν κλαίων ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ μακρὁθεν ὁ δαίμων, καὶ ἐρχόμενος πρὸς τὸν Γέροντα.
 
Ὁ Γέρων κατ’ ἀρχἀς δὲν ἐθεάτρισε τὴν ἀπἀτην τοῦ προσερχομένου· μόνον ἔλεγε ἀπὸ μέσα του εἰς τὸν λογισμόν του:
 
-Κακῶς ἦλθες, ἀρχαῖον κακόν, κλέπτη διάβολε, σκορπιὲ μὲ τὸ δηλητἡριο, ἀποστάτα τῆς θείας δόξης, ἀντάρτη κακότροπε, κακοσήμαντε, παραχαραγμἐνε, παραμορφωμένε.
 
Καὶ ὅταν ἐπλησίασε, τοῦ λέγει·
 
-Νὰ γνωρίσης ὅτι παρεκἀλεσα τὸν Θεόν, καθώς σοῦ ὑπεσχέθην, καὶ σὲ δέχεται εἰς μετάνοιαν, ἐὰν ὅμως κάμῃς ἔργον αὐτὰ ποὺ σοῦ παραγγέλει δι’ ἐμοῦ ὁ κραταιὸς τῶν Δυνάμεων Κύριος.
 
Λέγει ὁ δαίμων· -Καὶ ποῖα εἶναι αὐτὰ ποὺ Αὐτὸς μοῦ ὥρισε νὰ κάμω;
 
Καὶ ὁ Γέρων εἶπε·
 
-Προστάζει ὁ Θεός νὰ σταθῇς εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος ἐπὶ τρία ἔτη βλέπων κατὰ ἀνατολἀς καί κρἀζων ἡμέρα καὶ νύχτα ἀδιαλείπτως ἀνὰ ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός ἐλἑησὁν με τὸ ἀρχαῖον κακόν»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλἑησόν με τό βδἑλυγμα τῆς ἐρημὡσεως»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμἑνην ἀπἀτην». Συνεχῶς ἐπαναλαμβανὁμενα αὐτὰ ἀνὰ ἐκατό, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἐπὶ τρία ἔτη. Ὅταν τά κάμῃς αὐτὰ καθώς πρέπει, θὰ δεχθῇ τὴν μετάνοιάν σου καὶ θὰ συναριθμηθῇς καθὼς ἤσουν ἐξ ἀρχῆς μὲ τούς Ἀγγέλους Αὐτοῦ.
 
Καθὼς ἤκουσεν αὐτὰ ὁ Ζερέφερ ἀστραπιαίως ἀπἑβαλε τὸ ἐπίπλαστον τοῦ θρἡνου προσωπεῖον του· ἔκαμε ἔνα δαιμονιώδη ἀπαίσιον καγχασμόν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ εἶπε εἰς τὸν Γέροντα·
 
-Ὦ σαπρόγηρε, ἐλεεινὲ καὶ ἄθλιε, τρισάθλιε γέρον! Ἐάν ἐγὼ ἤθελα νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀρχαῖον κακὸν καὶ ἐσκοτισμένην ἀπάτην καὶ ἐζοφωμένον καὶ ἀνωφέλητον, ἀπὸ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς θὰ εἶχα διαλέξει νὰ τὸ κάνω αὐτὸ καὶ θὰ ἐσωζόμουν ἀμέσως, ἀπὸ τότε.
 
Ἀλλά, τώρα ἐγώ, ἀρχαῖον κακόν; Μὴ γένοιτο! Καὶ πῶς εἶμαι ἀρχαῖον κακόν; Τώρα μάλιστα ποὺ ἔχω γίνει τόσον θαυμαστός; καὶ ὅλοι μοῦ ὑποτἀσσονται καὶ μὲ φοβοῦνται καὶ μὲ τρέμουν;
 
Τώρα ἐγώ νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀπάτην καὶ ἑζοκρωμένον καὶ ἀνωφέλητον; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι!
 
Τώρα ἰδίως ποὺ δεσπόζω ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, νὰ γίνω διὰ τῆς μετανοἰας ἐγὼ ἔνα τίποτε, ἔνα παίγνιον, ἔνα ξεπεσμένο ἄβουλο ὄν; ἕνας δοῦλος ταπεινός, ἐλεεινός, εὑτελἡς καὶ ἀχρεῖος; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι! Ποτέ! ποτέ!
 
Αὐτἀ εἶπε τὸ ἀκἀθαρτον πνεῦμα καὶ μὲ ένα ἀλλόκοτον συριγμὸν καὶ ἀλαλαγμὸν, ἔγινε ἄφαντον ἀπὸ προσώπου τοῦ Γέροντος.
 
Ὁ δὲ Γέρων, καθώς εἶδε καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἐσύναξε τὸν ἑαυτόν του εἰς προσευχἡν, εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ ἀπὸ ἐμπειρίας καὶ λέγων·
 
-Ἀληθῶς εἶπας, Κύριε, ὅτι ἀρχαῖον κακόν νέον ἀγαθὸν δὲν γίνεται!
 
 
Ἡ ἐρμηνευτική ἀπόδοση ἔγινε ἀπὸ τὸν ὁσιολ. Μοναχόν Λ.Φ, Ἀγιορείτη, τὸν ὁποῖον καὶ εὐχαριστοῦμε θερμῶς.
 
Ὡς ἐπίλογος
 
Αὐτά, ἀγαπητοὶ δὲν τὰ κοινολογῶ ἀπλῶς καί ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσετε τοῦ Δεσπότου τὸ πολὺ καὶ ἀνεκδιήγητον ἔλεος καὶ τὴν ἄπειρον Αὐτοῦ ἀγαθότητα. Διότι, ἐὰν καὶ τὸν διἀβολον δέχεται μετανοοῦντα, πολὺ περισσότερον τοὺς ἀνθρώπους, ὑπὲρ τῶν ὁποίων τὸ αἶμα Του ἔχυσε, θὰ δεχθῇ ἐπιστρέφοντας, ἐὰν τὸν ἱκετεύσουν ἀπὸ καρδίας ἐν μετανοίᾳ μὲ ἐξομολόγησιν καὶ διόρθωσιν βίου, καθώς ὁρίζει ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Καθολική καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία.
 
 
https://orthodoxfathers.com/logos/min-apelpizetai-kanenas-oudepote-otidipote

Ἀκούσατε τί εἶπε ἕνας Γέροντας…


 
 
Ακούσατε τι είπε ένας Γέροντας:
 
«Καλύτερα να κατοικείς μαζί με τρεις ανθρώπους Θεοφοβούμενους, παρά μαζί με χίλιους, οι οποίοι δεν έχουν φόβο Θεού. Αυτό σας το λέγω, διότι όταν κοντέψει η συντέλεια του κόσμου, εάν υπάρχει ένα μοναστήρι επί παραδείγματι με εκατόν καλόγερους, απ’ αυτούς ζήτημα είναι αν ευρεθούν δύο – τρεις με σωσμένη την ψυχή. Κι αν πάλι οι μοναχοί είναι πενήντα, δεν θα εύρεις ανάμεσά τους ούτε ένα να είναι της ψυχής του.
 
Όλοι θα το ρίξουνε στο φαγητό και η καρδιά τους θα αγαπά τα τραπέζια και την κοιλίαν και τ΄αρχοντιλίκια και το χρήμα. Ωστόσο, να μην θαυμάζετε τόσον δι΄αυτό, όσον δια το αν θα μπορέσει έστω και μια ψυχή να ξεφύγει από το στόμα του εχθρού».
 
Οι Άγιοι Πατέρες επροφήτεψαν για εκείνους τους ανθρώπους που θα ζήσουν τελευταία και διελέγοντο και έλεγαν ο ένας εις τον άλλον: «Άραγε τι επράξαμεν εμείς εις τις ημέρες μας;»

 
Αποκρίθηκε λοιπόν ένας απ’ όλους, ο αββάς Ισχυρίων, που ήταν ο πλέον στοχαστικός και είπε: «Εμείς επράξαμε τις εντολές του Θεού».
 
Του απαντούν πάλι οι άλλοι και του λένε: «Καλά εμείς, μα όσοι θα ‘ρθουν ύστερα από εμάς, τι θα κάμουν;» Και είπεν ο Γέροντας: «Θα πράξουν κι αυτοί, αλλά θα φτάσουν ως τα μισά μας».
 
Τέλος οι Πατέρες τον ξαναρωτούν και του λένε: «Μα εκείνοι που θα ζήσουν ύστερα απ’ αυτούς τι;…..»
 
Λέγει τους ο Γέροντας:
 
«Της γενεάς εκείνης οι άνθρωποι τίποτα δεν θα κάμουν. Και θα τους έλθει πειρασμός. Κι όσοι δοκιμασθούν και βαστάξουν εις τους πειρασμούς του καιρού εκείνου και μπορέσουν να σταθούν εις τα πόδια τους, αυτοί θα είναι παραπάνω κι από εμάς κι από τους Πατέρες μας».
 
*****
 
«Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» (Αποκ. 2, 10)

«Οἱ ὀρθόδοξοι ἐρημίτες ἐμποδίζουν τόν διάβολο νά καταλάβει τόν κόσμο, ἐπειδή συνεχῶς προσεύχονται στόν Κύριο γιά νά μᾶς προστατεύσει ἀπό τό κακό»

 

Γέροντας Θαδδαίος της Βιτόβνιτσα
 
Ερώτηση καθηγητή Ζ.Σ.:
Πάτερ, μήπως θεωρείτε πώς ήδη ζούμε σε καιρούς πού βρίσκονται κοντά στην Αποκάλυψη, όπως την περιέγραψε ο άγιος απόστολος ο Ιωάννης ο Θεολόγος;
 
Απάντηση πατρός Θαδδαίου:
Και εσείς από μόνοι σας βλέπετε ότι βρισκόμαστε σε μία αποκαλυπτική κατάσταση. Ένας επιστήμονας μας, μου έφερε πριν από λίγο καιρό το βιβλίο του πού είχε τον τίτλο «ο πολιτισμός και ο πλανήτης μας βρίσκεται σε κίνδυνο».
 
Αυτός ο επιστήμονας έλεγε ότι, εάν δεν αλλάξει κάτι σύντομα στην ανθρώπινη συνείδηση και συμπεριφορά απέναντι στη φύση, το πρώτο μεγάλο πρόβλημα πού θα έχουμε θα είναι το νερό πού πίνουμε.
 
Αν δεν αλλάξει κάτι στους ανθρώπους, θα πρέπει σε λίγο να αγοράζουμε νερό σε μπουκάλια. Μέχρι πριν από λίγο καιρό μόνο οι Γάλλοι είχανε καλό νερό στην Ευρώπη.
 
Αν δεν σταματήσει ο άνθρωπος να δηλητηριάζει τα ποτάμια και τις θάλασσες, όλο το νερό θα είναι σε λίγο δηλητηριασμένο. Όμως ερωτώ: θα υπάρχει δυνατότητα να καθαρίσουμε το νερό από τα τόσα δηλητήρια; Τα μικρόβια μπορούν να απομακρυνθούν με εμβόλια αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να καθαρίσουμε το μολυσμένο νερό για να μπορούμε να το πιούμε!

 
Να, πώς περιγραφεί τους αποκαλυπτικούς καιρούς ο άγιος ό Νείλος ό Αγιορείτης: Ο άγιος Νείλος ο Αγιορείτης περιγράφει την γενική κατάσταση, πού θα επικρατήσει τους τελευταίους καιρούς. Αυτός ο άγιος είναι σαν να έζησε σήμερα στα χρόνια μας.
 
Περιγράφει πώς ο αντίχριστος θα γεννηθεί με εξωσωματική σύλληψη. Εξωσωματική σύλληψη όμως υπάρχει μόνο τα τελευταία χρόνια. Δεν υπήρχε όταν έζησε αυτός ο άγιος. Γιατί αυτός ο άγιος ο Νείλος ο Αγιορείτης έζησε τον 17ο αιώνα.
 
Στη συνέχεια ο άγιος ο Νείλος λέει ότι η εικόνα του αντίχριστου θα έχει επιρροή στα ανθρώπινα συναισθήματα. Πολλοί άνθρωποι θα τον εμπιστευθούν…
Σήμερα δεν βλέπουμε πώς υπάρχει η τηλεόραση με εικόνες πού μιλάνε;
Σήμερα όλα είναι πιο ξεκάθαρα.
 
Η Υπεραγία Θεοτόκος εμφανίστηκε και μίλησε σε πολλούς ανθρώπους σε πρόσφατες εποχές. Είπε ότι μεσιτεύει στον Υιό της για μας, αλλά εμείς δεν μετανοούμε.
 
Μας συμβούλευσε σε πολλές περιπτώσεις να μετανοήσουμε, διότι ο καιρός περνάει κι έρχονται δύσκολες μέρες για τους χριστιανούς.
 
Μας λέει ότι πρέπει να μετανοήσουμε, έτσι ώστε να μην έχουμε την ίδια τύχη με εκείνους που απομακρύνθηκαν από τον Θεό.
 
*****
 
Το κακό προσπαθεί να κυριαρχήσει τους ανθρώπους με κάθε τρόπο.
 
Ο πατέρας είπε ότι έρχονται φοβερά χρόνια, χωρίς να υπολογίζει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά πρόσθεσε ότι ο χρόνος μας είναι πιο φοβερός σε σχέση με το παρελθόν. Πολλές πιέσεις γίνονται αισθητές σε όλο τον κόσμο.
 
Εμείς οι Ορθόδοξοι απειλούμαστε ιδιαίτερα, αφού το κακό απευθύνεται κυρίως σε εμάς.
 
Στη Δύση, η επιβολή σφραγίδας στους ανθρώπους έχει ήδη αρχίσει.
 
Οι τέκτονες είναι παρόντες παντού.
Έχουν δικό τους λαό στην κυβέρνηση όλων των κρατών, σε άλλα σημαντικά μέρη, ακόμα και στην εκκλησία. Οι τέκτονες προετοιμάζονται να υποτάξουν ολόκληρο τον κόσμο με τη δύναμη των Ηνωμένων Εθνών, υπό την ηγεσία ενός ατόμου, τον Αντίχριστο, τον οποίο θέλει να πάρει τη θέση του προέδρου των Ηνωμένων Εθνών.
 
Οι ορθόδοξοι ερημίτες εμποδίζουν τον διάβολο να καταλάβει το πνευματικό πεδίο ολόκληρου του κόσμου, όχι επειδή αντιστέκονται, όσο γιατί συνεχώς προσεύχονται στον Κύριο για να μας προστατεύσει από το κακό.
Ειδικά κατά το 1993, ο αντίκτυπος αυτός έγινε ακόμη πιο σαφής.
 
Ο πατέρας μου είπε ότι ο διάβολος είχε ήδη απελευθερωθεί.
 
Ως αποτέλεσμα, η οικονομία όλων των κρατών θα καταστραφεί, καθώς τα χρήματα για την οικονομία είναι τα ίδια με το αίμα για ένα άτομο.
 
Όλα αυτά θα οδηγήσουν σε ένα πρωτοφανές χάος. Από αυτό το χάος ο αντίχριστος θα βγει για να «σώσει» τον κόσμο.
 
“Όταν ακούτε ότι η οικονομική κρίση έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο, τότε πρέπει να ξέρετε ότι η έλευσή του είναι κοντά”.
 
Από το βιβλίο: Γέροντος Θαδδαίου Βιτόβνιτσας- Πνευματικές Συζητήσεις, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη
 
…Μόνο ο Θεός μπορεί να μας σώσει, τόσο από τον ίδιο μας τον εαυτό όσο και από τα νύχια των δαιμόνων.
 
πηγή: iconandlight
 
https://simeiakairwn.wordpress.com/2021/06/17/οι-ορθόδοξοι-ερημίτες-εμποδίζουν-τον/#more-68090

Κυριακή Α Ματθαίου:«Πῶς ὁμολογῶ τόν Χριστό».π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος


ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ.10.32-33, 37-38 και Ματθ.19,27-30]]
 
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
 
με θέμα:
 
«ΠΩΣ ΟΜΟΛΟΓΩ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;»
 
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 26-6-1994]
 
(Β300)
 
Ο Χριστός, αγαπητοί μου, είπε εις τους μαθητάς Του και δι’ αυτών προς όλους τους πιστούς όλων των αιώνων και εποχών, έναν βαρυσήμαντο λόγο. Τους είπε: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»· που σημαίνει ότι ο Χριστός ζητά την ομολογία μας υπέρ του προσώπου Του ενώπιον των ανθρώπων.
 
Πώς όμως αυτή η ομολογία του Χριστού μπορεί να εκφραστεί; Με τρεις τρόπους. Ο πρώτος τρόπος, με την ορθόδοξη πίστη. Ο δεύτερος τρόπος, με την ορθόδοξη ευαγγελική ζωή, με το ευαγγελικό ήθος. Και ο τρίτος τρόπος, ως ιεραποστολή. Με αυτούς τους τρόπους μπορούμε να ομολογήσουμε τον Χριστό. Όχι με ένα μόνο, ερήμην των άλλων δύο. Αλλά και με τους τρεις τρόπους.
 
Ας προσπαθήσουμε μία προσέγγιση εις αυτούς τους τρόπους ομολογίας του θεανθρωπίνου προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αλλά πριν κάτι πούμε, θα πρέπει να σημειώσουμε τα κίνητρα εκείνα τα οποία μας ωθούν εις την ομολογίαν της Ορθοδοξίας. Είναι πρώτιστα η αγάπη του Χριστού. Αν δεν αγαπάς τον Χριστό, είναι αδύνατον, αδύνατον να τον ομολογήσεις. Η αγάπη υπερνικά ακόμη και αυτόν τον θάνατον· εξ ου και το μαρτύριον. Η αγάπη θα δώσει το θάρρος, αλλά και το άοκνον, το ατεμπέλιαστο, το άοκνον της ομολογίας του Χριστού ισοβίως.

 
Και όταν λέμε ότι ομολογούμε τον Χριστόν, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι ομολογούμε την Ορθοδοξία. Ή αν ομολογούμε την Ορθοδοξία, ομολογούμε τον Χριστό. Γιατί, απλούστατα, Χριστός και Ορθοδοξία ταυτίζονται. Τι είναι η Ορθοδοξία; Ο ορθόδοξος τρόπος αναφοράς εις το θεανθρώπινον πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Η ορθόδοξος ερμηνεία του θεανθρωπίνου προσώπου του Ιησού Χριστού. Αυτό είναι Ορθοδοξία. Σημαίνει λοιπόν ομολογία της ανθρωπίνης και της θείας φύσεως του Ιησού Χριστού· με ό,τι μας αποκαλύπτεται στο θεανθρώπινο πρόσωπό Του μέσα στον λόγο του Θεού, μέσα στην Αγία Γραφή. Και η ομολογία προϋποθέτει κάποια γνώση, βεβαίως, του θεανθρωπίνου προσώπου του Χριστού. Αν δεν έχουμε αυτήν την γνώση, τι θα ομολογήσουμε; Τι θα δείξουμε;
 
Όταν ερωτήθηκε εκείνος ο τυφλός, που τον θεράπευσε ο Κύριος, αν πιστεύει εις τον Χριστόν, που ο Κύριος του το είπε αυτό, εκείνος είπε: «Ποιος είναι;». «Εγώ είμαι», λέει ο Κύριος, «Αυτός που σου άνοιξα τα μάτια». Κι εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε. Πιστεύω.» και προσεκύνησε αυτόν. Τον προσεκύνησε τον Κύριο. Την ίδια στιγμή γίνεται ομολογητής του Χριστού. Και μάλιστα ομολογητής εις τους Φαρισαίους· οι οποίοι, δεν ήθελαν, αμφέβαλλαν για το θαύμα, αμφέβαλλαν δια την ποιότητα του Ιησού Χριστού. Και μάλιστα, επειδή ακριβώς επέμενε ο τυφλός και τους έλεγε «Μα σας είπα και σας το ξαναείπα, ότι Αυτός μου άνοιξε τα μάτια», εθεωρήθηκε και θεωρείται ο πρώτος ομολογητής του Χριστού. Και επειδή τον έβγαλαν έξω με λοιδορία, «Φύγε από δω» -του είπαν- «εσύ όλος ἐν ἁμαρτίαις υπάρχεις κι εσύ διδάσκεις εμάς;». Γι΄αυτό θεωρείται και ο πρώτος μάρτυς του Χριστού. Ομολογητής και μάρτυς Χριστού. Ο πρώτος.
 
Ακόμη, θα ήθελα να πούμε ότι η ομολογία του Χριστού είναι ένα χάρισμα. Δεν μπορείς να ομολογήσεις τον Χριστό, αν δεν έχεις αυτό το χάρισμα, το οποίο θα σου δώσει το Πνεύμα το Άγιον· το οποίον θα σου το δώσει, γιατί αυτό σου δείχνει ποιο είναι το θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, για να Τον ομολογήσεις. Εάν λοιπόν δεν έχεις το Πνεύμα του Θεού, δεν μπορείς επ’ ουδενί να είσαι ομολογητής του Χριστού.
 
Ο Χριστός είπε: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ» κλπ. Εκείνος ο οποίος θα ομολογήσει- προσέξτε- ἐν ἐμοὶ». Δεν είπε «ἐμέ». Παρακάτω το λέει «ἐμέ». Που αναφέρεται σε εκείνους που αρνούνται τον Χριστόν. Εκείνος που θα με αρνηθεί» Εδώ λέγει «Εκείνος που θα ομολογήσει «ἐν ἐμοὶ». Αυτό το «ἐν ἐμοὶ» σημαίνει, βοηθούμενος από μένα για να με ομολογήσει. Κι όπως λέγει σχολιάζοντας ο Ιερός Χρυσόστομος: «Δεικνύς ότι (δείχνοντας ότι) οὐκ οἰκείᾳ δυνάμει, ἀλλά τῇ ἄνωθεν βοηθούμενος χάριτι ὁμολογεῖ ὁ ὁμολογῶν». Δεν ομολογεί από δικές του δυνάμεις, αλλά από την άνωθεν χάρη, από το Πνεύμα το Άγιον. Περί δε τοῦ ἀρνουμένου οὐκ εἶπεν ἐν ἐμοὶ (Για εκείνον ο οποίος αρνείται δεν είπε «ἐν ἐμοὶ») ἀλλά ἐμέ. Ἒρημος γάρ γενόμενος τῆς τοῦ Θεοῦ δωρεᾶς, οὓτως ἀρνεῖται». Έρημος από την δωρεά του Θεού, έρημος από το Πνεύμα το Άγιον, φθάνει να με αρνηθεί. Μη μου πείτε, τότε εκείνος που αρνείται, τι φταίει αν στερείται του Αγίου Πνεύματος; Ω! Το κλειδί όλων αυτών των πραγμάτων και πλήθος άλλων, είναι η προαίρεσις. Αν η προαίρεσις, αγαπητοί μου, είναι στραβή, αυτό το βλέπει ο Θεός. Και δεν σου δίνει τη Χάρη. Δεν σου στέλνει το Πνεύμα το Άγιον. Δεν φταίει ο Θεός, για να μη σου δώσει τη χάρη Του, το Πνεύμα το Άγιον. Αλλά η δική σου η κακή προαίρεσις· η οποία αποκλίνει από τον κακό τρόπο της ζωής σου. Συνήθως, όχι απολύτως, αλλά συνήθως. Γιατί, πόρνες κάποτε ομολογούν τον Θεόν. Αλλά συνήθως, η προαίρεσις είναι το κλειδί όλης μας της ανθρωπίνης συμπεριφοράς. Όλο το κακό εκπηγάζει όχι από τον διάβολο, από μας. Και από τον διάβολο, αλλά, γιατί τάχα, δεν υπάρχει ο διάβολος και για τους ευσεβείς; Από την προαίρεσή μας, την κακή προαίρεσή μας, από εκεί πηγάζει.
 
Αλλά ύστερα από αυτά τα λίγα που είπαμε σχετικά με το ποιες είναι οι προϋποθέσεις να φθάσουμε να ομολογήσουμε τον Χριστό, ας δούμε τώρα αυτές τις τρεις μορφές που προηγουμένως σας ανήγγειλα.
 
Η πρώτη μορφή ομολογίας της ορθοδόξου πίστεως είναι η ομολογία του Χριστού ορθοδόξως. Δηλαδή η αντιμετώπισις των αιρέσεων. Τι είναι η αίρεσις; Η απόκλισις από την ορθήν πίστιν, η στραβή ερμηνεία του θεανθρωπίνου προσώπου του Χριστού. Όπως επί παραδείγματι, μπορούσε να λέγει ο Αρειανισμός ότι δεν είναι Θεός, αλλά μόνον άνθρωπος. Ή να λέει κάποια άλλη αίρεσις: «Δεν είναι άνθρωπος, αλλά είναι Θεός μόνον», κ.ο.κ. ·ότι «η Παναγία δεν είναι Θεότοκος· είναι Χριστοτόκος»· κ.λπ. κ.λπ. κλπ. Όσες ποτέ ενεφανίσθησαν αιρέσεις. Δηλαδή στον κοινόν χώρον της πίστεως, εμφανίζονται άνθρωποι, οι οποίοι έχουν διαφορετική ερμηνεία και αντίληψη για την πίστη. Όλες οι αίρεσεις γεννήθηκαν μέσα εις τον χώρον της Εκκλησίας· όχι απέξω, μέσα εις τον χώρον της Εκκλησίας.
 
Συνεπώς τι είναι εδώ η ομολογία του Χριστού; Είναι η ορθόδοξος ομολογία σε εκείνους που έχουν διαφορετική αντίληψη για τον Χριστόν. Και εκείνοι που αντιμετωπίζουν την αίρεσιν λέγονται ομολογηταί. Και μάλιστα αν τύχουν και μαρτυρίου, όπως είναι ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όπως είναι ο άγιος Θεόδωρος ο Γραπτός, που του έκοψαν τη γλώσσα, όπως είναι όποιος είναι, και λοιποί τόσοι πολλοί, αυτοί ανεδείχθησαν κατά καιρούς εναντίον των αιρέσεων και των αιρετικών.
 
Ομολογία ακόμη λέγεται όταν ο πιστός σταθεί μπροστά στην ειδωλολατρία· η οποία στρέφεται ως διώκτης κατά της Εκκλησίας. Ο Μέγας Βασίλειος έναντι του ειδωλολατρούντος Ιουλιανού του Παραβάτου του αυτοκράτορος, στάθηκε εδραίος. Κι όταν είπε ό,τι είπε, «Ἀκούετω ταῦτα καί βασιλεύς», είπε εις τον Μόδεστον τον Έπαρχον: «Αυτά που σου είπα, να τα ακούσει και ο βασιλιάς!», «ἀκούετω ταῦτα καί βασιλεύς». Ομολογητής! Έναντι της ειδωλολατρίας. Έτσι, ο κάθε πιστός, ομολογεί τον Χριστόν. Είτε έναντι των αιρέσεων είναι, είτε έναντι της ειδωλολατρίας, ομολογεί τον Χριστόν, ως τον μοναδικό σωτήρα Θεάνθρωπον Ιησούν.
 
Όταν χλευάζεται ακόμη ο Χριστός από Χριστιανούς -αλίμονο, και από μη Χριστιανούς- σταθεί και υπερασπιστεί το πρόσωπο το ανθρώπινον του Χριστού. Όταν ακόμη, Χριστιανοί μας αρνούνται το Ευαγγέλιο, είτε επιλεκτικώς είτε καθ΄ολοκληρίαν, συνήθως επιλεκτικώς, «δεν συμφωνώ μ’ αυτό που λέει το Ευαγγέλιο», «δεν συμφωνώ με εκείνο που λέει το Ευαγγέλιο», ο ομολογητής θα υπερασπιστεί το Ευαγγέλιο. Παντού. Μέσα στην καθημερινότητα, μέσα στην εργασία, στο σπίτι, στο δημόσιο βίο. Όταν ο Χριστός, υποτιμάται και πρέπει να μιλήσουμε γι’ Αυτόν ή να διορθώσουμε αν δεν υπάρχει κακή προαίρεσις ή να επιτιμήσουμε εάν υπάρχει κακή προαίρεσις, κακοπιστία, θα επιτιμήσομε, θα επιπλήξομε. Όλα αυτά σημαίνουν ομολογώ τον Χριστόν. Δεν ντρέπομαι. Δεν υποστέλλω την αλήθειαν. Δεν συρρικνούμαι.
 
Δεν είμαι…τέκνον υποστολής, που λέει στην Προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος. Σιωπώ, και η σιωπή μου είναι προδοσία. Η σιωπή μου… γιατί σιωπώ; Κινείται από ανθρωπαρέσκεια. Για να μην πουν για μένα ότι…να, ότι…να. Προτιμώ να αρέσω εις τους ανθρώπους, παρά εις τον Θεόν. Αλήθεια, αδελφέ μου, αν σου ‘βριζαν τον Πατέρα, τη γυναίκα ή τον άνδρα ή το παιδί σου, θα σιωπούσες; Αν έλεγαν το παιδί σου ότι είναι νόθο, θα σιωπούσες; Αν έλεγαν ότι ο Χριστός δεν είναι ο υιός του Θεού, αλλά κτίσμα, ίδια είναι βλασφημία, μόνο εξαιρετικά μεγεθυμένη, επειδή δεν αναφέρεται στο παιδί σου αλλά αναφέρεται εις τον Υιόν του Θεού; Θα σιωπούσες; Και τότε η σιωπή σου δεν είναι προδοσία;
 
Ακόμη, αγαπητοί, ομολογία Χριστού ασκώ όχι μόνον με τον λόγον, αλλά και με το βίωμα, με το ευαγγελικόν ήθος, με τον ορθόν κατά Θεόν βίον. Δηλαδή, με την ορθοπραξίαν. Όχι με την ορθοδοξίαν μόνον, αλλά και με την ορθοπραξίαν, με την ορθή βιωτήν. Ο Κύριος μας είπε: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Τι είπε; «Να ιδούν οι άνθρωποι τα καλά σας έργα, τον καλό σας τρόπο, τον σωστό σας ευαγγελικό βίο για να δοξαστεί ο Θεός». Αυτό είναι. Έτσι ομολογούμε τον Χριστόν, ζώντες την ευαγγελικήν αλήθειαν. Αν δεν ζω ευαγγελικά, δεν ομολογώ Χριστόν. Γιατί δείχνω στην πράξη την απιστία μου. Αν υποτεθεί ότι λέγω ότι είμαι ορθόδοξος Χριστιανός και η ζωή μου είναι βρώμικη, τότε είμαι ένας υποκριτής. Αν δεν ζω την εγκράτεια, αν μετέρχομαι τα σαρκικά αμαρτήματα, αυτά που οι άνθρωποι, οι χριστιανοί μας σήμερα κατά κόρον ζουν, τα σαρκικά αμαρτήματα, δεν μπορώ να λέγομαι ότι ομολογώ Χριστόν. Αν δεν είμαι ελεήμων και είμαι φιλάργυρος, δεν μπορώ να πω ότι ομολογώ τον Χριστόν. Η πρώτη εικόνα που θα δώσω εις τους απέξω, όχι βεβαίως προβάλλοντας τον εαυτόν μου, αλλά εν απλότητι ζώντας, η πρώτη εικόνα την οποία θα δώσω εις τους απέξω, θα είναι ο τρόπος με τον οποίο ζω. Λέγεται ότι οι άνθρωποι πιστεύουν περισσότερο στα μάτια τους, παρά στα αυτιά τους. Όχι τι λες, αλλά πώς ζεις. Φυσικά ο Χριστός είπε: «Μεγάλος είναι εκείνος ο οποίος θα διδάξει και θα ζήσει το Ευαγγέλιον». Δηλαδή «θα με ομολογήσει και με τη διδαχή του, αλλά και με τη ζωή του».
 
Σήμερα, δεν ξέρω, αλήθεια, δεν ξέρω, κατά πόσο χωλαίνει η Ορθοδοξία μας, τουλάχιστον στην πατρίδα μας. Αλλά εκεί που πάσχομε κυριολεκτικά και αρνούμεθα τον Χριστό, είναι αγαπητοί μου, η απουσία της ορθοπραξίας. Αν βρεθούμε σε μία πόλη, δούμε τους ανθρώπους πώς κινούνται, κέντρα νυκτερινής διασκεδάσεως, ποικίλα στοιχεία μεσ’ την πόλη αυτή που υπάρχουν, θα λέγαμε ότι δεν ξέρομε αν θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πόλις αυτή είναι χριστιανική ή ειδωλολατρική. Σε τι θα διέφερε παρακαλώ η πόλις η χριστιανική, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, δεν ξέρω ποια, η πόλις, εάν ζει κατά τρόπον, όπως ζει, από του να ήτο χριστιανική πόλις; Το ίδιο είναι. Το ίδιο ζούμε. Γι΄αυτό σας είπα, αμφιβάλλω αν και κατά πόσο στην πατρίδα μας αυτή τη στιγμή, έξω από μεμονωμένες περιπτώσεις, αν ζούμε με ορθοπραξία. Γι’αυτό διαμαρτύρεται ο Θεός και λέγει: «Δι᾿ ὑμῶν βλασφημεῖται τὸ ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι». «Εξαιτίας σας βλασφημείται το όνομά μου εις τους εθνικούς». Κι ακόμη θα πει ο Θεός δια του Ησαΐου: «Ὁ λαὸς οὗτος τοῖς χείλεσί με τιμᾷ». Μόνο με τα χείλη του με τιμάει. Γεμίζομε την Εκκλησία τα χείλη του με τιμά. Γεμίζομε την Εκκλησία το Πάσχα…όχι, το Πάσχα φεύγομε, πάμε να φάμε τη μαγειρίτσα μας, την Μεγάλη Παρασκευή, ε, την ώρα που κάνομε την περιφορά του Επιταφίου, σαχλαμαρίζοντες κατά τη διάρκεια της λιτανείας του ιερού κουβουκλίου. Τι φοβερό πράγμα! Αν κάποιος από μακριά έβλεπε, θα έλεγε «Κοίταξε οι Χριστιανοί…». Έστω, έστω, έστω επιφανειακά, έστω εξωτερικά, αυτό προδίδει ότι είμεθα ορθόδοξοι Χριστιανοί, με ορθοδοξία και ορθοπραξία;
 
Σας είπα προηγουμένως αυτά σε μικρογραφία. Αλλά οι Χριστιανοί έναντι των εθνών που δεν εγνώριζαν Χριστόν, πώς στάθηκαν; Το ίδιο. Θα περιοριστώ σε τούτο να σας πω μόνον. Όταν η λεγομένη Χριστιανική Ευρώπη ξεκίνησε την αποικιοκρατία της στις άλλες χώρες της Ασίας και της Αφρικής, μόνο εικόνα Χριστού δεν έδωσε. Είχε πει ο Γκάντι κάποτε· Είχαν δεχθεί οι Ινδοί των Άγγλων την κατοχήν και είχε πει: «Καλός είναι ο Χριστιανισμός, αλλά πολύ κακοί είναι οι Χριστιανοί». Βλέπετε λοιπόν; Βλέπετε λοιπόν τι εικόνα δίδομε εις τους άλλους για την ορθότητα του Ευαγγελίου, για το Ευαγγέλιον και δια την ορθότητα του βίου του ευαγγελικού; Πάντως είτε με ορθά λόγια, είτε με ευαγγελικόν ήθος, ο άνθρωπος γίνεται ομολογητής Χριστού.
 
Είναι όμως και η τρίτη μορφή ομολογίας του Χριστού. Είναι η ιεραποστολή. Κίνητρον της ιεραποστολής είναι η αγάπη στον Χριστό και στον άνθρωπο, για να σωθεί. Ο Χριστός να δοξαστεί. Ο άνθρωπος, ο συνάνθρωπος να σωθεί. Εκεί ομολογούμε τον Χριστόν και είναι κατεξοχήν ομολογία αγάπης. Όταν ο Κύριος είπε εις τον Απόστολο Πέτρο μετά την Ανάστασή Του, εκεί παρά την λίμνην της Τιβεριάδος, «Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με πλεῖον τούτων;». Τρεις φορές το είπε: «Σίμων, παιδί του Ιωνά, με αγαπάς περισσότερο από τους άλλους;». Και ενώ ο Πέτρος είπε «Ναί, Κύριε, φιλῶ σε», «Σε αγαπώ», και μάλιστα όταν ο Κύριος το επανέλαβε και δια τρίτην φοράν, ο Πέτρος ελυπήθη. «Αμφιβάλλει ο Κύριος εάν τον αγαπώ;». Και στις τρεις περιπτώσεις ο Κύριος απήντησε κάπως διαφορετικά, αλλά το ίδιο νόημα. «Ποίμαινε τα πρόβατά μου». «Μ’ αγαπάς;». «Ποίμαινε τα πρόβατά μου». Τι σημαίνει αυτό; «Εάν μ’ αγαπάς, οφείλεις να ασκείς ποιμαντική και ιεραποστολή. Δεν μπορείς να με αγαπάς, εάν δεν ασκείς ποιμαντική εις τους άλλους, δεν ασκείς την ιεραποστολή». Ποιμαντική λέγεται -…το ίδιο πράγμα ουσιαστικά είναι- αλλά με μία διάκριση, ότι η ποιμαντική ασκείται εις τους έσω, εις τους πιστούς, ενώ η ιεραποστολή εις τους έξω, εις εκείνους που ακόμη δεν εγνώρισαν τον Χριστόν. Έτσι βλέπομε εδώ ο Κύριος να συνδέει την αγάπη με την ιεραποστολή. Και η ιεραποστολή απαιτεί πολλές θυσίες. Ακόμη και αυτής της ζωής την θυσίαν.
 
Κι αν όμως κανείς δεν μπορεί, έχει τον πόθο, δεν μπορεί να βγει πιο έξω, να βγει στο μέτωπο, να κηρύξει Χριστόν ως ιεραπόστολος… -αυτή την στιγμή έχομε τρία κλιμάκια εμείς οι ορθόδοξοι Έλληνες… Το ένα είναι στην Αφρική, το άλλο είναι στη Νότια Κορέα και το άλλο είναι στις Ινδίες. Κι όπου αλλού μπορεί μικρά κλιμάκια να υπάρχουν. Αυτή τη στιγμή. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Δεν είναι εύκολο πράγμα να ζήσεις στις συνθήκες της Αφρικής. Κάτω από φοβερές όντως προϋποθέσεις. Δεν μπορείς. Ποθείς; Κάνε κάτι άλλο. Δώσε τα αναγκαία δια την ιεραποστολήν. Στάσου εις τα μετόπισθεν. Δεν πολεμούν όλοι στα σύνορα ενός κράτους. Είναι και τα μετόπισθεν. Είναι η τροφοδοσία. Είναι ο εφοδιασμός. Είναι όλα εκείνα που θα βοηθήσουν τους πολεμούντας εις την πρώτην γραμμήν. Δεν μπορείς λοιπόν να γίνεις ιεραπόστολος; Βοήθησε όμως τους ιεραποστόλους. Δώσε χρήματα. Δώσε σκεύη, πράγματα. Κάνε προσευχή. Κάνε προσευχή δια τους ιεραποστόλους. Κάνε προσευχή δια τους μέλλοντας να κατηχηθούν ή τους κατηχουμένους, για να φθάσουν εις το άγιον Βάπτισμα.
 
Αγαπητοί, όλες αυτές οι μορφές είναι ομολογία Χριστού. Κι όπως είπαμε, η ομολογία του Χριστού ξεκινά από την πολλήν αγάπη του Χριστού. Και την αγάπη του πλησίον. Ίσως… πολλά είναι τα σπουδαία και τα καλά και τα αναγκαία έργα, αλλά κορυφαίον όμως είναι η ομολογία του Χριστού. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Πάντα δεύτερα τίθεσθε τῆς ὁμολογίας τῆς εἰς Χριστόν». Όλα μπαίνουν δεύτερα, κατοπινά, μπροστά στην ομολογία του Χριστού. Θέλετε απόδειξη; Και ο ληστής επί του σταυρού, δεν είχε περιθώρια καλών έργων. Αλλά ομολόγησε τον Χριστόν και σώθηκε. Και η ομολογία, όπως είπαμε, έχει μέσα της το μαρτυρικό στοιχείο. Δεν μπορείς να ομολογείς Χριστόν και να μη ζεις το μαρτύριον. Είτε σαν αναστεναγμός για το κακό που γίνεται, για τους ανθρώπους που απωθούν και δεν θέλουν να δεχθούν Χριστόν. Είναι το μαρτύριο των καταστεναζόντων, που λέγει ο προφήτης Ιεζεκιήλ, για ό,τι άσχημο έβλεπαν μέσα εις την πόλιν της Ιερουσαλήμ. Είναι, σε ένα κόσμο διεφθαρμένο που ζεις αδερφέ μου και αναστενάζεις που δεν δέχεται τον Χριστό, είναι σαν τον δίκαιο Λωτ. Λέγει ο Απόστολος Πέτρος: «Καταπονούμενον (Κοιτάξτε το ρήμα: «Καταπονούμενον». Κατεπονείτο. Εστενοχωρείτο, υπέφερε) ὑπὸ τῆς τῶν ἀθέσμων ἐν ἀσελγείᾳ ἀναστροφῆς». Όταν ζούσε μέσα σε εκείνη τη βρωμερή, ανήθικη πόλη των Σοδόμων, ο Λωτ ήτο καταπονούμενος.
 
Είτε ακόμη σαν λοιδορία του κόσμου. Όπως εκείνον τον τυφλόν που τον πέταξαν έξω. « Α, αυτός, αυτός ο χαζός, αυτός ο θρησκόληπτος». Τον θρησκευόμενον τον λένε θρησκόληπτον. Κοροϊδεύουν. «Αυτός που είναι περιθωριοποιημένος, στο περιθώριο βρίσκεται». Αυτόν ο οποίος δίδει ακόμα τον εαυτό του, την ψυχαγωγία του, δαπανάται. Αυτός που δίνει ακόμα και το αίμα Του. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, όλα αυτά συνιστούν το μαρτυρικό στοιχείο. Ομολογητής και μάρτυρας πάνε πλάι πλάι. Το ένα δεν μπορεί να σταθεί χωρίς το άλλο. Όλοι οι μάρτυρες είχαν την ομολογία. Αλλιώτικα δεν θα ήσαν μάρτυρες. Και ο Κύριος μας είπε ότι όταν Τον ομολογήσουμε μπροστά στους ανθρώπους, με την όποια στάση τους, τότε κι Εκείνος θα μας ομολογήσει ως δικούς Του εν ημέρα κρίσεως, ενώπιον του Πατρός Του, ενώπιον των αγίων αγγέλων και των αγίων.
 
Αγαπητοί, είναι θέμα αγάπης η ομολογία. Ας αναπτύξουμε την αγάπη και τότε θα έλθει και η ομολογία.
 
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
 
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
 
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
 
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
 
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
 
ΠΗΓΕΣ:
 
· Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
 
· http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_605.mp3

Μεγάλη εὐλογία εἶναι ὅσες φτιάχνουν πρόσφορα γιά τήν Ἐκκλησία!

 

Μεγάλη ευλογία είναι όσες φτιάχνουν πρόσφορα για την Εκκλησία!

 
Το πρόσφορο της Θείας Λειτουργίας, από το οποίο θα βγει ο Χριστός και θα γίνει το Σώμα του Χριστού, για τη Θεία Κοινωνία, πρέπει να γίνεται στο σπίτι από κάποια νοικοκυρά και να είναι σιταρένιο.
Τολμώ να πώ, ότι ποτέ να μην πάτε να πάρετε προσφορά από το φούρνο. Ένα πράγμα απεριποίητο, μια φούσκα, με μια τυπική σφραγίδα. Μπορεί να γίνει αυτό το Σώμα του Χριστού; Είναι ασέβεια!
Σε μια Θεία Λειτουργία χρειάζονται τουλάχιστον 2 πρόσφορα. Όταν φτιάχνεις πρόσφορο, φτιάχνεις την Παναγία, που θα γεννήσει το Χριστό. Η γυναίκα που ζυμώνει το πρόσφορο, υπέχει θέση της Αγίας Άννας, γιατί πηγαίνοντας το πρόσφορο στην Εκκλησία, είναι σαν να πηγαίνεις την Παναγία στην Εκκλησία, για να γεννήσει το Χριστό. Είναι πολύ μεγάλη τιμή λοιπόν, η νοικοκυρά να ζυμώνει και να φτιάχνει πρόσφορο.

Το πρόσφορο να το πηγαίνετε από την προηγούμενη μέρα στην Εκκλησία, για να φυλαχτεί στα Άγια των Αγίων.
Δυστυχώς οι σημερινές γυναίκες, αντί να καταδεχτούν, να ζυμώσουν και να πάνε ένα πρόσφορο στην Εκκλησία, βάφουν τα νύχια τους. Κολακεύονται σήμερα οι νοικοκυρές, ότι είναι χρυσοχέρες, αφού φτιάχνουν παντός τύπου φαγητού, φτιάχνουν γλυκά, φτιάχνουν παγωτά, φτιάχνουν όλες τις ”διαβολιές της κοιλιάς. Όμως δεν μπορούν και δεν ξέρουν να φτιάξουν ένα πρόσφορο. Τους απαγορεύει ο διάβολος να το φτιάξουν.
 
Δημήτριος Παναγόπουλος ο Ιεροκήρυξ

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Ὁ χαρακτήρας τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου κατά τον Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά Τοῦ καθηγητοῦ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ


Τοῦ καθηγητοῦ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ 

Η ἐλευθερία εἶναι ἕνα ἀπό τά σπουδαιότερα θέματα πού ἀφοροῦν τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Κάθε ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν χαρακτηρίζει ὡς πρόσωπο, συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν ἐλευθερία του. Ἔτσι μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά μία μεγάλη ποικιλία, μέ τήν ὁποία φανερώνεται αὐτή ἡ ἐλευθερία, ὅπως εἶναι λόγου χάρη ἡ ἐλευθερία τῆς σκέψεως, ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου, ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, ἡ ἠθική ἐλευθερία, ἡ θρησκευτική ἐλευθερία, κλπ. 

Ἐμεῖς δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ τίς παραπάνω πλευρές τῆς ἐλευθερίας, ἀλλά θά ἐπιχειρήσουμε νά παρουσιάσουμε μέ κάθε δυνατή συντομία, πῶς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς βλέπει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καθεαυτήν. Στή συνέχεια, ἀφοῦ ἀναφερθοῦμε στήν ὀντολογική ὑποδούλωση καί ἀπελευθέρωση τοῦ ἄνθρωπου, θά παρουσιάσουμε πώς ὁ ἄνθρωπος ἀναπτύσσει καί φανερώνει τήν ἐλευθερία του ὡς μέτοχός της πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καί ποιός εἶναι ὁ ἰδιάζων χαρακτήρας αὐτῆς τῆς...

ἐλευθερίας. 

Εὐθύς ἐξαρχῆς πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἀπόλυτα ἐλεύθερος καί κυριολεκτικά αὐτεξούσιος εἶναι μόνο ὁ Θεός, ἀφοῦ ὡς ὁ ὄντως Ὧν δέν ὑπόκειται σέ καμιά φυσική ἤ μεταφυσική ἀναγκαιότητα1. Ἑπομένως εἶναι αὐτονόητο ὅτι λόγος γιά ἀπόλυτη καί αὐθεντική ἐλευθερία μπορεῖ νά γίνεται μόνο ἐκεῖ, ὅπου βρίσκεται καί ἡ πηγή τῆς ἐλευθερίας, ὁ ἴδιος δηλαδή ὁ Θεός. Ἄμεση φανέρωση τῆς αὐθεντικῆς αὐτῆς ἐλευθερίας στήν κτίση καί τήν ἱστορία γίνεται μόνο μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. 

Ἄν ὅμως ἡ ἀπόλυτη καί αὐθεντική ἐλευθερία βρίσκεται μόνο στόν ἴδιο τόν Θεό καί στίς ἄκτιστες ἐνέργειές του, τί εἴδους ἐλευθερία ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὡς κτίσμα καί ποῦ θεμελιώνεται αὐτή ἡ ἐλευθερία του; 

Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἄνθρωπου, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ἐκπροσωπεῖται ἀπό τον άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, συνδέεται στενότατα μέ τόν τρόπο ὑπάρξεώς του. Ὁ ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ ὀντολογική ἀφετηρία βρίσκεται στό μή ὄν, ἦρθε στό εἶναι, ὡς γνωστόν, μέ τήν ἄκτιστη δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό καί εἶναι ἐξαρτημένος ἀπό τήν αἰτία τῆς προελεύσεώς του, εἶναι δηλαδή ἐξαρτημένος ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Πέρα ὅμως ἀπό τήν ἐξάρτηση αὐτή τοῦ εἶναι τοῦ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του2 ως λογικό καί αὐτεξούσιο ὀν3. Ἡ λογικότητα τῶν ὄντων κατά τόν Παλαμά συνδέεται ὀντολογικῶς μέ τήν αὐτεξουσιότητα τους4. Κατά συνέπεια ἡ αὐτεξουσιότητα καί ἐλευθερία τοῦ ἄνθρωπου ἀποτελοῦν ὀντολογικό γνώρισμα τοῦ κατ' εἰκόνα. 

Δημιουργώντας ὁ Θεός κατ' εἰκόνα τοῦ τόν ἄνθρωπο θεμελίωσε τό αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου πάνω σέ μία πραγματικότητα, ἡ ὁποία παρέχει στήν ἐλευθερία προϋποθέσεις ἀποφασιστικῆς σημασίας γιά τήν παραπέρα τελειωτική πορεία τοῦ ἀνθρώπου. 

Τό κατ' εἰκόνα ἀποτελεῖ τό θεμέλιο ἐκεῖνο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως πού δίνει τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά μπορεῖ νά κινεῖται πρός τό ἀγαθό, ὅταν κάνει καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου. Τό ὀντολογικό δηλαδή ὑπόβαθρο τῆς αὐτεξούσιας ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου στόν Τριαδικό Θεό βρίσκεται στήν κατ' εἰκόνα Θεοῦ δημιουργία του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀνέφερε πάντοτε αὐτεξουσίως καί ἐλευθέρως τό κατ' εἰκόνα πρός τό ἀρχέτυπο, δέν θά ξέπεφτε ἀπό τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό, μία καί ὁ Θεός κατά τόν Παλαμά προσβλέπει πάντα μέ ἰδιαίτερη πρόνοια πρός τόν ἄνθρωπο. «ὡς πρός οἰκείαν εἰκόνα μᾶλλον ἤ πρός τά παρ' αὐτοῦ πάντα γεγονότα»5. 

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἐνῶ ἐντοπίζει τό κατ' εἰκόνα στήν ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου6, δίνει ἰδιαίτερη ἔμφαση στό νού7. Ἀλλά ὀ νους καί ἡ λογική συνδέονται ἀναπόφευκτα μέ τό αὐτεξούσιο καί τήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, καί αὐτά τοῦ παρέχουν τή δυνατότητα νά τρέπεται πότε στό καλό, καί πότε στό κακό8. 

Ἄν ἡ αὐτεξουσιότητα ἀφαιρεθεῖ ἀπό τή λογική, τότε ἡ λογική καταντᾶ χωρίς οὐσιαστικό περιεχόμενο. Χωρίς ἐλεύθερη θέληση καί ἀπόφαση δέν εἶναι νοητή καμιά εὐθύνη. Μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει «λελυμένην πάσης ἀνάγκης τήν γνώμην», παρατηρεῖ ὁ ὑπέρμαχος τοῦ ἡσυχασμοῦ, μπορεῖ νά διατηρεῖται στήν κατά φύση ζωή καί νά προσεγγίζει τόν Θεό ἤ νά ἐκτρέπεται ἀπό τήν κοινωνία μαζί του καί νά κατευθύνεται πρός τόν θάνατο9. 

Δημιουργώντας ὁ Θεός αὐτεξούσιο τόν ἄνθρωπο στέρησε τήν δυνατότητα στόν πονηρό νά ἀσκεῖ βία πάνω στόν ἄνθρωπο. Μόνο μέ πειθώ ἤ δόλο μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ὁ διάβολος τή θέληση τοῦ ἄνθρωπου καί νά τόν κάνει κοινωνό τῆς ἀποστασίας του10. Ἀπό τή δημιουργία τοῦ λοιπόν ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος πῆρε τή δύναμη τοῦ αὐτεξουσίου, τή δύναμη τῆς ἐλευθερίας, μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά ἀντιστέκεται στόν πονηρό καί νά συμβάλλει ἀποφασιστικά στήν πραγμάτωση τοῦ προορισμοῦ του, τήν ὁμοίωσή του μέ τόν Θεό. 

Ἡ προγονική πτώση εἶχε ὀντολογικές συνέπειες στό καθαυτό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, στό κατ' εἰκόνα, τό ὁποῖο ἐνῶ ἀμαυρώθηκε δέν καταστράφηκε ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἐκεῖνο πού ἔχασε ὁ ἄνθρωπος, παρατηρεῖ ὁ Παλαμᾶς, δέν ἦταν τό κάτ΄ εἰκόνα ἀλλά τό καθ' ὁμοίωση11. Ἡ ἀμαύρωση τοῦ κατ' εἰκόνα σήμανε φθορά καί στό αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου, πού ἀντί νά ὁδεύει στήν κατεύθυνση τῆς ἐλευθερίας τοῦ πρωτοτύπου του βρέθηκε μέσα στήν περιοχή τῆς ἐπιρροῆς τοῦ πονηροῦ, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ δέν μπόρεσε νά καταργήσει τό αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου, τό συσκότισε καί τό ἐμπόδισε νά κινεῖται στήν τελειωτική του προοπτική. Ἔτσι ὀ,τιδήποτε καί ἄν ἔκανε ὁ ἄνθρωπος (ἀξιοκατάκριτο ἤ ἐπαινετό) βρισκόταν κατά τόν Παλαμά κάτω ἀπό τίς γενικότερες συνέπειες τῆς προγονικῆς πτώσεως12. 

Ἀλλά τό αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου δέν ἐμπόδισε τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ νά μετασκευάσει φιλάνθρωπα καί «ἐπί τό κρεῖττον» τά «ἐξ αὐτεξουσίου παρατροπῆς ὀλισθήματα» τοῦ ἀνθρώπου καί νά «οἰκονομήσει» τή σωτήρια του, χωρίς νά παραβιάσει καθόλου τό αὐτεξούσιο καί τήν ἐλευθερία του13. Ἐνῶ δηλαδή ἡ αὐτεξούσια παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε στή σύνταξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν διάβολο καί τήν ὑποταγή του στό θάνατο, ὁ Θεός μέ τή σοφία καί τήν ἀγαθότητά του βρῆκε τρόπο, ὥστε καί τόν ἄνθρωπο νά λυτρώσει ἀπό τόν θάνατο, καί τό αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου νά διατηρήσει. Ὁ Θεός δέν ἐπέτρεψε νά γίνει ὁ θάνατος τό ὑποχρεωτικό τέλος, τό «ἔσχατον καταγώγιον»14 όλων τῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδή μάλιστα ὁ ἄνθρωπος δέν ἔφτασε «αὐτοκινήτως» πρός τό κακό ἀλλά μετά τή συκοφαντία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν διάβολο, δέν προχώρησε μετά τήν παραβαση «ἀκρατῶς καί ἀνεπιστρόφως» πρός τό κακό, ὅπως οἱ δαίμονες15 καί ἔτσι ἔγινε δεκτικός στήν προσφορά τοῦ Θεοῦ γιά τήν ὀντολογικοῦ χαρακτήρα ἀπελευθέρωσή του. 

Μέ τό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, πού πραγματώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀπελευθερώνεται ὀντολογικῶς ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν ἐσχατολογικό θάνατο καί ἀποκτᾶ τή χαρισματική ἐλευθερία. 

Εἰδικότερα, ὁ Θεός κινούμενος ἀπό ἄκρα εὐσπλαχνία γιά τόν ἄνθρωπο προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση «καθ' ὑπόστασιν» στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου γιά ν' ἀπελευθερώσει τόν ἄνθρωπο, ν' ἀνακαινίσει τό ἀμαυρωμένο κατ' εἰκόνα καί νά τό ζωοποιήσει μέ τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ πρωτοτύπου16. Ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος, ὡς μόνος ἀληθινός καί ἀναμάρτητος ἀνθρωπος17 καί ὡς ἐλεύθερος ἀπό τή δουλεία τοῦ διαβόλου18, ἦταν κατά τόν Παλαμά ὁ μόνος πού μποροῦσε νά ἐλευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν παραπάνω δουλεία19. 

Τό θεμέλιο ἀπελευθερώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, τέθηκε ἤδη μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἐνῶ μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐπισφραγίστηκε ἡ ὀντολογική ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πολλαπλή δουλεία του20. Τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν δουλεία καί τυραννία τοῦ διαβόλου διαβεβαίωσε ὁ Χριστός μέ ὁλοφάνερο τρόπο ἤδη κατά τήν ἱστορική παρουσία του στή γῆ. Θεραπεύοντας δηλαδή ὁ Χριστός τούς φανερά δαιμονισμένους καί κατά τό σῶμα, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πιστοποιοῦσε «διά τῆς φανερῶς ἐνεργουμένης ταύτης ἐλευθερίας... τήν ἐν κρυπτῶ κατά ψυχήν γινομένην ἐλευθερία» τοῦ ἀνθρώπου «ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου τυραννίδος»21. Μέ τήν ἀπελευθέρωση τῶν δαιμονισμένων ἀπό τή δυναστεία τοῦ διαβόλου ὁ Χριστός γνωστοποιοῦσε στούς ἀνθρώπους ὅτι αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἐλευθερώσει τίς ψυχές ἀπό τή δουλεία τους στόν πονηρό καί νά χαρίσει σ' αὐτούς τήν αἰώνια ἐλευθερία22. Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἄνθρωπου ἀπό τήν παραπάνω δουλεία δέν περιορίστηκε κατά τόν Παλαμά στήν περίοδο τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Συνεχίζεται νά πραγματώνεται στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν διπλό πάντοτε χαρακτήρα της, πού ἀναφέρεται στήν ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου23. 

Ἡ ἐνανθρώπηση, ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν ἱστορικά γεγονότα τῆς ζωῆς του, πού ἔχουν ὅμως ἀπελευθερωτική σημασία γιά τόν ἀνθρωπο24. Ἡ μόνη δυνατότητα πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν δουλεία στήν ἁμαρτία, τόν πονηρό καί τόν θάνατο, εἶναι νά μετάσχει μυστηριακῶς στό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μετέχοντας ὁ ἄνθρωπος κατά μυστηριακό τρόπο στό ζωοποιό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μέ τό βάπτισμα μετέχει στίς ὀντολογικές προϋποθέσεις τῆς ἐλευθερίας του καί δέχεται πραγματικῶς καί χαρισματικῶς τήν ἀπελευθέρωσή του ἀπό τήν παραπάνω τριπλῆ δουλεία. Ὅπως δηλαδή ἡ εὐθύνη τοῦ θανάτου ἐξαιτίας τοῦ Ἀδάμ πέρασε σ' ὅλους τους ἀνθρώπους, ἔτσι περνᾶ κατά τόν Παλαμά καί ἡ αἰώνια ζωή, πού εἶναι ζωή ἐλευθερίας, σ' ὅλους ἐκείνους, πού ἀναγεννῶνται πνευματικῶς ἀπό τόν Θεάνθρωπο25. 

Μέ τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστός γίνεται ἡ ἀστείρευτη πηγή τῆς θείας χάριτος, πού ἀπελευθερώνει τόν πιστό μέσω τῶν μυστηρίων ἀπό τήν ἁμαρτία καί τίς συνέπειες της26. Ἡ ἀπελευθερωτική χάρη τοῦ βαπτίσματος δέν χάνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει καί δέν ἀξιοποιεῖ τήν προσφορά τοῦ Θεοῦ, γιατί τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμεταμέλητα, παραμένει ὅμως ἀνενεργός27. Ὡστόσο, ὅταν μέ τήν δύναμη τῶν μυστηρίων καί τήν ἀνθρώπινη συνεργία διατηρεῖται αὐτή ἡ χάρη ἐνεργός, τοῦτο σημαίνει ταυτόχρονα καί τήν παρουσία τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας του. Ἀναφερόμενος ὁ Παλαμᾶς στό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «ὁ γάρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἠλευθέρωσε μέ ἀπό τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου»28, παρατηρεῖ ὅτι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, πού πραγματώνεται μέ τή δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παρέχει ὄχι μόνο ἀθανασία ἀλλά καί ἀναμαρτησία29. Ἔχοντας ὁ ἄνθρωπος ἀπελευθερωμένη τή φύση του ἀπό τά πάθη, τή φθορά καί τόν θάνατο καί τό φρόνημά του ἀπελευθερωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία μπορεῖ νά κινεῖται στήν περιοχή τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας. Ἄλλωστε πραγματική ἐλευθερία χωρίς τήν ὀντολογική ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ἁμαρτία εἶναι ἀκατανόητη. Μέ τήν ἀνάληψη τοῦ σαρκωθέντος καί ἀναστάντος Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς οὐρανούς διασφαλίστηκε κατά τόν Παλαμά ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν αἰωνιότητα, ἀφοῦ ἡ κτιστή ἀνθρώπινη φύση εἰσῆλθε μέ τόν Χριστό στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ Πατέρα30. Ὅπως δηλαδή μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ φύση μᾶς ἑνώθηκε ὑποστατικῶς μέ τή θεία φύση καί ἔγινε ὁμόθεη31, ἔτσι καί μέ τήν ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ἡ φύση μᾶς ἔγινε ὁμόθρονη, ἀφοῦ ὁ Χριστός μ' αὐτήν «ἐκάθισεν ἐν δεξιά τῆς μεγαλωσύνης ἐν οὐρανοῖς»32. 

Ἡ ἐλευθερία ὅμως πού παρέχεται ἀπό τό Χριστό στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας παρουσιάζει μία ἐξωτερική ἀντινομία, γιατί ἡ ἐλευθερία αὐτή ἐμφανίζεται ὡς ὁλοκληρωτική δουλεία στόν Χριστό. Ἡ ὁλοκληρωτική δουλεία τῶν πιστῶν στόν Χριστό εἶναι μία ἑκούσια, δουλεία, πού προκύπτει ὡς ἀνταπόκρισή τους στήν προσφορά τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως οἱ πιστοί προσφέρουν τή θέλησή τους στόν Χριστό ἐνούμενοι ὁλοκληρωτικά μ' αὐτόν, δέν σημαίνει ὅτι στεροῦνται τήν ἐλευθερία τους. Ἀντίθετα μάλιστα, οἰκειώνονται τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, πού παίρνουν οἱ ἄνθρωποι μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι «πνεῦμα δουλείας» ἀλλά «πνεῦμα υἱοθεσίας»33, πράγμα πού σημαίνει κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά ὅτι εἶναι «πνεῦμα ἐλευθερίας, ταυτό δ' εἰπεῖν τό πνεῦμα τό ἅγιον»34. Κατά συνέπεια, οἰκειούμενοι οἱ ἄνθρωποι ἐν Χριστῷ τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ ἔχουν καί βιώνουν τήν κατεξοχήν ἐλευθερία τους, ἀφοῦ καί κατά τό βιβλικό χωρίο «οὐ τό πνεῦμα Κυρίου, ἐλευθερία»35. Ἡ ἐλευθερία αὐτή, γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους, ἀποκαλύπτεται κατά τόν Παλαμά μέ τό φῶς τῆς θείας χάριτος36. 

Καί ἐπειδή, ὅπως λέχθηκε, τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὡς πνεῦμα Κυρίου, εἶναι πνεῦμα ὄχι δουλείας ἀλλά πνεῦμα υἱοθεσίας καί ἐλευθερίας, ἡ ἐλευθερία τῶν πιστῶν στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας κατανοεῖται σωστά καί πλήρως μόνο ὅταν συνδέεται ἄρρηκτα μέ τή χαρισματική υἱοθεσία τους ἀπό τόν Θεό. Ἡ χαρισματική υἱοθεσία χαρακτηρίζει ἐκείνους πού λυτρώθηκαν ἀπό τή δουλεία τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας καί πῆραν τήν ἄκτιστη δύναμη νά γίνουν κατά χάρη παιδιά τοῦ θεοῦ. Ὅταν μιλᾶμε γιά χαρισματική υἱοθεσία τῶν πιστῶν, παρατηρεῖ ὁ Παλαμᾶς, ἀναφερόμαστε στήν υἱοθεσία τους ἀπό τόν Θεό Πατέρα, πού τούς δόθηκε ὅμως κατά χάρη ἀπό τόν Χριστό37. 

Μέ τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ βαπτίσματος ὁ Χριστός ἀναγεννᾶ πνευματικῶς τούς ἀνθρώπους καί γίνεται κατά χάρη πατέρας τους, ὁ ὁποῖος τούς τρέφει πνευματικῶς ὄχι μόνο μέ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ ἀλλά καί μέ τό πνεῦμα του. Μέ τόν τρόπο αὐτό τούς καθιστά «ἀείζωους» καί κατά χάρη «υἱούς ἀγαπητούς του οὐρανίου Πατρός»38. Ἀλλά ὡς μέτοχός της ἄκτιστης θείας χάριτος ὁ υἱοθετημένος ἀπό τόν θεό ἄνθρωπος γίνεται κατά τόν Παλαμά ὄχι μόνο «θέσει» υἱός ἀλλά καί πνεύμα39. Ἐδῶ ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη καί μία διευκρίνιση τοῦ θεόπτη θεολόγου, πού θά πρέπει νά ληφθεῖ σοβαρά ὑπόψη καί γιά ὅσα θά ποῦμε στή συνέχεια γιά τό χαρακτήρα τῆς ἐλευθερίας. Οἱ πιστοί μέ τή χαρισματική γέννησή τους ἀπό τόν Θεό υἱοθετήθηκαν πραγματικῶς ἀπό αὐτόν, δέν ἔγιναν ὅμως ἀμέσως καί «ἐνεργεία» παιδιά τοῦ Θεοῦ. Πῆραν ἁπλῶς τή δύναμη νά γίνουν παιδιά τοῦ Θεοῦ στά ἔσχατα, κατά τή μέλλουσα δηλαδή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Πώς δέ εἰπῶν ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐγεννήθησαν», σημειώνει ὁ Παλαμᾶς, «οὐκ εἰπέν ὅτι καί γεγόνασι τέκνα Θεού40, ἀλλ' ἔλαβον δύναμιν γενέσθαι; Πρός τό τέλος καί τήν ἀποκατάστασιν ἐκείνην βλέπων, τήν τελειότητα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»41. 

Ποιός ὅμως εἶναι τελικῶς ὁ χαρακτήρας τῆς ἐλευθερίας τῶν πιστῶν κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά; Ἐπιγραμματικά θά λέγαμε ὅτι ἡ ἐλευθερία τῶν πιστῶν ἔχει ὀντολογικό καί χαρισματικό χαρακτήρα, ἔχει ἀνθρωπολογικό καί ταυτόχρονα θεολογικό περιεχόμενο μέ σαφῆ ἐσχατολογική προοπτική. Ἀλλά πῶς κατανοεῖται ἡ σημασία τῶν βασικῶν αὐτῶν χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων τῆς ἐλευθερίας στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας; 

Ἀπ' ὅσα εἴπαμε στό πρῶτο μέρος τοῦ ἄρθρου μᾶς ἔγινε φανερός ὁ ὀντολογικός χαρακτήρας τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρός τήν ἀνθρωπολογική του διάσταση. Λέχθηκε ἤδη ὅτι τό αὐτεξούσιό του ἄνθρωπου ἀποτελεῖ θεμελιῶδες ὀντολογικό γνώρισμα τοῦ κατ' εἰκόνα. Στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας καί συγκεκριμένα μέ τό βάπτισμα τό φθαρμένο καί συσκοτισμένο ἀπό τήν πτώση αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου ὄχι μόνο ἐξυγιαίνεται καί ἀνακαινίζεται, ἀλλά ἐμπλουτίζεται χαρισματικῶς μέ τήν ἐλευθερία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ὅμως ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἀποκτᾶ ἐκτός ἀπό τό ἀνθρωπολογικό καί θεολογικό κατά κυριολεξία περιεχόμενο. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ὡς πιστός ἔχει φυσική καί χαρισματική ἐλευθερία. 

Ποιός εἶναι ὅμως ἀναλυτικότερα ὁ χαρακτήρας τῆς χαρισματικῆς αὐτῆς ἐλευθερίας καί ποιά εἶναι ἡ σχέση της μέ τήν κατά φύση ἀνθρώπινη ἐλευθερία; 

Ἡ χαρισματική ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα μέ τήν πνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, πού μᾶς καταθέτει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔχει ὀντολογική ὕπαρξη, γιατί ἀποτελεῖ συγκεκριμένη ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἑρμηνεύοντας ὁ Παλαμᾶς τό χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, «πνεῦμα υἱοθεσίας, ἀληθείας, ἐλευθερίας, πνεῦμα σοφίας, συνέσεως, βουλήσεως, ἰσχύος, γνώσεως, εὐσεβείας, φόβου Θεοῦ. και γάρ ποιητικόν τούτων ἁπάντων»42, καί στρεφόμενος ἄμεσα κατά τοῦ Ἀκινδύνου σημειώνει ἀπερίφραστα τόν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς ἐλευθερίας, χαρακτηρίζοντας τήν ἐλευθερία ὡς μία ἀπό τίς οἰκεῖες, φυσικές καί ἔμφυτες ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού παρέχονται ἀπό τόν Θεό στόν πιστό μυστηριακῶς ἐντός της Ἐκκλησίας43. Ἔτσι ἡ βιβλική μαρτυρία, «οὐ τό πνεῦμα Κυρίου, ἐλευθερία», σημαίνει ὅτι ἡ χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν πιστό ἀποτελεῖ παρουσία τῆς ἄκτιστης ἐλευθερίας44. 

Ἐδῶ ὅμως τίθεται εὔλογα τό ἐρώτημα: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος οἰκειώνεται τήν ἐλευθερία ὡς φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τί γίνεται ἡ δική του ἐλευθερία ὡς ἐνέργεια τοῦ αὐτεξουσίου του; Καταργεῖται, παραμερίζεται, ἀτονεῖ ἤ διατηρεῖ πλήρως τήν ἰδιαιτερότητά της; Ἄν καταργεῖται, δέν ἀκρωτηριάζεται ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα; Καί ἄν πάλι παραμένει, πῶς συμβιβάζονται δύο ἐλευθερίες στό ἴδιο πρόσωπο καί μάλιστα ἡ μία ἄκτιστη καί ἡ ἄλλη κτιστή; Τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό τή δίνει ἔμμεσα ο Τόμος του 135145 με τήν ἀναφορά του στόν Ὄρο τῆς ΣΤ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τίς δύο θελήσεις τοῦ Χριστού46. Οἱ δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ σύμφωνα μέ τόν Ὄρο ἑνώθηκαν, ὅπως καί οἱ φύσεις του, «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως», πράγμα πού διασφαλίζει τήν ἑνότητα καί τήν ἰδιαιτερότητα τῶν δύο θελήσεων. Οἱ θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ παραμένουν ἀδιαίρετα ἑνωμένες καί διατηρούν «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως» τά φυσικά χαρακτηριστικά καί τήν ἰδιαιτερότητά τους, δέν ἀντίκεινται μεταξύ τους, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ καί ἔκφραση τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Χριστοῦ. 

Κατά συνεπεία ἡ ἀπάντηση στό παραπάνω ἐρώτημα ἔχει χριστολογική βάση. Ἡ ὕπαρξη τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων47 καί θελήσεων στόν Χριστό ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεών του θεμελιώνει καί τήν ὕπαρξη τῶν δύο ἐλευθεριῶν καί θελημάτων στούς πιστούς ἐξαιτίας τῆς χαρισματικῆς καί ὀντολογικῆς ἐντάξεώς τους στό μυστηριακό καί θεωμένο σῶμα του. Ἐδῶ ὅμως θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε καί τήν θεμελιώδη διαφορά τοῦ πιστοῦ ἀπό τόν Χριστό. Ὁ πιστός ἔχει ὡς ἴδιο της φύσεώς του μόνο τήν ἀνθρώπινη θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ ἄλλη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ εἶναι ἄκτιστη φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οἰκειώνεται καί διατηρεῖ μόνο κατά χάρη. 

Ἀλλά ἡ σχέση τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί θελήσεων τοῦ Χριστοῦ παρέχει τό μέτρο καί τό βαθμό, πρός τόν ὁποῖο ὀφείλει νά ἀποβλέπει ἡ σχέση τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως καί ἐλευθερίας μέ τήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση αὐτή πρέπει νά εἶναι σχέση ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στή χαρισματική ἐλευθερία, πού παρέχεται στόν πιστό ἐνόσω παραμένει ζωντανό μέλος τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν μέ τήν ἐλεύθερη καί ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν ἀπό τήν μία καί κατεξοχήν ἡ ἐλεύθερη καί συνειδητή μετοχή τοῦ πιστοῦ στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἄλλη ἀποτελοῦν τόν πιό συγκεκριμένο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁ πιστός ὑποτάσσει τήν κτιστή θέληση καί ἐλευθερία του στήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα τοῦ θεοῦ παρά τήν φαινομενική ἀντινομία της πρός τήν ἐλευθερία ἀποτελεῖ πρακτικῶς τό συνειδητό ἄνοιγμα τοῦ ἀνθρώπου στήν πραγματική ἐλευθερία του. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ πιστός γίνεται μέτοχος στήν ἴδια τήν ἄκτιστη ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ζωή ἐλευθερίας ἐν Ἁγίω Πνεύματι. Κατά συνέπεια, ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ εἶναι χαρισματική ἐλευθερία καί μάλιστα στό μέτρο ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στήν ἄκτιστη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λοιπόν φανερό ὅτι ἡ ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἐλευθερία τῶν πιστῶν δέν ἀποτελεῖ μία ἀσαφῆ, νεφελώδη καί ἀόριστη πραγματικότητα. Ἀντίθετα εἶναι μία σαφής καί πολύ συγκεκριμένη ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού χαρακτηρίζει μία κατά μέθεξη χαρισματική καί ἄκτιστη πραγματικότητα, ἡ ὁποία νοηματοδοτεῖ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις καί τήν ὅλη ζωή τοῦ πιστοῦ. Στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας δίνονται μερικά βασικά στοιχεῖα πού περιγράφουν, χωρίς ὅμως καί νά ἐξαντλοῦν τά ὅρια φανερώσεως καί τά ὅρια ἐκτροπῆς αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι, τό Εὐαγγέλιο δίνει τούς δεῖκτες πού σηματοδοτοῦν τή ζωή τῆς ἐλευθερίας, γι' αὐτό καί χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἀπόστολο Ἰάκωβο ὠς «τέλειος νόμος τῆς ἐλευθερίας»48, μέ βάση τόν ὁποῖο ἄλλωστε θά ἀνακριθεῖ καί θά κριθεῖ ἡ ὅλη ζωή τῶν πιστῶν στή μέλλουσα κρίση49. Ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν παραπάνω βιβλική μαρτυρία σημειώνει ἐρμηνευτικῶς ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι ὄχι μόνο «νόμος ἐλευθερίας» ἀλλά καί «νόμος τῆς χάριτος»50. Οι δύο αὐτοί χαρακτηρισμοί τοῦ Εὐαγγελίου ὡς νόμου τῆς χάριτος καί νόμου τῆς ἐλευθερίας ὑποδηλώνουν, ἔμμεσα πλήν σαφῶς, ὅτι τό Εὐαγγέλιο δέν ἀποτελεῖ κώδικα νομικῶν ἐπιταγῶν πού καλοῦν σέ συμμόρφωση μέ τήν ἀπειλή τῆς τιμωρίας, ἀλλά ὅτι εἶναι ἕνα πλαίσιο πού ὁριοθετεῖ τή ζωή τῶν πιστῶν καί τήν προσανατολίζει σταθερά στήν πηγή τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας, πού εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. 

Στό σημεῖο ὅμως αὐτό θά πρέπει νά διευκρινίσουμε ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία τῶν πιστῶν ἔχει ἐσχατολογική προοπτική. Ἡ ὁλοκλήρωση καί ἡ τελείωσή της βρίσκεται στά ἔσχατα. ‘Όπως εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, τά ἔσχατα εἶναι καί παρόντα, καί ὡς παρόντα βιώνονται κατεξοχήν στά μυστήρια. Ἔτσι, οἱ πιστοί καί στήν παροῦσα ζωή ζοῦν βεβαίως τήν χαρισματική ἐλευθερία ὡς πρόγευση καί ἀρραβώνα τῆς ἐσχατολογικῆς ἐλευθερίας τους. Ἀλλά ἡ ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἐλευθερία στην πληρότητα της θα βιωθεῖ καί θά φανερωθεῖ μετά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στή μέλλουσα βασιλεία τοῦ θεοῦ, ὅπου οἱ πιστοί θά συνθέτουν τά ἔνδοξα μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί θά γίνονται ὅλο καί περισσότερο δεκτικοί του Ἁγίου Πνεύματος τελειούμενοι ἀτελευτήτως51. 

Συνοψίζοντας ὅσα ἀναφέραμε στό σύντομο αὐτό ἄρθρο μᾶς μποροῦμε ἐπιγραμματικά νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὀντολογικό γνώρισμα τοῦ κατ' εἰκόνα μπορεῖ κατά χάρη νά ἀποκτᾶ καί ἄκτιστο χαρακτήρα μέ ἐσχατολογική προοπτική, ὅταν ἐμπλουτίζεται σταθερά μέ τήν ἄκτιστη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄκτιστη αὐτή ἐλευθερία βρίσκεται ὀντολογικῶς ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται καί ἡ χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα παρέχει τήν χαρισματική ἐλευθερία, πού οἰκειώνεται μέν μέ τά μυστήρια, ἐνεργοποιεῖται ὅμως καί βιώνεται συνειδητά, ὅταν ὁ πιστός ὑποτάσσει μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν ἑκούσια καί συνεχῶς τήν κτιστή ἐλευθερία του στήν ἄκτιστη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Τέλος, ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό πλαίσιο πραγματώσεως τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄνθρωπου, ἐπειδή αὐτή ἀποτελεῖ τόν χῶρο οἰκειώσεως, βιώσεως καί φανερώσεως τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο καί ἐγγυᾶται στόν ἄνθρωπο τήν πραγματική ἐλευθερία, ἀφοῦ κατά τή βιβλική μαρτυρία «οὐ τό πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία»52. 

SUMMARY 
THE CHARACTER OF MAN'S FREEDOM 
We can say simply that man's freedom, as an ontological characteristic of his creation in the image of Cod, can take on an uncreated character with an eschatological perspective when it is steadily enriched by the uncreated freedom of God. This uncreated freedom is found where ever the charismatic presence of the Holy Spirit is found. The presence of the Holy Spirit grants charismatic freedom, which can be known through participation in the Holy Mysteries, and can also be activated and lived consciously whenever the believer subjects himself voluntarily to the observance of the commandments and continually offers his own created freedom to the uncreated freedom of God. Finally the church provides the context for accomplishing the true freedom of man since it is the locus for the manifestation of this charismatic presence of the Holy Spirit and the place for familiarization with and life in the Holy Spirit, who secures true freedom for man. For according to Scripture, «where the Spirit of the Lord is, there is freedom», (II Cor, 3,17). 

1. «Οὐ γάρ ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὧν, ἀλλ' ἐκ τοῦ ὄντος ἡ οὐσία. αυτός γάρ ὁ ὧν ὅλον ἐν ἐαυτῶ συνείληφε τό εἶναι». Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἠσυχαζόντων 3,2,12, ἐπιμ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Ά', Θεσσαλονίκη 1962, σ. 666. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45,3 PG 36, 625C. 

2. Βλ. Γέν. 1,27. 

3. Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 47, PG 150, 1156 Α. 

4. Βλ. Ομολογία 6, ἐπιμ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Β', σ. 497. 

5. Ομιλία 36, PG 151, 449 Β. 

6. Βλ. Γ. Μαντζαρίδου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 156 ἐξ. 

7. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 27, PG 150, 1137 D. 

8. Βλ. Ομιλία 41, PG 151, 517 C. 

9. Βλ. Ὁμιλία 63, ἔκδ. Σ. Οἰκονόμου, Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Γρηγορίου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλίαι ΚΒ', Ἀθῆναι 1861, σ. 280. 

10. Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 44, PG 150, 1152 D. 

11. Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 39, PG 150, 1148 Β. 

12. Βλ. Ομιλία 5, PG 151, 64 Β. 

13. Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 54, PG 150, 1160 D. 

14. Βλ. ο.π.. 31, 388 C. 

15. Βλ. Ομιλία 22, PG 151, 289 Α. 

16. Βλ. Ομιλία 43,5, Σ. Οἰκονόμου, σ. 45. 

17. Βλ. Λόγος εἰς τά σωτήρια καί ζωοποιά πάθη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 5, ἔκδ. Β. Ψευτογκά, σ. 98. 

18. Βλ. Ομιλία 16, PG 151, 139 D. 

19. Βλ. Ομιλία 52, Σ. Οἰκονόμου σ. 123. 

20. Βλ. Ομιλία 5, PG 151, 64 BC Πρβλ. Ομιλία 61, Σ. Οἰκονόμου σ. 266. 

21. Βλ. Ομιλία 50, Σ. Οἰκονόμου σ. 101. 

22. Βλ. ό.π., σ. 102. 

23. Βλ. Ομιλία 57, Σ. Οἰκονόμου, σ. 220. 

24. Βλ. Ομιλία 21, PG 151, 277 ΑΒ: «Ὁ γάρ γέγονε, δί' ἠμᾶς γέγονεν ὁ Κύριος... καί ἄπερ ἔπαθε τή σαρκί, δί' ἠμᾶς ἔπαθε, τά ἠμῶν ἐξιώμενος πάθη, καί διά τάς ἡμετέρας ἁμαρτίας ἤχθη εἰς θάνατον, καί δί' ἠμᾶς ἀνέστη καί ἀνελήφθη, παροικονομῶν ἠμίν τήν εἰς ἀπείρους αἰώνας ἀνάστασιν καί ἀνάληψιν». 

25. Βλ. Ομιλία 16, PG 151, 201 Α. 

26. Βλ. Ομιλία 58, Σ. Οἰκονόμου, σ. 230-231. 

27. Βλ. Προς Ξένην, PG 150, 1077. 

28. Ρωμ. 8,2. 

29. Βλ. Αντιρρητικός πρός Ἀκίνδυνον 5,23,91. Π. Χρήστου, τόμ. Γ' σ. 356-7. 

30. Βλ. Ομιλία 12, PG 151, 204 CD. Πρβλ. Ομιλία 16, PG 151, 206 Β. 

31. Βλ. Ομιλία 14, PG 151, 168 Α. 

32. Βλ. Ομιλία 21, PG 151, 281 D, μέ ἀναφορά στο Εβρ. 1,3. 

33. Ρωμ. 8,15. 

34. Βλ. Αντιρρητικός πρός Ἀκίνδυνον 5,17,67, ἐπιμ. Π. Χρήστου, τόμ. Γ', σ. 336-337. 

35. Β' Κόρ. 3,17. 

36. Βλ. Υπέρ τῶν ἱερῶς ἠσυχαζόντων 3,1,36, ἐπιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Ά', σ. 649. 

37. Βλ. Ομιλία 16, PG 151, 217 C. 

38. Βλ. Ομιλία 56, Σ. Οἰκονόμου, σ. 207-208. 

39. Βλ. Αποδεικτικός 1,10, Π. Χρήστου, τόμ. Ά', σ. 37. 

40. Μέ ἀναφορά στο Ιω. 1,12-13. 

41. Ομιλία 57, Σ. Οἰκονόμου, σ. 221. 

42. Λόγος 31 (Θεολογικός 5), PG 36, 165C. Πρβλ. Λόγος 41,9, PG 36, 441C. Βλ. στό Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀντιρρητικός 5,17,66, ἐπιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Γ', σ. 335-7. 

43. Βλ. ό.π., σ. 336. 

44. Βλ. ό.π., σ. 337. 

45. Βλ. Συνοδικός Τόμος 3, PG 151, 729 Β. 

46. Βλ. Ὄρο Πίστεως τῆς S' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στό, Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1960, τόμ. Ά', σ. 222-223: «Καί δύο φυσικᾶς θελήσεις, ἤτοι θελήματα ἐν αὐτῶ, καί δύο φυσικᾶς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως, κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν ὠσαύτως κηρύττομεν.καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὔχ ὑπεναντία, μή γένοιτο... ἀλλά ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὔν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείω αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι». 

47. Βλ. σχετικῶς, Ἰω. Δαμασκηνοῦ, ‘Ἔκδοσις ἀκριβής της ὀρθοδόξου πίστεως 57, PG 94, 1033 Ἅ: «Ἔχειν τόν Χριστόν ὁμολογοῦμεν καταλλήλως ταῖς δύο φύσεσι διπλά τά φυσικά ἰδιώματα, δύο θελήσεις φυσικᾶς, τήν τέ θείαν καί τήν ἀνθρωπίνην, καί ἐνεργείας δύο φυσικᾶς, θείαν τέ καί ἀνθρωπίνην, καί αὐτεξούσια δύο φυσικά, θεῖον τέ καί ἀνθρώπινον, καί σοφίαν καί γνῶσιν, θείαν τέ καί ἀνθρωπίνην. Ὁμοούσιος γάρ ὧν τῷ Θεῶ καί Πατρί, αὐτεξουσίως θέλει καί ἐνεργεῖ ὡς Θεός, ὁμοούσιος δέ ὧν καί ἠμίν, αὐτεξουσίως θέλει καί ἐνεργεῖ ὡς ἄνθρωπος». 

48. Ιακ. 1,25. 

49. Πρβλ. Ιακ. 2,12. 

50. Βλ. Ομιλία 38, PG 151, 480 C. 

51. Βλ. Υπέρ τῶν ἱερῶς ἠσυχαζόντων 2,2,11, ἐπιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Ά', σ. 517. 

52. Β' Κόρ. 3,17.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν ἀσφαλέστερη ἐγγύηση γιά τήν πραγματοποίηση καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως


Γιατί νά ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά πεθαίνουν νέοι καί μικρά παιδιά; Θά ὑπάρξει Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν;
Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής Δογματικῆς, Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
 Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ὁ Θεός, δηλαδή, παρέχει τή ζωή, ἀλλά καί θέτει τά ὅριά της. Μόνος αυτός γνωρίζει ὅλα τά δεδομένα, ἀλλά καί ὅλες τίς προθέσεις τῶν λογικῶν ὄντων, πρίν κἄν αὐτά ἔρθουν στήν ὕπαρξη. Ταυτόχρονα, ὁ Θεός ἀγαπᾶ σέ ἀσύλληπτο βαθμό ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μάλιστα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ τόν Χριστό ὡς τόν μανιωδέστερο τῶν ἐραστῶν τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Κατά τήν Ἁγία Γραφή, ἄλλωστε, ὁ Θεός θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν καί νά τόν γνωρίσουν ὡς τήν ὐποστατική Ἀλήθεια («πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»). Μέ τίς παραπάνω προϋποθέσεις, κατανοεῖται εὔκολα, ὅτι ὁ Θεός, ὡς ὁ κατεξοχήν καί κατά...
κυριολεξία καλός καί ἀγαθός, δέν εἶναι δυνατόν νά θέλει τόν πρόωρο θάνατο κανενός ἀνθρώπου. Καί τοῦτο, ἐπειδή τό κύριο γνώρισμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. 

Ἔτσι ὁ Θεός ἀποφασίζει τόν θάνατο τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέ βάση τήν παγγνωσία καί τήν ἀγάπη του. Τοῦτο, πρακτικῶς, σημαίνει ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος πεθαίνει στήν καλύτερη χρονική στιγμή γι’ αὐτόν. Κατά συνέπεια, μία ἐνδεχόμενη παράταση τῆς ζωῆς μας, πέρα ἀπό τό ὅριο, πού ἔθεσε ἠ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν καθένα μας, θά εἶχε ἀρνητικό ἀποτέλεσμα στήν ποιότητα τῆς αἰωνίου ζωῆς μας. Γι’ αὐτό, θά πρέπει νά δεχόμαστε τήν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁριοθέτηση τῆς ζωῆς ὄλων τῶν ἀνθρώπων, μέ εὐγνώμονα καί εὐχαριστιακή διάθεση.

Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, πού διατυπώθηκε δογματικά καί συμπεριλήφθηκε στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας, κατά τήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἄλλωστε, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν ἀσφαλέστερη ἐγγύηση γιά τήν πραγματοποίηση καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων καί ἡ ἕνωσή τους μέ τίς ἀντίστοιχες ψυχές εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά τήν μέλλουσα Κρίση, ἀφοῦ ζήσαμε καί πράξαμε τό καλό ἤ τό κακό, ὡς ψυχοσωματική ἑνότητα. Εἶναι, λοιπόν, εὔλογο νά ἔχουμε καί τή μελλοντική ποιότητα τῆς ζωῆς μας ὡς ἐνιαία ψυχοσωματική ὕπαρξη.