Τὸ 1905 ὁ μικρὸς Εὐάγγελος γράφηκε στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὸ Βελιγράδι, ἔχοντας ὡς δάσκαλό του τὸν φωτισμένο ἅγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς. Τὸ 1914, μόλις τελείωσε τὴν σχολή, ξέσπασε ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατατάχτηκε στὸν στρατὸ καὶ ὑπηρέτησε ὡς νοσοκόμος. Ἀκολούθησε τὴν τύχη τοῦ Σερβικοῦ στρατοῦ καὶ βρέθηκε ἐξόριστος στὴν Κέρκυρα. Καθ’ ὁδὸν ἔνοιωσε τὴν κλήση νὰ γίνει Μοναχός. Ἡ κουρὰ του ἔγινε τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 1916 στὴν Σκόδρα, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Βελιγραδίου Δημήτριο, δίνοντάς του τὸ ὄνομα Ἰουστίνος.
Κατόπιν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Μητροπολίτη Δημητρίου, γιὰ τὴν Ἁγία Πετρούπολη γιὰ θεολογικὲς σπουδές. Ὅμως λόγῳ τῶν πολιτικῶν ἐξελίξεων, ἔφυγε γιὰ τὴν Ὀξφόρδη. Ὕστερα ἀπὸ δύο χρόνια σπουδῶν ὑπέβαλε γιὰ ἔγκριση τὴν διδακτορική του διατριβὴ μὲ τίτλο: «Ἡ θρησκεία καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ Ντοστογιέφσκι». Ὅμως αὐτὴ ἀπορρίφτηκε, λόγῳ τῆς κριτικῆς του στὶς κακοδοξίες τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ ὀρθοδόξου Ντοστογιέφσκι.
Στὰ 1919, μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου γύρισε στὴν πατρίδα του καὶ διορίστηκε καθηγητὴς Θεολογίας στὸ Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα παραιτήθηκε καὶ μετέβηκε στὴν Ἀθήνα γιὰ τὴν συνέχιση τῶν θεολογικῶν σπουδῶν του. Τὸ 1926 ἔλαβε διδακτορικὸ πτυχίο στὴν Πατρολογία, μὲ θέμα: «Τὸ πρόβλημα τοῦ προσώπου καὶ τῆς γνώσεως στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο». Παράλληλα ἔμαθε ἄπταιστα τὴν παλαιοσλαβική, τὴν ἀρχαιοελληνική, τὴν λατινική, τὴν ρωσική, τὴν νεοελληνική, τὴν ἀγγλική, τὴν γερμανικὴ καὶ τὴν γαλλικὴ γλῶσσα.
Στὴν συνέχεια ἐργάστηκε ὡς καθηγητὴς στὶς Ἐκκλησιαστικὲς Σχολὲς Καρλοβικίου, τῆς Πριζρένης καὶ τοῦ Μοναστηρίου (Βίτολα). Τὸ 1930 ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία τὸν ἔστειλε στὴν Τσεχοσλοβακία γιὰ ἱεραποστολὴ σὲ κοινότητες ὀρθοδόξων, ποὺ εἶχαν ἀποκηρύξει τὴν Οὐνία. Τὸ ἔργο του ἐκεῖ ὑπῆρξε μεγάλο καὶ γι’ αὐτὸ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς νεοσυσταθείσας Ἐπισκοπῆς Καρπαθίας, ἀξίωμα ποὺ δὲν ἀποδέχτηκε λόγῳ ταπεινώσεως.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς βρέθηκε στὴν δοκιμαζόμενη Σερβία, περιφερόμενος σὲ διάφορες Μονές. Παράλληλα εἶχε διοριστεῖ καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βελιγραδίου. Ὅμως μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς κομμουνιστικῆς ἐξουσίας τὸ 1945, ἄρχισαν οἱ διώξεις κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Διώχτηκαν 200 καθηγητὲς ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βελιγραδίου καὶ μαζί τους ὁ Ἰουστίνος. Κατέφυγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σούκοβο τοῦ Πίροτ στὴν νότια Σερβία. Τὸ 1946 καὶ φυλακίστηκε. Ἀργότερα δικάστηκε καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνατο ὡς «ἐχθρός τοῦ λαοῦ»! Σώθηκε χάρις στὴν παρέμβαση τοῦ Πατριάρχη Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος μόλις εἶχε ἐπιστρέψει ἀπὸ τὸ Ἄουσβιτς καὶ ἀπαίτησε τὴν ἀποφυλάκισή του.
Ὅμως διωγμένος ἀπὸ παντοῦ, χωρὶς σύνταξη καὶ στερημένος ἀπὸ στοιχειώδη δικαιώματα, βρῆκε καταφύγιο, ὡς πνευματικός, στὴν γυναικεία Μονὴ Ἀρχαγγέλων στὸ Τσέλιε τοῦ Βάλιεβο νοτίου Σερβίας. Φυσικὰ οὔτε ἐκεῖ βρῆκε ἡσυχία, διότι οἱ ἄθεοι μαρξιστὲς τὸν παρακολουθοῦσαν ἀνελλιπῶς καὶ τὸν ὑπέβαλλαν συχνὰ σὲ ἐξοντωτικὲς ἀνακρίσεις στὸ Βάλιεβο. Ἦταν σχεδὸν ἔγκλειστος στὴν Μονή, διότι τοῦ ἀπαγορεύονταν ἡ ἔξοδος, χωρὶς ἄδεια τῶν ἀρχῶν, ἰδιαίτερα ὅταν συνεδρίαζε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, γιὰ νὰ μὴν ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἐπηρεάζει.
Ὁ ἔγκλειστος Ἰουστίνος παρὰ τὶς ἀπαγορεύσεις, τὶς ἐξουθενώσεις, τὶς φοβέρες καὶ ἀπειλές, προσευχόταν ἀδιάκοπα καὶ ζοῦσε αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή. Τελοῦσε ὅλες τὶς ἀκολουθίες τοῦ ἡμερονυκτίου ἀνελλιπῶς. Τελοῦσε καθημερινὰ τὴν Θεῖα Λειτουργία καὶ νήστευε (δὲν ἔτρωγε καθόλου) κάθε Παρασκευή, τὴν πρώτη ἑβδομάδα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καὶ τὴν Μ. Ἑβδομάδα. Μνημόνευε καθημερινὰ ἑκατοντάδες ὀνόματα στὴν Θεία Λειτουργία.
Ὁ αὐστηρός του ὅμως ἐγκλεισμὸς δὲν στάθηκε ἐμπόδιο νὰ γίνει γνωστὸς σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Χιλιάδες ἦταν οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἔπαιρνε καὶ ἐπίσης χιλιάδες ἦταν οἱ ἐπισκέπτες του, ἀπὸ τὴν Σερβία καὶ ὅλο τὸν κόσμο. Ὅταν ἔμενε μόνος στὸ ταπεινὸ κελλί του, ἐπὶ 28 χρόνια, ἔγραφε ἀδιάκοπα τὰ περισπούδαστα Συγγράμματά του. Κοιμήθηκε εἰρηνικά, ὄχι τυχαῖα, τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του, στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1979. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε τὸ 2015 καὶ ἀποτέλεσε σπουδαῖο γεγονὸς γιὰ τὴν Σερβικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία. Αἰσθάνθηκαν οἱ πάντες τὴν ἄρρητη εὐωδία, ἡ ὁποία ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν τάφο του! Ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε Ἃγιο καὶ ἡ μνήμη του ὁρίστηκε νὰ τιμᾶται στὶς 14 Ἰουνίου.
Ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς ἀνήκει στὶς μεγάλες ἱερατικὲς καὶ θεολογικὲς μορφὲς τῆς συγχρόνου Ἐκκλησίας, ἐφάμιλλος τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ὁ θεολογικός του λόγος καθαρός, ὀρθόδοξος, θεμελιωμένος στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁ Θεολόγος τοῦ Θεανθρώπου, ὁ ὁποῖος μὲ θαυμάσιο Πατερικὸ ὕφος, θεολόγησε μὲ καταπληκτικὴ ἀκρίβεια τὴν ἐν τῷ Θεανθρώπῳ ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὑπῆρξε συνεπὴς ὀρθόδοξος καὶ στηλίτευε τὴν αἵρεση. Μὲ σαφῆ λόγο ἀπόδειξε τὴν αἵρεση τοῦ παπισμοῦ καὶ τοῦ προτεσταντισμοῦ, ὡς ἀπόλυτο ἐκφυλισμὸ τῆς σώζουσας Ὀρθοδοξίας. Ἰδιαίτερα ἐπικριτικὸς ὑπῆρξε γιὰ τὴν σύγχρονη μάστιγα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸν ὁποῖο χαρακτήρισε ὡς «παναίρεση». Μᾶς κληροδότησε πολυπληθῆ ἀριθμὸ βαθυστόχαστων θεολογικῶν ἔργων, ἐφάμιλλα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, πολλὰ τῶν ὁποίων κυκλοφοροῦν καὶ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα.
Ὁ νεοφανῆς ἅγιος Ἰουστίνος εἶναι τὸ μεγάλο τεκμήριο ὅτι ἡ παρουσία τῶν ἁγίων στὴν Ἐκκλησία μας εἶναι συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπη, ἕως τὰ ἔσχατα. Φανερώνει τὸ μόνιμο θαῦμα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου