Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Οι θεολογικοί όροι της διατυπώσεως του Τριαδικού δόγματος


Ἱερέως Σωτηρίου Ὀ. Ἀθανασούλια
Τριαδικ δόγμα, εναι διδασκαλία τς κκλησίας μας τι Θεός, στν ποο πιστεύουμε, εναι μν νας, λλ ταυτοχρόνως «χει» (κριβέστερα, εναι) τρία πρόσωπα, δηλ. Πατήρ, Υἱὸς κα γιο Πνεμα. Πρόκειται γιά λήθεια συμβίβαστη μ τν τυπικ νθρώπινη λογική: νθρώπινος νος δν μπορε νά συλλάβει πς μι πραγματικότητα μπορε εναι νιαία κα τριαδικ ταυτόχρονως, δν μπορε νά ντιληφθε πς εναι δυνατ Θες ν εναι να κα τρία «πράγματα» μαζ. Παρ τατα πίστη στν γία Τριάδα, εναι πρώτη κα βασικ λήθεια, πο φείλει ν ποδέχεται κάθε Χριστιανός. ποδοχή της εναι παραίτητη προϋπόθεση γι ν νήκουμε στν κκλησία το Χριστο, γι’ ατ πίστη στν Τριαδικ Θε μπεριέχεται στ ερ Σύμβολο τς Πίστεως[1]. σαύτως, ποτελε διδασκαλία το δίου το ησο Χριστο, μαρτυρεται γενικότερα στν Καιν Διαθήκη, λλ’ ποτελε πίσης λήθεια γνωστ κόμη κα στος Δικαίους κα Προφτες τς Παλαις Διαθήκης. Κα στ μν Καιν Διαθήκη κφράζεται κα διατυπώνεται μ περισσότερη σαφήνεια κα μ διακριτ τρόπο, στ δ Παλαι διακρίνεται βέβαια, λλ μμεσα μόνο κα συγκεκαλυμμένα, λόγ τς ροπς τν νθρώπων τς ποχς κείνης πρς τν εδωλολατρία.
Τ Τριαδικό δόγμα διατυπώθηκε πίσημα π τν κκλησία τν δ΄ μ.Χ. α., μ φορμ τν μφάνιση μεγάλων αρέσεων (το Μοναρχιανισμο κα το ρειανισμο). διατύπωσή του κολούθησε μι μακρ διαδικασία, στήν ποία συνέβαλλαν καθοριστικ μεγάλοι Πατέρες τς κκλησίας, πως Μέγας θανάσιος κα ο Τρες Καππαδόκες (Βασίλειος Μέγας, Γρηγόριος Θεολόγος κα Γρηγόριος Νύσσης). διαδικασία ατ λοκληρώθηκε μ τ ργο τν δύο πρώτων Οκουμενικν Συνόδων τς κκλησίας, τς Α΄ Οκουμενικς στ Νίκαια τς Βυθινίας τ 325 μ.Χ. κα τς Β΄ Οκουμενικς στν Κων/ πολη τ 381 μ.Χ. Μπορομε ν διακρίνουμε δύο φάσεις στ διαδικασία διατυπώσεως το δόγματος: α) δι το Μεγάλου θανασίου κα το ρου «μοούσιος» κα β) δι τν τριν Καππαδοκν Πατέρων κα τς θεολογικς κφράσεως «τρες ποστάσεις». τελικ μορφ, τν ποία προσέλαβε τ Τριαδικ δόγμα, συνοψίζεται στς κφράσεις «μία οσία – τρες ποστάσεις» «μία φύσις – τρία πρόσωπα».
παραίτητη προϋπόθεση γι τν κατανόηση ατς τς διαδικασίας εναι κριβς (κατ τ δυνατ) προσδιορισμς τς ννοιας τν τεσσάρων ρων, πο χρησιμοποιήθηκαν ερέως κατ τ διάρκειά της, δηλ. τν ρων «οσία», «πόστασις», «φύσις» κα «πρόσωπον»[2]. Ο ροι ατο προέρχονται π τν λληνικ φιλοσοφία κα χρησιμοποιήθηκαν γι ν ντικαταστήσουν παλαιότερες κφράσεις, εκόνες κα παραδείγματα, μ τ ποα μέχρι τν ποχ κείνη κφραζόταν τ Τριαδικό δόγμα· κα κφραζόταν, βέβαια, μ τρόπο γενικ, σαφ, πολλές φορές μάλιστα κα νακριβ νεπιτυχ. Ο παραπάνω ροι, κατ τν μεταφορ τους π τν λληνικ φιλοσοφία στν χρο τς ρθοδόξου Θεολογίας, δν διατήρησαν ατούσιο τ περιεχόμενό τους, φο γι ν νταχθον στν κκλησιαστικ ρολογία κα ν καταστον θεολογικοί ροι, πέστησαν εδικ πεξεργασία κ μέρους τν μεγάλων Πατέρων τς κκλησίας, ο ποοι προσάρμοσαν τ περιεχόμενο τν ρων στ νέα χρήση προσέδωσαν σ’ ατος, ταν πρεπε, νέο περιεχόμενο.
στορία τν ρων «οσία», «πόστασις», «φύσις» κα «πρόσωπον» εναι, βέβαια, διαιτέρως νδιαφέρουσα γι τν κατανόηση τς διατυπώσεως το ρθοδόξου δόγματος, στ σημεο, μως, ατ θ δοθε μόνο γενικ εκόνα τς ννοιας μ τν ποία χρησιμοποιήθηκαν ο ροι στν τελικ διατύπωση το ρθοδόξου δόγματος, δηλ. τς ννοιας μ τν ποία χρησιμοποιονται μέχρι σήμερα στν ρθόδοξη θεολογία.
Ο ροι «οσία» κα «φύσις» χρησιμοποιήθηκαν πολ νωρς γι τν κφραση διατύπωση το Τριαδικο δόγματος. Στ πλαίσια τς ρθοδόξου θεολογίας, χρησιμοποιονται ς σχεδν ταυτόσημοι. ρος «οσία», παραγόμενος π τ ῥῆμα «εμί», δηλώνει κατ’ ρχν τ ν, τ πραγματικό, τ εναι, τ πάρχειν, τν παρξη νς πράγματος. Πλν μως, «οσία» δν εναι πλ κα τυχαία παρξη το ντος, λλ πραγματικ παρξη, τ «ντως ν», τ αθύπαρκτο, τ αθυπόστατο, ατ πού δν χει νάγκη κάποιου λλου ντος γι ν πάρχει, ατ πο παρξή του δν ξαρτται π κάτι λλο. Κατ συνέπειαν, εναι κάτι, τ ποο, ν πουσίαζε π τ ν, δν θ ταν τ ν ,τι εναι[3]. Μ ατ τν ννοια, «οσία» χρησιμοποιεται πρωτίστως κα κυρίως γι τν Θεό, χρησιμοποιεται μως κα γι τν κτιστ πραγματικότητα.
Τν δια σχεδν ννοια χει κα ρος «φύσις», ποος παράγεται π τ ῥῆμα «φύω» κα κφράζει περισσότερο τν δυναμικ ψη το διου πράγματος. Ο ροι «οσία κα «φύσις» δηλ. γενικς ταυτίζονται· χουν μόνο μι λεπτ διαφορά: τονίζουν νας τν στατικ κα λλος τν δυναμικ χαρακτρα τς διας πραγματικότητος. ρος «οσία» χει περισσότερο στατικ κα λιγότερο δυναμικό περιεχόμενο, κα ρος «φύσις» χει περισσότερο δυναμικ κα λιγότερο στατικό περιεχόμενο. «οσία» σημαίνει τ στατικ κα κίνητο, δέ «φύσις» εναι δυναμικ ψη τς «οσίας», κα σημαίνει κίνηση, νέργεια, φανέρωση. μν «οσία» δηλώνει «τν ν τ κινήσει στάσιν», δ «φύσις» τν «ν τ στάσει κίνησιν»[4].
«οσία» «φύσις» χρησιμοποιεται, πως εδαμε, τόσο περ το Θεο, σο κα περ τς κτιστς πραγματικότητος. κ πρώτης ψεως, πάρχουν δο φύσεις: θεία κα κτιστή. πειδή, μως, ασθητ πραγματικότητα μφανίζεται διεσπασμένη, κτς τς θείας «οσίας», πάρχουν χι μία λλ πολλς λλες «οσίες» «φύσεις». τσι, λλη εναι φύση το νθρώπου, λλη φύση το ππου, λλη φύση το χθύος, λλη φύση το λίθου κ.ο.κ.[5] «φύσις», σύμφωνα μ τ παραπάνω, πειδ κριβς περιλαμβάνει πολλ π μέρους τομα πρόσωπα, ταυτίζεται μ τ «εδος» κα ποτελε τ «καθ’ λου» τ «κοινν» τν π μέρους ντων, πού νήκουν σ’ ατή. Καθένα π’ ατ χει λα τ χαρακτηριστικ τς φύσεως οσίας. Ο διαφορς τν φύσεων ναγνωρίζονται π τς διαφορς τν γνωρισμάτων τν «προσόντων» τους. Κάθε φύση χει δικά της γνωρίσματα «προσόντα» (τ λεγόμενα «φυσικ» γνωρίσματα διώματα προσόντα), π τ ποα διαπιστώνεται τ εναι κα τ δν εναι φύση, καθώς κα σ τ διαφέρει τν λλων φύσεων.
Παρ τ γεγονς τι «φύσις» «οσία» σημαίνει τ ν κα τ πραγματικό, δια δν χει διαίτερη παρξη. «φύσις» «οσία» πάρχει μόνο «ψιλ θεωρί»[6] κα παρξή της συνάγεται π τν παρατήρηση τν π μέρους τόμων πο τν συνιστον. Ατ σημαίνει τι «φύσις» φίσταται μόνο μ τ μορφ συγκεκριμμένων «ποστάσεων» «προσώπων». Ο «ποστάσεις» τ «πρόσωπα» εναι τ πιμέρους στοιχεα, τ ποα παρτίζουν τ φύση. Ο ροι «πόστασις» κα «πρόσωπον», πο εναι ταυτόσημοι κατ τν ρθόδοξη θεολογία, δηλώνουν, πως κα ρος «φύσις», τ ν, τ πραγματικό, τ αθύπαρκτο. Σ σχέση μως μ τ «φύση» δηλώνουν, χι τ «κοινόν», λλ τ «διον»[7], χι τ γενικό, λλ τ συγκεκριμμένο ν, στ ποο θεωρεται φύση[8]. Κατ τατα, δν πάρχει φύση πρόσωπη νυπόστατη («οκ στιν φύσιν πρόσωπον νυπόστατον επεν»[9]), λλ φύση μόνο «ν τόμ θεωρουμένη»[10]. «Μή στι φύσις νυπόστατος οσία πρόσωπος, ν ποστάσεσι γρ κα προσώποις τε οσία κα φύσις θεωρεται»[11].
Κάθε διαίτερη «πόστασις» χει λα τ χαρακτηριστικ τς φύσεως (τ λεγόμενα «φυσικ» χαρακτηριστικ «προσόντα»), πως τ χουν κα λες ο λλες «ποστάσεις» τς διας φύσεως, χει μως κα ρισμένα π πλέον χαρακτηριστικά, μ τ ποα διακρίνεται π τς λλες ποστάσεις τς διας φύσεως κα προσλαμβάνει μοναδικ κα νεπανάλητο χαρακτρα. Ατ τ χαρακτηριστικ εναι τ «συμβεβηκότα», τ γνωρίσματα τς ποστάσεως, τ «ποστατικ διώματα», πως τ μέγεθος, τ χρμα, τ βάρος κ.τ.λ. «πόστασις» εναι «οσία» μαζ μ τ «συμβεβηκότα»[12]. Σύμφωνα μ τ παραπάνω, ο πόστολοι Πέτρος κα Παλος εναι να ς πρς τ φύση, χουν μία φύση, χουν τν δια φύση, φο κα ο δύο εναι νθρωποι, εναι, μως, δύο ς πρς τς ποστάσεις (ποτελον δυ διαίτερες ποστάσεις πρόσωπα). Καθένας π’ ατος χει λα τ γνωρίσματα τς (νθρώπινης) φύσης, σν ρισμένα π πλέον γνωρίσματα (ψος, βάρος, διοσυγκρασία, διαίτερα σωματικ κα ψυχικ χαρακτηριστικ κ.τ.λ.), μ τ ποα διακρίνεται π τν λλο κα βάσει τν ποίων Πέτρος π.χ. εναι Πέτρος κα χι Παλος.
σχέση τν ρων «πόστασις» κα «πρόσωπον» εναι νάλογη μ τ σχέση τν ρων «οσία» κα «φύσις». Κα δ ο ροι ταυτίζονται, χουν μως μι λεπτ διαφορ: νας χει περισσότερο στατικ κα λλος περισσότερο δυναμικ χαρακτρα. ρος «πόστασις» σημαίνει τ στατικ κα κίνητο, κα ρος «πρόσωπον»[13] τ δυναμικό, τν κίνηση, τ σχέση, τν ξοδο π τν τομικότητα[14]. Μ ατ τν ννοια, «οσία» ντιστοιχε στν «πόστασιν», κα «φύσις» στ «πρόσωπον»
λα τ παραπάνω σχύουν κα περ το Θεο, χι, μως, κατ τν διο κριβς τρόπο. Ο πόστολοι Πέτρος, άκωβος κα ωάννης εναι μία φύση κα τρία πρόσωπα. Παρομοίως, Πατήρ, Υἱὸς κα τ γιο Πνεμα εναι μία φύση κα τρία πρόσωπα. Πλν μως Πέτρος, άκωβος κα ωάννης εναι τρες νθρωποι, ν Πατήρ, Υἱὸς κα τ γιο Πνεμα εναι νας Θεός. Στ φαινομενικ ατ διέξοδο ο γιοι Πατέρες παντον τι ατ συμβαίνει πειδ θεία κα κτιστη φύση διαφέρει παντελς τς κτιστς, δν χει καμία μοιότητα μ ατν κα χει ντελς διαφορετικ γνωρίσματα. Κατ συνέπειαν, εναι δύνατο π τν παρατήρηση τς κτιστς, φθαρτς κα διεσπασμένης φύσης, πού μς περιβάλλει, ν διαπιστώσουμε τ γνωρίσματα τς θείας κα κτιστης φύσης. Γι’ ατ θεωρεται ναγκαία συμπλήρωση τς κφράσεως «μία φύσις» «μία οσία» περ το Θεο μ τν κφραση «μία θεότης». Πατήρ, Υἱὸς κα τ γιο Πνεμα δηλ. στν γία Τριάδα εναι «μία φύσις», λλά κα «μία θεότης». μως, κφραση «μία θεότης» στν πατερικ θεολογικ ρολογία δν ταυτίζεται μ τν κφραση «μία φύσις»[15], λλ σημαίνει τν να Θεό. Τ πρόσωπα τς γίας Τριάδος διαφέρουν ν προκειμέν π τς κτιστς ποστάσεις (π.χ. τς νθρώπινες) στ τι δν εναι κατατμημένα, λλ «συνυπάρχουν», «νυπάρχουν» κα «περιχωρον λληλα»[16]. Σύμφωνα μ λλη ρθόδοξη κφραση, εναι «διαίρετα» (λλά κα «σύγχυτα»).
Κάθε κτιστ πόσταση διακρίνεται, πως εδαμε, π τς λλες ποστάσεις τς διας φύσεως μ πολλ διαίτερα γνωρίσματα («ποστατικ διώματα»). Κάτι νάλογο συμβαίνει κα μεταξ τν ποστάσεων τς γίας Τριάδος, μ τ διαφορ τι δ τ «ποστατικ διώματα», πο διακρίνουν κάθε πρόσωπο π τ λλα, δν εναι πολλά, πως στς κτιστς ποστάσεις, λλ να κα μόνο γι κάθε πρόσωπο. Τ ποστατικ διώματα τς γίας Τριάδος εναι: α) το Πατρς τ «γέννητον», β) το Υο τ «γεννητν» («κ μόνου το Πατρός») κα γ) το γίου Πνεύματος τ «κπορευτν» (σαύτως «κ μόνου το Πατρς»). Τ ποστατικ ατ διώματα δν ταυτίζονται οτε μ τν «οσία», οτε μ τν «νέργεια» (βλ. παρακάτω) το Θεο, λλ’ κφράζουν σχέσεις στν Θε τν διαίτερο τρόπο πάρξεως κάθε προσώπου τς γίας Τριάδος.
Γενικ, τ διώματα τν προσώπων στν γία Τριάδα εναι «κοιν» κα τν τριν προσώπων («φυσικ διώματα») «δια» (διαίτερα) νς κα μόνου προσώπου («ποστατικ διώματα»). Δν πάρχουν διώματα κοιν σ δύο πρόσωπα τς γίας Τριάδος. Τ ποστατικ διώματα εναι «κοινώνητα» κατ τος γίους Πατέρες. Τ τι στν γία Τριάδα πάρχουν μόνο «κοιν» (τν τριν) κα «κοινώνητα» (το νς) διώματα ποτελε παράβατη πατερικ κα θεολογικ ρχή, μ βάση τν ποία ο μεταγενέστεροι Πατέρες πέκρουσαν τν αρεση το filioque, τν ποία φεραν κα πινόησαν ο Φράγκοι τς δύσεως (π τ μέσα το στ΄ μ.Χ. α.).
κτς π τς παραπάνω διακρίσεις, δηλ. ατς μεταξ «φύσεως» κα «προσώπου» «οσίας» κα «ποστάσεως», θεμελιώδης γι τν πατερικ θεολογία εναι κα κάποια λλη διάκριση, ατ μεταξ «οσίας» («φύσεως») κα «νεργείας» «νεργειν». Ο διάφορες φύσεις διακρίνονται μεταξ τους, πως εδαμε, π τ (φυσικ) γνωρίσματα «προσόντα» τους. Ατ, στν πραγματικότητα, δν εναι νόματα κα χαρακτηρισμο ατς τς διας τς φύσεως, λλ νέργειές της[17]. Κάθε φύση δν εναι νενέργητη, λλ χει «δίας» (δικές της) «νέργειες», μ τίς ποες κδηλώνεται κτς το αυτο της. νενέργητο, κατ τν πατερικ ντίληψη, εναι μόνο τ μ ν, τ νύπαρκτο[18]. Ο «νέργειες» πηγάζουν πάντοτε π τν οσία τ φύση κα εναι ναπόσπαστα νωμένες μ’ ατή, γι’ ατ κα νομάζονται «φυσικα» «οσιώδεις». Ο νέργειες εναι πολλές[19], γι’ ατ κάθε ν καλεται μ πολλ νόματα[20], π τς νέργειές του. φο ο νέργειες πηγάζουν π τν οσία τ φύση, φ τους εναι μοια μ ατ τς φύσεως, δηλ. θεία φύση χει θεες νέργειες κα νθρώπινη φύση χει νθρώπινες νεργείας, κτιστη φύση χει κτιστες νέργειες κα κτίστη φύση χει κτιστς νέργειες. Το Θεο δν εναι μόνο οσία κτιστη, λλ κα ο νέργειες, μ τ διαφορ τι μν οσία φύση εναι κτιστη καί μέθεκτη, ο δ νέργειες εναι κτιστες λλ μεθεκτς κ μέρους το νθρώπου. Σωτηρία εναι κριβς μετοχ το νθρώπου στς κτιστες νέργειες το Θεο, δηλ. νθρωπος σώζεται δι τς μετοχς του στ κτιστο, κολουθντας τ διαδικασία τν ποία διασώζει κα διδάσκει κκλησία.
τσι, σ κάθε ν πάρχει, κατ τν γιο ωάννη τν Δαμασκηνό, α) τ «νεργητικόν», δηλ. φύση οσία, β) «νέργεια», ποία ρίζεται ς «δραστικ κα οσιώδης τς φύσεως κίνησις», γ) «νεργν», δηλ. πόσταση κα δ) τ «νέργημα», δηλ. τ ποτέλεσμα τς νέργειας (π.χ. στν Δημιουργία, δημιουργημένος π τν Θε κόσμος)[21]. π τ παραπάνω, στν Θε τ μν «νεργητικόν», «νέργεια» κα «νεργν» εναι κτιστα, τ δ «νέργημα» τ «νεργήματα» εναι κτιστά.
Τ γνωρίσματα ο νέργειες, εναι τ μόνα τ ποα μπορομε ν γνωρίζουμε π τ φύση. φύση οσία καθ’ αυτν πάρχει πέραν τν νεργειν της, κα εναι παντελς δύνατο ν γνωσθ. Πλν μως, οσία εναι κατ κάποιο τρόπο παροσα στς νέργειές της. Τ παραπάνω δν σχύουν μόνο περ το Θεο, λλά, κατ’ πέκτασιν, κα περ τς κτιστς πραγματικότητος[22]. τσι, οσία το Θεο εναι παντελς γνωστη, πρόσιτη κα μέθεκτη, ν ο νέργειές Του καθίστανται γνωστές, προσιτς κα μεθεκτς «τος κεκαθαρμένοις τν νον»[23].
Συνοπτικ, βάσει τς παραπάνω θεολογικς ρολογίας, Θεός, κατ τν ρθόδοξη ντίληψη, εναι: α) μία «οσία», β) μία «φύσις», γ) τρες «ποστάσεις», δ) τρία «πρόσωπα» καί ε) μία «θεότης». Τ τρία πρόσωπα ποστάσεις χουν λα τ «φυσικ διώματα» (γνωρίσματα) κοινά, χουν μως κα «ποστατικ διώματα» κοινώνητα (διώματα νς κα μόνο προσώπου). Ατ εναι α) το Πατρς τ «γέννητον», ν σχέσει μ τ λλα πρόσωπα τ «γεννν» (τν Υἱὸ) κα τ «κπορεύειν» «προβάλλειν» (τ γιο Πνεμα), β) το Υο τ «γεννσθαι» («κ μόνου το Πατρς») τ «γεννητν» κα γ) το γίου Πνεύματος τ «κπορεύεσθαι» (σαύτως «κ μόνου το Πατρς») τ «κπορευτόν». π πλέον Θεός, ν εναι γνωστος παντελς κα μέθεκτος κατ τν οσία Του, χει «νέργειες», ο ποες εναι: α) κοινς κα γι τ τρία πρόσωπα, φο πηγάζουν π τ μία κα κοιν φύση τν προσώπων, β) θεες κα κτιστες, φο θεία κα κτιστη εναι φύση π τν ποία πηγάζουν κα γ) γνωστς κα μεθεκτς π τν νθρωπο.
Τέλος, πρέπει ν σημειωθε τι παραπάνω θεολογικ ρολογία μεταφέρθηκε π τν χρο τς τριαδολογίας (το Τριαδικο δόγματος) στν χρο τς χριστολογίας[24] κα χρησιμοποιήθηκε κατ τν διο κριβς τρόπο γι τν διατύπωση το Χριστολογικο δόγματος, ταν λίγο ργότερα (ρχς το ε΄ μ.Χ. α.) ξέσπασαν ο μεγάλες χριστολογικς αρέσεις. τσι, μορφ τν ποία προσέλαβε τελικ τ Χριστολογικ δόγμα εναι συνοπτικ τι στν στορικ Κύριο μν ησο Χριστ πάρχουν: α) δύο τέλειες «φύσεις» «οσίες»: θεία κα νθρώπινη, β) να «πρόσωπον» «πόστασις», τ πρόσωπο το Θεο Λόγου, τοι γ) νθρώπινη φύση δν πάρχει στν να Κύριο μ δικ της διαίτερο πρόσωπο, λλ πρόσωπο τς νθρώπινης φύσης χρημάτισε ξ ρχς τ πρόσωπο το Θεο Λόγου, δεδομένου τι νθρώπινη φύση ξ ρχς «προσελήφθη» στ πρόσωπο ατνυπόστατον»), δ) στν ησο Χριστ πάρχουν δύο «νέργειες» φυσικς οσιώδεις: θεία κα νθρώπινη καί ε) πάρχουν πίσης δύο «θελήσεις», φυσικς οσιώδεις: θεία κα νθρώπινη. τρόπος τς νώσεως τν δύο φύσεων το Χριστο, ν κα εναι κατανόητος γιά μς, προσδιορίζεται π τ τέσσερα πιρήματα τς Δ΄ Οκουμενικς Συνόδου («συγχύτως», «τρέπτως», «χωρίστως» κα «διαιρέτως») κα τρόπος λειτουργίας τν δύο θελήσεων το Κυρίου προϋποθέτει τι νθρώπινη θέληση δν ντιτίθεται στ θεία, λλ πεται κα κολουθε θεληματικ ατήν.

ερες Σωτήριος . θανασούλιας.
Τρίπολις 2007





[1] «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα ... καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν ... καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τὸ Κύριον».
[2] Ὡς πρὸς τὴν ἔννοια τῶν ἐν λόγῳ ὅρων βλ. ἀναλυτικὰ σὲ Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, Ἡ περὶ Θεοῦ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985, σ. 234-244 καὶ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, Χριστολογία, τ. Ι: Τὸ Ἐνυπόστατον, Ἀθῆναι 1972, σ. 52-60
[3] Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, Ἡ περὶ Θεοῦ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985, σ. 234.
[4] Αὐτόθι, σ. 235.
[5] Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, Χριστολογία. τ.Ι: Τὸ Ἐνυπόστατον, Ἀθῆναι 1972, σ. 54. Γιὰ παράδειγμα: ὑπάρχουν πολλοὶ ἐπὶ μέρους λίθοι, ὅλοι ὅμως ἔχουν τὴν ἴδια φύση, τὴ φύση τοῦ λίθου ἤ εἶναι μὶα φύση, ὑπάρχουν πολλοὶ ἐπὶ μέρους ἄνθρωποι, ὅλοι ὅμως ἔχουν τὴν ἴδια φύση, τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἤ εἶναι μὶα φύση κ.ο.κ.
[6] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, Ἔργα, τ. 1, ἔκδ. Ε.Π.Ε., 1976, σ. 326.
[7] Ἰδιαίτερα διαφωτιστικὸ γιὰ τὴ σχέση «οὐσίας» καὶ «ὑποστάσεως» εἶναι ἐν προκειμένῳ τὸ ἀκόλουθο χωρίο τοῦ ἁγίου ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ: «Κοινὸν τοίνυν ἡ οὐσία, ὡς εἶδος, μερικὸν δὲ ἡ ὑπόστασις. Μερικὸν δέ, οὐχ ὅτι μέρος τῆς φύσεως ἔχει, μέρος δὲ οὐκ ἔχει, ἀλλὰ μερικὸν τῷ ἀριθμῷ, ὡς ἄτομον· ἀριθμῷ γὰρ καὶ οὐ φύσει διαφέρειν λέγονται αἱ ὑποστάσεις. Κατηγορεῖται δὲ ἡ οὐσία τῆς ὑποστάσεως, διότι ἐν ἑκάστῃ τῶν ὁμοειδῶν ὑποστάσεων τελεία ἡ οὐσία ἐστί. Διὸ οὐδὲ διαφέρουσιν ἀλλήλων αἱ ὑποστάσεις κατ΄ οὐσίαν, ἀλλὰ κατὰ τὰ συμβεβηκότα, ἅτινα εἶσιν τὰ χαρακτηριστικὰ ἰδιώματα, χαρακτηριστικὰ δὲ ὑποστάσεως καὶ οὐ φύσεως» (Αὐτόθι, σ. 305-306).
[8] Εἶναι ἀνάγκη νά διευκρινισθεῖ ὅτι ἀρχικὰ ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου «ὑπόστασις» ταυτιζόταν ἀπολύτως μὲ τὴν ἔννοια τῶν ὅρων «φύσις» καὶ «οὐσία», ἀκόμη καὶ στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (325 μ.Χ.) ταυτίζει σαφῶς τοὺς ὅρους «ὑπόστασις» καὶ «οὐσία»: ἀναθεματίζει «τοὺς λέγοντας» ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἤ οὐσίας» (ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. β΄, ἐν Ἀθήναις 1960, σ. 59). Μὲ τὴν ἴδια ἔννοια χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (295–373 μ.Χ.). Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἡ διάκριση μεταξὺ τοῦ Πατρὸς, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἁγία Τριάδα ἐκφραζόταν μὲ τὸν ὅρο «πρόσωπον» («πρόσωπα»). Ὅμως, ὁ ὅρος «πρόσωπον» εἶχε διαφορετικὴ κάπως σημασία καὶ προέλευση (βλ. παρακάτω) καὶ δὲν ἐθεωρεῖτο ἱκανὸς νά ἐκφράσει τὴν πραγματικὴ διάκριση τῶν τριῶν Προσώπων. Πίσω ἀπ’ αὐτὸν καλύπτονταν αἱρετικοὶ, ὅπως οἱ Σαβελλιανοὶ, ποὺ ἀπέρριπταν ἐντελῶς τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτοὶ, ὅπως εἶναι φυσικό, αἰσθάνοντο ἰδιαίτερα ἱκανοποιημένοι μὲ τὴ χρήση τοῦ ὅρου. Μὲ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ἡ θεολογικὴ ὁρολογία τῆς Ἐκκλησίας φαινόταν ἀνεπαρκὴς ἤ ἔδειχνε νὰ ὁδηγεῖτο σὲ ἀδιέξοδο. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ βρεθεῖ ἄλλος ὅρος, πιὸ ἰσχυρός, γιά νά ἐκφράσει τὴ διάκριση. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἀνέλαβαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες καὶ ἰδιαίτερα ὁ Μέγας Βασίλειος (330–378 μ.Χ.). Οἱ Πατέρες αὐτοὶ ἐπεξεργάστηκαν τὸν ὅρο «ὑπόστασις», τὸν διέκριναν ἀπὸ τὴν «οὐσία» καὶ τὴ «φύση» καὶ τοῦ προσέδωσαν νέο περιεχόμενο (αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα). Ἔτσι μίλησαν γιὰ «τρεῖς ὑποστάσεις» στὴν Ἁγία Τριάδα. Ἡ ἔκφραση «τρεῖς ὑποστάσεις» ἦταν ἡ νέα ὁρολογία μὲ τὴν ὁποία ἐκφράστηκε τὸ Τριαδικὸ δόγμα, ὁρολογία ἀπόλυτα ὀρθόδοξη καὶ ἰδιαίτερα ἀκριβής. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀντελήφθη προφανῶς τὴν ἀξία τῆς νέας ὁρολογίας, γι’ αὐτὸ στὴ μεγάλη Σύνοδο τοῦ 362 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπεδέχθη ὡς ὀρθὴ τὴ χρήση τῆς ἐκφράσεως «τρεῖς ὑποστάσεις» (Πρὸς Ἀντιοχεῖς Τόμος, MPG, τ. 26, σ. 801).
[9] Μητρ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, Ἀθῆναι 1985, σ. 26.
[10] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, Ἔργα, τ. 1, ἔκδ. Ε.Π.Ε., 1976, σ. 326.
[11] Αὐτόθι, σ. 320.
[12] «Τὴν ὑπόστασιν ὁρίζονται τὴν οὐσίαν μετὰ τῶν συμβεβηκότων» (Αὐτόθι, σ. 306).
[13] Ἡ προέλευση καὶ ἡ ἀρχικὴ σημασία τοῦ ὅρου «πρόσωπον» διαφέρουν ἀπὸ αὐτὲς τῶν ὅρων «οὐσία», «φύσις» καὶ «ὑπόστασις». Ὁ ὅρος «πρόσωπον» δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ ἀρχαίου θεάτρου. Σήμαινε ἀρχικὰ τὸν ἰδιαίτερο ρόλο, ποὺ διαδραματίζει στὴ σκηνὴ ὁ ἠθοποιός. Σήμαινε δηλ. τὸ «προσωπεῖον», τὴ μάσκα, πού προσωρινὰ κάποιος ὑποδύεται. Δὲν ἦταν ὀντολογικὸς ὅρος καὶ δὲν σήμαινε τὸ ὄν καὶ τὸ πραγματικὸ. Γι’ αὐτὸ δὲν ἐθεωρεῖτο ἱκανὸς νὰ ἐκφράσει τὴν πραγματικὴ διάκριση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ χρήση του μποροῦσε εὔκολα νά παρανοηθεῖ, μὲ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν διακρίνονται πραγματικὰ, ἀλλὰ εἶναι ρόλοι, τοὺς ὁποίους ὑποδύεται, ἤ μορφὲς, μὲ τὶς ὁποῖες ἐμφανίζεται, ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Θεὸς. Πίσω ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη κρύπτεται ἡ πλήρης κατάλυση τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μὲ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἔννοια χρησιμοποιοῦσε τὸν ὅρο ὁ αἱρετικὸς Σαβέλλιος (περὶ τὸ 240 μ.Χ.) καὶ οἱ ὁπαδοὶ του, οἱ ὁποῖοι αἰσθάνοντο ἰδιαίτερα ἱκανοποιημένοι μὲ τὴ χρήση τοῦ ὅρου. Οἱ Καππαδόκες Πατέρες, ἀφοῦ πρῶτα ἐπεξεργάστηκαν τὸν ὅρο «ὑπόστασις» καὶ τοῦ προσέδωσαν τὸ γνωστὸ περιεχομένο, ταύτισαν στὴ συνέχεια τὸν ὅρο «πρόσωπον» μὲ τὸν ὅρο «ὑπόστασις». Ἔκτοτε ὁ ὅρος ἀπώλεσε τὴν ἀρχικὴ του σημασία, προσέλαβε ὀντολογικὸ περιεχόμενο καὶ χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα ὡς ὀντολογικὸς ὅρος.
[14] Τὸ ἴδιο περίπου περιεχόμενο διατηρεῖ ἐπὶ ἀνθρώπου ὁ ὅρος «πρόσωπον» μέχρι σήμερα, ἀφοῦ σημαίνει τὸν ἄνθρωπο «ἐν σχέσει» (στὴ σχέση του, στήν κοινωνία μὲ τὸν ἄλλο), σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ὅρο «ἄτομο», ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα καὶ σημαίνει συνήθως τὸν ἄνθρωπο «ἐν μονώσει» (στὴ μόνωσή του). Αὐτονόητο εἶναι ὅτι ὁ ὅρος «πρόσωπον» μόνο περὶ Θεοῦ καὶ περὶ ἀνθρώπων (καὶ περὶ Ἀγγέλων) μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖται, ὄχι ὅμως καὶ γιὰ τὶς ἐπιμέρους ὑποστάσεις ὁποιασδήποτε ἄλλης φύσεως.
[15] Πρωτ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α΄, Θεσ/νίκη 1983, σ. 233.
[16] ΝΙΚ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας. Πανεπιστημιακαὶ Παραδόσεις Δογματικῆς, Ἀθήνα 1984, σ. 60.
[17] Περὶ τοῦ ὅτι τὰ θεῖα ἰδιώματα ἢ προσόντα ἀποτελοῦν ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ βλ. Ἱερομ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, Τὸ μυστήριον τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι διακρίσεως τῆς θείας Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας κατὰ τὸν ἅγιον Μᾶρκον Ἐφέσου τὸν Εὐγενικόν, Θεσ/νίκη 1983, σ. 93-97.
[18] Κατὰ τὸν Τόμο τῆς ἐν Κων/πόλει Συνόδου τοῦ 1351, «τὸ δὲ μὴ ἔχον ἐνέργειαν ἀνενέργητόν ἐστι, τὸ δὲ ἀνενέργητον καὶ ἀνύπαρκτον» (ἐν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Μνημεῖα, σ. 385). Ὁ παραπάνω Συνοδικὸς Τόμος παραθέτει καὶ πατερικὲς μαρτυρίες ἀπὸ τοὺς ἁγίους ΜΑΞΙΜΟ τὸν ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ, κατὰ τὸν ὁποῖο «οὐδὲν γὰρ τῶν ὄντων χωρὶς ἐνεργείας φυσικῆς ὑφέστηκεν· οἱ γὰρ ἅγιοι Πατέρες φανερῶς λέγουσι μήτε εἶναι μήτε γινώσκεσθαι χωρὶς τῆς οὐσιώδους αὐτῆς ἐνεργείας τὴν οἱανδήποτε φύσιν» (σ. 381), καὶ ΔΙΟΝΥΣΙΟ τὸν ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ, κατὰ τὸν ὁποῖο «τὸ μηδεμίαν δύναμιν ἢ ἐνέργειαν ἔχον οὔτε ἐστίν, οὔτε τί ἐστιν, οὔτε ἐστὶ παντελῶς αὐτοῦ θέσις οὐδὲ ἀφαίρεσις» (σ. 385).
[19] Ὁ Θεός, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, ἔχει μία ἐνέργεια, ἡ ὁποία, κατὰ τρόπο ἀπρόσιτο στὴν ἀνθρωπίνη νόηση, διαιρεῖται ἀδιαιρέτως καὶ πολλαπλασιάζεται ἀπολαπλασιάστως, παράγουσα διάφορα ἀποτελέσματα («ἐνεργήματα»). Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια γίνεται λόγος ἄλλοτε περὶ μίας «ἐνέργιας», καὶ ἄλλοτε περὶ πολλῶν «ἐνεργειῶν» τοῦ Θεοῦ. (Βλ. Ἱερομ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, μνημ. ἔργ., σ. 124 ἐξ.).
[20] Ὡσαύτως καὶ ὁ Θεὸς καλεῖται μὲ πολλὰ ὀνόματα, τὰ ὁποῖα εἶναι (ὅλα) ὀνόματα ἀπὸ τὶς ἐνέργειές Του. Ὀνομάζεται π.χ. «Ἀγάπη», ἐπειδὴ ἀγαπᾶ μὲ τήν ἄκτστη ἐνέργεια τῆς ἀγάπης Του, ὀνομάζεται «Δημιουργός», ἐπειδὴ δημιουργεῖ μὲ τὶς ἄκτιστες δημιουργικές Του ἐνέργειες, ὀνομάζεται «Ζωὴ» ἐπειδὴ ζωοποιεῖ κ.τ.λ. Ἀκόμη καὶ τὸ ὄνομα «Θεὸς» ἢ «θεότης» «ἐνεργείας ἐστὶν ὄνομα» (Ἱερομ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, μνημ. ἔργ., σ. 225-226).
[21] Ὁ Συνοδικὸς Τόμος τοῦ 1351 παραθέτει τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικὸ χωρίο τοῦ ἁγίου ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ: «Ἰστέον ὡς ἄλλο ἐστὶν ἐνέργεια καὶ ἄλλο ἐνεργητικόν, καὶ ἄλλο ἐνέργημα, καὶ ἄλλο ὁ ἐνεργῶν· ἐνέργεια μὲν οὖν ἐστιν ἡ δραστικὴ καὶ οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις· ἐνεργητικὸν δὲ ἡ φύσις, ἐξ ᾖς ἡ ἐνέργεια πρόεισιν· ἐνέργημα δὲ τὸ τῆς ἐνεργείας ἀποτέλεσμα· ἐνεργῶν δὲ ὁ κεχρημένος τῇ ἐνεργείᾳ, ἤτοι ἡ ὑπόστασις» (ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Μνημ. ἔργ., σ. 381).
[22] Περὶ τοῦ ὅτι αὐτὸ ἰσχύει καθολικῶς καὶ ὄχι μόνο περὶ τοῦ Θεοῦ, δηλ. περὶ τοῦ ὅτι ἄγνωστη καὶ «ἐπέκεινα πάσης ἐννοίας» εἶναι καὶ ἡ «οὐσία» κάθε κτίστου ὄντος, βλ. ἐν Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, Ἡ περὶ Θεοῦ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985, σ. 261-262, ὅπου παρατίθενται καὶ πατερικὲς μαρτυρίες.
[23] Τὸ δόγμα αὐτὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διετυπώθη ἐπισήμως τὸν ιδ΄ μ.Χ. αἰῶνα ἀπὸ τὸν ἁγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ (1296–1359 μ.Χ.), τοὺς λοιποὺς Ἡσυχαστὲς Πατέρες καὶ τὶς ἱερὲς Συνόδους τῆς ἐποχῆς (Κων/πολη 1341, 1347 καὶ 1351 μ.Χ.). Κλασικὴ ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ διατύπωση τοῦ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ δέκα αἰῶνες περίπου πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπίσημη διατύπωση τοῦ δόγματος (330–378 μ.Χ.): Τοῦ Θεοῦ «αἱ μὲν ἐνέργειαι ποικίλαι, ἡ δὲ οὐσία ἁπλή. Ἡμεῖς δὲ ἐκ μὲν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος» (Ἐπιστ. 234, Πρὸς Ἀμφιλόχιον, ΜPG, τ. 32, στ. 869).
[24] Χριστολογία ἤ Χριστολογικὸ δόγμα εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἱστορικοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Χριστολογία δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὶς σχέσεις τοῦ Δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος μὲ τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα ἐντὸς τῆς Τριάδος (ὅπως ἡ Τριαδολογία), ἀλλὰ μὲ τὴν Ἐνανθρώπιση (Σάρκωση) τοῦ Δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ μεγάλες χριστολογικές αἱρέσεις ξέσπασαν μὲ ἀφορμὴ τὶς ἀντιλήψεις τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Νεστορίου (428-431 μ.Χ.). Τὸν Νεστοριανισμὸ ἀκολούθησαν ἄλλες μεγάλες χριστολογικὲς αἱρέσεις: ὁ Μονοφυσιτισμὸς, ὁ Μονοθελητισμὸς καὶ ὁ Μονοενεργητισμός. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι Γ΄ (Ἔφεσος 431 μ.Χ.), Δ΄ (Χαλκηδόνα 541 μ.Χ.), Ε΄ (Κων/πολη 553 μ.Χ.) καὶ ΣΤ΄ (Κων/ πολη 680-681 μ.Χ.) ἀσχολήθηκαν ἀποκλειστικὰ σχεδὸν μὲ τὴ Χριστολογία καὶ ὁλοκλήρωσαν τὴ διατύπωση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος. Μεγάλοι Πατέρες, πού διακρίθηκαν κατὰ τὴν περίοδο τῶν χριστολογικῶν ἐρίδων, ἦσαν οἱ ἅγιοι Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (370–444 μ.Χ.), Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (580–662 μ.Χ.) κ.ἄ. Χριστολογικὸ χαρακτῆρα εἶχε καὶ ἡ αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας (η΄ μ.Χ. αἰ.), τὴν ὁποία καταδίκασε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (Νίκαια 787 μ.Χ.) καὶ ἀντιμετώπισε κυρίως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (680–755 μ.Χ.). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου