ΓIA TON ΘANATO TOY ANΘPΩΠOY KAI THN ANAΣTAΣH TOY XPIΣTOY [Α´] τοῦ πρωτ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ (†)
. Ἡ
λύτρωση δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ
συμφιλίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἐξαφάνιση τῆς
ἁμαρτίας, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο. Καὶ ἡ
λύτρωση ὁλοκληρώθηκε ἐπάνω στὸν Σταυρό, «διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ
αὐτοῦ» (Κολασ. α´, 20· πρβλ. Πράξ. κ´, 28· Ρωμ. ε´, 9· Ἐφεσ. α´, 7·
Κολασ. α´, 14· Ἑ‚ρ. θ´, 22· Ἰωάν. α´, 7· Ἀποκ. α´, 5-6· ε´, 9). Ὄχι μόνο
μὲ τὴν ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ, ἀλλ᾽ ἀκριβῶς μὲ τὸν θάνατο ἐπάνω στὸν Σταυρό.
Καὶ ἡ τελικὴ νίκη κερδήθηκε, ὄχι μὲ τὶς ὀδύνες ἢ τὴν καρτερία, ἀλλὰ μὲ
τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση. Ἐδῶ φτάνουμε στὸ ὀντολογικὸ βάθος τῆς
ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου μας ἦταν ἡ νίκη κατὰ τοῦ
θανάτου καὶ τῆς θνητότητας, ὄχι ἁπλῶς ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, οὔτε
ἁπλῶς μιὰ δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ἀκόμα μιὰ ἱκανοποίηση μιᾶς
ἀφηρημένης δικαιοσύνης. (…)
. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ὅταν
χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, καταλαμβάνεται ἀπὸ ταραχή, χάνει τὸν εἱρμό της,
τρόπον τινά, ἀποσυντίθεται. Ἡ ἴδια ἡ δομὴ τοῦ ἀνθρώπου χάνει τὴ
σταθερότητά της. Ἡ ἑνότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος γίνεται ἐπισφαλής. Ἡ
ψυχὴ χάνει τὴν ζωτική της δύναμη, δὲν εἶναι πιὰ ἱκανὴ νὰ ζωογονήσει τὸ
σῶμα. Tὸ σῶμα μεταβάλλεται σὲ τάφο ἢ φυλακὴ τῆς ψυχῆς. Καὶ ὁ φυσικὸς
θάνατος γίνεται ἀναπότρεπτος. (…) Τὸ δημιούργημα, δημιουργημένο ἀπὸ τὸ
μηδέν, βρίσκεται ἐπίσης πάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τοῦ μηδενός, ἕτοιμο πάντοτε
νὰ πέσει μέσα της. Ἡ δημιουργημένη φύση, λέγει ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος, εἶναι
θνητὴ καὶ ἀσταθής, «ρέουσα καὶ ὑποκείμενη σὲ διάλυση» («φύσις ρευστὴ καὶ
διαλυομένη»). Καὶ σώζεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ «φυσικὴ φθορά» μόνο μὲ τὴ δύναμη
τῆς οὐράνιας Χάρης, «μὲ τὴν ἐνοίκηση τοῦ λόγου». Ἔτσι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν
Θεὸ ὁδηγεῖ τὸ δημιούργημα σὲ ἀποσύνθεση καὶ φθορά. (…)
. Στὴν
Χριστιανικὴ ἐμπειρία ὁ θάνατος παρουσιάζεται κατ᾽ ἀρχὴν ὡς μεγάλη
τραγωδία, ὡς ὀδυνηρὴ μεταφυσικὴ καταστροφή, ὡς μυστηριώδης ἀποτυχία τοῦ
ἀνθρώπινου προορισμοῦ. Γιατί ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ κατάληξη τῆς
ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο συμβαίνει. Ὁ θάνατος τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι ἀφύσικος, εἶναι μία ἀποτυχία. Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν
θάνατο· δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀληθινὴ ζωή,
«εἰς τὸ εἶναι» (πρβλ. Σοφία Σολομ. ϛ´, 18 καὶ β´, 23). Ὁ θάνατος
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας» (Ρωμ. ϛ´, 23). Εἶναι ἀπώλεια
καὶ φθορά. Καὶ ἀπὸ τὴν πτώση (τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα) καὶ ἑξῆς τὸ
μυστήριο τῆς ζωῆς ἐκτοπίζεται ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Τί σημαίνει
γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅτι πεθαίνει; Ἐκεῖνο τό ὁποῖο στὴν πραγματικότητα πεθαίνει εἶναι προφανῶς τὸ σῶμα, γιατί τὸ σῶμα μόνο εἶναι θνητό.
. Τὸ
πρόβλημα τοῦ θανάτου εἶναι κατ᾽ ἀρχὴν τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπινου
σώματος, τῆς σωματικότητας τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν διακηρύσσει
μόνο τὴ μεταθανάτια ζωὴ τῆς ἀθάνατης ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ
σώματος. (…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου