Τὸ ἄρθρο στὸ τεῦχος 252, Ἰουλίου 2017 :”Οἱ ἐννέα (9) Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι – Γραπτὰ Κηρύγματα Ἰουλίου – Αὐγούστου 2017″ μὲ βελτιώσεις. 18 Σεπτεμβρίου 2017)
Κάθε χρόνο, κατά τούς καλοκαιρινούς μῆνες συντάσσω τά κηρύγματα πού διαβάζονται σέ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας. Ἐφέτος ἡ θεματολογία τῶν κηρυγμάτων ἦταν οἱ ἐννέα Οἰκουμενικές Σύνοδοι.
Ὁ χρόνος τοῦ λειτουργικοῦ κηρύγματος δέν προσφέρεται γιά μεγαλύτερες ἀναλύσεις, γι’ αὐτό καί μέ σύντομο τρόπο παρουσιάσθηκαν τά κεντρικά σημεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὥστε νά ἐνημερωθοῦν ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιά τά θέματα αὐτά.
Στήν ἐποχή μας εἶναι ἀνάγκη νά ἀναλύεται μέ ἁπλό τρόπο ὁ δογματικός πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας, καί κυρίως ὁ λόγος πού ἀναφέρεται στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, πού εἶναι ἡ βάση τῆς πίστεώς μας, διότι μέ αὐτόν τόν τρόπο θωρακίζονται οἱ πιστοί ἀπό διάφορα ρεύματα τά ὁποῖα κυκλοφοροῦν.
Στήν συνέχεια θά παρατεθοῦν τά ἐννέα αὐτά σύντομα κείμενα, γιά νά ἀποτελέσουν μιά ἑνότητα.
Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.)
Στά φετινά σύντομα κηρύγματα τῶν Κυριακῶν τοῦ Καλοκαιριοῦ, θά ἀναφερθῶ στίς Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μας, καί κυρίως στά δογματικά θέματα, μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι ἦταν θαυμαστά μέλη τους. Πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά γνωρίζουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας.
Βέβαια, τά θέματα αὐτά εἶναι μεγάλα καί σοβαρά καί δέν μποροῦν νά ἀναλυθοῦν ἐπαρκῶς σέ μικρά σύντομα εὐχαριστιακά κηρύγματα, ἀλλά θά τονισθοῦν μερικά ἀπό τά βασικότερα σημεῖα τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού εἶναι ἀπαραίτητο νά γνωρίζουμε ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Πρόκειται, δηλαδή, γιά μιά μικρή γνώση, καί ἐκεῖνοι πού ἐνδιαφέρονται θά μπορέσουν νά ἐνδιαφερθοῦν νά ἀντλήσουν περισσότερες πληροφορίες.
Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τό ἔτος 325 μ.Χ. ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο. Πρόεδροι τῆς Συνόδου διετέλεσαν ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καί ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ἴσως καί ὁ Κορδούης Ὅσιος.
Τό δογματικό θέμα μέ τό ὁποῖο ἀσχολήθηκε ἡ Σύνοδος αὐτή ἦταν ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ Ἄρειος ἦταν Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καί εἶχε καταδικασθῆ προηγουμένως ἀπό Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας γιά τίς αἱρέσεις του ὡς πρός τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή, ὅμως, οἱ αἱρετικές του ἀπόψεις διαδόθηκαν καί σέ ἄλλες ἐκκλησιαστικές περιοχές τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί δημιούργησαν προβλήματα, γι’ αὐτό ὁ Αὐτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντῖνος συνεκάλεσε τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, γιά νά λύση τό θέμα.
Βασική πρόταση τοῦ Ἀρείου ἦταν ὅτι κάποτε δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε: «ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν». Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἀπόψεώς του ἦταν ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ κτίσθηκε ἀπό τόν Πατέρα ἐν χρόνῳ, δηλαδή ὑπῆρξε χρόνος κατά τόν ὁποῖον δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἄρα ἔθετε χρόνο μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ∙ ὅτι ὁ Υἱός δέν ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα, πού σημαίνει ὅτι εἶναι τρεπτός∙ καί ὅτι ἀγνοεῖ τόν Πατέρα. Καί κατά συνέπεια καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι κτίσμα πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ.
Ὁ Ἄρειος ξεκινοῦσε ἀπό φιλοσοφικές ἀπόψεις, ἰδίως ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Ἀριστοτέλους ὅτι κάθε τί πού προέρχεται ἀπό τήν φύση εἶναι ἀναγκαστικό. Ἐπειδή ὁ Υἱός ἄν ἐγεννᾶτο ἀπό τήν φύση τοῦ Πατρός θά ἦταν κατ’ ἀνάγκη Υἱός τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι δημιουργήθηκε ἀπό τήν βούληση τοῦ Πατρός. Αὐτό σήμαινε ὅτι ὁ Λόγος δέν θά ἦταν Θεός, ἀλλά κτίσμα, καί μάλιστα τό πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας. Ἐπίσης βασική θέση τοῦ Ἀρείου ἦταν ὅτι ὁ Υἱός λειτουργεῖ ὡς κατώτερη θεότητα, ἡ ὁποία δημιουργεῖ τούς ἀνθρώπους, ἀλλά εἶναι ἀλλότριος στήν οὐσία ἀπό τόν ἀνώτερο Πατέρα.
Αὐτές οἱ αἱρετικές ἀπόψεις δημιούργησαν μεγάλη σύγχυση στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, γιατί οἱ πιστοί γνώριζαν ἀπό τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού εἶδαν τόν ἄσαρκο Λόγο, καί τούς Ἀποστόλους τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού εἶδαν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, εἶδαν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ –ὅπως οἱ Μαθητές ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ, ἀλλά καί σέ ἄλλα γεγονότα, ἰδιαιτέρως δέ στήν Πεντηκοστή– ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός ἀληθινός, γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρίν ἀπό τούς αἰῶνες, εἶναι Φῶς πού προέρχεται ἀπό τό Φῶς, καί ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα καί Αὐτός γνωρίζει τόν Πατέρα καί Τόν φανέρωσε στούς ἀνθρώπους.
Ἔτσι, οἱ Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁμολόγησαν αὐτήν τήν πίστη τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί ἀπό τήν δική τους ἐμπειρία πού εἶχαν, καί συνέταξαν τά πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πού ὁμολογοῦμε καί ἀπαγγέλλουμε μέχρι σήμερα.
Συγκεκριμένα, γράφεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅτι πιστεύουμε στόν ἕνα Θεό, τόν Πατέρα πού εἶναι δημιουργός ὅλων τῶν ὁρατῶν καί τῶν ἀοράτων, ὥστε νά ἀποκλεισθῆ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου εἶναι ἕνας κατώτερος Θεός, ὅπως πίστευαν οἱ γνωστικοί φιλόσοφοι. Ἔπειτα, ὁμολογεῖται ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, πού γεννήθηκε πρό πάντων τῶν αἰώνων ἀπό τόν Πατέρα καί δέν ὑπάρχει χρόνος μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ∙ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Φῶς ὅπως ὁ Πατήρ, εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα∙ καί ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε γιά τήν σωτηρία μας. Ἐπίσης, στό πρῶτο αὐτό Σύμβολο τῆς Πίστεως γράφεται ὅτι πιστεύουμε καί στό Ἅγιον Πνεῦμα, καί στό τέλος ἀναθεματίζονται ὅσοι διδάσκουν τά ἀντίθετα ἀπό αὐτά.
Βέβαια, τό Σύμβολο αὐτό ὁλοκληρώθηκε ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπως θά δοῦμε τήν ἄλλη Κυριακή, ἀλλά τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουμε ἀπολύτως στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, πράγμα τό ὁποῖο μᾶς διαβεβαίωσαν ὅσοι εἶδαν τήν δόξα Του, τήν θεότητά Του ὡς Φῶς. Αὐτοί εἶναι οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες διά μέσου τῶν αἰώνων.
Ὁ Ἄρειος καί ὅλοι οἱ αἱρετικοί ὁμιλοῦν γιά τά θέματα αὐτά χρησιμοποιώντας τήν φιλοσοφία, τήν φαντασία καί τόν στοχασμό, ἐνῶ οἱ θεόπτες Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί Πατέρες διατυπώνουν τήν ἐμπειρία πού εἶχαν, καί ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Φῶς, πού γεννήθηκε πρό πάντων τῶν αἰώνων ἀπό τό Φῶς καί εἶναι ἀληθινός Θεός.
Αὐτόν λατρεύουμε, Αὐτόν ἀγαπᾶμε καί τηροῦμε τίς ἐντολές Του, γιά νά φθάσουμε στό Φῶς.
Ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος (381 μ.Χ.)
Μετά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἔγιναν πολλά ἐκκλησιαστικά γεγονότα, μεγάλη ἀναταραχή στήν Ἐκκλησία. Κυρίως αὐτό ἔγινε γιατί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού συνέταξε ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος, περιελήφθηκε ἡ λέξη «ὁμοούσιος», ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί». Αὐτή ἡ λέξη «ὁμοούσιος» χρησιμοποιεῖτο ἀπό τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι τήν εἶχαν παραλάβει ἀπό τήν φιλοσοφία, καί σήμαινε ἄλλες ἔννοιες. Οἱ Πατέρες, ὅμως, τήν χρησιμοποίησαν μέ τήν ὀρθόδοξη ἔννοια, ὅτι ὁ Λόγος ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα.
Ἔτσι, μετά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο οἱ Χριστιανοί χωρίσθηκαν σέ διάφορες ὁμάδες, ἤτοι: Σέ ὁμοουσιανούς, πού ὑποστήριζαν τό Σύμβολο τῆς Νικαίας μέ τόν ὅρο ὁμοούσιος∙ σέ ὁμοιουσιανούς, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Υἱός δέν εἶχε τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα, ἀλλά ὅμοια μέ αὐτόν οὐσία∙ σέ ἀνομοίους, πού ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Υἱός εἶχε ἀνόμοια οὐσία μέ τόν Πατέρα∙ σέ ἑτερούσιους, πού ἔλεγαν ὅτι ὁ Υἱός εἶχε διαφορετική οὐσία ἀπό τόν Πατέρα. Ἐπίσης, ἐνεφανίσθηκαν καί ἄλλοι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν εἶναι Θεός, ἀλλά κτίσμα, εἶναι οἱ λεγόμενοι Πνευματομάχοι. Γιά τόν λόγο αὐτόν συνῆλθε ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος τό ἔτος 381 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά ἀντιμετωπίση τό θέμα αὐτό.
Μελετώντας τά γεγονότα πού ἔγιναν μεταξύ τῆς Πρώτης καί τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλαδή τά πενήντα ἕξι χρόνια ἀπό τό 325 ἕως τό 381, βλέπουμε ὅτι συνεκλήθησαν περίπου τριάντα Σύνοδοι Ἐπισκόπων, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες ἐξέδωσαν διάφορα Συμβολικά κείμενα. Ὑπῆρξε, δηλαδή, μεγάλη ἀναστάτωση στήν Ἐκκλησία καί ἔντονος θεολογικός διάλογος γιά τούς ὅρους πού χρησιμοποίησαν.
Σήμερα στήν θεολογία καί τήν λατρεία μας ἔχει ἐπικρατήσει γιά τήν Ἁγία Τριάδα ἡ διατύπωση «τρεῖς ὑποστάσεις καί μία οὐσία». Δηλαδή ἡ οὐσία ἀναφέρεται στό κοινό τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνῶ ὑπόσταση σημαίνει τό κάθε ξεχωριστό Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τήν περίοδο αὐτή ἐκδηλώθηκαν διάφορες αἱρέσεις, γιατί μέχρι τότε, ὅπως φαίνεται στήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο, ταυτιζόταν ἡ λέξη οὐσία μέ τήν λέξη ὑπόσταση, πράγμα τό ὁποῖο δημιούργησε προβλήματα στήν θεολογία περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Διότι, ἀφοῦ ἡ οὐσία ταυτιζόταν μέ τήν ὑπόσταση, αὐτό σήμαινε ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας, ἐνῶ ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν εἶναι ὑποστάσεις ἤ ξεχωριστά πρόσωπα, ἀλλά εἶναι ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἤ τρόποι φανερώσεως τοῦ ἑνός Θεοῦ. Ὡσάν ὁ Θεός νά ἀλλάζη προσωπεῖα καί ἄλλοτε νά ἐμφανίζεται ὡς Πατέρας, ἄλλοτε ὡς Υἱός, ἄλλοτε ὡς Ἅγιον Πνεῦμα.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπως καί ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔκαναν τότε τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεως, μιά διάκριση πού χρησιμοποιοῦμε καί ἐμεῖς σήμερα στήν λατρεία καί τήν θεολογία μας, καί εἶπαν ὅτι τρία εἶναι τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος –Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα– καί ἔχουν τήν ἴδια οὐσία. Δηλαδή, ἡ οὐσία εἶναι τό κοινόν στά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνῶ ἡ ὑπόσταση εἶναι τό «καθ’ ἕκαστον», τό ἐπί μέρους, τό ἴδιον. Αὐτήν τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεως τήν ἀποδέχθηκε καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί διευκολύνθηκαν τά θεολογικά πράγματα.
Ἔτσι, τό ἔτος 381 μ.Χ. συνεκλήθη ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Μέγα Θεοδόσιο, στήν ὁποία προήδρευσε ὁ Ἀντιοχείας Μελέτιος, καί μετά τόν θάνατό του ὁ Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καί μετά τήν παραίτηση τοῦ τελευταίου, ὁ Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος.
Ἡ Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τούς αἱρετικούς πού δέν δέχονταν τίς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί ἄλλους πού ἐν τῷ μεταξύ εἶχαν ἀναφανῆ, ὅπως οἱ Πνευματομάχοι, ὁ Εὐνόμιος, ὁ Ἀπολλινάριος καί ἄλλοι. Ἀναδιατύπωσε ἤ ἀναμόρφωσε σέ μερικά σημεῖα τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπίσης, προσέθεσε καί τά ὑπόλοιπα ἄρθρα στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού ἀναφέρονται στό Ἅγιον Πνεῦμα, τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τό βάπτισμα, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, καί τήν αἰώνια ζωή.
Εἶναι αὐτό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως πού ὁμολογοῦμε στήν θεία Λειτουργία καί σέ κάθε ἀκολουθία, καί στό ὁποῖο περικλείονται ὅλα τά βασικά θέματα τῆς πίστεώς μας. Ἔκτοτε λέγεται Σύμβολο τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, γιατί εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς Πρώτης καί τῆς Δευτέρας.
Τό σημαντικό πού πρέπει καί ἐδῶ νά τονισθῆ εἶναι ὅτι καί στήν Σύνοδο αὐτή φάνηκε ἔντονα ἡ διαφορά μεταξύ τῆς φιλοσοφικῆς θεολογίας καί τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας. Οἱ αἱρετικοί εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους καί προσπαθοῦσαν μέ τήν λογική νά κατανοήσουν πῶς ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί συγχρόνως εἶναι τρεῖς, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεολογοῦσαν μέ βάση τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τήν δική τους. Γι’ αὐτό συνεχῶς οἱ Πατέρες στά ἔργα τους χρησιμοποιοῦσαν χωρία ἀπό τήν ἀποκάλυψη καί φανέρωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, στούς Προφῆτες ἀσάρκως καί στούς Ἀποστόλους ἐν σαρκί. Καί αὐτά τά ἑρμήνευαν μέ βάση τήν δική τους ἐμπειρία. Εἶναι σημαντικές οἱ φανερώσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στόν Ἰορδάνη Ποταμό καί στό Ὄρος Θαβώρ καί σέ ἄλλα γεγονότα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.
Ἐμεῖς πρέπει νά διατηροῦμε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καθαρό, νά τό διαβάζουμε πάντα, νά στεκόμαστε μέ σεβασμό ὅταν τό ἀκοῦμε, νά τό μάθουμε ἀπό μνήμης καί νά τό λέμε συχνά, γιατί εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα φώτισε τούς Πατέρες στίς δύο πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους νά τό συντάξουν καί εἶναι τό θεμέλιο τῆς σωτηρίας μας.
Ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (431 μ.Χ.)
Ἀφοῦ συγκλήθηκαν οἱ δύο πρῶτες Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί συνέταξαν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί κανονικά θά ἔπρεπε νά τελειώσουν τά θέματα, ὅμως διάφοροι φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ἀνακινοῦσαν διάφορα θεολογικά ζητήματα καί γι’ αὐτό ἔπρεπε νά συγκληθῆ ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος νά τά ἀντιμετωπίση. Αὐτή ἡ Σύνοδος πραγματοποιήθηκε στήν Ἔφεσο τό 431 μ.Χ. μέ ἀπόφαση τοῦ Αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ, καί Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἦταν ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας.
Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζε ὅτι δέν πρέπει νά ὀνομάζεται ἡ Παναγία Θεοτόκος, ἀλλά Χριστοτόκος, θεωρώντας ὅτι ὁ ὅρος Θεοτόκος, ὅπως καί ἡ φράση «Μήτηρ Θεοῦ» εἶναι εἰδωλολατρικῆς προελεύσεως. Ἔτσι, ἔλεγε ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε τόν ἄνθρωπο Χριστό, ὁ Θεός ἁπλῶς «προῆλθε» ἤ «παρῆλθε» ἤ «διῆλθε» δι’ αὐτῆς, ἀλλά δέν γεννήθηκε ἀπό αὐτήν Θεός. Ὁ Νεστόριος ἔλεγε ὅτι εἶναι λάθος νά λέγεται ἡ Παναγία Θεοτόκος, γιατί δέν εἶναι θεά πού γέννησε Θεό.
Αὐτή ἡ αἱρετική ἄποψή του γιά τήν Παναγία προερχόταν ἀπό τήν αἱρετική ἄποψή του γιά τόν Χριστό. Ὁ Νεστόριος, ἀκολουθώντας ἄλλους προγενεστέρους αἱρετικούς, ἀδυνατοῦσε νά δεχθῆ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, ὁ ἕνας καί ὁ αὐτός. Θεωροῦσε ὅτι ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων-ὑποστάσεων εἶναι «σχετική» καί ὄχι πραγματική, ὅπως δύο σανίδες εἶναι ἑνωμένες μεταξύ τους καί χωρίζονται, ἤ, ἀκόμα συμβαίνει σύμφωνα μέ τό παράδειγμα τῶν δύο συζύγων ἤ δύο φίλων. Ἔτσι, θεωροῦσε ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλος εἶναι ὁ υἱός τῆς Παρθένου. Αὐτό εἶχε σοβαρές Χριστολογικές συνέπειες, γιατί ἔτσι ὁ Χριστός εἶναι ἁπλῶς ἕνας θεόμορφος ἄνθρωπος, ὅπως ἦταν οἱ Προφῆτες, καί ὄχι Θεός. Ὁπότε ἔπαθε καί ἀναλήφθηκε ἕνας ἄνθρωπος πού συμπροσκυνεῖται καί συνδοξάζεται μέ τόν Θεό Λόγο, καί πολλά ἄλλα.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας διέγνωσε αὐτήν τήν αἱρετική ἀπόκλιση ἀπό τήν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια, διεπίστωσε τίς φοβερές συνέπειες μιᾶς τέτοιας ἀπόψεως καί ἀντιστάθηκε μέ δύναμη, ἀντέκρουσε αὐτές τίς ἀπόψεις ὡς αἱρετικές. Ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος καταδίκασε τίς ἀπόψεις αὐτές ὡς αἱρετικές, ἐπίσης καταδίκασε τόν Νεστόριο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε ἀπό τήν Σύνοδο, διότι ἀρνήθηκε νά παρουσιασθῆ, παρά τό ὅτι κλήθηκε τρεῖς φορές.
Δύο χρόνια μετά, καί συγκεκριμένα τό 433 μ.Χ., συμφωνήθηκε μεταξύ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰωάννου Ἀντιοχείας ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τά θέματα αὐτά. Εἶναι ἡ λεγόμενη «Ἔκθεση τῶν Διαλλαγῶν», στήν ὁποία καθορίσθηκε ἡ δογματική ἀπόφαση γιά τό θέμα αὐτό, ὥστε νά ἐπέλθη μιά συμφωνία.
Μέ τίς «Διαλλαγές» ὁμολογήθηκε ὅτι ὁ ἕνας Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός μονογενής τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος∙ γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρό πάντων τῶν αἰώνων κατά τήν Θεότητα καί ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία γιά τήν σωτηρία μας, κατά τήν ἀνθρωπότητα∙ εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τήν Θεότητα καί ὁμοούσιος μέ ἐμᾶς κατά τήν ἀνθρωπότητα. Ὁμολογοῦμε ἕναν Χριστό, ἕναν Υἱό, ἕναν Κύριο, στόν ὁποῖον ἔγινε ἕνωση δύο φύσεων, καί κατά τήν ἔννοια τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ὁμολογοῦμε τήν ἁγία Παρθένο καί Θεοτόκο.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι μέ τήν ἀπόφαση αὐτή διασφαλίσθηκε ἡ ὁμολογία στόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία Παναγία δέν γέννησε ἁπλό ἄνθρωπο, ἀλλά τόν Θεό Λόγο, καί ἐξακολουθεῖ ὁ Χριστός νά εἶναι Θεάνθρωπος, πού σώζει τόν ἄνθρωπο.
Αὐτό τό εἶπαν οἱ Πατέρες, γιατί στηρίχθηκαν στήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καταγράφηκε στά ἅγια Εὐαγγέλια, ἀλλά καί στήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων. Οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ μερικές φορές ἀξιώθηκαν νά δοῦν τήν δόξα τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία προχεόταν ἀπό τό σῶμα Του∙ εἶδαν τόν ἀναστάντα καί ἀναληφθέντα στούς οὐρανούς Χριστό∙ ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος εἶδε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί «Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ», εἶδε τόν Χριστό μέσα στήν δόξα τῆς Θεότητός Του∙ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶδε τόν Χριστό μέσα στό Φῶς, τό ὁποῖο ἦταν λαμπρότερο ἀπό τό κτιστό φῶς τοῦ ἡλίου, καί γνώριζε ἐμπειρικά αὐτήν τήν ἀλήθεια.
Αὐτό διατυπώθηκε στίς ἀποφάσεις τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί στίς λεγόμενες «Διαλλαγές» μεταξύ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰωάννου Ἀντιοχείας. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτό φαίνεται στό δόγμα, ἀλλά κυρίως στήν ἐμπειρία τῆς δόξης τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τότε ἄρχισε νά ἀναπτύσσεται περισσότερο ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Αὐτό πού ζοῦσε ἡ Ἐκκλησία τό διατύπωσε ὀρθόδοξα καί καθορίσθηκαν διαδοχικά ὅλες οἱ Θεομητορικές ἑορτές. Αὐτή ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ δική μας σωτηρία.
Ἡ Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (451 μ.Χ.)
Ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τόν κατεδίκασε καί ὁριοθέτησε τήν πίστη γιά τόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὕστερα μάλιστα ἀπό τήν συμφωνία, τίς λεγόμενες «Διαλλαγές» πού ἔγιναν τό 433 μ.Χ. μεταξύ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰωάννου Ἀντιοχείας.
Ὅμως, μετά τήν ἐκδημία τῶν δύο αὐτῶν Πατριαρχῶν (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Ἰωάννου Ἀντιοχείας) οἱ φανατικοί μαθητές τους ἀνεκίνησαν τό θέμα αὐτό, θεωρώντας ὅτι καί οἱ δύο ὑπεχώρησαν ἀπό τίς θέσεις τους πού ὑποστήριζαν προηγουμένως, πράγμα τό ὁποῖο δημιούργησε προβλήματα στήν Ἐκκλησία.
Πρόκειται γιά τόν Εὐτυχῆ, τόν Διόσκορο καί ἄλλους Ἀντιοχειανούς Θεολόγους. Ὁ Εὐτυχής δίδασκε μέν ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶχε δύο φύσεις πρίν τήν ἕνωση, ἀλλά ὁμολογοῦσε μία φύση μετά τήν ἕνωση. Δηλαδή ἔλεγε ὅτι μετά τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν θεία φύση. Αὐτό τό πρόβλημα συνεχιζόταν, γιατί ἀκόμη γινόταν σύγχυση μεταξύ τῆς φύσεως καί τοῦ προσώπου, ὁπότε θεωροῦσαν ὅτι τό ἕνα πρόσωπο, συνδέεται μέ τήν μία φύση.
Τότε συνεκλήθη ἡ Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Χαλκηδόνα, μέ ἀπόφαση τῶν Αὐτοκρατόρων Μαρκιανοῦ καί Πουλχερίας, τό 451 μ.Χ., μέ τήν προεδρεία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατολίου καί τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πάπα Ρώμης Λέοντος. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀποδέχθηκε τήν ἀπόφαση τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἀκολουθώντας τούς προηγουμένους Πατέρες, δηλαδή «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», ὅπως γράφεται, ἀποφάσισε ὅτι ἐμεῖς ὁμολογοῦμε ὅτι ἕνα εἶναι τό πρόσωπο καί μία εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου, «ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζομένη» καί ὅτι πουθενά δέν ἀναιρεῖται ἡ διαφορά τῶν φύσεων λόγῳ τῆς ἑνώσεως, ἀλλά σώζεται ἡ ἰδιότητα κάθε φύσεως γιά τήν ἑνότητα στό ἕνα πρόσωπο-ὑπόσταση τοῦ Λόγου.
Ὅλο αὐτό τό θέμα μπορεῖ νά φαίνεται φιλοσοφικό, πού δέν ἔχει σχέση μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά αὐτό δέν ἰσχύει γιά τούς ἑξῆς λόγους.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καί Νέας Διαθήκης, ἰδίως μέ τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ στούς Ἀποστόλους, γνώριζαν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός, ὁ ὁποῖος ἐνηνθρώπησε γιά νά νικήση τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο. Στόν Ἰορδάνη ποταμό φανερώθηκε ἡ ὕπαρξη τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στό Ὄρος Θαβώρ ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Ἐπίσης, ἡ φωτεινή νεφέλη ἐκάλυψε τούς Μαθητές καί ἀκούσθηκε ἡ φωνή τοῦ Πατρός. Αὐτό τό Φῶς δέν ἦταν κτιστό, ἀλλά θεῖο, ἄκτιστο, ἦταν τό Φῶς τῆς θεότητος. Στόν Χριστό ὑπῆρχε ἡ ἀνθρώπινη φύση (ψυχή, σῶμα), ἀλλά ἀπό μέσα ἐξερχόταν καί ἡ λάμψη τῆς θεότητος. Αὐτό τό Φῶς δέν ἦταν μία ἄλλη φύση, ἀλλά ἡ θεία φύση πού ἦταν ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στόν Χριστό. Ἔτσι, φανερώθηκε ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ χωρίς νά καταργῆται ἡ ἀνθρώπινη φύση. Αὐτό ἔκανε τούς Πατέρες νά ποῦν ὅτι οἱ δύο φύσεις –θεία καί ἀνθρωπίνη– ἐνεργοῦν στήν ὑπόσταση-πρόσωπο τοῦ Λόγου «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως».
Αὐτήν τήν ἐμπειρία τήν εἶχαν πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό βλέπουμε καθαρά στόν Μέγα Βασίλειο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί σέ πολλούς μεταγενέστερους Πατέρες, ὅπως τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί ἄλλους. Καί γι’ αὐτό ὅλοι οἱ Πατέρες ἔχουν ταυτότητα ἐμπειρίας καί πίστεως μέ τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους.
Ἔπειτα, αὐτήν τήν διατύπωση δέν τήν ἔκαναν γιά νά φιλοσοφήσουν λογικά γιά τόν Χριστό, διότι αὐτό τό μυστήριο δέν μπορεῖ νά κατανοηθῆ λογικά, οὔτε τό ἔκαναν γιά νά ἀναπτύξουν τήν φιλοσοφία, ἀλλά τό ἔκαναν γιά νά ἀπαντήσουν στούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι φιλοσοφοῦσαν. Ἔτσι, οἱ αἱρετικοί θεολόγοι προσπαθοῦσαν νά κατανοήσουν αὐτό τό μυστήριο μέ τούς ὅρους τῆς φιλοσοφίας, ἐνῶ οἱ Πατέρες χρησιμοποίησαν μερικούς ὅρους, ὅπως οὐσία, φύση, πρόσωπο, ὑπόσταση, γιά νά ἀπαντήσουν στούς αἱρετικούς θεολόγους καί νά ἀποδομήσουν τόν φιλοσοφικό τρόπο σκέψεώς τους.
Αὐτό σημαίνει ὅτι τό δόγμα, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι ἡ φανέρωση-ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη ἀσάρκως καί στούς Ἀποστόλους στήν Καινή Διαθήκη ἐν σαρκί. Ἀντίθετα, οἱ ὅροι εἶναι οἱ λέξεις, εἶναι ρήματα, πού χρησιμοποίησαν οἱ Πατέρες γιά νά διαφυλάξουν τό δόγμα, τήν ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό οἱ ὅροι δηλώνουν τά ὅρια μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης.
Τίς ἀποφάσεις τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπως καί τῶν ἄλλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ Ἐκκλησία τίς ἔκανε τροπάρια, τά ὁποῖα ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία, καί γίνονται προσευχή, ὁπότε συνδέονται στενά τό δόγμα, οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μέ τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό δείχνει τήν μεγάλη ἀξία τῆς λατρείας, μέσα στήν ὁποία ὁμολογοῦμε καί ζοῦμε τόν Θεάνθρωπο Χριστό.
Ἡ Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδος (553 μ.Χ.)
Ἡ Ἐκκλησία, διά τῶν Ἁγίων Πατέρων, γιά νά διαφυλάξη τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, ἀπό τούς αἱρετικούς θεολόγους πού εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν φιλοσοφία καί χρησιμοποιοῦσαν τούς ὅρους οὐσία, φύση, ὑπόσταση, πρόσωπον, φιλοσοφικά, μέ αἱρετική ἔννοια, ἀποφάσισε θεοπνεύστως γιά τά θέματα αὐτά μέ τούς ἰδίους ὅρους πού χρησιμοποιοῦσαν ἐκεῖνοι, στούς ὁποίους ὅρους ἔδωσε ὀρθόδοξο νόημα.
Εἶναι πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, ἔχει δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, πού εἶναι ἑνωμένες στό ἕνα πρόσωπο Του «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως». Ὅταν ἐνεργοῦσε ἡ κάθε φύση στό πρόσωπο τοῦ Λόγου, ἐνεργοῦσε μέ τήν κοινωνία τῆς ἄλλης φύσεως, χωρίς νά γίνη τροπή, σύγχυση, διαίρεση, χωρισμός. Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο.
Αὐτό τό βλέπουμε στά Εὐαγγέλια. Ὁ Χριστός ὅταν ἔμαθε τόν θάνατο τοῦ φίλου Του Λαζάρου ἔκλαψε, δηλαδή ἔκλαψε ἡ ἀνθρώπινη φύση χωρίς νά χωρισθῆ ἀπό τήν θεία φύση. Καί ὅταν ἀνέστησε τόν Λάζαρο τόν ἀνέστησε μέ τήν θεία Του φύση, χωρίς νά χωρισθῆ ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί οἱ δύο φύσεις ἐνεργοῦν ἑνωμένα στόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός χρησιμοποίησε δύο παραδείγματα γιά νά τό ἐκφράση αὐτό καθαρά. Ἕνα κάρβουνο πού φλέγεται εἶναι κάρβουνο, ἀλλά μέσα του ἔχει πῦρ. Δέν περιχώρησε τό κάρβουνο μέσα στό πῦρ, ἀλλά τό πῦρ περιχώρησε μέσα στό κάρβουνο. Τό ἄλλο παράδειγμα εἶναι τό μαχαίρι πού τό βάζουμε στήν φωτιά καί φλέγεται. Τό πυρακτωμένο μαχαίρι ὡς σίδερο κόβει, ὡς πυρακτωμένο καίει, ἀλλά αὐτό γίνεται ἀπό τό ἴδιο τό πυρακτωμένο ἀντικείμενο.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καθόρισαν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, τήν Γ’ καί τήν Δ’, αὐτήν τήν ἀλήθεια γιά τίς δύο φύσεις στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ὑπῆρχαν, ὅμως, Ἐπίσκοποι καί Χριστιανοί θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἀποδέχθηκαν αὐτές τίς ἀποφάσεις καί ἐξακολουθοῦσαν νά παρερμηνεύουν τά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί νά μή ἀποδέχονται τήν φράση τῆς Οἰκουμενικῆς αὐτῆς Συνόδου, «ἐν δυσί φύσεσιν», θεωρώντας ὅτι ἡ φύση σημαίνει ὑπόσταση καί νομίζοντας ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐκφράζεται ἡ αἵρεση τοῦ Νεστορίου. Ἔτσι, ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός συνεκάλεσε τήν Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο, τό 553 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά καθορίση ἀκόμη περισσότερο τά θεολογικά αὐτά θέματα, στήν πραγματικότητα νά ἀντιμετωπίση ὅλες αὐτές τίς ἐπιφυλάξεις πρός τίς προηγούμενες ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπό Χριστιανούς πού ζοῦσαν στά ὅρια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τά «τρία κεφάλαια», δηλαδή κατεδίκασε τά κείμενα τριῶν αἱρετικῶν πού εἶχαν κακόδοξες καί αἱρετικές ἀπόψεις. Συγκεκριμένα, κατεδίκασε τήν κακόδοξη διδασκαλία τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τήν ἀντορθόδοξη διδασκαλία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, ὁ ὁποῖος στά κείμενά του στρεφόταν ἐναντίον τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὑποστήριζε τόν Νεστόριο, ὅπως ἐπίσης κατεδίκασε καί τήν Ἐπιστολή τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης, τήν ὁποία ἔστειλε πρός τόν Μάρη καί εἶχε αἱρετικές ἀπόψεις.
Ἔπειτα, ἡ Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐξέθεσε μέ ἀκριβέστερο τρόπο τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία εἶχαν διατυπώσει οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι Γ’ καί Δ’. Πράγματι, ὅταν διαβάση κανείς τά δεκατέσσερα ἀναθέματα τῆς Συνόδου αὐτῆς ἀντιλαμβάνεται τό σοβαρό ἔργο τό ὁποῖο ἐπιτέλεσε.
Ἐπίσης, εἶχαν δημιουργηθῆ διάφορα προβλήματα ἀπό τούς «ὠριγενιστές», δηλαδή διαφόρους Χριστιανούς πού χρησιμοποιοῦσαν μερικές ἀπόψεις τοῦ Ὠριγένη, τίς ὁποῖες εἶχε διατυπώσει ὁ διδάσκαλος αὐτός πρίν συγκληθῆ ἀκόμη καί ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος. Γι’ αὐτό ἡ Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τίς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένη, οἱ ὁποῖες ἤδη εἶχαν καταδικασθῆ καί μεμονωμένως τό προηγούμενο χρονικό διάστημα. Πρόκειται γιά τίς κακοδοξίες πού ἀναφέρονται στήν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν, τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων καί ἄλλες ἀπόψεις του.
Καταλαβαίνουμε τί μεγάλο κόπο ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, πόσο προσπάθησαν νά διαφυλάξουν τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια ὅτι ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάς ὁμοούσιος καί ἀχώριστος∙ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός καί ἀληθινός ἄνθρωπος, ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τήν θεότητα καί ὁμοούσιος μέ ἐμᾶς κατά τήν ἀνθρωπότητα∙ ὅτι εἶναι Σωτήρας τῶν ἀνθρώπων, καί ὅλα ὅσα ἀναφέρονται στήν ὀρθόδοξη ἀλήθεια καί τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ὅλο αὐτό τό μυστήριο πού εἶναι ἀκατανόητο στήν ἀνθρώπινη λογική, τό ζοῦμε στήν θεία Λειτουργία, στήν ὁποία ὑμνοῦμε τόν Τριαδικό Θεό, δοξάζουμε τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, κοινωνοῦμε τοῦ τεθεωμένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, κατόπιν προετοιμασίας καταλλήλου, ὁμολογοῦμε: «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες, αὕτη γάρ ἡμᾶς ἔσωσεν».
Αὐτή εἶναι ἡ πίστη μας, αὐτή εἶναι ἡ ὁμολογία μας, αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας, αὐτή εἶναι ἡ ζωή μας.
Ἡ ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (680-681 μ.Χ.)
Ὅταν διαβάζη κανείς τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, διαπιστώνει ὅτι ὑπάρχουν ζωντανοί πνευματικά ὀργανισμοί, δηλαδή μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν οἱ μεγάλοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τό μυστήριο τῆς θεώσεως, πού σημαίνει ὅτι μετεῖχαν κατά διαφόρους βαθμούς τῆς ἀκτίστου καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως ὑπῆρχαν καί ἄλλοι στοχαστές θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά θεολογήσουν μέ φιλοσοφικό τρόπο. Αὐτό δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στήν Ἐκκλησία.
Ἐπίσης, ἐκεῖνο πού βλέπει κανείς εἶναι ὅτι, δυστυχῶς, στήν Ἐκκλησία εἰσερχόταν μέ διαφόρους τρόπους καί ἡ πολιτική, γι’ αὐτό μερικοί αὐτοκράτορες προσπαθοῦσαν νά συμβιβάσουν τά πράγματα, νά βροῦν κάποιο τρόπο μέ μερικές φράσεις γιά νά ἑνώσουν τούς Ὀρθοδόξους μέ τούς αἱρετικούς. Γινόταν αὐτό πού θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε ἐκκλησιαστική καί θεολογική διπλωματία.
Μετά τήν Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο, στήν ὁποία καταδικάστηκε ὁ Μονοφυσιτισμός, δηλαδή οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνοι πού δέν δέχθηκαν τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Γ’ καί Δ’, καί ἀποτελοῦσαν δικές τους κοινότητες, οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας θέλησαν νά βροῦν ἕναν τρόπο συμβιβασμοῦ, ὥστε νά ἑνωθοῦν ὅλοι οἱ Χριστιανοί, μέ σκοπό νά ἀνακοπῆ ἡ ἀραβική ἐπέλαση. Δηλαδή, οἱ αὐτοκράτορες πίστευαν ὅτι ἄν συμφιλιώσουν τούς μονοφυσίτες τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Συρίας, αὐτοί θά ἀμύνονταν ἐναντίον τῶν μουσουλμάνων Ἀράβων, ἀντί νά παραδοθοῦν ἀμαχητί ἐξαιτίας τῆς διαφορᾶς πίστης μέ τούς Ὀρθοδόξους.
Ἔτσι, κατ’ ἀρχάς ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος θέλησε νά συμβιβάση τά πράγματα καί συμβουλεύθηκε τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν δύο φύσεις, πού εἶναι ἑνωμένες «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» σέ ἕνα πρόσωπο, ὅπως ἀποφάσισε ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀλλά ὅμως προσέθετε ὅτι ὁ Χριστός ἔχει μία θέληση καί ἐνέργεια.
Τότε, τό 638 μ.Χ. ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος ἐξέδωσε ἕνα διάταγμα, πού ὀνομάσθηκε «Ἔκθεσις», μέ τό ὁποῖο ἐπέβαλε αὐτήν τήν διδασκαλία ὅτι, δηλαδή, στόν Χριστό ὑπάρχει μία ἐνέργεια, μία θέληση, καί συγχρόνως ἀπαγόρευσε κάθε συζήτηση γιά τό θέμα αὐτό.
Σέ αὐτήν τήν αἱρετική διδασκαλία ἀντέδρασαν κατ’ ἀρχάς μέν ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἅγιος Σωφρόνιος, ἔπειτα δέ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία στό θέμα αὐτό εἶναι ὅτι κάθε φύση ἔχει καί τήν ἐνέργεια καί θέλησή της, γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑποστηριχθῆ ὅτι ἐνῶ ὑπάρχουν δύο φύσεις στόν Χριστό, ἐν τούτοις ὑπάρχει μία θέληση. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως καί ὄχι τῆς ὑποστάσεως-προσώπου. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ὁμιλοῦσε γιά φυσική θέληση καί ὄχι γιά ὑποστατική θέληση. Βέβαια, ἡ θέληση ἐκφράζεται διά τῶν προσώπων, ἀλλά εἶναι φυσική καί ὄχι ὑποστατική.
Ὁ Αὐτοκράτωρ Κώνστας γιά νά σταματήση τίς ἀντιδράσεις ἐξέδωσε ἄλλο διάταγμα, τό 648 μ.Χ., πού ὀνομάσθηκε «Τύπος» διά τοῦ ὁποίου ἀπαγόρευσε νά γίνεται λόγος γιά μία ἤ δύο θελήσεις στόν Χριστό, καί ἔτσι κατά κάποιο τρόπο ἀκύρωσε τήν «Ἔκθεση» τοῦ Ἡρακλείου, πού ἐπέβαλε τήν μία θέληση καί ἀπαγόρευε καί κάθε συζήτηση γιά τό θέμα αὐτό. Ὅμως, τό θεολογικό αὐτό πρόβλημα δέν μποροῦσε νά περιορισθῆ μέσα στήν διπλωματία καί στήν σιγή.
Γι’ αὐτό συνῆλθε ἡ ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τόν Πωγωνᾶτο, στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 680-681 μ.Χ., στήν ὁποία προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεώργιος καί παρόντες ἦταν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα. Ἡ Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τόν Μονοενεργητισμό ὅτι, δηλαδή, στόν Χριστό ὑπάρχει μία ἐνέργεια, καί τόν Μονοθελητισμό ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχει μία θέληση. Ἔτσι, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, στόν Χριστό, ὅπως ὑπάρχουν δύο φύσεις ἑνωμένες στό ἕνα πρόσωπό Του, ὑπάρχουν καί δύο ἐνέργειες καί δύο θελήσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, οἱ ὁποῖες δέν ἐναντιώνονται μεταξύ τους, ἀφοῦ ἐνεργοῦν στό ἴδιο πρόσωπο, ἀλλά τό ἀνθρώπινο θέλημα ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στό θεῖο καί πανσθενές θέλημα.
Ἡ διδασκαλία αὐτή εἶναι συνέπεια τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, ἔχει δύο φύσεις καί κατά συνέπεια ἔχει δύο ἐνέργειες καί θελήσεις. Ἡ ἀνθρωπίνη ἐνέργειά Του εἶναι κτιστή, ἐπειδή ἡ ἀνθρωπίνη φύση εἶναι κτιστή, καί ἡ θεία ἐνέργειά Του εἶναι ἄκτιστη, ἐπειδή ἡ θεία φύση εἶναι ἄκτιστη. Ἔτσι, στόν Χριστό ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, ἀλλά ἕνα εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό θά ἀναλυθῆ ἀκόμη περισσότερο ἀργότερα ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τούς ἡσυχαστές Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὁμολόγησαν ἀπό τήν ἐμπειρία τους ὅτι οἱ ἄνθρωποι μετέχουν τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῆς φύσεώς Του.
Ἀπό αὐτό τό γεγονός φαίνεται ὅτι τά θεολογικά θέματα εἶναι καρπός πνευματικῆς ἐμπειρίας καί δέν μποροῦν νά ἐγκλωβισθοῦν μέσα στήν διπλωματία καί τήν πολιτική. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔκανε στό θέμα αὐτό ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀγωνίσθηκαν μέχρι αἵματος, μέ φυλακίσεις καί κακοποιήσεις, γιά νά μήν ἀποδεχθοῦν τήν εἴσοδο τῆς διπλωματίας μέσα στήν Ἐκκλησία καί στήν Ὀρθόδοξη θεολογία.
Τούς χρωστᾶμε πολλά καί τούς εὐγνωμονοῦμε γιά τήν διδασκαλία τους, τό ἔργο τους, καί τίς θυσίες τους.
Τά θεολογικά θέματα πρέπει νά συζητοῦνται ἀπό ἐμπειρικούς Πατέρας καί θεολόγους καί δέν μποροῦν νά ἐπιβάλλονται μέ νόμους, ὅπως ἐπίσης δέν μποροῦν νά παραμένουν μέσα στήν σιωπή.
Ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.)
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλώντας κάποτε στούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου, τούς εἶπε ὅτι γνωρίζει καλά ὅτι μετά τήν ἀναχώρησή του θά εἰσβάλλουν ἀνάμεσά τους ἄγριοι λύκοι, οἱ ὁποῖοι δέν θά λυπηθοῦν τό ποίμνιο, καί ἔτσι ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας θά βγοῦν ἄνθρωποι πού θά μιλοῦν διεστραμμένα γιά νά ἀποσπάσουν τούς μαθητές καί νά τούς ἔχουν μαζί τους (Πρ. κ΄, 29-30).
Αὐτό φάνηκε σέ ὅλους τούς αἰῶνες στήν ἱστορία καί τόν βίο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἐμφανίσθηκαν διάφοροι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι κατέληξαν σέ ἀντορθόδοξες διδασκαλίες καί δημιούργησαν προβλήματα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ διάβολος πάντοτε πολεμᾶ τήν Ἐκκλησία, μισεῖ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί θέλει νά ἀλλοιώση τήν διδασκαλία Του. Μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτήν πρέπει νά βλέπη κανείς τίς αἱρέσεις.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ αἱρετικοί χρησιμοποιοῦσαν τήν φιλοσοφία καί τόν στοχασμό γιά τά θεολογικά θέματα, ἀλλά τό πρόβλημα εἶναι ὅτι δέν εἶχαν καθαρή καρδιά μέσα στήν ὁποία ἐνεργεῖ ὁ Θεός, κατά τόν μακαρισμό τοῦ Χριστοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄, 8), ὁπότε μέσα ἀπό ἀκάθαρτη καρδιά ἐνεργοῦν οἱ δαίμονες. Ἔτσι, στό τέλος ἡ αἵρεση εἶναι δαιμονική ἐνέργεια.
Τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. ἐμφανίσθηκε μιά ἄλλη αἵρεση, ἡ λεγομένη εἰκονομαχία, ἡ ὁποία στρεφόταν ἐναντίον τῆς ἁγιογραφήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ Χριστιανοί ἁγιογραφοῦσαν τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων καί τίς ἀσπάζονταν, ζητώντας τήν Χάρη ἀπό τόν Χριστό. Ὅμως, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Παυλικιανοί, οἱ Μονοφυσίτες ἀπέρριπταν τήν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, γιατί εἶχαν πρόβλημα μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, γιά τούς δικούς του ὁ καθένας λόγους.
Ἔτσι, ὁ Αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Γ΄ ὁ Ἴσαυρος ἐξέδωσε τό 726 καί τό 730 μ.Χ. δύο διατάγματα ἐναντίον τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἀπαγόρευσε τήν προσκύνησή τους. Αὐτό ἔκανε ἀργότερα καί ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Κοπρώνυμος. Ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων ἀγωνίσθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι Πατέρες, γιατί γνώριζαν ἀπό τήν πείρα τους γιά τήν μεγάλη δύναμη τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν ἁγίων, πού εἰκονογραφοῦνται, καί τήν ἀξία τῶν εἰκόνων.
Τό ἔτος 787 μ.Χ. συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, μέ ἀπόφαση τῆς Αὐτοκράτειρας Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας καί τοῦ υἱοῦ της Κωνσταντίνου, στήν ὁποία προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀκύρωσε τήν εἰκονομαχική Σύνοδο πού ἔγινε τό 754 μ.Χ. ἐπί Κωνσταντίνου Κοπρωνύμου, ἀναθεμάτισε τούς αἱρετικούς εἰκονομάχους καί κατοχύρωσε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τίς ἱερές εἰκόνες.
Ἡ Οἰκουμενική αὐτή Σύνοδος στηρίχθηκε στήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανοῦ καί κυρίως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἄλλο εἶναι ἡ ἀληθινή λατρεία, πού ἀποδίδεται μόνον στόν Θεό, τήν «θεία φύση», καί ὄχι στίς εἰκόνες καί τούς ἁγίους, καί ἄλλο εἶναι ἡ τιμητική προσκύνηση πού ἀποδίδεται στίς ἱερές εἰκόνες. Καί μάλιστα ἡ τιμητική αὐτή προσκύνηση διαβαίνει στό πρωτότυπο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅταν ἀσπαζόμαστε τίς ἱερές εἰκόνες δέν προσκυνᾶμε τήν ὕλη ἀπό τήν ὁποία εἶναι κατασκευασμένες, ἀλλά τήν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζομένου, δηλαδή αὐτόν πού εἰκονίζεται.
Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα διδάσκει τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ ἄρνηση τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, στήν πραγματικότητα εἶναι ἄρνηση τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Ἀκόμη, οἱ ἅγιοι εἰκονίζονται καί τιμῶνται, διότι εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί μέσα τους ἔχουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ δέ εἰκόνες λειτουργοῦν ὡς φορεῖς τῆς θείας Χάριτος, κατά τόν τρόπο πού ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοῦσε τά τῆς θείας φύσεως τοῦ Λόγου. Γι’ αὐτό καί θαυματουργοῦν. Αὐτή, μέ λίγα λόγια, εἶναι ἡ θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ θεολογία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁμολογήθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, καί τῶν ἁγίων ὡς μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του.
Τό ἐπίσης σημαντικό στήν Σύνοδο αὐτή εἶναι ὅτι γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ὁ Χριστός ἐνυμφεύθη τήν ἁγία Ἐκκλησία, εἶναι μαζί μέ τούς Μαθητές Του στούς αἰῶνες, στούς ὁποίους χάρισε τό Φῶς τῆς ἐπιγνώσεώς Του, καί τούς ἐλύτρωσε ἀπό τό σκοτάδι τῆς εἰδωλικῆς μανίας. Καί ὅμως ἀπό τήν δωρεά αὐτή καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀπομακρύνθηκαν οἱ αἱρετικοί παρασυρόμενοι ἀπό τόν ἀπατεώνα ἐχθρό.
Αὐτά καί ἄλλα πολλά δείχνουν τήν διαφορά μεταξύ τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν αἱρετικῶν. Γι’ αὐτό στήν Σύνοδο αὐτή ἀναθεματίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί ὀνομαστικῶς, ἀπό τόν Ἄρειο μέχρι τούς τότε αἱρετικούς καί διακηρύσσεται ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Σέ ἕνα σημεῖο τῶν Πρακτικῶν γράφεται: «Ἀσπαζόμαστε δέ καί τάς κυριακάς καί ἀποστολικάς καί προφητικάς φωνάς, δι’ ὧν τιμᾶν καί μεγαλύνειν ἐδιδάχθημεν». Αὐτή ἡ φράση δείχνει τήν μεγάλη διαφορά μεταξύ τῶν ἐμπειρικῶν θεολόγων, πού εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή ἔχουν ἀκάθαρτη καρδιά, γίνονται ἐνεργούμενοι ὑπό τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
Οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι, ὅπως ἦταν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες, γνωρίζουν ἀπό τήν πείρα τους ὅτι ὅταν φθάνη κανείς στήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, βλέπει τό θεῖο Φῶς, ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν, ὁπότε ἐκεῖ δέν χωρεῖ κανένας στοχασμός, καμμία φαντασία, καμμία πλάνη. Μετά, ὅμως, τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία μποροῦν νά εἰκονογραφοῦν τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους, ἀλλά γνωρίζουν σαφέστατα ὅτι ἄλλο εἶναι τά ἄκτιστα ρήματα, δηλαδή ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, καί ἄλλο εἶναι τά κτιστά εἰκονίσματα, πού παραπέμπουν στήν ἄκτιστη αὐτή δόξα, χωρίς νά μποροῦν νά τήν ἐκφράσουν ἀπόλυτα.
Γνωρίζουν, ἐπίσης, οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι ὅτι ὅσοι ἀσπάζονται καί προσκυνοῦν τίς ἱερές εἰκόνες λαμβάνουν Χάρη ἀπό τόν Θεό, ἀνάλογα μέ τήν δική τους πνευματική κατάσταση, καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀνάπτει μέσα τους ἡ φλόγα, ἡ ἐπιθυμία γιά τήν ὅραση τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ.
Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική ἀσπαζόμαστε τόν Τίμιο Σταυρό, τίς ἱερές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων, τά ἱερά λείψανα, τά εὐλογημένα ἱερά ἀντικείμενα καί δοξάζουμε τόν Χριστό πού ἔγινε ἄνθρωπος, θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση καί μᾶς ἔκανε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του.
Ἡ Η’ Οἰκουμενική Σύνοδος (879-880 μ.Χ.)
Ὁ 8ος αἰώνας μ.Χ. ἦταν ἕνας δύσκολος αἰώνας ἀπό πλευρᾶς τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἀρχίζει νά ἀποχωρίζεται τό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τό ἀνατολικό τμῆμα της, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί φαίνεται καθαρά ἡ ἀλλοίωση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ.
Αὐτό φάνηκε στήν Η’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τό 879-880 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί τοῦ Αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος. Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἦταν ὁ Μέγας Φώτιος καί ἦταν παρόντες καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ὀρθοδόξου Πάπα τῆς Ρώμης Ἰωάννη τοῦ Η’.
Ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι πολύ σημαντική, εἶναι ἡ τελευταία Σύνοδος μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί Ὀρθοδόξου Δυτικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή μεταξύ Νέας Ρώμης καί Παλαιᾶς Ρώμης, γιατί μετά διαδοχικά ἀπομακρύνθηκαν οἱ δυτικοί Χριστιανοί ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή ἀποκαλεῖται ὡς Η’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τήν Ἐγκύκλιο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848 μ.Χ. καί ἡ ἴδια Σύνοδος ἐπικύρωσε καί τήν Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Ἡ Η’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀντιμετώπισε διάφορα ἐκκλησιολογικά θέματα, ἀνέδειξε τήν διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς τότε Ὀρθοδόξου Δυτικῆς Ἐκκλησίας, καί ἄλλα σοβαρά θεολογικά ζητήματα.
Στήν Σύνοδο αὐτή φάνηκαν τά ἑξῆς θέματα: τό Πρωτεῖον τοῦ Πάπα∙ τά λειτουργήματα στήν Ἐκκλησία καί ἡ μεταξύ τους σχέση∙ τά τυπικά ἔθιμα∙ ἡ ἀθρόον χειροτονία ἀπό λαϊκό σέ Ἐπίσκοπο∙ καί κυρίως τό θεολογικό πρόβλημα τό Φιλιόκβε, δηλαδή ἡ προσθήκη πού εἶχαν βάλει τότε οἱ Φράγκοι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, πράγμα πού εἶναι αἵρεση, καί γιά τό ὁποῖο ἀντιδροῦσε τότε καί ἡ Παλαιά Ρώμη. Μάλιστα, ἡ Σύνοδος αὐτή καταδίκασε καί ἀφόρισε ὅσους ἔθεσαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Φιλιόκβε.
Στήν πραγματικότητα ἡ Σύνοδος κατεδίκασε ὅσους προσθέτουν ἤ ἀφαιροῦν ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως λέξεις, δηλαδή ἐννοοῦσε τούς Φράγκους χωρίς νά τούς κατονομάση ἀπό φόβο, λόγῳ τῆς βαρβαρότητάς τους.
Σημαντική φυσιογνωμία τῆς Συνόδου αὐτῆς ἦταν ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ ὁποῖος μέ τόν διορατικό νοῦ του ἀντιλήφθηκε τόν κίνδυνο πού προερχόταν ἀπό τούς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταλάβει τήν βόρεια καί κεντρική Εὐρώπη καί ἤθελαν νά ἐπεκταθοῦν καί πρός ἀνατολάς, καθώς ἐπίσης διέγνωσε τήν αἵρεση ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, δηλαδή τό Φιλιόκβε. Ἰδίως αὐτό τό ἀνέπτυξε ὁ ἱερός Φώτιος «πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιεπισκοπικούς θρόνους», τήν ὁποία αἵρεση χαρακτηρίζει «ἄθεον γνώμην», «ἀσέβειαν», «οἱ τοῦ σκότους ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι (ἐπισκόπους γάρ ἑαυτούς ἐπεφήμιζον)…». Δηλαδή, οἱ δυτικοί ἐπίσκοποι αὐτοχαρακτηρίζονταν ὡς ἐπίσκοποι, ἀφοῦ οἱ Φράγκοι τοποθετοῦσαν ἐπισκόπους χωρίς χειροτονία, καί αὐτοί ἐπέβαλαν τήν αἵρεση τοῦ Φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Γράφει δέ στήν ἐπιστολή του γιά τούς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι ἐπέβαλαν αὐτήν τήν αἵρεση: «τούτους τούς ἀπατεῶνας καί θεομάχους συνοδικῇ καί θείᾳ κατεκρίναμεν ψήφῳ». Δηλαδή καταδικάσαμε αὐτούς τούς ἀπατεῶνες μέ συνοδική καί θεία ψῆφο.
Μετά τήν Η’ Οἰκουμενική Σύνοδο τό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατοιρίας ὁδηγεῖτο στήν ρήξη μέ μεγάλη ταχύτητα, κυρίως ἀπό πολιτικά αἴτια, μέχρι τό ἔτος 1009 μ.Χ. πού εἰσῆλθε ἐπισήμως τό Φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπό τόν Πάπα τῆς Ρώμης, ὁπότε διακόπηκε ἡ κοινωνία μεταξύ Παλαιᾶς καί Νέας Ρώμης. Στήν πραγματικότητα ἡ Παλαιά Ρώμη ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου προσέλαβε καί ἄλλες αἱρέσεις.
Ἀργότερα, τόν 16ο αἰώνα μ.Χ., μέ τίς ὑπερβολές πού ἔκανε ὁ Πάπας, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό αὐτόν καί ὁλόκληρες ὁμάδες Χριστιανῶν πού ἀπετέλεσαν τόν λεγόμενο Προτεσταντικό κόσμο, καί σήμερα ὑπάρχουν πολλές Χριστιανικές διαιρέσεις στήν Δύση. Ἔτσι, δικαιώθηκε ὁ Μέγας Φώτιος πού ἔκανε πολλές προσπάθειες γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγωνίσθηκε ἐναντίον τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα καί τοῦ Φιλιόκβε.
Φαίνεται καθαρά ὅτι τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Μέγας Φώτιος ἦταν ἡ μεγαλύτερη μορφή, ἀφοῦ διέθετε εὐφυΐα, διορατικότητα, θεολογική κατάρτιση, ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἀλλά καί μεγάλη διάκριση. Ἦταν ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
Τελικά, ἡ Δύση ἀπομαμακρύνθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή καί ἀνέπτυξε τόν σχολαστικισμό, μία θεολογία πού ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί στηρίχθηκε στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Νεοπλατωνισμό. Ἡ σχολαστική θεολογία δημιούργησε ἄλλες ἀντιδράσεις στόν δυτικό κόσμο καί ποικίλα φιλοσοφικά, θεολογικά καί κοινωνικά ρεύματα, πού ὑπάρχουν μέχρι σήμερα.
Γι’ αὐτό πρέπει ὄχι μόνον νά τιμᾶμε τόν Μέγα Φώτιο ὡς ἅγιο καί Μεγάλο Πατέρα, ἀλλά νά σεβόμαστε τήν διδασκαλία του καί τό ἔργο του.
Ἡ Θ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (1351 μ.Χ.)
Ὅταν κάνουμε λόγο γιά Θ’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἐννοοῦμε τήν Μεγάλη Σύνοδο τοῦ 1351 μ.Χ., στήν ὁποία συμμετεῖχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ ὁποία κατοχύρωσε τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί τόν ἱερό ἡσυχασμό.
Ἡ Σύνοδος αὐτή συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό καί σέ αὐτήν προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος, μαθητής τοῦ ἡσυχαστοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, καί παρευρέθηκαν πολλοί ἡσυχαστές Πατέρες. Στά Πρακτικά τῆς Συνόδου περιελήφθησαν καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 1341 καί 1347 μ.Χ., οἱ ὁποῖες καταδίκασαν τόν Βαρλαάμ καί τόν Ἀκίνδυνο καί ἔτσι οἱ ἀποφάσεις εἶναι κατά πάντα Ὀρθόδοξες.
Ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι Οἰκουμενική, πρῶτον, γιατί ἔχει ὅλες τίς κανονικές προϋποθέσεις μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου∙ δεύτερον, γιατί τό θέμα μέ τό ὁποῖο ἀσχολήθηκε, ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, εἶναι συνέχεια τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν ὁποία μνημονεύει στά Πρακτικά της∙ καί τρίτον, γιατί οἱ ἀποφάσεις της συμπεριελήφθησαν στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», μαζί μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὅπως γνωρίζουμε τό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας» διαβάζεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἄλλωστε, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία καθόρισε νά ἑορτάζεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, μετά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζει τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὡς μεγάλο θεολόγο, τοῦ ὁποίου ἡ θεολογία κατοχυρώθηκε Συνοδικά μέ τήν Σύνοδο τοῦ 1351 μ.Χ., ὅπως ἔγινε καί μέ τίς προηγούμενες Συνόδους (1341-1347).
Γενικά, στήν συζήτηση πού ἔγινε μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ἄλλων φιλοσοφούντων ἀντιησυχαστῶν θεολόγων φανερώθηκαν μερικές ἀλήθειες πού εἶναι κοινό κτῆμα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας. Θά μνημονεύσω μερικές ἀπό τίς ἀλήθειες αὐτές.
Ἡ πρώτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια. Κάθε οὐσία φανερώνεται διά τῆς ἐνεργείας της, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν οὐσία. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη. Τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν τήν ἴδια θεϊκή οὐσία, ἐμεῖς μετέχουμε τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἀποστέλλει τήν ἐνέργειά Του στήν κτίση, ὅπως ὁ ἥλιος στέλλει τήν ἐνέργειά του στόν κόσμο. Ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ λαμβάνει διάφορα ὀνόματα, ἀνάλογα μέ τά ἀποτελέσματα πού δημιουργεῖ, δηλαδή λέγεται οὐσιοποιός, ζωοποιός, σοφοποιός, ὅπως ἐπίσης χαρακτηρίζεται καθαρτική, φωτιστική, θεοποιός ἐνέργεια. Ὅλη ἡ κτίση μετέχει ἀναλόγως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ δεύτερη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὅσοι εἶναι καθαροί στήν καρδιά ἔχουν τήν δυνατότητα νά δοῦν τόν Θεό ὡς Φῶς. Ἄλλο εἶναι τό αἰσθητό φῶς πού βλέπει κανείς μέ τήν αἴσθηση καί ἄλλο εἶναι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ πού εἶναι πάνω ἀπό κάθε αἴσθηση, τό ὁποῖο βλέπει ὁ καθαρός νοῦς μέ τήν αἴσθηση, ἀφοῦ καί τό σῶμα μεταλαμβάνει αὐτήν τήν ὑπέρ νοῦν καί ὑπέρ αἴσθηση ἐμπειρία. Τό Φῶς πού εἶδαν οἱ Μαθητές στό Ὄρος Θαβώρ εἶναι τό Φῶς τῆς θεότητος, καί εἶναι ἀνώτερο ἀπό τήν λογική γνώση τῶν φιλοσόφων.
Ἡ τρίτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά δῆ κανείς τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά μετάσχη τῆς ἐνεργείας Του καί ὄχι τῆς οὐσίας Του, εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἡ νοερά καρδιακή προσευχή, ἡ συμμετοχή τοῦ σώματος στήν ἀσκητική ζωή, μέ τήν νηστεία, τήν ἄσκηση, τήν ἀγάπη καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅλη αὐτή ἡ ἀσκητική προσπάθεια, κατά τήν ὁποία ἐνεργεῖ ὁ Θεός καί συνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος λέγεται ἱερός ἡσυχασμός. Αὐτό ἔζησαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες, αὐτό ἐδίδαξε ὁ Χριστός.
Ἡ τέταρτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία καταδικάζοντας τίς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, ὅπως καί τῶν ἄλλων ὁμοφρόνων του, στήν πραγματικότητα κατεδίκασε τήν δυτική θεολογία, τόν σχολαστικισμό, ἡ ὁποία ὑποστήριζε ὅτι οἱ φιλόσοφοι εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τούς Προφῆτες, διότι οἱ φιλόσοφοι ἀνέπτυσσαν τίς φιλοσοφίες τους μέ τήν λογική, ἐνῶ οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν ἐξωτερικές ἐλλάμψεις πού ἦταν κτιστές καί δαιμονικές. Οἱ ἀπόψεις τῶν ἀντιησυχαστῶν προέρχονταν κυρίως ἀπό τήν φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα, εἶχαν ἐπηρεασθῆ, δηλαδή, ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία. Αὐτό θεωρεῖται αἵρεση, γιατί οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τόν ἄσαρκο Λόγο καί οἱ Ἀπόστολοι ἔβλεπαν τόν σεσαρκωμένο Λόγο καί ἦταν ἀνώτεροι ἀπό τούς φιλοσόφους.
Τελικά, ἡ θεολογία πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ εἶναι θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καί ὁ ἱερός ἡσυχασμός, ὡς κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί φωτισμός τοῦ νοῦ πού ὁδηγεῖ στήν θέωση, εἶναι ὁ πυρήνας τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, εἶναι ἡ προϋπόθεση θεολογήσεως ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, εἶναι ἡ βάση ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Αὐτό δείχνει ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες στίς Οἰκουμενικές Συνόδους θεολόγησαν γιά τό ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός, ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, οἱ ὁποῖες ἐνεργοῦν «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» στήν ὑπόστασή Του, ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν καί δύο θελήσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, ὁπότε ἡ ἀνθρωπίνη θέληση ἀκολουθεῖ τήν θεία θέληση. Ἐπίσης, δείχνει ὅτι οἱ ἅγιοι διά τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ πού συνιστᾶ τήν ὀρθόδοξη μεθοδολογία, ἔφθασαν στήν θεωρία-θέα τοῦ Χριστοῦ, εἶδαν τόν Χριστό καί στήν συνέχεια κατέγραψαν θεοπνεύστως αὐτήν τήν ἐμπειρία.
Ἑπομένως, ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καρπός ἐμπειρίας, εἶναι ἀποτέλεσμα ὁράσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στό Φῶς καί δέν εἶναι μιά λογική γνώση, ἀποτέλεσμα φιλοσοφικῆς γνώσης.
Ἀγαπᾶμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἐπειδή μέ τήν θεοπτική ἐμπειρία του καί τούς θεόπνευστους ἀγῶνες του ἀνέδειξε τήν βάση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ἐξέφρασε τήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, πού εἶναι ἡ θέα τοῦ Λόγου στήν ἀνθρώπινη φύση Του.
Ὅλα αὐτά δέν πρέπει νά μένουν σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, ἀλλά πρέπει νά τά ζοῦμε ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι: «ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ΄, 6).
* * *
Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει νά μένουμε πιστοί στά δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων πού τίς συνεκρότησαν, γι’ αὐτούς τούς τιμοῦμε πολλές Κυριακές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Καυχόμαστε ἐν Κυρίῳ, γιατί τρεῖς Ἐπίσκοποι Ναυπάκτου συμμετεῖχαν σέ τρεῖς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἤτοι ὁ Καλλικράτης στήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὁ Εἰρηναῖος στήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὁ Ἀντώνιος στήν Η’ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὑπέγραψαν τά Πρακτικά τους. Ἐπίσης, ὁ Ἐπίσκοπος Ναυπάκτου Μαρτύριος συμμετεῖχε στήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς, πού ὑποστήριξε τόν Μέγα Ἀθανάσιο σέ μιά δύσκολη περίοδο στήν ζωή του.
Ἑπομένως, κατά μείζονα λόγο ἔχουμε εὐθύνη νά μείνουμε σταθεροί στά δόγματα τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁ δέ ἑκάστοτε Μητροπολίτης Ναυπάκτου πρέπει νά καυχᾶται, γιατί εἶναι διάδοχος τέτοιων ὁμολογητῶν τῆς πίστεως.