Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

π. Γεώργιος Δορμπαράκης ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ Β´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (381 μ.Χ.)

 


Τά δύο μεγάλα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, τό Τριαδικό καί τό Χριστολογικό. Ἡ πίστη δηλαδή στό Τριαδικό τοῦ Θεοῦ: «μονάς ἐν Τριάδι καί Τριάς ἐν μονάδι», καί ἡ πίστη στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὡς «διπλοῦν τήν φύσιν (θεϊκή καί ἀνθρώπινη) ἀλλ᾽ οὐ τήν ὑπόστασιν (μόνο τήν θεϊκή)». Καί τοῦτο διότι ὁ Κύριος ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός ἦλθε προκειμένου νά ἀποκαλύψει στήν ἀπόλυτη δυνατή γιά τά ἀνθρώπινα πληρότητα τό ποιός εἶναι καί πῶς ζεῖ ὁ Θεός, ποιός εἶναι ὁ Ἴδιος καί ποιά ἡ ἀποστολή Του μέσα στόν κόσμο. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή πραγματοποιούμενη μέσα στό ζωντανό σῶμα Του τήν Ἐκκλησία συνιστᾶ τήν σωτηρία ἔκτοτε τοῦ ἀποδεχομένου αὐτήν ἀνθρώπου, ἡ ὁποία νοεῖται βεβαίως ὡς πραγματική καί βεβαία σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Αὐτό εἶναι καί τό νόημα τῆς ἀποκαλύψεως καί τό διαρκές ζητούμενό της: πῶς ὁ ἄνθρωπος θά διακρατεῖ στήν ζωή του ζωντανή τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή θά διακρατεῖ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του. Ὅπως τό διατύπωσε μεταξύ ἄλλων καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ὁ Κύριος μακαρίζει ὄχι αὐτόν πού μαθαίνει κάτι γιά τόν Θεό, ἀλλά αὐτόν πού ἀποκτᾶ τόν Θεό μέσα του». Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας συνιστοῦν τούς δεῖκτες πορείας γιά νά βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τόν ζωντανό Θεό, πού σημαίνει ὅτι τό Τριαδικό καί τό Χριστολογικό δόγμα δέν συνιστοῦν δογματικούς ἀφορισμούς μέ τήν ἀρνητική ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλά τήν πρόκληση καί τήν πρόσκληση νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό καί συνεπῶς νά ζήσει μέ ἐλευθερία καί ἀγάπη.


Καί οἱ ἑπτά Οἰκουμενικές Σύνοδοι μέ αὐτά τά δύο καίρια δόγματα ἀσχολήθηκαν. Οἱ δύο πρῶτες μέ τό Τριαδικό δόγμα, οἱ ἑπόμενες μέ τό Χριστολογικό. Ἀκόμη καί ἡ ἑβδόμη Σύνοδος, ἡ ὁποία φαίνεται ὡς ἀσχοληθεῖσα μέ τίς εἰκόνες νά τραβάει ἕνα διαφορετικό δρόμο, στήν οὐσία βρίσκεται μέσα στήν πορεία τῶν προηγουμένων: ἡ εἰκονομαχία ἀποδείχτηκε ὅτι στό βάθος της ἀμφισβητοῦσε τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό εἴτε ὡς ἄνθρωπο εἴτε ὡς Θεό, πού σημαίνει ὅτι συνιστοῦσε συνέχεια τοῦ νεστοριανισμοῦ καί τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, χριστολογικῶν αἱρέσεων καί τῶν δύο.


Ἀλλά καί τό χριστολογικό δόγμα ἦλθε ὡς συνέχεια στήν πραγματικότητα τοῦ προηγηθέντος τριαδικοῦ. Διότι, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία μας διετύπωσε τήν πίστη της κατόπιν προκλήσεων καί ἀμφισβητήσεων ἀπό τούς αἱρετικούς περί τῆς φυσικῆς θεότητος τόσο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅσο καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διετύπωσε κατόπιν τήν πίστη της, πάλι μετά ἀπό πρόκληση τῶν ἰδίων αἱρετικῶν, περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς τελείου Θεοῦ καί τελείου ἀνθρώπου. Ἔτσι, παρακολουθώντας κανείς τήν ἱστορική ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων στήν Ἐκκλησία, παρακολουθεῖ, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀσφαλῶς, τό «ἀγκομαχητό» θά ἔλεγε κανείς τῆς θεολογικῆς σκέψεώς της, προκειμένου νά διασφαλίζει πάντοτε καί ἀδιάκοπα αὐτό πού συνιστοῦσε καί συνιστᾶ ζωή της: τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία, τό πλαίσιο ὅπως εἴπαμε ὅπου συναντᾶ καί ζεῖ κανείς τόν ἴδιο τόν Θεό μας. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τά δόγματα τῆς πίστεως χαρακτηρίζονται καί ὡς «ὅροι»-ὅρια, γιά νά ξέρει κανείς ὅτι βαδίζει στόν ὀρθό δρόμο καί δέν ἔχει πλανηθεῖ.


Εἶναι εὐνόητο, ὅμως, ὅτι παρ᾽ ὅλη τήν λογική συνέχεια ὅλων τῶν Συνόδων, οἱ δύο πρῶτες συνδέονται περισσότερο μεταξύ τους ὡς ἀσχοληθεῖσες μέ τό Τριαδικό δόγμα, γεγονός πού ἀφενός δείχνει ὅτι δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἡ Δευτέρα Σύνοδος χωρίς τήν Πρώτη, ἀφετέρου ἡ σύνδεση αὐτή ἐμφαίνεται ἄμεσα καί ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, τό ὁποῖο χαρακτηρίζεται ὡς Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, ἀπό τούς τόπους πού συγκλήθηκαν αὐτές: ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μ.Χ., ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, τό 381 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τό περιεχόμενο τῆς ταπεινῆς εἰσηγήσεώς μας.


Ἱστορικό πλαίσιο τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Πράγματι, δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος χωρίς τήν προηγηθεῖσα Πρώτη. Διότι αὐτό πού ἀπετέλεσε τήν κύρια αἰτία συγκροτήσεως τῆς Πρώτης: ἡ αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ, αὐτό ὑπῆρξε καί τό ἔναυσμα γιά τήν διαδικασία συγκροτήσεως καί τῆς Δευτέρας. Θεωρεῖται γνωστό, δηλαδή, ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ὅτι τό τέλος τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου βρῆκε μέν τήν Ἐκκλησία νά ἔχει ὁμόφωνα καταδικάσει τήν ἀρειανική αἵρεση καί νά ἔχει θέσει τήν βάση τῆς διασαλευμένης ἑνότητας τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς μέ τό σύμβολο πίστεως τό ὁποῖο ἐξέδωσε, τό γνωστό πιά καί ἀξεπέραστο σύμβολο τῆς Νικαίας, ὅμως ἀρειανόφρονες ἐπίσκοποι, ὅπως ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας καί ὁ Θέογνις Νικαίας, ἐκμεταλλεύτηκαν τό γεγονός τῆς μή προσωπικῆς καταδίκης τοῦ Ἀρείου ἀπό τήν Σύνοδο (λόγῳ τῆς ἤδη προσωπικῆς καταδίκης του ἀπό μεγάλες προηγηθεῖσες συνόδους, ὅπως τῆς Ἀλεξανδρείας καί τῆς Ἀντιοχείας) καί γι᾽ αὐτό, μολονότι ὑπέγραψαν τίς ἀποφάσεις καί τούς ἀναθεματισμούς αὐτούς, δεῖγμα βεβαίως τῆς ὑποκρισίας καί τοῦ διπρόσωπου χαρακτήρα τους, συνέχισαν τόν ἀγῶνα τους πρός ἐπιβολή τῶν καταδικασμένων θέσεών τους, δημιουργώντας ἔτσι τίς διάφορες φάσεις, ὅπως ἔχουν χαρακτηριστεῖ, τῶν ἀρειανικῶν ἐρίδων, οἱ ὁποῖες καί ὁδήγησαν τελικῶς στήν σύγκληση τῆς Δευτέρας Οἰκουμενικῆς Συνόδου.


Οἱ φάσεις τῶν ἀρειανικῶν αὐτῶν ἐρίδων (τέσσερις τόν ἀριθμό κατά τούς ἱστορικούς, ἤτοι α´ φάση ἀπό 326-340, β´ φάση ἀπό 341-351, γ´ φάση 351-361 καί δ´ φάση ἀπό 361-381) χαρακτηρίστηκαν πρῶτον ἀπό τήν ἔλλειψη τοῦ σοβαροῦ θεολογικοῦ προβληματισμοῦ ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν τήν ἀπόλυτη ὑπεροχή τῶν ὀρθοδόξων στό σῶμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, δεύτερον ἀπό τήν προσκόλληση τῶν αἱρετικῶν στό γράμμα τῆς Γραφῆς, οἱ ὁποῖοι «δαιμονίζονταν» θά ἔλεγε κανείς ἀπό τήν ἄγραφη χρήση τοῦ ὅρου «ὁμοούσιος» γιά τόν Χριστό στό σύμβολο τῆς Νικαίας, τρίτον ἀπό τά πολυπληθῆ σύμβολα καί τίς ὁμολογίες πίστεως τῶν ἀρειανοφρόνων, πού σκοπό εἶχαν τήν ὑποβάθμιση τοῦ ἑνός συμβόλου τῆς Νικαίας, καί τέταρτον, καί σπουδαιότερο ἴσως, τήν προσπάθεια τῶν ἀρειανοφρόνων νά προσεταιριστοῦν τόν αὐτοκράτορα καί τούς ἀξιωματούχους τῆς αὐλῆς του, μέ σκοπό τήν «κατάκτηση» τῶν μητροπολικῶν θρόνων καί τῶν ἐπισκοπῶν, κυρίως μάλιστα τοῦ «ἐπισημοτάτου» θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλως, δεδομένου ὅτι ὁ ρόλος τοῦ αὐτοκράτορα στήν ἐπικράτηση τῆς μίας ἤ τῆς ἄλλης παράταξης ἦταν συχνά παραπάνω καί ἀπό καθοριστικός.


Ἡ ὅλη αὐτή ταραγμένη κατάσταση συγχύσεως ἐπετείνετο ὅμως καί ἀπό τό γεγονός ὅτι καί οἱ ἴδιοι οἱ ἀρειανόφρονες παρουσίαζαν ἤδη σημάδια διασπάσεώς τους, ἀφοῦ διαχωρίστηκαν σέ ἀκραίους ἀρειανούς, σέ ἡμιαρειανούς καί σέ πιό μετριοπαθεῖς ἀρειανούς, μέ καθεμία ἀπό τίς ὁμάδες αὐτές νά διεκδικοῦν τήν ὑπεροχή καί τήν ἐπιβολή, ἀλλά κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι σημάδια διασπάσεως παρουσιάζονταν καί μέσα στούς κόλπους τῶν ἴδιων τῶν ὀρθοδόξων. Γιά παράδειγμα, ὅταν οἱ ἀρειανόφρονες ἀναγνώριζαν ὡς ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τόν ὁμόδοξό τους Δημόφιλο, οἱ ὀρθόδοξοι ἐκθρονίζοντας τόν Δημόφιλο ἐξέλεξαν ὡς ἀρχιεπίσκοπο τόν Εὐάγριο. Ὡστόσο, ὁ ὀρθόδοξος Πέτρος Ἀλεξανδρείας χειροτόνησε ἀντικανονικά γιά τόν θρόνο τῆς πρωτεύουσας τόν Μάξιμο τόν Κυνικό, μέ τήν ἀπαίτηση μάλιστα νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό ὅλους τούς ἐπισκόπους καί τόν αὐτοκράτορα. Ὅμως, ἄλλη ἰσχυρή προσωπικότητα τῶν χρόνων ἐκείνων, ὁ Μελέτιος Ἀντιοχείας, μέ τούς ἐπισκόπους τῆς Ἀσίας καί τῆς Ἀνατολῆς ὑποστήριζε τήν ἀνάγκη προωθήσεως στόν θρόνο τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου. Ὁ Πέτρος, ὅμως, Ἀλεξανδρείας δέν ἀναγνώριζε κἄν τόν Μελέτιο, διατηρώντας κοινωνία μέ τούς Εὐσταθιανούς τῆς Ἀντιοχείας, κάτι στό ὁποῖο συμφωνοῦσε καί ἡ Δύση μέ τόν Ρώμης Δάμασο καί τόν Μεδιολάνων Ἀμβρόσιο.


Ἡ σύγχυση, λοιπόν, καταλαβαίνει κανείς ὅτι ἦταν ὄχι μόνο μεγάλη, κατά τούς ἱστορικούς, ἀλλά καί ἀπειλητική γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό καί ὁ αὐτοκράτορας, ὁ Μ. Θεοδόσιος τότε, ὀρθόδοξος κατά τήν πίστη καί μέ μεγάλη θέληση ἐπιβολῆς τῆς ὀρθοδοξίας πρός ἀποκατάσταση καί τῆς ὅλης ἀνωμαλίας τῆς ἐποχῆς (δεδομένου ὅτι τά ἐκκλησιαστικά ἐπηρέαζαν βαθύτατα καί τήν κοινωνική συνοχή τῆς αὐτοκρατορίας) «ἀποδέχτηκε τήν εἰσήγηση τοῦ Μελετίου γιά τήν σύγκληση τῆς συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (381) μέ σκοπό τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ζητήματος» (Φειδᾶς), πού σημαίνει τήν ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς τάξεως στόν θρόνο τῆς πρωτεύουσας μέ ὀρθόδοξο ἀρχιεπίσκοπο καί μάλιστα τῆς περιωπῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, συνεπῶς τήν ὁριστική παύση τῶν ἀρειανικῶν ἐρίδων τῆς Ἀνατολῆς.


Ὁ καθηγητής Φειδᾶς εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπιμένει, νομίζουμε πειστικά, ὅτι πρώτιστος σκοπός τῆς συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ἦταν ἁπλῶς, ὅπως συνήθως λέγεται καί πιστεύεται, ἡ καταδίκη τῶν ἀρειανοφρόνων, τῶν Πνευματομάχων καί τῶν Ἀπολλιναριστῶν – οἱ ὁποῖοι ἐκτός ἀπό τήν φυσική θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀμφισβητοῦσαν καί τήν φυσική θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (ὅλοι οἱ ἀρειανόφρονες ἄλλωστε ἦταν καί Πνευματομάχοι), δεδομένου ὅτι εἶχαν ἤδη καταδικασθεῖ γιά τίς ἀπόψεις τους ἀπό προγενέστερες συνόδους – ἀλλά «ἡ κανονική πλήρωση τοῦ ῾ἐπισημοτάτου᾽ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἔλεγχος τοῦ ὁποίου ἀποτελοῦσε πάντοτε σταθερό στόχο τῶν διεκδικήσεων τόσο τῶν ὀρθοδόξων, ὅσο καί τῶν ἀρειανοφρόνων». Κι αὐτήν τήν συνείδηση εἶχαν καί ὁ αὐτοκράτορας καί οἱ συνοδικοί ἐπίσκοποι κατά τήν ἔναρξη τῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι προσῆλθαν σ᾽ αὐτήν χωρίς τήν αἴσθηση ὅτι συγκροτοῦν μία Οἰκουμενική Σύνοδο. Σ᾽ αὐτό συνηγορεῖ, κατά τόν καθηγητή, τό γεγονός ὅτι ἀφενός δέν ἀκολουθήθηκαν οἱ προϋποθέσεις συγκλήσεως μιᾶς τέτοιας Συνόδου (γιά παράδειγμα, δέν κλήθηκαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ἀπό ὅλες τίς περιοχές τῆς αὐτοκρατορίας, ὅπως οἱ ἐν Αἰγύπτῳ, ἤ δέν κλήθηκαν οἱ ἴδιοι οἱ διαφόρων τάσεων ἀρειανόφρονες πού δημιουργοῦσαν καί τό πρόβλημα), ἀφετέρου ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι καί ὁ αὐτοκράτορας εἶχαν τήν ἀπόλυτη πεποίθηση ὅτι τό σύμβολο τῆς Νικαίας τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν ὑπεραρκετό γιά τήν κατοχύρωση τῆς ὀρθοδοξίας καί τήν καταδίκη ὁποιασδήποτε αἱρέσεως.


Ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, λοιπόν, τό 381 μ.Χ., στήν πρώτη λεγομένη φάση της, συνῆλθε ὡς Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, δηλαδή ὡς Τοπική Σύνοδος, ἀποτελουμένη ἀπό τούς γειτνιάζοντες ἤ πλησιοχώρους πρός τήν Κωνσταντινούπολη ἐπισκόπους τῶν ἐπαρχιῶν Θράκης καί Βιθυνίας, μαζί μέ τούς συμπτωματικά εὑρισκομένους στήν πρωτεύουσα ἐπισκόπους. Πρῶτος πρόεδρος αὐτῆς ὑπῆρξε ὁ Μελέτιος Ἀντιοχείας, ἄνδρας μέ μεγάλη ἐκκλησιαστική ἀποδοχή στήν Ἀνατολή καί μέ σπουδαῖα ἐρείσματα στόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο, δεύτερος μετά τόν θάνατο αὐτοῦ ὁ ἄγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ἐνῷ τρίτος μετά τήν παραίτηση αὐτοῦ ὁ Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος ἦταν μόλις κατηχούμενος, ἀλλά μέ μεγάλη εὐλάβεια καί μόρφωση, ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν ἰσχυρό ἄνδρα τῆς ἐποχῆς Διόδωρο τῆς Ταρσοῦ. Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μελετίου καί τήν προετοιμασία πού ἔκανε προέβη στήν πλήρωση τοῦ κενοῦ ῾ἐπισημοτάτου᾽ θρόνου ἀπό τόν ἀπό Σασίμων διά μεταθετοῦ ἅγιο Γρηγόριο, γιά τήν ἐκλογή τοῦ ὁποίου ὁ ἐκκλησιαστικός ἱστορικός Σωζομενός σημειώνει: «οἱ ἐπίσκοποι στήν Κωνσταντινούπολη σκέφτηκαν μέ ποιόν τρόπο θά καλύψουν τόν ἐδῶ θρόνο. Λέγεται μάλιστα ὅτι ὁ βασιλιᾶς, ἐπειδή θαύμαζε τόν βίο καί τούς λόγους τοῦ Γρηγορίου, τόν ἔκρινε ἄξιο τῆς ἐπισκοπῆς αὐτῆς κι ὅτι συναίνεσαν σ᾽ αὐτό καί οἱ περισσότεροι τῆς συνόδου, λόγῳ τοῦ σεβασμοῦ γιά τήν ἀρετή του. ῾Ο Γρηγόριος δε, ἀφοῦ πρῶτα δέχτηκε νά εἶναι ὁ ἡγέτης τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἔπειτα παραιτήθηκε, γιατί εἶδε ὅτι ὁρισμένοι ἀντιδροῦν, καί μάλιστα αὐτοί πού προέρχονταν ἀπό τήν Αἴγυπτο…Τελικά ὅμως ἡ σύνοδος, φυλάττοντας καί τούς πάτριους νόμους καί τήν ἐκκλησιαστική τάξη, αὐτό πού εἶχε δώσει στόν Γρηγόριο, τό πῆρε πίσω μέ τήν θέλησή του, χωρίς νά σεβαστεῖ τίς ἀρετές καί προτερήματα τοῦ ἀνδρός» (Ἐκκλ. Ἱστ. VII, 7).


Ἐκτός, ὅμως, ἀπό τήν πλήρωση τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ Σύνοδος στήν πρώτη περίοδο τῶν ἐργασιῶν της ὑπό τήν προεδρία πάντοτε τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας ἀντιμετώπισε καί τό ζήτημα τῆς κανονικῆς κατοχυρώσεως τῶν ἐθιμικῶς ἀνεγνωρισμένων ῾πρεσβείων τιμῆς᾽ τοῦ θρόνου αὐτοῦ διά τοῦ 3ου κανόνα πού ἐξέδωσε, ῾διά τό εἶναι τήν Κωνσταντινούπολιν νέαν Ρώμην᾽, ὅπως καί ἐπιβεβαίωσε τήν καταδίκη ὅλων τῶν αἱρετικῶν τάσεων τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί τοῦ Ἀπολιναρισμοῦ, ἐμμένοντας στό Σύμβολο τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διά τοῦ 1ου κανόνα της.


Ὁ θάνατος τοῦ Μελετίου πού ἐπισυνέβη ὁδήγησε κατ᾽ ἀνάγκην στήν ἀνάληψη τῆς προεδρίας ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος εἶδε ὅτι προκειμένου νά ἐφαρμοστοῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου μέ συγκεκριμένες ἐκκλησιαστικές διαδικασίες ἔπρεπε νά διευρυνθεῖ ἡ σύνθεση τῆς Συνόδου μέ τούς ἐπισκόπους τῆς Αἰγύπτου καί τοῦ Ἀ. Ἰλλυρικοῦ. Ἀναδύθηκαν, ὅμως, πολλά προβλήματα καί πολλές ἀντιδράσεις πρός τόν ἅγιο Γρηγόριο, μεταξύ τῶν ὁποίων καί στό θέμα τῆς πλήρωσης τοῦ θρόνου Ἀντιοχείας, κι ἐπειδή στήν φάση ἐκείνη δέν εἶχε τό ἐκκλησιαστικό κύρος τοῦ ἀποθανόντος Μελετίου οὔτε ἴσως καί την στήριξη τοῦ αὐτοκράτορα, τελικῶς παραιτήθηκε, παρ᾽ ὅλη τήν ἀντίδραση τοῦ Θεοδοσίου. Εἶναι πολύ σημαντικό, ὅμως, νά σημειώσουμε ὅτι «πρίν ἀπό τήν παραίτησή του εἶχε ἤδη καθορίσει τίς βασικές συντεταγμένες τῆς ἀποστολῆς τῆς συνόδου ὄχι μόνο γιά τίς κανονικές, ἀλλά καί γιά τίς θεολογικές προϋποθέσεις τῆς ἑνότητας καί τῆς εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας μέ κριτήριο τή θεολογική ἑρμηνεία τῆς πίστεως τῆς Νικαίας ἀπό τούς μεγάλους Καππαδόκες θεολόγους» (Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο τόν Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης, Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου κ.ἄ.). Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δηλαδή «ἄνοιξε τήν ὁδό τῆς συνόδου γιά τήν συζήτηση ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί τῶν θεολογικῶν ζητημάτων», γεγονός πού μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἀπό τοπική ἐνδημοῦσα σύνοδος ἡ σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπέκτησε τόν χαρακτῆρα οἰκουμενικῆς. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στήν δεύτερη φάση τῆς συνόδου, δηλαδή τόν ἑπόμενο χρόνο ἀπό τήν πρώτη σύγκλησή της, τό 382 μ.Χ., ὅπου κλήθηκαν καί πάλι ὅλοι οἱ μετασχόντες ἐπίσκοποι προκειμένου «νά ἐξετάσουν τήν πορεία τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου, συμφώνως πρός τά σχετικά διατάγματα τοῦ Μ. Θεοδοσίου καί τίς συνοδικές ἀποφάσεις γιά τήν ἐπιστροφή ὅλων τῶν αἱρετικῶν στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας» οἱ ἐπίσκοποι χαρακτηρίζουν τήν σύνοδο τοῦ 381 ὡς ῾οἰκουμενική᾽. Ἀλλ᾽ ἐκεῖ πού διατρανώθηκε ἡ σημασία καί τό κύρος της ἦταν στήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο, τό 451 μ.Χ. στήν Χαλκηδόνα, ὅπου μνημονεύτηκε ὡς δεύτερη κατά σειράν Οἰκουμενική Σύνοδος.


Τό ἔργο τῆς συνόδου γενικά.

Ἡ Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τό ἔργο της ὑπό τήν προεδρία τοῦ Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως. Δυστυχῶς, ὡς γνωστόν δέν ἔχουν διασωθεῖ τά πρακτικά της, διότι μᾶλλον κατά τόν καθηγητή Χρήστου συνέβη «ὅ,τι καί ὡς πρός τά πρακτικά τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, ὅτι δηλαδή δέν εἶναι νοητόν νά μήν ἐτηρήθηκαν πρακτικά εἰς μίαν τοιαύτης σημασίας σύνοδον, ἀλλά προφανῶς ταῦτα ἐφυλάχθησαν ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος, διά νά κυκλοφορηθοῦν εἰς κατάλληλον εὐκαιρίαν, ἡ ὁποία δέν ἐδόθη, λόγῳ τῆς ἀντιδράσεως τῆς Δύσεως, διό καί παρεμερίσθησαν ἕως ὅτου ἐχάθησαν». Καί συνεχίζει: «Κατόπιν τούτων ὡς πρός τάς ἐργασίας τῆς συνόδου στηριζόμεθα μόνον εἰς τάς διατηρηθείσας ἀποφάσεις αὐτῆς, ὡς καί εἰς τάς εἰδήσεις ἐκ τῶν πρακτικῶν ἄλλων συνόδων, συμπεριλαμβανομένης τῆς τοῦ 382, καί τῶν ἱστορικῶν».


Τό ἔργο τῆς συνόδου, ἔργο κανονικό καί δογματικό, καθορίζεται συγκεκριμένα ἀπό τήν ἐπιστολή πού ἔστειλε ἡ σύνοδος πρός τόν Θεοδόσιο γιά νά ἀναγγείλει τίς ἀποφάσεις της. «Πρῶτον μέν ἀνενεωσάμεθα τήν πρός ἀλλήλους ὁμόνοιαν, ἔπειτα συντόμους ὅρους ἐξεφωνήσαμεν τήν τε τῶν πατέρων πίστιν τήν ἐν Νικαίᾳ κυρώσαντες καί τάς κατ᾽ αὐτῆς ἀναφυείσας αἱρέσεις ἀναθεματίσαντες, πρός τούτοις δέ καί ὑπέρ τῆς εὐταξίας τῶν Ἐκκλησιῶν ρητούς κανόνας ὡρίσαμεν». Δηλαδή, τό ἔργο της ἀναφερόταν: «α) στήν ἀνανέωση τῆς κοινωνίας τῶν μελῶν της, β) στήν διατύπωση ῾συντόμων ὅρων᾽ γιά τήν ἐπικύρωση τῆς πίστεως τῆς Νικαίας, γ) στόν ἀναθεματισμό τῶν αἱρετικῶν παρεκκλίσεων ἀπό τήν πίστη αὐτή, καί δ) στήν ψήφιση ὁρισμένων κανόνων σχετικῶν πρός τήν κανονική τάξη τῆς Ἐκκλησίας» (Φειδᾶς). Κατά τήν κρίση τοῦ καθηγητῆ Φειδᾶ καί πάλι «ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου, ἡ ὁποία κατοχυρώθηκε μέ τό σχετικό διάταγμα τοῦ Μ. Θεοδοσίου, ὑπῆρξε ἡ σημαντικότερη γιά τήν διαδικασία ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἐπαρχίες τοῦ ἀνατολικοῦ κράτους», διότι πρότεινε ὡς κριτήριο κοινωνίας τῶν ἐπισκόπων, συνεπῶς κριτήριο ὀρθοδοξίας, ὄχι μόνο ὅπως ἴσχυε παλαιότερα τόν Ρώμης Δάμασο γιά τήν Δύση καί τόν Πέτρο Ἀλεξανδρείας γιά τήν Ἀνατολή, ἀλλά, κατά τόν ἱστορικό μάλιστα Σωζομενό, «τόν Νεκτάριο Κωνσταντινουπόλεως, τόν Τιμόθεο Ἀλεξανδρείας, τόν Διόδωρο Ταρσοῦ καί τόν Πελάγιο Λαοδικείας, τόν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου, τόν Ἑλλάδιο Καισαρείας, τόν Γρηγόριο Νύσσης καί Ὁτρηΐνο τῆς Μελιτηνῆς, τόν Τερέντιο Τόμεων καί Μαρτύριο Μαρκιανουπόλεως».


(1) Τό κανονικό ἔργο τῆς συνόδου.


Μολονότι ὑπάρχει προβληματισμός γιά τόν ἀριθμό τῶν κανόνων τῆς συνόδου, ἑπτά τόν ἀριθμό ὅπως διασώζει ἡ ἐλληνική συλλογή, ἤ τέσσερις ὅπως διασώζει ἡ λατινική μετάφραση, μᾶλλον ἰσχύει ἡ ἄποψη «ὅτι ὅλοι οἱ κανόνες ἦσαν ἕνα συνεχόμενο κείμενο μιᾶς ἤ καί περισσοτέρων συνοδικῶν ἐπιστολῶν, διαχωρίσθηκαν δέ σέ ἐπί μέρους κανόνες ἀπό τίς μεταγενέστερες συλλογές» (Φειδᾶς).


῞Οπως νά ἔχουν τά πράγματα, ὅμως, ὁ πρῶτος κανόνας εἶναι ῾δογματικός ὁρισμός᾽, ὁ ὁποῖος ὅπως ἀναφέραμε καί παραπάνω «ἐπιβεβαιώνει τήν ἀμετακίνητη ἐμμονή τῆς συνόδου στό Σύμβολο τῆς Νικαίας καί ἐπικυρώνει τήν καταδίκη τῶν σημαντικοτέρων αἱρετικῶν παρατάξεων τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τῶν Πνευματομάχων καί τοῦ Ἀπολιναρισμοῦ». Λόγῳ τῆς ἰδιαίτερης σπουδαιότητάς του τόν παραθέτουμε: «Μή ἀθετεῖσθαι τήν πίστιν τῶν πατέρων τῶν τριακοσίων δέκα καί ὀκτώ, τῶν ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας συνελθόντων, ἀλλά μένειν ἐκείνην κυρίαν καί ἀναθεματισθῆναι πᾶσαν αἵρεσιν καί εἰδικῶς τήν τῶν Εὐνομιανῶν, εἴτουν Ἀνομοίων, καί τήν τῶν Ἀρειανῶν, εἴτουν Εὐδοξιανῶν, καί τήν τῶν Ἡμιαρειανῶν, εἴτουν Πνευματομάχων, καί τήν τῶν Σαβελλιανῶν καί τήν τῶν Μαρκελλιανῶν καί τήν τῶν Φωτεινιανῶν καί τήν τῶν Ἀπολιναριστῶν».


Ὁ κανόνας 2 «ὁρίζει νά μήν ἐπεμβαίνουν οἱ ἔξαρχοι εἰς τάς ξένας διοικήσεις, ἐκ τῶν ὁποίων ὀνομάζει τάς τῆς Αἰγύπτου, τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Ἀσιανῆς, τῆς Ποντικῆς καί τῆς Θράκης».


Ὁ κανόνας 3, ὅπως ἐπίσης εἴδαμε, «ὁρίζει πρεσβεῖα τιμῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετά τά τῆς Ρώμης, πρός μεγάλην δυσαρέσκειαν τῆς Ρώμης καί στενοχωρίαν τῆς Ἀλεξανδρείας. ῾Τόν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώμην᾽».


Ὁ κανόνας 4 «ἀκυρώνει τήν χειροτονίαν τοῦ Μαξίμου» (Χρήστου).


Οἱ κανόνες 5, 6 καί 7 «ἔχουν ἄμεση ἀναφορά στήν εἰδική προβληματική τῆς ἐποχῆς καί προεκτείνουν ἁπλῶς τό περιεχόμενο τῶν κανόνων 1, 2 καί 3 τῆς συνόδου» (Φειδᾶς), πού σημαίνει ὅτι καθορίζουν ὄχι μόνο τήν ἐφαρμογή τῆς ἀποφάσεως τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς συνόδου γιά τήν ὑποχρεωτική ἀποδοχή τῆς πίστεως τῆς Νικαίας ἀπό ὅλους τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους, ἄν ἤθελαν νά διατηρήσουν τήν θέση τους, ἀλλά προτείνουν καί «συγκεκριμένες ὁδηγίες γιά τόν τρόπο τῆς κανονικῆς ἐπιστροφῆς τῶν διαφόρων κατηγοριῶν τῶν αἱρετικῶν στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».


(2) Τό θεολογικό ἔργο: τό σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.


(α) Ἡ συνήθης ἄποψη ὅτι ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος συνέταξε νέο σύμβολο, τό σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, μολονότι διαδεδομένη καί διαρκῶς ἐπαναλαμβανομένη, τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ ἀπό πολλούς ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς. Κι ἕνας ἰσχυρός λόγος ἀμφισβητήσεως τῆς ἀπόψεως αὐτῆς εἶναι τό γεγονός ὅτι τό συγκεκριμένο σύμβολο δέν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ἀπό τίς ἐκκλησίες τουλάχιστον τῆς Ἀνατολῆς μέχρι τήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο (451). Ἐκεῖνο πού ἰσχυρίζονται οἱ ἀμφισβητοῦντες εἶναι ὅτι «ἡ σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως πράγματι δέν συνέταξε νέο Σύμβολο πίστεως, ὄχι βεβαίως ἐπειδή δέν εἶχε συνείδηση Οἰκουμενικῆς συνόδου, ἀλλά ἐπειδή εἶχε τή σαφῆ συνείδηση ὅτι δέν ἦταν ἀναγκαία ἡ σύνταξη ἑνός νέου συμβόλου πίστεως, ἀφοῦ ἀρκοῦσε τό σύμβολο τῆς Νικαίας» (Φειδᾶς), κάτι πού τονίστηκε ἰδιαιτέρως ἤδη ἀπό τόν πρῶτο κανόνα τῆς Συνόδου. Πράγματι, θεωρεῖται «βέβαιο ὅτι ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος οὔτε συνέταξε οὔτε εἶχε τήν πρόθεση νά συντάξη ἕνα νέο Σύμβολο πίστεως πρός συμπλήρωση ἤ καί ὑποκατάσταση τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας», δεδομένου ὅτι καί «στά ἐπίσημα κείμενά της ἀπουσιάζει ὁποιοσδήποτε σχετικός ὑπαινιγμός», καί «θά ἦταν ἀδιανόητη ἡ πλήρης σιγή τῶν πηγῶν τῆς ἐποχῆς γιά ἕνα τόσο σημαντικό κείμενο», καί προπαντός «ὁ ἀγώνας τῶν ὀρθοδόξων ἐναντίον τῶν διαφόρων παρατάξεων τῶν ἀρειανοφρόνων εἶχε ἐπικεντρωθῆ γιά μιά ὁλόκληρη πεντηκονταετία ὄχι μόνο στήν ἀποδοχή τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας ὡς βάσεως γιά τήν ἑνότητα, ἀλλά καί στή γενική ἀποδοκιμασία τῆς γνωστῆς τάσεως τῶν ἀρειανοφρόνων νά συντάσσουν συνεχῶς νέα σύμβολα γιά τή σχετικοποίηση τοῦ μοναδικοῦ κύρους τοῦ συμβόλου τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου» (Φειδᾶς).


Τί εἶναι, λοιπόν, τό σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως; Πρόκειται γι᾽ αὐτό πού καθορίζει ὁ κανόνας 7 τῆς συνόδου, δηλαδή γιά τόν τρόπο ἐπιστροφῆς τῶν καταδικασθέντων αἱρετικῶν τοῦ πρώτου κανόνα διά λιβέλλου πίστεως. Κατά τήν καθιερωμένη τακτική σέ ἀνάλογες περιπτώσεις αἱρετικῶν, «οἱ μέν Ἀρειανοί, οἱ πνευματομάχοι Μακεδονιανοί, οἱ σχισματικοί Νοβατιανοί κ.ἄ. ἔπρεπε νά ἐπιδώσουν εἰδικούς Λιβέλλους πίστεως καί νά δεχτοῦν τό χρίσμα…, ἐνῷ οἱ Μοντανιστές, οἱ Εὐνομιανοί καί οἱ Σαβελλιανοί ἐγίνοντο δεκτοί μέ ἀναβαπτισμό μετά ἀπό σχετική κατήχηση, ἀφοῦ δέν ἐδέχοντο τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Ἁγία Τριάδα ἤ δέν τελοῦσαν τόν καθιερωμένο τύπο τοῦ βαπτίσματος» (Φειδᾶς). «Ὁ λίβελλος αὐτός, λοιπόν, γιά τήν ἐποχή τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔπρεπε νά περιέχη ὁλόκληρο τό ἀντιαρειανικό σύμβολο τῆς Νικαίας, τό ὁποῖο ἀπέρριπταν ὅλοι οἱ ἀρειανόφρονες καί οἱ πνευματομάχοι Μακεδονιανοί, ὅπως ἐπίσης καί μία εἰδικότερη θεολογική ἀνάπτυξη τῆς πίστεως τόσο γιά τή φυσική θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος (κατά Εὐνομιανῶν, Ἀρειανῶν καί Πνευματομάχων), ὅσο καί γιά τήν αἰωνιότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ (κατά Μαρκέλλου Ἀγκύρας καί λοιπῶν σαβελλιανιζόντων)» (Φειδᾶς).


Τό σύμβολο, λοιπόν, Κωνσταντινουπόλεως συντάχτηκε καί ἐπιδόθηκε στούς ὑπευθύνους ἐπισκόπους, προκειμένου νά χρησιμοποιηθεῖ στίς ἐπαρχίες τους ὡς ῾ὁμολογία πίστεως᾽ τῶν συγκεκριμένων ὁμάδων αἱρετικῶν γιά τήν ἐπάνοδό τους στήν Ἐκκλησία. Δέν χρησιμοποιήθηκε ὡς οἰκουμενικό σύμβολο πίστεως, ἀλλά ὡς ὁ μοναδικός δρόμος μέ τήν πλατύτερη ἀνάπτυξή του διαπιστώσεως ὅτι ὄντως οἱ αἱρετικοί ἀποδέχονται τήν μέ βάση τό σύμβολο τῆς Νικαίας ὀρθή καί αὐθεντική ἑρμηνεία αὐτοῦ, γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί δέν «ἀναφέρθηκε κἄν στίς δογματικές ἀποφάσεις τῆς συνόδου». «Ἡ ἀναγνώριση ὅμως ἀπό τήν Δ´ Οἰκουμενική σύνοδο τῆς Ὁμολογίας Πίστεως ὡς καθιερωμένης πλέον αὐθεντικῆς ἑρμηνείας τῆς πίστεως τῆς Νικαίας προσέδωσε στήν ὁμολογία αὐτή τόν χαρακτῆρα συνοδικοῦ συμβόλου πίστεως, τό ὁποῖο κατοχύρωνε τήν πίστη τῆς Νικαίας ἔναντι τῶν νέων αἱρέσεων, γι᾽ αὐτό καί χρησιμοποιήθηκε αὐτοτελῶς ὡς σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως στήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί στή θεία λατρεία. Τήν ἑρμηνεία αὐτή…ἐπιβεβαιώνει καί ἡ μεταγενέστερη ἐπιστολή τῆς συνόδου τῆς Κπόλεως (382), στήν ὁποία τονίζεται κατά τρόπο χαρακτηριστικό ὅτι ἡ σύνοδος ἐκείνη ἀνέπτυξε ῾πλατύτερον τήν πίστιν᾽…μέ τή σύνταξη ἑνός νέου ῾Τόμου᾽ πίστεως: ῾…τῷ τόμῳ πέρυσιν ἐν Κπόλει παρά τῆς Οἰκουμενικῆς ἐκτεθέντι συνόδου (τοῦ 381), ἐν οἷς πλατύτερον τήν πίστιν ὡμολογήσαμεν καί τῶν ἔναγχος καινοτομηθεισῶν αἱρέσεων ἀναθεματισμόν ἔγγραφον πεποιήκαμεν᾽» (Φειδᾶς).


Ἡ δεύτερη αὐτή σύνοδος τῆς Κπόλεως (382), στήν ὁποία προσκλήθηκαν ὅλα σχεδόν τά μέλη τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 381 (σημ.: δέν προσῆλθαν ὅλοι), εἶχε ὡς σκοπό τήν ἐξέταση τῆς πορείας τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀποφάσεών της, σύμφωνα πρός τά σχετικά διατάγματα τοῦ Μ. Θεοδοσίου καί τίς συνοδικές ἀποφάσεις γιά τήν ἐπιστροφή ὅλων τῶν αἱρετικῶν στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, κι εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ αὐτοκράτορας πρός σαφή φανέρωση τῶν διαθέσεών του νά ἀκολουθήσει πιστά ὅ,τι ἀπεφάσισε ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀφενός ἔσχισε ὅλες τίς ὁμολογίες πίστεως πού πρότειναν οἱ ἀρχηγοί τῶν παρατάξεων τῶν αἱρετικῶν σέ ἄλλη σύνοδο τοῦ 383, κρατώντας μόνο τήν συγκεκριμένη τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφετέρου ἀπαγόρευσε αὐστηρά τήν τέλεση τῆς θείας λατρείας ἀπό τούς αἱρετικούς.


«Ἡ ἐκκλησιαστική πολιτική τοῦ Μ. Θεοδοσίου καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381) ἐπισφράγισαν τήν ὁριστική κατάρρευση τοῦ Ἀρειανισμοῦ στήν Ἀνατολή». Δυστυχῶς, ὁ ἀρειανισμός μεταφέρθηκε μέ ἄλλον τρόπο στήν Δύση μέσῳ τῶν ἐκχριστιανισθέντων ἀπό ἀρειανόφρονες Γότθους, δίνοντας πιά μιά νέα διάσταση καί προκαλώντας ἄλλους εἴδους τεράστια προβλήματα.


(β) Ἡ θεολογία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι συνδεδεμένη ὅπως εἴδαμε καί μέ τήν φυσική θεότητα τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἀρειανόφρονες ἦταν ὅλοι πνευματομάχοι καί ἡ φυσική φορά τῶν πραγμάτων ὁδηγοῦσε καί πρός τά ἐκεῖ, δηλαδή τήν καταδίκη ἀπό τήν Σύνοδο τῆς ἄρνησης τῆς θεότητας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν προβολή τῆς φυσικῆς θεότητάς Του. Λοιπόν, ὁ ῾Τόμος᾽ πίστεως τῆς Συνόδου, ἡ ῾Ὁμολογία πίστεως᾽, ὅ,τι καθορίστηκε ὡς οἰκουμενικό τελικῶς σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως περιελάμβανε καί τήν ἀνάπτυξη τῆς περί τοῦ Πνεύματος πίστεως. «Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν».


Δέν πρόκειται, βεβαίως, νά προβοῦμε σέ ἰδιαίτερη ἀνάπτυξη τῆς παραγράφου αὐτῆς, διότι ἡ πλατύτερη αὐτή ἀνάπτυξη τοῦ συγκεκριμένου ἄρθρου τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας ὡς πρός τήν φυσική θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στηρίχτηκε στό «εὐρύτερα ἀποδεκτό περιεχόμενο τῆς σχετικῆς θεολογικῆς ἀποφάσεως τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας (379)» (Φειδᾶς). Δέν μποροῦμε, ὅμως, νά μήν τονίσουμε τήν ἰδιαίτερη συμβολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, δευτέρου προέδρου ἄλλωστε τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πάνω στό θέμα αὐτό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος βεβαίως «ἀξιοποίησε σαφέστερα τήν διάκριση οὐσίας καί ὑποστάσεων στήν Ἁγία Τριάδα (μία οὐσία – τρεῖς ὑποστάσεις), ὅπως ἐπίσης καί τίς ἄλλες θέσεις τοῦ Μ. Βασιλείου, ἰδιαίτερα στήν ἀναίρεση τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου καί τῶν Πνευματομάχων. Σημαντικότερα ἔργα του πρός τήν κατεύθυνση αὐτή ὑπῆρξαν οἱ περίφημοι πέντε ῾Θεολογικοί Λόγοι᾽ (Κατά Εὐνομιανῶν, Περί Θεολογίας, Περί Υἱοῦ, Περί Υἱοῦ, Περί Ἁγίου Πνεύματος) καί οἱ Λόγοι ῾Πρός Ἀρειανούς᾽ καί ῾Εἰς τήν Πεντηκοστήν᾽. Στά ἔργα αὐτά προσφέρει ὄχι μόνο τή συστηματική ἀναίρεση τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Εὐνομίου καί τῶν Πνευματομάχων, ἀλλά καί τήν ὁλοκληρωμένη πλέον διατύπωση τῆς τριαδολογικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικότερα γιά τή φυσική θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τήν ὁμοουσιότητα αὐτοῦ πρός τόν Υἱό καί τόν Πατέρα, τήν ὁποία δίσταζε νά διακηρύξει ὁ Μ. Βασίλειος γιά νά μήν προκαλέσει τούς Ὁμοιουσιανούς» (Φειδᾶς).


Κατά ταῦτα, ὅπως σημειώνει καί ὁ καθηγητής Παπαδόπουλος, «ὁ Γρηγόριος υἱοθέτησε ἀπόλυτα τήν τριαδολογική βάση τοῦ Βασιλείου καί συνέχισε τό οἰκοδόμημα, ἐξηγώντας καί διασαφηνίζοντας ὁριστικά σχεδόν τήν διάκριση ἰδιότητας καί φύσεως τῶν θείων προσώπων, γιά νά φτάσει στήν ὁμοουσιότητα Πατέρα, Υἱοῦ καί Πνεύματος. Θεολόγησε ὅμως μέ ἀφορμή καί τίς κακοδοξίες περί ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, κάνοντας τολμηρά βήματα, ἔφτασε κι ἐξέφρασε πρῶτος μεταξύ τῶν θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας ἤδη πρίν τό 372, τήν ἀλήθεια ὅτι τό Πνεῦμα εἶναι Θεός, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός. Τό 372 διαμαρτύρεται, γιατί ὁ Βασίλειος δέν ἦταν σαφής στό θέμα τῆς θεότητας καί ὁμοουσιότητας τοῦ Πνεύματος. Καί τό 379/380 μέ τόν πέμπτο θεολογικό Λόγο ἀποβαίνει ὁ κορυφαῖος Πνευματολόγος τῆς Ἐκκλησίας: ῾Τί οὖν, Θεός τό Πνεῦμα; Πάνυ γε. Τί οὖν, ὁμοούσιον; Εἴπερ Θεός᾽ (Λόγος ΛΑ´, 10)».


Κι ἀλλοῦ: «…σέβειν Θεόν τόν Πατέρα, Θεόν τόν Υἱόν, Θεόν τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τρεῖς ἰδιότητας, θεότητα μίαν, δόξῃ καί τιμῇ καί οὐσίᾳ καί βασιλείᾳ μή χρηζομένη» (Λόγος ΛΑ´,28).


«῏Ην τό φῶς τό ἀληθινόν…ὁ Πατήρ. ῏Ην τό φῶς τό ἀληθινόν…ὁ Υἱός. ῏Ην τό φῶς τό ἀληθινόν… ὁ ἄλλος Παράκλητος. ῏Ην καί ἦν καί ἦν, ἀλλ᾽ ἕν ἦν. Φῶς καί φῶς καί φῶς, ἀλλ᾽ ἕν Φῶς, εἷς Θεός» (Λόγος ΛΑ´ 3).


Ἡ αἰτιολόγηση τῆς ὁμοουσιότητας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱό εἶναι ἁπλή: πῶς εἶναι δυνατόν νά μήν εἶναι κατά πάντα Θεός τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀφοῦ εἶναι Ἐκεῖνο πού μᾶς φανερώνει τόν Χριστό καί μᾶς ἑνώνει μέ Αὐτόν; Ἄν, λοιπόν, εἶναι Θεός ὁ Χριστός, Θεός εἶναι καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ διατύπωσή του μάλιστα ἐν προκειμένῳ γίνεται προκλητική: «Ἄν δέν εἶναι Θεός τό Πνεῦμα, ἄς πάει πρῶτα νά θεωθεῖ κι ἔπειτα νά θεώσει κι ἐμᾶς!»


Τελικῶς, βεβαίως, ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν ῾ὁμολογίαν πίστεως᾽ ἀπέφυγε τήν προκλητική γιά τούς ὁμοιουσιανούς καί τούς λοιπούς ἀρειανόφρονες λέξη ῾ὁμοούσιον᾽ καί γιά τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, γιά τό ὁποῖο ἐκόπτετο ὁ Γρηγόριος, ἀκολουθώντας τήν μετριοπαθέστερη πολιτική τοῦ Μ. Βασιλείου, προκειμένου νά διευκολύνει τήν εἴσοδο αὐτῶν στήν Ἐκκλησία, κάτι πού σέ μεγάλο βαθμό καί ἔγινε. Οἱ λέξεις, ὅμως, ῾κύριον, ζωοποιόν, ἐκ Πατρός ἐκπορευόμενον, σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον᾽ ἀπέδιδαν τήν ἴδια πραγματικότητα χωρίς νά ὑπάρχει κάποια ἔκπτωση στήν ἀλήθεια τῆς πίστεως.


Μερικές γενικές παρατηρήσεις.

(1) Ὄχι μόνο εἶναι ἀξιοπρόσεκτο, ἀλλά προκαλεῖ καί συγκίνηση τό γεγονός ὅτι καί οἱ Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά καί τῆς Δευτέρας, ὅπως καί τῶν ὑπολοίπων ἀσφαλῶς Συνόδων, συνέχονταν μονίμως ἀπό τήν ἀδιάκοπη μέριμνα τῆς πιστότητάς τους στήν ἀποστολική Παράδοση, τῆς πιστότητάς τους δηλαδή στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό ζητούμενο πάντοτε γι᾽ αὐτούς ἦταν πῶς νά διακρατηθεῖ ἡ ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία ἔβλεπαν νά ξεθωριάζει ἤ καί νά σβήνει ἀπό τά φληναφήματα καί τίς φιλοσοφικές ἐν πολλοῖς δοξασίες τῶν αἱρετικῶν ἀρειανοφρόνων, οἱ ὁποῖοι βασίζονταν πρωτίστως στήν δική τους λογική καί ὄχι σέ ὅ,τι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπεκάλυπτε. Κι αἰτία γι᾽ αὐτό ἦταν ἡ ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς πραγματικῆς καί οὐσιαστικῆς σχέσεως μέ τόν Θεό, τήν ὁποία ἔφερε ὁ Χριστός. Τυχόν ἀμφισβήτηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ, τυχόν δηλαδή ἀμφισβήτηση τῆς κατ᾽ οὐσίαν θεότητάς Του, ὅπως καί ἀμφισβήτηση τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τοῦ Ὁποίου καί μόνο γίνεται προσιτός καί γνωστός στόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός, θά σήμαινε ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν σκοπό τῆς θείας οἰκονομίας καί συνεχιζόμενη παραμονή του στήν κατάσταση τῆς πτώσεως. Ἡ σωτηρία ἦταν τό διακύβευμα τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή φωτίζονταν ἰδιαιτέρως ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα γιά ἔκφραση τῆς ἀλήθειας.


Δέν εἶναι ἰδεολογικοί ἀφορισμοί οἱ παραπάνω θέσεις. Ἤδη πολλές φορές τονίστηκε μέχρι τώρα ἀπό τήν ἱστορική ἐξέταση τῶν πραγμάτων ὅτι τό σύμβολο τῆς Νικαίας τέθηκε ἀπό ὅλες τίς Οἰκουμενικές Συνόδους ὡς βάση ἀντιμετωπίσεως ὅλων τῶν αἱρέσεων. Γιατί; Διότι τό σύμβολο αὐτό ἀπηχοῦσε μία ἀπό τίς πρῶτες καταγραφές τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως σέ βαπτιστήριο σύμβολο, κατά πᾶσα πιθανότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Καισαρείας. «Τό Σύμβολο ἦταν κατά βάση ἕνα σύντομο κείμενο βαπτιστηρίου συμβόλου, τό ὁποῖο προσαρμόσθηκε στήν εἰδικότερη θεολογική προβληματική τοῦ ἀρειανισμοῦ μέ τίς ἐλάχιστες δυνατές τροποποιήσεις…καί λειτούργησε ὡς φορέας τῆς διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως γιά τήν περιφρούρηση τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως…Ἦταν μία συνοπτική ἀνακεφαλαίωση τῆς παραδεδομένης πίστεως τῆς Ἐκκλησίας…(πρός) βεβαίωση τῆς ἤδη γνωστῆς καί συνεχῶς βιούμενης ἀπό ὅλες τίς κατά τόπους ἐκκλησίες ἀποστολικῆς παρακαταθήκης» (Φειδᾶς). Κατά τήν διατύπωση μάλιστα τοῦ Μ. Ἀθανασίου «οἱ πατέρες τῆς συνόδου τῆς Νικαίας (συνεπῶς καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως προσθέτουμε) ἔγραψαν ὄχι ῾ἔδοξεν, ἀλλ᾽ οὕτως πιστεύει ἡ καθολική Ἐκκλησία, καί εὐθύς ὡμολόγησαν πῶς πιστεύουσιν, ἵνα δείξωσιν ὅτι μή νεώτερον, ἀλλ᾽ ἀποστολικόν ἐστιν αὐτῶν τό φρόνημα, καί ἅ ἔγραψαν οὐκ ἐξ αὐτῶν εὑρέθη, ἀλλά τοῦτ᾽ ἐστιν, ἅπερ ἐδίδαξαν οἱ ἀπόστολοι᾽ (φάνηκε καλό, ἀλλά ἔτσι πιστεύει ἡ καθολική Ἐκκλησία, κι ἀμέσως ὁμολόγησαν πῶς πιστεύουν, γιά νά δείξουν ὅτι τό φρόνημά τους δέν εἶναι κάτι νεώτερο, ἀλλά εἶναι τό φρόνημα τῶν ἀποστόλων, καί ὅσα ἔγραψαν δέν τά ἔβγαλαν ἀπό τό μυαλό τους, ἀλλά εἶναι ἀκριβῶς αὐτά πού δίδαξαν οἱ ἀπόστολοι). Ἔτσι, ἡ ἐμμονή τῶν Συνοδικῶν Πατέρων στό σύμβολο τῆς Νικαίας, ἀποτύπωση τῆς αὐθεντικῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς, ἀποδεικνύει τήν ἐνσυνείδητη προσπάθειά τους νά παραμερίσουν ὁτιδήποτε συνιστοῦσε ἐγωϊστική δική τους ἐμπλοκή καί νά γίνουν διάφανα ὄργανα τοῦ Θεοῦ πρός φανέρωση τῆς ἀλήθειας. Κι αὐτό βεβαίως σήμαινε τόν χαρισματικό τρόπο ἐργασίας τους πού ἐπιβεβαιώθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ἀργότερα, θέτοντας τά ὁρόσημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς ἡμέρες ἑορτῶν γι᾽ αὐτήν.


(2) Ἐξίσου σημαντική νομίζουμε εἶναι καί ἡ διαπίστωση ὅτι οἱ Πατέρες ἰδίως τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατεδίκασαν ἀπερίφραστα τήν εὐκολία τῶν διαφόρων τάσεων αἱρετικῶν ἀρειανοφρόνων νά συντάσσουν σύμβολα καί ὁμολογίες πίστεώς τους, προκειμένου ἀφενός νά πείσουν τίς ἐκκλησίες καί τόν αὐτοκράτορα γιά τήν ὀρθότητα τῶν διδασκαλιῶν τους, ἀφετέρου καί πρωτίστως νά ἀπομειώσουν τήν ἀξία τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας. Πράγματι, ἐκπλήσσεται κανείς ἀπό τό πλῆθος τῶν ὁμολογιῶν τους αὐτῶν, γιατί φαίνεται ὅτι ἡ σύνταξή τους ἀποτελοῦσε πάγια καί ἐπιδιωκομένη τακτική τους. Τό γεγονός ὅτι ἀκόμη καί ἡ Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδος δέν θέλησε νά συντάξει νέο σύμβολο, ἀλλά ἀρκοῦσε γι᾽ αὐτήν τό σύμβολο τῆς Νικαίας, τοῦτο δέν ἦταν ἄσχετο πρός τήν τακτική αὐτή τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά ὅσα ἐπισημαίνει ὁ δεύτερος πρόεδρος τῆς Συνόδου ἅγιος Γρηγόριος σέ μία ἐπιστολή του πρός τόν Κληδόνιο: «Ἡμεῖς τῆς κατά Νίκαιαν πίστεως…οὐδέν οὔτε προετιμήσαμεν πώποτε, οὔτε προτιμᾶν δυνάμεθα, ἀλλ᾽ ἐκείνης ἐσμέν τῆς πίστεως σύν Θεῷ καί ἐσόμεθα, προσδιαρθροῦντες τό ἐλλιπῶς εἰρημένον ἐκείνοις περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διά τό μηδέν κεκινῆσθαι τηνικαῦτα τοῦτο τό ζήτημα» (Ἐμεῖς οὔτε προτιμήσαμε ποτέ οὔτε μποροῦμε νά προτιμᾶμε κάτι ἄλλο ἀπό τήν πίστη τῆς Νίκαιας, ἀλλά εἴμαστε ἐκείνης τῆς πίστεως μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί θά εἴμαστε, προσθέτοντας ἐπιπλέον αὐτό πού ἔχει ἐλλιπῶς λεχθῆ ἀπό ἐκείνους γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐπειδή ποτέ μέχρι τώρα δέν εἶχε ἀνακινηθεῖ αὐτό τό ζήτημα). Ἀκόμη κι ὅπου παρουσιάστηκαν τάσεις μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων γιά σύνταξη νέου συμβόλου πρός ἐξουδετέρωση αἱρετικῶν συμβόλων, ἐκεῖ ἀπορρίφτηκαν ἀμέσως οἱ τάσεις αὐτές, ὅπως στήν περίπτωση μελῶν τῆς Σαρδικῆς Συνόδου (343) πού ζήτησαν κάτι παρόμοιο, κι ἀντέδρασε μέ ἔμφαση ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Γι᾽ αὐτό καί θεωροῦμε δεῖγμα ἐξόχου ὀρθοδόξου φρονήματος τήν ἀντίδραση πού μνημονεύσαμε παραπάνω τοῦ Μ. Θεοδοσίου, κατά τήν ὁποία στήν ὑποβολή χωριστῶν ὁμολογιῶν πίστεως τό 383 ἀπό τούς αἱρετικούς Εὐνόμιο, Δημόφιλο καί Ἐλεύσιο καί τούς ὀρθοδόξους ὑπό τόν Νεκτάριο Κωνσταντινουπόλεως ἔσχισε τίς ὁμολογίες τῶν αἱρετικῶν καί διακήρυξε τήν σταθερή προσήλωσή του στίς ἀποφάσεις τῆς Α´ καί τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.


(3) Ἀφήνοντας πολλές ἄλλες εὐρύτερες διαπιστώσεις πού προκαλοῦν τά ἱστορικά γεγονότα, ἐπικεντρώνουμε τέλος καί σέ μία τρίτη παρατήρηση: τό μεγάλο σφάλμα νά διαχωρίζει κανείς τά ζητήματα τῆς πίστεως ἀπό τά ζητήματα τῆς κανονικῆς τάξεως. Εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικό τό γεγονός ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ἡ Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδος συνδέθηκε μέ τήν ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς τάξεως καί τήν κατοχύρωση τῶν προνομίων τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στήν ὁποία κυριαρχοῦσαν οἱ αἱρετικοί, κάτι πού σήμαινε τήν ταυτόχρονη ἀποκατάσταση καί τῆς ὀρθοδοξίας μέ βάση τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο. «Τό ἔργο ὅμως αὐτό προϋπέθετε τόν καθορισμό ὄχι μόνο τῶν κανονικῶν, ἀλλά καί τῶν θεολογικῶν κριτηρίων γιά τή θεραπεία τῶν πληγῶν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τή μακροχρόνια περίοδο τῶν ἀρειανικῶν ἐρίδων» (Φειδᾶς). Ἡ κανονική τάξη δηλαδή στήν Ἐκκλησία ἔφερνε καί τήν τάξη στήν πίστη. Ἐκεῖνος πού «εἶχε ἀφιερωθῆ πλήρως στήν προσπάθεια νά ἀποδείξη ὅτι ἡ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεως ἀποτελεῖ τήν πιό ἐπικίνδυνη μέθοδο τῶν αἱρετικῶν γιά τήν ἐξουδετέρωση τῆς ὀρθοδοξίας τῆς Νικαίας» ἦταν ὁ Μ. Βασίλειος (Φειδᾶς). Κι εἶναι νά θαυμάζει καί νά ἐκπλήσσεται κανείς διαπιστώνοντας τήν πονηρία καί τήν ὑποκρισία πράγματι τῶν ἀρειανοφρόνων, οἱ ὁποῖοι μέ τό ἕνα χέρι ἔθεταν τήν ὑπογραφή τους στά δογματικά καί τά κανονικά ἀκόμη κείμενα τῶν Συνόδων καί μέ τό ἄλλο διατηροῦσαν κοινωνία μέ κατεγνωσμένους αἱρετικούς πού εἶχαν ἀποκοπῆ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Γι᾽ αὐτό καί ἡ Σύνοδος, ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω, προκειμένου νά καθορίσει τήν ὀρθοδοξία τῶν πιστῶν καθόρισε τήν κοινωνία μέ συγκεκριμένους κατά τόπους ἐκφραστές της: τόν Νεκτάριο Κωνσταντινουπόλεως, τόν Τιμόθεο Ἀλεξανδρείας, τόν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου, τόν Γρηγόριο Νύσσης κ.λπ.


Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό – κάτι πού εἶναι πολύ διδακτικό καί γιά ἐμᾶς σήμερα – ἕνα σχίσμα στήν Ἐκκλησία ὡς ἀμφισβήτηση τῆς κανονικῆς τάξεως, ὅσο κι ἄν ὑπάρχει ὁ ἰσχυρισμός ὅτι διατηρεῖται ἡ ὀρθή πίστη, ὁδηγεῖ μέ μαθηματική ἀκρίβεια στήν αἵρεση. Ὅπως, δηλαδή, ἡ αἵρεση ὁδηγεῖ στό σχίσμα, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό σχίσμα θά καταλήξει στήν αἵρεση. Πρόκειται, κατά μία ὡραία εἰκόνα, περί δύο φαινομενικά ἀνεξάρτητων κύκλων, οἱ ὁποῖοι ὅμως ὁπωσδήποτε θά ταυτιστοῦν καί θά γίνουν ἕνας. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἀρνεῖται τόν εὔκολο διαχωρισμό τῶν δογματικῶν ὅρων ἀπό τίς κανονικές της διατάξεις, κηρύσσοντας τήν ὑποχρεωτικότητα ὅλων γιά τόν πιστό τῆς Ἐκκλησίας. Τό μόνο πού ἐπισημαίνει γιά τούς κανόνες εἶναι νά γίνεται ἡ ὀρθή ἑρμηνεία αὐτῶν. Κανείς λοιπόν μέ τό ἐπιχείρημα τῆς πίστεως δέν μπορεῖ νά διασπᾶ τήν κανονική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, νομίζοντας ὅτι παραμένει ὀρθόδοξος, ἀφοῦ ἀντιστρόφως εἶναι δεδομένο ὅτι κανείς κηρύσσοντας αἵρεση δέν παραμένει στήν Ἐκκλησία, ἔστω κι ἄν δηλώνει τάχα ὑπήκοος στήν κανονική τάξη. Ἡ Ἐκκλησία καί τόν ἕνα καί τόν ἄλλο τούς ἀποκηρύσσει ὡς ὑπηρέτες τοῦ Πονηροῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου