Η Πατερική διαγενεαλογική θεολογία – ηθική -
και η μετα-πατερική επινόηση1
« ... η μετα-πατερική «θεολογία» μπορεί να είναι προϊόν κρίσης της θεολογικής σκέψης από το συσχηματισμό της με τον κόσμο, εφόσον διασπά το καθολικό μυστήριο της θεώσεως, που είναι θεμελιωμένο στη διαγενεαλογία του λείμματος και την Πεντηκοστή. Συνιστά τεμαχισμό στην ενότητα της θεολογίας ο διαχωρισμός του επιστημονικού τρόπου ανάγνωσης από τον εμπειρικό τρόπο θέωσης.»
«Είναι προβληματική η θεμελίωση μιας νέας θεολογίας, ακαδημαϊκού τύπου, που διαμορφώνει ένα δικό της πλαίσιο αναφοράς διαφορετικό και αποδομιστικό της διαχρονικής και αλληλοδιάδοχης εμπειρικής χριστοήθειας που καθρεφτίζεται στα πρόσωπα των Πατέρων της Εκκλησίας και των αγίων.»
«Η ερμηνεία των Πατέρων χωρίς τους ίδιους τους Πατέρες και τη χάρη τους, η οποία είναι στοιχείο ενότητας και καθολικότητας, είναι διανοητικός μονοθελητισμός.»
«Είναι προβληματική η θεμελίωση μιας νέας θεολογίας, ακαδημαϊκού τύπου, που διαμορφώνει ένα δικό της πλαίσιο αναφοράς διαφορετικό και αποδομιστικό της διαχρονικής και αλληλοδιάδοχης εμπειρικής χριστοήθειας που καθρεφτίζεται στα πρόσωπα των Πατέρων της Εκκλησίας και των αγίων.»
«Η ερμηνεία των Πατέρων χωρίς τους ίδιους τους Πατέρες και τη χάρη τους, η οποία είναι στοιχείο ενότητας και καθολικότητας, είναι διανοητικός μονοθελητισμός.»
Προοιμιακός κριτηρίων
Στους καιρούς της μετανεωτερικότητας ο χώρος της θεολογίας, άρρητος και ρητός, προσεγγίζεται και αναλύεται συστημικά, συστηματικά, μεθοδολογικά και ερμηνευτικά με ποικιλία κριτηρίων επιστημονικών, υποκειμενικών, ψυχολογικών, ιδεολογικών, κοινωνικών κ.ά… Η διαγενεαλογική, ιστορική και σωτηριολογική ισχύς του όρου θεολογία οφείλεται στην παρουσία του άσαρκου Λόγου στην πορεία του κόσμου (Π.Δ., σπερματικός λόγος…) και στην αποκάλυψή Του ως σαρκωμένου Λόγου που μεταμορφώνει, καθολικά, την ανθρώπινη ύπαρξη. Μνημειώδεις αναφορές για τη σχέση του ανθρώπου με τον προδρομικό-άσαρκο ή σαρκωμένο Λόγο βρίσκονται στα πρόσωπα που βιογραφήθηκαν και κόσμησαν τις δέλτους της ιστορίας και της συμβολικής θεολογίας από την προδρομική μεταφυσική (βλ. νάρθηκες ναών: Σωκράτης, Αριστοτέλης, Πλάτωνας) μέχρι την αποκαλυπτική, πρωσοποκεντρική-εκκλησιοκεντρική θεολογία (άγιοι-Πατέρες της Εκκλησίας, τέχνη, αγιογραφική διάταξη εορτολογίου στους Ναούς).
Η σύγχρονη συγγραφή περί τον όρο θεολογία με τις προσεγγίσεις της μπορεί να χρησιμοποιεί, ολοποιητικά ή επιμεριστικά το τριμερές της ψυχής (λογιστικό, επιθυμητικό ή θυμικό) ή να αξιοποιεί διάφορες πνευματικές δυνάμεις και ικανότητες του ανθρώπου. Ωστόσο, η πατερική γραμμή της θεολογικής θεογνωσίας με την κάθαρση, τον φωτισμό και τη θέα της δόξας του Θεού αποτελεί, σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, την ασφαλή θεολογική μέθοδο γνώσης του Θεού2. «Γι’ αυτό οι Πατέρες δεν είναι ούτε φιλελεύθεροι ούτε συντηρητικοί. Απλώς υπάρχουν Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι έχουν φθάσει μόνο στον φωτισμό και είναι άγιοι της Εκκλησίας ή έχουν φθάσει και στη θέωση και είναι επίσης άγιοι της Εκκλησίας ενδοξότεροι από τους προηγούμενους…». Και ερωτά ο π. Ι. Ρωμανίδης: « Άρα μέσα στα πλαίσια της κάθαρσης, του φωτισμού, της θέωσης υπάρχει κανένας φιλελεύθερος φωτισμένος ή συντηρητικός φωτισμένος;…»3.
Η θεολογία ανάγει το περιεχόμενό της σε σχέση με κριτήρια τα οποία θέτει η Εκκλησία και λειτουργούν στη ζωή της Αλήθειας και της Ενότητας. Η ερμηνεία του θεϊκού, των θεόπνευστων Γραφών δεν λειτουργεί με «αυτόνομες» ή μεμονωμένες ενέργειες και εκκοσμικευμένες επιλογές που κολοβώνουν το αίτημα της καθολικής προσέγγισης του θείου και του δοξασμού του. Για παράδειγμα, ο αποφασιστικός παράγοντας στην αντιπαράθεση Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στη θρησκευτική Μεταρρύθμιση ήταν το αίτημα των Μεταρρυθμιστών για μια ερμηνεία της Βίβλου που να μην βασίζεται στην πατερική ή στη σχολαστική παράδοση, αλλά να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην ίδια τη Γραφή4. Επομένως, η παραγωγή θεολογικού βιοέργου είναι: α) προϊόν θεανθρώπινης συνέργειας και συνέχειας μέσα στην Εκκλησία, διαδοχή και σχέση προσώπων-προτύπων με τον αποκαλυμμένο θείο Λόγο, που διαμορφώνει τόσο την εκκλησιαστική συνείδηση, όσο και τα κριτήρια θεραπευτικής αγωγής του ανθρώπινου προσώπου, β) είναι αποτέλεσμα θεανθρώπινης συνέργειας και συνείδησης που λειτουργεί από γενεά σε γενεά μέσα στην Εκκλησία και συνιστά τη διαγενεαλογική ηθική και θεολογία. Πρόκειται για καθολική, συλλογικά, εμπειρική και ορθόδοξη βίωση του θεϊκού στην ανθρώπινη ύπαρξη με πολιτιστικές φανερώσεις στην ιστορία.
Η Χριστολογία και η θεοφάνεια που αναπτύχθηκε από τους Πατέρες επιβεβαιώνει και διαδέχεται την αποστολική ομολογία για πληρότητα ζωής: «ζω ουκέτι εγώ ζει δε εν εμοί Χριστός». Ο Χριστός είναι το Όλον, η Ζωή και το Φως που «φαίνει πάσι», δεν είναι κάτι, μια ηλιαχτίδα ή ένα μέρος της ζωής, γι’ αυτό γνωρίζεται και σώζει, καθολικά, όλα τα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης και τα μεταστοιχειώνει. Η Χριστολογία καθολικεύει και περιχωρεί γνωσιολογία, οντολογία και άλλα λογικά ή μεταφυσικά σχήματα Ο Χριστός ήταν αδιαίρετο πρόσωπο: ποιμένας, δάσκαλος, λυτρωτής της ανθρώπινης ύπαρξης. Χριστολογία και θεολογία ενώνονται στη φωνή των Πατέρων και αποκαλύπτεται ότι στο πρόσωπο του Χριστού δεν διαχωρίζονται ή κατατέμνονται οι θείες ενέργειες, οι συνεργούσες με τις ανθρώπινες, σύμφωνα με τις κατηγορίες και απο-στάσεις που δημιουργεί η κοσμοαντίληψη. Το δένδρο της γνώσης, το δένδρο της ζωής που εμφυτεύτηκε στη δημιουργία αναστοιχειώνεται με τη σάρκωση του Λόγου, αφού συνιστά οργανικό μέρος της θεανθρώπινης φύσης του Χριστού. Οι γνωσιολογικές εξειδικεύσεις στην επιστήμη της Θεολογίας με μονιστικές και αντικειμενικές προσεγγίσεις, αφαιρούν την καθολικότητα της σωτηριολογίας που δωρίζει το μυστήριο της σάρκωσης του Λόγου.
Η θεοφανειακή θεώρηση της σάρκωσης του Χριστού δίνει πρωτίστως εκστασιακά τη ζωή του Θεού στον άνθρωπο περισσότερο από μια διαπερατότητα του νου.5 Πρόκειται για μια φιλοσοφία φαινομενολογίας του αθέατου, ωστόσο ερμηνευμένου με την πίστη στο σαρκωμένο Λόγο. Όμως, η διαμορφούμενη ή διαμορφωμένη θεολογική συνείδηση που ανακαινίζει ολόκληρο το Είναι και βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση ακόμη και με το μοντέρνο ή μεταμοντέρνο αθεϊσμό, αγαπά, κατανοεί, αποφεύγει την οξύτητα, τη συκοφαντία, το φανατισμό, την απόρριψη του διαφορετικού, αλλά ακόμη περισσότερο του συμβαπτισθέντος στο «θάνατο και την ανάσταση» αδελφού. Η αντικειμενοποίηση ή η στείρα επιστημονικοποίηση αγίων γραφών, προσώπων και θεολογικών όρων, χριστοείδειας και χριστοήθειας προκαλεί έριδες και σχίσματα, με τη μονομερή διανοητική άδεια και χωρίς πνευματική ενοειδή εμπειρική ομοήθεια. Ο ιδεολογικός ή ενδεχόμενος ανταγωνισμός για «θεολογική» ηγεμονία και μάλιστα εντός του ιδίου εκκλησιαστικού σώματος μπορεί να προκαλέσει σχάση ακόμη και άτυπη, όταν αδιάπτωτα ο Λόγος της αγάπης σαρκώνεται, σταυρώνεται και ανίσταται «ίνα πάντες εν ώσι». Η γνώση μιας γηγενούς συμβολικής γλώσσας δεν επαρκεί για να αποκαταστήσει την εμπειρία της πνευματικής ενότητας που διασφάλιζε η προβαβελική κοινή γλώσσα του Πνεύματος και η «γλώσσα» της Πεντηκοστής.
Η λειτουργία της ανάμνησης του εμπειρικού θείου Λόγου που διεμβολίζει την ιστορία τελείται με όλα τα συνθετικά στοιχεία του κόσμου που Εκείνος δημιούργησε και πλαστούργησε από το μηδέν. Ο άνθρωπος, όμως, με τη ναρκισσιστική ροπή του διαφαίνεται ότι παίρνει τη θέση Εκείνου για να αυτοαποκληθεί «αυτοδημιούργητος» με αφετηρία το μηδέν, μηδενίζοντας το πριν, κομματιάζοντας, αυθαίρετα, το χρόνο και διακόπτοντας τη συνέχεια. Σύμφωνα με τον Σλάιερμάχερ «ο Χριστιανισμός προέβαλε για πρώτη φορά ως ουσιώδη την απαίτηση να είναι η θρησκευτικότητα στον άνθρωπο ένα συνεχές, και απαξιοί να είναι κανείς ικανοποιημένος ακόμη και με τις ισχυρότερες εκδηλώσεις της, εάν πρόκειται να αναφέρεται και να επικρατεί σε ορισμένες μόνο πλευρές της ζωής»6. Ο άνθρωπος με την αυθαιρεσία του, καταστρέφει ολόκληρο το οικοδόμημα –κληροδότημα- όπου γεννήθηκε και διαδέχθηκε, και χωρίς διάκριση αφαιρεί τα πάντα, ακόμη και τα χειροποίητα έργα, επωνύμων ή ταπεινών ανωνύμων, αποκαλούμενα «κλασικά» για τη διαχρονία τους.
Ο θεολογικός διάλογος έχει διαφορετικές αφετηρίες και ενίοτε κινείται μεταξύ στρουκτουραλισμού και αναγωγικής ετερότητας, μεταξύ αντιπαράθεσης και διαφιλονικούμενης ερμηνευτικής για το πώς και ποιος εκφράζει την αλήθεια. Η αναγωγή στην Αλήθεια, ιστορικά, διαπιστευμένη και εκφρασμένη από τη συνείδηση της εκκλησιαστικής κοινότητας, συνιστά προϋπόθεση και αντίβαρο στο αποδομηστικό πλαίσιο που απωθεί αναγωγές, εμπειρικές της σαρκωμένης αλήθειας και της σταυρώσιμης διακονίας. Η αποδόμηση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής και «θεολογικής» συνύφανσης σημαίνει αποσύνδεση –ξερίζωμα- της καθολικότητας από τις αναγωγές σε εμπειρίες και πρόσωπα που συμβίωναν, συνέπασχαν, συνέχαιραν, δοξολογούσαν, γιόρταζαν και συνεορτάζουν με την Τριαδική ενότητα. Οι προϋποθέσεις παραγωγής «θεολογίας» εκκινούν είτε από την αξιοποίηση δομικών στοιχείων της ανθρώπινης φύσης, καθολικά ή μεμονωμένα και επιμεριστικά, είτε στη σύνθεσή τους με την ιστορική εμπειρία της Εκκλησίας. Ωστόσο, ο θεολογικός στρουκτουραλισμός σε συνδυασμό με τα ιστορικά γεγονότα της Εκκλησίας και τα δρώντα πρόσωπα μπορεί να αποδώσει στην ερμηνεία όρων και εννοιών που αφορούν στη θέαση του θεολογικού «οικοδομήματος».
Οι Πατέρες και η θεολογία της Εκκλησίας
Οι λέξεις και έννοιες θεολογία, Εκκλησία, Χριστιανισμός, Ορθοδοξία είναι αναγωγικές και καταγωγικές ως προς τη χρήση και διαχείριση στοιχείων της ανθρώπινης φύσης. Παραπέμπουν σε ένα νόημα το οποίο διαμορφώνεται από προϋποθέσεις σύστασης και λειτουργίας τους στην ιστορία και τον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Όταν ερευνούμε λέξεις, έννοιες για το βάθος και το νόημά τους επικαλούμαστε την ιστορία, τα πρόσωπα και τον τρόπο που τις διαμόρφωσαν. Όταν μιλάμε για αναγωγή και αναφορά στη γλώσσα το κριτήριο και το σταθερό σημείο είναι το πρόσωπο. Ο χρόνος είναι παρελθόν σε σχέση με ποιόν, για ποιο πρόσωπο μιλάμε κ.ο.κ.7. Επομένως, εκείνο που καθορίζει την Πατερική θεολογία είναι η αναγωγή της στα πρόσωπα και τον τρόπο που τη συνθέτουν. Δηλαδή, μας παραπέμπει στις καταγωγικές της ρίζες (θεία ιδιοσυστασία και Πρόσωπα) με τα οποία διαμορφώνεται μια διαγενεαλογική θεολογία, ηθική και εμπειρία, που λόγω της σύστασής της από τα συγκεκριμένα πρόσωπα χαρακτηρίζεται διαχρονική.
Είναι χρήσιμο να εξεταστεί με ποια μεθοδολογία, επιστημονική, μεταφυσική ή υπερφυσική, προέκυψε ο όρος μετα-πατερική θεολογία ελκόμενος, πιθανά και μετα-νεωτερικά, από άλλους τομείς που δημιούργησαν τους όρους: μεταηθική, μεταβιοηθική, μετανθρωπισμός κ.ά.. Για παράδειγμα, η μεταηθική είναι ένας καινούργιος τομέας που αναλύει το νόημα των όρων και των προτάσεων της ηθικής. Δημιουργήθηκε από την αμφισβήτηση της ισχύος των ηθικών θεωριών που διατυπώθηκαν κατά καιρούς.8 Πολλές φορές η μεταηθική ερμηνεύει έννοιες της ηθικής που πελαγοδρομούν στον ηθικό πλουραλισμό. Η μεταβιοηθική διατυπώνει τη σχέση επιστημονικών θεωριών και φιλοσοφίας της επιστήμης. Ωστόσο, για τον Τζων Ρολς η πρόοδος στην μεταηθική προέρχεται από την πρόοδο στην ουσιαστική ηθική.9 Ο μετανθρωπισμός μεταξύ άλλων πρεσβεύει ότι ο θάνατος αποτελεί απλά την μετάβαση σε επόμενο στάδιο αδιερεύνητης πολυπλοκότητας σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος εξελίσσεται σε μετάνθρωπο. Μία καλή αντιστοίχηση αυτής της αντίληψης είναι το φαινόμενο της μεταμόρφωσης που υφίστανται τα έντομα.
Η Γενεαλογία της ηθικής του Νίτσε αποβλέπει στην αποκατάσταση του ομηρικού-αριστοκρατικού ήθους, που είχε ανατραπεί, προβάλλοντας τον Υπεράνθρωπο.10 Ωστόσο, σημειώνει ότι η δημοκρατική προκατάληψη «εμποδίζει κάθε έρευνα, σχετικά με το πρόβλημα της καταγωγής των ηθικών εννοιών».11 Η Γενεαλογική ηθική του αναγγέλλει τη «μεταξίωση όλων των αξιών». «Οι κανόνες εξακολουθούν να έχουν κάποια αξία στο βαθμό μόνο που χρησιμεύουν ως αντικείμενα “παράβασης” ή “αυθυπέρβασης”». Επίσης, η προσέγγιση της ηθικής με γραμματολογικές προθέσεις (από, μετά) με τις τάσεις απο-δομισμού ή μετα-δομισμού έχει αρκετή εκπροσώπηση. Για παράδειγμα, «όπως ο Χάιντεγκερ, εγκατέλειψε την «ηθική» και στράφηκε προς τη «Θεμελιώδη Οντολογία», έτσι και ο μεταδομισμός αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθειά του να αρθρώσει μια ηθική αντίληψη».12
Ωστόσο, οι μεταδομιστές κληρονόμησαν ένα πνεύμα δυσπιστίας προς τον ορθό λόγο και τη δημοκρατία. Σύμφωνα με τον Wolin η μεταδομιστική κριτική, θεωρείται θεωρητική και αφηρημένη, ενώ η μεταπολιτική αναφέρεται στις δυνάμεις χειραφέτησης του κόσμου και στη σχέση υποκειμένου και εξουσίας-γνώσης. «Οι μεταμοντέρνοι προτιμούν να παραμένουν στο σχετικά ασφαλές πεδίο της “μεταπολιτικής”, δηλαδή στην απόκοσμη χώρα της “θεωρίας”, όπου οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι είναι “εννοιολογικοί” και η πρακτική πολιτική έχει εξαϋλωθεί».13
Η πατερική θεολογία είναι ουσιοκρατική και εμπειρική, είναι αυθεντική επειδή έχει αιώνια ισχύ, είναι χρηστοηθής και εσχατολογική, διάδοχος, οδοδείκτης και προοδευτική για το περιβάλλον των εσχάτων. Στην Πατερική θεολογία η σχέση θεωρητικής και πρακτικής θεολογίας και ηθικής με την αποκάλυψη και σάρκωση του Λόγου ενοποιούνται και ενοποιούν την ανθρώπινη φύση. Στο πρόσωπό Του θεολογία και ηθική αποκαλύπτονται στον κόσμο και ιστορούν διαγενεαλογία σε θεωρητική και εφαρμοσμένη μορφή. Η μεθοδολογική σκέψη των Πατέρων με αξιοποίηση της φιλοσοφίας, επάλληλος της εκπαίδευσης, ήταν συνδυαστική με την παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Με τον ευρύτερο γνωσιοβιωματικό τρόπο προσέγγισης της αιώνιας προσωποποιημένης Αλήθειας, το χριστολογικό δόγμα μπορεί να είναι και σήμερα πηγή διαχρονικών οικουμενικών αξιών που έχουν στενή σχέση με τις επιπτώσεις στις κοινωνικές σχέσεις και στην αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου. Η διανοητική προσέγγιση της θεολογίας αποδομεί τα ουσιαστικά στοιχεία της κοινωνίας, της σχέσης. Η θεολογία της κοινωνίας και της ηθικής αποδομείται όταν κατισχύσουν επιχειρήματα θετικιστικού ή ακαδημαϊκού τύπου. Ο Habermas σημειώνει τη διάσπαση της ηθικής της επικοινωνίας και της καθολικότητας από τη μονομέρεια λειτουργίας του νου στις ανθρώπινες σχέσεις. Σημειώνει ότι, όταν κάποιος εννοεί αυτά που λέει «μπορεί να το επιβεβαιώσει μόνο μέσω της συνέπειας των πράξεών του, όχι μέσω της προβολής επιχειρημάτων».14
Η διανοητική θεολογία ακρωτηριάζει την καθολικότητα και τη σχέση της με την έννοια του προσώπου. Η ευρύτερη και βαθύτερη πνευματικότητα στο πλαίσιο της ευαγγελικής ετερότητας συνεπάγεται ετερότητα και καθολική σύλληψη του Λόγου από την ανθρώπινη υπόσταση. Η πλήρης αποδοχή της ετερότητας του άλλου αντανακλάται στη διαδοχή της σχέσης του Λόγου με τους αποστόλους του Ευαγγελίου και τους Πατέρες. Οι Πατέρες πρώτα μάθαιναν την υιοθεσία τους από το Λόγο και την Εκκλησία και μετά υιοθετούσαν και παιδαγωγούσαν τα μέλη της.
Η Εκκλησία απέδωσε τον όρο Πατέρες σ’ εκείνους που διαδέχθηκαν το καλό άγγελμα της σωτηρίας με τη ζωή τους και έγιναν, ταυτόχρονα, διάδοχοι αυτής της δωρεάς. Οι Απόστολοι με την Πεντηκοστή ευαγγελίζονται την Αλήθεια, τον Χριστό, και οι Πατέρες διαδέχονται την χάρη με τη μέθεξη στο μυστήριο της λύτρωσης, με τη διακονία τους στην Εκκλησία και τη χρηστοήθειά τους. Η ορθόδοξη θεολογία ταυτίζεται με την Πατερική θεολογία, αφού δεν ξεχωρίζει αλλά συμπαράγεται με τη χάρη και την Εκκλησία. Επομένως, η Πατερική θεολογία είναι ενταγμένη σε μια διαγενεαλογική θεολογία που αδιάκοπα διδάσκει ορθόδοξα την εμπειρία της θέωσης και των εσχάτων. Η συγχρονία της θεολογίας στο παρόν οφείλεται στην αέναη πηγή θείων ενεργειών που δρουν καθολικά στον κόσμο χωρίς να τεμαχίζουν το χρόνο.
Η θεολογία δεν εξαρτάται από τον εκσυγχρονισμό του κόσμου, εφόσον ο Θεός ως αιώνιος είναι πάντα παρών και τον «αφήνουμε» να είναι σύγχρονος και συνεργός στην ιστορία. Δεν εμποδίζουμε να συνεργεί και να συνδημιουργεί στον πολιτισμό μας. Η ανθρώπινη θέληση συγχρονίζεται στη θεία, συνάφεια που δεν ετεροχρονίζει ούτε απομονώνει τη βασιλεία του Θεού από το Όλον του ανθρώπου και του κόσμου. Ο Πατέρες χρησιμοποίησαν με αφθονία στοιχεία της ελληνικής φιλοσοφίας, όπως Λόγος, Σοφία, υπόσταση, ουσία, φύση. Είναι πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο μεταμόρφωσαν τις ιδέες. Δεν λαμβάνουν ούτε εκκοσμικεύουν τη χριστιανική διδασκαλία με αξιοποίηση διαφόρων φιλοσοφικών εννοιών και ιδεών. Όμως αυτές οι έννοιες και ιδέες συλ-λαμβάνονται με τη χάρη και μεταμορφώνονται. «Οι Πατέρες μεταβάλλουν αυτές σε έννοιες του Θεού και τελικά τις παρουσιάζουν ως δυνάμεις ή ιδιότητες ή στοιχεία της βουλής του…Τα φιλοσοφήματα δεν κηρύσσουν τον Θεόν, αλλά τον ερευνούν, η χριστιανική θεολογία δεν ερευνά τον Θεόν, αλλά τον κηρύσσει και τον βιώνει, ακόμη και όταν δανείζεται μεθόδους από τα πρώτα»15. Για παράδειγμα, ο Μ. Βασίλειος δεν αναφέρεται στην τραγωδία ή στην κωμωδία, αλλά στην επική ποίηση κυρίως, η οποία υπήρξε η παιδαγωγός των Ελλήνων μέσω του Ομήρου και του Ησιόδου. Αναφέρονται επίσης οι εκπρόσωποι του πεζού λόγου, οι ιστορικοί και οι ρήτορες, αν και οι τελευταίοι εκπροσωπούν κατ’ αυτόν την «περί το ψεύδεσαθαι τέχνην».
Οι έννοιες «συντήρηση» και «εκσυγχρονισμός» δέχονται πολλές ερμηνείες με διαφορετικές αφετηρίες πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές. Ωστόσο, ο όρος «συν-τήρηση» (τήρηση + μαζί) που χρησιμοποιείται με απλουστευτικές διαδικασίες για να αποδοθεί η ιδεολογική ταυτότητα στο χώρο της πολιτικής ή τη θεολογίας θέτει πολλές φορές σε δοκιμασία και κίνδυνο τη βαθειά ανάλυση του. Η Πατερική θεολογία δεν είναι ταυτισμένη με κατηγορίες χρονοτοπικής ψύξεως βιολογικού είδους, εμμένειας σε ιδεολογίες ή προακταλήψεις, αλλά αναφέρεται σε πρότυπα «τήρησης» της ανθρώπινης θέλησης «μαζί» με τη θεία σε μια προοπτική αθανασίας και μετοχής στο άκτιστο –ανέσπερο- φως, που «ενδύει» και μεταμορφώνει την κτιστότητα. Τα πρόσωπα των Πατέρων τηρούν το θέλημα του Θεού, το (συν-τηρούν) μαζί με τον Θεό. Αυτά τα πρόσωπα «συν-τήρησης» του Φωτός συνθέτουν, αποδίδουν το Όλον με θεανθρώπινη συνέργεια, και με την αδιάλειπτη σάρκωση του Λόγου, μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, συγχρονίζουν τον θεοειδή προσανατολισμό τους, δειγματίζουν ήθος και δογματίζουν την πίστη.
Ο Λόγος σαρκώθηκε και αναθεώρησε με το θεωρητικό και πρακτικό βίο τη σκέψη για το σκοπό του ανθρώπου. Η θεωρητικοποίηση και αντικειμενοποίηση του Σταυρού Του παραμένει ακόμη σκάνδαλο για τη λογική, όπως επίσης η νηπτική –πατερική- θεολογία και ο ησυχασμός για ένα μέρος του δυτικού ορθολογισμού. Η συλλογική συνείδηση διαμορφώνεται και τηρεί μαζί με το θεϊκό στάση εγρήγορσης στην πνευματική συνέχεια και ενότητα. Διατηρεί (συν-τηρεί) ριζικά στοιχεία καινότητας ζωής από τη σχέση Εκκλησίας και θεολογίας στη βάση της θεανθρώπινης συνέργειας. Αυτό συνιστά μια παράδοση με δυναμική και όχι απολιθωμένη. Επειδή ανασύρει ιστορικές εμπειρίες, αντλεί στοιχεία που επιτρέπουν την ανασύνθεση, δημιουργεί τρόπους και ρυθμίσεις της συλλογικής ζωής με νοηματική πληρότητα και αποτελεσματικότητα.16
Η χριστιανική ανθρωπολογία, όπως διατυπώνεται στα ευαγγελικά κείμενα και αναπτύσσεται στη θεολογία των Πατέρων, ιδίως της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, αναγορεύει το ανθρώπινο πρόσωπο σε απώτατη κοινωνική αξία ως αυθεντική εικόνα του ίδιου του Θεού. Η χριστιανική ανθρωπολογία με τη σάρκωση του Λόγου αναπτύχθηκε σε αλήθεια με το βίωμα της ένωσης του ανθρώπου με το Θεό και απεκατέστησε την έννοια του προσώπου. Η θεογνωσία και η διδασκαλία της με διανοητικούς όρους, χωρίς το βίωμα θα μείωνε τα λυτρωτικά αγαθά για ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη που απέρρευσαν από τη σάρκωση του Λόγου. Το δόγμα, ως πίστη και δόξα λύτρωσης, εξέφρασε την αλήθεια του προσώπου. Η βίωση και μυστική σάρκωση της αλήθειας σε ολόκληρη την ανθρώπινη υπόσταση αποδυναμώνει το μονισμό της διανοητικής γνώσης ως κυρίαρχο όργανο θεολογικής και παιδαγωγικής εκφοράς ή καθοδήγησης.
Η έννοια του όρου «Πατέρας» για την Εκκλησία αποκαλύπτει τη σχεσιοδυναμική του όρου της θεολογίας με τη διαχρονία του στην ιστορία, της πατρότητας με την υιοθεσία και την παιδαγωγία της ψυχής. Η άσκηση στην ταπείνωση και στην αγάπη, η αγιότητα του βίου των Πατέρων της Εκκλησίας, η έμπνευση από τη συνείδηση της χάριτος και της θείας πατρότητας, οδήγησε τη γραφίδα τους για να διδάξουν, να δογματίσουν και να θεολογήσουν το αιώνια παρόν. Η θεολογία τους ήταν συνέπεια θεωρίας και πράξης, χαριτόβρυτης ζωής. Η θεολογία ήταν ταυτόσημη με την θεοπτία. Δεν υπήρχε διαχωρισμός της διανοητικής από τη βιωματική ερμηνεία της έννοιας «θεολογία». Επομένως, όταν λέμε Πατερική θεολογία πρέπει να εννοούμε και τους όρους που την καθιέρωσαν και τα πρόσωπα που την παρήγαγαν και την εκφράζουν. Ωστόσο, «τα πρότυπα “πατρότητας” που έμμεσα είχαν την έμπνευσή τους στην έννοια της πατρότητας του Θεού, στην εξελικτική πορεία των κοινωνιών από τη θρησκευτική προς τη βιομηχανική αντικαθίστανται από τα πρότυπα της δικαιωματικής και λογικά αυταπόδεικτης από τα πράγματα ριζοσπαστικής “υιότητας” ως νέας μορφής κοινωνικής οργάνωσης».17
Χρειάζεται να κατανοήσουμε τους όρους που προσδιόριζαν την πνευματική ζωή και το περιεχόμενό της. Στους λόγους των Πατέρων ενσωματώνεται η επαγγελία του Λόγου. Η επιτέλεση του ενεργήματος μιας υπόσχεσης έχει σχέση με την υποχρέωση του γράφοντος ή του ομιλητή να καταγράψει την πνευματική ανάληψη, εκ μέρους του, μιας πνευματικής δέσμευσης.18 Οι Πατέρες με τη ζωή τους δεσμεύθηκαν από την κλήση τους και την επαγγελία της καινούργιας διαθήκης στη σχέση του Λόγου με τους ανθρώπους. Δεσμεύθηκαν στην επαγγελία (υπόσχεση) μιας θεόσδοτης αποστολής, γιατί ελευθερώθηκαν από τη ματαιότητα, για να σαρκώσουν το Λόγο που μεταμορφώνει και ανακαινίζει. Η αποστολή τους δεν ήταν ατομικό βιοποριστικό επάγγελμα αλλά «λειτουργία», απόκριση στην επαγγελία, στην υπόσχεση για «κουλτούρα ψυχής» και προσδοκία των μελλόντων αγαθών. Οι προπάτορες ευλογήθηκαν από τον Θεό, προήγαγαν την επαγγελία της λύτρωσης με την υπακοή τους στο θείο θέλημα και οι Πατέρες ευαγγελίστηκαν την καινούργια επαγγελία με συνείδηση της χάριτος.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: ποιες είναι οι προθέσεις και προϋποθέσεις που άλλαξαν για την Εκκλησία ώστε να χρησιμοποιηθούν γραμματικές –γλωσσολογικές- προθέσεις και να χαρακτηρίσουν μια θεολογία «μετά-πατερική»; Οι γραμματικολογικές προθέσεις, ενίοτε, που χρησιμοποιούμε, εκπορεύονται από επιδράσεις ή προθέσεις, μετα-τροπές ή ανα-τροπές που συμβαίνουν στον ατομικό και κοινωνικοπολιτικό βίο. Η προσαρμογή της Εκκλησίας στο κοσμικό φρόνημα (εκκοσμίκευση) σημαίνει αλλοίωση και των προϋποθέσεων που καθιέρωσαν την Πατερική θεολογία και την πνευματική υιοθεσία στο Εκκλησιαστικό Σώμα. Η άσκηση και τα έργα της αρετής, η κοινότητα βίου, η κάθαρση της ψυχής, η μετάνοια, ο φωτισμός, η συνείδηση της χάριτος, ο ενοπτρισμός για αυτογνωσία, η διδασκαλία και μετάδοση του θείου Λόγου, ο ευαγγελισμός της Αλήθειας, η μυσταγωγία και λατρεία συνιστούσαν προϋποθέσεις θεώσεως, ήταν θεολογία σαρκωμένης και βιωμένης αλήθειας, ήταν τα κριτήρια σύστασης της Πατερικής θεολογίας. Οι Πατέρες συγ-γράφουν μαζί με το θησαυρό του Αγίου Πνεύματος για αιώνιες αλήθειες (ομοείδεια του ανθρωπίνου γένους, καθολικότητα, θεία πρόνοια κ.ά.). Δεν απαντούν με ατομικά κριτήρια στην προσκαιρότητα, στο εφήμερο, δεν συμβιβάζονται με το παρόν αλλά το ερμηνεύουν με το θείο και το υπερβαίνουν. Γι’ αυτό τα έργα τους αποτελούν τροφή αδαπάνητη στο χρόνο και για κάθε άνθρωπο. Ο λόγος τους δεν είναι παρωχημένος και δεν παρέρχεται, όπως ο μονοθεληματικά ανθρώπινος, αλλά παραμένει διαχρονικός επειδή είναι ποίημα και ενέργημα της ανάμνησης και βίωσης του Λόγου, είναι «μνημόνιο» θεοπτίας και μνημόσυνο αιώνιο.
Η Πατερική θεολογία χαρακτηρίζει ένα τρόπο ζωής που διαμορφωνόταν και παράλληλα διαμόρφωνε πρόσωπα αγίων. Για παράδειγμα, η μετάνοια ως προς τον τρόπο και το χρόνο πραγματώνεται με αναγωγή σε μια διαγενεαλογική ηθική που για τον αριστοτελισμό αφορούσε μια αναζητούμενη δοξολογική καταγωγική αρχή, ενώ για τον Χριστιανισμό μια διαγενεαλογία προσώπων αγιοπνευματικής εμπειρίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δικαιολογούσαν την πνευματική τους ταυτότητα με τον βίο τους. Ο βίος τους είχε ως βάση την δικαιολογητική αρχή των ενεργειών τους, που ήταν ο Τριαδικός Θεός. Το μέτρο του βίου και της αρετής δεν ήταν η απρόσωπη μεσότητα αλλά το πρόσωπο του Χριστού στο οποίο αποκαλύφθηκε η Αλήθεια. Όταν λέμε μεταχριστιανική ή μεταπατερική εποχή σαν να ακούγεται ότι τα διαγενεαλογικά πρότυπα απομακρύνονται όσο και η διαχρονικότητά τους από την αδιάλειπτη σχέση τους με τον Θεό και το εορτολόγιο της Εκκλησίας.
Με την παγκοσμιοποίηση, την υποκρισία, τη λεηλασία της σκέψης και του συναισθήματος, με τον αγνωστικισμό και την αθεΐα εφευρέθηκε ως όρος συμβατικός με το αυτονομημένο πνεύμα του κόσμου και τη στατιστική μέθοδο η «μεταχριστιανική» εποχή»19. Η οντολογία της θεολογίας, οι “κλητοί” και οι “εκλεκτοί” χαρακτηρίζουν τα πλαίσια της καθολικότητας του χριστιανισμού κάθε εποχής. Το “λείμμα” και το “λήμμα”, ως έννοιες δομικής και θεολογικής ανάλυσης, προνοιακές για την ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου, του ενδεχόμενου και της Εκκλησίας ποτέ δεν ήταν έννοιες για διαχείριση στατιστικών αποτίμησης της θεολογίας της χάριτος και της ευλευθερίας σε πλειοψηφικούς αριθμούς. Σήμερα, δεν είναι ουτοπία ότι η διαρκής κοινωνία των Πατέρων με τον Θεό και τους πιστούς μαρτυρείται στα κείμενα της θεολογίας της Εκκλησίας και στις ευχαριστιακές συνάξεις, όπου συνεχίζουν να συμμετέχουν και να πρεσβεύουν για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Η ενότητα της διαγενεαλογικής θεολογίας και η συμβολή των Πατέρων
Η θεολογία στην πρώιμη Εκκλησία και η σχέση της με την Πατερική Παράδοση στηρίζονται σε μια τριπλή ενότητα: τη Σύναξη, την Ευχαριστία και την Εκκλησία. Η Πατερική Παράδοση με τη δυτικίζουσα θεολογία αποσχίστηκε όσο και οι άλλες θεόσδοτες πραγματικότητες, που ήταν ενωμένες και συνιστούσαν την Μία, Αγία και Καθολική Εκκλησία, από την κοινωνία μεταξύ τους. Ο σχολαστικισμός διάσπασε την τριπλή ενότητα (Σύναξη, Ευχαριστία, Εκκλησία) που συνιστούσε την φυτουργία της πίστης και της ζωής. Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν θεολόγος, Ρώσος της διασποράς, σημειώνει σχετικά για τη διαρραγείσα τριπλή ενότητα με τη θεολογία και την Πατερική Παράδοση: «Η αυτονόητη τριπλή ενότητα για την πρώιμη Εκκλησία έπαψε να είναι αυτονόητη για τη σύγχρονη εκκλησιαστική συνείδηση. Σ’ αυτή τη θεολογία, που έχει καθιερωθεί να ονομάζεται “ακαδημαϊκή“ και η οποία, μετά τη διακοπή της Πατερικής Παράδοσης, γεννήθηκε κυρίως από τη δυτική κατανόηση τόσο της μεθόδου, όσο και της ίδιας της φύσης της θεολογίας, δεν γίνεται καθόλου λόγος για τη σχέση Σύναξης, Ευχαριστίας και Εκκλησίας»20. Η παλιά αλληλοεξάρτηση Ευχαριστίας και Εκκλησίας φάνηκε σαν κομματιασμένη προέκταση της νέας κατανόησης των μυστηρίων που εισήλθε στην Εκκλησία μετά τη διακοπή της πατερικής παράδοσης.21
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η μετα-πατερική «θεολογία» μπορεί να είναι προϊόν κρίσης της θεολογικής σκέψης από το συσχηματισμό της με τον κόσμο, εφόσον διασπά το καθολικό μυστήριο της θεώσεως, που είναι θεμελιωμένο στη διαγενεαλογία του λείμματος και την Πεντηκοστή. Συνιστά τεμαχισμό στην ενότητα της θεολογίας ο διαχωρισμός του επιστημονικού τρόπου ανάγνωσης από τον εμπειρικό τρόπο θέωσης. Ωστόσο, η σύνδεση του νου με την ψυχή –το θησαυρό της ανθρώπινης υπόστασης-, της λογικής με τη χάρη προσομοιάζει με το μυστήριο της θεανθρώπινης σχέσης, όπου τελετουργείται η συνάντηση της αιωνιότητας με την πραγματικότητα, της σάρκωσης του «αεί», ως Λόγου, με το τώρα της ανθρώπινης ενέργειας. Είναι προβληματική η θεμελίωση μιας νέας θεολογίας, ακαδημαϊκού τύπου, που διαμορφώνει ένα δικό της πλαίσιο αναφοράς διαφορετικό και αποδομιστικό της διαχρονικής και αλληλοδιάδοχης εμπειρικής χριστοήθειας που καθρεφτίζεται στα πρόσωπα των Πατέρων της Εκκλησίας και των αγίων. Ο ίδιος θεολόγος, π. Σμέμαν, φανερώνει την προσφορά της Πατερικής Θεολογίας, ως ερμηνευτικής της Ευχαριστίας, στη διακονία της Εκκλησίας και της καθολικότητας, γράφοντας ότι: «Οι Πατέρες ερμήνευαν την Ευχαριστία και σαν αποκάλυψη και σαν εκπλήρωση αυτού του καθολικού μυστηρίου του “αγνώστου τοις αγγέλοις”, αλλά σε μας, το νέο λαό του Θεού, φανερωμένο σ’ όλο το πλήρωμα της Χάριτος»22.
Ακόμη και σύγχρονοι φιλόσοφοι της Δύσης μαρτυρούν για τη διαφύλαξη του ευαγγελικού ιδεώδους και του προσανατολισμού από ασκητές, ανθρώπους αγραμμάτους στην πρώτη κοινότητα αναχωρητών της Εκκλησίας. Ο Lenoir, σύγχρονος φιλόσοφος, σημειώνει τα κριτήρια της θεολογίας επικαλούμενος μαρτυρία του ιερού Αυγουστίνου. Ο ιερός Αυγουστίνος, σχολιάζοντας την εμπειρία του Μεγάλου Αντωνίου σημειώνει: «Άνθρωποι αγράμματοι ορθώνουν ανάστημα και κατακτούν τη βασιλεία των ουρανών κι εμείς με όλη την άψυχη επιστημοσύνη μας κυλιόμαστε ακόμη σ’ αυτό το βούρκο από σάρκα και αίμα»23.
Οι προθέσεις μετά, πριν, νέα δηλώνουν χρονικά όρια και τοποθετούν, τροπικά και χρονικά, γεγονότα και καταστάσεις της ιστορίας που ο άνθρωπος είναι συνδιαμορφωτής και ερμηνευτής προηγούμενων εννοιών. Η θεολογία με Θεό δεν υποκύπτει στις κατηγορίες του χωροχρόνου ούτε τεμαχίζεται απ’ αυτές, αλλά η Τριαδολογία την ενοποιεί. Η διάκριση της ιστορίας σε εποχή προ Χριστού και μετά Χριστόν ορίστηκε από το «προαιώνιο» πρόσωπό Του που εισήλθε στον κόσμο, δειγμάτισε τρόπο αυθεντικής ζωής που τον διαδέχθηκαν οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Ο χαρακτηρισμός Πατερική θεολογία αποδίδει την ετερότητα της ακτίστου χάριτος με τα πρόσωπα τα οποία αγιάζει, χαριτώνει και τους δίνει τη δωρεά να θεολογούν. Χρειάζεται η υπενθύμιση ότι οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης μιλούσαν εξ ονόματος του Θεού προς τον Ισραηλιτικό λαό με τη φράση «τάδε λέγει Κύριος». Και οι Πατέρες της Εκκλησίας με ταπείνωση και αγάπη στο θέλημα του Θεού δεν κατέγραφαν με αυτονομία σκέψης τα μυστήριά Του, αλλά με την εμπειρία της χάριτος και την ταπείνωση. Αισθάνονται τον εαυτό τους «γη» και «σποδό» και αυτοκατακρίνονται από ταπείνωση για να θεολογήσουν, αποφεύγοντας την α-θεολογία του ναρκισσιστικού και αυτοδημιουργικού «πνεύματος». Μια αυτόνομη «θεολογική» σκέψη μέσα στη δίνη ακόμη και στη σύγχυση των ανθρωποκεντρικών εννοιών της νεωτερικότητας ή της μετανεωτερικότητας θα ανέτρεπε τα κριτήρια της κλήσης και κλίσης των Πατέρων. Τα ερείσματα της Παιδαγωγικής Θεολογίας προέρχονται από την ερμηνεία και την ποιότητα της σχέσης «πατρότητας» και «υιοθεσίας». Το «μυστήριο» της υπακοής αξίωσε τους Πατέρες με το δώρημα της θεουργικής πατρότητας για να κατευθύνουν με χάρη τις ψυχές.
Η Πατερική θεολογία εφόσον παράχθηκε με θεανθρώπινη συνέργεια, σύμπραξη ακτίστων και κτιστών ενεργειών, είναι εσχατολογική. Στη θεολογία της Εκκλησίας ο ιστορικός ρεαλισμός λαμβάνεται υπόψη στην παραγωγή θεολογίας, αλλά δεν την καθορίζει, αφού ο Χριστός υπέρκειται του χρόνου, ως πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Ο Χριστός μίλησε με παραβολές, μετείχε στο ρεαλισμό της εποχής για να φανερώσει την αλήθεια και να τον μετασχηματίσει. Η θεολογία δεν αλλοιώνεται από τον ιστορικό ρεαλισμό αλλά ο ρεαλισμός φωτίζεται, κρίνεται από τη σχέση του με τα έσχατα, από τη συνάντηση κτιστού και ακτίστου. Αν τα κριτήρια, που εμφανίζουν την μετα-πατερική θεολογία, αμφισβητούν την καθολικότητα και τη διαχρονική συνάφεια πατερικότητας και θεολογίας, νου και χάρης, τότε μπορεί να προκύψει ένα επάλληλο είδος της μετα-πατερικής θεολογίας: η μετα-θεολογία.
Ο Ν. Μπερντιάγεφ κάνει μια διάκριση των όρων εξέλιξη και πρόοδος για να διακρίνει τη νατουραλιστική από τη χριστιανική προοπτική και ελπίδα. Δηλαδή, οι έννοιες αυτές μπορούν να αντιπαρατεθούν με την κυκλική ή την ευθύγραμμη πορεία της ιστορίας. Η εξέλιξη είναι όρος νατουραλιστικός, ενώ η πρόοδος ανήκει στην πνευματική κατηγορία. Η εξέλιξη ανήκει στο σύστημα της αντικειμενοποίησης και είναι αιτιοκρατικά προσδιορισμένη. Η πρόοδος κινείται υψηλότερα από τη φυσική διαδικασία της αλλαγής ή τις «φυσικές» επιλογές. «Η ιδέα της προόδου είναι χριστιανικής καταγωγής και γεννήθηκε από τη χριστιανική μεσσιανική ελπίδα, κατά την προσδοκία της βασιλείας του Θεού ως η αποκορύφωση της ιστορίας, και υπάρχει σ’ αυτήν ένα εσχατολογικό κίνητρο».24
Οι Πατέρες - τα διαγενεαλογικά «έσοπτρα»
Η μετα-πατερική θεολογία είναι συνθετικός νεολογισμός, που εξαρτάται από διάφορες αφορμές και αίτια που προκάλεσαν την εμφάνιση και σύνταξή του. Η μυσταγωγός και τροφός Εκκλησία που αποδίδει τους όρους θεολόγος και Πατέρας στο θεανθρώπινο σώμα Της αναγνωρίζει με τη θεία χάρη εκείνα τα πρόσωπα που αυθεντικά μαρτύρησαν για την αποκεκαλυμμένη Αλήθεια και την ερμήνευσαν. Η Πατερική θεολογία μαρτυρεί την Αλήθεια με το διαπίστευμα της ζωής της χάριτος. Ο συσχετισμός των όρων Εκκλησία, Αλήθεια, χάρη, αγιότητα, Πατέρες είναι καθοριστικός για την προσέγγιση του όρου μετα-πατερική θεολογία. Αναβίωση, ανάμνηση, αναστοχασμός για τη θεολογία είναι όροι που δηλώνουν αναγωγή του Όλου της ύπαρξης στον «ακρογωνιαίο λίθο» της. Η Βιβλική θεολογία είναι ορφανή χωρίς την ερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι μέρος ελλειπτικό του όλου, της καθολικότητας, που το Άγιο Πνεύμα συνθέτει στην ιστορία της Εκκλησίας. Η θεολογία των Πατέρων δομεί τη θεολογία του προσώπου στο οικοδόμημα της Εκκλησίας. Πρόκειται για κλασική γραμμή ανάγνωσης της ουσίας της θεολογίας, όπως συμβαίνει και με την κλασική μουσική. Η κλασική μουσική, με τους εκπροσώπους της, διαθέτει απαράλλακτα κριτήρια δομής που την κάνουν διαχρονική, όπως είναι: οι λιτές γραμμές, η συμμετρία, η σταθερή φόρμα, η αρμονία. Αυτά δεν ανατράπηκαν από κάποια καινούργια για να διαμορφώσουν μια «μετα-κλασική μουσική» και να αλλοιώσουν τη διαχρονία και τη δυναμική της.
Η Εκκλησία πάντα καλείται από το Άγιο Πνεύμα για να τιμήσει με αυτόν τον τίτλο (Πατέρες) τα θεοφόρα και αγιασμένα πρόσωπα στη συνείδηση των πιστών της. Η Εκκλησία στην ιστορική διαδρομή της είναι φειδωλή στην απόδοση των όρων «Πατέρας» και «θεολόγος». Συγκεκριμένα σ’ ένα μόνο πρόσωπο έχει αποδώσει τον χαρακτηρισμό «νέος θεολόγος», δηλαδή στον Άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, απαντώντας ταυτόχρονα και στην ουσία και τις προϋποθέσεις ή αναγωγικές καταβολές του όρου θεολογία, ταυτισμένου με τη «θεοπτία», την κάθαρση και την προσευχή. Ο μοντερνισμός αποτελούσε ρεύμα κάθε εποχής, αφού ο άνθρωπος είναι ο ίδιος στα δομικά του συστατικά και τις ροπές της φύσης του. Ο Υιός και Λόγος του Θεού, όμως, με το λειτουργικό ενεστώτα «σαρκούται», επαναστατικοποιεί τον έσω άνθρωπο και ορίζει με τη θεανθρωπότητά του τα κριτήρια αυτογνωσίας και τα χαρακτηριστικά της προόδου κάθε ανθρώπινου βίου, εφόσον ο Ίδιος «προέκοπτε ηλικία και χάριτι». Ο Άγιος Συμεών, ριζοσπάστης για την εποχή του, συνιστά διαγενεαλογικό και θεολογικοπατερικό πρόσωπο συνάμα προφητικό που κρίνει το διαχρονικό αθεϊσμό με κριτήρια το Χριστό και τη χάρη διαβλέποντας νεοπαγανισμό, αθεΐα, ημιπιστία ή απιστία ακόμη και στον τρόπο ζωής των ίδιων των χριστιανών.25
Η μετα-πατερική «θεολογία» κρίνεται στην ταυτότητά της όταν αγωνίζεται με «αυτοαναφορικότητες» να συλλάβει και να αποδώσει το θείο θεωρητικά και ιδεολογικά. Η χρήση του όρου συμφύρεται και διαπλέκεται με την κριτική που γίνεται στη νεωτερικότητα, τη μετανεωτερικότητα και την εκκοσμικευμένη αντίληψη περί θεολογίας και Εκκλησίας. Η αποδόμηση βασικών αρχών φανέρωσης του θείου, της αγιοπνευματικής Πατερικής θεολογίας γεννά τα διάφορα υποκατάστατά τους που συγχέουν το θείο με το ανθρώπινο. Στην ιστορία τα πρόσωπα εδραιώνουν πεποιθήσεις και ιδέες και όχι η πρόταξη ανεμπειρικών και απνευμάτιστων ή αποπνευματικοποιημένων ιδεολογιών, ερήμην του φωταγωγικού Πνεύματος της Εκκλησίας. Η ερμηνεία των Πατέρων χωρίς τους ίδιους τους Πατέρες και τη χάρη τους, η οποία είναι στοιχείο ενότητας και καθολικότητας, είναι διανοητικός μονοθελητισμός.
Η βιωματικότητα και η εμπειρία από την ορθόδοξη πνευματικότητα που συνίσταται στη γνώση των Γραφών, την κάθαρση της ψυχής, τη μετάνοια, την προσευχή, το φωτισμό και τη μέθεξη στα μυστήρια της χάριτος δίνει πιστότητα, ποιότητα, και διαχρονία στους λόγους και στα κείμενα των Πατέρων. Γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκαν Πατέρες και εορτάζονται από την Εκκλησία ως «ακαθαίρετοι πύργοι», «πάγχρυσα στόματα του Λόγου», «μυρίπνοα άνθη του παραδείσου», «καυχήματα» τοπικών παραδόσεων που δογμάτισαν όρους πίστης, δειγμάτισαν ήθος και τρόπο ζωής, χριστομίμητης παιδείας, διασπώντας τις ετικέτες φυσιοκρατικής ή ιδεοκρατικής εκτίμησης του θείου με ημερομηνία λήξης. Είναι τα διαγενεαλογικά έσοπτρα αυτογνωσίας και ήθους. Σήμερα, τα έσοπτρα αυθεντικού βίου έσπασαν από επιλεκτική μνήμη ή «ιδιωτική οδό» που η συνθετική σκέψη του Ελύτη θα ονόμαζε ιδιωτική οδό θεολογίας. Χρήζει ιδιαίτερης έρευνας η αυτόβουλη ενέργεια της αποκαθήλωσης «συμβόλων» και «εικόνων» της Παράδοσης, που είναι αντανακλάσεις θείων ενεργειών, συνθετικές προσωπικής και κοινωνικής βιωματικής θεολογίας. Η Πατερική θεολογία δεν «σταυλίζεται» γιατί οι Πατέρες αυλίστηκαν και θεολόγησαν «έν αυλαίς οίκου Κυρίου ημών». Πάντα προβάλλει διαχρονικά κριτήρια και προϋποθέσεις για το «θεολογείν».
Ο αποχωρισμός του βιώματος από τη θεωρία δημιουργεί αποσυντονισμό στη σχέση ήθους με το συναξάρι της Εκκλησίας, που είναι αγωγή διαγενεαλογικής ηθικής και θεολογίας για τους πιστούς της. Η διαγενεαλογική θεολογία υπερβαίνει την επιστημονική ερμηνεία για τη διάκριση πνευματικού και υλικού κόσμου, γνώσης και θεολογίας του ήθους.26 Στη βιωμένη θεολογία οι προσευχές μας ενώνονται με τις προσευχές των Πατέρων. Η «θριαμβεύουσα» θεολογία και Εκκλησία κοινωνεί με τη στρατευομένη, ως σύναψη και σύναξη. Ο π. Σμέμαν σημειώνει: «Το βασικό ελάττωμα της ακαδημαϊκής θεολογίας βρίσκεται στο ότι στην ερμηνεία της, των μυστηρίων, δεν ξεκινά από το ζωντανό βίωμα της Εκκλησίας, ούτε από τη συγκεκριμένη λειτουργική παράδοση, όπως διατηρείται στην Εκκλησία, αλλά από υποκειμενικές a priori και αφηρημένες κατατάξεις και ορισμούς που δεν συμφωνούν εντελώς με την πραγματικότητα της εκκλησιαστικής ζωής»27.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας παρέδωσαν τα κριτήρια της πνευματικής ζωής, ουσιαστικά, με την εσχατολογική της διάσταση. Είναι σύγχρονοι και διαχρονικοί στην ουσία τής θεολογίας τους γιατί είναι εσχατολογικοί. Απαντούσαν στα προβλήματα της εποχής τους με κριτήριο τη βιούμενη θεανθρώπινη σχέση, με τον διαγενεαλογικά και μυστηριακά σαρκούμενο Λόγο στον άνθρωπο και στην κοινότητα. Η «σύγχρονη» θεολογία, ως απάντηση στα σύγχρονα προβλήματα, με όποιους νεολογισμούς και αν χαρακτηριστεί, χωρίς τις καταγωγικές της ρίζες είναι διχαστική στον τρόπο, στο εκκλησιαστικό βίωμα και στο χρόνο. Δημιουργεί πρόβλημα η παραγωγή «θεολογικού» υλικού με τη διάσπαση θεολογίας και Εκκλησίας ή του «σχίσματος» της θεωρητικής –διανοητικής- θεολογίας από τη σχέση της με την εμπειρία της χάριτος. Η ενότητα όλων των μερών της θεολογίας τα οποία διασπάστηκαν ακολουθώντας τις επιστημονικές επιδόσεις της νεωτερικότητας αναζητείται εκ των κάτω και από τον εκκοσμικευμένο τρόπο ερμηνείας της θεολογίας. Τα μέρη της θεολογίας που απαρτίζουν ενότητα με την Εκκλησία της χάριτος αναλύονται ακαδημαϊκά, ενώ οι Πατέρες την αναζητούσαν εκ των άνω. Σύμφωνα με τον π. Σμέμαν ο κυριότερος και τρομερότερος πειρασμός που δηλητηριάζει τη σύγχρονη εκκλησιαστική συνείδηση, είναι «η υποκατάσταση της ενότητας εκ των άνω από την ενότητα εκ των κάτω»28.
Ο εκκοσμικευμένος τρόπος ερμηνείας της Βίβλου και της Παράδοσης δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Οι αιρέσεις ερμήνευσαν με ατομική βούληση και με τη λογική του κόσμου την Αλήθεια της πίστης και της θεοφάνειας. Η Πατερική ερμηνεία της Βίβλου ήταν καρπός πνευματικής ζωής με την άνωθεν σοφία και φώτιση. Σήμερα, η αμφισβήτηση της Πατερικής σοφίας συνεπάγεται αμφισβήτηση και του τρόπου θεώσεως δια της χάριτος, γεγονός που διχάζει στην προσέγγιση του όρου θεολογία και χριστιανισμός. Ο Paul Evdokimof, ορθόδοξος θεολόγος που πρόβαλε στη Δύση το πνεύμα της Ορθοδοξίας γράφει: «Στην αντίθεση μεταξύ των διαφόρων ομολογιών προστίθεται σήμερα η εσωτερική διαίρεση με κέντρο τον εκκοσμικευμένο χριστιανισμό, το Χριστό μέσα σ’ ένα κόσμο χωρίς Θεό, το Χριστό χωρίς Θεό, τέλος την εκλογή υπέρ ή κατά του Θεού. Αυτό που μειώνει τους αρχηγούς της τάξεως αυτής της “μοντέρνας θεολογίας” είναι η απουσία της τριαδικής θεολογίας και της αναφοράς στους Πατέρες: ακολουθώντας τον κόσμο, καταλήγομε στην εκκοσμίκευση της Βίβλου και της Παραδόσεως»29.
Ο Eliade θεωρεί ότι ο μυστικισμός σε κάθε θρησκεία εκφράζει τη γνησιότητα και την καθαρότητά της. Ο π. Γεώργιος Μεταληνός σημειώνει ότι «η ησυχαστική πράξη είναι η λυδία λίθος για την αναγνώριση της αυθεντικής χριστιανικότητος… Τα κείμενα, ως γνωστόν, στην Ορθοδοξία, την αυθεντική χριστιανικότητα, ακολουθούν την πράξη και την περιγράφουν, αλλά ποτέ δεν την υποκαθιστούν. Οι “διάδοχοι“ του αγίου Γρηγορίου Παλαμά δεν βρίσκονται στην ακαδημαϊκή θεολογία, αλλά στην ασκητική συνέχειά του».30 Η πνευματική ζωή είναι διαδεκτή και ενιαιοποιεί το χρόνο και τους ανθρώπους γιατί οι αρμοί της, η άσκηση στις αρετές και στην προσευχή, στη θεωρητική και πρακτική ζωή συναρμόζονται από την αδιαίρετη και ενωτική θεία χάρη. Ο π. Ιωάννης Meyendorff καταγράφει για τη συνέχεια της Πατερικής θεολογίας, ως κληρονομιάς, τα εξής: «Η μεταγενέστερη βυζαντινή πνευματική ζωή δέχτηκε από τους πατέρες μια κληρονομιά όπου θεολογία και προσευχή δεν αποτελούνε δύο ανεξάρτητες περιοχές, αλλά ενοποιούνται στην πράξη ως μια θεωρητική ζωή προσιτή για κάθε χριστιανό, σ’ οποιοδήποτε πολιτιστικό ή διανοητικό επίπεδο κι αν ανήκει»31.
1 Δημοσίευση στο Συλλογικό Τόμο: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ, Θεολογική επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου, τόμος ΙΖ΄, Λάρνακα 2011, σσ. 116-140..
2 Παπαδόπουλος Αντώνιος, Θεολογική Γνωσιολογία κατά τους Νηπτικούς Πατέρας, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 15.
3 Πρωτ. Ρωμανίδης Ιωάννης, Πατερική Θεολογία, εκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 114.
4 Dilthey Wilbelm, Η γένεση της ερμηνευτικής, εισαγωγή-μετάφραση Δημήτρης Υφαντής, εκδ. Ροές, Αθήνα 2010, σσ. 12-13.
5 Sou la direction de Natalie Depraz et Jean-Francois Marquet, La gnose, une question philosophique, Serf, Paris 2000, p. 76-77.
6 Friedrich Schleiermacher, Για τη Θρησκεία, μτφρ. Κωνσταντίνος Ανδρουλιδάκης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1997, σ. 191.
7 Νανόπουλος Δημήτρης – Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Από την κοσμογονία στη γλωσσογονία, 20102, σ. 111.
8 Πελεγρίνης Θεοδόσης, Ιατρική Ηθική, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009, σ. 37.
9 Ρολς Τζων, Στόχοι και μέθοδοι (του Λέιφ Βέναρ), www.solon.org.gr/indexphp, 2/12/2010.
10 Wolin Richard, Η γοητεία του ανορθολογισμού, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2007, σ. 95.
11 Νίτσε, Γενεαλογία της ηθικής, μτφρ. Άρης Δικταίος, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα , σ. 26.
12 Ό.π., Wolin R., σ. 274.
13 Ό.π., Wolin, R., σ. 45.
14 Habermas Jurgen, Η ηθική της Επικοινωνίας: Ηθική του διαλόγου – Σημειώσεις για ένα πρόγραμμα θεμελίωσης, μτφρ. Κωνσταντίνος Καβουλάκος, Αθήνα 1997, σ. 71.
15 Χρήστου Κ. Παναγιώτης, Ελληνική Πατρολογία, τομ. Α΄ εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 111.
16 Αντωνοπούλου Μαρία, «Ιστορική συνείδηση και εθνική ταυτότητα, Έθνος και πολιτισμός», Παράδοση και εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα του 21ου Αιώνα, Εταιρεία Παιδείας και πολιτισμού εντελέχεια-Εκπαιδευτήρια Γείτονα, Ταξιδευτής, σ. 80.
17 Νησιώτης Ν., Από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2004, σ. 146.
18 Austin J., Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις, μτφρ. Αλέξανδρος Μπίστης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2003, σ. 29,
19 Gascoigne Bamper, Συνοπτική ιστορία του Χριστιανισμού, μετάφραση Μαρίας Τσάτσου, εδκ. Ενάλιος, Αθήνα 2008, σ. 310.
20 Σμέμαν Αλέξανδρος, Ευχαριστία, Ακρίτας, Αθήνα 1987,13-14.
21 Ό.π., Σμέμαν Α., σ. 227.
22 Ό.π., Σμέμαν Α., σ. 229. Για τη διάσπαση αυτή ο π. Σμέμαν σημειώνει τα εξής: «…μέχρι τη δυτική γοητεία της, η Ορθόδοξη Ανατολή δεν ξεχώριζε το μυστήριο σε ιδιαίτερο “αντικείμενο” μελέτης και καθορισμού, ούτε το απομόνωνε σε κάποια θεολογική πραγματεία…».
23 Frederic Lenoir, Ο Χριστός φιλόσοφος, μτφρ. Αιμίλιος Βαλασιάδης, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2010, σ. 157.
24 Μπερντιάγεφ Νικόλαος, Δοκίμιο Εσχατολογικής Μεταφυσικής, μτφρ. Χρήστος Μαλεβίτσης, IMAGO, Αθήνα 1984, σσ. 274-275.
25 Sources Chretiennes, Ύμνος 28, 24-34, τ. 174, Paris 1971, σ. 296. Πρβλ. Πορτελάνος Σταμάτης, Η πνευματική τελείωση του ανθρώπου-Στάδια πνευματικών μεθηλικιώσεων κατά τον Άγιος Συμεών το Νέο Θεολόγο, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 233-234.
26 Πορτελάνος Σταμάτης, Διαπολιτισμική και διαθεματική Διδακτική στο μάθημα των Θρησκευτικών – Διαγενεαλογική θεολογία και διακουλτουραλισμός, Έννοια, Αθήνα 2010, σ. 290.
27 Ό.π., Σμέμαν σ. 15.
28 Ό.π., Σμέμαν, σ. 161.
29 Evdokimof Paul, Το Άγιο Πνεύμα στην Ορθόδοξη Παράδοση, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 18.
30 Πρωτ. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Φώτα και Φως, εκδ. Άθως, Αθήνα 2001, σ. 63.
31 Meyendorff Jean, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εκδ. Ακρίτας, μτφρ. Ελ. Μάϊνας, Αθήνα 19892, σ. 61.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου