1. Εἰσαγωγικὰ
Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ καὶ ἡ σημασία τοῦ θέματος περὶ τῶν θεωρουμένων ὡς Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη σήμερα, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς προκλήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Καὶ ἡ μὲν Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 879, ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, ἡ ὁποία ἀπέρριψε τὴν αἵρεσι τοῦ Filioque καὶ περιέστειλε τὴν παπικὴ ἐπεκτατικότητα, ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς τὴν Η’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως σὺν τοῖς ἄλλοις ἀπέδειξε καὶ ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανός, καὶ παλαιότερα1 καὶ διὰ τῆς προηγηθείσης Εἰσηγήσεώς του.
Ὡς ὀργανικὴ δὲ συνέχεια τούτου, εἶναι ἀναγκαία ἡ συμπερίληψις καὶ τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ ΙΔ’ αἰῶνος, ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὡς ἡ Θ’ Οἰκουμενικὴ Συνόδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Ἀκόμη καὶ ἐντὸς τῆς Καινοτόμου ἐκκλησίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου Ἑλλάδος, ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν φωνὲς γιὰ τὴν ἐπίσημη διακήρυξι τῆς Οἰκουμενικότητος τῶν Συνόδων αὐτῶν, ἀλλὰ δὲν συναντοῦν τὴν ἀπαιτούμενη συνοδικὴ ἀνταπόκρισι στὸν χῶρο τους. Καὶ τοῦτο, διότι ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, οἱ διακηρύξεις αὐτὲς θὰ ἀποτρέψουν δραστικὰ τὴν ἐνδοτικὴ οἰκουμενιστικὴ πορεία, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖται ἀπὸ ἀρκετῶν δεκαετιῶν, καὶ θὰ θέσουν τὰ πράγματα σὲ μία διαφορετικὴ προοπτική. Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι ἀποδεκτὸ ἤ καὶ δυνατὸν ἀπὸ τὶς ψυχρανθεῖσες στὴν Πίστι Καινοτόμες ἱεραρχίες, στὶς ὁποῖες ὁ κατὰ Θεὸν ζῆλος ἐσβέσθη πρὸ πολλοῦ, ἐπικρατεῖ δὲ ἡ συμβατικὴ κοσμικὴ διπλωματία καὶ διαπλοκή, γιὰ ἐξυπηρέτησι κυρίως ἐγκοσμίων ἐπιδιώξεων καὶ ὠφελημάτων.
Ἐμεῖς, οἱ ἐλέῳ Θεοῦ διακρατοῦντες τὴν Πίστιν ἀκαινοτόμητον καὶ ἐκπροσωποῦντες τὴν Συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας καθαρὰ καὶ ἀλύμαντο, ἔχουμε χρέος νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν ἐπιτακτικὴ αὐτὴ ἐκκρεμότητα, πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ ἱεροῦ καθήκοντός μας ἔναντι Θεοῦ, Ἐκκλησίας καὶ Ἱστορίας. Ἤδη μάλιστα στὴν ἀπὸ Δεκεμβρίου τοῦ 2014 ἐγκριθεῖσα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδό μας «Ὁμολογία Πίστεως Γνησίου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ», βεβαιώνουμε σὺν τοῖς ἄλλοις, ὅτι οἱ δύο ὡς ἄνω Σύνοδοι ἔχουν οἰκουμενικὴ καὶ καθολικὴ ἰσχὺ καὶ αὐθεντία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία2.
2. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
ΠΡΙΝ νὰ ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία στὶς Ἡσυχαστικὲς Συνόδους τοῦ ΙΔ’ αἰ., εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπενθυμίσουμε λίγα στοιχεῖα περὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καθοριστικοῦ παράγοντος στὶς Συνόδους αὐτές. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολι τὸ 1296 ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια εὐλαβῶν γονέων. Διαποτίσθηκε μὲ τὴν εὐσέβεια ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων καὶ ἀνέπτυξε στὸ ἔπακρο τὰ φυσικὰ καὶ ἐπίκτητα χαρίσματά του. Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἐπρόκειτο νὰ διαπρέψη κατὰ κόσμον σὲ θέσεις ὑψηλὲς τῆς κρατικῆς ἱεραρχίας. Ὅμως, ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν κατέτρωγε, ὡδήγησε τὰ βήματά του στὴν Μοναχικὴ ἀποταγή. Ἀσκήθηκε μὲ αὐταπάρνησι καὶ βαθειὰ ἐπίγνωσι στὸ Παπίκιον ὄρος τῆς Θράκης, στὸ Ἅγιον Ὄρος κυρίως καὶ στὴν Σκήτη τῆς Βεροίας. Ἔζησε μὲ ὑπακοή, ταπείνωσι, προσευχή, μετάνοια, ἐγκράτεια, αὐτοκυριαρχία, μελέτη καὶ διακονία. Καθάρθηκε καὶ ἐλλάμφθηκε ἀπὸ τὸ θεῖον Φῶς, τὸν Ὁποῖον ἐκζητοῦσε ἀπὸ νεότητος μὲ ἀληθινὴ δῖψα πνεύματος («φώτισόν μου τὸ σκότος»!). Ἔδωσε αἷμα καὶ ἔλαβε πνεῦμα3.
Ἔλαβε τὸ χάρισμα τῆς Θεολογίας ἄνωθεν, ἔγινε Θεολόγος ἀπλανὴς τῆς Παραδόσεως καὶ κατεστάθη ὄντως Στόμα Θεοῦ, Κῆρυξ τῆς Χάριτος καὶ Μάστιγα τῶν αἱρέσεων. Ἀνεδείχθη Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως, φυλακίσθηκε τὸ 1343, ἀφωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς φιλαιρετικοὺς τὸ 1344, κατόπιν ὅμως δικαιώθηκε καὶ χειροτονήθηκε Ἀρχιερεὺς τὸ 1347, καὶ ἐν τέλει ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1359. Τὸ δὲ 1368 διεκηρύχθη ἡ Ἁγιότητά του μὲ ἐπίκλησι τῶν πολλῶν καὶ ἐντυπωσιακῶν Θαυμάτων του.
3. Ἡσυχασμὸς
Ο ΑΓΙΟΣ Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι γνωστὸς ὡς Ἡσυχαστὴς Θεολόγος καὶ ὡς ὑπέρμαχος τοῦ Ἡσυχασμοῦ.
Ὁ Ἡσυχασμὸς δυνάμεθα νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι ἐνυπάρχει στὴν οὐσία καὶ στὸν πυρῆνα τῆς Εὐαγγελικῆς Πίστεώς μας. Εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη εὐσέβεια, ἡ ὁδὸς καὶ ἡ μέθοδος ἐσωτερικῆς καθάρσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπανόδου του στὸν Θεό. Εἶναι ἡ ἄσκησι καὶ ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν μὲ μετάνοια καὶ ἀρετή. Εἶναι ἡ προσεκτικὴ καὶ ἐπίμονη ἀποδίωξις τῶν ἐμπαθῶν καὶ ἐφαμάρτων λογισμῶν ἀπὸ τὸν ἔσω ἄνθρωπο, ἀπὸ τὴν καρδία, καὶ ἡ περιφρούρησίς της, ὥστε νὰ ἀποτελέση κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι. Εἶναι ἡ νῆψις, δηλαδὴ ἡ συγκέντρωσις τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, κυρίως μὲ τὴν μονολόγιστη Εὐχὴ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»! Εἶναι τὸ πένθος, ἡ κατάγνωσις καὶ ἡ αὐτομεμψία, ὁ πόνος, τὸ σωματικὸ ἄλγος, ἡ ἀλλαγὴ προσανατολισμοῦ γιὰ ὀρθὴ πορεία καὶ ἐπιλογὴ στὴν ζωή, ὥστε νὰ ἑλκυσθῆ τὸ θεῖον Ἔλεος. Εἶναι ἡ διάνοιξις τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ θεῖον Φῶς. Εἶναι μετοχὴ στὴν πνευματικὴ εὐφροσύνη τῆς θείας Λατρείας, εἶναι Εὐχαριστιακὴ λειτουργικὴ συμμετοχή, ἀλλὰ καὶ ἕνωσις μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐν Ἀληθείᾳ καὶ Χάριτι. Εἶναι ὑγιὴς κοινωνικὴ ζωὴ θυσίας καὶ προσφορᾶς.
Ἀπὸ τὴν Ἁγιοπνευματικὴ πεῖρα τους, οἱ Ἡσυχαστὲς Ἅγιοι καὶ μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεός, ὅπως ὁ Ἴδιος ὑποσχέθηκε4, γίνεται προσιτὸς καὶ κατοικεῖ στὸν ἄνθρωπο καὶ ἑνώνεται μαζί του καὶ τοῦ μεταδίδει τὴν θεία Ζωή Του, τὸν καθιστᾶ Θεὸν κατὰ χάριν, τὸν θεώνει.
Ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ καὶ ἡ Ἐνέργειά Του, ἡ Ὁποία προέρχεται φυσικῶς ἐκ τῆς Οὐσίας Του, εἶναι Θεία καὶ Ἄκτιστη, γίνεται δὲ μεθεκτὴ ὡς Φῶς· τὸ Φῶς αὐτὸ εἶναι τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, τὸ Ὁποῖο ἔλαμψε διὰ τοῦ Χριστοῦ στὸ Ὄρος Θαβὼρ καὶ εἶναι ἀπείρως ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη γνῶσι καὶ κατάληψι.
Ἐκ τούτου ἐξάγεται, ὅτι στὸν Θεὸ ἔχουμε διάκρισι Οὐσίας, ἡ Ὁποία εἶναι ἐντελῶς ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη γιὰ τὰ δημιουργήματα, καὶ Ἐνεργείας, ἡ Ὁποία εἶναι προσιτὴ καὶ μεθεκτή, ἁγιάζουσα τὸν ἄνθρωπο.
4. Ἡ ἐπίθεσις τοῦ Λατινόφρονος Βαρλαὰμ Καλαβροῦ
ΑΥΤΟΣ ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων, ὄχι μόνον ἀμφισβητήθηκε, ἀλλὰ καὶ εὐτελίσθηκε καὶ ὑβρίσθηκε ἀπὸ τὸν Βαρλαὰμ Καλαβρό, σχολαστικὸ θεολόγο καὶ φιλόσοφο, ὁ ὁποῖος ἦλθε ἀπὸ τὴν Δύσι γιὰ νὰ διδάξη στὴν Ἀνατολή, χρησιμοποιώντας τὴν λογικὴ καὶ τὸν στοχασμὸ σὲ βάρος τῆς θεοπτίας5.
Ἡ ἐπίθεσίς του κατὰ τῶν Μοναχῶν, κατὰ τῆς προσευχῆς, ὅπως καὶ τῆς διακρίσεως στὸν Θεὸ «Οὐσίας» καὶ «Ἐνεργείας», δὲν ἄργησε νὰ ἐκδηλωθῆ. Περιέπαιξε τὴν Νοερὰ Προσευχή, ἀρνήθηκε τὴν διάκρισι Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ ὅτι ἡ Ἐνέργεια εἶναι Ἄκτιστη, ἀποκαλοῦσε πλανεμένους ὅσους δέχονταν τὸ θεῖον Φῶς, τὸ δὲ Θαβώριον Φῶς τὸ θεωροῦσε κατώτερο τῆς νοήσεώς μας, ἐνῶ τὰ θεωρήματα τοῦ νοῦ μας ἀσυγκρίτως καλύτερα ἐκείνου, δίδοντας ἔτσι «λυτρωτικὴ» σημασία στὴν φιλοσοφία6.
Ἄν ὅμως δὲν ὑπάρχει διάκρισις Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεό, ἄν ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή, ὅπως ὑποστήριζε ὁ Βαρλαὰμ καὶ ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ Παπικοί, τότε δὲν ὑπάρχει δυνατότητα σωτηρίας.
Ἄν ὁ Νοητὸς Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης ὑπάρχει μέν, ἀλλὰ δὲν καταυγάζει μὲ τὶς θεῖες Ἀκτῖνες Του τὸν κόσμο καὶ ἐμᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ζωογονήση καὶ νὰ μᾶς ἀνασύρη ἀπὸ τὰ βάθη τῶν πτώσεών μας στὸ Φῶς τῆς ἁγιότητος, τότε δὲν σχετίζεται μὲ μᾶς, δὲν μᾶς ἐπηρεάζει ἄμεσα, καὶ ἔτσι παραμένουμε ἀλύτρωτοι στὰ θλιβερὰ δεσμά μας καὶ στὸν ἀπέλπιδα ἀγνωστικισμό μας7.
Ἡ ἔλλειψις αὐτῆς τῆς διακρίσεως, ὡδήγησε τὸν Παπισμὸ στὸ Filioque, στὸν νομικισμό, στὸν ἠθικισμό, στὴν θεώρησι τοῦ Πάπα ὡς ἐνδιαμέσου γῆς καὶ οὐρανοῦ, στὴν διπλῆ ἐξουσία του ὡς «ὑπερεπισκόπου» καὶ «βασιλέως-αὐτοκράτορος» κοσμικοῦ κράτους, στὴν ὑποτίμησι τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου, στὴν γενικὴ-ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τοῦ Κλήρου, στὸν ραντισμὸ κατὰ τὴν Βάπτισι, στὴν διαφορετικὴ θεολογικὴ θεώρησι τῆς Ἐνανθρωπήσεως («ἐξιλέωσις») καὶ τοῦ Σταυροῦ («δικανικὴ ἱκανοποίησις»), στὴν ποικιλόμορφη ἐκκοσμίκευσι κλπ.8.
Ἡ ἐκ Δυσμῶν αὐτὴ ἐπιδρομή, ἀποτελοῦσε οὐσιαστικὰ ἕνα κτύπημα στὴν καρδιὰ τῆς Ἀνατολῆς, στὸν Ἡσυχασμό.
Ἀλλὰ ὁ Ἡσυχασμός, Προνοίᾳ Θεοῦ, εἶχε ὑπερασπιστὴ τὴν στιγμὴ τῆς μεγάλης ἀνάγκης τὸν πλέον ἔξοχο ἐκπρόσωπό του, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ὁ Ἅγιος ἀνέλαβε τὸ βάρος τοῦ ἀγῶνος κατὰ τῆς ἐπιβουλῆς καὶ πρωτοστάτησε στὴν διὰ ἐκκλησιαστικοῦ παραδοσιακοῦ τρόπου ἐπίλυσι τῆς διαφορᾶς. Ὁ ἀγώνας δὲν ἦταν προσωπικὸς ἤ καιρικός. Ἡ Πίστις ἔπρεπε νὰ ὁριοθετηθῆ καὶ νὰ διασφαλισθῆ ἀπὸ κάθε παρόμοια μελλοντικὴ ἐπίθεσι, καὶ ὁ τρόπος ἦταν ὁ γνωστὸς καὶ καθιερωμένος στὴν Ἐκκλησία: διὰ Συνόδου Ἐκκλησιαστικῆς.
5. Ἡ ἀναγκαιότης Συνοδικῆς ἀντιμετωπίσεως
Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ Ἐκκλησία, θεωρεῖ ὡς ἀνώτερο κριτήριο ἐκκλησιαστικότητος τὴν Μεγάλη Σύνοδο καὶ μάλιστα τὴν Οἰκουμενική, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζει τὰ σοβαρὰ προβλήματα Πίστεως καὶ Τάξεως στὴν Ἐκκλησία, ἰδίως ὅταν ἡ σωτηρία διακυβεύεται. Ἀσχολεῖται δηλαδὴ μὲ ζωτικὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν ἄμεσα στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων9.
Στὴν προκειμένη περίπτωσι, ἐφ’ ὅσον μέσῳ τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ἐν συνεχείᾳ τῶν ὑποστηρικτῶν καὶ συνεχιστῶν του Ἀκινδύνου καὶ Γρηγορᾶ εἴχαμε σύγκρουσι Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως10, μὲ τὴν ἀπόπειρα μεταφορᾶς τῆς δυτικῆς αἱρετικῆς ἀλλοτριώσεως στὴν Ἀνατολή, τὸ καίριο τοῦτο πρόβλημα ἔχρηζε Συνοδικῆς ἀντιμετωπίσεως καὶ μάλιστα διευρυμένης.
Τὸ κύριο θέμα ἦταν δογματικὸ καὶ ἀφοροῦσε ἄμεσα στὴν σωτηρία. Ὅπως οἱ παλαιοὶ αἱρετικοὶ Ἀρειανοὶ μία χιλιετία νωρίτερα πρέσβευαν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα, ἔτσι καὶ ὁ Βαρλαὰμ δίδασκε ὅτι ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή11. Τὸ θέμα αὐτὸ ἀποτελοῦσε συνέχεια τῆς περί Θελήσεων καὶ Ἐνεργειῶν στὸν Χριστὸ διδασκαλίας τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὅπως ἡ ἀνθρώπινη Φύσι στὸν Χριστὸ εἶχε Θέλησι καὶ Ἐνέργεια κτιστή, ἔτσι καὶ ἡ θεία Φύσι Του εἶχε Θέλησι καὶ Ἐνέργεια Ἄκτιστη.
6. Ἡ πρώτη Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1341
Η ΠΡΩΤΗ Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος12 συνῆλθε τὴν 10η Ἰουνίου τοῦ 1341 στὸν Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολι. Συνεκλήθη ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Γ’ τὸν Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος ἔλαβε μέρος ὡς Πρόεδρος, καὶ συμμετεῖχαν ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας, Ἐπίσκοποι, Ἀρχιμανδρῖται, Ἡγούμενοι, Συγκλητικοὶ καὶ ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι, ὡς καὶ πλῆθος λαοῦ. Οἱ Συνεδριάσεις ἦσαν δημόσιες καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς κοινῆς γνώμης ἔντονο.
Οἱ κατηγορίες τοῦ Βαρλαὰμ κατὰ τῶν Ἡσυχαστῶν ἐστράφησαν ἐναντίον τοῦ Θαβωρίου Φωτὸς καὶ τῆς Προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος καὶ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἡσυχαστῶν, ὑπερασπίσθηκε τὴν ὀρθὴ δόξα ἐπὶ τῶν θεμάτων τούτων. Τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, ὑπεστήριξε ἐκ τῆς ἁγιασμένης πείρας του, δὲν ἦταν ὑλικὸ καὶ πεπερασμένο, δὲν ἦταν ἐξωτερικὴ δόξα τοῦ σώματος, ἀλλὰ Δόξα καὶ Λαμπρότητα τῆς ὑποστατικὰ ἑνωμένης μὲ τὸ σῶμα Θεότητος. Ἐπίσης, δὲν ἦταν Οὐσία Θεοῦ, ἀλλὰ Ἐνέργεια καὶ Χάρις, προσιτὴ καὶ μεθεκτὴ στοὺς ἀξίους. Ἔτσι ἀναγνωρίσθηκε πανηγυρικὰ ἡ «ἀπόρρητος διάκρισις» καὶ «ὑπερφυὴς ἕνωσις» Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ καταρρίφθηκε ἡ κατηγορία γιὰ δῆθεν διθεΐα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Ἡ δὲ Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἔλαβε τὴν Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ θεμελίωσί της καὶ ἀπορρίφθηκε κάθε κατηγορία ἐναντίον της.
Ὁ Βαρλαὰμ εὑρισκόμενος σὲ δυσχερῆ θέσι, ζήτησε συγγνώμην καὶ ἐπικαλέσθηκε ἄγνοια, ἀλλὰ ὅπως φάνηκε ἐν συνεχείᾳ, ἐφ’ ὅσον ἐξήμεσε καὶ πάλι τὸ δηλητήριο τῆς αἱρέσεώς του καὶ κατέφυγε στὴν Ἰταλία, ὅπου ὁ Πάπας τὸν ἐχειροτόνησε ἐπίσκοπο, ἡ μεταμέλειά του ἦταν ὑποκριτικὴ καὶ ἐπίπλαστη.
● Μετὰ τὴν φυγὴ τοῦ Βαρλαάμ, τὸν ἀντι-ησυχαστικὸ ἀγῶνα συνέχισε ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος, ὁ ὁποῖος ἀμφισβήτησε ὅτι εἶχε λυθῆ τὸ δογματικὸ ζήτημα διακρίσεως Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, χρειάσθηκε νὰ συγκληθῆ νέα Σύνοδος13, ὡς συνέχεια τῆς προηγουμένης, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1341, στὸν Ναὸ καὶ πάλι τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Μεγάλου Δομεστίκου Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ, προσωρινοῦ Ἐπιτρόπου τοῦ ἀνηλίκου Αὐτοκράτορος Ἰωάννου Ε’ τοῦ Παλαιολόγου, ἐφ’ ὅσον στὸ μεταξὺ ὁ Αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Γ’ εἶχε ἀποβιώσει αἰφνιδίως λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν προηγουμένη Σύνοδο τοῦ Ἰουνίου. Ἔλαβαν μέρος ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας καὶ ὅσοι συμμετεῖχαν στὴν προηγουμένη Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τὸν Ἀκίνδυνο καὶ τοὺς ὁμόφρονάς του ὡς ὁμοδόξους τοῦ αἱρετικοῦ Βαρλαάμ.
Κατόπιν αὐτοῦ, συντάχθηκε Τόμος τῆς κοινῆς θεωρουμένης Συνόδου τοῦ Ἰουνίου καὶ τοῦ Αὐγούστου τοῦ 134114, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ὁποίου εἶναι ἀφιερωμένο στὸ δογματικὸ ζήτημα τοῦ Θαβωρίου Φωτὸς καὶ ἐκφράζει τὶς θέσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ.
● Ἐνωρίτερα, περὶ τὰ τέλη τοῦ 1340, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς γιὰ νὰ ἐνισχύση τὸν ἐπικείμενο ἀγῶνα του κατὰ τοῦ Βαρλαάμ, μετέβη ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συνέταξε τὸν περίφημο «Ἁγιορειτικὸν Τόμον ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», ἕνα κείμενο δογματικό, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀποφασιστικὴ σημασία στὴν ἐξέλιξι τῆς διαμάχης, ὡς πρὸς τὴν ἐπικράτησι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπόψεων. Ἐντὸς αὐτοῦ συνοψίζεται ἔξοχα ἡ Ἡσυχαστικὴ Θεολογία15. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, διεκήρυσσε ἐκ τῶν ὑστέρων, «ὅ τε γὰρ Ἁγιορειτικὸς καὶ ὁ Συνοδικὸς Τόμος, ἡ ἡμετέρα ὁμολογία ἐστίν»16.
Μετὰ δὲ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341, ἅπαντες οἱ ἐκ τῶν προυχόντων, ἀποκαλοῦσαν τὸν θεῖο Γρηγόριο «διδάσκαλον εὐσεβείας καὶ κανόνα δογμάτων ἱερῶν καὶ στύλον τῆς ὀρθῆς δόξης καὶ πρόμαχον τῆς Ἐκκλησίας»17.
7. Ἡ δευτέρα Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1347
ΤΗΝ ἑπομένη περίοδο, εἴχαμε ἔκρηξι θλιβεροῦ ἐμφυλίου πολέμου στὴν Πολιτεία, μὲ ἀνάμιξι τοῦ πολιτικῶς φιλοδόξου Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα καὶ μία ἀνανέωσι τῆς λεγομένης «ἡσυχαστικῆς ἔριδος». Ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διεφώνησαν ὡς πρὸς τὶς ἀντιμαχόμενες παρατάξεις, καὶ ὁ Ἀκίνδυνος ἐπανῆλθε στὸ προσκήνιο καὶ ἄρχισε καὶ πάλι ἀντι-ησυχαστικὴ δρᾶσι μὲ τὴν κάλυψι τοῦ ἐκπεσόντος πλέον πατριάρχου18. Ὁ δὲ Ἅγιος διακόψας τὴν κοινωνία μετὰ τοῦ πατριάρχου, εὑρέθη στὴν φυλακὴ (1343) μὲ τὴν καταγγελία μάλιστα καὶ τῆς αἱρέσεως19 (!) καὶ ὑπέστη δῆθεν ἀφορισμὸ (1344) ἀπὸ τὸν ἀκινδυνιστὴ πατριάρχη, ὁ ὁποῖος εἶχε καταστῆ πλέον ἄκρως ἐπικίνδυνος καὶ πολυκίνδυνος, τὸν ὁποῖον (ἀφορισμὸν) ὁ Ἅγιος βεβαίως δὲν ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν του καὶ τὸν θεώρησε, ὅπως καὶ ἦταν, ἄκυρο κατὰ πάντα.
Ὅμως, ἡ συνεχὴς ἄνοδος τοῦ γοήτρου τοῦ Ἁγίου -ὁ ὁποῖος συνέχισε τὸν ἀντι-αιρετικὸ ἀγῶνα κυρίως μὲ συγγραφές, ἀλλὰ καὶ τὴν σύνταξι ἐξόχων πνευματικῶν ἔργων-, οἱ λανθασμένες καὶ ἀλλοπρόσαλλες ἐνέργειες τοῦ Λατινόφρονος πατριάρχου καὶ ἡ τροπὴ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, ὡδήγησαν στὴν σύγκλησι νέας Συνόδου στὰ Ἀνάκτορα, στὴν Κωνσταντινούπολι, στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 134720.
Σὲ αὐτὴν προήδρευσε ἡ Βασίλισσα Ἄννα Παλαιολογίνα μὲ τὸν ἀνήλικο υἱό της Ἰωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Ὁ ὑπόδικος πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας δὲν ἔλαβε μέρος, ἀλλὰ συμμετεῖχαν Ἀρχιερεῖς, Συγκλητικοί, ὁ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Μοναχοὶ καὶ ἀνώτεροι κρατικοὶ ὑπάλληλοι. Ὁ Τόμος τοῦ 1341 ἐπικυρώθηκε, τὰ γραπτὰ τοῦ πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα ἐξετάσθηκαν καὶ ἀπεδείχθησαν κακόδοξα καὶ ἔτσι καταδικάσθηκε ὁριστικῶς ὁ Ἀκίνδυνος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εὐφημίσθηκε, ὁ δὲ πατριάρχης κηρύχθηκε ἔκπτωτος καὶ καθαιρέθηκε, γιὰ ἀπόκλισι ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία «πρὸς τὰ κακόδοξα δόγματα τῆς λατινικῆς Ἐκκλησίας, ἐν οἷς καὶ ἡ ἀναγνώρισις τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα»21, ἐπίσης γιὰ τὴν ἄδικη καταδίκη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ὡς καὶ γιὰ τὸ ὅτι χειροτόνησε κληρικὸ τὸν αἱρετικὸ Ἀκίνδυνο22. Ἡ Σύνοδος εἶχε καὶ ἄλλες Συνεδριάσεις καὶ ἐξέδωσε Τόμο23, τὸν ὁποῖον ὑπέγραψαν συνολικὰ τριάντα Ἐπίσκοποι. Πατριάρχης χειροτονήθηκε ὁ Ἡσυχαστὴς Ἰσίδωρος Βουχερᾶς, ὁ δὲ ἱερὸς Γρηγόριος ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
8. Ἡ τρίτη Μεγάλη Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1351
ΜΕΤΑ τὸν θάνατο τοῦ Ἀκινδύνου καὶ τοῦ πρώην πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, τὴν σκυτάλη τοῦ ἀντι-ησυχαστικοῦ ἀγῶνος παρέλαβε ὁ πολυμερὴς λόγιος Νικηφόρος Γρηγορᾶς, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τοῦ 1346 ἄρχισε νὰ γράφη ἀντιρρητικοὺς λόγους κατὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Μετὰ μάλιστα τὴν Κοίμησι τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Ἰσιδώρου καὶ τὴν ἀνάρρησι στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο τοῦ ἐπίσης Ἡσυχαστοῦ Ἁγιορείτου Καλλίστου (1350), ὁ ὁποῖος εἶχε προστριβὲς μὲ τοὺς Ἀκινδυνιστές, κρίθηκε ὅτι χάριν τῆς εἰρηνεύσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ἀπαιτεῖτο νέα Σύνοδος, γιὰ ὁριστικὴ κατάπαυσι τῆς διαμάχης.
Ἡ τρίτη Ἡσυχαστικὴ «θεία καὶ ἱερὰ Σύνοδος»24 συνεκλήθη στὶς 28 Μαΐου τοῦ 1351 στὰ Ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολι ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνὸ καὶ τὸν Πατριάρχη Ἅγιο Κάλλιστο. Αὐτὴ ὑπερέβαινε τὶς προηγούμενες δύο σὲ ἀριθμὸ συμμετεχόντων Ἀρχιερέων, ὡς καὶ λογίων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν. Συμμετεῖχαν 32 Ἐπίσκοποι, βεβαίως καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, ἐπιφανῆ μέλη τῆς Αὐτοκρατορικῆς οἰκογενείας, μέλη τῆς Συγκλήτου, Ἄρχοντες, Ἡγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Ἡ ἀντίπαλη παράταξις τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ περιελάμβανε τοὺς καθαιρεθέντας ἀπὸ τὴν Σύνοδο τοῦ 1347 μητροπολίτας Ἐφέσου Ματθαῖο καὶ Γάνου Ἰωσὴφ καὶ ἄλλους κληρικούς, στοὺς ὁποίους προσετέθη καὶ ὁ μητροπολίτης Τύρου Ἀρσένιος, ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ πατριάρχου Ἀντιοχείας.
Οἱ ἀντι-ησυχαστὲς ἀρχικῶς ἐξέφρασαν τὴν ἀντίδρασί τους γιὰ τὴν προσθήκη ἡσυχαστικῶν ἐκφράσεων στὴν ὁμολογία Πίστεως τῶν νεοχειροτονουμένων Ἀρχιερέων καὶ γιὰ ὡρισμένες ἐκφράσεις στὰ Ἀντιρρητικὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἀλλὰ ἀντιμετωπίσθησαν καταλλήλως. Στὴν δεύτερη Συνεδρίασι, ὁ ἱερὸς Παλαμᾶς ἐπὶ κατηγοριῶν ἐναντίον του κατέθεσε Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἀκριβοῦς δογματικῆς τοποθετήσεώς του, ἡ ὁποία ἐπιδοκιμάσθηκε. Στὶς ἑπόμενες ἐπίσης δύο Συνεδριάσεις, ἡ Ἀλήθεια διέλαμψε, οἱ Τόμοι τῶν Συνόδων τοῦ 1341 καὶ 1347 ἀπέδειξαν τὴν κακοδοξία καὶ καταδίκη τῶν ἀντι-ησυχαστῶν καὶ σὲ μία τελευταία πέμπτη Συνεδρίασι, συνεζητήθησαν καὶ ἀπαντήθησαν ἐπιγραμματικῶς καὶ ὀρθοδόξως σὲ ἕξι δογματικὰ «Κεφάλαια» τὰ ἐρωτήματα τῶν ἀντιπάλων, τὰ ὁποῖα συνοψίζονται ὡς ἑξῆς:
«1. Ὑπάρχει διάκρισις μεταξὺ θείας οὐσίας καὶ θείας ἐνεργείας. Διαφέρουν μεταξύ τους σὲ αὐτό, ὅτι ἡ μὲν θεία ἐνέργεια μετέχεται καὶ διαμερίζεται ἀμερίστως καὶ ὀνομάζεται καὶ κάπως κατανοεῖται ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά της, ἄν καὶ ἀμυδρῶς, ἐνῶ ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀμέθεκτος καὶ ἀμέριστος καὶ ἀνώνυμος, δηλαδὴ ἐντελῶς ὑπερώνυμος καὶ ἀκατάληπτος.
2. Ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι ἄκτιστος.
3. Αὐτὸ δὲν προκαλεῖ στὸν Θεὸ καμμία σύνθεσι.
4. Ἡ θεία καὶ ἄκτιστος ἐνέργεια ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Θεότης.
5. Γνωρίζουμε ὅτι ἡ θεία οὐσία καὶ ἡ θεία φυσικὴ ἐνέργεια εἶναι ἀχώριστες. Διότι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἐνέργεια χωριστὰ ἀπὸ τὴν οὐσία στὴν ὁποίαν ἀνήκει.
6. Τὸ φῶς τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἄκτιστο»25.
Ἡ Σύνοδος ἐπεκύρωσε τοὺς Τόμους τῶν Συνόδων τοῦ 1341 καὶ 1347, ἀναθεμάτισε τοὺς Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνο καὶ ἀπέκοψε τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ὁμόφρονάς των, ἐπιβάλλουσα στοὺς κοινωνοῦντας ἐν γνώσει μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπίσης τὸ ἀνάθεμα καὶ θεωροῦσα τοὺς κληρικοὺς ἐξ αὐτῶν ἐστερημένους «πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας»26. Μετὰ τὸ πέρας τῆς Συνόδου, συντάχθηκε Τόμος, ὁ ὁποῖος ὑπογράφθηκε ἐν τέλει ἀπὸ τρεῖς Αὐτοκράτορες, τρεῖς Πατριάρχες, καὶ ἀπὸ 50 καὶ πλέον Ἀρχιερεῖς27.
● Ἡ δὲ Ἡσυχαστικὴ διδασκαλία περιελήφθη στὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἀναγινώσκεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ἑκάστου ἔτους, ὡς σύμφωνη κατὰ πάντα «μὲ τὴν θεόπνευστη θεολογία τῶν ἁγίων καὶ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας»28.
9. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 εἶναι Σύνοδος Οἰκουμενικὴ
ΣΕ σχετικὰ πρόσφατο κείμενο, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς ἐπιχειρηματολογία ὑπὲρ τῆς θεωρήσεως τῆς Συνόδου τοῦ 1351 ὡς Θ’ Οἰκουμενικῆς29:
− συμπεριελήφθησαν σὲ Αὐτὴν καὶ οἱ Τόμοι τῶν προηγουμένων Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 1341 καὶ 1347 καὶ ἔτσι δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ἀπὸ κοινοῦ ὡς μία Σύνοδος, καταδικάσασα τοὺς αἱρετικοὺς Βαρλαάμ, Ἀκίνδυνο καὶ Γρηγορᾶ, καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς·
− θεωροῦσε ἑαυτὴν συνέχεια τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ μάλιστα τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς·
− κατέγραψε τὶς ἀπόψεις τῶν ἀνωτέρω αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὴν ἄκτιστη Ἐνέργεια καὶ τὴν μέθεξι Αὐτῆς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ ἀπέδειξε τὸν αἱρετικὸ χαρακτῆρα τους, ἀνακηρύσσουσα τὸν Ἡσυχασμὸ ὡς προϋπόθεσι μεθέξεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ γνήσιας λειτουργικῆς θείας ἐμπειρίας·
− τεκμηρίωσε τὴν Ἡσυχαστικὴ Θεολογία στὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τέλος
− ἐπικύρωσε τὰ δίκαια ἀναθέματα κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἐφ’ ὅσον δὲν μετενόησαν, τοὺς δὲ ὁμόφρονάς τους θεώρησε ὡς «ἀποκηρύκτους τε καὶ ἀποβλήτους τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».
Ἔχει δὲ ἐκφρασθῆ καὶ ἄλλοτε ἡ σοβαρὰ ἄποψις, ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 «ἀξίζει νὰ συναριθμῆται εἰς τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων δὲν ὑστερεῖ εἰς τίποτε ὡς πρὸς τὴν σωτηριολογικὴν σημασίαν τῆς θεολογίας της. Ἡ Σύνοδος αὕτη ἀποτελεῖ τὴν ἀπόδειξιν τῆς συνεχείας τῆς συνοδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς ζώσης ἐμπειρίας καὶ θεολογίας περὶ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας»30.
Ἡ ὑποστήριξις περὶ τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξεφράσθη ἤδη ἀπὸ τοῦ ΙΔ’-ΙΕ’ αἰῶνος ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Νείλου (εἰδικῶς περὶ τῆς Συνόδου τοῦ 1341)31, στὰ δὲ νεώτερα χρόνια ὑπεστήριξαν καὶ ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψι αὐτὴ γνωστοὶ Θεολόγοι (Ἰωάννης Ρωμανίδης, Γεώργιος Μεταλληνός, Θεόδωρος Ζήσης, Ἱερόθεος Βλάχος, Ἀθανάσιος Γιέβτιτς κ.ἄ.).
Ἐφ’ ὅσον οἱ Σύνοδοι αὐτὲς συνεκλήθησαν μὲ διαταγή, παρουσία καὶ συμμετοχὴ Αὐτοκρατόρων, ἀσχολήθηκαν μὲ θέματα δογματικὰ καὶ ὄχι κανονιστικά, ἀφορῶντα ἄμεσα στὴν σωτηρία καὶ ὄχι θεωρητικά, προσετέθησαν μάλιστα τὰ συμπεράσματά τους στὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ διεκήρυξαν κατὰ τρόπον δεσμευτικὸν τὶς ἀποφάσεις τους γιὰ τὸ Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐπεδοκίμασε αὐτές, ἐμπεριέχουν σαφέστατα τὸν χαρακτῆρα τῆς οἰκουμενικότητος32.
10. Ἡ ἀνάγκη ἐπισήμου διακηρύξεως τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ο ΑΙΩΝΑΣ ποὺ παρῆλθε, ἦταν ὁ αἰώνας τῆς οἰκουμενιστικῆς αἰχμαλωσίας τοῦ πλείστου μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὰ οἰκουμενιστικὰ δεσμά, τὰ ὁποῖα ἐχαλκεύθησαν μετὰ μάλιστα τὴν Β’ Βατικανὴ σύνοδο τῶν Παπικῶν καὶ τὴν λεγομένη Ἄρσι τῶν Ἀναθεμάτων πρὸ 50ετίας, ὡς καὶ τὸν ἔκδηλο φιλοπαπισμὸ τῶν ἡγητόρων τῆς ἐπισήμου λεγομένης ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, ἔγιναν ἰδιαιτέρως συνθλιπτικά. Ὁ λόγος γιὰ διακήρυξι τῆς Η’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου καὶ τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι -ὅπως τονίσθηκε- ἄκρως ἐπίκαιρος, εἶναι σαφῶς Θέλημα Θεοῦ. Ἡ καταδίκη τῶν «λατινιζόντων» ἀντι-ησυχαστῶν τοῦ ΙΔ’ αἰ. στρέφεται ἐν γένει κατὰ τῶν Λατινοφρόνων καὶ κατὰ τῆς «Λατινικῆς Ἐκκλησίας»33, ἡ ὁποία διακρατεῖ μέχρι σήμερα τὶς Βαρλααμιτικὲς καὶ λοιπὲς ἀντι-ησυχαστικὲς διδασκαλίες, ὡς καὶ ὅλες τὶς πλάνες καὶ αἱρέσεις ποὺ σχετίζονται ἄμεσα ἤ ἔμμεσα πρὸς αὐτές.
Ἡ νίκη κατὰ τοῦ Βαρλαὰμ ἦταν νίκη κατὰ τῆς Δύσεως, τὴν ὁποίαν ἐκπροσωποῦσε ἐκεῖνος, καὶ κατὰ τοῦ Λατινισμοῦ, ἡ δὲ καταδίκη τοῦ Βαρλαὰμ ἦταν καταδίκη «κατ’ αὐτῆς τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία ἀναθεματίζεται καὶ ἀπὸ τὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας34.
Ὅμως, ἐδῶ ἔγκειται ἡ τραγικότητα τῆς σήμερον:
Οἱ Οἰκουμενισταὶ καὶ Λατινόφρονες πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, κληρικοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἀκόλουθοι αὐτῶν, προσπαθοῦν διὰ συνόδου, τῆς ἀπὸ 50ετίας προετοιμαζομένης καὶ ὡς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης» ὑπ’ αὐτῶν χαρακτηριζομένης, νὰ ἐπιβάλλουν καὶ ἐπευλογήσουν/καθιερώσουν τὰ θανατηφόρα ἐκκλησιολογικῶς οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα καὶ «ἐπιτεύγματά» τους· καὶ ὄχι μόνον δὲν διανοοῦνται νὰ καταδικάσουν τὶς «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» τους τῆς αἱρετικῆς Δύσεως, ἀλλ’ ὅλως ἀντιθέτως ἐπιθυμοῦν τὴν ἐπίσημη ἀναγνώρισι καὶ ἀμνήστευσί τους, καὶ τὴν παραδοχὴ καὶ ἀποδοχὴ γενικὰ τοῦ ἀλλοτριωμένου καὶ αἱρετικοῦ χριστιανισμοῦ, ὡς αὐθεντικοῦ! Τοῦτο ἀναμένεται νὰ συμβῆ, ἀνοικτῶς ἤ συγκεκαλυμμένως, τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 στὴν Κωνσταντινούπολι.
Ἐξ αὐτοῦ, εἶναι σαφὲς ὅτι ἀπωλέσθησαν ἀπὸ τοὺς ἡγήτορας τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, τὰ αὐθεντικὰ κριτήρια τῆς Ἀληθείας, δηλαδὴ τὰ Ἡσυχαστικά, καὶ ἔτσι συναπωλέσθηκε ἡ αἴσθησις ἀναγνωρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἁγιότητος καὶ σωτηρίας, δηλαδὴ τῆς γνησίας Χάριτος, ἀπὸ τὴν νόθα τοιαύτη, τὴν πλανερὴ καὶ σφαλερή! Εἶναι βέβαιον ὅτι γιὰ τὸν σκοτασμὸ αὐτὸ τῶν ψυχῶν τῶν συγχρόνων «πατέρων», εὐθύνεται ἡ ἔλλειψις ταυτότητος βιώματος πρὸς τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐπηρεασμὸς ἀπὸ τὸν οἰκουμενιστικὸ συγχρωτισμό τους μὲ τοὺς πολυποικίλους αἱρετικούς, ὡς καὶ ὁ σύγχρονος ἐκκοσμικευμένος τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄκρως ἀντι-ησυχαστικός. Ὁπότε, οἱ σύγχρονοι ταγοὶ τῆς ἐπισήμου λεγομένης ὀρθοδοξίας ἀντὶ νὰ ἀντλήσουν «ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» καὶ νὰ διέλθουν τὴν καθαρτικὴν ὁδὸν τῆς ἀσκήσεως, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς, ὡς ἀπαραιτήτων προϋποθέσεων γιὰ ὄντως εὐχαριστιακὴ μετοχὴ καὶ ἐμπειρία, ὥστε νὰ λάβουν Φῶς ἐκ Φωτός, καὶ νὰ μεταδώσουν αὐτὸ στοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ καθημένους, ἐτράπησαν ἀλλοῦ γιὰ ψευδο-φωτισμό· ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐκπέμπεται τὸ θεῖον καὶ ἱλαρὸν Φῶς τῆς Ἀληθείας, ἀλλὰ τὸ σκότος τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης τῆς αὐταρεσκείας, τῆς λογικοκρατίας καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος, δηλαδὴ τοῦ Βαρλααμισμοῦ, τοῦ κυρίου αὐτοῦ ἰδιώματος τοῦ Λατινισμοῦ καὶ ὅλων τῶν ἐξ αὐτοῦ πλανῶν, ὧν τὸ ὄνομα «λεγεών»...
Ἐνώπιον αὐτῆς τῆς θλιβερᾶς διαπιστώσεως, ἔχει ὀρθῶς ἐπισημανθῆ, ὅτι ὁποιαδήποτε Σύνοδος -ἡ ὁποία θὰ ἤθελε νὰ χαρακτηρίζεται καὶ νὰ εἶναι ὄντως Πανορθόδοξος-, δὲν διακηρύξη πρωτίστως τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους Η’ καὶ Θ’, θὰ εἶναι καὶ θὰ χαρακτηρίζεται κατὰ τοῦτο ὡς Ψευδοσύνοδος35! Διότι, οἱ Σύνοδοι αὐτὲς ἀποτρέπουν τὸν σχετικισμό, τὴν πλάνη, τὴν ἐκκοσμίκευσι καὶ τὸν Οἰκουμενισμό, προτείνουν δὲ καὶ διδάσκουν τὴν Ἀληθινὴ Ἑνότητα, Κοινωνία καὶ Σωτηρία στὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ Σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοῦ Ἑνὸς καὶ Μοναδικοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὑπάρχει σήμερα μεγάλη σύγχυσις καὶ ἐκτροπὴ στὶς διαχριστιανικὲς καὶ διαθρησκειακὲς σχέσεις τοῦ πανθομολογουμένως συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ παναιρετικὸς Παπισμός, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἀμετανόητο Πάπα, διεκδικεῖ νὰ ἀποτελῆ τὸ ἑνοποιητικὸ κέντρο μιᾶς παγκοσμιοποιημένης θρησκείας ἑνὸς παγκοσμιοποιουμένου κόσμου.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐν προκειμένῳ, ἐμπνέει διάθεσι ὁμολογίας, ἀλλὰ καὶ μαρτυρίου. Καλεῖ σὲ μετάνοια, ὄχι σὲ ἐπανάπαυσι. Βεβαίως καὶ δὲν μᾶς προτείνει ἕνα αὐτάρεσκο κλείσιμο στὸ ἐγώ μας, προσωπικῶς καὶ ἐκκλησιαστικῶς. Ἀλλά, μᾶς παραδίδει τὴν μέθοδο γιὰ τὴν ἀπόθεσι τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀνακάλυψι τῆς κρυμμένης Χάριτος ἐντὸς ἡμῶν, πρὸς ἐπίτευξιν ἀληθοῦς κοινωνίας, ἐκκλησιαστικῶς δὲ μᾶς προτρέπει σὲ παραδοσιακὴ καὶ δημιουργικὴ διατύπωσι τῆς Πίστεως, ἀναλόγως τῶν προκλήσεων καὶ τῶν ἀναγκῶν τοῦ σήμερα, ὄχι ὅμως σὲ ἐπανερμηνεία ἤ νοθεία Αὐτῆς.
Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος μᾶς ὑποδεικνύει τὴν Συνοδικὴ ὁδό, ὡς τὴν ἁρμοδία πρὸς τελεσίδικον ἐπίλυσιν τῶν ἀντιλεγομένων ζητημάτων καὶ μάλιστα τῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν στὴν Ἐκκλησία. Διὰ τοῦ τρόπου τούτου ὁριοθετεῖται ἡ Ἀλήθεια, βάσει τοῦ κριτηρίου τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, καὶ στηλιτεύεται καὶ καταδικάζεται ἡ πλάνη καὶ ἡ αἵρεσις· περὶ δὲ τῶν ἀμετανοήτων αἱρετικῶν διακηρύσσεται ἡ ὑφισταμένη ἔκπτωσίς τους ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Εἴθε τὰ ὑγιῆ ἡσυχαστικὰ κριτήρια νὰ μὴ ἀπωλεσθοῦν ἀπὸ ὅσους τουλάχιστον ἐκπροσωποῦν τὴν Γνησία Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ τὴν Συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας στὴν μεγάλη σύγχρονη ἀποστασία, ἀλλὰ νὰ ἀποτελέσουν τὴν βάσι γιὰ τὴν μαρτυρία τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἐλπίδος καὶ τὴν καταδίκη κάθε κακοδοξίας.
Σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ κινεῖται ἡ ἑνωμένη μάλιστα -στὸ μεγαλύτερο μέρος της- ἀπὸ τοῦ Μαρτίου τοῦ παρελθόντος ἔτους Γνησία Ὀρθοδοξία, διὰ τοῦ γνωστοῦ Ὁμολογιακοῦ Ἑνωτικοῦ Κειμένου Αὐτῆς: «Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ - Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικά»36, μὲ τὴν πρόβλεψι ὅπως ἐν Συνόδῳ Μεγάλῃ καὶ Γενικῇ Αὐτῆς διακηρύξη πανηγυρικῶς τὴν Οἰκουμενικότητα τῶν Συνόδων Η’ καὶ Θ’ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ ὅτι ἀποτελεῖ τὴν ὀργανικὴ συνέχεια Αὐτῶν διὰ τῆς διαπιστώσεως τῆς πλήρους καὶ ὁριστικῆς ἀντιθέσεως Ὀρθοδοξίας καὶ Συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς ἀλληλο-αποκλειομένων, πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Θεομητορικαῖς, Ἀποστολικαῖς καὶ Πατερικαῖς πρεσβείαις. Ἀμήν!
Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης
Φυλὴ Ἀττικῆς, Νοέμβριος 2015
Παραπομπές:
1. Ἐπισκόπου Ὠρεῶν Κυπριανοῦ, «Ὁ Μέγος Φώτιος καὶ ἡ Η’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος – Πατερικὴ Συνοδικότης καὶ Παπισμός», στὸ περιοδ. «Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καὶ Μαρτυρία», Περ. Γ’, Ἀριθ. 5/Δεκέμβριος 2011, σσ. 40-48.
2. Βλ. www.ecclesiagoc.gr/index.php/ekklisiologika/800-omologia-pistews .
3. Περὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐγράφησαν πολλὰ ἔργα· ἐνδεικτικῶς, βλ. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Ὁ Κῆρυξ τῆς Χάριτος καὶ τοῦ Φωτός, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Κουφαλίων Θεσσαλονίκης, 1984, σσ. 146, καὶ Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔκδ. β’, Ἅγιον Ὄρος – Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 290. Σὲ αὐτὰ παρουσιάζεται καὶ ὁ ἐν συνεχείᾳ ἀναφερόμενος Ἡσυχασμός, περὶ τοῦ ὁποίου βλ. ἐνδεικτικὰ καὶ κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: www.paterikiorthodoxia.com/2012/05/663. html
4. Βλ. Ἰωάν. ιδ’ 23: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν».
5. Βλ. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου, «Τὸ “Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας”», στὸ Ἐκκλησία καὶ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβάδεια 1990, σελ. 270.
6. Γενικά, οἱ ἀντι-ησυχαστὲς «ἐπίστευον ὅτι μόνον ἡ φυσικὴ γνῶσις τῶν ὄντων ὁδηγεῖ εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι αὕτη λειτουργεῖ ὡς ὄργανον ἀπαραίτητον εἰς τὴν λύτρωσιν τοῦ ἀνθρώπου» (Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, «Οἱ καταδικασθέντες αἱρετικοὶ ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Συνόδων πολέμιοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ», στὸν Τόμο Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν Ἱστορία καὶ τὸ Παρόν, ἔκδ. Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 575).
7. Βλ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Τὸ Μήνυμα τῆς Διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἰς τὴν Ἐποχήν μας» (Μάϊος 2010), βλ. www.impantokratoros.gr/grigorios-palamas-metallinos.el.aspx
8. Αὐτόθι.
9. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου, 2009, σελ. 13-14· ἐπίσης, Ἀθανασίου Γιέβτιτς, «Παράδοσις καὶ Ἀνανέωσις ἐν τῷ θεσμῷ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων», στὸ Χριστὸς Ἀρχὴ καὶ Τέλος, ἔκδ. Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν, Ἀθήνα 1983, σσ. 149-199.
10. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 18. Ἐπίσης, Χρήστου Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1996, σελ. 79.
11. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου, «Τὸ “Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας”», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 258.
12. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οἱ Ἡσυχαστικὲς Ἔριδες κατὰ τὸν ΙΔ΄ αἰῶνα, ἐκδ. «Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 49-56.
13. Αὐτόθι, σελ. 56-60.
14. Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Ι, ἐν Ἀθήναις 1960, σελ. 354-366.
15. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 43· ἀνάλυσι αὐτοῦ βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 152-162.
16. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 63 («Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα», 45, Συγγράμματα, Β’, σελ. 621).
17. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 66 (PG 151, στλ. 600Α).
18. Ὡς γνωστόν, ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας μετὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341 καὶ ἐξ αἰτίας ἀκόμη καὶ πολιτικῶν φιλοδοξιῶν, ἔλαβε ὡς σύμμαχό του τὸν Ἀκίνδυνο (βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 72)· τότε ὅμως ὁ Ἅγιος Γργόριος διέκοψε τὴν κοινωνία μετ’ αὐτοῦ, ἐφ’ ὅσον κατέστη πλέον ἀκοινώνητος-πεπτωκώς, χωρὶς ἀκόμη ὁ πατριάρχης νὰ ἔχη κριθῆ καὶ κατακριθῆ ἀπὸ Σύνοδο. Ἄλλωστε, ἐγράφη μὲ σαφήνεια νωρίτερα, περὶ τέλη τοῦ 1340, στὸν περίφημο «Ἁγιορειτικὸν Τόμον»: «τὸν μὴ συμφωνοῦντα τοῖς Ἁγίοις καθὼς καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ μικρῷ πρὸ ἡμῶν Πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τὴν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα». Ἐκ τούτου συνάγεται τὸ προφανὲς καὶ πολὺ σημαντικὸ γιὰ ἐμᾶς σήμερα, ὅτι δὲν τίθεται θέμα προηγουμένης Συνοδικῆς καταδίκης γιὰ διακοπὴ κοινωνίας μὲ ἐκτρεπομένους στὴν Πίστι. Γιὰ νὰ συμβῆ τοῦτο, ἀρκεῖ ἡ διακηρυγμένη καὶ μάλιστα ἐπίμονη καὶ ἀνυποχώρητη, λόγοις καὶ ἔργοις, μὴ συμφωνία τῶν ἐκτρεπομένων πρὸς τοὺς Ἁγίους στὴν Πίστι. Αὐτὴ εἶναι ἡ «χρυσὴ μεσότητα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας», καὶ ὄχι ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὰς τῆς σήμερον, οἱ ὁποῖοι –εἴτε λόγοις εἴτε κυρίως ἔργοις- διαφωνοῦν μὲ τοὺς Ἁγίους στὴν Πίστι.
19. Steven Runciman, Ἡ Βυζαντινὴ Θεοκρατία, ἐκδ. Δόμος, δεύτερη ἐπανέκδοση, Ἀθήνα 2005, σελ. 152.
20. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 75-79.
21. Κατὰ τὸν ἐπιφανῆ Καθηγητὴ Γρηγόριο Παπαμιχαὴλ (βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 229).
22. Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 589· βλ. ἐπίσης, Ἀριστείδη Παπαδάκη-John Meyendorff, Ἡ Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Ἄνοδος τοῦ Παπισμοῦ - Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1071 ὥς τὸ 1453, Κεφ. Ζ’: «Ἡ Ἡσυχαστικὴ Ἔριδα», σελ. 437, ἔκδ. Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2003. Σημειωτέον, ὅτι ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας εἶχε ἀποκηρυχθῆ ἀπὸ Σύνοδο στὴν Ἀδριανούπολι τὸν Μάϊο τοῦ 1346, γιὰ τὴν ἀντικανονικὴ χειροτονία τοῦ Ἀκινδύνου (Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία – Πανεπιστημιακαὶ Παραδόσεις, τ. Β’, Ἀθῆναι 1972, σελ. 509).
23. Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 366-374.
24. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 85-99.
25. Παν. Χρήστου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 126-127.
26. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 98-99· Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Μία κυοφορούμενη αἵρεση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», βλ. www.romfea.gr (Τετάρτη, 13 Ἰουλίου 2011).
27. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 100· τὸν Τόμο, βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 374-410.
28. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 101.
29. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Μία κυοφορούμενη αἵρεση...», ἔνθ’ ἀνωτ.
30. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 195.
31. Βλ. Γ. Ῥάλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων..., τ. Α’, Ἀθήνησιν 1852, σελ. 394-395· ἐπίσης, Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 351, καὶ Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α’, ἔκδ. γ’, «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1997, σελ. 136.
32. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου, «Τὸ “Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας”», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 259. ● Εἶναι σημαντικὰ καὶ τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ περὶ τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα ἔχουν καὶ οἱ Κανόνες τῆς Ἡσυχαστικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε κι αὐτὴ στὴν Κωνσταντινούπολη (1351 μ.Χ.). Σ’ αὐτὴ τὴ Σύνοδο ὑπεράσπισαν τὴ θεϊκὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ ἀκτίστου Θαβωρίου Φωτός· αὐτὸ σημαίνει περὶ τῶν ἀϊδίων Θείων Ἐνεργειῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Τριαδικὸς Θεὸς πραγματικὰ εἶναι Παρὼν στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Προφυλάσσοντας τὴν ὀρθὴ πίστη ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Βαρλααμίτες καὶ μαρτυροῦντες τὴν ἀλήθεια τῆς διαφορᾶς μεταξὺ θείας Οὐσίας καὶ θείας Ἐνέργειας, οἱ Πατέρες αὐτῆς τῆς Συνόδου, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὑπερασπίστηκαν ὅλη τὴν Ἀποκάλυψη καὶ τὸν αἰώνιο θησαυρὸ ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ τὴ δυνατότητα τῆς πραγματικῆς κοινωνίας μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Μ’ αὐτὰ ὑπερασπίστηκαν τὴν μόνη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν δυνατότητα τῆς δικῆς του ἀσύνορης ἀνάπτυξης μὲ τὴν αἰώνιο καὶ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς Συνόδου εἶναι σὰν ἡ κορυφὴ καὶ τὸ κλείσιμο ὅλων τῶν Κανόνων, ὅλων τῶν μέχρι τότε Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Αὐτὲς οἱ Σύνοδοι φανερὰ ἀποκαλύπτουν τὰ αἰώνια θεμέλια στὸν ὅλο κόσμο καὶ στὸν ἄνθρωπο, τὴν ἄκτιστη ὡραιότητα στὴν Ἐκκλησία, σὰν Θεανθρώπινο καὶ Πνευματοφόρο Ἐργαστήρι Σωτηρίας, Θεώσεως καὶ Θαβωρικῆς Μεταμορφώσεως» (Μητροπολίτου Μαυροβουνίου Ἀμφιλοχίου-Ἐπισκόπου Βουδαπέστης [Βουδιμίου] Δανιήλ, Ὀρθόδοξη Παιδαγωγία, μτφρ.-ἐπιμ. Ἀλεξίου Παναγοπούλου, ἔκδ. Διψῶ, Πάτρα 1995, σελ. 86-87). ● Πραγματικά, ἐὰν δὲν κατωχυρώνετο τὸ Δόγμα περὶ τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν, ἡ μὲν σωτηριολογικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἐσχετικοποιεῖτο, «ὁ δὲ ἄνθρωπος, ὡς πλάσμα Θεοῦ, θὰ ἐχάνετο εἰς τὸ κενόν, ἐφ’ ὅσον ὁ συνδετικὸς ἱστὸς Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, αἱ θεῖαι ἐνέργειαι, δὲν θὰ ὑπῆρχον» (Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 591).
33. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 348.
34. Κατὰ τὸν ἐπιφανῆ Καθηγητὴ Γρηγόριο Παπαμιχαὴλ (βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 353).
35. Βλ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 29· Τοῦ αὐτοῦ, «Τὸ Μήνυμα τῆς Διδασκαλίας...», ἔνθ’ ἀνωτ.
36. Βλ. «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀρ.φ. 979 / Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2014, σελ. 9-17.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου