Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Οι
πατέρες της Εκκλησίας μιλούν για το κακό με τρεις έννοιες, με
οντολογική έννοια, με την έννοια της αμαρτίας, και για το φυσικό κακό.
Το κακό δεν έχει οντολογική ύπαρξη. Είναι στέρηση του αγαθού και παρεκτροπή, από την κατά φύση κατάσταση στην παρά φύση.
Τίποτε από όσα υπάρχουν δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κακό, γιατί όλα
είναι κτίσματα του Τριαδικού Θεού. Ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα χωρίς
Αυτόν τίποτε δεν έγινε από όσα έχουν γίνει (Ιω. α' 3) «ότι εν αυτώ
εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και
τα αόρατα...τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται και αυτός εστί προ
πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε»· όλα συγκρατούνται δι' αυτού
(Κολ. α' 16-17). Όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι καλά και τίποτε από
αυτά δεν είναι από τη φύση του κακό «Και είδε ο Θεός τα πάντα, όσα
εποίησε, και ιδού καλά λίαν» (Γεν. α' 31).
Αν η δημιουργία του Θεού παρέμενε "κατά φύση", όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού, δεν θα υπήρχε το πρόβλημα του κακού. Υπήρξε,
επειδή ο άνθρωπος με τη θέλησή του απομακρύνθηκε από το "κατά φύση",
και προτίμησε την "παρά φύση" κατάσταση. Εδώ πρέπει να αναζητήσουμε το
κακό· όχι σε οντολογική ύπαρξη.
Η
κακία λοιπόν είναι απομάκρυνση από το αγαθό, από το "κατά φύση", όπως
το σκοτάδι είναι απομάκρυνση από το φως. «Εφ' όσον παραμένουμε στη
φυσική μας κατάσταση, είμεθα στην αρετή, αν όμως παρεκκλίνουμε από τη
φυσική μας κατάσταση, δηλαδή από την αρετή, πηγαίνουμε στην παρά φύση»,
λέγει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, συνεχίζοντας τη διδαχή των προηγουμένων
από αυτόν πατέρων. «Η κακία δεν είναι κάτι που υπάρχει...Το κακό είναι
στέρηση του αγαθού. Ο οφθαλμός κατεσκευάσθη. Η τύφλωση όμως προέρχεται
με την απώλεια των ματιών. Ώστε εάν ο οφθαλμός δεν ήταν από φθαρτή
φύση, η τύφλωση δεν θα είχε θέση. Έτσι και το κακό δεν έχει ιδία ύπαρξη,
αλλ' έρχεται κατόπιν στις αναπηρίες της ψυχής» (Μ. Βασίλειος).
Το
κακό δεν είναι γνώρισμα κάποιας ύπαρξης, αλλά ένα "συμβάν", θεληματική
παρεκτροπή από το κατά φύση στο παρά φύση- αυτό το συμβάν ονομάζουμε
αμαρτία.
Ο
άνθρωπος βρισκόταν σε κοινωνία με τον Θεό, σε ενότητα αγάπης με το
Δημιουργό του. Από αυτήν εξέπεσε και οδηγήθηκε σε ποικιλόμορφες
ασθένειες. Έδειξε αποστροφή από το καλύτερο και πήρε κατεύθυνση
αντίθετη, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί μακρυά από το σκοπό του, να χάσει
δηλαδή το νόημα της ζωής του. Έτσι ο απόστολος μιλάει για την επάνοδο
σ' αυτό το "σκοπό", όταν λέγει: «Κατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της
άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (Φιλ. γ' 14).
Το κακό λοιπόν, ως αμαρτία, έχει την ύπαρξή του στην προαίρεση του άνθρωπου, και όχι στη φύση του.
«Η αιώνια ουσία μεταδίδει την αγαθότητα και με το λόγο, και με τις
πράξεις, και παρατηρούμενη, ενώ η σωματική μεταδίδει μόνο παρατηρούμενη.
Η αιώνια η μη ύπαρξη της λογικής και νοερής ουσίας εξαρτάται από τη
θέληση του Θεού, που δημιούργησε τα πάντα καλά Το να είναι όμως αυτά
καλά ή κακά, αυτό εξαρτάται από τη θέληση των δημιουργημάτων. Το κακό
δεν υπάρχει στην ουσία των δημιουργημάτων, αλλά στην εσφαλμένη και
ασυλλόγιστη ενέργεια αυτών» (Μάξιμος ο Ομολογητής).
Η
ψυχή εδημιουργήθη για να βλέπει τον θεό και να φωτίζεται από αυτόν,
λέγει ο Μ. Αθανάσιος, αλλά αυτή, αντί για τον Θεό, επεζήτησε τα φθαρτά
και το σκότος· «Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο ευθύ, και αυτοί εζήτησαν
λογισμούς πολλούς» αναφέρει ο Εκκλησιαστής (ζ' 29). Αυτοί οι πονηροί
λογισμοί προέρχονται από την «καρδιά του ανθρώπου» (Ματθ. ιε' 19), όταν
βέβαια ο άνθρωπος από αμέλεια εγκαταλείψει ακαλλιέργητα "τα φυσικά
σπέρματα των αγαθών", όπως αναφέρει ο Μ. Βασίλειος. Γιατί ο άφρων είναι
σαν τον αγρό, λέγει η Γραφή, και «ώσπερ αμπελών άνθρωπος ενδεής φρενών
εάν αφής αυτόν, χερσωθήσεται», θα χερσωθεί, θα γεμίσει χορτάρια και θα
εγκαταλειφθεί (Παροιμ. κδ' 30-31).
Στην
ψυχή λοιπόν που έχει χερσωθεί, είναι φυσικό να φυτρώνουν αγκάθια και
ζιζάνια και να συμβαίνει εκείνο που έχει λεχθεί: «Και έμεινα του ποιήσαι
σταφυλήν, εποίησε δε ακάνθας» (Ησ. ε' 2), περίμενα να κάνει σταφύλια
και έκανε αγκάθια! «Εγώ δε εφύτευσά σε άμπελον καρποφόρον πάσαν αληθινήν
πώς εστράφης εις πικρίαν, άμπελος η αλλοτρία;» (Ιερεμ. β' 21)· εγώ σε
εφύτευσα κατά πάντα αληθινή άμπελο καρποφόρο, πώς μεταβλήθηκες σε
πικρά άμπελο και έγινες ξένη προς εμέ;