Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ


Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Οι πατέρες της Εκκλησίας μιλούν για το κακό με τρεις έννοιες, με οντολογική έννοια, με την έννοια της αμαρτίας, και για το φυσικό κακό.
Το κακό δεν έχει οντολογική ύπαρξη. Είναι στέρηση του αγαθού και παρεκτροπή, από την κατά φύση κατάσταση στην παρά φύση. Τίποτε από όσα υπάρχουν δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κακό, γιατί όλα είναι κτίσματα του Τριαδι­κού Θεού. Ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα χωρίς Αυτόν τί­ποτε δεν έγινε από όσα έχουν γίνει (Ιω. α' 3) «ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα...τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται και αυτός εστί προ πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε»· όλα συγκρατούνται δι' αυτού (Κολ. α' 16-17). Όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι καλά και τίποτε από αυτά δεν είναι από τη φύση του κακό «Και είδε ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν» (Γεν. α' 31).
Αν η δημιουργία του Θεού παρέμενε "κατά φύση", όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού, δεν θα υπήρχε το πρόβλημα του κακού. Υπήρξε, επειδή ο άνθρωπος με τη θέλησή του απομακρύνθηκε από το "κατά φύση", και προ­τίμησε την "παρά φύση" κατάσταση. Εδώ πρέπει να ανα­ζητήσουμε το κακό· όχι σε οντολογική ύπαρξη.
Η κακία λοιπόν είναι απομάκρυνση από το αγαθό, από το "κατά φύση", όπως το σκοτάδι είναι απομάκρυνση από το φως. «Εφ' όσον παραμένουμε στη φυσική μας κατά­σταση, είμεθα στην αρετή, αν όμως παρεκκλίνουμε από τη φυσική μας κατάσταση, δηλαδή από την αρετή, πηγαίνουμε στην παρά φύση», λέγει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, συνε­χίζοντας τη διδαχή των προηγουμένων από αυτόν πατέρων. «Η κακία δεν είναι κάτι που υπάρχει...Το κακό είναι στέ­ρηση του αγαθού. Ο οφθαλμός κατεσκευάσθη. Η τύφλω­ση όμως προέρχεται με την απώλεια των ματιών. Ώστε εάν ο οφθαλμός δεν ήταν από φθαρτή φύση, η τύφλωση δεν θα είχε θέση. Έτσι και το κακό δεν έχει ιδία ύπαρξη, αλλ' έρχεται κατόπιν στις αναπηρίες της ψυχής» (Μ. Βασίλειος).
Το κακό δεν είναι γνώρισμα κάποιας ύπαρξης, αλλά ένα "συμβάν", θεληματική παρεκτροπή από το κατά φύση στο παρά φύση- αυτό το συμβάν ονομάζουμε αμαρτία.
Ο άνθρωπος βρισκόταν σε κοινωνία με τον Θεό, σε ενότητα αγάπης με το Δημιουργό του. Από αυτήν εξέπεσε και οδηγήθηκε σε ποικιλόμορφες ασθένειες. Έδειξε απο­στροφή από το καλύτερο και πήρε κατεύθυνση αντίθετη, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί μακρυά από το σκοπό του, να χά­σει δηλαδή το νόημα της ζωής του. Έτσι ο απόστολος μι­λάει για την επάνοδο σ' αυτό το "σκοπό", όταν λέγει: «Κα­τά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (Φιλ. γ' 14).
Το κακό λοιπόν, ως αμαρτία, έχει την ύπαρξή του στην προαίρεση του άνθρωπου, και όχι στη φύση του. «Η αιώνια ουσία μεταδίδει την αγαθότητα και με το λόγο, και με τις πράξεις, και παρατηρούμενη, ενώ η σωματική μεταδίδει μόνο παρατηρούμενη. Η αιώνια η μη ύπαρξη της λογικής και νο­ερής ουσίας εξαρτάται από τη θέληση του Θεού, που δημι­ούργησε τα πάντα καλά Το να είναι όμως αυτά καλά ή κακά, αυτό εξαρτάται από τη θέληση των δημιουργημάτων. Το κα­κό δεν υπάρχει στην ουσία των δημιουργημάτων, αλλά στην εσφαλμένη και ασυλλόγιστη ενέργεια αυτών» (Μάξιμος ο Ομολογητής).
Η ψυχή εδημιουργήθη για να βλέπει τον θεό και να φωτίζεται από αυτόν, λέγει ο Μ. Αθανάσιος, αλλά αυτή, αντί για τον Θεό, επεζήτησε τα φθαρτά και το σκότος· «Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο ευθύ, και αυτοί εζήτησαν λογι­σμούς πολλούς» αναφέρει ο Εκκλησιαστής (ζ' 29). Αυτοί οι πονηροί λογισμοί προέρχονται από την «καρδιά του ανθρώπου» (Ματθ. ιε' 19), όταν βέβαια ο άνθρωπος από αμέλεια εγκαταλείψει ακαλλιέργητα "τα φυσικά σπέρματα των αγαθών", όπως αναφέρει ο Μ. Βασίλειος. Γιατί ο άφρων είναι σαν τον αγρό, λέγει η Γραφή, και «ώσπερ αμπελών άνθρωπος ενδεής φρενών εάν αφής αυτόν, χερσωθήσεται», θα χερσωθεί, θα γεμίσει χορτάρια και θα εγκαταλειφθεί (Παροιμ. κδ' 30-31).
Στην ψυχή λοιπόν που έχει χερσωθεί, είναι φυσικό να φυτρώνουν αγκάθια και ζιζάνια και να συμβαίνει εκείνο που έχει λεχθεί: «Και έμεινα του ποιήσαι σταφυλήν, εποίησε δε ακάνθας» (Ησ. ε' 2), περίμενα να κάνει σταφύλια και έκανε αγκάθια! «Εγώ δε εφύτευσά σε άμπελον καρποφόρον πάσαν αληθινήν πώς εστράφης εις πικρίαν, άμπε­λος η αλλοτρία;» (Ιερεμ. β' 21)· εγώ σε εφύτευσα κατά πά­ντα αληθινή άμπελο καρποφόρο, πώς μεταβλήθηκες σε πι­κρά άμπελο και έγινες ξένη προς εμέ;

Οι συνέπειες της πτώσεως τού Αδάμ Οντολογικές συνέπειες τής πτώσεως π. Ιωάννη Ρωμανίδη




Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄.  Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.



Οι συνέπειες της πτώσεως δεν είναι απλώς ηθικές, πνευματικές, ψυχολογικές και κοινωνικές, αλλά ανθρωπολογικές, οντολογικές. Επειδή διαστρέφεται ο νους, γι' αυτό διαφοροποιούνται όλες οι ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου.

Όταν ο νους, που διευθύνει τον εσωτερικό ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, καθίσταται ανενέργητος, σκοτεινός, τότε αποδιοργανώνεται και ολόκληρη η ψυχική συγκρότηση του ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος καθίσταται εχθρός του Θεού.

Ο αδελφόθεος Ιάκωβος κάνει λόγο για τους εχθρούς του Θεού: «ος αν ουν βουληθή φίλος είναι του κόσμον, εχθρός του Θεού καθίσταται» (Ιάκωβος 8, 4). Κατά την πατερική ερμηνεία δεν είναι ο Θεός εχθρός του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος καθίσταται εχθρός του Θεού.

«Ο άνθρωπος γίνεται εχθρός του Θεού, δια του σκοτασμού του νοός. Όταν ο νους είναι σκοτισμένος, τότε και ο νους είναι ανενέργητος, δεν ενεργεί, αλλά και όταν ενεργεί, ενεργεί δαιμονικά. Αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος έχει σκοτισμένο τον νου του, αυτός είναι εχθρός του Θεού, υπό την έννοια ότι δεν ποιεί το θέλημα του Θεού και αυτό διότι βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι».

Έπειτα, ο άνθρωπος στον οποίο η νοερά ενέργεια δεν λειτουργεί η υποτυπωδώς λειτουργεί, είναι άρρωστος και δούλος της αμαρτίας.

Η βασική συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος ήταν ο θάνατος, κατά τον λόγο του Θεού στον Αδάμ:

«Αποφατική» προοπτική


Στην ανάπτυξη της αποφατικής θεολογίας εμφανίστηκε και πάλι η πλατωνική-ωριγενική κατανόηση της αλήθειας, αλλά μόνο για να αναιρεθεί στο βασικό της σημείο, στις γνωσιολογικές και οντολογικές της αξιώσεις. Στον Ωριγένη το ύψιστο επίπεδο της αλήθειας εκφράζεται με το πρόθεμα αυτό-, π.χ. αυτοαλήθεια, αυτοδικαιοσύνη κ.ά· αντίθετα οι αποφατικοί θεολόγοι προτιμούν το πρόθεμα υπέρ: υπεραλήθεια, υπερουσία κ.ά. Εδώ βρίσκεται ένας ριζοσπαστικός νέος προσανατολισμός της γνωσιολογίας και μια απομάκρυνση της αλήθειας από την ελληνική της βάση. Διότι η ελληνική σκέψη αρκέστηκε με τον ορισμό της αλήθειας μέσω του αυτό-, πότε όμως δε θα υπερέβαινε το είναι ή πολύ περισσότερο το νου, ο οποίος παραμένει για τους Έλληνες πάντα συνδεδεμένος με την αλήθεια, ως ο έσχατος θεολογικός του τόπος 64 .
Το πεμπτουσία της αποφατικής θεολογίας βρισκόταν, στο ότι θα έπρεπε να καταργηθεί και να μεταμορφωθεί η υπάρχουσα σ΄ αυτήν ελληνική οντολογία, διότι δε θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε όρους του ανθρώπινου νου ή της δημιουργίας, στην οποία υπήρχε επίσης κυρίως ο όρος του είναι, για να δηλώσουμε το Θεό, την αλήθεια. Έτσι, τονίζεται η απόλυτη διαφορετικότητα της ύπαρξης του Θεού, όπως αυτή υπάρχει στην καρδιά της βιβλικής θεολογίας, τόσο έντονα, ώστε η βιβλική κατανόηση του Θεού έρχεται σε σφοδρή αντίθεση με αυτή των Ελλήνων 65 . Η αποφατική θεολογία αρνείται την ελληνική θεώρηση της αλήθειας και τονίζει, ότι η γνώση μας για το είναι, δηλαδή τη δημιουργία, δεν πρέπει να ταυτίζεται οντολογικά με το Θεό. Ο Θεός «έχει μια ύπαρξη, η οποία είναι απλή, άγνωστη, απρόσιτη για κάθε πράγμα και εντελώς ανεξήγητη , διότι βρίσκεται πάνω από κάθε κατάφαση και άρνηση» 66 . Γι΄ αυτό το λόγο βρίσκεται και η αλήθεια πέραν της απόφασης μεταξύ κατάφασης και άρνησης 67 . Ο νεοπλατωνικός κόσμος των ιδεών στην «Ιεραρχία» των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων οδήγησε κάποιους ερευνητές στο λάθος, να μιλήσουν για μια νεοπλατωνική επιρροή. Το πιο ουσιώδες παρ΄ όλα αυτά, δε βρίσκεται σ΄ αυτές τις εικονικές παραστάσεις, αλλά στη σημασία που αποκαλύπτεται. Το ουσιαστικό σημείο βρίσκεται δηλαδή, στο ότι εν αντιθέσει προς τις νεοπλατωνικές απορροές, η διονυσιακή «Ιεραρχία» δεν ισχυρίζεται, ότι το κατώτερο είναι, προέρχεται απ΄ το ανώτερο 68 .
Για καλύτερη κατανόηση αυτού του πράγματος, πρέπει να στραφεί η προσοχή μας σε δύο χαρακτηριστικά σημεία της αποφατικής θεολογία, τα οποία διακρίνονται κυρίως στον Ψευδο-Διονύσιο και τον Μάξιμο τον Ομολογητή, δηλαδή στον όρο έκστασις, όπως και στη διάκριση ουσίας και ενέργειας στο Θεό. Ο όρος έκστασις σημαίνει, ότι ο Θεός είναι αγάπη και ότι ως τέτοιος δημιουργεί μια συνεχή σχέση αγάπης εκτός του εαυτού του. Αυτό το «εκτός του εαυτού του» έχει μεγάλη σημασία, διότι μέσω αυτού διαπιστώνεται, ότι η αγάπη ως έκστασις δε δημιουργεί μια απορροή με νεοπλατωνική έννοια, αλλά μια διαφορετικότητα του είναι και επίσης, ότι αυτό απαντά και επιστρέφει στην αρχική του ύπαρξη 69 . Ο Μάξιμος εξηγεί αυτή την ιδέα πληρέστερα και σαφέστερα· το είναι δεν αναφέρεται σ΄ αυτόν τελικά στην κοσμολογία, όπως στον Ψευδο-Διονύσιο, αλλά στην τριαδική ύπαρξη του Θεού 70 . Η διάκριση ουσίας και ενέργειας στο Θεό περιγράφει τη σχέση Θεού και κόσμου ως μια οντολογική διαφορετικότητα, η οποία ξεπερνιέται με την αγάπη, όχι όμως με τη «φύση» ή την «ουσία» 71 . Έτσι αυτή η διάκριση, συνδεδεμένη με την ιδέα της έκστασης , είναι η πρώτη επιτυχημένη προσπάθεια στην ιστορία της ελληνικής σκέψης να εναρμονίσει πάνω σε μια φιλοσοφική βάση τις βιβλικές ιδέες περί διαφορετικότητας του Θεού με τις προσπάθειες των Ελλήνων για την ενότητα του είναι. Σ΄ αυτή τη φιλοσοφική ανάπτυξη διακρίθηκε αυτό, το οποίο περιλήφθηκε στην ευχαριστιακή και τριαδολογική προοπτική, που αναφέραμε ήδη προηγουμένως. Η σημασία αυτών των αντιλήψεων θα διακριθεί ακόμα καλύτερα, όταν αναφερθούμε στη σχέση της αλήθειας με την ανθρώπινη ύπαρξη.

«Δος αίμα και λάβε Πνεύμα»Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός



dos_aima_lave_pneuma
«Δος αίμα και λάβε Πνεύμα», λέει ο Πέτρος ο Δαμασκηνός.
Ο δε άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει: «Εκείνος, που πιστεύει, φοβάται· και εκείνος ο οποίος φοβάται, ταπεινώνεται. Εκείνος δε, ο οποίος ταπεινώνεται, γίνεται πράος… Ο δε πράος τηρεί τις εντολές. Και εκείνος που τηρεί τις εντολές, καθαρίζεται. Εκείνος δε, ο οποίος καθαρίσθηκε, φωτίζεται. Και εκείνος ο οποίος φωτίσθηκε, αξιώνεται να ενωθεί με τον Νυμφίο Λόγο μέσα στο μυστικό θάλαμο των Μυστηρίων» (Μαξίμου Ομολογητή, Τετρακόσια Κεφάλαια περί Θεολογίας, Εκατοντάς Α’, §16).
«Είναι στενή η πύλη και γεμάτη δυσκολίες η οδός που οδηγεί στη ζωή»(Ματ. 7,14), και επομένως οδυνηρός ο αγώνας για να απαλλαγούμε από τα πάθη, τα οποία εμποδίζουν το φωτισμό. Η μακροχρόνια πείρα των Πατέρων μας το απέδειξε αυτό με κάθε αξιοπιστία.
«Μέσα σε σώμα γεμάτο αμαρτία δεν κατοικεί ο Θεός»(πρβλ. Σοφ. Σολ. 1, 4)· «Η μεν αρχή όλων των παθών είναι η φιλαυτία· το δε τέλος, η υπερηφάνεια. Φιλαυτία δε είναι η παράλογη αγάπη προς το σώμα. Εκείνος που την απέκοψε, απέκοψε μαζί όλα τα πάθη που γεννώνται απ’ αυτήν»(Μαξίμου Ομολογητή, Τετρακόσια Κεφάλαια περί αγάπης, Εκατοντάς Γ’, §57). Τόσον η αρχή, όσον και το τέλος αυτού του ολέθρου, είναι θανατηφόρα, ειδικά δε είναι βλαβερή στην προσευχή. Μόνον δε στον ταπεινό κατά το φρόνημα πλησιάζει η χάρις.
Και οι παλαιότεροι και οι επόμενοι θεοφιλείς φωτιζόμενοι από την χάριν έδωσαν διάφορα ονόματα στον Υπερούσιο Θεό μας, χαρακτηρισμούς από τις θείες του ιδιότητες  ή από τους τρόπους των αγίων του εμφανίσεων, ως φως, αλήθεια, παναγαθότητα και άλλα. Ένας ακόμη χαρακτηρισμός, τον οποίον και ο ίδιος φανέρωσε είναι το «μάθετε από εμένα, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά»(Ματ. 11, 29). Αυτός είναι ιδιαιτέρως σημαντικός, και γι’ αυτό οι απ’ αιώνος αγωνιζόμενοι πιστοί το συνέλαβαν όχι ως απλή αρετή αλλά ως ενδεικτικό του θείου του χαρακτήρα, ο οποίος αφορά ειδικά την προσωπικότητα. «Οι του Χριστού» οφείλουν να φέρουν τον χαρακτήρα του Πατέρα τους, για να γίνει ελεύθερη η είσοδός τους στην βασιλεία του Θεού, και να μην εκδιωχθούν ως νόθοι σύμφωνα με το φοβερό λόγο «δεν σας γνωρίζω»(Ματ. 25,12), εφ’ όσον «ο Θεός εναντιώνεται στους υπερήφανους και στους ταπεινούς δίνει τη χάρη του»(Ιακ. 4, 6).
Η υπερηφάνεια είναι απαίσιο σκοτάδι· είναι το αντίθετο της θείας αγαθοσύνης, η αρχή κάθε κακού, η ρίζα κάθε τραγωδίας, ο σπορέας του μίσους, το σώμα του κακού, από την οποίαν πηγάζει ο ολέθριος ατομισμός.
Ο Χριστός είναι «το φως και η αλήθεια και η ζωή». Όταν αυτό το αληθινό φως μας αγκαλιάσει, τότε αισθανόμαστε την αγάπη του, τη σοφία του, Αυτόν ως αυτοαλήθεια. Με απερίγραπτη  χαρά αποκτούμε αισθητή γνώση ως κατάσταση του πνεύματός μας. Είπε μόνος του για τον εαυτόν του ότι «εγώ είμαι η αλήθεια»(Ματ. 14, 6), και το επιβεβαίωσαν ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα. Στην κατανόηση όμως αυτής της θεολογικής πραγματικότητας δεν φθάνει κανείς μόνον ακούοντάς την.«Στη βασιλεία του Θεού δεν θα μπει όποιος μου λέει “Κύριε, Κύριε”, αλλά όποιος κάνει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου»(Ματ. 7, 21).

ΕΙΝΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ;


Όσο περίεργος κι αν φαίνεται ο παραπάνω τίτλος, εντούτοις αναδεικνύει από τη φύση του μία προβληματική. Εκείνη με τη σειρά της εντοπίζεται σε ερωτήματα όπως τι είναι μυστήριο, ποια και πόσα είναι τα μυστήρια, τι εννοούν οι Πατέρες ως μυστήριο κ.ο.κ. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν είναι μυστήριο ο γάμος. Για να προσεγγίσουμε σιγά σιγά το θέμα μας, είναι χρήσιμο να δούμε τι είναι μυστήριο. Ανατρέχοντας λοιπόν κάποιος στη βιβλική και πατερική θεολογία, θα διαπιστώσει πως η αγία μας εκκλησία απέφυγε να ορίσει το «μυστήριο». Και φυσικά αυτό δεν δηλώνει έλλειψη και αμηχανία. Αντιθέτως στο χώρο της εκκλησίας όλα είναι μυστήρια.
Και για να αντιληφθούμε αυτή την αναφορά της καθολικότητας, αρκεί να εστιάσουμε στη δύναμη των μυστηρίων όπως την αναφέρει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής. Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα, η δύναμη των μυστηρίων υφίσταται και ενεργοποιείται χάρης τη φυσική θεωρία που σημαίνει χάρη στον άρρηκτο δεσμό φυσικής και υπερφυσικής αποκάλυψης αισθητής και νοητής πραγματικότητας. Δεν μπορούμε λοιπόν να πούμε πως αυτό είναι μυστήριο και το άλλο όχι, ή τα μυστήρια είναι επτά (7) απολυτοποιώντας στην ουσία την χάρη του Αγίου Πνεύματος και διοχετεύοντας την σε συγκεκριμένες εκφάνσεις της λειτουργικής ζωής που συνδέονται φυσικά με την κοινωνική ζωή του ανθρώπου.Το «μυστήριο» στη ζωή της εκκλησία εγκολπώνει μέσα του κάθε έκφανση του φυσικού κόσμου, της φυσικής ζωής και το συνδέει με την υπερφυσική αποκάλυψη. Κι αυτό πάντοτε εν αγίω Πνεύματι.
Έτσι λοιπόν οι άγιοι Πατέρες δεν έθεσαν σε καλούπια κάθε ομορφιά της εκδηλωμένης ζωής, απομονώνοντας άλλες πτυχές της ζωής αυτής από την μαρτυρία του όλου. Δεν εντόπισαν την χάρη και την ευωδία της αγιοπνευματικής ζωής στο γάμο κι όχι στη μοναχική κουρά για παράδειγμα. Στον ευχέλαιο και όχι στην κηδεία. Όσα εκδηλώνονται στο χώρο της αγίας μας Εκκλησίας ως εκφάνσεις της σχέσης κτιστού – άκτιστου και ενυπάρχουν με μυστηριακό – αγιοπνευματικό – χαρισματικό κι όχι μαγικό τρόπο στο σώμα της εκκλησίας, είναι μυστήρια.
Αξίζει να σημειωθεί μία επισήμανση η οποία και δηλώνει το λάθος που συχνά γίνεται στο χώρο της εκκλησίας. Πολύ συχνά (αυτό καταντά να αποτελεί και ισχύοντα κανόνα), γίνεται λόγος για τον αριθμό των μυστηρίων σε επτά (7). Το να επιχειρείται η καταμέτρηση των μυστηρίων, μοιάζει ως προσπάθεια, με την αγωνία του Heideggerνα υπερβεί τη μεταφυσική, χρησιμοποιώντας εντούτοις όρους της μεταφυσικής. Σαν μία αγωνιακή πάλη για τον απεμπολισμό μιας ενοχής που γεννά το ζήτημα της «καθαρότητας». Δηλαδή τα επτά (7) είναι μυστήρια, ενώ οι άλλες εκφάνσεις που αφορούν τη σχέση Θεού και κόσμου δια της ουσιοποιού θείας ενέργειας, δεν είναι. Δεν είναι «τόσο ιερές». Στο χώρο της εκκλησίας κάθε λειτουργική πράξη έχει μυστηριακό χαρακτήρα.Όλα είναι ιερά, όλα αγιάζονται. Τίποτε δεν μένει εκτός αγιασμού. Όλα μεταμορφώνονται. Από την εξομολόγηση έως και τον αγιασμό ενός νέου οικήματος. Από την τον γάμο έως και την ευχή ευλόγησης του οίνου. Από το ευχέλαιο έως και την ευχή επί αρρώστου.
Η αρχαία εκκλησία ουδέποτε έκανε λόγο για αριθμό των μυστηρίων. Αυτό το «κλείσιμο» των μυστηρίων σε επτά (7) δεν απηχεί τη θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής. Για πρώτη φορά εμφανίστηκε στη Ρωμ/κή εκκλησία κατά την περίοδο του Σχολαστικισμού από τον Θωμά Ακινάτη (13ος αι.). Στην ορθόδοξη θεολογία ο αριθμός αυτός εισήλθε τον 14ο αι. Επομένως είναι τελείως ξένη η αρίθμηση των ιερών μυστηρίων στον λατρευτικό χώρο της αγίας μας εκκλησίας.
Αν απεγκλωβιστούμε από την αριθμητική οριοθέτηση του μυστηρίου ως γεγονός στον λειτουργικό χώρο της εκκλησίας, τότε όλα είναι μυστήρια και όλα γίνονται μυστήρια. Σχετικά ο ακαδημαϊκός Ν. Ματσούκας σημειώνει τα εξής χαρακτηριστικά: «Και αν απεγκλωβιστούμε από τη σχολαστική απαρίθμηση των μυστηρίων μόνο σε 7 – ο σχολαστικισμός καταλήγει στην απομόνωση και αυτονόμηση των μυστηρίων – , τότε μέσα σ’ αυτό το σώμα της Εκκλησίας μπορούμε να ζήσουμε τη θεία επικοινωνία σε πολλές μυστηριακές εμπειρίες». Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός στο έργο του «Έκδοσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως» στο κεφ. 86 με τίτλο «Περί των αγίων και αχράντων του Κυρίου μυστηρίων», δεν διανοείται καν να απαριθμήσει τα μυστήρια.Πώς να οριστούν τα μυστήρια από την εκκλησία; Ορίζεται η ζωή;
Αν θέλουμε να ορίσουμε το τι είναι μυστήριο, όχι με σχολαστικό και παρορμητικό τρόπο, είναι κατάλληλη η προσέγγιση που επιχειρεί ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Και τι μας λέει λοιπόν ο εν λόγω ιερός Πατήρ; Μας λέει ότι «η εκκλησία εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται». Ο πληθυντικός αριθμός «εν τοις μυστηρίοις» δεν σημαίνει ή δύο ή τρία ή επτά μυστήρια, αλλά ένα μυστήριο. Το κατεξοχήν μυστήριο. Τη Θεία Ευχαριστία. Έτσι ο πληθυντικός αριθμός στον οποίο τίθεται η λέξη «μυστήριο» («μυστηρίοις» στην προκειμένη περίπτωση) εννοεί το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας και μόνο. Κάτι ανάλογο (χρήση δηλ. του πληθυντικού αριθμού στη λέξη «μυστήριο»), παρατηρούμε και στις αιτήσεις του ιερέα μετά τη Θεία Κοινωνία, καθώς εκφωνεί μέσα από το Ιερό Βήμα «ορθοί μεταλαβόντες των θείων, αγίων, αχράντων, αθανάτων, επουρανίων και ζωοποιών, φρικτών του Χριστού μυστηρίων, αξίως ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Επομένως για τον Καβάσιλα, αλλά και για άλλους Πατέρες το κατεξοχήν μυστήριο είναι το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας.
Κι ερχόμαστε στον τίτλο του άρθρου. Είναι ο γάμος μυστήριο; Ο γάμος δεν είναι μυστήριο με την ακριβή έννοια. Το γεγονός ότι δεν είναι μυστήριο, δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται στη ζωή της εκκλησίας, ότι δεν αγιάζει τον άνθρωπο, ότι δεν ενώνει «εις σάρκα μίαν», ότι δεν έχει εκκλησιολογική, και αγιοπνευματική υπόσταση. Από την άλλη όμως γιατί η κηδεία και η μοναχική κουρά για παράδειγμα, να μην αποτελούν μυστήρια της εκκλησίας; Κι εδώ όμως έρχονται πάλι οι Πατέρες της εκκλησίας να απεγκλωβίσουν τη μυστηριολογική φύση των ακολουθιών από κάθε είδους αυτονόμηση και απολυτότητα. Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης στο έργο του «Περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας», αποκαλεί τη νεκρώσιμη ακολουθία «μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων». Ο ίδιος Πατέρας συγκαταλέγει στα ιερά μυστήρια και τη μοναχική κουρά. Ο Θεόδωρος Στουδίτης χαρακτηρίζει ως «μυστήριο» τη μοναχική κουρά, λέγοντας πως «το των μοναχών σχήμα, παρθενίας εστίν επάγγελμα, και μυστήριον εστί μοναχικής τελειώσεως».
Για τους πρώτους αιώνες δεν υπάρχει «μυστήριο» του γάμου. Η ιερολογία του ανάγεται στον 6ο αι. Λαμβάνοντας υπόψη τη ρήση του Καβάσιλα «η εκκλησία εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται» (δηλ. σημαίνεται στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας), με την ακριβή έννοια δεν υπάρχει άλλο μυστήριο της εκκλησίας πλην της Θ. Ευχαριστίας. Τα υπόλοιπα «μυστήρια» είναι μυστήρια όταν ενυπάρχουν στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Είναι μυστήρια στο βαθμό που γίνονται «υπουργοί» της ευχαριστιακής σύναξης, της βρώσης και πόσης του Σώματος και Αίματος του Χριστού.
Οι ακολουθίες από μόνες τους κι εκτός του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας δεν είναι μυστήρια. Δανείζομαι μία φράση του Pirandelloπου λέει πως «να είσαι δεν θα πει τίποτε- να είσαι θα πει να γίνεσαι». Και η «σάρκωση» των ακολουθιών συντελείται στο μυστήριο που «σημαίνει» την εκκλησία κατά τον Καβάσιλα, τη Θ. Ευχαριστία. Όπως είναι γνωστό όλα τα μυστήρια αρχικά εντάσσονταν μέσα στη Θ. Ευχαριστία.
Η Θ. Ευχαριστία υπήρχε αναπόσπαστο μέρος των μυστηρίων. Ο γάμος τελούνταν μέσα στη Θ. Ευχαριστία. Το ίδιο και το βάπτισμα, όπως και τα άλλα μυστήρια. Ο γάμος και οι υπόλοιπες ακολουθίες αποκτούσαν «νόημα» επειδή ακριβώς συνδέονταν με τη Θ. Ευχαριστία που αποτελούσε το επισφράγισμα όλων. Με την αποσύνδεση των ακολουθιών από το κατεξοχήν μυστήριο, εκείνο της Θ. Ευχαριστίας, πως μπορεί ως αυτοτελή και αυτόνομη ακολουθία ο γάμος να αποτελεί μυστήριο;
Για το αναπόσπαστο των ακολουθιών από το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας μαρτυρούν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Για παράδειγμα ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης μας λέει πως «ουκ ένεστι σχεδόν τινά τελεσθήναι τελετήν ιεραρχικήν, μη της θειοτάτης ευχαριστίας». Στο ίδιο μήκος κύματος ο Συμεών Θεσσαλονίκης συμπληρώνει: «τέλος γαρ πάσης τελετής και θείου μυστηρίου παντός σφραγίς η ιερά κοινωνία». Ο Τερτυλλιανός αναφέρει πως ο γάμος συνάπτεται από την εκκλησία και ισχυροποιείται από τη Θ. Ευχαριστία.
Η Διδαχή των Αποστόλων, η Αποστολική Παράδοση, οι Αποστολικές Διαταγές, το Ευχολόγιο του αγίου Σεραπίωνα Επισκόπου Θμούεως, δεν περιέχουν ευχές για το γάμο. Τα συγγράμματα του Διονυσίου Αρεοπαγίτη δεν αναφέρονται σε ευχές για το γάμο. Οι Κανόνες της Συνόδου της Νεοκαισαρείας δείχνουν την απουσία τελετής εκείνη την εποχή (περί το 314 μ. Χ.).
Η Θ. Ευχαριστία είναι το κατεξοχήν εσχατολογικό μυστήριο. Ο γάμος ποια σχέση έχει με τα έσχατα; Έχει την αναφορά του σ’ εκείνα; Υφίσταται στο επέκεινα; Στο σημείο αυτό έρχεται να μας διαφωτίσει ο καθηγητής φιλοσοφίας στο Καθολικό Κολλέγιο του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης των Η.Π.Α. π. Παντελεήμων Μανουσάκης, αναφέροντας τα εξής: «Ο γάμος εσχατολογικά δεν αντέχει την είσοδο των εσχάτων. Ο γάμος εσχατολογικά διαλύεται, καταλύεται. Άρα αυτό σημαίνει ότι είναι ανυπόστατος». Και πως μπορεί να σχετίζεται με την εσχατολογία, αφού σύμφωνα με τη ρητή διαβεβαίωση του Κυρίου «όταν γαρ εκ νεκρών αναστώσιν, ούτε γαμούσιν, ούτε γαμίζονται»;
Ακούγεται συχνά να λέγεται ότι ο γάμος είναι «εικόνα της Βασιλείας των Ουρανών». Μάλιστα στηρίζεται στην παραβολή κατά την οποία ο Κύριος δίδαξε ότι «ομοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τω υιώ αυτού».Η παραβολή είναι ένα παράδειγμα που με απλοϊκό τρόπο επιχειρεί να περάσει μηνύματα στους ακροατές. Γι’ αυτό και ο Κύριος μιλούσε συχνά με παραβολές που ήταν προσιτές. Και κάθε παράδειγμα όπως και κάθε παραβολή χρησιμοποιεί τρόπους, μέσα για να δηλώσει κάτι. Την ίδια τακτική συναντάμε στην παραβολή των προσκαλεσμένων σε δείπνο (Λουκ. 14, 15-24), στην περιγραφή της νίκης στον ουρανό και τον γάμο του Αρνίου (Αποκ. 19, 1-10) κ.α.
Έτσι και η Βασιλεία των Ουρανών δεν είναι γάμος, αλλά μοιάζει όχι πάλι με γάμο, αλλά όπως διαβάζουμε στην παραβολή «με έναν βασιλέα ο οποίος επρόκειτο να κάνει τους γάμους του υιού του». Και χρησιμοποιεί ο Χριστός την παραβολή για να μιλήσει για τη Βασιλεία των Ουρανών, χρησιμοποιώντας σε όσους Τον άκουγαν εκείνη τη στιγμή το παράδειγμα του γάμου. Δηλαδή ο μοναχισμός δεν έχει σχέση με τη Βασιλεία των Ουρανών κι έχει περισσότερη σχέση ο γάμος; Ο γάμος όπως και ο μοναχισμός είναι ο τρόπος, το μέσο. Η απολυτοποίηση του γάμου όπως και του μοναχισμού είναι που δημιουργεί το όλο πρόβλημα. Και η εκκλησία έχει αυτή την τάση του απωθημένου, να απεμπολήσει δηλαδή αυτό που νομίζεται ότι η ίδια είναι και να απολογείται συνεχώς για ό,τι δεν υπάρχει ανάγκη να απολογηθεί.
Είναι το λιγότερο απαράδεκτη αυτή η αναφορά και αυτήη ταύτιση γάμου – Βασιλείας των Ουρανών. Ο γάμος δεν είναι εικόνα των εσχάτων. Στην ορθόδοξη θεολογία ισχύει το Μαξιμιανό τρίπτυχο«σκιά – εικόνα – αλήθεια» («σκιά τα της Παλαιάς, εικών τα της Νέας Διαθήκης, αλήθεια δε η των μελλόντων κατάστασις» σύμφωνα με τον όσιο Μάξιμο Ομολογητή).Η σκιά της Π. Δ., η εικόνα της Κ.Δ., η αλήθεια των εσχάτων. Ο γάμος ίσως να είναι εικόνα, αλλά ούτε εικόνα είναι γιατί δεν εικονίζει κάτι στα έσχατα. Επομένως ό,τι δεν έχει τη ρίζα του και την απαρχή του στα έσχατα δεν έχει υπόσταση.
Εσχατολογικά υφίσταται μόνο το ιερό μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας («ου μη πίω απ’ άρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης όταν αυτό πίνω μεθ’ υμών καινόν εν τη βασιλεία του πατρός μου»). Αναζητούμε τη δομή της εκκλησίας στη δομή της Θ. Ευχαριστίας, καθώς η εκκλησία συνέρχεται «επί το αυτό». Έτσι η εκκλησία συνδέεται με τα μυστήρια (το κατεξοχήν δηλ. της Θ. Ευχαριστίας το οποίο και «σημαίνει» την εκκλησία κατά τον Καβάσιλα) κι επομένως με την ευχαριστιολογία.
Ο γάμος λοιπόν που θεωρείται ως «εικόνα», δεν έχει την αναφορά του στην αλήθεια. Η ευχαριστιακή σύναξη «λειτουργεί» ως σκιά, εικόνα και αλήθεια; Σημαντική είναι η επισήμανση του αγίου Περγάμου κ.κ. Ιωάννη Ζηζιούλα που μας λέει πως «η εικόνα είναι μια παρουσία κρυμμένη κάτω από πράγματα φθαρτά που είναι προορισμένα να εκλείψουν». Έτσι η εικόνα «συνεχίζει» την πορεία της και την ύπαρξης της εκεί όπου εκλείπουν τα φθαρτά. Η ευχαριστιακή σύναξη «λειτουργεί» ως σκιά και εικόνα και αλήθεια. Αυτό φαίνεται και στη «Μυσταγωγία» του Μαξίμου Ομολογητή, όπου όλα στην ευχαριστιακή σύναξη εικονίζουν τη Βασιλεία του Θεού και παραπέμπουν στα έσχατα (ως εικόνες των εσχάτων).
Εύλογα θα αναρωτηθεί ίσως κάποιος, γιατί ο απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει το γάμο ως «μέγα μυστήριο». Αυτός όμως είναι ο μισός στίχος της προς Εφεσίους επιστολής όπου υπάρχει και η αναφορά αυτή. Το υπόλοιπο τι λέει; «Εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την εκκλησίαν» (Εφεσ. 5,32).Διευκρινίζει ο Παύλος ποιο είναι το «μέγα μυστήριο». Η αναφορά στο γάμο γίνεται προς αλληγορία. Δεν αναφέρεται στο γάμο. Θέλει με τον τρόπο αυτό να δείξει τη σχέση Χριστού – Εκκλησίας (κάτι το οποίο συναντάται και στο θαυμάσιο «Άσμα Ασμάτων» της Π.Δ. όπου η σχέση Χριστού – Εκκλησίας παραλληλίζεται με τη σχέση άνδρα – γυναίκας μέσα από υπέροχες εκφράσεις συναισθημάτων τρυφερότητας και έρωτα).
Η λέξη «μυστήριο» όπως είδαμε δεν χαρακτηρίζει και απαντά μόνο στην ακολουθία του γάμου, αλλά και σε άλλες ακολουθίες. Από την άλλη το γεγονός ότι ο Χριστός πήγε σε ένα γάμο, δεν σημαίνει ότι ο γάμος ως καθαυτό γεγονός είναι μυστήριο. Και σε κηδεία πήγε. Γιατί δεν θεωρούμε και την κηδεία μυστήριο τη στιγμή που η αγία μας εκκλησία ψάλλει «όντως φοβερότατον το του θανάτου μυστήριον» (ιδιόμελο δ’ ήχου); Και με την πόρνη πήγε και μίλησε ο Χριστός; Γιατί δεν είναι η πορνεία μυστήριο; όπου πήγε ο Χριστός δηλαδή όλα τα κάνουμε μυστήρια;
Με τη φράση λοιπόν «μέγα μυστήριο» ο Παύλος έχοντας μία ευρύτερη αντίληψη του θέματος θέλει να δηλώσει κάτι πιο ουσιαστικό και με τον παραλληλισμό αυτό να δώσει βάση στη σχέση Χριστού – Εκκλησίας. Η ένωση άντρα και γυναίκας είναι μυστήριο και ανάγεται στο μυστήριο της ένωσης του Χριστού και της Εκκλησίας. Η έννοια του μυστηρίου δεν εγκλωβίζεται, δεν υπερτονίζεται και δεν απολυτοποιείται. Το μυστήριο ως στοιχείο «αχώρητο» και «άδηλο» εννοιοκρατικά και σκεπτικιστικά διαπνέει με μυσταγωγία και άδηλη χάρη τον άνθρωπο και την κτίση, τους οποίους και αγιάζει.
Ο γάμος αναντίρρητα αποτελεί ευλογία για τη συνέχεια του άντρα και της γυναίκας ες ένα, ως «σάρκα μία». Αλλά κι αυτό οντολογικά απολαμβάνει την πολυτέλεια της ύπαρξης χάρη στη μετοχή στο κατεξοχήν μυστήριο, εκείνο της Θ. Ευχαριστίας. Από τη στιγμή που ορισμένες ακολουθίες της εκκλησίας μας αποσπάστηκαν από το «σώμα» που είχε ως κεφαλή τη Θ. Ευχαριστία, δεν αποτελούν μυστήρια. Και ο γάμος δεν είναι μυστήριο υπό την έννοια αυτή.
Ηρακλής Αθ. Φίλιος

Περί θεολογίας ἀκριβεστάτης μάξιμος ο ομολογητής


ΜΕ’.
Περί θεολογίας ἀκριβεστάτης˙ καί ὅτι ὁ μή ὁρῶν τό φῶς τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης χείρων τυγχάνει τυφλῶν.  (338)

Ὦ φιλοικτίρμον Θεέ μου, ποιητά μου,
λάμψον πλεῖόν μοι τό ἀπρόσιτον φῶς σου,
ἵνα μου χαρᾶς ἐμπλήσῃς τήν καρδίαν.
Ναί, μή ὀργισθῇς, ναί, μή ἐγκαταλίπῃς,
ἀλλά αὔγασον ψυχήν μου τῷ φωτί σου˙
τό γάρ φῶς σου σύ, ὁ Θεός μου, τυγχάνεις.
Εἰ γάρ κέκλησαι πολλοῖς καί διαφόροις
τοῖς ὀνόμασιν, ἀλλ᾿ ἕν αὐτός ὑπάρχεις˙
τοῦτο δέ τό ἕν ἄγνωστον πάσῃ φύσει
καί ἀόρατον καί ἄφραστον τυγχάνει,
ὅ παραδεικνύμενον πάντα καλεῖται.
Τοῦτο οὖν τό ἕν τρισυπόστατος φύσις,

μία θεότης, μία τε βασιλεία,
μία δύναμις, ἕν ἡ Τριάς γάρ πέλει.
Τριάς μία γάρ ὁ Θεός μου, οὐ τρία,
τρία ὅμως δέ τό ἕν καθ᾿ ὑποστάσεις,
ὁμοφυεῖς ἀλλήλαις οὔσας τῇ φύσει,
ὁμοδυνάμους ὅλως, ὁμοουσίους,
ἀσυγχύτως μέν ὑπέρ νοῦν ἡνωμένας,
ἀδιαιρέτως δ᾿ αὖθις διαιρουμένας,
εἰς ἕν τά τρία καί τό ἕν γε εἰς τρία.
Εἷς γάρ ἐστιν ὁ ποιήσας τά πάντα
Ἰησοῦς Χριστός σύν Πατρί τῷ ἀνάρχῳ,
(338)    συνανάρχῳ τε Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ.
Ἕν οὖν ἡ Τριάς ἀμερίστως εἰς ἅπαν,
ἐν τῷ ἑνί τά τρία δέ, ἐν τοῖς τρισί τό ἕν δέ,
μᾶλλον δέ ἕν τά τρία μοι καί τό ἕν τρία πάλιν˙
νόει, προσκύνει, πίστευε νῦν καί εἰς τούς αἰῶνας.
Τό ἕν γάρ τοῦτο φαντασθέν, λάμψαν καί καταυγάσαν,
μεταληφθέν, μεταδοθέν πᾶν ἀγαθόν ὑπάρχει˙
διό οὐχ ἕν, ἀλά πολλά καί παρ᾿ ἡμῖν καλεῖται˙
φῶς καί εἰρήνη καί χαρά, ζωή, τροφή καί πόσις,
ἔνδυμα, περιβόλαιον, σκηνή καί θεῖος οἶκος,
ἀνατολή, ἀνάστασις, ἀνάπαυσις λουτρόν τε,
πῦρ, ὕδωρ, ποταμός, πηγή ζωῆς καί ῥεῖθρον,
ἄρτος καί οἶνος, ἡ καινή τῶν πιστῶν καρυκεία,
ἡ πανδαισία, ἡ τρυφή ἥν μυστικῶς τρυφῶμεν,
ἥλιος ὄντως ἄδυτος ἄστρον ἀειλαμπές τε,
λαμπάς ἐντός ἐκλάμπουσα τῆς ψυχικῆς οἰκίας.
Τοῦτο τό ἕν πολλά ἐστι καθαιροῦν τε καί κτίζον,
τοῦτο τό ἕν τά σύμπαντα παρήγαγε τῷ λόγῳ
καί πνεύματι δυνάμεως συνέχει ταῦτα πάντα.
Τοῦτο τό ἕν τόν οὐρανόν καί τήν γῆν ἐκ μή ὄντων
παρήγαγεν, οὐσίωσε, συνέστησεν ἀρρήτως,
τοῦτο τό ἕν τόν ἥλιον, σελήνην καί τά ἄστρα
θελήματι πεποίηκε, θαῦμα καινόν καί ξένον.
Τοῦτο τό ἕν τετράποδα, ἑρπετά καίθηρία
καί πετεινά παντοδαπά καί ἐνάλια πάντα
τῇ προστάξει παρήγαγε, καθώς ὁρῶνται πάντα.
Ἔσχατον δέ ἐποίησεν ἐμέ ὡς βασιλέα
καί πάντα ταῦτα δέδωκεν ἐμοί πρός θεραπείαν
ὡς δοῦλα καί τήν χρείαν μοι δουλικῶς ἐκπληροῦντα.
Πάντα οὖν τούτου τοῦ ἑνός Θεοῦ τῶν ὅλων, λέγω,
τό  πρόσταγμα ἐφύλαξε καί εἰσέτι φυλάττει,
κἀγώ μόνος, ὁ ἄθλιος, ἀχάριστος ἐδείχθην,
(339)    ἀγνώμων καί ἀνήκοος Θεοῦ, τοῦ πλάσαντός με
καί ταῦτα πάντα τά καλά ἀφθόνως παρασχόντος,
τήν ἐντολήν τε παραβάς ἀχρεῖος ἐγενόμην
καί χείρων πάντων τῶν κτηνῶν ἀπεφάνθην, ὁ τάλας,
καί παρετράπην τῆς ὁσοῦ τῆς εὐθείας καί θείας
καί τῆς δοθείσης δόξης μοι ἐκπέπτωκα ἀθλίως
καί ἐξεδύθην τήν στολήν τήν φωτεινήν καί θείαν,
καί ἐν τῷ σκότει γεγονώς νῦν ἐν τῷ σκότει κεῖμαι,
καί ἀγνοῶ ὅτι φωτός εἰμί ἐστερημένος,
καί˙ Ἴδε, λέγω, ἥλιος τήν ἡμέραν φωτίζει,
καί βλέπω τοῦτον˙ τῆς νυκτός ἐλθούσης πάλιν δύνει,
κἀγώ ἀνάπτω μοι κηρούς καί λαμπάδα καί βλέπω.
Καί τί τῶν πάντων ἔχει μου ἀνθρώπων πλέον ἄλλος;
Οὔτως γάρ πάντως βλέπουσιν ἄνθρωποι ἐν τῷ κόσμῳ
καί τούτου πλέον οὐδαμῶς καθορᾷ τις ἀνθρώπων.
Ταῦτα οὖν λέγων ψεύδομαι καί ἐμαυτόν ἐμπαίζω
καί ἐμαυτόν, Σῶτερ, πλανῶ κατ᾿ ἐμαυτόν κομπάζων,
μή θέλων γνῶναι ἐμαυτόν, ὅτι τυφλός τυγχάνω,
μή θέλων κοπιάσαι τε, μή θέλων ἀναβλέψαι,
μή θέλων ὁ κατάκριτος τήν τύφλωσίν μου γνῶναι.
Λέγω δέ˙ Τίς ἑώρακε Θεόν, τό φῶς τοῦ κόσμου;
Καί τοῦτο λέγων, Δέσποτα, ἀναισθητῶ εἰς ἅπαν
μή συνιείς ὅτι κακῶς λογίζομαι καί λέγω.
Ὁ γάρ τό φῶς σου μή ὁρῶν, καί βλέπειν ὅλως λέγων,
μᾶλλον δέ καί ἀδύνατον λέγων ὑπάρχειν τοῦτο,
τό κατιδεῖν σου, Δέσποτα, τό φῶς τῆς θείας δόξης,
πάσας ἀρνεῖται τάς γραφάς προφητῶν, ἀποστόλων,
τούς σούς τε λόγους, Ἰησοῦ, καί τήν οἰκονομίαν.
Εἰ γάρ ἐξ ὕψους ἔλαμψας, ἐπέφανας ἐν σκότει
καί παρεγένου, εὔσπλαγχνε, ἐν κόσμῳ μετ᾿ ἀνθρώπων,
(341) ἀναστραφῆναι καθ᾿ ἡμᾶς θελήσας φιλανθρώπως
καί φῶς τοῦ κόσμου σευτόν ἀψευδῶς ἔφης εἶναι,
ἡμεῖς δέ οὐχ ὁρῶμέν σε, οὐχί τυφλοί εἰς ἅπαν,
τυφλῶν τε ἀθλιώτεροι τυγχάνομεν, Χριστέ μου;
Ναί, ὄντως, ναί, ὡς ἀληθῶς καί νεκροί καί τυφλοί τε
ὑπάρχομεν μή βλέποντες σέ ζωοποιόν φάος.
Τόν ἥλιον τόν αἰσθητόν οἱ τυφλοί οὐχ ὁρῶσιν,
ἀλλά καί ζῶσι, Δέσποτα, καί ὁπωσοῦν κινοῦνται˙
οὐ γάρ ζωήν χαρίζεται, ἀλλά τό βλέπειν μόνον.
Σύ δέ ὑπάρχων ἅπαντα τά καλά, ἀεί δίδως
ταῦτα τοῖς δούλοις σου τοῖς βλέπουσι τό φῶς σου,
ὡς ὤν ζωή καί τήν ζωήν παρέχεις σύν τοῖς ἄλλοις
ἅπασι, λέγω, τοῖς καλοῖς, ἅπερ αὐτός τυγχάνεις.
Ὁ ἔχων σε ὡς ἀληθῶς ἔχει ἐν σοί τά πάντα.
Μή στερηθῶ σου, Δέσποτα, μή στερηθῶ σου, κτίστα,
μή στερηθῶ σου, εὔσπλαγχνε, ὁ ταπεινός καί ξένος˙
ξένος γάρ, ὡς εὐδόκησας, καί πάροικος ἐνταῦθα
οὐ προαιρέσει γέγονα, οὐ θελήσει μου ξένος,
ἀλλά τῇ χάριτι τῇ σῇ ἐμαυτόν ἔγνων ξένον
τῶν ὁρωμένων νοερῶς ἐλλαμφθείς τῷ φωτί σου
καί γνούς ὅτι πρός ἄϋλον καί ἀόρατον κόσμον
μετάγεις, κατοικίζεις τε τό ἀνθρώπινον φῦλον,
μερίζεις τε καί διαιρεῖς ἀξίους κατοικίας
ἑκάστῳ, ὡς ἐφύλαξεν, Σωτήρ, τάς ἐντολάς σου.
Διά τοῦτο οὖν δέομαι σύν σοί με κατατάξαι,
εἰ καί πολλά ἐξήμαρτον ὑπέρ πάντας ἀνθρώπους
καί ἄξιος κολάσεως εἰμί καί τιμωρίας,
ἀλλά με ἱκετεύοντα δέξαι ὡς τόν τελώνην
καί ὡς τήν πόρνην, Δέσποτα, εἰ καί μή ἴσως κλαίω,
εἰ μή ὁμοίως πόδας σου ταῖς θριξί μου ἐκμάσσω,
εἰ μή στενάζω καί θρηνῶ, Χριστέ, παραπλησίως˙
(342) ἀλλά ἐκβλύζεις ἔλεος καί βρύεις εὐσπλαγχνίαν,
πηγάζεις ἀγαθότητα, δι᾿ ὧν ἐλέησόν με.
Ναί, ὁ παγείς τάς χεῖράς σου, ναί, ὁ παγείς τούς πόδας
ἐν τῷ σταυρῷ καί λογχευθείς τήν πλευράν, πανοικτίρμον,
ἐλέησον καί ῥῦσαί με πυρός τοῦ αἰωνίου,
καλῶς καταξιώσας με ἐντεῦθέν σοι δουλεῦσαι,
ἀκαταγνώστως τότε δέ στῆναι ἐνώπιόν σου
καί προσδεχθῆναι ἔνδοθεν τοῦ νυμφῶνός σου, Σῶτερ,
ἔνθα συνευφρανθήσομαι σοί, τῷ καλῷ Δεσπότῃ,
ἀνεκλαλήτῳ χαρᾷ εἰς πάντας τούς αἰῶνας,
ἀμήν.

Ὅτι ὁ πόθος καί ἡ πρός Θεόν ἀγάπη ὑπερβαίνει πάσαν ἀγάπην




ΛΘ’.
Ὅτι ὁ πόθος καί ἡ πρός Θεόν ἀγάπη ὑπερβαίνει πᾶσαν ἀγάπην καί πάντα πόθον ἀνθρώπινον˙ βαφείς δέ ὁ νοῦς τῶν καθαιρομένων ἐν τῷ φωτί τοῦ Θεοῦ ὅλος θεοῦται καί νοῦς ἐκεῖθεν χρηματίζει Χριστοῦ.  (293)

Ἀμήχανον τό κάλλος σου, ἀσύγκριτον τό εἶδος,
ἡ ὡραιότης ἄφατος, ὑπέρ λόγον ἡ δόξα,
τό ἦθος, Δέσποτα Χριστέ, τό ἀγαθόν καί πρᾷον
τῶν γηγενῶν ὑπέρκειται τάς ἐννοίας ἁπάντων,
καί διά τοῦτο ὁ πρός σέ πόθος καί ἡ ἀγάπη
πᾶσαν ἀγάπην τῶν βροτῶν ὑπερνικᾷ καί πόθον.
Καθ᾿ ὅσον γάρ ὑπέρκεισαι τῶν ὁρωμένων, Σῶτερ,
κατά τοσοῦτον ὁ πρός σέ πόθος ὑπάρχει μείζων
καί συγκαλύπτει ἅπασαν ἀνθρωπίνην ἀγάπην
καί ἔρωτας τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν ἀποτρέπει,

ἐπιθυμίας πάσας δέ ἀποκρούεται τάχος˙
σκότος γάρ ὄντως τῶν παθῶν ἐπιθυμία πέλει
καί νύξ βαθεῖα τῶν αἰσχρῶν ἁμαρτιῶν ἡ πρᾶξις,
φῶς δέ ὁ ἔρως ὁ πρός σέ καί ἡ ἀγάπη, Σῶτερ.
Διό ἐξανατέλλουσα ἐν ψυχαῖς φιλοθέοις
εὐθύς ἡμέραν ἐμποιεῖ ἀπαθείας, Θεέ μου,
ἀποδιώκουσα παθῶν καί ἡδονῶν τό σκότος˙
ὤ θαῦμα, ὤ παράδοξον ἔργον Θεοῦ ὑψίστου
καί μυστηρίων δύναμις τῶν κρυπτῶς τελουμένων! 
Σύ καί τά ἄφθαρτα ἡμῖν καί τά φθαρτά χαρίζῃ,
σύ καί τά γήϊνα, Θεέ, σύν τοῖς ἐπουρανίοις,
(294) τά ἐνεστῶτά τε ὁμοῦ καί τά μέλλοντα, Λόγε,
ὡς πάντων πάντως ποιητής, ὡς ἔχων ἐξουσίαν
τῶν οὐρανίων, Δέσποτα, καί τῶν καταχθονίων˙
καί πῶς ἡμεῖς οἱ ἄθλιοι ἀγαπῶμεν ἀνθρώπους
ὑπέρ σέ πλέον καί αὐτοῖς δουλούμεθα ἀθλίως,
ἵνα μικρά ληψόμεθα καί φθαρτά παρ᾿ ἐκείνων
καί αὐτοῖς ἐκδιδόαμεν ψυχάς ἡμῶν ἀθλίας
καί σώματα ὡς ἄτιμα σκεύη τοῦ καταχρᾶσθαι;
Καί μέλη ὄντες, Δέσποτα, σοῦ τοῦ πάντων Δεσπότου
ἁγίου, πάντως ἅγια αὐτοκρατοῦς Δεσπότου,
τοῖς πονηροῖς οὐ φρίττομεν δαίμοσιν αὐθαιρέτως
ῥίπτειν αὑτούς εἰς ἄτιμα τῆς ἁμαρτίας ἔργα;
Τίς οὖν μή κλαύσῃ τῶν πιστῶν καί γνησίων σου δούλων,
τίς μή θρηνήσῃ τῆς πολλῆς αὐθαδείας τήν τόλμαν;
Τίς δέ μή φρίξῃ τήν πολλήν ἀνοχήν σου, Θεέ μου,
τίς μή τρομάσῃ κρίσεως ἀνταπόδοσιν θείας,
τό ἄστεκτον καί ἄσβεστον πῦρ, οἴμοι, τό τῆς γεέννης,
ἔνθα κλαυθμός τε καί βρυγμός ὑπάρχει τῶν ὁδόντων
καί πόνος ἀπαράκλητος καί ἄφραστος ὀδύνη;
Ἀλλ᾿, ὦ ἥλιε ἡλίου καί σελήνης,
ἀστέρων πάντων καί φωτός καί παντός ἄλλου κτίστα,
τούτων ἔξω με κρύψον ἐν τῷ φωτί σου,
ἵνα μόνον σέ βλέπων ἐν τῷ φωτί σου
κόσμον μή ὁρῶ μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ,
ἀλλά βλέπων ἔσομαι ὡς μή βλέπων
καί ἀκούων ὡς μή ἀκούων, Λόγε,
καί καθώσπερ πάσχουσιν οἱ ἐν τῷ σκότει
καθεζόμενοι τῶν ἡδονῶν τοῦ βίου,
φιλοδοξίας σκότει κεκαλυμμένοι,
βλέποντες οὐ βλέπουσι δόξαν σου θείαν
(295) καί ἀκούοντες οὐ συνιοῦσιν ὅλως
τάς ἐντολάς σου καί τά προστάγματά σου,
οὕτως κἀγώ ἔσομαι ἐν τῷ φωτί σου
μή βλέπων κόσμον μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ.
Τίς γάρ ἰδών σε καί ἀστραφθείς αἰσθήσεις
ἐκ τῆς δόξης σου, ἐκ φωτός σου τοῦ θείου,
οὐκ ἠλλοιώθη νοῦν, ψυχήν καί τάς φρένας,
καί βλέπειν ἄλλως καί ἀκούειν ὡσαύτως,
Σῶτερ, κατηξίωται πανεξαισίως;
Ἐμβάπτεται γάρ ὁ νοῦς ἐν τῷ φωτί σου
καί λαμπρύνεται καί φῶς ἀποτελεῖται
ὅμοιον τῆς δόξης σου, καί νοῦς καλεῖται
σός ὁ τοιοῦτος ἀξιωθείς γενέσθαι,
καί νοῦν ἔχειν σόν τότε καταξιοῦται
καί ἕν μετά σοῦ γίνεται ἀχωρίστως˙
καί πῶς μή βλέπει ὥσπερ σύ καί ἀκούει
πάντα ἀπαθῶς; Πῶς δέ ἐπιθυμήσει
Θεός γεγονώς αἰσθητοῦ τινος ὅλως
ῥευστοῦ καί φθαρτοῦ πράγματος εἴτε δόξης,
ὁ ὑπεράνω γεγονώς τούτων πάντων
καί ὑπέρ πᾶσαν δόξαν τήν ὁρωμένην;
Ὑπεράνω γάρ πάντων τῶν ὁρωμένων
ὁ γενόμενος καί Θεῷ πλησιάσας,
μᾶλλον δέ Θεός καί αὐτός χρηματίσας,
πῶς ἐν τῶν κάτω κειμένων δόξαν ὅλως
ἤ τρυφήν θελήσειεν ἐπιζητῆσαι;
Ταῦτα γάρ αὐτῷ αἰσχύνη ὄντως πέλει,
ὕβρις, ἐξουδένωσις καί ἀτιμία.
Δόξα δέ αὐτῷ καί τρυφή τε καί πλοῦτος
Θεός, ἡ Τριάς, καί τά Θεοῦ καί θεῖα,
ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί κράτος
ἀεί τε καί νῦν καί εἰς πάντας αἰῶνας,
ἀμήν.

Κατά διάλεκτον Θεού καί τού Πατρός τών λόγων ὁ Λόγος˙



ΝΓ’.
Κατά διάλεκτον Θεοῦ καί τοῦ πατρός τῶν λόγων ὁ λόγος˙ καί ὅπως ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐλλαμπόμενος ὁ θεῖος οὗτος πατήρ ὡμίλει Θεῷ καί ὑπ᾿ ἐκείνου ἐμυσταγωγεῖτο τά θεῖά τε καί ἀνθρώπινα. (382)

Ἴδε μου, Χριστέ, τήν θλῖψιν,
ἴδε μου τήν ἀθυμίαν,
ἴδε μου καί τήν πτωχείαν.
Ἴδε τήν ἀσθένειάν μου
καί οἰκτείρησόν με, Λόγε!
Λάμψον μοι καί νῦν ὡς πάλαι
καί καταύγασον ψυχήν μου˙
φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου
τοῦ ὁρᾶν σε, φῶς τοῦ κόσμου,
τήν χαράν, τήν εὐφροσύνην,
τήν ζωήν τήν αἰωνίαν,
τήν τρυφήν τήν τῶν ἀγγέλων,
βασιλείαν οὐρανῶν τε

καί παράδεισόν σε ὄντα,
στέφανον τόν τῶν δικαίων
καί κριτήν καί βασιλέα.
Τί τό πρόσωπόν σου κρύπτεις;
Τί χωρίζῃ μου, Θεέ μου,
ὅς οὐ θέλεις χωρισθῆναι
(383) πώποτε τῶν σέ φιλούντων;
Τί με φεύγεις, τί με καίεις,
τί με τέμνεις καί συντρίβεις;
Οἶδας, ὅτι ἀγαπῶ σε
καί ἀπό ψυχῆς ζητῶ σε.
Ἀποκάλυψον, ὡς εἶπας,
καί ἐμφάνισον σαυτόν μοι.
Οἶδα γάρ ἀληθινόν σε,
ἔγνωκα ὡς ἀφευδής εἶ
καί φιλεῖς τούς σέ φιλοῦντας
καί προσομιλεῖς ὡς φίλοις
οὐ σκιᾷ οὐδέ ἐμφάσει,
οὐδ᾿ ὡς νοῦς νοΐ ἑτέρῳ,
ἀλλ᾿ ὡς λόγος ὤν ἀρχῆθεν,
ἐνυπόστατος ζωή τε,
ἐκ πατρός γεγεννημένος
καί αὐτῷ συνηνωμένος
καί συνόμιλος ἀφράστως.
Οὕτως οὕς αὐτός γεννήσεις
Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ
καί υἱούς σου ἀποδείξεις,
μᾶλλον μέν οὖν ἀδελφούς σου
καί Θεοῦ υἱούς, Πατρός σου,
τούτοις καί συνομιλεῖς τε
καί αὐτούς ὁρῶν ὁρᾶσαι
ὑπ᾿ αὐτῶν ἐκείνων πάλιν.
Δεῖξον οὖν τήν εὐσπλαγχνίαν,
δεῖξον τήν φιλανθρωπίαν
καί τό ἔλεός σου, Σῶτερ,
(384) Ποίων ἄρα τῶν κτισμάτων;
Τῶν ἐνύλων καί ἀΰλων˙
ἔνυλα γάρ, ἅπερ βλέπεις,
ἄϋλοι δέ ἄγγελοί γε.
Μέσον τούτων οὖν, σοί λέγω,
ζῷον ἄνθρωπος, διπλοῦν δέ˙
ἐν αἰσθητοῖς μέν ἄϋλον,
ἐν ἀΰλοις αἰσθητόν δέ.
Τοῦτον οὖν ὡς αἰσθητόν μέν
κύριον τῶν ὁρωμένων
καί δεσπότην εἰργασάμην,
δοῦλα ὡς ὁρατά πάντα
αὐτῷ μόνῳ ὑποτάξας,
ὅπως βλέπῃ μου τά ἔργα
καί δοξάζῃ με τόν κτίστην˙
ὡς δέ λογικόν τε ὄντα
καί νοερῶς καθορῶντα,
δέδωκα αὐτόν ὁρᾶν με
καί ἐκ τούτου τῶν ἀγγέλων
ἐν ἀξίᾳ καθεστᾶναι.
Βλέπε, σύνες, τί σοι εἶπον˙
ἄνθρωπος διπλοῦς ὑπάρχων
ἔβλεπε τοῖς αἰσθητοῖς μέν
ὀφθαλμοῖς τά κτίσματά μου,
τοῖς νοεροῖς δέ πρόσωπον
ἔβλεπεν ἐμοῦ τοῦ κτίστου,
ἐθεώρει μου τήν δόξαν
καί ὡμίλει μοι καθ᾿ ὥραν.
Ὅτε δέ τήν ἐντολήν μου
παραβάς ἀπό τοῦ ξύλου
ἔφαγεν, ἀπετυφλώθη
καί ἐγένετο ἐν σκότει
(387) τοῦ θανάτου, καθώς εἶπον,
ὅπερ λέγεται κρυβῆναι˙
τοῦτο γάρ ἐκεῖνος τότε
ὑπενόησεν ἀφρόνως.
Ποῦ γάρ εἶχέ με κρυβῆναι
ἤ ἐν ποίῳ τόπῳ, λέγε;
Σύ δέ νῦν λογίζῃ χεῖρον,
ἀφρονέστερον ἐκείνου,
ὅτι κρύπτομαι μή θέλων
ὁραθῆναί σοι εἰς ἅπαν.
Εἰ γάρ μή ὁρᾶσθαι θέλω,
τί καί ἐν σαρκί ἐφάνην;
Τί δέ καί κατῆλθον ὅλως;
Τί δέ καί ὡράθην πᾶσι;
Μή ἀγνόει μου τάς πράξεις,
μηδέ τάς οἰκονομίας˙
ὁ Ἀδάμ τυφλωθείς πρῶτον
ἐλεγχθείς καί διδαχθείς τε
ὑπ᾿ἐμοῦ μετανοῆσαι
οὐκ ἠθέλησεν, ἀλλ᾿ ὅλως
ἀταπείνωτος εὑρέθη,
εἶπε δέ μᾶλλον˙ Ἡ γυνή
ἥμαρτεν, ἥν δέδωκάς μοι,
ὡσανεί τῆς ἁμαρτίας
αἴτιόν με ἀποφήνας.
Ὁμοίως πάλιν ἡ γυνή
ᾐτιάσατο τόν ὄφιν,
καί οὐδείς ἡμαρτηκέναι
ὡμολόγησεν οὐδ᾿ ὅλως.
Διά τοῦτο ἐξεβλήθη
τῆς τρυφῆς τοῦ παραδείσου
(388) καί ἔμεινεν ἐν αἰσθητοῖς
μόνοις μετά τῶν ἀλόγων,
ἄλογος ἐκ λογικῶν τε
γεγονώς καί ἔνυλός γε,
χωρισθείς ἐκ τῶν ἀΰλων.
Θαῦμα ξένον˙ ὥσπερ σῶμα,
γέγονεν ὀμμάτων δίχα
ἡ ψυχή ἐκτυφλωθεῖσα
καί Θεόν μή καθορῶσα.
Σῶμα μέν, εἰ τυφλωθείη,
ὑπό τῆς ψυχῆς κινεῖται˙
ἡ ψυχή δέ τυφλωθεῖσα
ποίαν κίνησιν εὑρήσει;
Ζῆν δέ πῶς ὅλως ἰσχύσει;
Οὐδαμῶς, ἀλλά θανεῖται
θάνατον εἰς τόν αἰῶνα,
ὅπερ ἔπαθον, ὡς εἶπον,
οἱ πρωτόπλαστοι ἀνοίᾳ
καί κατῆλθον εἰς τόν ᾅδην
καί εἰς φθοράν κατήχθησαν, οὕσπερ κατελεήσας
ἄνωθεν ἐγώ κατῆλθον˙
ἀόρατος ὤν πάντῃ
πάχους καί σαρκός μετέσον
καί ψυχήν ἀνελαβόμην,
Θεός ὤν ἀναλλοιώτως
ἐγενόμην σάρξ, ὁ Λόγος.
Ἐκ σαρκός ἀρχήν λαβών δέ
ἄνθρωπος ὡράθην πᾶσιν.
Διά τί οὖν ὅλως τοῦτο
ἠνεσχόμην τοῦ ποιῆσαι;
Ὅτι ἐπί τούτῳ πάντως
ἔκτισα, καθώς καί εἶπον,
(389) τόν Ἀδάμ τοῦ καθορᾶν με.
Ἐπειδή δέ ἐτυφλώθη,
ἐξ ἐκείνου τε οἱ πάντες
τούτου ἀπόγονοι ἅμα,
οὐχ ὑπέφερον, αὐτός μέν
εἶναι ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ,
παρορᾶν δέ τυφλωθέντας
τῇ τοῦ ὄφεως ἀπάτῃ,
οὕσπερ ἔκτισα χερσί μου.
Ἀλλά ὅμοιος ἀνθρώποις
ἐγενόμην κατά πάντα,
αἰσθητός τοῖς αἰσθητοῖς γε,
καί ἡνώθην τούτοις θέλων.
Βλέπεις, πόσον πόθον ἔχω
τοῦ ὁρᾶσθαι παρ᾿ ἀνθρώπων,
ὡς καί ἄνθρωπος γενέσθαι
θελῆσαι καί ὁραθῆναι.
Πῶς οὖν εἶπας κρύπτεσθαί με
ἀπό σοῦ καί μή ὁρᾶσθαι;
Ὄντως λάμπω, ἀλλ᾿ οὐ βλέπεις.
Πρόσεχε τῷ μυστηρίῳ˙
ἔβλεπε θεότητός μου
δόξαν ὁ Ἀδάμ καί ἔζη,
παραβάς δ᾿ ἀπετυφλώθη
καί εὐθύς ἀπενεκρώθη
μή θελήσας μεταγνῶναι,
μηδ᾿ εἰπών˙ Ἡμάρτηκά σοι.
Διά τοῦτο οὖν ἐνδίκως
ἀποστρέφειν κατεκρίθη
εἰς τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη˙
ὕστερον δέ τοῦτο πάντως
ὡς ἀπόφασις ἐδόθη
(390) καί τοῖς πᾶσιν ἐλογίσθη
ἄφυκτος ὡς τιμωρία.
Ἀλλ᾿ οὐκ ἔστι τιμωρία,
μᾶλλον δέ εὐεργεσία.
Οὐ γάρ εἴασα συνεῖναι
τό φθαρτόν σύν τῷ ἀφθάρτῳ.
Χεῖρον ἦν γάρ τοῦ λυθῆναι
τό δεδέσθαι αἰωνίως
καί ἀθάνατον ὑπάρχειν
τό κακόν ἐν ἀμφοτέροις.
ἡ ψυχή γάρ ἐκπεσοῦσα
τῆς ζωῆς γε τῆς ἐνταῦθα,
πάλιν τε, εἴπερ τό σῶμα
τό φθειρόμενον ὑπῆρχε
φέρουσα συνηνωμένον,
πῶς οὐκ ἦν θανάτου χεῖρον,
χωρισμοῦ ψυχῆς, σοί λέγω;
Δύο οὖν εἰσι θάνατοι,
σώματός τε καί ψυχῆς.
Ὁ θανών ψυχῇ, εἰπέ μοι,
καί φθαρτόν ἐκ τούτου σῶμα
περιφέρων ἡνωμένον,
κατ᾿ ὀλίγον τε γηράσκον
καί λυόμενον καί ῥέον,
εἰ μή ἔμελλε λυθῆναι
τούτου τε καί χωρισθῆναι
ἡ ψυχή, ἀλλ᾿ αἰωνίως
ἦν συνδεδεμένη τούτῳ,
πῶς οὐ χείρων πάσης ἄλλης
τιμωρίας τῆς ἐν ᾅδη
αὕτη ἡ ζωή ὑπῆρχε;
Βλέπε μοι τούς ὑπό νόσου
(391) ἱερᾶς κατεχομένους,
πῶς αἱ σάρκες αἱ ἐκείνων
φθείρονται καί δαπανῶνται,
πῶς χειρῶν, ποδῶν τε δίχα
καί ὀμμάτων καί χειλέων
καί ῥινῶν εἰσι καί ὤτων,
πῶς ἀκίνητοι εἰς ἅπαν,
πῶς καί ἄλαλοι κωφοί τε
ταῖς φωναῖς ταῖς ἀλαλήτοις
τόν Θεόν ἐπικαλοῦνται
ταύτης τῆς σαρκός λυθῆναι.
Εἰ γάρ οὕτως εἰς αἰῶνας,
ἵνα πάλιν εἴπω, εἶναι
ἐκληρώσατο, οὐ χεῖρον
τοῦ θανεῖν τό ζῆν ὑπῆρξε;
Οὕτως οὖν εὐεργεσία
γέγονεν ἡ τιμωρία,
μᾶλλον δέ οὐ τιμωρία,
ἀλλ᾿ οἰκονομία θεία.
Ὁ γάρ θάνατος ἀνθρώπων
θάνατος πραγμάτων πέλει˙
θάνατος φροντίδων λύσις,
θάνατος ἐλευθερία
νόσων καί παθῶν παντοίων,
θάνατος ἁμαρτημάτων
ἐκκοπή καί ἀδικίας,
θάνατος ἀπαλλαγή τε
τῶν κακῶν τοῦ βίου πάντων,
τοῖς βιώσασι καλῶς δέ
πρόξενος χαρᾶς ἀλήκτου
καί τρυφῆς τῆς ἀϊδίου
καί φωτός τοῦ ἀνεσπέρου.
Ὅμως πρό τοῦ χωρισθῆναι
ἐκ τοῦ σώματος, σοί λέγω,
(392) βλέπε τάς εὐεργεσίας,
βλέπε τάς οἰκονομίας,
μάνθανε τάς δωρεάς μου.
Ἐφανέρωσα τῷ κόσμῳ
ἐμαυτόν καί τόν Πατέρα
καί ἐξέχεα πλουσίως
τό Πανάγιόν μου Πνεῦμα
ἐπί πᾶσαν ὄντως σάρκα,
καί τό ὄνομά μου πᾶσιν
ἀπεκάλυψα ἀνθρώποις,
καί τοῖς ἔργοις, ὅτι κτίστης
καί δημιουργός ὑπάρχω,
ἔδειξα καί νῦν δεικνύω
πάντα, ἅ ποιῆσαι ἔδει,
ἀμήν.

Είτε Φαντασία τίς ήν ημερινή, είτε νυκτός αψευδής Όψις μάξιμος ο ομολογητής



ΟΗ (78). ..».... ΕΙΤΕ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΙΣ ΗΝ ΗΜΕΡΙΝΗ, ΕΙΤΕ ΝΥΚΤΟΣ ΑΨΕΥΔΗΣ ΟΨΙΣ, ..».
Ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόγου, εἰς τό, «Εἴτε φαντασία τις ἦν ἡμερινή, εἴτε νυκτός ἀψευδής ὄψις, εἴτε τοῦ ἡγεμονικοῦ τύπωσις, συγγινομένου τοῖς μέλλουσιν ὡς παροῦσιν».

Ἄκρως καθαρθείς τῶν οἷς μολύνεσθαι πέφυκε τῶν ἀνθρώπων ἡ φύσις ὁ μακάριος οὗτος Πατήρ διά τῆς πρακτικῆς φιλοσοφίας, καί τόν νοῦν δι᾿ ὅλου ποιωθείς τῷ ἁγίῳ Πνεύματι ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν θείων θεωρημάτων, διά τῆς ἀληθοῦς κατά τήν γνῶσιν μυσταγωγίας, οἷα δή τά ἴσα τοῖς ἁγίοις προφήταις παθών, τά εἴδη τῆς προφητείας ἐν τούτοις ἡμῖν ἀπηρίθμησεν. Οἷς εἴπερ τό δεῖν ὅλως τολμᾷν οὕτω μεγαλοφυῶς τε καί ἐνθεαστικῶς εἰρημένοις, καί πάντων τῶν μή τοιούτων οἳος αὐτός ἦν ὁ διδάσκαλος τήν δύναμιν ὑπερβαίνουσιν, ἐπιβάλλειν οἰόμεθα χρήσιμον, στοχαστικῶς, ἀλλ᾿ οὐκ ἀποφαντικῶς τοῦτο ποιητέον. Οἶμαι τοίνυν στοχαστικῶς εἰπεῖν κατά τήν ἐμήν ἀμβλυωπίαν,
"φαντασίαν ἡμερινήν" αὐτόν εἰρηκέναι τήν τῶν ἀπροσώπως τοῖς ἁγίοις ὡς δι᾿ αἰσθήσεως ἀκουομένων πνευματικῶς καί φαινομένων λόγων καί πραγμάτων ὄψιν τε καί ἐνήχησιν. Οὐ γάρ δή λέγειν θέμις ἐπί τῶν θείων τό θαυμαστόν πάντως δεῖν παρεῖναι πρός διατύπωσιν τῆς φαντασίας, ἀλλά παραδόξως τε καί ὑπερφυῶς καί μή παρόντος προσώπου καί φωνῶν αἰσθητῶν μή κτυπουμένων δι᾿ ἀέρος τήν φαντασίαν ἐνεργεῖν, ὥστε ἀληθῶς ἀκούειν καί ὁρᾷν τόν τά θεῖα μυσταγωγούμενον. Ἐπειδή γάρ  πᾶσα φαντασία ἤ τῶν παρόντων, ἤ τῶν παρελθόντων· τῶν δέ μήπω γενομένων παντάπασίν ἐστιν οὐδαμῶς. Σχέσις γάρ ἔστι τοῖς ἄκροις δι᾿ ἑαυτῆς μεσιτεύουσα. Ἄκρα δέ φημι τό τε φανταστικόν, καί τό φανταστόν, ἐξ ὧν διά μέσης τῆς φαντασίας, σχέσεως οὔσης τῶν ἄκρων, τό φάντασμα γίνεται, πέρας ὑπάρχον ἐνεργείας καί πάθους, ἐνεργείας μέν τοῦ φανταστικοῦ, πάθους δέ τοῦ φανταστοῦ, τῶν διά μέσης τῆς φαντασίας, σχέσεως αὐτῶν ὑπαρχούσης περί αὐτό, ἀλλήλοις συναπτομένων ἄκρων.

Πάντα γάρ τά κατά τί τινων ἀντιλαμβανόμενα ἐνεργεῖν λέγεται, πάντα δέ κατά τι ἄλλοις ὑποπίπτοντα πάσχειν. Τά οὖν καταλαμβάνοντα φυσικῶς ἐνεργοῦσι, τά δέ καταλαμβανόμενα φυσικῶς πάσχουσι, πέρας ἔχοντα πάθους καί ἐνεργείας τήν πρός ἄλληλα κατά τό μέσον συνάφειαν. Διά τοῦτο δεῖν ἐπί τῶν θείων τό φανταστόν οἴεσθαι μή παρεῖναι νομίζω πρόσφορον, ἐπεί οὐκ ἔτι μέλλει παρεῖναι τό καθ᾿ ὑπόστασιν ἰδίαν πραγματειωδῶς ἤδη παρόν, καί ἅμα μηδέ θεῖον εἶναι πιστεύεται, τῆς κατά φύσιν ἀκολουθίας πλέον ἔχον οὐδέν. Εἰ γάρ ἡμεῖς καθ᾿ ὕπνον νύκτωρ φανταζόμενοι καί ὁρῶμεν καί ἀκούομεν, πολλάκις μηδενός ὄντος τοῦ λαλοῦντος ἤ ὁρωμένου, πολλῷ μᾶλλον γρηγοροῦντες ἀληθῶς οἱ ἅγιοι πείσονται τοῦτο, τοῦ Θεοῦ ἐνεργοῦντος αὐτοῖς γρηγοροῦσι κατά παράδοξον χάριν, ὅπερ ἡμεῖς πάσχειν νόμῳ φύσεως κατά τόν ὕπνον εἰώθαμεν.

"Ἀψευδῆ δέ νυκτός ὄψιν" αὐτόν ὑπολαμβάνω λέγειν ἤ τήν ἐν τοῖς ὕπνοις κατά ψυχήν ἀκριβῆ γινομένην τῶν μελλόντων πραγμάτων κατάληψιν, ὡς ἐπ᾿ Ἰωσήφ καί Δανιήλ, ἤ ὀπτασίαν τινά θείων πραγμάτων διά τήν ἐκ πολλῆς καθαρότητος ἄκραν ἀπάθειαν καί σαρκός ὀφθαλμοῖς ἁγίων ὑποπτίσουσαν. "Τήν δέ (≡14Δ_320≡> τοῦ ἡγεμονικοῦ τύπωσιν: οἶμαι κατ᾿ ἔμφασιν αὐτόν λέγειν τούς μονοτρόπως, ὡς ἐν εἰκόνι, κατά τήν ἁπλῆν καί ἀδιάστατον τοῦ νοεροῦ προσβολήν τοῖς ἁγίοις προσφαινομένους τῶν μελλόντων τύπους.
Κἀγώ μέν ταῦτα στοχαστικῶς περί τούτων θαῤῥήσας εἶπον, τῆς κατ᾿ αὐτά πείρας τήν χάριν οὐκ εἰληφώς, διά τήν τοῦ ἐπιτάξαντος κέλευσιν. Εἰ δέ τις τῶν εἰληφότων τήν χάριν τούτοις ἐντύχοι, μή με τῆς προπετείας μέμψαιτο, ἀλλά μᾶλλον τῆς εὐπειθείας ἀποδείξατο, κἄν οὐδεμίαν ἐμφαντικήν δύναμιν τοῦ σκοποῦ τῶν προτεθέντων ὁ παρών ἔχῃ λόγος.

Διά λόγου και Θεωρίας




Ε (5). «...ΔΙΑ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑΣ..».
Ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόγου, εἰς τό, " ᾯτινι μέν οὖν ἐξεγένετο διά λόγου καί θεωρίας διασχόντι τήν ὕλην καί τό σαρκικόν τοῦτο, εἴτε νέφος χρή λέγειν, εἴτε προκάλυμμα, Θεῷ συγγενέσθαι, καί τῷ ἀκραιφνεστάτῳ φωτί κραθῆναι, καθ᾿ ὅσον ἐφικτόν ἀνθρωπίνῃ φύσει μακάριος οὗτος τῆς ἐντεῦθεν ἀναβάσεως καί τῆς ἐκεῖσε θεώσεως, ἥν τό γνησίως φιλοσοφῆσαι χαρίζεσθαι, καί τό ὑπέρ τήν ὑλικήν δυάδα γενέσθαι διά τήν ἐν Τριάδι νοουμένην ἑνότητα».

Ἐγώ μέν οὐκ οἶμαι ἐλλιπῶς ἔχειν τόν (=1108=) ἀποδοθέντα περί τῆς ἀρετῆς τῶν ἁγίων τοῦ διδασκάλου λόγον, κἄν τινες, ὡς γεγράφατε, τοῦτο νομίζωσι, διά τοῦ λόγῳ καί θεωρίᾳ μόνον πρακτικῆς δίχα τήν κατά Θεόν τῶν μετελθόντων αὐτήν φιλοσοφίαν εἰπεῖν, τοὐναντίον δέ διηρημένην τῇ πράξει τήν ἀληθῆ περί τά ὄντα κρίσιν αὐτῶν καί ἐνέργειαν, ἥν δή φιλοσοφίαν ὄντως πληρεστάτην ἔγωγε τολμήσας μόνην ὁρίζομαι, μάλα σαφῶς εἰσηγεῖσθαι αὐτόν ὑπολαμβάνω, λόγῳ καί θεωρίᾳ κατορθοῦσθαι αὐτήν ἀποφηνάμενον, ὡς τῷ λόγῳ συνημμένης πάντως τῆς πράξεως,
καί τῆς ἐπ᾿ αὐτῇ κρίσεως τῇ θεωρίᾳ περιεχομένης, εἴπερ λόγου μέν τό τάσσειν τήν τοῦ σώματος κίνησιν, οἷον χαλινῷ τινι τῷ ὀρθῷ λογισμῷ τῆς πρός ἀτοπίαν φορᾶς ἐπιστημόνων ἀναχαιτίζοντος, θεωρίας δέ τό τά καλῶς νοηθέντα τε καί κριθέντα ἐμφρόνως αἱρεῖσθαι ψηφίζεσθαι, οἱονεί φῶς παμφαέστατον (≡14Δ_120≡> δι᾿ ἀληθοῦς γνώσεως τήν ἀλήθειαν αὐτήν δεικνυούσης· οἷς ἀμφοτέροις μάλιστα καί δημιουργεῖται πᾶσα φιλόσοφος ἀρετή καί φυλάττεται, ὑφ᾿ ὧν καί ἐκφαίνεται διά σώματος οὐχ ὅλη.

Οὐ γάρ χωρεῖται σώματι, χαρακτήρ ὑπάρχουσα θείας δυνάμεως, ἀλλά τινα τῶν αὐτῆς σκιάσματα, καί τοῦτο οὐ δι᾿ ἑαυτήν, διά δέ τό τούς γυμνούς τῆς κατ' αὐτήν χάριτος εἰς μίμησιν ἐλθεῖν τῆς θεοειδοῦς τῶν φιλοθέων ἀνδρῶν ἀναστροφῆς, ἐφ' ᾧ τῇ μετοχῇ τοῦ καλοῦ καί αὐτούς τό τῆς κακίας αἶσχος ἀποθεμένους τῆς τῶν ἀξίων Θεοῦ γενέσθαι μοίρας, ἤ τούς δεομένους ἐπικουρίας τινός ὑπό τῶν δυναμένων τυχεῖν, ἐφ᾿ ᾧ τήν κρυπτομένην τῷ βάθει τῆς ψυχῆς τῶν ἐναρέτων διάθεσιν διά τοῦ σώματος κατά τήν πρᾶξιν φανεῖσαν ἀποδεξαμένους, τήν πᾶσι πάντα γινομένην καί διά πάντων πᾶσι παροῦσαν τοῦ Θεοῦ πρόνοιαν, καί αὐτούς ἀνυμνῆσαι. Ὡς εἴγε μηδείς ἦν ὁ εὖ παθεῖν δεόμενος, ἤ ὁ πρός ἀρετήν παραδείγματι τυπωθῆναι ὀφείλων, αὐτόν ἕκαστον ἀρκεῖν ἑαυτῷ πάντως, ταῖς κατά ψυχήν τῶν ἀρετῶν χάρισιν ἀβρυνόμενον. Καί δίχα τῆς τούτων διά τοῦ σώματος πρός τό ἐμφανές ἀποδείξεως λέγειν οὐκ ἄτοπον.

Ὁ τοίνυν εὐσεβῶς διά θεωρίας κατανοήσας ὡς ἔχει τά ὄντα, καί διά βουλῆς λογικῆς ἐστοχασμένως τε καί ὀρθῶς τόν περί αὐτῶν ὁρισάμενος λόγον, καί φυλάττων ἑαυτῷ τήν κρίσιν, μᾶλλον δέ ἑαυτόν τῇ κρίσει ἀπαρέγκλιτον, πᾶσαν ὁμοῦ συλλαβών ἔχει τήν ἀρετήν, πρός οὐδέν ἄλλο μετά τήν ἐγνωσμένην ἀλήθειαν ἔτι κινούμενος, καί πάντα παρῆλθε διά σπουδῆς, οὐδενός τό παράπαν λόγον ποιούμενος τῶν ὅσα σαρκός καί κόσμου ἐστί καί λέγεται, ἐνδιαθέτως ἔχων ἤδη τῷ λόγῳ περιεχομένην ἀμάχως τήν πρᾶξιν, οἷα τοῦ ἐφ' ἡμῖν πάντας ἑαυτῷ τοῦ διανοητικοῦ τούς κρατίστους ἀπαθεῖς ἐπικομιζομένους λόγους, καθ᾿ οὕς πᾶσα ἀρετή καί γνῶσίς ἐστι καί ὑφέστηκεν, ὡς δυνάμεις (≡14Δ_122≡> ὄντας ψυχῆς λογικῆς, πρός μέν τό εἶναι σώματος οὐδ᾿ ὅλως χρῄζοντας, πρός δέ τό φανῆναι (=1109=) διά τάς εἰρημένας αἰτίας κατά καιρόν αὐτῷ χρῆσθαι οὐκ ἀναινομένους. Φασί γάρ τοῦ διανοητικοῦ εἶναι, ἰδικῶς μέν τάς νοήσεις τῶν νοητῶν, τάς ἀρετάς, τάς ἐπιστήμας τούς τῶν τεχνῶν λόγους, τό προαιρετικόν, τό βουλευτικόν, γενικῶς δέ τάς κρίσεις, τάς συγκαταθέσεις, τάς ἀποφυγάς, τάς ὁρμάς, καί τάς μέν εἶναι μόνης τῆς κατά νοῦν θεωρίας, τάς δέ τῆς κατά τόν λόγον ἐπιστημονικῆς δυνάμεως. Εἰ δέ τούτοις φρουρουμένην οἱ ἅγιοι τήν οἰκείαν ζωήν συνετήρησαν, ἄρα περιληπτικῶς διά τοῦ λόγου καί τῆς θεωρίας ὁ μακάριος οὗτος ἀνήρ πάντας τούς κατ᾿ ἀρετήν καί γνῶσιν εἰσηγήσατο λόγους τοῖς ἁγίοις συνηνειλημμένους, δι᾿ ὧν τῇ κατανοήσει τοῦ Θεοῦ κατά θεωρίαν γνωστικῶς προσανέχοντες ἐμφρόνως κατά λόγον διά τῶν ἀρετῶν τήν θείαν ἑαυτοῖς μορφήν ἐντυπώσαντο, πάντως οὐκ εἶναι ἀναγκαῖον οἰηθείς τήν διά τοῦ σώματος ὀνομάσαι πρᾶξιν, γινώσκων μή ἀρετῆς αὐτήν εἶναι ποιητικήν, ἀλλ᾿ ἐκφαντικήν, καί μόνων τῶν θείων νοημάτων τε καί λογισμῶν ὑπουργόν.
Ὡς ἄν δέ καί δι᾿ ἑτέρου τρόπου φανερόν γένηται τό λεγόμενον, φασίν οἱ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς πραγμάτων δι᾿ ἀκριβείας μετελθόντες τούς λόγους τοῦ λογικοῦ τό μέν εἶναι θεωρητικόν, τό δέ πρακτικόν· καί θεωρητικόν μέν τό κατά νοῦν, ὡς ἔχει τά ὄντα, πρακτικόν δέ τό βουλευτικόν, τό ὁρίζον τοῖς πρακτικοῖς τόν ὀρθόν λόγον. Καί καλοῦσι τό μέν θεωρητικόν νοῦν, τό δέ πρακτικόν λόγον, καί τό μέν σοφίαν, τό δέ φρόνησιν. Εἰ δέ τοῦτο ἀληθές, ἐκ τῆς αἰτίας ἄρα τήν πρᾶξιν κατά τό εἰκός, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ τῆς ὕλης ὠνόμασεν ὁ διδάσκαλος λόγον, τήν μηδέν ἔχουσαν ἀντικείμενον ἕξιν προσαγορεύσας. Λογικῶς γάρ καί γνωστικῶς, ἀλλ᾿ οὐ πολεμικῶς καί ἀγωνιστικῶς ἐμμέναι τοῖς ἀληθέσιν ὁ θεωρητικός, καί πλήν αὐτῶν ἄλλο τι ὁρᾷν διά τήν πρός αὐτά ἡδονήν οὐκ ἀνέχεται.

Εἰ δέ χρή καί ἄλλως σαφέστερον τοῦτο ποιήσαθαι, πάλιν οἱ τῆς κατ᾿ ἀρετήν τελειότητος τούς λόγους γυμνάσαντές φασι (≡14Δ_124≡> τούς μήπω τῆς πρός τήν ὕλην κατά τήν σχέσιν κοινωνίας καθαρούς γεγονότας περί τά πρακτικά καταγίνεσθαι, μικτῆς οὔσης αὐτοῖς ἔτι τῆς περί τά ὄντα κρίσεως, καί εἰσί τρεπτοί, μήπω τήν περί τά τρεπτά σχέσιν ἀποθέμενοι· τούς δέ δι᾿ ἀκρότητα τῷ Θεῷ κατά σχέσιν πλησιάζοντας, καί τῇ τούτου κατανοήσει τό μακάριον καρπουμένους, πρός ἑαυτούς μόνον καί τόν Θεόν ἐστραμμένους τῷ ῥῆξαι γνησίως τῆς ὑλικῆς σχέσεως τά δεσμά τῶν μέν πρακτικῶν καί τῆς ὕλης παντελῶς ἠλλοτριῶσθαι, τῇ δέ θεωρίᾳ καί τῷ Θεῷ προσῳκειῶσθαι. Διό, φασί, καί μένουσιν ἄτρεπτοι, μή ἔχοντες ἔτι τήν πρός τήν ὕλην σχέσιν, καθ᾿ ἥν τῇ ὕλῃ φυσικῶς ἀλλοιουμένῃ παρά φύσιν συνεξαλλοιοῦσθαι ἐξ ἀνάγκης πέφυκεν ὁ τῇ ὕλῃ κατά τήν σχέσιν κεκρατημένος, καί μεγίστης εἰδώς δεῖσθαι δυνάμεως (=1112=) πρός ἀπόθεσιν τῆς ὑλικῆς προσπαθείας τόν αὐτῆς ἐλευθερωθῆναι βουλόμενόν φησιν ὁ διδάσκαλος, " Ὧ τινι μέν οὖν ἐξεγένετο διά λόγου καί θεωρίας διασχόντι τήν ὕλην καί τό σαρκικόν τοῦτο, εἴτε νέφος χρή λέγειν εἴτε προκάλυμμα, Θεῷ συγγενέσθαι, καί τά ἑξῆς».

S (6). ΠΩΣ ΕΣΤΙ ΝΕΦΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΛΥΜΜΑ Η ΣΑΡΞ
Πῶς ἐστι νέφος καί προκάλυμμα ἡ σάρξ.

Διά τί δέ νέφος εἶναι καί προκάλυμμα τήν σάρκα φησίν ὁ διδάσκαλος; ὡς εἰδώς ὅτι πᾶς ἀνθρώπινος νοῦς πλανώμενος, καί τῆς κατά φύσιν ἀπονεύων κινήσεως, περί πάθος καί αἴσθησιν καί αἰσθητά ποιεῖται τήν κίνησιν, οὐκ ἔχων ἄλλοθί ποι κινηθῆναι, τῆς πρός Θεόν φυσικῶς φερούσης κινήσεως διαμαρτήσας, καί διεῖλε τήν σάρκα εἰς πάθος καί αἴσθησιν, σαρκός γάρ ἐμψύχου ἀμφότερα διά τοῦ νέφους καί τοῦ προκαλύμματος ταῦτα δηλώσας. Νέφος γάρ ἐστι τῷ ἡγεμονικῷ τῆς ψυχῆς ἐπισκοτοῦν τό σαρκικόν παθος, καί προκάλυμμά ἐστιν ἡ κατ᾿ αἴσθησιν ἀπάτη, ταῖς ἐπιφανείαις τῶν αἰσθητῶν αὐτήν ἐπερείδουσα καί τῆς πρός τά νοητά διαβάσεως ἀποτειχίζουσα, δι᾿ ὧν (≡14Δ_126≡> λήθην τῶν φυσικῶν ἀγαθῶν λαμβάνουσα περί τά αἰσθητά τήν ὅλην αὐτῆς ἐνέργειαν καταστρέφει, θυμούς καί ἐπιθυμίας καί ἡδονάς διά τῶν εἰρημένων ἀπρεπεῖς ἐφευρίσκουσα.

Ζ (7). ΠΩΣ ΗΔΟΝΗ ΓΙΝΕΤΑΙ
Πῶς ἡδονή γίνεται.

Πᾶσα γάρ ἡδονή τῶν ἀπηγορευμένων ἐκ πάθους διά μέσης αἰσθήσεως πρός τι πάντως γίνεσθαι πέφυκεν αἰσθητόν. Οὐδέ γάρ ἄλλο τί ἐστι ἡδονή ἤ εἴδος αἰσθήσεως ἐν τῷ αἰσθητικῷ διά τινος αἰσθητοῦ μορφουμένης, ἤ τρόπος αἰσθητικῆς ἐνεργείας κατ᾿ ἐπιθυμίαν ἄλογον συνιστάμενος. Ἐπιθυμία γάρ αἰσθήσει προστεθεῖσα εἰς ἡδονήν μεταπίπτει, εἶδος αὐτῇ ἐπάγουσα, καί αἴσθησις κατ᾿ ἐπιθυμίαν κινηθεῖσα ἡδονήν ἀπεργάζεται τό αἰσθητόν προσλαβοῦσα. Γνόντες οὖν οἱ ἅγιοι, ὅτι διά μέσης σαρκός πρός τήν ὕλην ἡ ψυχή παρά φύσιν κινουμένη τήν χοϊκήν μορφήν ὑποδύεται, διά μέσης μᾶλλον ψυχῆς κατά φύσιν αὐτοί πρός τόν Θεόν κινουμένης καί τήν σάρκα τῷ Θεῷ πρεπόντως οἰκειῶσαι διενοήθησαν, δι᾿ ἀσκήσεως ἀρετῶν ἐνδεχομένως αὐτήν ταῖς θείαις ἐμφάσεσι καλλωπίσαντες.

Η (8). ΠΩΣ ΚΑΙ ΠΟΣΑΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΕΙΣΙ ΨΥΧΗΣ
Πῶς καί πόσαι κινήσεις εἰσί ψυχῆς.

Τρεῖς γάρ καθολικάς κινήσεις ἔχουσαν τήν ψυχήν εἰς μίαν συναγομένας, ὑπό τῆς χάριτος φωτισθέντες, τήν κατά νοῦν, τήν κατά λόγον, τήν κατά αἴσθησιν, καί τήν μήν ἁπλῆν καί ἀνερμήνευτον, καθ᾿ ἥν ἀγνώστως περί Θεόν κινουμένη κατ᾿ οὐδένα τρόπον (=1113=) ἐξ οὐδενός τῶν ὄντων αὐτόν διά τήν ὑπεροχήν ἐπιγινώσκει, τήν δέ κατ᾿ αἰτίαν ὁριστικήν τοῦ ἀγνώστου καθ᾿ ἥν φυσικῶς κινουμένη τούς ἐπ᾿ αὐτῇ φυσικούς πάντας λόγους τοῦ κατ᾿ αἰτίαν μόνον ἐγνωσμένου μορφωτικούς ὄντας ἑαυτῇ δι᾿ ἐνεργείας (≡14Δ_128≡> κατ᾿ ἐπιστήμην ἐπιτίθεται, τήν δέ σύνθετον, καθ᾿ ἥν τῶν ἐκτός ἐφαπτομένη ὡς ἔκ τινων συμβόλων τῶν ὁρατῶν τούς λόγους πρός ἑαυτήν ἀναμμάσσεται, μεγαλοφυῶς διά τούτων κατά τόν ἀληθῆ καί ἄπταιστον τῆς κατά φύσιν κινήσεως τρόπον τόν παρόντα τῶν σκαμμάτων αἰῶνα διέβησαν, τήν μέν αἴσθησιν, ἁπλοῦς διά μέσου τοῦ λόγου πρός τόν νοῦν τούς τῶν αἰσθητῶν πνευματικούς λόγους ἔχουσαν μόνους ἀναβιβάσαντες, τόν δέ λόγον ἑνοειδῶς κατά μίαν ἁπλῆν τε καί ἀδιαίρετον φρόνησιν πρός τόν νοῦν τούς τῶν ὄντων ἔχοντα λόγους ἑνώσαντες, τόν δέ νοῦν τῆς περί τά ὄντα πάντα κινήσεως καθαρῶς ἀπολυθέντα καί αὐτῆς τῆς καθ᾿ αὑτόν φυσικῆς ἐνεργείας ἡρεμοῦντα τῷ Θεῷ προσκομίσαντες, καθ᾿ ὅν ὁλικῶς πρός Θεόν συναχθέντες, ὅλοι ὅλω Θεῷ ἐγκραθῆναι διά τοῦ Πνεύματος ἠξιώθησαν, ὅλην τοῦ ἐπουρανίου κατά τό δυνατόν ἀνθρώποις τήν εἰκόνα φορέσαντες, καί τοσοῦτο ἕλξαντες τῆς θείας ἐμφάσεως, εἰ θέμις τοῦτο εἰπεῖν, ὅσον ἐλχθέντες αὐτοί τῷ Θεῷ συνετέθησαν. Φασί γάρ ἀλλήλων εἶναι παραδείγματα τόν Θεόν καί τόν ἄνθρωπον, καί τοσοῦτον τῷ ἀνθρώπῳ τόν Θεόν διά φιλανθρωπίαν ἀνθρωπίζεσθαι, ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἑαυτόν τῷ Θεῷ δι᾿ ἀγάπης δυνηθείς ἀπεθέωσε, καί τοσοῦτον ὑπό Θεοῦ τόν ἄνθρωπον κατά νοῦν ἁρπάζεσθαι πρός τό γνωστόν, ὅσον ὁ ἄνθρωπος τόν ἀόρατον φύσει Θεόν διά τῶν ἀρετῶν ἐφανέρωσεν.

Ὑπό ταύτης τοίνυν τῆς κατά λόγον καί θεωρίαν συνισταμένης φιλοσοφίας, καθ᾿ ἥν καί ἡ τοῦ σώματος ἐξ ἀνάγκης εὐγενίζεται φύσις, ἀπλανῶς πρός τόν τοῦ Θεοῦ πόθον τρωθέντες οἱ ἅγιοι διά τῶν ἐνουσῶν αὐτοῖς πρός τά θεῖα φυσικῶν ἐμφάσεων ἀξιοπρεπῶς πρός τόν Θεόν παρεγένοντο, σῶμα καί κόσμον ἀθλητικῶς διασχόντες, ἀλλήλοις ταῦτα περιεχόμενα θεώμενοι, τόν μέν φύσει, τό δέ αἰσθήσει, καί θατέρῳ θάτερον ὑποπίπτον, τῇ κατ᾿ ἐπαλλαγήν θατέρου πρός τό ἕτερον ποιᾷ ἰδιότητι, καί μηδέν τούτων τῷ καθ᾿ ἑαυτόν λόγῳ περιγραφῆς ὑπάρχον ἐλεύθερον, (≡14Δ_130≡> καί αἰσχρόν ἡγησάμενοι τοῖς θνητοῖς καί περιγραπτοῖς ἐμφθείρεσθαί τε καί περιγράφεσθαι τῆς ψυχῆς ἐᾶν τό ἀθάνατον καί ἀεικίνητον μόνῳ Θεῷ τῷ ἀθανάτῳ καί πάσης ἀπειρίας ἀνωτέρω ἀλύτως ἑαυτούς ἀνέδησαν, οὐδαμῶς ταῖς κόσμου καί σαρκός ἀνθολκαῖς ἐνδίδοντες, ὅπερ ἐστί πάσης ἀρετῆς τε καί γνώσεως πλήρωσις, οἶμαι δέ ὅτι καί τέλος.

Ἀλλά κἄν εἴποτε περί τά τῶν ὄντων θεάματα κεκίνηνται οἱ ἅγιοι, οὐκ ἐπί τῷ αὐτά ἐκεῖνα προηγουμένως θεάσασθαί τε καί γνῶναι καθ' ἡμᾶς ὑλικῶς κεκίνηνται, ἀλλ᾿ ἵνα τόν διά (=1116=) πάντων καί ἐν πᾶσιν ὄντα τε καί φαινόμενον Θεόν πολυτρόπως ὑμνήσωσι καί πολλήν ἑαυτοῖς συναγείρωσι θαύματος δύναμιν καί δοξολογίας ὑπόθεσιν. Ψυχήν γάρ εἰληφότες παρά Θεοῦ νοῦν καί λόγον καί αἴσθησιν ἔχουσαν πρός τῇ νοητῇ καί ταύτην τήν αἰσθητήν, ὥσπερ καί λόγον πρός τῷ ἐνδιαθέτῳ τόν κατά προφοράν καί νοῦν πρός τῷ νοητῷ τόν παθητικόν (ὅν καί φαντασίαν καλοῦσι τοῦ ζώου, καθ᾿ ὅν καί τά λοιπά ζῶα καί ἄλληλα καί ἡμᾶς καί τούς τόπους οὕς διώδευσαν ἐπιγινώσκουσι, περί ἥν συνίστασθαι τήν αἴσθησίν φασιν οἱ σοφοί τά τοιαῦτα, ὄργανον αὐτῆς οὖσαν ἀντιληπτικόν τῶν αὐτῇ φαντασθέντων), δεῖν ᾠήθησαν τούτων τας ἐνεργείας, εἰκότως οὐχ ἑαυτοῖς, ἀλλά τῷ δεδωκότι Θεῷ, δι᾿ ὅν καί ἐξ οὗ πάντα, προσενέγκαι. Τρεῖς γάρ ὄντας καθολικούς τρόπους, ὡς ἀνθρώποις ἐστίν ἐφικτόν, ἐκ τῆς περί τά ὄντα ἀκριβοῦς κατανοήσεως παιδευθέντες, ἐφ᾿ οἷς Ὁ Θεός τά πάντα πεποίηκεν (ἐφ᾿ ᾧ τε γάρ εἶναι, καί εὖ εἶναι, καί ἀεί εἶναι, οὐσιώσας ἡμᾶς ὑπεστήσατο), καί τούς μέν δύο ἄκρους ὄντας, καί μόνου Θεοῦ ἐχομένους, ὡς αἰτίου, τόν δέ ἕτερον μέσον, καί τῆς ἡμετέρας ἠρτημένον γνώμης τε καί κινήσεως, καί δι᾿ ἑαυτοῦ τοῖς ἄκροις τό κυρίως λέγεσθαι παρέχοντα, καί οὗ μή παρόντος ἄχρηστος αὐτοῖς ἡ προσηγορία (≡14Δ_132≡> καθίσταται, τό εὖ συνημμένον οὐκ ἔχουσιν, οὐκ ἄλλως δύνασθαι καί προσγενέσθαι αὐτοῖς καί φυλαχθῆναι τήν ἐν τοῖς ἄκροις ἀλήθειαν, ἥν ποιεῖν πέφυκεν τό εὖ εἶναι κατά τό μέσον τοῖς ἄκροις ἐπικιρνώμενον, ἤ τῇ πρός Θεόν ἀεικινησίᾳ διενοήθησαν·

Καί λοιπόν τῷ κατά φύσιν ἐντεῦθεν τό ὀπτικόν τῆς ψυχῆς συνεπιτείναντες λόγῳ, καί τρόπον τινά μή δεῖν ἀντιστρόφως χρῆσθαι ταῖς φυσικαῖς ἐνεργείαις, διά τήν ἐξ ἀνάγκης ἐπισημαίνουσαν ταῖς φυσικαῖς δυνάμεσιν ἐκ τοῦ κατά παράχρησιν τρόπου φθοράν, αὐτοῦ βοῶντος τοῦ Λόγου διαῤῥήδην ἀκούσαντες, ὁμαλῶς κατά τόν πρέποντα λόγον τῆς φύσεως πρός τόν αὐτῆς αἴτιον φέρεσθαι ἐδιδάχθησαν, ἵν᾿ ὅθεν ἁπλῶς αὐτοῖς ἐστι τό εἶναι, καί τό ὄντως εἶναί ποτε προστεθέν ὑποδέξωνται. Τί γάρ ἄν καί ἔσται τῇ μή ἑαυτοῦ κατά τό εἶναι αἰτίῳ πρός ἑαυτούς ἴσως λογισάμενοι εἶπον, πρός ἑαυτόν ἤ ἄλλο τι παρά τόν Θεόν κινουμένῳ τό κέρδος, ὁπότε εἰς τόν τοῦ εἶναι λόγον οὐδέν ἑαυτῷ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ἤ ἄλλου τινός παρά τόν Θεόν περιποιῆσαι δυνήσεται; Διά τοῦτο τόν μέν νοῦν περί μόνου Θεοῦ καί τῶν αὐτοῦ ἀρετῶν διανοεῖσθαι, καί τῇ ἀῤῥήτῳ δόξῃ τῆς αὐτοῦ μακαριότητος, ἀγνώστως ἐπιβάλλειν, τόν δέ λόγον ἑρμηνευτήν τῶν νοηθένων γίνεσθαι καί ὑμνωδόν, καί τούς πρός αὐτά ἑνοποιούς ὀρθῶς διαλέγεσθαι τρόπους, τήν δέ αἴσθησιν κατά λόγον εὐγενισθεῖσαν τάς ἐν τῷ παντί διαφόρους δυνάμεις τε καί ἐνεργείας φαντασιουμένην τούς ἐν τοῖς οὖσιν ὡς ἐφικτόν τῇ ψυχῇ διαγγέλλειν λόγους διδάξαντες, καί διά τοῦ νοῦ καί τοῦ λόγου, ὥσπερ ναῦν, τήν ψυχήν σοφῶς οἰακίσαντες, τήν ὑγράν ταύτην καί ἄστατον καί ἄλλοτε ἄλλως φερομένην καί διώδευσαν ἴχνεσιν.

Θ (9). ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΔΙΑΒΑΣΕΩΣ ΔΙΑ ΜΩΣΕΩΣ
(=1117=) Θεωρία τῆς διά τῆς θαλάσσης διαβάσεως διά Μωσέως.

Οὕτω τάχα καί Μωϋσῆς ἐκεῖνος ὁ μέγας τῇ πληγῇ τοῦ (≡14Δ_134≡> παντοδυνάμου Λόγου, οὗ σύμβολον ἦν ἴσως ἡ ῥάβδος, θαλάσσης τρόπον τῶν αἰσθητῶν διελών τήν ἀπάτην, ἤ περιελών εἰπεῖν οἰκειότερον, στεῤῥάν καί ἀσάλευτον, τῷ πρός τάς θείας ἐπαγγελίας ἐπειγομένῳ λαῷ τήν ὑπίχνιον παρέσχετο γῆν, τήν ὑπό αἴσθησιν, φημί, φύσιν ὀρθῷ λόγῳ εἶναι θεατήν καί εὐπερίγραπτον καί βίῳ ἀρεταῖς ἠγλαϊσμένῳ βατήν δείξας καί εὐπαρόδευτον, καί μηδένα κίνδυνον ἐκ τῆς ἑκατέρωθεν παφλαζούσης τῶν διακριθένων ὑδάτων, οἷς τέως κεκάλυπτο, ὁρμῆς τοῖς οὕτως αὐτήν διαπερῶσιν ἐπάγουσαν· εἴπερ τῷ κατ᾿ ἀναγωγήν λόγῳ διάκρισις ὑδάτων νοητῆς θαλάττης ἐστίν ἡ τῶν κατ᾿ ἔλλειψιν καί πλεονασμόν ἀντικειμένων ταῖς ἀρεταῖς κακιῶν τῆς πρός ἀλλήλας συνεχείας διάστασις, ἥν πέφυκε λόγος ποιεῖν, καρδίως αὐτῶν καθαψάμενος, καί τοῖς ἐπί Θεόν προτροπάδην ἐπειγομένοις οὐδαμῶς ἀλλήλαις αὐτάς συναφθῆναι συγχωρῶν.

Ι (10). ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΙΣ ΤΟ ΟΡΟΣ ΑΝΑΒΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΩΣΕΩΣ
Θεωρία τῆς εἰς τό ὄρος ἀναβάσεως τοῦ Μωσέως.

Οὕτω πάλιν τῷ καλοῦντι ἑπόμενος Θεῷ, ὑπερσχών πάντα τά τῇδε, εἰς τόν γνόφον εἰσῆλθεν, οὗ ἦν ὁ Θεός, τουτέστιν, εἰς τήν ἀειδῆ καί ἀόρατον καί ἀσώματον διατριβήν, νῷ πάσης ἐλευθέρῳ τῆς πρός ὁτιοῦν πάρεξ Θεοῦ σχέσεως, ἐν ᾗ γενόμενος, ὡς ἐνῆν μάλιστα ἀνθρωπίνην ἀξιωθῆναι φύσιν, οἷον ἔπαθλον τῆς μακαρίας ἐκείνης ἀναβάσεως ἄξιον τήν χρόνου καί φύσεως τήν γένεσιν περιγράφουσαν κομίζεται γνῶσιν, καί τύπον καί παράδειγμα τῶν ἀρετῶν αὐτόν ποιησάμενος τόν Θεόν, πρός ὅν καθάπερ γραφήν εὐφυῶς τοῦ ἀρχετύπου τήν μίμησιν σώζουσαν ἑαυτόν ἀποτυπώσας κάτεισι τοῦ ὄρους, ἧς μετείληφε δόξης κατά τό πρόσωπον ἐπισημαίνων τήν χάριν καί τοῖς ἄλλοις (≡14Δ_136≡> ἀνθρώποις, ὥσπερ θεοειδοῦς τύπου τύπον ἑαυτόν γενόμενον ἀφθόνως διδούς καί προτιθέμενος, καί δηλοῖ τοῦτο ποιῶν περί ὧν εἶδέ τε καί ἤκουσε τῷ λαῷ ἐξηγούμενος, καί γραφῇ τοῖς μετ᾿ αὐτόν οἷόν τινα κλῆρον θεόσδοτον παραδιδούς τοῦ Θεοῦ τά μυστήρια.

ΙΑ (11). ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΙΗΣΟΥ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ ...
Θεωρία τῆς Ἰησοῦ ἡγεμονίας, καί τῆς διαβάσεως τοῦ Ἰορδάνου, καί τῆς δευτέρας δι᾿ αὐτοῦ περιτομῆς τοῖς ἐκ πέτρας ξίφεσιν.

Οὕτως Ἰησοῦς ὁ Μωσέως διάδοχος, ἵνα τά πολλά τῶν περί αὐτοῦ ἱστορουμένων παραδράμω διά τό πλῆθος, παραλαβών τόν λαόν πολλοῖς πρότερον πρός εὐσέβειαν παιδευθέντα κατά τήν ἔρημον τρόποις, μετά τήν ἐν τῷ ὄρει Μωϋσέως τελευτήν, καί ξένῳ περιτομῆς εἴδει καθαγνίσας αὐτόν ταῖς ἐκ πέτρας μαχαίραις, καί τόν Ἰορδάνην ξηραθέντα τῇ προπομπῇ τῆς θείας κιβωτοῦ τούς τοῦ λαοῦ πάντας (=1120=) ἀτεγγεῖς διαβιβάσας, τόν δι᾿ αὐτοῦ τυπικῶς μηνυόμενον Σωτῆρα Λόγον παρεδήλου, μετά τήν τελευτήν τοῦ γράμματος τῶν νομικῶν διατάξεων τήν ἐν τῷ ὕψει τῶν νοημάτων γινομένην τοῦ ἀληθινοῦ Ἰσραήλ καί ὁρῶντος Θεόν ἡγεμονίαν παραλαβόντα, καί παντός μέν ψυχῆς καί σώματος μολυσμοῦ τῷ τομωτάτῳ λόγῳ τῆς εἰς αὐτόν πίστεως περιτέμνοντα, παντός δέ ὀνειδισμοῦ τῶν πρός ἁμαρτίαν ἐρεθιζόντων ἐλευθεροῦντα, καί τήν ῥέουσαν τοῦ χρόνου φύσιν καί τῶν κινουμένων διαβιβάζοντα πρός τήν τῶν ἀσωμάτων κατάστασιν, τοῖς ὤμοις ἀρετῶν ἐπαιωρουμένην ἔχοντα τήν δεικτικήν τῶν θείων μυστηρίων γνῶσιν.

ΙΒ (12). ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ ...
Θεωρία τῆς Ἱεριχοῦς καί τῶν ἑπτά περιόδων, καί τῆς κιβωτοῦ καί τῶν σαλπίγγων καί τοῦ ἀναθέματος.
 (≡14Δ_138≡>
Οὕτω πάλιν περιόδοις ἑπτά καί σάλπιγξι τοσαύταις σύν ἀλαλαγμῷ μυστικῷ τήν δυσάλωτον ἤ καί ἀνάλωτον εἶναι δόξασαν πόλιν Ἱεριχώ κατασείσας τόν αὐτόν τοῦ Θεοῦ Λόγον μυστικῶς ἐνέφαινεν ὡς νικητήν τοῦ κόσμου καί συντελεστήν τοῦ αἰῶνος, νῷ καί λόγῳ, ἤτοι γνώσει καί ἀρετῇ. Ὧν ἡ κιβωτός καί αἱ σάλπιγγες τύπος ὑπῆρχον, τοῖς ἑπομένοις αὐτῷ τόν αἰσθητόν αἰῶνα εὐάλωτον δεικνύοντα και εὐκαθαίρετον, καί μηδέν τῶν ἐν αὐτῷ πρός ἀπόλαυσιν ἐπιτήδειον τοῖς τῶν θείων ἐρασταῖς ἀγαθῶν, ὡς θανάτῳ καί φθορᾷ συνημμένον καί θείας ἀγανακτήσεως αἴτιον. Καί δηλοῖ Ἄχαρ ὁ τοῦ Χαρμί, ὅπερ ἐστίν ὁ ταραχώδης καί φιλόϋλος λογισμός ὑπέρ τοῦ εἰσοικίσασθαί τι τῶν αἰσθητῶν, τόν οἴκτιστον ἐκεῖνον κατά θείαν ψῆφον ἀπενεγκάμενος θάνατον, ὅν ἐργάζεται λόγος τῷ βάθει τῆς πονηρᾶς συνειδήσεως ἐναποπνίγων τόν οὕτω τιμωρηθῆναι ἄξιον.

ΙΓ (13). ΘΕΩΡΙΑ ΤΥΡΟΥ ...
Θεωρία Τύρου καί τοῦ αὐτῆς βασιλέως, καί τῆς ἁλώσεως αὐτῆς.

Οὕτω πάλιν καθώς γέγραπται, Ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καταλαβόμενος τήν Ἀσσώρ, καί τόν βασιλέα αὐτῆς ἀποκτείνας ἐν ῥομφαίᾳ, καί πᾶν ἐμπνέον ἐξολοθρεύσας ἐν αὐτῇ, ἥτις ἦν πρότερον ἄρχουσα πασῶν τῶν χωρῶν, ἐδιδάσκετο, ὧν μυστηρίων τύπος προβέβλητο τούς λόγους, ὅτι ὁ ἀληθινός Σωτήρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ τῶν πονηρῶν καθαιρέτης δυνάμεων, καί κληροδότης τῶν ἀξίων τῆς χάριτος, κατά τόν καιρόν τῆς αὐτοῦ ἐνανθρωπήσεως διά σταυροῦ καταλαβόμενος τήν ἁμαρτίαν καί τόν βασιλέα αὐτῆς τόν διάβολον (ἦρχε γάρ πάντων ποτέ βασιλεύουσα ἡ ἁμαρτία) ἀπέκτεινε τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, καί ἐξωλόθρευσεν αὐτῆς πᾶν ἐμπνέον, (≡14Δ_140≡> τουτέστι τά πάθη τά ἐν ἡμῖν, καί τά ἐπ᾿ αὐτοῖς αἰσχρά καί πονηρά ἐνθυμήματα, ἵνα μηδέ τό ὁπωσοῦν ἐν τοῖς τοῦ Χριστοῦ καί κατά Χριστόν ζῶσιν ἐμπνέοντος δίκην καθ᾿ ὁτιοῦν ἔχῃ λοιπόν τό κινεῖσθαι καί ζῇν ἡ ἁμαρτία.

ΙΔ (14). ΘΕΩΡΙΑ ΕΙΣ ΤΟ, «ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ ΔΟΞΑΝ ΘΕΟΥ»
(=1121=) Θεωρία εἰς τό, "Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ».

Οὕτω Δαβίδ ὁ μετ᾿ ἐκείνους μέν τῷ χρόνῳ, κατ᾿ ἐκείνους δέ τῷ πνεύματι, ἵνα τούς Κριτάς παραδράμω πολλά ἔχοντας ἐν τῷ βίῳ μυστήρια, τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ διηγουμένων τῶν οὐρανῶν ἀκούων, καί τήν ποίησιν τῶν χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλοντος τοῦ στερεώματος (τό θαυμάσιον, οἷς ψυχήν ὁ Δημιουργός οὐκ ἐνέθηκε), τούς περί θεολογίας νοός ἀκοαῖς παρά τῶν ἀψύχων ὑποδέχετο λόγους, καί τούς τῆς προνοίας καί κρίσεως ἐξ ἀποτελέσματος, κατά τό ἀνθρώποις ἐφικτόν, ἐδιδάσκετο τρόπους, τῶν, οἷς δηλονότι κατά μέρος ποικίλλεται ἡ τοῦ παντός διεξαγωγή, οὐκ ἐφικνούμενος λόγων.

ΙΕ (15). ΘΕΩΡΙΑ ΕΙΣ ΤΟ, " Ο ΠΑΤΗΡ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΜΗΤΗΡ ΜΟΥ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΟΝ ΜΕ. "
Θεωρία εἰς τό, " Ὁ πατήρ μου καί ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με. "

Οὕτω πάλιν· Ὁ πατήρ μου καί ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δέ Κύριος προσελάβετό με, φάσκων τήν τοῦ κατά φύσιν τῆς σαρκός περί γένεσιν καί φθοράν νόμου, καθ᾿ ὅν πάντες διά τήν παράβασιν καί γεννώμεθα καί συνιστάμεθα, καί τῆς τιθηνούσης ἡμᾶς μητρός δίκην αἰσθήσεως ἀπόλειψίν τε καί ἀποφυγήν (≡14Δ_142≡> ἀναγκαίαν εἶναι τοῖς τῶν ἀφθάρτων ἐπιθυμηταῖς ἐπικεκρυμμένως, οἶμαι, διηγόρευε· δι᾿ ὧν ὁ μέν ὁρώμενος κόσμος ἀφίεται καί ἀφίησιν, ὁ δέ Κύριος προσλαμβάνεται, καί τῷ πνευματικῷ υἱοθετῶν νόμῳ τούς ἀξίους, καί τοῖς ἀξίοις πατροθετούμενος, δι᾿ ἀρετῆς καί γνώσεως, ὅλον ἑαυτόν ὅλοις αὐτοῖς καθ᾿ ὁμοίωσιν, ὡς ἀγαθός, ἐνδίδωσιν. Ἤ τάχα διά τοῦ πατρός καί τῆς μητρός τόν γραπτόν νόμον καί τήν κατ᾿ αὐτόν σωματικήν λατρείαν αἰνίττεται, ὧν τῇ ὑποχωρήσει τό φῶς τοῦ πνευματικοῦ νόμου ταῖς καρδίαις τῶν ἀξίων ἀνατέλλειν πέφυκε, καί τῆς κατά σάρκα δουλείας ἐλευθερίαν χαρίζεσθαι.

ΙS (16). ΘΕΩΡΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΠΤΑΣΙΑΝ ΗΛΙΟΥ ΤΗΝ ΕΝ ΤΩ ΣΠΗΛΑΙΩ ΧΩΡΗΒ.
Θεωρία εἰς τήν ὀπτασίαν Ἠλίου τήν ἐν τῷ σπηλαίῳ Χωρήβ.

Οὕτως Ἠλίας ὁ περινόητος μετά τό πῦρ ἐκεῖνο, μετά τόν συσσεισμόν, μετά τό μέγα καί κραταιόν πνεῦμα τό διαλύον ὄρη, ἅ δή ζῆλον καί διάκρισιν εἶναι καί τήν ἐν πληροφορίᾳ πρόθυμον πίστιν ὑπολαμβάνω (ἡ μέν γάρ διάκρισις, ὥσπερ σεισμός τά συνεχῆ, τήν μοχθηρίᾳ πυκνωθεῖσαν ἕξιν διά τῆς ἀρετῆς ἐπισείουσα τῆς κακίας ἐξίστησιν, ὁ δέ ζῆλος πυρός δίκην ἀνάπτων τούς ἔχοντας τῇ ζέσει τοῦ πνεύματος παιδεύειν πείθει τούς ἀσεβεῖς, ἡ δέ πίστις, πνεύματος βιαίου τρόπον, δόξης ἕνεκεν Θεοῦ πρός καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων δι᾿ ἐπιδείξεως θαυμάτων ὠθοῦσα τούς ἀπαθεῖς ὕδατος γνωστικοῦ καί πυρός θεοποιοῦ χορηγόν τόν ὄντως πιστόν ἄνθρωπον καθίστησι, καί τῷ μέν τόν δι᾿ ἀγνοίας λιμόν (=1124=) θεραπεύουσα, τῷ δέ τοῖς θύουσι δι᾿ οἰκειότητος τόν Θεόν εὐμενίζουσα, καί τούς τῆς κακίας διδασκάλους λογισμούς τε καί δαίμονας λογοσοφίας κτιννῦσα τῆς τῶν παθῶν δουλείας τούς κεκρατημένους ἐλευθεροῖ) μετά ταῦτα πάντα φωνῆς τῆς ἐν ᾗ ὁ Θεός ὑπῆρχε λεπτῆς αὔρας αἰσθόμενος (≡14Δ_144≡> τήν προφορᾷ λόγου καί τρόποις βίου καί ἤθεσι θείαν καί ἀτάραχον καί εἰρηνικήν καί παντελῶς ἄϋλον καί ἁπλῆν καί παντός εἴδους ἐλευθέραν καί σχήματος κατάστασιν, λεχθῆναι ἤ δειχθῆναι μή δυναμένην, μυστικῶς ἐδιδάσκετο.

Ἧς καταπλαγείς τε τήν δόξαν καί τῷ κάλλει τρωθείς, τοῦ ζηλωτής εἶναι τό πρός αὐτήν εἶναι μᾶλλον ποθήσας, τουτέστι τοῦ ὑπέρ ἀληθείας μάχεσθαι τό μετά τῆς ἀληθείας δι᾿ ὅλου γενέσθαι, καί μηδέν ἀντικείμενον ὁρᾷν ἤ γινώσκειν τῷ μόνον τόν Θεόν ὅλον δι᾿ ὅλου ἐν πᾶσιν ὄντα ἐπίστασθαι πολλῷ τιμιώτερον κρίνας, ἔτι ὤν ἐν σαρκί πρός αὐτήν ὑπάρχων φυλάττεται, θείῳ ἀρετῶν ἅρματι τήν ὕλην διαπεράσας, ὡς προκατάλυμμα τῆς καθαρᾶς τοῦ νοῦ πρός τά νοητά διαβάσεως, καί τῆς σαρκός τό νέφος τό ἐπισκοτοῦν τῷ ἡγεμονικῷ τῆς ψυχῆς διά τῶν αὐτῆς παθημάτων, ἵνα καί αὐτός ὧν ἐπόθησεν ἀῤῥήτων ἀγαθῶν μέτοχος γένηται, ὡς ἐφικτόν τῷ ἔτι μετά σαρκός τῆς ὑπό φθοράν, καί ἡμῖν τάχα τῶν ἐπηγγελμένων βεβαία γένηται πίστωσις. Τοῦτο γάρ αὐτῷ καί ὁ Θεός ὑπετίθετο διά τῶν οὕτω μυστικῶς δεδραματουργημένων ἀλαλήτως βοῶν, ὅτι παντός ἄλλου ἀγαθοῦ τό μετά Θεοῦ μόνου διά τῆς εἰρήνης εἶναι λυσιτελέστερον.

ΙΖ (17). ΘΕΩΡΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΛΙΣΣΑΙΟΝ, ΤΟΝ ΑΥΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗΝ
Θεωρία εἰς τόν Ἐλισσαῖον, τόν αὐτοῦ μαθητήν.

Οὕτως ὁ τούτου μαθητής καί κληρονόμος τοῦ Πνεύματος Ἐλισσαῖος μηκέτι ταῖς ὑλικαῖς φαντασίαις ἐχομένην ἔχων δι᾿ ἐνεργείας τήν αἴσθησιν, ἅτε διαβαθεῖσαν ἤδη ταῖς κατά νοῦν τοῦ Πνεύματος χάρισι, τάς ταῖς πονηραῖς ἀντιθέτους θείας δυνάμεις περί αὐτόν οὔσας δι᾿ ἄλλης ὀμμάτων ἐνεργείας αὐτός τε ὁρῶν καί τῷ φοιτητῇ τό ὁρᾷν χαριζόμενος ἰσχυροτέραν τῆς ἀσθενείας τήν δύναμιν, λέγω δή τῆς σαρκός, περί ἥν τῆς πονηρίας τά πνεύματα τόν διορατικόν νοῦν ἐνδρεύουσι, πλέον ἔχειν τήν ψυχήν, περί ἥν τῶν ἀγγέλων αἱ φάλαγγες παρεμβάλλουσιν, (≡14Δ_146≡> οἷον βασιλικήν εἰκόνα περιϊστάμενοι, καί ἐδιδάσκετο καί ἐδίδασκεν.

ΙΗ (18). ΘΕΩΡΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΝΑΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΑΜΟΥΗΛ
Θεωρία εἰς τήν Ἄνναν καί τόν Σαμουήλ.

Οὕτω καί ἡ μακαρία Ἄννα ἡ τοῦ μεγάλου μήτηρ Σαμουήλ, στεῖρα οὖσα καί ἄτεκνος, παρά τοῦ Θεοῦ καρπόν αἰτησαμένη κοιλίας, καί ἀντιδώσειν καί ἀντιχαρίζεσθαι τό δοθησόμενον τῷ διδόντι καί χαριζομένῳ Θεῷ διά τῆς ἐν τῷ ναῷ προσεδρείας θερμῶς ὑποσχομένη, ἐδίδασκε μυστικῶς τό δεῖν πᾶσαν ψυχήν ἡδονῶν σαρκικῶν στειρεύουσαν, διά τῆς τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀρετῶν τά σπέρματα, ἵνα τό βλέπειν τά ἔμπροσθεν γνωστικῶς δυνάμενον κατά διάνοιαν συλλαβοῦσα ὑπήκοον τοῦ Θεοῦ λόγον καί τεκοῦσα (=1125=) προσενέγκαι δυνηθῇ, διά τῆς κατά τήν θεωρίαν εὐσεβοῦς προσεδρείας, ὡς μέγα χρέος καί τίμιον, μηδέν ἴδιον ἔχειν κρίνουσα, ὥστε δεῖξαι τόν Θεόν μόνον διδόντα τε καί δεχόμενον· καθά πού φησιν ὁ νόμος, Τά δῶρά μου, δόματά μου, καρπώματά μου, διατηρήσετε προσφέρειν μοι, ὡς ἐξ αὐτοῦ τε καί εἰς αὐτόν παντός ἀγαθοῦ καί ἀρχομένου καί λήγοντος. Πέφηκε γάρ ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος οἷς ἄν ἐγγένηται τῆς τε σαρκός ἀθετεῖν τά κινήματα καί τῆς πρός αὐτά τήν ψυχήν ἀναστέλλειν ῥοπῆς, καί πάσης πληροῦν ἀληθοῦς διαγνώσεως.

ΙΘ (19). ΘΕΩΡΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΦΟΡΙΖΟΝΤΑ ΤΗΝ ΑΚΑΘΑΡΤΟΝ ΟΙΚΙΑΝ
Θεωρία εἰς τόν ἀφορίζοντα τήν ἀκάθαρτον οἰκίαν.

Καί γάρ τόν ἱερέα κατά τήν νομικήν διαταγήν εἰσιόντα εἰς τήν καθ᾿ ὁντιναοῦν τρόπον ἀκάθαρτον οἰκίαν, καί ἀφορίζοντα αὐτήν, καί τά πρός κάθαρσιν διαστέλλοντα τοῖς κεκτημένοις ἀκούων τόν ἀρχιερέα Λόγον δι᾿ αὐτοῦ παραδηλοῦσθαι νοῶ, (≡14Δ_148≡> φωτός δίκην καθαρωτάτου εἰσιόντα εἰς τήν ψυχήν, καί τά ἐναγῆ βουλεύματα καί διανοήματα μετά τῶν ὑπαιτίων πράξεων ἐκκαλύπτοντα, καί τούς τῆς ἐπιστροφῆς καί καθάρσεως τρόπους σοφῶς ὑποτιθέμενον. Ὅπερ, οἶμαι, σαφέστερον ἡ τόν μέγαν προφήτην Ἠλίαν ὑποδεξαμένη παραδηλοῦσα ἔλεγεν, Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, εἰσῆλθες πρός ἐμέ τοῦ ἀναμνῆσαί με τάς ἀδικίας μου.

Κ (20). ΘΕΩΡΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΗΛΙΑΝ, ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΑΡΑΦΘΙΑΝ ΧΗΡΑΝ
Θεωρία εἰς τόν ἅγιον Ἠλίαν, καί εἰς τήν Σαραφθίαν χήραν.

Πᾶσα γάρ ψυχή χηρεύουσά τε καλῶν καί ἀρετῆς ἔρημος καί γνώσεως Θεοῦ ἐπειδάν τόν θεῖον καί διαγνωστικόν ὑποδέξηται λόγον, εἰς μνήμην ἐρχομένη τῶν αὐτῆς ἁμαρτημάτων διδάσκεταί πως ἀρετῶν ἄρτοις τόν διατρέφοντα τρέφειν Λόγον, καί ποτίζειν ἀληθείας δόγμασι τήν πηγήν τῆς ζωῆς, καί αὐτῆς τῆς φύσεως τήν εἰς αὐτήν προκρίνειν θεραπείαν, δι᾿ ἧς τε ὑδρία σάρξ τήν ἐπί ταῖς ἀρεταῖς πρακτικήν συντομίαν χορηγήσει, καί ὁ καμψάκης νοῦς τήν τό φῶς συντηροῦσαν τῆς γνώσεως θεωρίαν διηνεκῶς πηγάσεις, καί ὁ ἔμφυτος λογισμός, ὥσπερ ἐκεῖ τῆς χήρας ὁ υἱός, τήν ἐμπαθῆ προτέραν ἀποθέμενος ζωήν τῆς παρά τοῦ Λόγου διδομένης θείας καί ἀληθοῦς γενέσθαι μέτοχος ἀξιωθήσεται ζωῆς.

ΚΑ (21). ΘΕΩΡΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Θεωρία εἰς τήν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου.

Οὕτω καί τῶν Χριστοῦ μαθητῶν πρός τοῖς εἰρημένοις τινές, οἷς συναναβῆναί τε καί συνεπαρθῆναι αὐτῷ πρός τό ὄρος τῆς αὐτοῦ φανερώσεως δι᾿ ἀρετῆς ἐπιμέλειαν ἐξεγένετο μεταμορφωθέντα (≡14Δ_150≡> θεασάμενοι, τῷ τε φωτί τοῦ προσώπου ἀπρόσιτον, καί τῇ τῶν αἰσθημάτων λαμπρότητι κατάπληκτοι, καί τῇ τῶν ἐκατέρωθεν συνόντων τιμῇ Μωσέως καί Ἠλίου γεγενημένον αἰδεσιμώτερον ἐπεγνωκότες, (=1128=) ἀπό τῆς σαρκός εἰς τό πνεῦμα μετέβησαν, πρίν τήν διά σαρκός ἀποθέσθαι ζωήν, τῇ ἐναλλαγῇ τῶν κατ᾿ αἴσθησιν ἐνεργειῶν ἥν αὐτούς τό Πνεῦμα ἐνήργησε, περιελόν τῆς ἐν αὐτοῖς νοερᾶς δυνάμεως τῶν παθῶν τά καλύμματα, δι᾿ οὖ καθαρθέντες τά τῆς ψυχής καί σώματος αἰσθητήρια τῶν παραδειχθέντων αὐτοῖς μυστηρίων τούς πνευματικούς ἐκπαιδεύονται λόγους. Τήν μέν ἀκτινοφανῶς ἐκλάμπουσαν τοῦ προσώπου πανόλβιον αἴγλην, ὡς πᾶσαν ὀφθαλμῶν νικῶσαν ἐνέργειαν, τῆς ὑπέρ νοῦν καί αἴσθησιν καί οὐσίαν καί γνῶσιν θεότητος αὐτοῦ σύμβολον εἶναι μυστικῶς ἐδιδάσκοντο, ἀπό τοῦ μή ἔχειν αὐτοῦ εἶδος μήτε κάλλος καί τοῦ σάρκα τόν Λόγον γεγενημένον γινώσκειν ἐπί τόν ὡραῖον κάλλει παρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἐν ἀρχῇ αὐτόν εἶναι καί πρός τόν Θεόν εἶναι καί Θεόν εἶναι, ἔννοιαν χειραγωγούμενοι, καί πρός τήν ὡς Μονογενοῦς παρά Πατρός πλήρη χάριτος καί ἀληθείας δόξαν διά τῆς παντελῶς πᾶσιν ἀχώρητον αὐτόν ἀνυμνούσης θεολογικῆς ἀποφάσεως γνωστικῶς ἀναγόμενοι· τά δέ λευκανθέντα ἱμάτια τῶν ῥημάτων τῆς ἁγίας Γραφῆς φέρειν σύμβολον, ὡς τηνικαῦτα λαμπρῶν καί τρανῶν καί σαφῶν αὐτοῖς γενομένων, καί παντός γριφώδους αἰνίγματος καί συμβολικοῦ σκιάσματος χωρίς νοουμένων, καί τόν ἐν αὐτοῖς ὄντα τε καί καλυπτόμενον παραδηλούντων λόγον, ὁπηνίκα τήν τε λείαν καί ὀρθήν περί Θεοῦ γνῶσιν ἔλαυνον, καί τῆς πρός τόν κόσμον καί τήν σάρκα προσπαθείας ἠλευθερώθησαν·

Ἤ τῆς κτίσεως αὐτῆς κατά περιαίρεσιν τῆς δοκούσης τέως ἐμφαίνεσθαι αὐτῇ τῶν ἠπατημένων καί μόνῃ αἰσθήσει προσδεδεμένων ῥυπαρᾶς ὑπολήψεως, διά τῆς τῶν αὐτήν συμπληρούντων διαφόρων εἰδῶν σοφῆς ποικιλίας, ἀναλόγως ἱματίου τρόπον τήν ἀξίαν τοῦ φοροῦντος τήν τοῦ γενεσιουργοῦ Λόγου (≡14Δ_152≡> δύναμιν μηνυούσης. Ἄμφω γάρ ἐπί τοῦ λόγου ἁρμόσει τά λεγόμενα, ἐπεί καί ἀμφοῖν δι᾿ ἀσαφείας κεκάλυπται δι᾿ ἡμᾶς εἰκότως, πρός τό μή τολμᾶν τοῖς ἀχωρήτοις ἀναξίως προσβάλλειν, τῷ μέν ῥητῷ τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὡς Λόγος, τῇ δέ κτίσει, ὡς κτίστης καί ποιητής καί τεχνίτης. Ὅθεν ἀναγκαίως ἀμφοτέρων ἐπιδεῖσθαί φημι τόν πρός Θεόν ἀμέπτως εὐθυπορεῖν βουλόμενον, τῆς τε γραφικῆς ἐν πνεύματι γνώσεως, καί τῆς τῶν ὄντων κατά πνεῦμα φυσικῆς θεωρίας· ὥστε ἰσοτίμους καί τά αὐτά ἀλλήλοις παιδεύοντας τούς δύο νόμους, τόν τε φυσικόν καί τόν γραπτόν, καί μηδέτερον θατέρου ἔχοντα πλέον ἤ ἔλαττον, δύνασθαι δεῖξαι, ὡς εἰκός, τόν τελείας ἐραστήν γενέσθαι τῆς σοφίας τέλειον ἐπιθυμοῦντα.

ΚΒ (22). ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΤΕ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΡΑΠΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΥΤΩΝ ...
Θεωρία τοῦ τε φυσικοῦ καί τοῦ γραπτοῦ νόμου, καί τῆς αὐτῶν κατ᾿ ἐπαλλαγήν εἰς ἀλλήλους συνδρομῆς.

Νοῶ τόν μέν ὁμαλῶς ὅτι μάλιστα κατά λόγον διευθυνόμενον διά τῶν ἐν αὐτῷ συμφυῶν θεαμάτων βίβλου τρόπον τό ἐναρμόνιον τοῦ παντός ὕφασμα (=1129=) ἔχοντα, γράμματα μέν καί συλλαβάς ἐχούσης, τά πρός ἡμᾶς πρῶτα, προσεχῆ τε καί μερικά, καί πολλαῖς παχυνόμενα κατά σύνοδον ποιότησι σώματα, ῥήματα δέ, τά τούτων καθολικώτερα, πόῤῥω τε ὄντα καί λεπτότερα, ἐξ ὧν σοφῶς ὁ διαχαράξας καί ἀῤῥήτως αὐτοῖς ἐγκεχαραγμένος λόγος ἐναγινωσκόμενος ἀπαρτίζεται, τήν ὅτι μόνον ἐστίν, οὐχ ὅτι ποτέ δέ ἐστιν οἱανοῦν παρεχόμενος ἔννοιαν, καί διά τῆς εὐσεβοῦς τῶν διαφόρων φαντασιῶν συλλογῆς εἰς μίαν τοῦ ἀληθοῦς εἰκασίαν ἐνάγων, ἀναλόγως ἑαυτόν διά τῶν ὁρατῶν ὡς γενεσιουργός ἐνορᾶσθαι, διδούς· τόν δέ μαθήσει κατορθούμενον, διά τῶν αὐτῷ σοφῶς ὑπηγορευμένων ὥσπερ κόσμον ἄλλον ἐξ οὐρανοῦ καί γῆς καί τῶν ἐν μέσῳ, τῆς ἠθικῆς φημι καί φυσικῆς καί θεολογικῆς φιλοσοφίας συνιστάμενον, (≡14Δ_154≡> τήν ἄφατον καταμηνύειν τοῦ ὑπαγορεύσαντος δύναμιν, καί ταὐτόν ἀλλήλοις κατ᾿ ἐπαλλαγήν ὄντας δεικνύοντα τόν μέν γραπτόν τῷ φυσικῷ κατά τήν δύναμιν, τόν δέ φυσικόν ἔμπαλιν τῷ γραπτῷ κατά τήν ἕξιν, καί τόν αὐτόν μηνύοντας καί καλύπτοντας λόγον, τόν μέν τῇ λέξει καί τῷ φαινομένῳ, τό δέ τῇ νοήσει καί τῷ κρυπτομένῳ. Ὡς γάρ τῆς ἁγίας Γραφῆς τά μέν ῥήματα ἱμάτια λέγοντες, τά δέ νοήματα σάρκας τοῦ Λόγου νοοῦντες, τοῖς μέν καλύπτομεν, τοῖς δέ ἀποκαλύπτομεν, οὕτω καί τῶν γεγονότων τά πρός τό ὁρᾶσθαι προβεβλημένα εἴδη τε καί σχήματα ἱμάτια λέγοντες, τούς δέ καθ᾿ οὕς ἔκτισται ταῦτα λόγους σάρκας νοοῦντας, ὡσαύτως τοῖς μέν καλύπτομεν, τοῖς δέ ἀποκαλύπτομεν. Κρύπτεται γάρ φαινόμενος ὁ τοῦ παντός δημιουργός καί νομοθέτης Λόγος, κατά φύσιν ὑπάρχων ἀόρατος, καί ἐκφαίνεται κρυπτόμενος, μή λεπτός εἶναι φύσει τοῖς σοφοῖς πιστευόμενος.

Εἴη δέ ἡμῖν τοῦτο δι᾿ ἀποφάσεως ἐκφαίνειν κρυπτόμενον, καί πᾶσαν σχημάτων τε καί αἰνιγμάτων τό ἀληθές εἰκονίζουσαν δύναμιν παρελθεῖν μᾶλλον καί πρός αὐτόν τόν Λόγον ἀπό τοῦ γράμματος καί τῶν φαινομένων κατά τήν τοῦ Πνεύματος δύναμιν ἀῤῥήτως ἀναβιβάζεσθαι, ἤ τοῦτο φαινόμενον κρύπτειν διά τῆς θέσεως γίνεσθαι ἵνα μή καί ἡμεῖς φονευταί τοῦ Λόγου γενόμενοι ἑλληνικῶς τῇ κτίσει λατρεύσωμεν παρά τόν κτίσαντα, μηδέν ἀνώτερον τῶν ὁρωμένων εἶναι πιστεύοντες καί τῶν αἰσθητῶν μεγαλοπρεπέστερον, ἤ μέχρι μόνου τοῦ γράμματος διαβλέποντες τό σῶμα μόνον Ἰουδαϊκῶς περί πολλοῦ ποιησώμεθα, τήν κοιλίαν θεοποιήσαντες, καί τήν αἰσχύνην ἡγησάμενοι δόξαν, τόν αὐτόν τοῖς θεοκτόνοις κλῆρον ἀπενεγκώμεθα, ὡς τόν καθ᾿ ἡμᾶς δι᾿ ἡμᾶς πρός ἡμᾶς γενόμενον διά σώματος καί συλλαβαῖς καί γράμμασι παχυθέντα διά τήν αἴσθησιν, ὅλην τοῦ ἐν ἡμῖν νοεροῦ τήν δύναμιν πρός ἑαυτήν ἐπικλίνασαν, οὐ διαγινώσκοντες (≡14Δ_156≡> Λόγον. Φησί γάρ ὁ θεῖος Ἀπόστολος, Τό γράμμα ἀποκτείνει, τό δέ πνεῦμα ζωοποιεῖ. Καί γάρ καθ᾿ αὑτό μόνον τό γράμμα στεργόμενον τόν ἐν αὐτῷ ἀποκτείνειν λόγον τοῖς στέργουσιν εἴωθεν, ὥσπερ καί τό κάλλος τῶν κτισμάτων μή πρός δόξαν τοῦ πεποιηκότος (=1132=) ὁρώμενον τῆς κατά λόγον εὐσεβείας ἀποστερεῖν τούς θεωμένους πέφυκε.

Καί πάλιν τό Εὐαγγέλιον, Εἰ μή ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, δηλαδή τῆς κακίας, οὐκ ἄν ἐσώθη πᾶσα σάρξ, τουτέστι πᾶσα περί Θεοῦ εὐσεβής ἔννοια. Κολοβοῦνται γάρ κακίας ἡμέραι, τῆς κατ᾿ αἴσθησιν δημιουργούσης αὐτάς ἐσφαλμένης κρίσεως τῷ λόγῳ περιγραφείσης, καί τοῦ κατ᾿ αὐτόν εὐσεβοῦς δικαιώματος κατόπιν γεγενημένης. Ἀντιχρίστου γάρ οὐδέν διενήνοχεν ὁ τῆς σαρκός νόμος, ἀεί παλαίων τῷ Πνεύματι καί τῷ αὐτοῦ θείῳ νόμῳ ἀντιτασσόμενος, ἕως ἡ παροῦσα ζωή τοῖς ἡττημένοις αὐτῇ προσφιλής ἐστι καί ἐράσμιος, καί οὔπω φανείς ὁ Λόγος τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεως ἀνεῖλε, διακρίνας τοῦ ἀθανάτου τό θνητόν, καί τῆς ἐλευθερίας τήν διοχλοῦσαν ἔξω ποιησάμενος δουλείαν, καί τήν ἀλήθειαν αὐτήν καθ᾿ ἑαυτήν ψεύδους καθαράν ἀποδείξας, καί τῶν θείων καί αἰωνίων τά ὑλικά καί πρόσκαιρα ἀποδιορίσας, πρός ἅ πέφυκεν ὁ νοῦς διά τῆς κατ᾿ αἴσθησιν πρός αὐτά οἰκειότητος πλανώμενος ἐπικλίνεσθαι καί τῇ ἀλόγῳ θανατοῦσθαι στοργῇ· πρός ὅν μάλιστα προηγουμένως θεοπρεπής τοῦ Λόγου κατάβασις γίνεται, τοῦ θανάτου τῆς ἀγνοίας αὐτόν ἀνεγείρουσα, καί τῆς πρός τά ὑλικά ἐμπαθοῦς διαθέσεως ἀναστέλλουσα καί πρός τό κατά φύσιν ἐραστόν τήν ἔφεσιν αὐτοῦ ἐπανάγουσα. Διό ἀναγκαίως οἶμαι δεῖν τοῦ ὑπέρ τά ἐνδύματα μακρῷ κρείσσονος σώματος, τουτέστι τῶν θείων καί ὑψηλῶν νοημάτων, τῆς τε ἁγίας Γραφῆς καί τῶν κατά τήν κτίσιν θεαμάτων, φροντίζειν λογικούς ὄντας, καί διά λόγου πρός Λόγον σπεύδοντας (καθώς φησιν ὁ Λόγος αὐτός, Οὐχί πλέον ἐστίν ἡ ψυχή τῆς τροφῆς, καί τό σῶμα τοῦ ἐνδύματος;) (≡14Δ_158≡> μήπως ἐν καιρῷ διαλεγχθῶμεν μηδέν ἔχοντες τούτων ἐπειλημμένοι, τοῦ ὑφεστῶτος καί ὑφιστῶντος τά πάντα Λόγου οὐ περιδραξάμενοι, κατά τήν Αἰγυπτίαν ἐκείνην, ἥτις μόνων τῶν ἱματίων τοῦ Ἰωσήφ ἐπιλαβομένη τῆς τοῦ ἐραστοῦ παντελῶς διήμαρτεν ὁμιλίας.

Οὕτω γάρ ἄν τά τε ἐνδύματα τοῦ Λόγου, φημί δή τά ῥήματα τῆς Γραφῆς, καί τά φαινόμενα κτίσματα, λαμπρά τε καί ἐπίδοξα τῇ ἐναλλαγῇ τῶν περί αὐτόν δογμάτων, καί τῷ θείῳ λόγῳ ἐμπρέποντα διά τῆς ὑψηλῆς θεωρίας, καί ἡμεῖς ἐπί τό ὄρος ἀναβάντες τῆς θείας Μεταμορφώσεως θεασόμεθα, οὐδαμῶς πληκτικῶς εἰργόμενοι τῆς μακαρίας τοῦ Λόγου ἁφῆς κατά τήν Μαγδαληνήν Μαρίαν, κηπουρόν εἶναι δόξασαν τόν Κύριον Ἰησοῦ, καί μόνων τῶν ὑπό γένεσιν καί φθοράν δημιουργόν οὕτω μηδέν ὑπέρ τήν αἴσθησιν εἶναι νομίζουσαν, ἀλλά καί ὀψόμεθα καί προσκυνήσομεν ζῶντα ἐκ νεκρῶν πρός ἡμᾶς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, γενόμενον, τῆς κατ᾿ αἴσθησιν παντελῶς ἐν ἡμῖν ἐνεργείας ἀποσβεσθείσης, τόν τε Λόγον αὐτόν καί Θεόν πάντα ἐν πᾶσιν ὄντα, καί πάντα ἑαυτοῦ δι᾿ ἀγαθότητα τά μέν νοητά σῶμα, τά δέ αἰσθητά ἱμάτιον πεποιηκότα γνωσόμεθα. Περί ὧν εἰρῆσθαι δοκεῖν οὐκ ἀπεικός τό, (=1123=) Πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, διά τήν ἐπικρατοῦσαν νοῦ τῶν ὁρωμένων φθοράν, καί ὡσεί περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καί ἀλλαγήσονται, διά τήν προσδοκωμένην τῆς ἀφθαρσίας χάριν.

ΚΓ (23). ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΤΡΟΠΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΕΞΗΓΗΣΙΣ
Περί τῶν πέντε τρόπων τῆς φυσικῆς θεωρίας σύντομος ἐξήγησις.

Πρός τούτοις δέ καί τούς λόγους εἰσόμεθα, τούς τελευταίους δηλαδή καί ἡμῖν ἐφικτούς, ὧν προβέβληται ἡ κτίσις διδάσκαλος, καί τούς αὐτοῖς συνημμένους πέντε τῆς θεωρίας τρόπους, (≡14Δ_160≡> οἷς διαιροῦντες τήν κτίσιν οἱ ἅγιοι τούς ἐπ' αὐτῇ μυστικούς μετ᾿ εὐσεβείας συνελέξαντο λόγους, εἰς οὐσίαν, καί κίνησιν, καί διαφοράν, κράσιν τε καί θέσιν, αὐτήν ἐπιμερίσαντες. Ὧν τρεῖς μέν ἔφασαν εἶναί τε πρός ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ προηγουμένως καί προβεβλῆσθαι χειραγωγικούς, τόν κατ᾿ οὐσίαν, τόν κατά κίνησιν, τόν κατά διαφοράν, δι᾿ ὧν ὁ Θεός γνωστός τοῖς ἀνθρώποις γίνεται ἐν τῶν ὄντων τάς περί αὐτοῦ ἐμφάσεις συλλεγομένοις ὡς δημιουργοῦ καί προνοητοῦ καί κριτοῦ· δύο δέ παιδαγωγικούς πρός ἀρετήν καί τήν πρός Θεόν οἰκείωσιν, τόν κατά κράσιν καί τόν κατά θέσιν, δι᾿ ὧν τυπούμενος, ὁ ἄνθρωπος Θεός γίνηται, τό Θεός εἶναι παθών ἐκ τῶν ὄντων, ὅλην τοῦ Θεοῦ τήν κατ᾿ ἀγαθότητα ἔμφασιν κατά νοῦν ὥσπερ ὁρῶν, καί ἑαυτῷ κατά λόγον ταύτην εἰλικρινεστάτην μορφούμενος. Ὅ γάρ δι᾿ εὐσεβοῦς γνώσεως, φασίν, ὁ καθαρός ὁρᾷν πέφυκε νοῦς, τοῦτο καί παθεῖν δύναται, αὐτό ἐκεῖνο κατά τήν ἕξιν δι᾿ ἀρετῆς γινόμενος.

Οἷον, τήν μέν οὐσίαν θεολογίας εἶναι διδάσκαλον, δι᾿ ἧς τῶν ὄντων τό αἴτιον ἐπιζητοῦντες δι᾿ αὐτῶν ὅτι ἔστι διδασκόμεθα, τό τίποτε εἶναι τοῦτο κατ᾿ οὐσίαν γνῶναι μή ἐπιχειροῦντες, ὅτι μηδέ ἔστιν ἐμφάσεως ἐν τοῖς οὖσι τούτου προβολή, δι᾿ ἧς κἄν ποσῶς ὡς δι᾿ αἰτιατοῦ πρός τό αἴτιον ἀνανεύσωμεν· τήν δέ κίνησιν τῆς τῶν ὄντων προνοίας εἶναι ἐμφαντικήν, δι᾿ ἧς τῶν γεγονότων τήν κατ᾿ οὐσίαν ἑκάστου κατ᾿ εἶδος ἀπαράλλακτον ταυτότητα καί ὡσαύτως ἀπαραγχείρητον διεξαγωγήν θεωροῦντες, τόν συνέχοντα καί φυλάττοντα καθ᾿ ἕνωσιν ἄῤῥητον ἀλλήλων εὐκρινῶς ἀφωρισμένα τά πάντα καθ᾿ οὕς ὑπέστησαν ἕκαστα λόγους ἐννοοῦμεν· τήν διαφοράν δέ τῆς κρίσεως εἶναι μηνυτικήν, καθ᾿ ἥν διανομέα σοφόν ἐκ τῆς ἐν ἑκάστῳ τῶν ὄντων συμμέτρου τῷ ὑποκειμένῳ τῆς οὐσίας φυσικῆς δυνάμεως τῶν καθ᾿ ἕκαστα λόγων εἶναι τόν Θεόν παιδευόμεθα· πρόνοιαν δέ φημι νοῦ, οὐ τήν ἐπιστρεπτικήν, καί οἷον οἰκονομικήν τῆς (≡14Δ_162≡> τῶν προνοουμένων ἀφ᾿ ὧν οὐ δεῖ ἐφ᾿ ἅ δεῖ ἐπαναγωγῆς, ἀλλά τήν συνεκτικήν τοῦ παντός, καί καθ᾿ οὕς τό πᾶν προηγουμένως ὑπέστη λόγους συντηρητικήν· καί κρίσιν, οὐ τήν παιδευτικήν καί οἷον κολαστικήν τῶν ἁμαρτανόντων, ἀλλά τήν σωστικήν καί ἀφοριστικήν τῶν ὄντων διανομήν, καθ᾿ ἥν τῶν γεγονότων ἕκαστα τοῖς καθ᾿ οὕς γεγένηται συνημμένα λόγοις ἀπαράβατον ἔχει (=1136=) τήν ἐν τῇ φυσικῇ ταυτότητι ἀναλλοίωτον νομιμότητα, καθώς ἐξ ἀρχῆς ὁ δημιουργός περί τοῦ εἶναι καί τί εἶναι καί πῶς καί ὁποῖον ἕκαστον ἔκρινέ τε καί ὑπεστήσατο· ἐπεί τοιγε ἡ ἄλλως λεγομένη πρόνοια καί κρίσις ταῖς ἡμῶν προαιρετικαῖς ὁρμαῖς παραπεπήγασι, τῶν μέν φαύλων πολυτρόπως ἀπείργουσαι, πρός δέ τά καλά σοφῶς ἐπιστρέφουσαι, καί τῷ διευθύνειν τά οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν ἐναντίως τοῖς ἐφ᾿ ἡμῖν καί παροῦσαν καί μέλλουσαν καί παρελθοῦσαν κακίαν ἐκτέμνουσαι.

Οὐκ ἄλλην δέ καί ἄλλην πρόνοιαν διά τούτων εἶναι λέγω καί κρίσιν. Μίαν γάρ καί τήν αὐτήν οἶδα κατά τήν δύναμιν, διάφορον δέ ὡς πρός ἡμᾶς καί πολύτροπον τήν ἐνέργειαν ἔχουσαν. Τήν δέ κράσιν τῶν ὄντων ἤτοι σύνθεσιν τῆς ἡμετέρας γνώμης εἶναι σύμβολον. Κραθεῖσα γάρ αὕτη ταῖς ἀρεταῖς, καί ἑαυτῇ ταύτας κεράσασα, τόν κατά διάνοιαν θεοπρεπέστατον καί αὐτήν συνίστησι κόσμον. Τήν δέ θέσιν τοῦ κατά γνώμην ἤθους εἶναι διδάσκαλον, ὡς παγίως ἔχειν περί τό εὖ δόξαν τῷ ῥυθμίζειν ἀντιλόγῳ ὀφείλοντος, ἥκιστα τοῖς συμπίπτουσιν ἐκ τῆς κατά λόγον βάσεως ἀλλοίωσιν τήν οἱανοῦν δεχομένου. Συνάψαντες δέ πάλιν τῇ κινήσει τήν θέσιν, καί τήν κράσιν τῇ διαφορᾷ, εἰς οὐσίαν καί διαφοράν καί κίνησιν τήν τοῦ παντός ἀδιαιρέτως διέκριναν ὑπόστασιν, καί τῷ κατ᾿ ἐπίνοιαν λόγῳ τεχνικῶς ἐνθεωρεῖσθαι τοῖς αἰτιατοῖς διαφόρως τό αἴτιον κατανοήσαντες (≡14Δ_164≡> καί εἶναι καί σοφόν εἶναι καί ζῶν εἶναι εὐσεβῶς τοῦτο κατέλαβον. Καί τόν περί Πατρός καί Υἱοῦ καί ἁγίου Πνεύματος θεοτελῆ καί σωτήριον ἐντεῦθεν ἐδιδάχθησαν λόγον, καθ᾿ ὅν οὐ τόν τοῦ εἶναι μόνον ἁπλῶς τοῦ αἰτίου λόγον μυστικῶς ἐφωτίσθησαν, ἀλλά καί τόν τῆς ὑπάρξεως τρόπον εὐσεβῶς ἐμυήθησαν. Καί πάλιν κατά μόνην τήν θέσιν πᾶσαν τήν κτίσιν περιαθρήσαντες τούς εἰρημένους πέντε εἰς τρεῖς συνέστειλαν θεωρίας τρόπους, ἐξ οὐρανοῦ καί γῆς καί τῶν ἐν μέσῳ ἠθικῆς καί φυσικῆς καί θεολογικῆς φιλοσοφίας διδάσκαλον τήν κτίσιν εἶναι τῷ καθ᾿ ἑαυτήν λόγω ἐπεγνωκότες.

Πάλιν δέ ἐκ μόνης τῆς διαφορᾶς τήν κτίσιν θεωρήσαντες, τουτέστιν ἐν τῶν περιεχόντων καί περιεχομένων, λέγω δέ τοῦ οὐρανοῦ καί τῶν ἐντός εἰς δύο τούς τρεῖς συνήγαγον τρόπους, σοφίαν φημί καί φιλοσοφίαν, τήν μέν ὡς περιεκτικήν καί πάντας θεοπρεπῶς τούς εὐσεβεῖς ἐπ᾿ αὐτῆς λεγομένους ἐπιδεχομένην τρόπους, καί τούς περί τῶν ἄλλων ἐντός ἐαυτῆς μυστικούς τε καί φυσικούς περικλείουσαν λόγους, τήν δέ ὡς ἤθους καί γνώμης, πράξεώς τε καί θεωρίας, καί ἀρετῆς καί γνώσεως συνεκτικήν, καί οἰκειότητι σχετικῇ πρός τήν σοφίαν ὡς αἰτίαν ἀναφερομένην. Καί πάλιν κατά μόνην τήν κράσιν ἤτοι τήν ἐναρμόνιον τοῦ παντός σύνθεσιν, τήν κτίσιν κατανοήσαντες, καί διά πάντων τῶν ἀλλήλοις ἀῤῥήτως εἰς ἑνός συμπλήρωσιν κόσμου συνδεδεμένων μόνον τόν συνδέοντα καί ἐπισφίγγοντα τῷ ὅλῳ τά μέρη καί ἀλλήλοις δημιουργόν (=1137=) ἐννοήσαντες λόγον τούς δύο εἰς ἕνα θεωρίας συνέκλεισαν τρόπον, καθ᾿ ὅν ἁπλῇ προσβολῇ διά τῶν ἐν τοῖς οὖσι λόγων πρός τό αἴτιον νοῦν διαπορθεύσαντες, καί μόνῳ αὐτῷ ὡς συναγωγῷ τῶν ἐξ αὐτοῦ πάντων καί ἑλκτικῷ προδήσαντες, τοῖς καθ᾿ ἕκαστα τῶν ὅλων τῷ ὑπερβαθῆναι οὐκέτι διαχεόμενοι λόγοις, διά τοῦ πεπεῖσθαι σαφῶς μόνον τόν Θεόν κυρίως εἶναι λοιπόν ἐκ τῆς πρός τά ὄντα ἀκριβοῦς ἐνατενίσεως, καί οὐσίαν τῶν ὄντων καί κίνησιν καί τῶν διαφερόντων εὐκρίνειαν, καί συνοχήν ἀδιάλυτον τῶν (≡14Δ_166≡> κεκραμμένων, καί ἵδρυσιν ἀμετάθετον τῶν τεθειμένων, καί πάσης ἁπλῶς τῆς ὁπωσοῦν νοουμένης οὐσίας, καί κινήσεως καί διαφορᾶς, κράσεώς τε καί θέσεως αἴτιον, σοφῶς δι᾿ ἐμφεροῦς ὁμοιότητος τήν κατά τόν αἰσθητόν αἰῶνα μυστικήν θεωρίαν ἐπί τόν κατά διάνοιαν ἐν Πνεύματι διά τῶν ἀρετῶν συμπληρούμενον κόσμον μετήνεγκαν·

Καθ᾿ ἥν τούς εἰρημένους τρόπους εἰς ἕνα συναγαγόντες τόν διαφόροις ἀρετῶν εἴδεσι τήν τοῦ κατά διάνοιαν γνωμικοῦ κόσμου οὐσίαν ἐκπληροῦντα δι᾿ ὅλου λόγον μονιότατον ἑαυτοῖς, ὡς ἐφικτόν ἐναπωμόρξαντο, πάντας δηλαδή περάσαντες τούς τῶν ὄντων καί αὐτούς τούς τῶν ἀρετῶν λόγους, μᾶλλον δέ μετά τούτων πρός τόν ὑπέρ τούτους, καί εἰς ὅν οὗτοι καί ἐξ οὗ τό εἶναι τούτοις ἐστίν ὑπερούσιον καί ὑπεράγαθον Λόγον ἀγνώστως ἀναδραμόντες· καί ὅλοι ὅλῳ κατά τό ἐφικτόν τῆς ἐνούσης αὐτοῖς φυσικῆς δυνάμεως ἑνωθέντες τοσοῦτον ἐνδεχομένως ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐποιώθησαν, ὥστε καί ἀπό μόνου γνωρίζεσθαι, οἷον ἔσοπτρα διειδέστατα, ὅλου τοῦ ἐνορῶντος Θεοῦ Λόγου τό εἶδος ἀπαραλείπτως διά τῶν θείων αὐτοῦ γνωρισμάτων φαινόμενον ἔχοντες, τῷ ἐλλειφθῆναι μηδένα τῶν παλαιῶν χαρακτήρων, οἱς μηνύεσθαι πέφυκε τό ἀνθρώπινον, πάντων εἰξάντων τοῖς ἀμείνοσιν, οἷον ἀήρ ἀφεγγής φωτί δι᾿ ὅλου μετεγκραθείς.