Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ



Ἀπόδοση εἰς τὴν νέα Ἑλληνική: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης
Εἰσαγωγὴ - Περίληψη

Ὁ λόγος αὐτός, ὅπως καὶ ὁ «Κατὰ Εἰδώλων», γράφτηκε περὶ τὰ ἔτη 317-319 μ.Χ. Σ᾿ αὐτὸν ἐξετάζεται τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ ἄσαρκου Λόγου τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ λόγου ἀναλύεται ὁ διπλὸς σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου: α) ἡ ἐπιστροφὴ τῆς ἀνθρωπότητας στὴν κατάσταση τῆς ἀθανασίας ποὺ ἀπωλέσθηκε λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος· καὶ β) ἡ ἀπόδοση στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἱκανότητας νὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεό.

Στὸ δεύτερο μέρος τοῦ λόγου περιγράφει τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἐπιτυγχάνεται ὁ διπλὸς σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως: εἶναι τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάστασή του.

Στὸ τρίτο μέρος τοῦ λόγου ἀνασκευάζονται οἱ ἀντιρρήσεις τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Ἑλλήνων (εἰδωλολατρῶν) γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου. Οἱ ἀντιρρήσεις τῶν Ἰουδαίων ἀνασκευάζονται ἀπὸ τὴν προφητική τους παράδοση. Οἱ ἀντιρρήσεις τῶν εἰδωλολατρῶν ἀνασκευάζονται μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τονίζει ὅτι τὸ ἀνθρώπινο γένος δὲν εἶναι ἀπρεπὲς γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ποιὸ καλύτερο σκεῦος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὑπῆρχε γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου;

Τέλος, στὸν ἐπίλογο ὁ συγγραφέας τονίζει ὅτι γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς διδασκαλίας γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρα χρειάζονται δυὸ πράγματα: μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ βίος ἁγνός.

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου παίζει τὸν σπουδαιότερο ρόλο γιὰ τὴν δημιουργία, τὴν κτίση καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ὁδηγεῖ στὴ θέωση, ὅπως μὲ ἔμφαση θεολογεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «ὁ Λόγος ἐνανθρώπησε, γιὰ νὰ θεοποιηθοῦμε ἐμεῖς». Ἀφορᾷ τὸ νόημα καὶ τὸν στόχο τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ζωῆς μας.
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ     Νεοελληνικὴ απόδοση
1. Αὐτάρκως ἐν τοῖς πρὸ τούτων ἐκ πολλῶν ὀλίγα διαλαβόντες, περὶ
τῆς τῶν ἐθνῶν περὶ τὰ εἴδωλα πλάνης καὶ τῆς τούτων δεισιδαιμονίας,
πῶς ἐξ ἀρχῆς τούτων γέγονεν ἡ εὕρεσις, ὅτι ἐκ κακίας οἱ ἄνθρωποι
ἑαυτοῖς τὴν πρὸς τὰ εἴδωλα θρησκείαν ἐπενόησαν·
ἀλλὰ γὰρ χάριτι Θεοῦ σημάναντες ὀλίγα καὶ περὶ τῆς θειότητος τοῦ
Λόγου τοῦ Πατρὸς καὶ τῆς εἰς πάντα προνοίας καὶ δυνάμεως αὐτοῦ·
καὶ ὅτι ὁ ἀγαθὸς Πατὴρ τούτῳ τὰ πάντα διακοσμεῖ καὶ τὰ πάντα
ὑπ᾿ αὐτοῦ κινεῖται καὶ ἐν αὐτῷ ζωοποιεῖται·
φέρε κατὰ ἀκολουθίαν, μακάριε καὶ ἀληθῶς φιλόχριστε, τῇ περὶ τῆς
εὐσεβείας πίστει, καὶ τὰ περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου
διηγησώμεθα, καὶ περὶ τῆς θείας αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας
δηλώσωμεν· ἣν Ἰουδαῖοι μὲν διαβάλλουσιν, Ἕλληνες δὲ χλευάζουσιν,
ἡμεῖς δὲ προσκυνοῦμεν· ἵν᾿ ἔτι μᾶλλον ἐκ τῆς δοκούσης εὐτελείας τοῦ
Λόγου μείζονα καὶ πλείονα τὴν εἰς αὐτὸν εὐσέβειαν ἔχῃς.
Ὅσῳ γὰρ παρὰ τοῖς ἀπίστοις χλευάζεται, τοσούτῳ μείζονα τὴν περὶ
τῆς θεότητος αὐτοῦ μαρτυρίαν παρέχει· ὅτι τε ἃ μὴ καταλαμβάνουσιν
ἄνθρωποι ὡς ἀδύνατα, ταῦτα αὐτὸς ἐπιδείκνυται δυνατά· καὶ ἃ ὡς
ἀπρεπῆ χλευάζουσιν ἄνθρωποι, ταῦτα αὐτὸς τῇ ἑαυτοῦ ἀγαθότητι
εὐπρεπῆ κατασκευάζει· καὶ ἃ σοφιζόμενοι οἱ ἄνθρωποι ὡς ἀνθρώπινα
γελῶσι, ταῦτα αὐτὸς τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει θεῖα ἐπιδείκνυται, τὴν μὲν τῶν
εἰδώλων φαντασίαν τῇ νομιζομένῃ ἑαυτοῦ εὐτελείᾳ διὰ τοῦ σταυροῦ
καταστρέφων, τοὺς δὲ χλευάζοντας καὶ ἀπιστοῦντας μεταπείθων
ἀφανῶς ὥστε τὴν θειότητα αὐτοῦ καὶ δύναμιν ἐπιγινώσκειν.
Εἰς δὲ τὴν περὶ τούτων διήγησιν, χρεία τῆς τῶν προειρημένων μνήμης·
ἵνα καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἐν σώματι φανερώσεως τοῦ τοσούτου καὶ
τηλικούτου πατρικοῦ Λόγου γνῶναι δυνηθῇς, καὶ μὴ νομίσῃς ὅτι
φύσεως ἀκολουθίᾳ σῶμα πεφόρεκεν ὁ Σωτήρ· ἀλλ᾿ ὅτι ἀσώματος ὢν
τῇ φύσει, καὶ Λόγος ὑπάρχων, ὅμως κατὰ φιλανθρωπίαν καὶ
ἀγαθότητα τοῦ ἑαυτοῦ Πατρός, διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν, ἐν
ἀνθρωπίνῳ σώματι ἡμῖν πεφανέρωται.
Πρέπει δὲ ποιουμένους ἡμᾶς τὴν περὶ τούτου διήγησιν, πρότερον περὶ
τῆς τῶν ὅλων κτίσεως καὶ τοῦ ταύτης Δημιουργοῦ Θεοῦ εἰπεῖν, ἵνα
οὕτως καὶ τὴν ταύτης ἀνακαίνισιν ὑπὸ τοῦ κατὰ τὴν ἀρχὴν αὐτὴν
δημιουργήσαντος Λόγου γεγενῆσθαι ἀξίως ἄν τις θεωρήσειεν· οὐδὲν
γὰρ ἐναντίον φανήσεται, εἰ δι᾿ οὗ ταύτην ἐδημιούργησεν ὁ Πατήρ, ἐν
αὐτῷ καὶ τὴν ταύτης σωτηρίαν εἰργάσατο.     Είναι αρκετά αυτά τα λίγα από τα πολλά που αναπτύξαμε, πρίν από τον τωρινό
μας λόγο, για την πλάνη και τη δεισιδαιμονία των εθνικών στην ειδωλολατρία·
είπαμε με ποιό τρόπο από την αρχή έγινε η επινόηση των ειδώλων· από την
κακία τους οι άνθρωποι έφτιαξαν αυτή τη θρησκεία.
Με τη χάρη βέβαια του Θεού, μας δόθηκε η ευκαιρία να πούμε λίγα και για τη
θεότητα του Λόγου του Πατέρα, αλλά και τη δύναμη και πρόνοιά του για όλα.
Ο πανάγαθος Πατέρας με το Λόγο του φροντίζει το σύμπαν· όλα κινούνται και
παίρνουν ζωή απ' αυτόν.
Στη συνέχεια, λοιπόν, αγαπητέ μου, γνήσιε φίλε του Χριστού, θα σου διηγηθώ
για την αληθινή πίστη και την ενανθρώπηση του Λόγου· επιπλέον, θα σου πω
με λεπτομέρειες για τη ζωή του Λόγου πάνω στη γη (θεία επιφάνεια).
Οι Ιουδαίοι βέβαια την συκοφαντούν, ενώ οι ειδωλολάτρες την εμπαίζουν·
εμείς όμως την προσκυνάμε. Συμβαίνει το εξής: φαινομενικά οι χλευαστές
εξευτελίζουν το Λόγο· εσύ όμως (και κάθε ευσεβής) αποκτάς περισσότερη και
μεγαλύτερη ευλάβεια στο πρόσωπό Του.
Διότι, όσο οι άπιστοι Τον χλευάζουν, τόσο μεγαλύτερη απόδειξη της θεότητάς
Του παρέχει. Και όσα οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται, επειδή τα θεωρούν
αδιανόητα, Αυτός αποδείχνει ότι αυτά είναι κατορθωτά. Όσα ακόμη οι άνθρωποι
τα χλευάζουν ως απρεπή, Αυτός αυτά τα καθιστά ευπρεπή με την καλωσύνη
του. Όσα οι άνθρωποι με τις εξυπνάδες τους τα κοροϊδεύουν ως ανθρώπινα,
Αυτός αυτά με τη δύναμή του τα παρουσιάζει θεϊκά. Από τη μια, διαλύει την
φαντασμαγορία των ειδώλων με την ανθρώπινη ταπείνωση του εαυτού του
πάνω στο σταυρό· κι από την άλλη, μεταστρέφει μυστικά αυτούς που χλεύαζαν
και απιστούσαν· τους κάνει να προσκυνούν τη θεότητα και τη δύναμή του.
Για τη διήγηση αυτή (της ενανθρωπήσεως του Λόγου), πρέπει να θυμάσαι τα
προηγούμενα (σχετικά με την ειδωλολατρία).

Έτσι, θα μπορέσεις να κατανοήσεις την αιτία της πρόσληψης του ανθρωπίνου
σώματος από τόν τόσο μεγάλο και σπουδαίο Λόγο του Θεού Πατέρα· ακόμη, να
μη νομίσεις ότι ήταν κάτι το φυσιολογικό η ενσάρκωση του Σωτήρα. Διότι,
αυτός που είναι ασώματος και Υιός Λόγος του Πατέρα, εξαιτίας της αγάπης και
καλωσύνης του Πατέρα του σε μας, για τη σωτηρία μας, δέχεται να
περιβληθεί ανθρώπινο σώμα και να φανερωθεί.
Πριν όμως διηγηθούμε την ιστορία της ενανθρωπήσεως, πρέπει πρώτα να πούμε
για τη δημιουργία του σύμπαντος και για το Δημιουργό Θεό του. Έτσι, θα μπορεί
κάποιος δικαιολογημένα ν’ αποδώσει στο Λόγο και την αναδημιουργία
του κόσμου, του οποίου είναι και ο αρχικός δημιουργός. Τίποτε το αντιφατικό
δεν υπάρχει: μ’ Αυτόν που ο Θεός Πατέρας έφτιαξε τον κόσμο, μ’ Αυτόν
καταστρώνει τώρα και το σχέδιο της σωτηρίας του (του κόσμου).
2. Τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου καὶ τὴν τῶν πάντων κτίσιν πολλοὶ
διαφόρως ἐξειλήφασι, καὶ ὡς ἕκαστος ἠθέλησεν, οὕτως καὶ ὡρίσατο.
Οἱ μὲν γὰρ αὐτομάτως, καὶ ὡς ἔτυχε, τὰ πάντα γεγενῆσθαι λέγουσιν,
ὡς οἱ Ἐπικούρειοι, οἳ καὶ τὴν τῶν ὅλων πρόνοιαν καθ᾿ ἑαυτῶν οὐκ
εἶναι μυθολογοῦντες, ἄντικρυς παρὰ τὰ ἐναργῆ καὶ φαινόμενα λέγοντες.
Εἰ γὰρ αὐτομάτως τὰ πάντα χωρὶς προνοίας κατ᾿ αὐτοὺς γέγονεν,
ἔδει τὰ πάντα ἁπλῶς γεγενῆσθαι καὶ ὅμοια εἶναι καὶ μὴ διάφορα. Ὡς
γὰρ ἐπὶ σώματος ἑνὸς ἔδει τὰ πάντα εἶναι ἥλιον ἢ σελήνην, καὶ ἐπὶ τῶν
ἀνθρώπων ἔδει τὸ ὅλον εἶναι χεῖρα, ἢ ὀφθαλμόν, ἢ πόδα. Νῦν δὲ οὐκ
ἔστι μὲν οὕτως· ὁρῶμεν δὲ τὸ μέν, ἥλιον· τὸ δέ, σελήνην· τὸ δέ, γῆν· καὶ
πάλιν ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων, τὸ μέν, πόδα· τὸ δέ, χεῖρα· τὸ
δέ, κεφαλήν. Ἡ δὲ τοιαύτη διάταξις οὐκ αὐτομάτως αὐτὰ γεγενῆσθαι
γνωρίζει, ἀλλ᾿ αἰτίαν τούτων προηγεῖσθαι δείκνυσιν· ἀφ᾿ ἧς καὶ τὸν
διαταξάμενον καὶ πάντα ποιήσαντα Θεὸν ἔστι νοεῖν.
Ἄλλοι δέ, ἐν οἷς ἐστι καὶ ὁ μέγας παρ᾿ Ἕλλησι Πλάτων, ἐκ
προϋποκειμένης καὶ ἀγενήτου ὕλης πεποιηκέναι τὸν Θεὸν τὰ ὅλα
διηγοῦνται· μὴ ἂν γὰρ δύνασθαί τι ποιῆσαι τὸν Θεὸν εἰ μὴ προϋπέκειτο
ἡ ὕλη· ὥσπερ καὶ τῷ τέκτονι προϋποκεῖσθαι δεῖ τὸ ξύλον, ἵνα καὶ
ἐργάσασθαι δυνηθῇ.
Οὐκ ἴσασι δὲ τοῦτο λέγοντες ὅτι ἀσθένειαν περιτιθέασι τῷ Θεῷ· εἰ γὰρ
οὐκ ἔστι τῆς ὕλης αὐτὸς αἴτιος, ἀλλ᾿ ὅλως ἐξ ὑποκειμένης ὕλης ποιεῖ
τὰ ὄντα, ἀσθενὴς εὑρίσκεται, μὴ δυνάμενος ἄνευ τῆς ὕλης ἐργάσασθαί
τι τῶν γενομένων· ὥσπερ ἀμέλει καὶ τοῦ τέκτονος ἀσθένειά ἐστι τὸ μὴ
δύνασθαι χωρὶς τῶν ξύλων ἐργάσασθαί τι τῶν ἀναγκαίων.
Καὶ καθ᾿ ὑπόθεσιν γάρ, εἰ μὴ ἦν ἡ ὕλη, οὐκ ἂν εἰργάσατό τι ὁ Θεός. Καὶ
πῶς ἔτι ποιητὴς καὶ δημιουργὸς ἂν λεχθείη ἐξ ἑτέρου τὸ ποιεῖν ἐσχηκώς,
λέγω δὴ ἐκ τῆς ὕλης; Ἔσται δέ, εἰ οὕτως ἔχει, κατ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεὸς
τεχνίτης μόνον καὶ οὐ κτίστης εἰς τὸ εἶναι, εἴ γε τὴν ὑποκειμένην ὕλην
ἐργάζεται, τῆς δὲ ὕλης οὐκ ἔστιν αὐτὸς αἴτιος. Καθόλου γὰρ οὐδὲ
κτίστης ἂν λεχθείη, εἴ γε μὴ κτίζει τὴν ὕλην, ἐξ ἧς καὶ τὰ κτισθέντα
γέγονεν.
Οἱ δὲ ἀπὸ τῶν αἱρέσεων ἄλλον ἑαυτοῖς ἀναπλάττονται δημιουργὸν
τῶν πάντων παρὰ τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
τυφλώττοντες μέγα καὶ περὶ ἃ φθέγγονται.
Τοῦ γὰρ Κυρίου λέγοντος πρὸς τοὺς Ἰουδαίους· "Οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι
ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ κτίσας ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς; καὶ εἶπεν· ἕνεκεν
τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ
προσκολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ· καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα
μίαν"· εἶτα σημαίνων τὸν κτίσαντά φησιν· «Ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν,
ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω», πῶς οὗτοι ξένην τοῦ Πατρὸς τὴν κτίσιν
εἰσάγουσιν; εἰ δὲ κατὰ τὸν Ἰωάννην πάντα περιλαβόντα καὶ λέγοντα
"πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν", πῶς ἂν
ἄλλος εἴη ὁ δημιουργός, παρὰ τὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ;     Πριν όμως διηγηθούμε την ιστορία της ενανθρωπήσεως, πρέπει πρώτα να πούμε
για τη δημιουργία του σύμπαντος και για το Δημιουργό Θεό του. Έτσι, θα μπορεί
κάποιος δικαιολογημένα ν’ αποδώσει στο Λόγο και την αναδημιουργία
του κόσμου, του οποίου είναι και ο αρχικός δημιουργός. Τίποτε το αντιφατικό
δεν υπάρχει: μ’ Αυτόν που ο Θεός Πατέρας έφτιαξε τον κόσμο, μ’ Αυτόν
καταστρώνει τώρα και το σχέδιο της σωτηρίας του (του κόσμου).
Τη δημιουργία του κόσμου και του σύμπαντος πολλοί την σκέφτηκαν με
διαφορετικό τρόπο· όπως ήθελε ο καθένας, έτσι και την επινόησε.
Άλλοι, όπως οι Επικούρειοι, λένε ότι όλα έγιναν από μόνα τους, στην τύχη.
Αυτοί υποστηρίζουν με μυθοπλασίες ότι δεν υπάρχει καμία πρόνοια στον κόσμο·
υποστηρίζουν τα αντίθετα στα ολοφάνερα.
Αν λοιπόν, σύμφωνα με τη θεωρία τους, όλα έγιναν χωρίς φροντίδα, από μόνα
τους, θα έπρεπε όλα να είναι απλά και όμοια, όχι διαφορετικά μεταξύ τους. Θα
έπρεπε στο σύμπαν όλα ν’ αποτελούν ένα σώμα, ήλιο ή σελήνη· και οι
άνθρωποι να είναι όλοι ένα, ή χέρι ή μάτι ή πόδι. Στην πραγματικότητα όμως
δεν είναι έτσι. Βλέπουμε το ένα άστρο να είναι ήλιος· το άλλο, σελήνη· το άλλο,
γη. Το ίδιο και στο ανθρώπινο σώμα: άλλο μέρος είναι πόδι, άλλο χέρι, άλλο
κεφάλι. Αυτή η διάκριση δείχνει ότι τα πράγματα δεν προήλθαν από μόνα τους
τυχαία, αλλά προηγείται η αιτία που τα δημιούργησε. Κι από την τάξη αυτή
εύκολα οδηγούμαστε στο Θεό, ο οποίος δημιούργησε και τακτοποίησε τα πάντα.
Άλλοι πάλι, μεταξύ τους και ο σπουδαίος Έλληνας φιλόσοφος Πλάτων, λένε
ότι ο Θεός τα δημιούργησε όλα από προϋπάρχουσα και αιώνια ύλη. Διότι
(λένε), δεν θα μπορούσε να κατασκευάσει κάτι ο Θεός, αν δεν προϋπήρχε η ύλη
(το υλικό κατασκευής). Όπως ο ξυλουργός πρέπει να έχει ξύλα, για να
μπορέσει να τα επεξεργαστεί.
Δεν καταλαβαίνουν ότι, λέγοντας κάτι τέτοιο, αποδίδουν αδυναμία στο Θεό.
Διότι, αν δεν είναι Αυτός αίτιος υπάρξεως της ύλης και υποχρεωτικά όλα τα
κατασκευάζει από προϋπάρχουσα ύλη, τότε είναι αδύναμος· διότι δεν μπορεί
χωρίς ύλη να κάμει κάποιο κτίσμα. Όπως ακριβώς ο ξυλουργός, αδυνατεί να
κάνει κάποιο χρήσιμο αντικείμενο χωρίς ξύλα.
Να το πούμε υποθετικά: αν δεν υπήρχε ύλη, τίποτε δεν θα δημιουργούσε ο
Θεός. Και πώς θα τον ονομάζαμε τεχνίτη και δημιουργό, εφόσον άλλος –εννοώ
η ύλη– θα του έδινε το δικαίωμα κατασκευής; Αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο Θεός
θα ήταν γι’ αυτούς όχι δημιουργός από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, αλλά
μόνον τεχνίτης· διότι θα επεξεργαζόταν
προϋπάρχουσα ύλη, χωρίς να είναι αυτός ο δημιουργός της. Δεν θα θεωρούνταν
δημιουργός, επειδή δεν φτιάχνει το υλικό (ύλη) από το οποίο να προέρχονται
τα δημιουργήματα. Οι αιρετικοί πάλι επινοούν άλλο δημιουργό των κτισμάτων
και όχι τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
3. Ταῦτα μὲν οὗτοι μυθολογοῦσιν. Ἡ δὲ ἔνθεος διδασκαλία καὶ ἡ
κατὰ Χριστὸν πίστις τὴν μὲν τούτων ματαιολογίαν ὡς ἀθεότητα
διαβάλλει. Οὔτε γὰρ αὐτομάτως, διὰ τὸ μὴ ἀπρονόητα εἶναι, οὔτε ἐκ
προϋποκειμένης ὕλης, διὰ τὸ μὴ ἀσθενῆ εἶναι τὸν Θεόν· ἀλλ᾿ ἐξ οὐκ
ὄντων καὶ μηδαμῆ μηδαμῶς ὑπάρχοντα τὰ ὅλα εἰς τὸ εἶναι
πεποιηκέναι τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Λόγου οἶδεν, ᾗ φησὶ διὰ μὲν Μωϋσέως·
"Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν"· διὰ δὲ τῆς
ὠφελιμωτάτης βίβλου τοῦ Ποιμένος· "Πρῶτον πάντων πίστευσον,
ὅτι εἷς ἐστὶν ὁ Θεός, ὁ τὰ πάντα κτίσας καὶ καταρτίσας, καὶ ποιήσας
ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι". Ὅπερ καὶ ὁ Παῦλος σημαίνων φησί·
"Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ
φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι."
Ὁ Θεὸς γὰρ ἀγαθός ἐστι, μᾶλλον δὲ πηγὴ τῆς ἀγαθότητος ὑπάρχει·
ἀγαθῷ δὲ περὶ οὐδενὸς ἂν γένοιτο φθόνος· ὅθεν οὐδενὶ τοῦ εἶναι
φθονήσας, ἐξ οὐκ ὄντων τὰ πάντα πεποίηκε διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ·
ἐν οἷς πρὸ πάντων τῶν ἐπὶ γῆς τὸ ἀνθρώπων γένος ἐλεήσας, καὶ
θεωρήσας ὡς οὐχ ἱκανὸν εἴη κατὰ τὸν τῆς ἰδίας γενέσεως λόγον
διαμένειν ἀεί, πλέον τι χαριζόμενος αὐτοῖς, οὐχ ἁπλῶς, ὥσπερ πάντα
τὰ ἐπὶ γῆς ἄλογα ζῷα, ἔκτισε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἑαυτοῦ
εἰκόνα ἐποίησεν αὐτούς, μεταδοὺς αὐτοῖς καὶ τῆς τοῦ ἰδίου Λόγου
δυνάμεως, ἵνα ὥσπερ σκιάς τινας ἔχοντες τοῦ Λόγου καὶ γενόμενοι
λογικοὶ διαμένειν ἐν μακαριότητι δυνηθῶσι, ζῶντες τὸν ἀληθινὸν καὶ
ὄντως τῶν ἁγίων ἐν παραδείσῳ βίον.
Εἰδὼς δὲ πάλιν τὴν ἀνθρώπων εἰς ἀμφότερα νεύειν δυναμένην
προαίρεσιν, προλαβὼν ἠσφαλίσατο νόμῳ καὶ τόπῳ τὴν δοθεῖσαν
αὐτοῖς χάριν. Εἰς τὸν ἑαυτοῦ γὰρ παράδεισον αὐτοὺς εἰσαγαγών,
ἔδωκεν αὐτοῖς νόμον· ἵνα εἰ μὲν φυλάξαιεν τὴν χάριν καὶ μένοιεν καλοί,
ἔχωσι τὴν ἐν παραδείσῳ ἄλυπον καὶ ἀνώδυνον καὶ ἀμέριμνον ζωήν,
πρὸς τῷ καὶ τῆς ἐν οὐρανοῖς ἀφθαρσίας αὐτοὺς τὴν ἐπαγγελίαν ἔχειν·
εἰ δὲ παραβαῖεν καὶ στραφέντες γένοιντο φαῦλοι, γινώσκοιεν ἑαυτοὺς
τὴν ἐν θανάτῳ κατὰ φύσιν φθορὰν ὑπομένειν, καὶ μηκέτι μὲν ἐν
παραδείσῳ ζῆν, ἔξω δὲ τούτου λοιπὸν ἀποθνῄσκοντας μένειν ἐν τῷ
θανάτῳ καὶ ἐν τῇ φθορᾷ.
Τοῦτο δὲ καὶ ἡ θεία γραφὴ προσημαίνει λέγουσα ἐκ προσώπου τοῦ
Θεοῦ· «Ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ·
ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε ἀπ᾿
αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγησθε, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.» Τὸ δὲ «θανάτῳ
ἀποθανεῖσθε», τί ἂν ἄλλο εἴη ἢ τὸ μὴ μόνον ἀποθνῄσκειν, ἀλλὰ καὶ ἐν
τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ διαμένειν;     Αποδείχνονται πωρωμένοι σε όσα λένε.
Διότι ο Κύριος είπε στους Ιουδαίους: «Δεν γνωρίζετε ότι από την αρχή, που ο
Θεός έπλασε τους ανθρώπους, τους ξεχώρισε σε άνδρα και γυναίκα; Και έδωσε
την εντολή· λόγω της φυσικής έλξης προς τη γυναίκα, θ’ αφήσει ο άνδρας τους
γονείς του και θα συζευχθεί τη γυναίκα του· έτσι οι δύο θα γίνουν ένα σώμα».
Και αλλού, δείχνοντας τον δημιουργό, λέει: «Αυτούς που ο Θεός ένωσε με γάμο,
να μην τους χωρίζει ο άνθρωπος». Πώς, μετά απ' αυτά, θεωρούν ότι η
δημιουργία δεν έχει καμία σχέση με τον Πατέρα; Αφού ο ευαγγελιστής Ιωάννης,
που τα διηγείται όλα με ακρίβεια, μας λέει: «όλα αυτός τα έκαμε· και τίποτε δεν
υπάρχει που να μην το έκαμε»· πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να είναι άλλος ο
δημιουργός και όχι ο Πατέρας του Χριστού;
Αυτούς τους μύθους λοιπόν λένε αυτοί. Η θεία όμως διδασκαλία και η πίστη
στο Χριστό αποδείχνει ότι αποτελούν αθεΐα τα φληναφήματα όλων αυτών.
Τα κτίσματα δεν προήλθαν από μόνα τους, επειδή δεν έγιναν χωρίς πρόνοια·
ούτε έγιναν από προϋπάρχουσα ύλη, επειδή ο Θεός δεν είναι ανίκανος να κάνει
κάτι τέτοιο. Γνωρίζει καλά (η θεία διδασκαλία) ότι όλα δημιουργήθηκαν από το
μηδέν· τα έφερε ο Θεός από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με το Λόγο του. Τό
λέει ο Μωϋσής: «Στην αρχή, δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη». Μας
το διηγείται και το πολύ ωφέλιμο βιβλίο του Ποιμένα: «Πάνω απ’ όλα πίστεψε
ότι ο Θεός είναι ένας· είναι Αυτός που όλα τα δημιούργησε και τα έβαλε σε
τάξη· Αυτός που τα έφερε στην ύπαρξη από το μηδέν». Αυτό το επισημαίνει και
ο Παύλος λέγοντας: «Με την πίστη κατανοούμε ότι οι αιώνες δημιουργήθηκαν
με το λόγο του Θεού, ώστε όσα βλέπουμε να μην έχουν γίνει απ’ αυτά που
φαίνονται».
Ο Θεός λοιπόν είναι αγαθός ή καλύτερα η πηγή της αγαθωσύνης· στον αγαθό
μάλιστα δεν δημιουργείται φθόνος για τίποτε. Γι’ αυτό το λόγο, χωρίς να φθονεί
την ύπαρξη κανενός, δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν (ανυπαρξία) με το
δικό του Λόγο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό.
Περισσότερο απ’ όλα τα δημιουργήματα ο Θεός ελέησε το ανθρώπινο γένος·
επειδή είδε ότι δεν μπορεί να μένει για πάντα σύμφωνα με τις ικανότητες που
πλάστηκε, χάρισε στους ανθρώπους περισσότερα χαρίσματα. Τους έπλασε όχι
με απλό τρόπο, όπως τα άλογα ζώα, αλλά ν’ αποτελούν δική Του εικόνα·
τους μετέδωσε τη δύναμη του δικού του Λόγου.
Έτσι, να έχουν πάνω τους σαν σκιές εκτυπώματα του Λόγου και να γίνουν
λογικοί· να μπορούν να φτάσουν στην ευτυχία, ζώντας την αληθινό και όντως
παραδεισένια ζωή των Αγίων.
Επειδή πάλι ο Θεός γνώριζε ότι η θέληση των ανθρώπων έχει τη δυνατότητα να
κλίνει και προς τα δύο, πρόλαβε και εξασφάλισε με νόμο και τόπο τη χάρη που
τους έδωσε. Τους έβαλε δηλαδή στον παράδεισο και τους έδωσε νόμο να τηρούν.
Ώστε, αν φυλάξουν τη χάρη και παραμείνουν καλοί, θ’ απολαμβάνουν
στον παράδεισο αμέριμνη ζωή χωρίς λύπες και πόνους· και επιπλέον θα έχουν
και την υπόσχεση ότι θα γευτούν την ουράνια αφθαρσία. Εάν όμως παραβούν
το νόμο και γίνουν κακοί με την απομάκρυνση από το Θεό, να γνωρίζουν ότι
θα υποστούν τη φυσική φθορά του θανάτου· δεν θα ζουν πλέον στον
παράδεισο· θα πεθαίνουν έξω απ’ αυτόν και θα παραμένουν στο θάνατο και
τη φθορά.
Αυτό το επισήμανε εκ των προτέρων και η Αγία Γραφή (στους πρωτοπλάστους),
αναφέροντας τα λόγια του Θεού: «Έχετε άδεια να τρώτε από τους καρπούς
κάθε δέντρου στον παράδεισο· δεν θα φάτε μόνον από το δέντρο της γνώσεως
του καλού και του κακού· την ημέρα που θα φάτε απ’ αυτό, θα πεθάνετε». Η
φράση "θα πεθάνετε" δεν δηλώνει μόνο το θάνατο αλλά και την αιώνια
παραμονή στη φθορά του θανάτου.
4. Ἴσως θαυμάζεις τί δήποτε περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου
προθέμενοι λέγειν, νῦν περὶ τῆς ἀρχῆς τῶν ἀνθρώπων διηγούμεθα.
Ἀλλὰ καὶ τοῦτο οὐκ ἀλλότριόν ἐστι τοῦ σκοποῦ τῆς διηγήσεως.
Ἀνάγκη γὰρ ἡμᾶς λέγοντας περὶ τῆς εἰς ἡμᾶς ἐπιφανείας τοῦ Σωτῆρος,
λέγειν καὶ περὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀρχῆς, ἵνα γινώσκῃς ὅτι ἡ ἡμῶν
αἰτία ἐκείνῳ γέγονε πρόφασις τῆς καθόδου, καὶ ἡ ἡμῶν παράβασις τοῦ
Λόγου τὴν φιλανθρωπίαν ἐξεκαλέσατο, ὥστε καὶ εἰς ἡμᾶς φθάσαι καὶ
φανῆναι τὸν Κύριον ἐν ἀνθρώποις. Τῆς γὰρ ἐκείνου ἐνσωματώσεως
ἡμεῖς γεγόναμεν ὑπόθεσις, καὶ διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν
ἐφιλανθρωπεύσατο καὶ ἐν ἀνθρωπίνῳ γενέσθαι καὶ φανῆναι σώματι.
Οὕτως μὲν οὖν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον πεποίηκε, καὶ μένειν ἠθέλησεν ἐν
ἀφθαρσίᾳ· ἄνθρωποι δὲ κατολιγωρήσαντες καὶ ἀποστραφέντες τὴν
πρὸς τὸν Θεὸν κατανόησιν, λογισάμενοι δὲ καὶ ἐπινοήσαντες ἑαυτοῖς
τὴν κακίαν, ὥσπερ ἐν τοῖς πρώτοις ἐλέχθη, ἔσχον τὴν προαπειληθεῖσαν
τοῦ θανάτου κατάκρισιν, καὶ λοιπὸν οὐκ ἔτι ὡς γεγόνασι διέμενον· ἀλλ᾿
ὡς ἐλογίζοντο διεφθείροντο· καὶ ὁ θάνατος αὐτῶν ἐκράτει βασιλεύων.
Ἡ γὰρ παράβασις τῆς ἐντολῆς εἰς τὸ κατὰ φύσιν αὐτοὺς ἐπέστρεφεν,
ἵνα, ὥσπερ οὐκ ὄντες γεγόνασιν, οὕτως καὶ τὴν εἰς τὸ μὴ εἶναι φθορὰν
ὑπομείνωσι τῷ χρόνῳ εἰκότως.
Εἰ γὰρ φύσιν ἔχοντες τὸ μὴ εἶναί ποτε, τῇ τοῦ Λόγου παρουσίᾳ καὶ
φιλανθρωπίᾳ εἰς τὸ εἶναι ἐκλήθησαν, ἀκόλουθον ἦν κενωθέντας τοὺς
ἀνθρώπους τῆς περὶ Θεοῦ ἐννοίας καὶ εἰς τὰ οὐκ ὄντα ἀποστραφέντας,
οὐκ ὄντα γάρ ἐστι τὰ κακά, ὄντα δὲ τὰ καλά, ἐπειδήπερ ἀπὸ τοῦ ὄντος
Θεοῦ γεγόνασι, κενωθῆναι καὶ τοῦ εἶναι ἀεί. Τοῦτο δέ ἐστι τὸ
διαλυθέντας μένειν ἐν τῷ θανάτῳ καὶ τῇ φθορᾷ.

Ἔστι μὲν γὰρ κατὰ φύσιν ἄνθρωπος θνητός, ἅτε δὴ ἐξ οὐκ ὄντων
γεγονώς. Διὰ δὲ τὴν πρὸς τὸν ὄντα ὁμοιότητα, ἣν εἰ ἐφύλαττε διὰ τῆς
πρὸς αὐτὸν κατανοήσεως, ἤμβλυνεν ἂν τὴν κατὰ φύσιν φθοράν, καὶ
ἔμεινεν ἄφθαρτος· καθάπερ ἡ σοφία φησίν· "Προσοχὴ νόμων, βεβαίωσις
ἀφθαρσίας"· ἄφθαρτος δὲ ὤν, ἔζη λοιπὸν ὡς Θεός, ὥς που καὶ ἡ θεία
γραφὴ τοῦτο σημαίνει λέγουσα· «Ἐγὼ εἶπα θεοί ἐστε, καὶ υἱοὶ ὑψίστου
πάντες· ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνῄσκετε, καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων
πίπτετε».
    Ίσως ν’ απορείς γιατί τέλος πάντων ενώ έχω την πρόθεση να μιλήσω για την
ενανθρώπηση του Λόγου, εγώ τώρα διηγούμαι για την πλάση των ανθρώπων.
Αλλά κι αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από το σκοπό της πραγματείας μου.
Διότι είναι ανάγκη, εφόσον μιλούμε για την εμφάνιση του Σωτήρα στη γη, να
πούμε και για δημιουργία των ανθρώπων· έτσι ώστε να γνωρίζεις ότι η δική μας
αιτία έγινε η αφορμή για να κατέβει στη γη· η δική μας παράβαση προκάλεσε
τη φιλευσπλαχνία του Λόγου για μας, ώστε να έλθει κοντά μας ο Κύριος και
να παρουσιαστεί στους ανθρώπους. Για δική μας υπόθεση Εκείνος σαρκώθηκε·
και για τη δική μας σωτηρία, από υπερβολική αγάπη για μας,
καταδέχτηκε να ντυθεί και εμφανιστεί με ανθρώπινο σώμα.
Έτσι, λοιπόν, έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και θέλησε να μείνει στην
κατάσταση της αφθαρσίας. Οι άνθρωποι όμως αδιαφόρησαν και
απομακρύνθηκαν από το Θεό. Σκέφτηκαν και επινόησαν για τον εαυτό τους
την κακία. Και όπως είπαμε προηγουμένως, καταδικάστηκαν στην ποινή του
θανάτου, με την οποία τους είχε προειδοποιήσει ο Θεός· στο εξής δεν ζούσαν
στην κατάσταση για την οποία είχαν πλαστεί. Οι λογισμοί τους έφερναν τη
φθορά και ο θάνατος κυρίευε. Μάλιστα, η παράβαση της εντολής τους
επανέφερε στη φυσική τους κατάσταση ώστε, όπως ήταν πριν υπάρξουν, έτσι
και τώρα με την πάροδο του χρόνου να υφίστανται τη φθορά που οδηγεί στην
ανυπαρξία (και πάλι).
Διότι, αν η φύση τους ήταν τέτοια ώστε να μην υπάρχουν κάποτε, και τους
κάλεσε στην ύπαρξη η ενέργεια και αγάπη του Λόγου, ήταν επόμενο ότι, όταν
οι άνθρωποι αρνήθηκαν το Θεό, να καταντήσουν στην κατάσταση των μη όντων
(ανυπαρξία)·
διότι τα κακά είναι μη όντα (ανύπαρκτα), ενώ όντα (υπαρκτά)
είναι τα καλά, εφόσον προέρχονται από τον όντα (υπάρχοντα) Θεό. Έτσι,
έχασαν τη δυνατότητα να υπάρχουν αιώνια. Αυτό σημαίνει ότι,
όταν διαλύονται, μένουν στο θάνατο και τη φθορά.

Από τη φύση του λοιπόν ο άνθρωπος είναι θνητός, επειδή προήλθε από την
ανυπαρξία. Θα μπορούσε βέβαια, λόγω της ομοιότητάς του με τον όντα Θεό,
αν έμενε πιστός στη σχέση μαζί του, να καταργούσε αυτή τη φθορά της φύσεώς
του και να γινόταν άφθαρτος. Το λέει και η Σοφία (Σολομώντα): «Η τήρηση
των εντολών φέρνει την αφθαρσία». Όντας λοιπόν άφθαρτοςο άνθρωπος, θα
ζούσε όπως ο Θεός· κι αυτό το λέει η Αγία Γραφή: «Εγώ είπα ότι μπορείτε να
γίνετε όλοι θεοί και παιδιά του ύψιστου Θεού· αλλά σεις πεθαίνετε ως φθαρτοί
άνθρωποι και πέφτετε όπως πέφτουν από την εξουσία οι άρχοντες».
5. Ὁ μὲν γὰρ Θεὸς οὐ μόνον ἐξ οὐκ ὄντων ἡμᾶς πεποίηκεν, ἀλλὰ καὶ
τὸ κατὰ Θεὸν ζῆν ἡμῖν ἐχαρίσατο τῇ τοῦ Λόγου χάριτι. Οἱ δὲ
ἄνθρωποι, ἀποστραφέντες τὰ αἰώνια, καὶ συμβουλίᾳ τοῦ διαβόλου εἰς
τὰ τῆς φθορᾶς ἐπιστραφέντες, ἑαυτοῖς αἴτιοι τῆς ἐν τῷ θανάτῳ
φθορᾶς γεγόνασιν, ὄντες μὲν ὡς προεῖπον κατὰ φύσιν φθαρτοί, χάριτι
δὲ τῆς τοῦ Λόγου μετουσίας τοῦ κατὰ φύσιν ἐκφυγόντες, εἰ
μεμενήκεισαν καλοί.
Διὰ γὰρ τὸν συνόντα τούτοις Λόγον, καὶ ἡ κατὰ φύσιν φθορὰ τούτων
οὐκ ἤγγιζε, καθὼς καὶ ἡ σοφία φησίν· "Ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον
ἐπὶ ἀφθαρσίᾳ, καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἀϊδιότητος· φθόνῳ δὲ διαβόλου
θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον"·
τούτου δὲ γενομένου οἱ μὲν ἄνθρωποι ἀπέθνῃσκον, ἡ δὲ φθορὰ λοιπὸν
κατ᾿ αὐτῶν ἤκμαζε, καὶ πλεῖον τοῦ κατὰ φύσιν ἰσχύουσα καθ᾿ ὅλου
τοῦ γένους, ὅσῳ καὶ τὴν ἀπειλὴν τοῦ θείου διὰ τὴν παράβασιν τῆς
ἐντολῆς κατ᾿ αὐτῶν προειλήφει.
Καὶ γὰρ καὶ ἐν τοῖς πλημμελήμασιν οἱ ἄνθρωποι οὐκ ἄχρις ὅρων
ὡρισμένων εἱστήκεισαν, ἀλλὰ κατ᾿ ὀλίγον ἐπεκτεινόμενοι λοιπὸν καὶ εἰς
ἄμετρον ἐληλύθασιν, ἐξ ἀρχῆς μὲν εὑρεταὶ τῆς κακίας γενόμενοι, καὶ
καθ᾿ ἑαυτῶν τὸν θάνατον προκαλεσάμενοι καὶ τὴν φθοράν· ὕστερον δὲ
εἰς ἀδικίαν ἐκτραπέντες καὶ παρανομίαν πᾶσαν ὑπερβαλόντες, καὶ μὴ
ἑνὶ κακῷ ἱστάμενοι, ἀλλὰ πάντα καινὰ καινοῖς ἐπινοοῦντες, ἀκόρεστοι
περὶ τὸ ἁμαρτάνειν γεγόνασι.
Μοιχεῖαι μὲν γὰρ ἦσαν καὶ κλοπαὶ πανταχοῦ, φόνων δὲ καὶ ἁρπαγῶν
πλήρης ἦν ἡ σύμπασα γῆ. Καὶ νόμου μὲν οὐκ ἦν φροντὶς περὶ φθορᾶς
καὶ ἀδικίας· πάντα δὲ τὰ κακὰ καθ᾿ ἕνα καὶ κοινῇ παρὰ πᾶσιν
ἐπράττετο. Πόλεις μὲν κατὰ πόλεων ἐπολέμουν, καὶ ἔθνη κατὰ ἐθνῶν
ἠγείρετο· διῄρητο δὲ πᾶσα ἡ οἰκουμένη στάσεσι καὶ μάχαις, ἑκάστου
φιλονεικοῦντος ἐν τῷ παρανομεῖν.
Οὐκ ἦν δὲ τούτων μακρὰν οὐδὲ τὰ παρὰ φύσιν, ἀλλ᾿ ὡς εἶπεν ὁ τοῦ
Χριστοῦ μάρτυς Ἀπόστολος· "Αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν
τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν· ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρρενες,
ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας, ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει
αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρρενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην
κατεργαζόμενοι, καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν
ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες".     Ο Θεός δεν μας έπλασε μόνο από το μηδέν αλλά μας δώρησε με τη χάρη του
Λόγου του και τη δυνατότητα να ζούμε σύμφωνα με το θέλημά του. Οι
άνθρωποι όμως αρνήθηκαν τα αιώνια· με συμβουλή του διαβόλου επέστρεψαν
στη φθορά της φύσεως και έγιναν οι ίδιοι αίτιοι της καταστροφής τους
εισάγοντας στη ζωή τους το θάνατο. Ενώ είχαν, όπως είπα παραπάνω, φθαρτή
φύση, μπορούσαν, αν έμεναν σταθεροί στην καλωσύνη, να ξεπεράσουν τη
θνητότητα της φύσης μετέχοντας στη χάρη του Λόγου.
Επειδή συνυπήρχε μέσα τους ο Λόγος, δεν θα τους επηρέαζε η φυσική φθορά
καθώς το λέει και η Σοφία (Σολομώντα): «Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να
μένει άφθαρτος και ν’ αποτελεί εικόνα της δικής Του αΐδιας φύσεως. Από
φθόνο όμως του διαβόλου εισήλθε στον κόσμο ο θάνατος».
Μετά το γεγονός αυτό, οι άνθρωποι πέθαιναν και η φθορά βασίλευε στη ζωή
τους και ξεπερνούσε τη φυσική κατάσταση του ανθρώπινου γένους. Διότι η
φθορά είχε λάβει την απειλή του Θεού εναντίον των ανθρώπων σε περίπτωση
παράβασης της εντολής.
Επιπλέον, και στη διάπραξη των αμαρτημάτων τους οι άνθρωποι δεν είχαν
κάποιο όριο· επεκτείνονταν σιγά σιγά και έφτασαν τέλος στην ασυδοσία.
Στην αρχή, ανακάλυψαν την κακία και προκάλεσαν σε βάρος του εαυτού τους
το θάνατο και τη φθορά. Στη συνέχεια, παρεκτράπησαν σε αδικίες και
ξεπέρασαν κάθε είδος παρανομίας. Δεν σταμάτησαν σ’ ένα κακό, αλλά
συνεχώς επινοούσαν νεότερα κακά· έτσι, έφτασαν στο σημείο να γίνουν
αχόρταγοι στις αμαρτίες.
Παντού γινόταν μοιχείες και κλοπές· όλη η γη ήταν γεμάτη από φόνους και
αρπαγές. Κανένας νόμος δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τη φθορά και αδικία.
Όλα τα κακά, καθένα χωριστά και όλα μαζί, τα έκαναν όλοι.
Πολεμούσαν πόλεις εναντίον πόλεων· επαναστατούσαν έθνη εναντίον άλλων
εθνών. Όλη η οικουμένη είχε διαιρεθεί από επαναστάσεις και μάχες· καθένας
συναγωνίζονταν τον άλλον σε παρανομίες.
Δεν τους ήταν άγνωστες ούτε οι παρά φύσιν καταστάσεις, όπως το είπε
και ο μάρτυρας του Χριστού Απόστολος (Παύλος): «Οι γυναίκες άλλαξαν τη
φυσική χρήση του σώματός τους σε παρά φύσιν· το ίδιο και οι άνδρες: άφησαν
τη φυσική σχέση με τις γυναίκες και στράφηκαν με πάθος να επιθυμούν τους
ομοφύλους τους· άνδρες με άνδρες διαπράττουν διαστροφικές ασχήμιες.
Πληρώνονται όμως στον ίδιο τους τον εαυτό το αντίτιμο της διαστροφικής
ζωής τους».
6. Διὰ δὴ ταῦτα πλεῖον τοῦ θανάτου κρατήσαντος, καὶ τῆς φθορᾶς
παραμενούσης κατὰ τῶν ἀνθρώπων, τὸ μὲν τῶν ἀνθρώπων γένος
ἐφθείρετο, ὁ δὲ λογικὸς καὶ κατ᾿ εἰκόνα γενόμενος ἄνθρωπος ἠφανίζετο·
καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ γενόμενον ἔργον παραπώλλυτο. Καὶ γὰρ καὶ ὁ
θάνατος, ὡς προεῖπον, νόμῳ λοιπὸν ἴσχυε καθ᾿ ἡμῶν· καὶ οὐχ οἷόν τε
ἦν τὸν νόμον ἐκφυγεῖν, διὰ τὸ ὑπὸ Θεοῦ τεθεῖσθαι τοῦτον τῆς
παραβάσεως χάριν· καὶ ἦν ἄτοπον ὁμοῦ καὶ ἀπρεπὲς τὸ γινόμενον
ἀληθῶς.
Ἄτοπον μὲν γὰρ ἦν εἰπόντα τὸν Θεὸν ψεύσασθαι, ὥστε
νομοθετήσαντος αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν τὸν ἄνθρωπον, εἰ
παραβαίη τὴν ἐντολήν, μετὰ τὴν παράβασιν μὴ ἀποθνῄσκειν, ἀλλὰ
λύεσθαι τὸν τούτου λόγον. Οὐκ ἀληθὴς γὰρ ἦν ὁ Θεός, εἰ εἰπόντος
αὐτοῦ ἀποθνῄσκειν ἡμᾶς, μὴ ἀπέθνῃσκεν ὁ ἄνθρωπος. Ἀπρεπὲς δὲ ἦν
πάλιν τὰ ἅπαξ γενόμενα λογικὰ καὶ τοῦ Λόγου αὐτοῦ μετασχόντα
παραπόλλυσθαι, καὶ πάλιν εἰς τὸ μὴ εἶναι διὰ τῆς φθορᾶς ἐπιστρέφειν.
Οὐκ ἄξιον γὰρ ἦν τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα
διαφθείρεσθαι, διὰ τὴν παρὰ τοῦ διαβόλου γενομένην τοῖς ἀνθρώποις
ἀπάτην. Ἄλλως τε καὶ τῶν ἀπρεπεστάτων ἦν τὴν τοῦ Θεοῦ τέχνην
ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἀφανίζεσθαι ἢ διὰ τὴν αὐτῶν ἀμέλειαν, ἢ διὰ τὴν
τῶν δαιμόνων ἀπάτην.
Φθειρομένων τοίνυν τῶν λογικῶν καὶ παραπολλυμένων τῶν
τοιούτων ἔργων, τί τὸν Θεὸν ἔδει ποιεῖν ἀγαθὸν ὄντα; ἀφεῖναι τὴν
φθορὰν κατ᾿ αὐτῶν ἰσχύειν, καὶ τὸν θάνατον αὐτῶν κρατεῖν; καὶ τίς ἡ
χρεία τοῦ καὶ ἐξ ἀρχῆς αὐτὰ γενέσθαι; ἔδει γὰρ μὴ γενέσθαι,
ἢ γενόμενα παραμεληθῆναι καὶ ἀπολέσθαι.
Ἀσθένεια γὰρ μᾶλλον καὶ οὐκ ἀγαθότης ἐκ τῆς ἀμελείας γινώσκεται
τοῦ Θεοῦ, εἰ ποιήσας παρορᾷ φθαρῆναι τὸ ἑαυτοῦ ἔργον, ἤπερ εἰ μὴ
πεποιήκει κατὰ τὴν ἀρχὴν τὸν ἄνθρωπον. Μὴ ποιήσαντος μὲν γὰρ οὐκ
ἦν ὁ λογιζόμενος τὴν ἀσθένειαν, ποιήσαντος δὲ καὶ εἰς τὸ εἶναι
κτίσαντος, ἀτοπώτατον ἦν ἀπόλλυσθαι τὰ ἔργα, καὶ μάλιστα ἐπ᾿ ὄψει
τοῦ πεποιηκότος. Οὐκοῦν ἔδει τοὺς ἀνθρώπους μὴ ἀφιέναι φέρεσθαι
τῇ φθορᾷ, διὰ τὸ ἀπρεπὲς καὶ ἀνάξιον εἶναι τοῦτο τῆς τοῦ Θεοῦ
ἀγαθότητος.     Επειδή λοιπόν κυριάρχησε ο θάνατος και η φθορά παρέμενε στη ζωή των
ανθρώπων, το ανθρώπινο γένος χανόταν· ο λογικός και κατ’ εικόνα Θεού
πλασμένος άνθρωπος καταστραφόταν.
Έτσι, το έργο του Θεού που γινόταν οδηγούνταν στην απώλεια. Διότι και ο
θάνατος, όπως προείπα, είχε ισχύ νόμου σε βάρος μας. Και δεν μπορούσε
κανείς να ξεφύγει το νόμο που τον είχε θεσπίσει ο Θεός εξαιτίας της
παραβάσεως (των πρωτοπλάστων). Θα ήταν μάλιστα ανακόλουθο και ανάξιο
στο Θεό να συμβεί κάτι τέτοιο.
Θα ήταν πρώτα ανακόλουθο· διότι, ενώ το είπε ο Θεός, στη συνέχεια
αποδείχνεται ψεύτης· δηλαδή, ενώ νομοθέτησε ότι θα πεθάνει ο άνθρωπος αν
παραβεί την εντολή του, στη συνέχεια, μετά την παράβαση, να μην πεθαίνει·
έτσι, καταπατείται ο λόγος του Θεού. Δεν θα ήταν αληθινός Θεός, αν έλεγε
ότι θα πεθαίνουμε, και δεν πεθαίναμε. Έπειτα, θα ήταν και ανάξιο του Θεού·
διότι, τα λογικά όντα που μία φορά τα δημιούργησε ο Λόγος και μετείχαν σ’
Αυτόν, να χάνονται και να επιστρέφουν πάλι μέσω της φθοράς στην ανυπαρξία.
Δεν θα ήταν άξιο στην αγαθότητα του Θεού, να πεθαίνουν τα πλάσματά του,
εξαιτίας της δόλιας απάτης του διαβόλου σε βάρος των ανθρώπων.
Εξάλλου, θά ήταν ό,τι πιο ανάξιο να καταστρέφεται η δημιουργική τέχνη
του Θεού στους ανθρώπους ή εξαιτίας της αμέλειάς τους ή εξαιτίας της απάτης
των δαιμόνων.
Αφού λοιπόν φθείρονταν τα λογικά πλάσματα καί χάνονταν τέτοια
δημιουργήματα, τί έπρεπε να κάνει ο πανάγαθος Θεός; Να επιτρέψει να τους
νικά η φθορά και ο θάνατος να τους κυριεύει; Αλλά τότε, ποιά ήταν η ανάγκη
να δημιουργηθούν από την αρχή; Έπρεπε καθόλου να μη δημιουργηθούν παρά
να δημιουργηθούν κι έπειτα να παραμεληθούν και χαθούν.
Διότι είναι μεγαλύτερη η αδυναμία του Θεού και η έλλειψη αγαθωσύνης, αν
δημιουργεί πρώτα ένα έργο και το αφήνει μετά από αμέλεια να καταστραφεί,
παρά αν εξαρχής δεν τον δημιουργούσε. Αν δεν το δημιουργούσε, δεν θα του
καταλόγιζε κανείς αδυναμία· αφού όμως το δημιούργησε και το έφερε στην
ύπαρξη, είναι υπερβολικά παράλογο να καταστρέφεται, και μάλιστα μπροστά
στα μάτια του. Έπρεπε λοιπόν να μην αφήσει τους ανθρώπους να βαδίζουν στην
απώλεια, επειδή κάτι τέτοιο είναι απρεπές και ανάξιο στην αγαθωσύνη του Θεού.
7. Ἀλλ᾿ ὥσπερ ἔδει τοῦτο γενέσθαι, οὕτως καὶ ἐκ τῶν ἐναντίων πάλιν
ἀντίκειται τὸ πρὸς τὸν Θεὸν εὔλογον, ὥστε ἀληθῆ φανῆναι τὸν Θεὸν
ἐν τῇ περὶ τοῦ θανάτου νομοθεσίᾳ· ἄτοπον γὰρ ἦν διὰ τὴν ἡμῶν
ὠφέλειαν καὶ διαμονὴν ψεύστην φανῆναι τὸν τῆς ἀληθείας πατέρα Θεόν.
Τί οὖν ἔδει καὶ περὶ τούτου γενέσθαι ἢ ποιῆσαι τὸν Θεόν; μετάνοιαν ἐπὶ
τῇ παραβάσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπαιτῆσαι; τοῦτο γὰρ ἄν τις ἄξιον
φήσειε Θεοῦ, λέγων ὅτι ὥσπερ ἐκ τῆς παραβάσεως εἰς φθορὰν
γεγόνασιν, οὕτως ἐκ τῆς μετανοίας γένοιντο πάλιν ἂν εἰς ἀφθαρσίαν.
Ἀλλ᾿ ἡ μετάνοια οὔτε τὸ εὔλογον τὸ πρὸς τὸν Θεὸν ἐφύλαττεν· ἔμενε
γὰρ πάλιν οὐκ ἀληθής, μὴ κρατουμένων ἐν τῷ θανάτῳ τῶν
ἀνθρώπων· οὔτε δὲ ἡ μετάνοια ἀπὸ τῶν κατὰ φύσιν ἀνακαλεῖται,
ἀλλὰ μόνον παύει τῶν ἁμαρτημάτων.
Εἰ μὲν οὖν μόνον ἦν πλημμέλημα καὶ μὴ φθορᾶς ἐπακολούθησις, καλῶς
ἂν ἦν ἡ μετάνοια. Εἰ δὲ ἅπαξ προλαβούσης τῆς παραβάσεως, εἰς τὴν
κατὰ φύσιν φθορὰν ἐκρατοῦντο οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὴν τοῦ κατ᾿ εἰκόνα
χάριν ἀφαιρεθέντες ἦσαν, τί ἄλλο ἔδει γενέσθαι; ἢ τίνος ἦν χρεία πρὸς
τὴν τοιαύτην χάριν καὶ ἀνάκλησιν, ἢ τοῦ καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν ἐκ τοῦ μὴ
ὄντος πεποιηκότος τὰ ὅλα τοῦ Θεοῦ Λόγου;
Αὐτοῦ γὰρ ἦν πάλιν καὶ τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν ἐνεγκεῖν, καὶ τὸ
ὑπὲρ πάντων εὔλογον ἀποσῶσαι πρὸς τὸν Πατέρα. Λόγος γὰρ ὢν
τοῦ Πατρὸς καὶ ὑπὲρ πάντας ὤν, ἀκολούθως καὶ ἀνακτίσαι τὰ ὅλα
μόνος ἦν δυνατὸς καὶ ὑπὲρ πάντων παθεῖν καὶ πρεσβεῦσαι περὶ
πάντων ἱκανὸς πρὸς τὸν Πατέρα.     Αλλά, όπως έπρεπε αυτό να γίνει, έτσι κι από την άλλη πλευρά στέκεται
αντίθετη η δικαιοσύνη του Θεού, για ν’ αποδειχθεί αξιόπιστη η νομοθεσία του
σχετικά με την ποινή του θανάτου· θα ήταν σκάνδαλο, εξαιτίας της δικής μας
ωφέλειας και αφθαρσίας να φανεί ψεύτης ο Πατέρας, ο Θεός της αλήθειας.
Τί λοιπόν έπρεπε να γίνει σχετικά μ’ αυτό; Τί να κάνει ο Θεός; Να ζητήσει από
τους ανθρώπους μετάνοια για το σφάλμα τους; Γιατί κάτι τέτοιο θα έλεγε κανείς
ότι είναι αντάξιο του Θεού· διότι, όπως η παράβαση οδήγησε τους ανθρώπους
στη φθορά, έτσι και η μετάνοια θα τους οδηγούσε πάλι στην αφθαρσία.
Η μετάνοια όμως δεν θα δικαιολογούσε την αξιοπιστία του Θεού. Θα φαινόταν
και πάλι ψεύτης, επειδή δεν θα καταδικάζονταν σε θάνατο οι άνθρωποι.
Άλλωστε η μετάνοια δεν επαναφέρει τη φύση στην πρότερη κατάστασή της,
αλλά μόνον σταματά τις αμαρτίες.
Εάν λοιπόν ήταν μόνον αμάρτημα και όχι και επιπλέον φθορά της φύσεως,
αρκούσε η μετάνοια. Εφόσον όμως, μετά την πρώτη παράβαση, αμέσως οι
άνθρωποι υποδουλώθηκαν στη φθορά της φύσεως και τους αφαιρέθηκε το
χάρισμα του κατ’ εικόνα, τότε τί άλλο έπρεπε να γίνει; Ή, ποιός άλλος θα
μπορούσε να τους επαναφέρει σ’ αυτό τό χάρισμα παρά ο Θεός Λόγος που
έπλασε εξαρχής τα πάντα από το μηδέν;
Αυτός ήταν ο μόνος ικανός και το φθαρτό να το οδηγήσει πάλι στην αφθαρσία
και ν’ αποκαταστήσει την αξιοπιστία του Πατέρα. Διότι είναι ο Λόγος του
Πατέρα και όλους τους ξεπερνά· επομένως, μόνον Αυτός μπορεί να τα
ξαναδημιουργήσει όλα, να θυσιαστεί καί να μεσιτεύσει στον Πατέρα
γιά όλους.
8. Τούτου δὴ ἕνεκεν ὁ ἀσώματος καὶ ἄφθαρτος καὶ ἄϋλος τοῦ Θεοῦ
Λόγος παραγίνεται εἰς τὴν ἡμετέραν χώραν, οὔτι γε μακρὰν ὢν
πρότερον. Οὐδὲν γὰρ αὐτοῦ κενὸν ὑπολέλειπται τῆς κτίσεως μέρος·
πάντα δὲ διὰ πάντων πεπλήρωκεν αὐτὸς συνὼν τῷ ἑαυτοῦ Πατρί.
Ἀλλὰ παραγίνεται συγκαταβαίνων τῇ εἰς ἡμᾶς αὐτοῦ φιλανθρωπίᾳ
καὶ ἐπιφανείᾳ.
Καὶ ἰδὼν τὸ λογικὸν ἀπολλύμενον γένος, καὶ τὸν θάνατον κατ᾿ αὐτῶν
βασιλεύοντα τῇ φθορᾷ· ὁρῶν δὲ καὶ τὴν ἀπειλὴν τῆς παραβάσεως
διακρατοῦσαν τὴν καθ᾿ ἡμῶν φθοράν· καὶ ὅτι ἄτοπον ἦν πρὸ τοῦ
πληρωθῆναι τὸν νόμον λυθῆναι· ὁρῶν δὲ καὶ τὸ ἀπρεπὲς ἐν τῷ
συμβεβηκότι, ὅτι ὧν αὐτὸς ἦν δημιουργός, ταῦτα παρηφανίζετο·
ὁρῶν δὲ καὶ τὴν τῶν ἀνθρώπων ὑπερβάλλουσαν κακίαν, ὅτι κατ᾿
ὀλίγον καὶ ἀφόρητον αὐτὴν ηὔξησαν καθ᾿ ἑαυτῶν· ὁρῶν δὲ καὶ τὸ
ὑπεύθυνον πάντων ἀνθρώπων πρὸς τὸν θάνατον, ἐλεήσας τὸ γένος
ἡμῶν, καὶ τὴν ἀσθένειαν ἡμῶν οἰκτειρήσας, καὶ τῇ φθορᾷ ἡμῶν
συγκαταβάς, καὶ τὴν τοῦ θανάτου κράτησιν οὐκ ἐνέγκας, ἵνα μὴ τὸ
γενόμενον ἀπόληται καὶ εἰς ἀργὸν τοῦ Πατρὸς τὸ εἰς ἀνθρώπους
ἔργον αὐτοῦ γένηται, λαμβάνει ἑαυτῷ σῶμα, καὶ τοῦτο οὐκ
ἀλλότριον τοῦ ἡμετέρου.
Οὐ γὰρ ἁπλῶς ἠθέλησεν ἐν σώματι γενέσθαι, οὐδὲ μόνον ἤθελε
φανῆναι· ἐδύνατο γάρ, εἰ μόνον ἤθελε φανῆναι, καὶ δι᾿ ἑτέρου
κρείττονος τὴν θεοφάνειαν αὐτοῦ ποιήσασθαι· ἀλλὰ λαμβάνει τὸ
ἡμέτερον, καὶ τοῦτο οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ᾿ ἐξ ἀχράντου καὶ ἀμιάντου
ἀνδρὸς ἀπείρου παρθένου, καθαρὸν καὶ ὄντως ἀμιγὲς τῆς ἀνδρῶν
συνουσίας. Αὐτὸς γὰρ δυνατὸς ὢν καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων, ἐν τῇ
παρθένῳ κατασκευάζει ἑαυτῷ ναὸν τὸ σῶμα, καὶ ἰδιοποιεῖται τοῦτο
ὥσπερ ὄργανον, ἐν αὐτῷ γνωριζόμενος καὶ ἐνοικῶν.
Καὶ οὕτως ἀπὸ τῶν ἡμετέρων τὸ ὅμοιον λαβών, διὰ τὸ πάντας
ὑπευθύνους εἶναι τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ, ἀντὶ πάντων αὐτὸ θανάτῳ
παραδιδούς, προσῆγε τῷ Πατρί, καὶ τοῦτο φιλανθρώπως ποιῶν, ἵνα
ὡς μὲν πάντων ἀποθανόντων ἐν αὐτῷ λυθῇ ὁ κατὰ τῆς φθορᾶς τῶν
ἀνθρώπων νόμος ἅτε δὴ πληρωθείσης τῆς ἐξουσίας ἐν τῷ κυριακῷ
σώματι, καὶ μηκέτι χώραν ἔχοντος κατὰ τῶν ὁμοίων ἀνθρώπων· ὡς
δὲ εἰς φθορὰν ἀναστρέψαντας τοὺς ἀνθρώπους πάλιν εἰς τὴν
ἀφθαρσίαν ἐπιστρέψῃ, καὶ ζωοποιήσῃ τούτους ἀπὸ τοῦ θανάτου, τῇ
τοῦ σώματος ἰδιοποιήσει, καὶ τῇ τῆς ἀναστάσεως χάριτι, τὸν θάνατον
ἀπ᾿ αὐτῶν ὡς καλάμην ἀπὸ πυρὸς ἐξαφανίζων.     Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, ο ασώματος, άφθαρτος και άϋλος Λόγος του Θεού
έρχεται στη γη μας, χωρίς βέβαια και πριν να είναι μακριά από μας.
Διότι δεν είναι απών από κανένα σημείο του κόσμου. Συνυπάρχοντας ο Λόγος
με τον
Πατέρα Του, γεμίζει εξ ολοκλήρου όλα τα σύμπαντα· και ταυτόχρονα,
έρχεται να εμφανιστεί και σε μας από συγκατάβαση, εξαιτίας της αγάπης του
για τους ανθρώπους.
Είδε ο Λόγος ότι καταστρεφόταν το λογικό γένος των ανθρώπων και κυριαρχεί
πάνω τους με τη φθορά ο θάνατος. Είδε ότι η απειλή για την παράβαση ενίσχυε
τη φθοράς πάνω μας. Είδε ότι ήταν αδύνατο να καταργηθεί (η φθορά και ο
θάνατος), προτού ξεπληρωθεί η ποινή του νόμου. Είδε ακόμη και το
ασυμβίβαστο προς τη δημιουργικότητα,ότι, δηλαδή, ενώ Αυτός δημιουργούσε,
τα πλάσματα καταστρέφονταν.Είδε όμως και την υπερβολική κακία των
ανθρώπων, ότι σιγά σιγά την αύξησαν σε βάρος τους σε αβάσταχτο βαθμό. Είδε
τέλος ότι όλοι οι άνθρωποι ευθύνονται για το γεγονός του θανάτου. (Βλέποντας
όλα αυτά), σπλαγχνίστηκε το ανθρώπινο γένος και λυπήθηκε για την αδυναμία
μας· καταδέχθηκε τη δική μας φθορά χωρίς να υποφέρει την κυριαρχία του
θανάτου· προσλαμβάνει ανθρώπινο σώμα για τον εαυτό Του και μάλιστα όχι
διαφορετικό από το δικό μας, για να μην πάει χαμένο το δημιουργικό έργο του
Πατέρα που έπλασε τους ανθρώπους.
Δεν θέλησε να προσλάβει απλά ανθρώπινο σώμα, ούτε μόνο να εμφανιστεί.
Θα μπορούσε, αν ήθελε απλή εμφάνιση, να κάνει τη θεία εμφάνισή του
με πολύ καλύτερο σώμα. Προσλαμβάνει όμως το δικό μας σώμα, και αυτό όχι
με φυσικό τρόπο, αλλά από το σώμα της αμόλυντης και ακηλίδωτης παρθένου
κόρης, που δεν γνώρισε σύζυγο· διότι ήταν καθαρή και απείραχτη από τη σχέση
με άνδρα. Επειδή αυτός είναι παντοδύναμος δημιουργός των πάντων, μέσα
στο σώμα της παρθένου φτιάχνει ως ναό το δικό του σώμα· κάνει δικό του
όργανο το σώμα της παρθένου, το οποίο το γνωρίζει καλά και κατοικεί σ’ αυτό.
Κι έτσι, αφού πήρε σώμα όμοιο με τα δικά μας και επειδή όλοι ευθύνονται
για τη φθορά του θανάτου, παρέδωσε το σώμα του να θανατωθεί για χάρη
όλων. Το πρόσφερε στον Πατέρα του· και αυτό το έκανε από αγάπη για τους
ανθρώπους ώστε, σαν να πέθαναν όλοι μαζί του, να καταργηθεί η ποινή της
φθοράς τους. Επειδή ικανοποιήθηκε η εξουσία του θανάτου στο σώμα του
Κυρίου, δεν έχει πλέον εξουσία ο θάνατος στους όμοιους ανθρώπους· (πέτυχε
με τη θυσία του) τους ανθρώπους που έπεσαν στη φθορά να τους επαναφέρει
στην αφθαρσία και να τους δώσει ζωή νικώντας το θάνατο. Οικειοποιήθηκε
το ανθρώπινο σώμα και με τη χάρη της αναστάσεως κατάφερε να εξαφανίσει
από τους ανθρώπους το θάνατο, όπως η φωτιά κατατρώει την καλαμιά.
9. Συνιδὼν γὰρ ὁ Λόγος ὅτι ἄλλως οὐκ ἂν λυθείη τῶν ἀνθρώπων ἡ
φθορὰ εἰ μὴ διὰ τοῦ πάντως ἀποθανεῖν, οὐχ οἷόν τε δὲ ἦν τὸν Λόγον
ἀποθανεῖν ἀθάνατον ὄντα καὶ τοῦ Πατρὸς Υἱόν, τούτου ἕνεκεν τὸ
δυνάμενον ἀποθανεῖν ἑαυτῷ λαμβάνει σῶμα, ἵνα τοῦτο τοῦ ἐπὶ
πάντων Λόγου μεταλαβὸν ἀντὶ πάντων ἱκανὸν γένηται τῷ θανάτῳ,
καὶ διὰ τὸν ἐνοικήσαντα Λόγον ἄφθαρτον διαμείνῃ, καὶ λοιπὸν ἀπὸ
πάντων ἡ φθορὰ παύσηται τῇ τῆς ἀναστάσεως χάριτι. Ὅθεν ὡς
ἱερεῖον καὶ θῦμα παντὸς ἐλεύθερον σπίλου, ὃ αὐτὸς ἑαυτῷ ἔλαβε σῶμα
προσάγων εἰς θάνατον, ἀπὸ πάντων εὐθὺς τῶν ὁμοίων ἠφάνιζε τὸν
θάνατον τῇ προσφορᾷ τοῦ καταλλήλου.
Ὑπὲρ πάντας γὰρ ὢν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἰκότως τὸν ἑαυτοῦ ναὸν καὶ
τὸ σωματικὸν ὄργανον προσάγων ἀντίψυχον ὑπὲρ πάντων ἐπλήρου
τὸ ὀφειλόμενον ἐν τῷ θανάτῳ· καὶ ὡς συνὼν δὲ διὰ τοῦ ὁμοίου τοῖς
πᾶσιν ὁ ἄφθαρτος τοῦ Θεοῦ Υἱὸς εἰκότως τοὺς πάντας ἐνέδυσεν
ἀφθαρσίαν ἐν τῇ περὶ τῆς ἀναστάσεως ἐπαγγελίᾳ. Καὶ αὐτὴ γὰρ ἡ ἐν
τῷ θανάτῳ φθορὰ κατὰ τῶν ἀνθρώπων οὐκέτι χώραν ἔχει διὰ τὸν
ἐνοικήσαντα Λόγον ἐν τούτοις διὰ τοῦ ἑνὸς σώματος.
Καὶ ὥσπερ μεγάλου βασιλέως εἰσελθόντος εἴς τινα πόλιν μεγάλην
καὶ οἰκήσαντος εἰς μίαν τῶν ἐν αὐτῇ οἰκιῶν, πάντως ἡ τοιαύτη πόλις
τιμῆς πολλῆς καταξιοῦται, καὶ οὐκέτι τις ἐχθρὸς αὐτὴν οὔτε λῃστὴς
ἐπιβαίνων καταστρέφει, πάσης δὲ μᾶλλον ἐπιμελείας ἀξιοῦται διὰ τὸν
εἰς μίαν αὐτῆς οἰκίαν οἰκήσαντα βασιλέα· οὕτως καὶ ἐπὶ τοῦ πάντων
βασιλέως γέγονεν.
Ἐλθόντος γὰρ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἡμετέραν χώραν, καὶ οἰκήσαντος εἰς ἓν
τῶν ὁμοίων σῶμα, λοιπὸν πᾶσα ἡ κατὰ τῶν ἀνθρώπων παρὰ τῶν
ἐχθρῶν ἐπιβουλὴ πέπαυται, καὶ ἡ τοῦ θανάτου ἠφάνισται φθορὰ ἡ
πάλαι κατ᾿ αὐτῶν ἰσχύουσα. Παραπωλώλει γὰρ ἂν τὸ τῶν
ἀνθρώπων γένος, εἰ μὴ ὁ πάντων Δεσπότης καὶ Σωτὴρ τοῦ Θεοῦ
Υἱὸς παρεγεγόνει πρὸς τὸ τοῦ θανάτου τέλος.     Γνώριζε λοιπόν ο Λόγος ότι με κανένα άλλο τρόπο δεν θα καταλύονταν η
φθορά των ανθρώπων παρά μόνον αν ο ίδιος πέθαινε· αλλά, δεν ήταν δυνατό
να πεθάνει ο Λόγος, ο Υιός του Πατέρα, διότι ήταν αθάνατος. Εξαιτίας αυτού,
προσλαμβάνει για τον εαυτό του θνητό σώμα ώστε, αφού αυτό γίνει μέτοχο του
Λόγου που εξουσιάζει τα πάντα, να γίνει ικανό να πεθάνει για χάρη όλων· και
χάρη στο Λόγο που το κατοικεί, να παραμείνει άφθαρτο. Έτσι, η φθορά που
βασανίζει όλους, θα σταματήσει εξαιτίας της αναστάσεως (του σώματος). Γι’
αυτό, ο Λόγος το σώμα που σαρκώθηκε, το πρόσφερε σε θάνατο σαν ιερό
σφάγιο, ελεύθερο από κάθε κηλίδα. Κι έτσι, με τη δική του κατάλληλη
προσφορά, εξάλειψε το θάνατο απ’ όλους τους ομοίους του (ανθρώπους).
Επειδή ο Λόγος του Θεού είναι πάνω απ’ όλους, δικαιολογημένα πρόσφερε
το δικό του σώμα ως ναό και όργανο, αντίλυτρο για τη σωτηρία όλων·
ξεπλήρωσε το χρέος προς το θάνατο. Και επειδή ο άφθαρτος Υιός του Θεού
συνυπάρχει με όλους τους ανθρώπους χάρη στο όμοιο σώμα, τους προίκισε
με την αφθαρσία υποσχόμενος την ανάσταση όλων. Ακόμη και η ίδια η φθορά
του θανάτου δεν απειλεί πλέον τους ανθρώπους, επειδή ενοίκησε μέσα τους
ο Λόγος με ένα και ίδιο σώμα.
Όπως ακριβώς ένας μεγάλος βασιλιάς εισέρχεται σε μια μεγάλη πόλη και
βρίσκει κατάλυμμα σ’ ένα από τα σπίτια της· τότε, όλη αυτή η πόλη αξιώνεται
μεγάλης τιμής. Κανένας εχθρός πλέον ή ληστής δεν κάνει επιδρομή εναντίον
της να την καταστρέψει· απολαμβάνει κάθε φροντίδα, διότι σε μια κατοικία
της έμεινε ο βασιλιάς. Έτσι παρόμοια συνέβη με το βασιλέα όλου του
κόσμου (το Θεό).
Διότι, όταν ο Υιός ήλθε στο δικό μας κόσμο και ενοίκησε σ’ ένα σώμα όμοιο
με τα δικά μας, στο εξής έπαψε κάθε επιβουλή των εχθρών εναντίον των
ανθρώπων και εξαφανίστηκε η φθορά του θανάτου, που είχε ισχύ εναντίον τους
από τον παλιό καιρό. Διότι, θα πήγαινε σίγουρα χαμένο το ανθρώπινο γένος,
αν δεν ερχόταν ο Κύριος και Σωτήρας Ιησούς, ο Υιός του Θεού, με σκοπό να πεθάνει.
10. Πρέπον δὲ καὶ μάλιστα τῇ ἀγαθότητι τοῦ Θεοῦ ἀληθῶς τὸ μέγα
τοῦτο ἔργον. Εἰ γὰρ βασιλεὺς κατασκευάσας οἰκίαν ἢ πόλιν, καὶ
ταύτην ἐξ ἀμελείας τῶν ἐνοικούντων πολεμουμένην ὑπὸ λῃστῶν τὸ
σύνολον οὐ παρορᾷ, ἀλλ᾿ ὡς ἴδιον ἔργον ἐκδικεῖ καὶ περισῴζει, οὐκ εἰς
τὴν τῶν ἐνοικούντων ἀμέλειαν ἀφορῶν, ἀλλ᾿ εἰς τὸ ἑαυτοῦ πρέπον·
πολλῷ πλέον ὁ τοῦ παναγάθου Θεὸς Λόγος Πατρὸς εἰς φθορὰν
κατερχόμενον τὸ δι᾿ αὐτοῦ γενόμενον τῶν ἀνθρώπων γένος οὐ
παρεῖδεν· ἀλλὰ τὸν μὲν συμβεβηκότα θάνατον ἀπήλειψε διὰ τῆς
προσφορᾶς τοῦ ἰδίου σώματος, τὴν δὲ ἀμέλειαν αὐτῶν διωρθώσατο
τῇ ἑαυτοῦ διδασκαλίᾳ, πάντα τὰ τῶν ἀνθρώπων διὰ τῆς ἑαυτοῦ
δυνάμεως κατορθώσας.
Ταῦτα δὲ καὶ παρὰ τῶν αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος θεολόγων ἀνδρῶν
πιστοῦσθαί τις δύναται ἐντυγχάνων τοῖς ἐκείνων γράμμασιν, ᾗ φασιν·
"Ἡ γὰρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς κρίναντας τοῦτο, ὅτι εἰ εἷς
ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἄρα οἱ πάντες ἀπέθανον· καὶ ὑπὲρ πάντων
ἀπέθανεν, ἵνα ἡμεῖς μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶμεν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ ἡμῶν
ἀποθανόντι καὶ ἀναστάντι" ἐκ νεκρῶν, τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ·
καὶ πάλιν· "Τὸν δὲ βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους ἠλαττωμένον βλέπομεν
Ἰησοῦν, διὰ τὸ πάθημα τοῦ θανάτου δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον,
ὅπως χάριτι Θεοῦ ὑπὲρ παντὸς γεύσηται θανάτου".
Εἶτα καὶ τὴν αἰτίαν τοῦ μὴ ἄλλον δεῖν ἢ αὐτὸν τὸν Θεὸν Λόγον
ἐνανθρωπῆσαι σημαίνει λέγων· "Ἔπρεπε γὰρ αὐτῷ δι᾿ ὃν τὰ πάντα,
καὶ δι᾿ οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα τὸν ἀρχηγὸν
τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι." Τοῦτο δὲ σημαίνει
λέγων, ὡς οὐκ ἄλλου ἦν ἀπὸ τῆς γενομένης φθορᾶς τοὺς ἀνθρώπους
ἀνενεγκεῖν, ἢ τοῦ Θεοῦ Λόγου τοῦ καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν πεποιηκότος
αὐτούς.
Ὅτι δὲ διὰ τὴν περὶ τῶν ὁμοίων σωμάτων θυσίαν σῶμα καὶ αὐτὸς ὁ
Λόγος ἔλαβεν ἑαυτῷ, καὶ τοῦτο σημαίνουσι λέγοντες· "Ἐπεὶ οὖν τὰ
παιδία κεκοινώνηκεν αἵματος καὶ σαρκός, καὶ αὐτὸς παραπλησίως
μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος
ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους,
ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας."
Τῇ γὰρ τοῦ ἰδίου σώματος θυσίᾳ καὶ τέλος ἐπέθηκε τῷ καθ᾿ ἡμᾶς νόμῳ,
καὶ ἀρχὴν ζωῆς ἡμῖν ἐκαίνισεν, ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως δεδωκώς·
ἐπειδὴ γὰρ ἐξ ἀνθρώπων εἰς ἀνθρώπους ὁ θάνατος ἐκράτησε, διὰ
τοῦτο πάλιν διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ τοῦ θανάτου
κατάλυσις γέγονε καὶ ἡ τῆς ζωῆς ἀνάστασις, λέγοντος τοῦ
χριστοφόρου ἀνδρός· "Ἐπειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου θάνατος, καὶ δι᾿
ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. Ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες
ἀποθνῄσκουσιν, οὕτως καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται",
καὶ τὰ τούτοις ἀκόλουθα.
Οὐκέτι γὰρ νῦν ὡς κατακρινόμενοι ἀποθνῄσκομεν, ἀλλ᾿ ὡς ἐγειρόμενοι
περιμένομεν τὴν κοινὴν πάντων ἀνάστασιν, "ἣν καιροῖς ἰδίοις δείξει"
ὁ καὶ ταύτην ἐργασάμενος καὶ χαρισάμενος Θεός. Αἰτία μὲν δὴ πρώτη
τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος αὕτη. Γνοίη δ᾿ ἄν τις αὐτοῦ τὴν
ἀγαθὴν εἰς ἡμᾶς παρουσίαν εὐλόγως γεγενῆσθαι καὶ ἐκ τούτων.     Αυτό το μεγάλο έργο άρμοζε πράγματι και στην αγαθωσύνη του Θεού.
Διότι, αν, για παράδειγμα, ένας βασιλιάς κατασκευάσει μια οικία ή πόλη,
αυτήν δεν την εγκαταλείπει όταν, εξαιτίας της αμέλειας των κατοίκων της, την
πολιορκούν ληστές· τη διεκδικεί και τη σώζει σαν δικό του έργο, χωρίς να
κοιτάζει την αδιαφορία των κατοίκων αλλά μόνο το δικό του καθήκον.
Πολύ περισσότερο, ο Θεός Λόγος του πανάγαθου Πατέρα δεν εγκατέλειψε το
δημιούργημά του, το γένος των ανθρώπων, όταν αυτό βάδιζε προς τη φθορά.
Αλλά, με την προσφορά του δικού του σώματος, εξαφάνισε τον επερχόμενο
θάνατο· διόρθωσε με τη διδασκαλία του την αμέλεια των ανθρώπων
και κατάφερε με τη δύναμή του να επιτελέσει όλα τα ανθρώπινα.
Αυτά μπορεί κανείς να τα διαπιστώσει και από τη μελέτη των γραπτών
κειμένων των θεολόγων μαθητών του Σωτήρα Χριστού, όπου λένε:
«Γιατί η αγάπη του Χριστού μας συγκλονίζει, επειδή διαπιστώσαμε ότι, εάν
ένας πέθανε για όλους, άρα όλοι πέθαναν· πέθανε για χάρη όλων μας, ώστε
να μη ζούμε πλέον για τον εαυτό μας, αλλά για κείνον που πέθανε και
αναστήθηκε για χάρη μας», εννοώ τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Και αλλού
λένε: «Βλέπουμε τον Ιησού, που ήταν ελαττωμένος λίγο πιο κάτω από τους
αγγέλους, για να γευθεί θάνατο για κάθε άνθρωπο με τη χάρη του Θεού, εξαιτίας
αυτού του παθήματος του θανάτου να είναι στεφανωμένος με δόξα και τιμή».
Έπειτα, δηλώνει και την αιτία για την οποία όχι άλλος αλλά αυτός ο Θεός
Λόγος έπρεπε να γίνει άνθρωπος: «Γιατί έπρεπε αυτός, για τον οποίο τα πάντα
και μέσω του οποίου τα πάντα υπάρχουν, να τελειοποιήσει με τα πάθη τον
αρχηγό της σωτηρίας τους, ώστε να οδηγήσει πολλά παιδιά του στη δόξα».
Λέγοντας αυτό ο απόστολος δηλώνει ότι δεν μπορούσε άλλος ν’ αποσπάσει
τους ανθρώπους από τη φθορά, παρά μόνον ο Θεός Λόγος ο οποίος και από την
αρχή τους δημιούργησε.
Και το ότι έλαβε για τον εαυτό του σώμα ο Λόγος, για να το θυσιάσει για τα
σώματα των ομοίων του, και αυτό το διδάσκουν λέγοντας: «Επειδή τα παιδιά
έχουν σάρκα και αίμα, και αυτός παραπλήσια μετείχε από τα ίδια,
ώστε με το θάνατό του να καταργήσει αυτόν που είχε την εξουσία να επιφέρει
το θάνατο, δηλαδή το διάβολο· και ν’ απαλλάξει αυτούς που, από το φόβο του
θανάτου, ήταν υποδουλωμένοι σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους».
Διότι, με τη θυσία του σώματός του κατάργησε τον εναντίον μας νόμο· αφού
μας έδωσε την ελπίδα της αναστάσεως, εγκαινίασε για μας αρχή νέας ζωής.
Επειδή εξαιτίας ανθρώπων ο θάνατος επικράτησε στους ανθρώπους, γι’ αυτό
πάλι με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου καταργήθηκε ο θάνατος και ήλθε
η ανάσταση της ζωής, όπως το λέει ο θεοφόρος απόστολος:
«Γιατί, όπως με τον άνθρωπο ήλθε ο θάνατος, και πάλι με άνθρωπο ήρθε η
ανάσταση των νεκρών· όπως ακριβώς έχοντας σχέση με τον Αδάμ όλοι
πεθαίνουν, έτσι και με το Χριστό όλοι θα λάβουν τη ζωή», και τα εξής.
Τώρα πλέον δεν πεθαίνουμε ως κατάδικοι, αλλά, με την ελπίδα ότι θ’
αναστηθούμε, περιμένουμε την κοινή ανάσταση όλων· αυτήν ο Θεός την
έκανε και μας τη χάρισε και «θα τη φανερώσει στον καιρό που όρισε».
Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη αιτία της ενανθρωπήσεως. Όμως, και από τα επόμενα
μπορεί κάποιος να εννοήσει ότι δικαιολογημένα έγινε η ευλογημένη φανέρωσή
του σε μας.
11. Ὁ Θεός, ὁ πάντων ἔχων τὸ κράτος, ὅτε τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος
διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου ἐποίει, κατιδὼν πάλιν τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως
αὐτῶν, ὡς οὐχ ἱκανὴ εἴη ἐξ ἑαυτῆς γνῶναι τὸν δημιουργόν, οὐδ᾿ ὅλως
ἔννοιαν λαβεῖν Θεοῦ, τῷ τὸν μὲν εἶναι ἀγέννητον, τὰ δὲ ἐξ οὐκ ὄντων
γεγενῆσθαι, καὶ τὸν μὲν ἀσώματον εἶναι, τοὺς δὲ ἀνθρώπους κάτω που
σώματι πεπλάσθαι, καὶ ὅλως πολλὴν εἶναι τὴν τῶν γενητῶν ἔλλειψιν
πρὸς τὴν τοῦ πεποιηκότος κατάληψιν καὶ γνῶσιν·
ἐλεήσας πάλιν τὸ γένος τὸ ἀνθρώπινον, ἅτε δὴ ἀγαθὸς ὤν, οὐκ ἀφῆκεν
αὐτοὺς ἐρήμους τῆς ἑαυτοῦ γνώσεως, ἵνα μὴ ἀνόνητον ἔχωσι καὶ τὸ
εἶναι. Ποία γὰρ ὄνησις τοῖς πεποιημένοις μὴ γινώσκουσι τὸν ἑαυτῶν
ποιητήν; Ἢ πῶς ἂν εἶεν λογικοὶ μὴ γινώσκοντες τὸν τοῦ Πατρὸς
Λόγον, ἐν ᾧ καὶ γεγόνασιν; Οὐδὲν γὰρ οὐδὲ ἀλόγων διαφέρειν
ἔμελλον, εἰ πλέον οὐδὲν τῶν περιγείων ἐπεγίνωσκον. Τί δὲ καὶ ὁ Θεὸς
ἐποίει τούτους, ἀφ᾿ ὧν οὐκ ἠθέλησε γινώσκεσθαι;
Ὅθεν, ἵνα μὴ τοῦτο γένηται, ἀγαθὸς ὢν τῆς ἰδίας εἰκόνος αὐτοῖς τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μεταδίδωσι, καὶ ποιεῖ τούτους κατὰ τὴν
ἑαυτοῦ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν· ἵνα διὰ τῆς τοιαύτης χάριτος τὴν
εἰκόνα νοοῦντες, λέγω δὴ τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, δυνηθῶσιν ἔννοιαν
δι᾿ αὐτοῦ τοῦ Πατρὸς λαβεῖν, καὶ γινώσκοντες τὸν ποιητὴν ζῶσι τὸν
εὐδαίμονα καὶ μακάριον ὄντως βίον.
Ἀλλ᾿ ἄνθρωποι πάλιν παράφρονες, κατολιγωρήσαντες καὶ οὕτως τῆς
δοθείσης αὐτοῖς χάριτος, τοσοῦτον ἀπεστράφησαν τὸν Θεόν, καὶ
τοσοῦτον ἐθόλωσαν ἑαυτῶν τὴν ψυχὴν ὡς μὴ μόνον ἐπιλαθέσθαι τῆς
περὶ Θεοῦ ἐννοίας, ἀλλὰ καὶ ἕτερα ἀνθ᾿ ἑτέρων ἑαυτοῖς ἀναπλάσασθαι.
Εἴδωλά τε γὰρ ἀντὶ τῆς ἀληθείας ἑαυτοῖς ἀνετυπώσαντο, καὶ τὰ οὐκ
ὄντα τοῦ ὄντος Θεοῦ προετίμησαν, τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα
λατρεύοντες, καὶ τό γε χείριστον, ὅτι καὶ εἰς ξύλα καὶ εἰς λίθους καὶ εἰς
πᾶσαν ὕλην καὶ ἀνθρώπους τὴν τοῦ Θεοῦ τιμὴν μετετίθουν, καὶ
πλείονα τούτων ποιοῦντες, ὥσπερ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν εἴρηται.
Τοσοῦτον δὲ ἠσέβουν, ὅτι καὶ δαίμονας ἐθρήσκευον λοιπὸν καὶ θεοὺς
ἀνηγόρευον, τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν ἀποπληροῦντες. Θυσίας τε γὰρ
ζῴων ἀλόγων, καὶ ἀνθρώπων σφαγάς, ὥσπερ εἴρηται πρότερον, εἰς
τὸ ἐκείνων καθῆκον ἐπετέλουν, πλεῖον ἑαυτοὺς τοῖς ἐκείνων
οἰστρήμασι καταδεσμεύοντες.
Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ μαγεῖαι παρ᾿ αὐτοῖς ἐδιδάσκοντο, καὶ μαντεῖα
κατὰ τόπον τοὺς ἀνθρώπους ἐπλάνα, καὶ πάντες τὰ γενέσεως καὶ τοῦ
εἶναι ἑαυτῶν τὰ αἴτια τοῖς ἄστροις καὶ τοῖς κατ᾿ οὐρανὸν πᾶσιν
ἀνετίθουν, μηδὲν πλέον τῶν φαινομένων λογιζόμενοι.
Καὶ ὅλως πάντα ἦν ἀσεβείας καὶ παρανομίας μεστά, καὶ μόνος ὁ Θεὸς
οὐδὲ ὁ τούτου Λόγος ἐπεγινώσκετο, καίτοι οὐκ ἀφανῆ ἑαυτὸν τοῖς
ἀνθρώποις ἐπικρύψας, οὐδὲ ἁπλῆν τὴν περὶ ἑαυτοῦ γνῶσιν αὐτοῖς
δεδωκώς, ἀλλὰ καὶ ποικίλως καὶ διὰ πολλῶν αὐτὴν αὐτοῖς ἐφαπλώσας.     Ο Παντοκράτωρ Θεός, όταν δημιουργούσε το ανθρώπινο γένος με το Λόγο του,
διέκρινε την αδυναμία της φύσεως των ανθρώπων: δεν θα μπορούσε η
ανθρώπινη φύση από μόνη της να γνωρίσει το δημιουργό της· ούτε πάλι να
συλλάβει την έννοια του Θεού. Διότι, Αυτός είναι άκτιστος, ενώ αυτοί
δημιουργήθηκαν από το μηδέν· Αυτός είναι ασώματος, ενώ οι άνθρωποι
πλάστηκαν με σώμα κάτω στη γη· και γενικά, πολλές είναι οι ελλείψεις των
δημιουργημάτων, για να κατανοήσουν και γνωρίσουν το Δημιουργό τους.
Και πάλι όμως ο Θεός, επειδή είναι πανάγαθος, ελέησε τους ανθρώπους· δεν
τους στέρησε τη δυνατότητα να Τον γνωρίσουν, ώστε να έχει νόημα και η
ύπαρξή τους. Διότι, ποιά είναι η ωφέλεια των δημιουργημάτων, αν δεν
γνωρίζουν τον πλάστη τους; Ή, πώς θα ήταν λογικά όντα, αν δεν γνώριζαν το
Λόγο του Πατέρα, ο οποίος τα δημιούργησε; Δεν θα διέφεραν καθόλου από τα
άλογα όντα, εφόσον δεν αντιλαμβάνονταν τίποτε περισσότερο από τα επίγεια.
Και γιατί να τους έπλασε ο Θεός, αν δεν ήθελε να Τον γνωρίζουν;
Γι’ αυτό το λόγο, για να μη συμβεί κάτι τέτοιο, όντας ο Θεός καλός μετάδωσε
σ’ αυτούς από την ίδια την εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού· τους έκαμε
σύμφωνα με τη δική του εικόνα και την ομοίωσή του. Έτσι, με το χάρισμα αυτό,
βλέποντας την εικόνα –εννοώ το Λόγο του Πατέρα– να μπορούν να έχουν μέσω
αυτού και την έννοια του Πατέρα. Γνωρίζοντας λοιπόν τον πλάστη τους, να
ζουν αληθινά ευτυχισμένη και ευλογημένη ζωή.
Οι άνθρωποι όμως πάλι ξέφυγαν και παραμέλησαν το χάρισμα που μ’ αυτό τον
τρόπο τους δόθηκε· τόσο πολύ απομακρύνθηκαν από το Θεό και τόσο μαύρισαν
με κακίες την ψυχή τους, ώστε όχι μόνο λησμόνησαν την έννοια του Θεού
αλλά άλλα αντί άλλων επινόησαν για τον εαυτό τους.
Διότι, έφτιαξαν είδωλα για τον εαυτό τους στη θέση του αληθινού Θεού·
προτίμησαν τα ανύπαρκτα από τον πραγματικό Θεό· λάτρεψαν την κτίση
και όχι τον κτίστη· και το χειρότερο, την τιμή που αρμόζει στο Θεό την
απόδωσαν σε ξύλα, πέτρες, σε κάθε υλικό και σε ανθρώπους. Κι ακόμη
περισσότερα απ’ αυτά έκαναν, όπως τα διηγηθήκαμε προηγουμένως.
Τόσο πολύ ασέβησαν ώστε στο εξής και δαιμόνια λάτρευαν και τα
αναγόρευαν θεούς· έτσι ικανοποιούσαν τις κακές επιθυμίες τους. Θυσίαζαν
ζώα, έκαναν και ανθρωποθυσίες για τη λατρεία εκείνων των θεών, όπως τα
προείπαμε· έτσι, υποδουλώνονταν ακόμη περισσότερο στην
ακόλαστη μανία εκείνων.
Γι’ αυτό, λοιπόν, δίδασκαν αυτοί ακόμη και μαγικές τελετές· τα κατά τόπους
μαντεία πλάνευαν τους ανθρώπους. Όλοι απέδιδαν την αιτία της γεννήσεώς
τους και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους στα άστρα και στα
ουράνια σώματα· δεν σκέφτονταν τίποτε περισσότερο απ’ όσα έβλεπαν.
Γενικά, όλα ήταν γεμάτα από ασέβειες και παρανομίες· μόνον ο Θεός και ο
Λόγος του δεν αναγνωριζόταν, παρόλο που δεν άφησε τον εαυτό του αφανή
στους ανθρώπους και δεν έδωσε μια αμυδρή γνώση του εαυτού του σ’ αυτούς·
αλλά, με πολλούς και ποικίλους τρόπους τους φανέρωσε τη μαρτυρία του
εαυτού του.
12. Αὐτάρκης μὲν γὰρ ἦν ἡ κατ᾿ εἰκόνα χάρις γνωρίζειν τὸν Θεὸν
Λόγον, καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα· εἰδὼς δὲ ὁ Θεὸς τὴν ἀσθένειαν τῶν
ἀνθρώπων, προενοήσατο καὶ τῆς ἀμελείας τούτων, ἵν᾿ ἐὰν ἀμελήσαιεν
δι᾿ ἑαυτῶν τὸν Θεὸν ἐπιγνῶναι, ἔχωσι διὰ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων τὸν
δημιουργὸν μὴ ἀγνοεῖν.
Ἐπειδὴ δὲ ἡ ἀνθρώπων ἀμέλεια ἐπὶ τὰ χείρονα κατ᾿ ὀλίγον
ἐπικαταβαίνει· προενοήσατο πάλιν ὁ Θεὸς καὶ τῆς τοιαύτης αὐτῶν
ἀσθενείας, νόμον καὶ προφήτας τοὺς αὐτοῖς γνωρίμους ἀποστείλας,
ἵνα ἐὰν καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ὀκνήσωσιν ἀναβλέψαι καὶ γνῶναι τὸν
ποιητήν, ἔχωσιν ἐκ τῶν ἐγγὺς τὴν διδασκαλίαν. Ἄνθρωποι γὰρ παρὰ
ἀνθρώπων ἐγγυτέρω δύνανται μαθεῖν περὶ τῶν κρειττόνων.
Ἐξὸν οὖν ἦν ἀναβλέψαντας αὐτοὺς εἰς τὸ μέγεθος τοῦ οὐρανοῦ, καὶ
κατανοήσαντας τὴν τῆς κτίσεως ἁρμονίαν, γνῶναι τὸν ταύτης
ἡγεμόνα τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, τὸν τῇ ἑαυτοῦ εἰς πάντα προνοίᾳ
γνωρίζοντα πᾶσι τὸν Πατέρα, καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὅλα κινοῦντα, ἵνα δι᾿
αὐτοῦ πάντες γινώσκωσι τὸν Θεόν.
Ἢ εἰ τοῦτο αὐτοῖς ἦν ὀκνηρόν, κἂν τοῖς ἁγίοις δυνατὸν ἦν αὐτοὺς
συντυγχάνειν, καὶ δι᾿ αὐτῶν μαθεῖν τὸν τῶν πάντων δημιουργὸν
Θεόν, τὸν τοῦ Χριστοῦ Πατέρα· καὶ ὅτι τῶν εἰδώλων ἡ θρησκεία
ἀθεότης ἐστὶ καὶ πάσης ἀσεβείας μεστή.
Ἐξὸν δὲ ἦν αὐτοὺς καὶ τὸν νόμον ἐγνωκότας, παύσασθαι πάσης
παρανομίας καὶ τὸν κατ᾿ ἀρετὴν ζῆσαι βίον. Οὐδὲ γὰρ διὰ Ἰουδαίους
μόνους ὁ νόμος ἦν οὐδὲ δι᾿ αὐτοὺς μόνους οἱ προφῆται ἐπέμποντο,
ἀλλὰ πρὸς Ἰουδαίους μὲν ἐπέμποντο, καὶ παρὰ Ἰουδαίων ἐδιώκοντο·
πάσης δὲ τῆς οἰκουμένης ἦσαν διδασκάλιον ἱερὸν τῆς περὶ Θεοῦ
γνώσεως, καὶ τῆς κατὰ ψυχὴν πολιτείας.
Τοσαύτης οὖν οὔσης τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητος καὶ φιλανθρωπίας,
ὅμως οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ταῖς παραυτίκα ἡδοναῖς καὶ ταῖς παρὰ
δαιμόνων φαντασίαις καὶ ἀπάταις, οὐκ ἀνένευσαν πρὸς τὴν ἀλήθειαν·
ἀλλ᾿ ἑαυτοὺς πλείοσι κακοῖς καὶ ἁμαρτήμασιν ἐνεφόρησαν, ὡς μηκέτι
δοκεῖν αὐτοὺς λογικούς, ἀλλὰ ἀλόγους ἐκ τῶν τρόπων νομίζεσθαι.     Το χάρισμα του κατ’ εικόνα θα ήταν μόνο του αρκετό να γνωρίζει ο άνθρωπος
το Θεό Λόγο, και μέσω αυτού τον Πατέρα. Επειδή όμως ο Θεός γνώριζε την
αδυναμία των ανθρώπων, προνόησε για την αμέλειά τους· ώστε, αν αμελούσαν
να γνωρίσουν με τον εαυτό τους το Θεό, να μπορούν με τα δημιουργήματα να
μη ξεχνούν το Δημιουργό τους.
Η αμέλεια όμως των ανθρώπων προχωρούσε σιγά σιγά στα χειρότερα.
Έτσι πάλι φρόντισε ο Θεός να καλύψει κι αυτή τους την αδυναμία·
έδωσε το Νόμο και έστειλε τους προφήτες που ήταν γνώριμοι σ’ αυτούς, ώστε,
ακόμη κι αν βαρεθούν να κοιτάξουν τον ουρανό και να γνωρίσουν το
δημιουργό, να έχουν κοντά τους τη διδασκαλία του. Διότι οι άνθρωποι μπορεί
από ανθρώπους να μάθουν καλύτερα για τα σπουδαιότερα πράγματα.
Ήταν δυνατό σ’ αυτούς να προσέξουν το μέγεθος του ουρανού και να
εννοήσουν την αρμονία του σύμπαντος, για να γνωρίσουν τον κυβερνήτη του,
το Λόγο του Πατέρα. Αυτός, με την πρόνοιά του για όλα, γνωρίζει σε όλους
τον Πατέρα του· Αυτός τα κινεί τα πάντα, ώστε απ’ αυτόν
όλοι να γνωρίζουν το Θεό.
Ή, κι αν αυτό τους ήταν βαρετό (η θεώρηση της κτίσεως), μπορούσαν να
συναναστρέφονται με τους Αγίους· κι απ’ αυτούς να γνωρίσουν το Θεό
δημιουργό των πάντων, τον Πατέρα του Χριστού· να μάθουν ακόμη ότι η
ειδωλολατρία είναι αθεΐα και η πιο μεγάλη ασέβεια.
Μπορούσαν ακόμη να μάθουν το Νόμο, να σταματήσουν κάθε κακία
και να ζήσουν ενάρετη ζωή. Ο Νόμος βέβαια δεν αφορούσε μόνο τους
Ιουδαίους· ούτε έστελνε τους προφήτες μόνο γι’ αυτούς·
το αντίθετο: έρχονταν στους Ιουδαίους και οι Ιουδαίοι τους καταδίωκαν.
Αποτελούσαν βέβαια (οι Ιουδαίοι ως "εκλεκτός λαός") ιερό σχολείο όλης της
οικουμένης, για να γνωρίσουν και οι άλλοι το Θεό και να ζήσουν ενάρετα.
Τόσο μεγάλη, λοιπόν, ήταν η αγαθωσύνη και η φιλανθρωπία του Θεού!
Οι άνθρωποι όμως, νικημένοι από τις πρόσκαιρες ηδονές και τις δαιμονικές
φαντασιώσεις και πλεκτάνες, δεν παραδέχτηκαν την αλήθεια.
Γέμισαν την ψυχή τους με χίλιες δυο κακίες και αμαρτίες, ώστε από τη
συμπεριφορά τους να μη θεωρούνται πλέον λογικοί αλλά ανόητοι.
13. Οὕτω τοίνυν ἀλογωθέντων τῶν ἀνθρώπων, καὶ οὕτως τῆς
δαιμονικῆς πλάνης ἐπισκιαζούσης τὰ πανταχοῦ καὶ κρυπτούσης τὴν
περὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ γνῶσιν, τί τὸν Θεὸν ἔδει ποιεῖν; σιωπῆσαι τὸ
τηλικοῦτον, καὶ ἀφεῖναι τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ δαιμόνων πλανᾶσθαι,
καὶ μὴ γινώσκειν αὐτοὺς τὸν Θεόν;
Καὶ τίς ἡ χρεία τοῦ καὶ ἐξ ἀρχῆς κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ γενέσθαι τὸν
ἄνθρωπον; ἔδει γὰρ αὐτὸν ἁπλῶς ὡς ἄλογον γενέσθαι, ἢ γενόμενον
λογικὸν τὴν τῶν ἀλόγων ζωὴν μὴ βιοῦν. Τίς δὲ ὅλως ἦν χρεία ἐννοίας
αὐτὸν λαβεῖν περὶ Θεοῦ ἐξ ἀρχῆς; Εἰ γὰρ οὐδὲ νῦν ἄξιός ἐστι λαβεῖν,
ἔδει μηδὲ κατὰ τὴν ἀρχὴν αὐτῷ δοθῆναι.
Τί δὲ καὶ ὄφελος τῷ πεποιηκότι Θεῷ, ἢ ποία δόξα αὐτῷ ἂν εἴη, εἰ οἱ ὑπ᾿
αὐτοῦ γενόμενοι ἄνθρωποι οὐ προσκυνοῦσιν αὐτῷ, ἀλλ᾿ ἑτέρους εἶναι
τοὺς πεποιηκότας αὐτοὺς νομίζουσιν; Εὑρίσκεται γὰρ ὁ Θεὸς ἑτέροις
καὶ οὐχ ἑαυτῷ τούτους δημιουργήσας.
Εἶτα βασιλεὺς μὲν ἄνθρωπος ὢν τὰς ὑπ᾿ αὐτοῦ κτισθείσας χώρας
οὐκ ἀφίησιν ἐκδότους ἑτέροις δουλεύειν, οὐδὲ πρὸς ἄλλους καταφεύγειν·
ἀλλὰ γράμμασιν αὐτοὺς ὑπομιμνήσκει, πολλάκις δὲ καὶ διὰ φίλων
αὐτοῖς ἐπιστέλλει, εἰ δὲ καὶ χρεία γένηται, αὐτὸς παραγίνεται, τῇ
παρουσίᾳ λοιπὸν αὐτοὺς δυσωπῶν· μόνον ἵνα μὴ ἑτέροις δουλεύσωσι,
καὶ ἀργὸν αὐτοῦ τὸ ἔργον γένηται.
Οὐ πολλῷ πλέον ὁ Θεὸς τῶν ἑαυτοῦ κτισμάτων φείσεται πρὸς τὸ μὴ
πλανηθῆναι ἀπ᾿ αὐτοῦ, καὶ τοῖς οὐκ οὖσι δουλεύειν; Μάλιστα ὅτι ἡ
τοιαύτη πλάνη ἀπωλείας αὐτοῖς αἰτία καὶ ἀφανισμοῦ γίνεται, οὐκ ἔδει
δὲ τὰ ἅπαξ κοινωνήσαντα τῆς τοῦ Θεοῦ Εἰκόνος ἀπολέσθαι.
Τί οὖν ἔδει ποιεῖν τὸν Θεόν; Ἢ τί ἔδει γενέσθαι, ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατ᾿ εἰκόνα
πάλιν ἀνανεῶσαι, ἵνα δι᾿ αὐτοῦ πάλιν αὐτὸν γνῶναι δυνηθῶσιν οἱ
ἄνθρωποι; Τοῦτο δὲ πῶς ἂν ἐγεγόνει, εἰ μὴ αὐτῆς τῆς τοῦ Θεοῦ
εἰκόνος παραγενομένης τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Δι᾿
ἀνθρώπων μὲν γὰρ οὐκ ἦν δυνατόν, ἐπεὶ καὶ αὐτοὶ κατ᾿ εἰκόνα
γεγόνασιν· ἀλλ᾿ οὐδὲ δι᾿ ἀγγέλων· οὐδὲ γὰρ οὐδὲ αὐτοί εἰσιν εἰκόνες.
Ὅθεν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος δι᾿ ἑαυτοῦ παρεγένετο, ἵνα ὡς Εἰκὼν ὢν τοῦ
Πατρὸς τὸν κατ᾿ εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνακτίσαι δυνηθῇ.
Ἄλλως δὲ πάλιν οὐκ ἂν ἐγεγόνει, εἰ μὴ ὁ θάνατος ἦν καὶ ἡ φθορὰ
ἐξαφανισθεῖσα. Ὅθεν εἰκότως ἔλαβε σῶμα θνητόν, ἵνα καὶ ὁ θάνατος
ἐν αὐτῷ λοιπὸν ἐξαφανισθῆναι δυνηθῇ, καὶ οἱ κατ᾿ εἰκόνα πάλιν
ἀνακαινισθῶσιν ἄνθρωποι. Οὐκοῦν ἑτέρου πρὸς ταύτην τὴν χρείαν
οὐκ ἦν, εἰ μὴ τῆς Εἰκόνος τοῦ Πατρός.     Έτσι, λοιπόν, οι άνθρωποι έχασαν το λογικό τους· η πλάνη των δαιμόνων
επισκίαζε τα πάντα και έκρυβε τη γνώση του αληθινού Θεού.
Τί έπρεπε ο Θεός να κάνει; Να σιωπά για μια τόσο μεγάλη πλάνη,
ν’ αφήνει τους ανθρώπους να πλανώνται από τους δαίμονες
και ν’ αγνοούν τον αληθινό Θεό;
Και τότε ποιός ήταν ο λόγος εξαρχής να δημιουργηθεί ο άνθρωπος κατ’ εικόνα
του Θεού; Έπρεπε αυτός ή να δημιουργηθεί χωρίς λογική ή, αν πλαστεί λογικός,
να μη ζει τη ζωή των αλόγων ζώων. Ποιά ανάγκη υπήρχε αυτός εξαρχής να
προικιστεί με την έννοια του Θεού; Εφόσον ούτε τώρα αξίζει να την έχει,
δεν έπρεπε να του είχε δοθεί από την αρχή.
Ποιό πάλι θα ήταν το όφελος του δημιουργού Θεού ή ποιά δόξα θα είχε, αν δεν
τον προσκυνούσαν οι άνθρωποι ως δικά του δημιουργήματα; Αν πιστεύουν ότι
άλλοι είναι οι δημιουργοί τους; Διότι, φαίνεται ότι τους δημιούργησε ο Θεός
για άλλους και όχι για τον εαυτό του.
Εξάλλου, όταν ένας άνθρωπος είναι βασιλιάς, δεν επιτρέπει σε δικές του χώρες
να δουλεύουν για λογαρισαμό άλλων ούτε να βρίσκουν προστασία σε άλλους.
Τους υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις τους με έγγραφα και πολλές φορές με
επιστολές μέσω φίλων· αν μάλιστα παραστεί ανάγκη, ο ίδιος τους επισκέπτεται,
για να τους φοβήσει με την παρουσία του. Όλα τα κάνει, αρκεί να μην
υπηρετούν άλλους και μείνει ανεκτέλεστο το δικό του έργο.
Δεν θα λυπηθεί πολύ περισσότερο ο Θεός τα πλάσματά του, για να μην
πλανηθούν και προσκολληθούν στα ανύπαρκτα; Καθώς μάλιστα αυτή η πλάνη
γίνεται αιτία απώλειας και καταστροφής τους; Δεν πρέπει, λοιπόν, να χαθούν
τα πλάσματα εκείνα που έστω μια φορά έγιναν μέτοχα στην εικόνα του Θεού.
Τί έπρεπε λοιπόν να κάνει ο Θεός; Τί άλλο παρά ν’ ανανεώσει το κατ’ εικόνα,
ώστε μέσω αυτού να μπορέσουν να τον γνωρίσουν και πάλι οι
άνθρωποι; Και πώς θα γινόταν αυτό, εκτός αν ερχόταν σε μας η εικόνα του
Θεού, δηλαδή ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός; (Να γίνει αυτό) με ανθρώπους
δεν ήταν δυνατό, επειδή και οι ίδιοι οι άνθρωποι πλάστηκαν κατ’ εικόνα·
ούτε με αγγέλους, διότι αυτοί δεν είναι εικόνες. Γι’ αυτό ο Λόγος του Θεού
ενανθρώπησε, για να ξαναδημιουργήσει τον κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπο,
επειδή μόνον ο Λόγος αποτελεί εικόνα του Πατέρα.
Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αν δεν εξαφανιζόταν ο θάνατος
και η φθορά.
Γι’ αυτό εύλογα προσέλαβε θνητό σώμα, ώστε στο πρόσωπό του
να εξαφανιστεί στο εξής ο θάνατος και ν’ ανακαινιστούν οι κατ’ εικόνα Θεού
πλασμένοι άνθρωποι. Γι’ αυτήν την ανάγκη, λοιπόν, κανείς άλλος δεν ήταν
ικανός, παρά μόνον η Εικόνα του Πατέρα.
14. Ὡς γὰρ τῆς γραφείσης ἐν ξύλῳ μορφῆς παραφανισθείσης ἐκ τῶν
ἔξωθεν ῥύπων, πάλιν χρεία τοῦτον παραγενέσθαι, οὗ καὶ ἔστιν ἡ
μορφή, ἵνα ἀνακαινισθῆναι ἡ εἰκὼν δυνηθῇ ἐν τῇ αὐτῇ ὕλῃ διὰ γὰρ τὴν
ἐκείνου γραφὴν καὶ αὐτὴ ἡ ὕλη ἐν ᾗ καὶ γέγραπται οὐκ ἐκβάλλεται,
ἀλλ᾿ ἐν αὐτῇ ἀνατυποῦται.
Κατὰ τοῦτο καὶ ὁ πανάγιος τοῦ Πατρὸς Υἱός, Εἰκὼν ὢν τοῦ Πατρός,
παρεγένετο ἐπὶ τοὺς ἡμετέρους τόπους, ἵνα τὸν κατ᾿ αὐτὸν
πεποιημένον ἄνθρωπον ἀνακαινίσῃ, καὶ ὡς ἀπολόμενον εὕρῃ διὰ τῆς
τῶν ἁμαρτιῶν ἀφέσεως, ᾗ φησι καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις·
"Ἦλθον τὸ ἀπολόμενον εὑρεῖν καὶ σῶσαι." Ὅθεν καὶ πρὸς τοὺς
Ἰουδαίους ἔλεγεν· "Ἐὰν μή τις ἀναγεννηθῇ", οὐ τὴν ἐκ γυναικῶν
γέννησιν σημαίνων ὥσπερ ὑπενόουν ἐκεῖνοι, ἀλλὰ τὴν ἀναγεννωμένην
καὶ ἀνακτιζομένην ψυχὴν ἐν τῷ κατ᾿ εἰκόνα δηλῶν.
Ἐπειδὴ δὲ καὶ εἰδωλομανία καὶ ἀθεότης κατεῖχε τὴν οἰκουμένην καὶ ἡ
περὶ Θεοῦ γνῶσις ἐκέκρυπτο, τίνος ἦν διδάξαι τὴν οἰκουμένην περὶ
Πατρός; ἀνθρώπου φαίη τις ἄν; ἀλλ᾿ οὐκ ἦν ἀνθρώπων ἐνὸν τὴν
ὑφήλιον πᾶσαν ὑπελθεῖν, οὔτε τῇ φύσει τοσοῦτον ἰσχυόντων δραμεῖν,
οὔτε ἀξιοπίστων περὶ τούτου δυναμένων γενέσθαι, οὔτε πρὸς τὴν τῶν
δαιμόνων ἀπάτην καὶ φαντασίαν ἱκανῶν δι᾿ ἑαυτῶν ἀντιστῆναι.
Πάντων γὰρ κατὰ ψυχὴν πληγέντων καὶ ταραχθέντων παρὰ τῆς
δαιμονικῆς ἀπάτης καὶ τῆς τῶν εἰδώλων ματαιότητος, πῶς οἷόν τε ἦν
ἀνθρώπου ψυχὴν καὶ ἀνθρώπων νοῦν μεταπεῖσαι, ὅπουγε οὐδὲ ὁρᾶν
αὐτοὺς δύνανται; ὃ δὲ μὴ ὁρᾷ τις, πῶς δύναται μεταπαιδεῦσαι;
Ἀλλ᾿ ἴσως ἄν τις εἴποι τὴν κτίσιν ἀρκεῖσθαι· ἀλλ᾿ εἰ ἡ κτίσις ἤρκει, οὐκ
ἂν ἐγεγόνει τὰ τηλικαῦτα κακά. Ἦν γὰρ καὶ ἡ κτίσις, καὶ οὐδὲν ἧττον
οἱ ἄνθρωποι ἐν τῇ αὐτῇ περὶ Θεοῦ πλάνῃ ἐκυλίοντο.
Τίνος οὖν ἦν πάλιν χρεία, ἢ τοῦ Θεοῦ Λόγου τοῦ καὶ ψυχὴν καὶ νοῦν
ὁρῶντος, τοῦ καὶ τὰ ὅλα ἐν τῇ κτίσει κινοῦντος, καὶ δι᾿ αὐτῶν
γνωρίζοντος τὸν Πατέρα; τοῦ γὰρ διὰ τῆς ἰδίας προνοίας καὶ
διακοσμήσεως τῶν ὅλων διδάσκοντος περὶ τοῦ Πατρός, αὐτοῦ ἦν καὶ
τὴν αὐτὴν διδασκαλίαν ἀνανεῶσαι.
Πῶς οὖν ἂν ἐγεγόνει τοῦτο; Ἴσως ἄν τις εἴποι ὅτι ἐξὸν ἦν διὰ τῶν
αὐτῶν, ὥστε πάλιν διὰ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων τὰ περὶ αὐτοῦ δεῖξαι.
Ἀλλ᾿ οὐκ ἦν ἀσφαλὲς ἔτι τοῦτο. Οὐχί γε· παρεῖδον γὰρ τοῦτο
πρότερον οἱ ἄνθρωποι, καὶ οὐκέτι μὲν ἄνω, κάτω δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς
ἐσχήκασιν.
Ὅθεν εἰκότως ἀνθρώπους θέλων ὠφελῆσαι, ὡς ἄνθρωπος ἐπιδημεῖ,
λαμβάνων ἑαυτῷ σῶμα ὅμοιον ἐκείνοις, καὶ ἐκ τῶν κάτω λέγω δὴ διὰ
τῶν τοῦ σώματος ἔργων ἵνα οἱ μὴ θελήσαντες αὐτὸν γνῶναι ἐκ τῆς εἰς
τὰ ὅλα προνοίας καὶ ἡγεμονίας αὐτοῦ, κἂν ἐκ τῶν δι᾿ αὐτοῦ τοῦ
σώματος ἔργων γνώσωνται τὸν ἐν τῷ σώματι τοῦ Θεοῦ Λόγον, καὶ
δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα.     Συμβαίνει όπως με τη ζωγραφιά σ’ ένα ξύλο: όταν χαθεί από τις εξωτερικές
βρωμιές, είναι ανάγκη να ζωγραφιστεί πάλι εκείνος του οποίου τη μορφή
απεικόνιζε· έτσι θα ξαναγίνει η εικόνα στο ίδιο υλικό. Διότι, εξαιτίας της
μορφής που ήταν ζωγραφισμένη, ακόμη και το υλικό πάνω στο οποίο
ζωγραφίστηκε δεν πετιέται, αλλά ξαναζωγραφίζεται.
Για τον ίδιο λόγο και ο πανάγιος Υιός του Πατέρα, όντας εικόνα του Πατέρα,
ήλθε στη γη μας, για να ανακαινίσει τον άνθρωπο που πλάστηκε κατ’ εικόνα
δική Του· ήλθε να βρει με την άφεση των αμαρτιών το χαμένο άνθρωπο,
όπως ο Ίδιος το λέει στο ιερό Ευαγγέλιο:
«Ήλθα να βρω και να σώσω το απολωλός». Το ίδιο έλεγε και στους Ιουδαίους:
«Εάν κάποιος δεν γεννηθεί ξανά...»: δεν εννοούσε τη γέννηση από μητέρα,
όπως νόμιζαν εκείνοι· εννοούσε την αναγεννημένη και ανακαινισμένη ψυχή,
με την έννοια του κατ’ εικόνα.
Επειδή κυριαρχούσε στην οικουμένη η ειδωλολατρία και η αθεΐα και είχε
ξεχαστεί η γνώση του Θεού, ποιός ήταν ικανός να διδάξει στον κόσμο για τον
Πατέρα; Μήπως, θάλεγε κανείς, ο άνθρωπος; Αλλά ήταν αδύνατο για τους
ανθρώπους να διασχίσουν όλη την οικουμένη ούτε είχαν τόση φυσική αντοχή
να τρέξουν και ούτε τους πίστευαν ότι είχαν δυνάμεις για κάτι τέτοιο· δεν
μπορούσαν ακόμη μόνοι τους ν’ αντισταθούν στην απάτη και πλεκτάνη των
δαιμόνων.
Διότι όλοι οι άνθρωποι είχαν πληγωθεί και αναστατωθεί ψυχικά από τις
δαιμονικές απάτες και τη ματαιότητα των ειδώλων. Πώς λοιπόν θα έπειθαν
την ψυχή και το νου των συνανθρώπων τους για θέματα που ούτε οι ίδιοι
μπορούν να δούν; Αυτό που δεν βλέπει κανείς, πώς θα το διδάξει και σ’ άλλους;
Ίσως, θάλεγε κανείς, ότι αρκεί η (θέα της) κτίσεως (για θεογνωσία)· αν όμως
ήταν αρκετή η κτίση, δεν θα είχαν συμβεί τόσο μεγάλα κακά. Διότι, ενώ υπήρχε
η κτίση, οι άνθρωποι έπεφταν εξίσου στην ίδια πλάνη για την έννοια του Θεού.
Ποιόν χρειαζόμασταν, λοιπόν, παρά το Λόγο του Θεού που βλέπει τη ψυχή και
το νου μας, που κινεί όλη την κτίση και μέσω αυτών μας καθιστά γνωστό τον
Πατέρα; Διότι, Αυτός που με τη δική του πρόνοια και φροντίδα για τα πάντα
μας διδάσκει για τον Πατέρα, Αυτός μόνο μπορούσε να ανανεώσει και την ίδια
τη διδασκαλία.
Και πώς θα γινόταν αυτό; Ίσως, θάλεγε κάποιος, ότι μπορούσε να γίνει με τον
ίδιο τρόπο· να φανερώσει πάλι τον εαυτό του με τα δημιουργήματα του κόσμου.
Δεν θα ήταν όμως σίγουρο κάτι τέτοιο· οπωσδήποτε όχι. Διότι προηγουμένως
το περιφρόνησαν οι άνθρωποι και έστρεψαν πλέον τα μάτια τους όχι προς τα
πάνω αλλά προς τα κάτω.
Για το λόγο αυτό εύλογα θέλοντας να ωφελήσει τους ανθρώπους, ήλθε σαν
άνθρωπος και παίρνει σώμα για τον εαυτό του όμοιο με το σώμα εκείνων.
Εννοώ σώμα ανθρώπινο, ώστε αυτοί που δεν θέλησαν να τον γνωρίσουν από την
πρόνοια και φροντίδα του για όλα, να μπορέσουν να γνωρίσουν από τις πράξεις
του σώματος αυτόν τον σαρκωθέντα σε ανθρώπινο σώμα Λόγο του Θεού· και
μέσω αυτού να γνωρίσουν τον Πατέρα.
15. Ὡς γὰρ ἀγαθὸς διδάσκαλος κηδόμενος τῶν ἑαυτοῦ μαθητῶν, τοὺς
μὴ δυναμένους ἐκ τῶν μειζόνων ὠφεληθῆναι, πάντως διὰ τῶν
εὐτελεστέρων συγκαταβαίνων αὐτοὺς παιδεύει· οὕτως καὶ ὁ τοῦ Θεοῦ
Λόγος, καθὼς καὶ ὁ Παῦλός φησιν· "Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ
οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς
μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας".
Ἐπειδὴ γὰρ οἱ ἄνθρωποι ἀποστραφέντες τὴν πρὸς τὸν Θεὸν θεωρίαν
καὶ ὡς ἐν βυθῷ βυθισθέντες κάτω τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες, ἐν γενέσει
καὶ τοῖς αἰσθητοῖς τὸν Θεὸν ἀνεζήτουν, ἀνθρώπους θνητοὺς καὶ
δαίμονας ἑαυτοῖς θεοὺς ἀνατυπούμενοι· τούτου ἕνεκα ὁ φιλάνθρωπος
καὶ κοινὸς πάντων Σωτήρ, ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, λαμβάνει ἑαυτῷ σῶμα,
καὶ ὡς ἄνθρωπος ἐν ἀνθρώποις ἀναστρέφεται, καὶ τὰς αἰσθήσεις
πάντων ἀνθρώπων προσλαμβάνει, ἵνα οἱ ἐν σωματικοῖς νοοῦντες
εἶναι τὸν Θεόν, ἀφ᾿ ὧν ὁ Κύριος ἐργάζεται διὰ τῶν τοῦ σώματος
ἔργων, ἀπ᾿ αὐτῶν νοήσωσι τὴν ἀλήθειαν, καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα
λογίσωνται.
Ἄνθρωποι δὲ ὄντες καὶ ἀνθρώπινα πάντα νοοῦντες, οἷς ἐὰν ἐπέβαλον
τὰς ἑαυτῶν αἰσθήσεις, ἐν τούτοις προσλαμβανομένους ἑαυτοὺς ἑώρων,
καὶ πανταχόθεν διδασκομένους τὴν ἀλήθειαν. Εἴτε γὰρ εἰς τὴν κτίσιν
ἐπτόηντο, ἀλλ᾿ ἑώρων αὐτὴν ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστὸν Κύριον· εἴτε
εἰς ἀνθρώπους ἦν αὐτῶν ἡ διάνοια προληφθεῖσα, ὥστε τούτους θεοὺς
νομίζειν, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν ἔργων τοῦ Σωτῆρος, συγκρινόντων τε ἐκείνων,
ἐφαίνετο ἐν ἀνθρώποις μόνος ὁ Σωτὴρ Θεοῦ Υἱός, οὐκ ὄντων παρ᾿
ἐκείνοις τοιούτων ὁποῖα παρὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου γέγονεν.
Εἰ δὲ καὶ εἰς δαίμονας ἦσαν προληφθέντες, ἀλλ᾿ ὁρῶντες αὐτοὺς
διωκομένους ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ἐγίνωσκον μόνον εἶναι τοῦτον τὸν τοῦ
Θεοῦ Λόγον, καὶ οὐκ εἶναι θεοὺς τοὺς δαίμονας.
Εἰ δὲ καὶ εἰς νεκροὺς ἤδη τούτων ἦν ὁ νοῦς κατασχεθείς, ὥστε
θρησκεύειν ἥρωας, καὶ τοὺς παρὰ ποιηταῖς λεγομένους θεούς· ἀλλ᾿
ὁρῶντες τὴν τοῦ Σωτῆρος ἀνάστασιν, ὡμολόγουν ἐκείνους εἶναι
ψευδεῖς, καὶ μόνον τὸν Κύριον ἀληθινόν, τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, τὸν
καὶ τοῦ θανάτου κυριεύοντα.
Διὰ τοῦτο καὶ γεγέννηται, καὶ ἄνθρωπος ἐφάνη, καὶ ἀπέθανε, καὶ
ἀνέστη, ἀμβλύνας καὶ ἐπισκιάσας τὰ τῶν πώποτε γενομένων
ἀνθρώπων διὰ τῶν ἰδίων ἔργων, ἵνα ὅπου δ᾿ ἂν ὦσι προληφθέντες οἱ
ἄνθρωποι, ἐκεῖθεν αὐτοὺς ἀναγάγῃ, καὶ διδάξῃ τὸν ἀληθινὸν ἑαυτοῦ
Πατέρα, καθάπερ καὶ αὐτός φησιν· «Ἦλθον σῶσαι καὶ εὑρεῖν τὸ
ἀπολωλός.»     Όπως λοιπόν ο καλός δάσκαλος που φροντίζει για εκείνους τους μαθητές του
που δεν μπορούν να καταλάβουν τα πολύ δύσκολα, τους εκπαιδεύει με
συγκατάβαση στα πιο εύκολα· έτσι έκανε και ο Λόγος του Θεού, όπως το
λέει ο απόστολος Παύλος: «Επειδή ο κόσμος δεν μπόρεσε με τη σοφία του
να εννοήσει τη σοφία του Θεού, θέλησε ο πανάγαθος Θεός με το απλούστερο
κήρυγμα να σώσαι αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτόν».
Διότι, αφού οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τη θεωρία του Θεού και, σαν να
πάτωσαν στο βυθό, είχαν στραφεί στα επίγεια, αναζητούσαν το Θεό στην
κτίση και τα υλικά· έπλασαν για θεούς θνητούς ανθρώπους και δαίμονες.
Εξαιτίας όλων αυτών, ο φιλάνθρωπος Σωτήρας όλων των ανθρώπων,
ο Λόγος του Θεού, παίρνει για τον εαυτό του ανθρώπινο σώμα και
συναναστρέφεται ως άνθρωπος με τους συνανθρώπους του. Προσλαμβάνει
τις αισθήσεις όλων των ανθρώπων, ώστε εκείνοι που εννοούν σωματικά το
Θεό, να μπορούν με τα σωματικά έργα που επιτελεί ο Κύριος,
μ’ αυτά να εννοήσουν την αλήθεια· και απ’ Αυτόν να οδηγηθούν στην έννοια
του Πατέρα.
Όντας άνθρωποι και επειδή τα έβλεπαν όλα ανθρώπινα, ό,τι έπεφτε στις
αισθήσεις τους, σ’ αυτό έβλεπαν να προσαρμόζεται ο εαυτός τους·
έτσι, από παντού διδάσκονταν τηην αλήθεια. Είτε λάτρευαν την κτίση με φόβο,
την έβλεπαν όμως να ομολογεί τον Ιησού Χριστό· είτε ο νους τους ήταν
προσκολημμένος σε ανθρώπους ώστε να τους θεωρεί ως θεούς, παρ’ όλ’ αυτά,
συγκρίνοντας τα έργα του Σωτήρα με τα έργα εκείνων (των ανθρώπων),
αποδείχνονταν Υιός του Θεού από τους ανθρώπους μόνον ο Σωτήρας· διότι οι
άνθρωποι δεν έκαναν τόσο σπουδαία έργα όσα ο Λόγος του Θεού.
Αν πάλι ήταν προσκολημμένοι στους δαίμονες, βλέποντας να τους
διώχνει ο Κύριος, εννοούσαν ότι μόνον Αυτός είναι ο Λόγος του Θεού και ότι
οι δαίμονες δεν είναι θεοί.
Αν ακόμη ο νους τους ήταν δοσμένος στη λατρεία των νεκρών, ώστε να
τιμούν τους ήρωες και τους θεούς που αναφέρουν οι ποιητές· παρ’ όλ’ αυτά,
βλέποντας την ανάσταση του Σωτήρα, παραδέχονταν ότι εκείνοι ήταν
ψεύτικοι θεοί· μόνον ο Κύριος, ο Λόγος του Πατέρα, είναι αληθινός Θεός και
εξουσιάζει το θάνατο.
Για το λόγο αυτό γεννήθηκε, έζησε ως άνθρωπος, πέθανε και αναστήθηκε.
Με τα δικά του έργα εξάλειψε και εξαφάνισε τις πράξεις που έκαναν οι
προηγούμενοι άνθρωποι· έτσι, όπου είχαν πέσει οι άνθρωποι, μπόρεσε από κει
να τους σηκώσει και να τους διδάξει τον αληθινό Θεό, τον Πατέρα του,
όπως και ο ίδιος το είπε: «Ήλθα να ζητήσω και να σώσω τον χαμένο
(άνθρωπο)».
16. Ἅπαξ γὰρ εἰς αἰσθητὰ πεσούσης τῆς διανοίας τῶν ἀνθρώπων,
ὑπέβαλεν ἑαυτὸν διὰ σώματος φανῆναι ὁ Λόγος, ἵνα μετενέγκῃ εἰς
ἑαυτὸν ὡς ἄνθρωπον τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὰς αἰσθήσεις αὐτῶν εἰς
ἑαυτὸν ἀποκλίνῃ, καὶ λοιπὸν ἐκείνους ὡς ἄνθρωπον αὐτὸν ὁρῶντας,
δι᾿ ὧν ἐργάζεται ἔργων, πείσῃ μὴ εἶναι ἑαυτὸν ἄνθρωπον μόνον, ἀλλὰ
καὶ Θεὸν καὶ Θεοῦ ἀληθινοῦ Λόγον καὶ Σοφίαν.
Τοῦτο δὲ καὶ ὁ Παῦλος βουλόμενος σημᾶναί φησιν· "Ἐν ἀγάπῃ
ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι, ἵνα ἐξισχύσητε καταλαβέσθαι σὺν
πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ ὕψος καὶ βάθος, γνῶναί τε
τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ· ἵνα
πληρωθῆτε εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ."
Πανταχοῦ γὰρ τοῦ Λόγου ἑαυτὸν ἁπλώσαντος, καὶ ἄνω καὶ κάτω
καὶ εἰς τὸ βάθος καὶ εἰς τὸ πλάτος· ἄνω μὲν εἰς τὴν κτίσιν, κάτω δὲ εἰς
τὴν ἐνανθρώπησιν, εἰς βάθος δὲ εἰς τὸν ᾅδην, εἰς πλάτος δὲ εἰς τὸν
κόσμον· τὰ πάντα τῆς περὶ Θεοῦ γνώσεως πεπλήρωται. Διὰ δὲ
τοῦτο, οὐδὲ παρ᾿ αὐτὰ παραγενόμενος τὴν θυσίαν τὴν ὑπὲρ πάντων
ἐπετέλει, παραδιδοὺς τὸ σῶμα τῷ θανάτῳ, καὶ ἀνιστῶν αὐτό, ἀφανῆ
ἑαυτὸν διὰ τούτου ποιῶν. Ἀλλὰ καὶ ἐμφανῆ ἑαυτὸν διὰ τούτου
καθίστη διαμένων ἐν αὐτῷ καὶ τοιαῦτα τελῶν ἔργα καὶ σημεῖα διδούς,
ἃ μηκέτι ἄνθρωπον ἀλλὰ Θεὸν Λόγον αὐτὸν ἐγνώριζον.
Ἀμφότερα γὰρ ἐφιλανθρωπεύετο ὁ Σωτὴρ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως,
ὅτι καὶ τὸν θάνατον ἐξ ἡμῶν ἠφάνιζε, καὶ ἀνεκαίνιζεν ἡμᾶς· καὶ ὅτι
ἀφανὴς ὢν καὶ ἀόρατος, διὰ τῶν ἔργων ἐνέφαινε, καὶ ἐγνώριζεν
ἑαυτὸν εἶναι τὸν Λόγον τοῦ Πατρός, τὸν τοῦ παντὸς ἡγεμόνα καὶ
βασιλέα.     Αφού ο νους των ανθρώπων ξέπεσε στα αισθητά, ο Λόγος ταπείνωσε τον
εαυτό του να ενανθρωπήσει, για να σηκώσει στους ώμους του τους ανθρώπους
όντας ο ίδιος άνθρωπος· να προσελκύσει προς τον εαυτό του την προσοχή
των αισθήσεών τους, για να τον βλέπουν στο εξής ως άνθρωπο·
να πείσει με τα έργα που εργάζεται ότι δεν είναι μόνον άνθρωπος αλλά και
Θεός, Λόγος και Σοφία του αληθινού Θεού.
Αυτό θέλοντας να το υπογραμμίσει και ο Παύλος λέει: «Είστε μέσα στην
αγάπη ριζωμένοι και θεμελιωμένοι, για να μπορέσετε να καταλάβετε μαζί με
όλους τους Αγίους ποιό είναι το πλάτος, το μήκος, το ύψος και το βάθος της·
να γνωρίσετε την αγάπη του Χριστού που ξεπερνά τη γνώση, για να
γεμίσετε με όλο το πλήρωμα του Θεού».
Ο Λόγος παντού πρόσφερε τον εαυτό του· και πάνω και κάτω, και στο βάθος
και το πλάτος. Πάνω είναι με τη δημιουργία, κάτω είναι με την ενανθρώπηση,
στο βάθος είναι στον άδη και στο πλάτος είναι σ’ όλο τον κόσμο·
διότι όλα είναι γεμάτα από τη γνώση του Θεού. Γι’ αυτό το λόγο,
δεν έσπευσε, μόλις ενανθρώπησε, να θυσιαστεί αμέσως για χάρη όλων μας· να
παραδώσει το σώμα του στο θάνατο και να το αναστήσει· διότι έτσι
θα έμενε στην αφάνεια. Το αντίθετο· φανέρωσε πλήρως τον εαυτό του,
μένοντας στο ανθρώπινο σώμα και κάνοντας τέτοια θαυμαστά έργα και σημεία,
ώστε να τον αναγνωρίζουν πλέον όχι ως άνθρωπο αλλ’ ως Θεό Λόγο.
Με την ενανθρώπησή του ο Σωτήρας έκανε από αγάπη για τον άνθρωπο και
τα δύο: πρώτα, εξαφάνισε το θάνατό μας και μας ανακαίνισε· και δεύτερον,
ενώ ήταν αφανής και αόρατος, φανέρωσε τον εαυτό του με τα έργα του·
μας γνωστοποίησε ότι είναι ο Λόγος του Πατέρα, ο Παντοκράτορας και
Βασιλιάς όλων.
17. Οὐ γὰρ δὴ περικεκλεισμένος ἦν ἐν τῷ σώματι· οὐδὲ ἐν σώματι μὲν
ἦν, ἀλλαχόσε δὲ οὐκ ἦν. Οὐδὲ ἐκεῖνο μὲν ἐκίνει, τὰ ὅλα δὲ τῆς τούτου
ἐνεργείας καὶ προνοίας κεκένωτο· ἀλλὰ τὸ παραδοξότατον, Λόγος
ὤν, οὐ συνείχετο μὲν ὑπό τινος· συνεῖχε δὲ τὰ πάντα μᾶλλον αὐτός·
καὶ ὥσπερ ἐν πάσῃ τῇ κτίσει ὤν, ἐκτὸς μέν ἐστι τοῦ παντὸς κατ᾿ οὐσίαν,
ἐν πᾶσι δέ ἐστι ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσι, τὰ πάντα διακοσμῶν, καὶ εἰς
πάντα ἐν πᾶσι τὴν ἑαυτοῦ πρόνοιαν ἐφαπλῶν, καὶ ἕκαστον καὶ πάντα
ὁμοῦ ζωοποιῶν, περιέχων τὰ ὅλα καὶ μὴ περιεχόμενος, ἀλλ᾿ ἐν μόνῳ
τῷ ἑαυτοῦ Πατρὶ ὅλος ὢν κατὰ πάντα·
Οὕτως καὶ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι ὤν, καὶ αὐτὸς αὐτὸ ζωοποιῶν,
εἰκότως ἐζωοποίει καὶ τὰ ὅλα καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐγίνετο, καὶ ἔξω τῶν
ὅλων ἦν. Καὶ ἀπὸ τοῦ σώματος δὲ διὰ τῶν ἔργων γνωριζόμενος, οὐκ
ἀφανὴς ἦν καὶ ἀπὸ τῆς τῶν ὅλων ἐνεργείας.
Ψυχῆς μὲν οὖν ἔργον ἐστὶ θεωρεῖν μὲν καὶ τὰ ἔξω τοῦ ἰδίου σώματος
τοῖς λογισμοῖς, οὐ μὴν καὶ ἔξωθεν τοῦ ἰδίου σώματος ἐνεργεῖν, ἢ τὰ
τούτου μακρὰν τῇ παρουσίᾳ κινεῖν. Οὐδέποτε γοῦν ἄνθρωπος
διανοούμενος τὰ μακρὰν ἤδη καὶ ταῦτα κινεῖ καὶ μεταφέρει· οὐδὲ εἰ ἐπὶ
τῆς ἰδίας οἰκίας καθέζοιτό τις καὶ λογίζοιτο τὰ ἐν οὐρανῷ, ἤδη καὶ τὸν
ἥλιον κινεῖ, καὶ τὸν οὐρανὸν περιστρέφει. Ἀλλ᾿ ὁρᾷ μὲν αὐτὰ κινούμενα
καὶ γεγονότα, οὐ μὴν ὥστε ἐργάζεσθαι αὐτὰ δυνατὸς τυγχάνει.
Οὐ δὴ τοιοῦτος ἦν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν τῷ ἀνθρώπῳ· οὐ γὰρ
συνεδέδετο τῷ σώματι, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς ἐκράτει τοῦτο, ὥστε καὶ
ἐν τούτῳ ἦν καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐτύγχανε, καὶ ἔξω τῶν ὄντων ἦν, καὶ ἐν
μόνῳ τῷ Πατρὶ ἀνεπαύετο.
Καὶ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο ἦν, ὅτι καὶ ὡς ἄνθρωπος ἐπολιτεύετο, καὶ ὡς
Λόγος τὰ πάντα ἐζωογόνει, καὶ ὡς Υἱὸς τῷ Πατρὶ συνῆν. Ὅθεν οὐδὲ
τῆς Παρθένου τικτούσης ἔπασχεν αὐτός, οὐδὲ ἐν σώματι ὢν ἐμολύνετο,
ἀλλὰ μᾶλλον καὶ τὸ σῶμα ἡγίαζεν. Οὐδὲ γὰρ ἐν τοῖς πᾶσιν ὤν, τῶν
πάντων μεταλαμβάνει, ἀλλὰ πάντα μᾶλλον ὑπ᾿ αὐτοῦ ζωογονεῖται
καὶ τρέφεται.
Εἰ γὰρ καὶ ἥλιος ὁ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενος καὶ ὑφ᾿ ἡμῶν ὁρώμενος,
περιπολῶν ἐν οὐρανῷ, οὐ ῥυπαίνεται τῶν ἐπὶ γῆς σωμάτων
ἁπτόμενος, οὐδὲ ὑπὸ σκότους ἀφανίζεται, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς καὶ
ταῦτα φωτίζει καὶ καθαρίζει, πολλῷ πλέον ὁ πανάγιος τοῦ Θεοῦ
Λόγος, ὁ καὶ τοῦ ἡλίου ποιητὴς καὶ κύριος, ἐν σώματι γνωριζόμενος
οὐκ ἐρυπαίνετο, ἀλλὰ μᾶλλον ἄφθαρτος ὤν, καὶ τὸ σῶμα θνητὸν
τυγχάνον ἐζωοποίει καὶ ἐκαθάριζεν, "ὃς ἁμαρτίαν γάρ, φησίν, οὐκ
ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ".
18. Ὅταν τοίνυν ἐσθίοντα καὶ πίνοντα καὶ τικτόμενον αὐτὸν λέγωσιν
οἱ περὶ τούτου θεολόγοι, γίνωσκε ὅτι τὸ μὲν σῶμα, ὡς σῶμα, ἐτίκτετο
καὶ καταλλήλοις ἐτρέφετο τροφαῖς, αὐτὸς δὲ ὁ συνὼν τῷ σώματι Θεὸς
Λόγος τὰ πάντα διακοσμῶν, καὶ δι᾿ ὧν εἰργάζετο ἐν τῷ σώματι οὐκ
ἄνθρωπον ἑαυτόν, ἀλλὰ Θεὸν Λόγον ἐγνώριζεν. Λέγεται δὲ περὶ
αὐτοῦ ταῦτα, ἐπειδὴ καὶ τὸ σῶμα ἐσθίον καὶ τικτόμενον καὶ πάσχον,
οὐχ ἑτέρου τινός, ἀλλὰ τοῦ Κυρίου ἦν· καὶ ὅτι ἀνθρώπου γενομένου,
ἔπρεπε καὶ ταῦτα ὡς περὶ ἀνθρώπου λέγεσθαι, ἵνα ἀληθείᾳ καὶ μὴ
φαντασίᾳ σῶμα ἔχων φαίνηται.
Ἀλλ᾿ ὥσπερ ἐκ τούτων ἐγινώσκετο σωματικῶς παρών, οὕτως ἐκ τῶν
ἔργων ὧν ἐποίει διὰ τοῦ σώματος, Υἱὸν Θεοῦ ἑαυτὸν ἐγνώριζεν. Ὅθεν
καὶ πρὸς τοὺς ἀπίστους Ἰουδαίους ἐβόα λέγων· "Εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα
τοῦ Πατρός μου, μὴ πιστεύητέ μοι· εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε,
τοῖς ἔργοις μου πιστεύσατε· ἵνα γνῶτε καὶ γινώσκητε, ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ
Πατὴρ κἀγὼ ἐν τῷ Πατρί."
Ὡς γὰρ ἀόρατος ὤν, ἀπὸ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων γινώσκεται, οὕτως
ἄνθρωπος γενόμενος, καὶ ἐν σώματι μὴ ὁρώμενος, ἐκ τῶν ἔργων ἂν
γνωσθείη ὅτι οὐκ ἄνθρωπος ἀλλὰ Θεοῦ Δύναμις καὶ Λόγος ἐστὶν ὁ
ταῦτα ἐργαζόμενος.
Τὸ γὰρ ἐπιτάσσειν αὐτὸν τοῖς δαίμοσι, κἀκείνους ἀπελαύνεσθαι, οὐκ
ἀνθρώπινον ἀλλὰ θεῖόν ἐστι τὸ ἔργον. Ἢ τίς ἰδὼν αὐτὸν τὰς νόσους
ἰώμενον, ἐν αἷς ὑπόκειται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος, ἔτι ἄνθρωπον καὶ
οὐ Θεὸν ἡγεῖτο; Λεπροὺς γὰρ ἐκαθάριζε, χωλοὺς περιπατεῖν ἐποίει,
κωφῶν τὴν ἀκοὴν ἤνοιγε, τυφλοὺς ἀναβλέπειν ἐποίει, καὶ πάσας
ἁπλῶς νόσους καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἀπήλαυνεν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων,
ἀφ᾿ ὧν ἦν αὐτοῦ καὶ τὸν τυχόντα τὴν θεότητα θεωρεῖν.
Τίς γὰρ ἰδὼν αὐτὸν ἀποδιδόντα τὸ λεῖπον, οἷς ἡ γένεσις ἐνέλειψε, καὶ
τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοίγοντα, οὐκ ἂν ἐνενόησε
τὴν ἀνθρώπων ὑποκειμένην αὐτῷ γένεσιν, καὶ ταύτης εἶναι τοῦτον
Δημιουργὸν καὶ Ποιητήν; Ὁ γὰρ τὸ μὴ ὃ ἐκ γενέσεως ἔσχεν ὁ
ἄνθρωπος ἀποδιδούς, δῆλος ἂν εἴη πάντως ὅτι Κύριος οὗτός ἐστι καὶ
τῆς γενέσεως τῶν ἀνθρώπων.
Διὰ τοῦτο καὶ ἐν ἀρχῇ κατερχόμενος πρὸς ἡμᾶς, ἐκ παρθένου πλάττει
ἑαυτῷ τὸ σῶμα, ἵνα μὴ μικρὸν τῆς θεότητος αὐτοῦ γνώρισμα πᾶσι
παράσχῃ, ὅτι ὁ τοῦτο πλάσας αὐτός ἐστι καὶ τῶν ἄλλων Ποιητής. Τίς
γὰρ ἰδὼν χωρὶς ἀνδρὸς ἐκ παρθένου μόνης προερχόμενον σῶμα, οὐκ
ἐνθυμεῖται τὸν ἐν τούτῳ φαινόμενον εἶναι καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων
Ποιητὴν καὶ Κύριον;
Τίς δὲ ἰδὼν καὶ τὴν ὑδάτων ἀλλασσομένην οὐσίαν, καὶ εἰς οἶνον
μεταβάλλουσαν, οὐκ ἐννοεῖ τὸν τοῦτο ποιήσαντα Κύριον εἶναι καὶ
Κτίστην τῆς τῶν ὅλων ὑδάτων οὐσίας; διὰ τοῦτο γὰρ ὡς Δεσπότης
ἐπέβαινε καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ περιεπάτει ὡς ἐπὶ γῆς, γνώρισμα τῆς ἐπὶ
πάντα δεσποτείας αὐτοῦ τοῖς ὁρῶσι παρέχων. Τρέφων δὲ καὶ ἐξ
ὀλίγων τοσοῦτον πλῆθος, καὶ ἐξ ἀπόρων εὐπορῶν αὐτός, ὥστε ἀπὸ
πέντε ἄρτων πεντακισχιλίους κορεσθῆναι, καὶ ἄλλο τοσοῦτο
καταλεῖψαι, οὐδὲν ἕτερον ἢ αὐτὸν εἶναι καὶ τὸν τῆς ὅλων προνοίας
Κύριον ἐγνώριζε.     Δεν ήταν βέβαια κλεισμένος μέσα στο σώμα· ούτε πάλι ήταν μόνο μέσα στο
σώμα και δεν ήταν σε άλλα μέρη· ούτε κινούσε μόνο το σώμα, ενώ τα
υπόλοιπα στερούνταν την ενέργεια και πρόνοιά του. Το πιο παράδοξο, όντας
Λόγος, δεν συγκρατούνταν από κάτι, αλλά όλα αυτός τα συγκρατούσε.
Και όπως, ενώ βρίσκεται σ’ όλη την κτίση, ουσιαστικά βρίσκεται έξω από κάθε
τι: σε όλα σκορπίζει την ενέργειά του διακοσμώντας τα και σ’ όλα απλώνει
τη δική του πρόνοια· ζωοποιεί το καθένα και όλα μαζί·
τα περιέχει όλα και σε κανένα δεν περιέχεται· μόνο μέσα στον Πατέρα του
βρίσκεται όλος και σε όλα.
Έτσι λοιπόν, και είναι μέσα στο ανθρώπινο σώμα και αυτός είναι που το δίνει
ζωή· κατά συνέπεια δίνει ζωή σε όλα. Ήταν μέσα σ’ όλα αλλά και έξω απ’ όλα.
Και ενώ γινόταν γνωστός από τα έργα του σώματος, γίνόταν γνωστός και από
την ενέργειά του σε όλη τη δημιουργία.
Έργο της ψυχής είναι να βλέπει με τους λογισμούς του νου όσα είναι έξω από
το σώμα· να μην ενεργεί όμως έξω από το δικό της σώμα ούτε και με την
παρουσία του σώματος να κινεί όσα είναι μακριά απ’ αυτό. Ουδέποτε ο
άνθρωπος με τη σκέψη του μπορεί να κινήσει και να μετεκινήσει όσα είναι
μακριά του. Δεν είναι δυνατόν να κάθεται κάποιος στο σπίτι του και να
σκέφτεται τα ουράνια σώματα και να κινεί τον ήλιο ή να περιστρέφει τον
ουρανό. Τα βλέπει να κινούνται και να υπάρχουν, αλλά δεν είναι ικανός αυτός
να τα κάνει να υπάρχουν και να κινούνται.
Δεν ήταν τέτοιος βέβαια ο Λόγος του Θεού ως άνθρωπος. Δεν ήταν δεμένος
με το σώμα, αλλά μάλλον αυτός το συγκρατούσε· ώστε και μέσα σ’ αυτό ήταν,
και σ’ όλα υπήρχε· και έξω από τα όντα ήταν και μόνο στον Πατέρα αναπαυόταν.
Και το πιο σπουδαίο ήταν το εξής: και ως άνθρωπος ζούσε και ως Λόγος έδινε
ζωή σ’ όλα αλλά και ως Υιός συνυπήρχε με τον Πατέρα. Γι’ αυτό, δεν υπέφερε
στη γέννησή του από την Παρθένο· ούτε, όντας μέσα στο σώμα, μολυνόταν,
αλλά το εξαγίαζε κι από πάνω. Διότι, αν και είναι μέσα σ’ όλα, δεν παίρνει
απ’ όλα, αλλά, καλύτερα, όλα απ’ αυτόν λαμβάνουν τη ζωή και την τροφή.
Όπως ο ήλιος, που είναι δημιούργημά του και τον βλέπουμε όλοι μας,
περιπολώντας στον ουρανό, δεν μολύνεται όταν έρχεται σε επαφή με τα επίγεια
σώματα· ούτε το σκοτάδι τον εξαφανίζει αλλά μάλλον αυτός τα σώματα αυτά
και τα φωτίζει και τα καθαρίζει. Πολύ περισσότερο, ο πανάγαθος Λόγος του
Θεού, ο δημιουργός και κύριος του ήλιου, δεν μολύνονταν μέσα στο σώμα ·
αλλά, όντας άφθαρτος, έδινε ζωή και στο θνητό σώμα που περιβλήθηκε και
το καθάριζε· διότι λέει η Γραφή, «αυτός δεν έκαμε καμία αμαρτία,
ούτε βρέθηκε ποτέ στο στόμα του δόλος».
Όταν λοιπόν οι θεολόγοι λένε γι’ Αυτόν ότι τρώει, πίνει και γεννιέται, γνώριζε
ότι το σώμα, βέβαια, σαν σώμα γεννιόταν και τρεφόταν με τις κατάλληλες
τροφές· αυτός όμως ο Θεός Λόγος συνυπάρχει στο σώμα και διακοσμεί
τα πάντα· και με όσα έκαμε με το σώμα του αποδείκνυε ότι δεν ήταν απλός
άνθρωπος αλλά Θεός Λόγος. Και αυτοί οι χαρακτηρισμοί λέγονται γι’ αυτόν,
επειδή το σώμα που τρώει, γεννιέται και υποφέρει, δεν ανήκει σε κάποιον
άλλον αλλά ήταν του Κυρίου. Αφού όμως έγινε άνθρωπος, έπρεπε αυτοί οι
χαρακτηρισμοί να του αποδίδονται όπως σε άνθρωπο, για να τεκμηριώνεται ότι
έχει αληθινό και όχι φανταστικό σώμα.
Και όπως με αυτούς τους χαρακτηρισμούς γινόταν αντιληπτή η σωματική του
παρουσία, παρόμοια με τα έργα του σώματος που έκανε, φανέρωνε τον εαυτό
του ως Υιό του Θεού. Γι’ αυτό και έλεγε στους άπιστους Ιουδαίους: «Εάν δεν
κάνω τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε· αν όμως τα κάνω, ακόμη κι αν
δεν πιστεύετε σε μένα, πιστέψτε στα έργα μου· έτσι, θα μάθετε ότι ο Πατέρας
είναι με μένα κι εγώ με τον Πατέρα».
Όπως, όντας αόρατος, τον γνώριζαν από τα δημιουργήματα, έτσι και με το που
έγινε άνθρωπος, ενώ δεν φαίνεται στο σώμα, από τα έργα μπορεί να γνωριστεί
ότι δεν είναι άνθρωπος αλλά η Δύναμη και ο Λόγος του Θεού, που τα κάνει
όλα αυτά.
Η εντολή που έδινε στους δαίμονες και εκείνοι έφευγαν μακριά, αποδεικνύει
ότι αυτό δεν είναι ανθρώπινο αλλά θεϊκό έργο. Ή, ποιός τον έβλεπε να
θεραπεύει τις ασθένειες των ανθρώπων, και πίστευε ακόμη ότι δεν είναι Θεός;
Διότι καθάριζε λεπρούς, έκανε κουτσούς να περπατούν, άνοιγε τ’ αυτιά των
κουφών, σε τυφλούς
χάριζε την όραση· και γενικά όλες τις ασθένειες και κάθε
είδους αδυναμία των ανθρώπων τη θεράπευε· απ’ όλ’ αυτά τα θαυμαστά που
έκανε, και ο τυχόντας μπορούσε να αντιληφθεί τη θεϊκότητά του.
Ποιός πάλι, βλέποντάς τον να αναπληρώνει σε ορισμένους τις ελλείψεις που
είχαν από τη γέννησή τους και ν’ ανοίγει τα ματια του εκ γενετής τυφλού, δεν
θα αντιλαμβανόταν ότι η δημιουργία των ανθρώπων είναι στην εξουσία του και
ότι αυτός είναι ο δημιουργός και πλάστης; Διότι αυτός που προσφέρει στον
άνθρωπο ό,τι δεν είχε από τη γέννησή του, σίγουρα φαίνεται ότι αυτός είναι
και ο Αίτιος της δημιουργίας των ανθρώπων.
Γι’ αυτό, και από την αρχή, όταν ήλθε σε μας, πλάθει για τον εαυτό του σώμα
από την Παρθένο· έτσι παρέχει σε όλους σπουδαίο γνώρισμα της θεότητάς του:
ότι αυτός που έκαμε αυτό το σώμα είναι και ο Δημιουργός των υπολοίπων
σωμάτων. Διότι, ποιός αν έβλεπε να δημιουργείται σώμα μόνον από παρθένο,
και όχι από άνδρα, δεν θα σκέφτεται ότι αυτός που παρουσιάζεται σ’ αυτό δεν
είναι ο πλάστης και κύριος και των άλλων σωμάτων;
Ποιός πάλι, όταν βλέπει ν’ αλλάζει η ουσία του νερού και να μεταβάλλεται σε
κρασί, δεν θα πιστέψει ότι αυτός που το κάνει είναι ο Κύριος και Δημιουργός
της σύστασης όλων των υδάτων; Για το λόγο αυτό, περπατούσε σαν κυρίαρχος
πάνω στη θάλασσα, λές και βάδιζε στη γη· παρείχε έτσι σε όλους, όσοι τον
έβλεπαν, απόδειξη της εξουσίας του πάνω σε όλα. Τρέφοντας πάλι με λίγα
ψωμιά τόσο πολύ πλήθος και καλύπτοντας αυτός κάθε έλλειψη, ώστε πέντε
χιλιάδες άνθρωποι να χορτάσουν από πέντε ψωμιά και να περισσέψουν κιόλας,
αντιλαμβανόταν ο καθένας ότι αυτός είναι ο Κύριος που προνοεί για όλα.
19. Ταῦτα δὲ πάντα ποιεῖν τῷ Σωτῆρι καλῶς ἔχειν ἐδόκει, ἵν᾿ ἐπειδὴ
τὴν ἐν τοῖς πᾶσιν αὐτοῦ πρόνοιαν ἠγνόησαν οἱ ἄνθρωποι καὶ οὐ
κατενόησαν τὴν διὰ τῆς κτίσεως αὐτοῦ θεότητα, κἂν ἐκ τῶν διὰ τοῦ
σώματος ἔργων αὐτοῦ ἀναβλέψωσι, καὶ ἔννοιαν λάβωσι δι᾿ αὐτοῦ τῆς
εἰς τὸν Πατέρα γνώσεως, ἐκ τῶν κατὰ μέρος τὴν εἰς τὰ ὅλα αὐτοῦ
πρόνοιαν, ὡς προεῖπον, ἀναλογιζόμενοι.
Τίς γὰρ ἰδὼν αὐτοῦ τὴν κατὰ δαιμόνων ἐξουσίαν, ἢ τίς ἰδὼν τοὺς
δαίμονας ὁμολογοῦντας εἶναι τούτων αὐτὸν Κύριον, ἔτι τὴν διάνοιαν
ἀμφίβολον ἕξει, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς καὶ ἡ Σοφία καὶ ἡ
Δύναμις;
Οὐδὲ γὰρ τὴν κτίσιν αὐτὴν σιωπῆσαι πεποίηκεν, ἀλλὰ τό γε
θαυμαστόν, καὶ ἐν τῷ θανάτῳ, μᾶλλον δὲ ἐν αὐτῷ τῷ κατὰ τοῦ
θανάτου τροπαίῳ, λέγω δὴ τῷ σταυρῷ, πᾶσα ἡ κτίσις ὡμολόγει τὸν
ἐν τῷ σώματι γνωριζόμενον καὶ πάσχοντα οὐχ ἁπλῶς εἶναι
ἄνθρωπον, ἀλλὰ Θεοῦ Υἱὸν καὶ Σωτῆρα πάντων. Ὅ τε γὰρ ἥλιος
ἀπεστράφη, καὶ ἡ γῆ ἐσείετο, καὶ τὰ ὄρη ἐρρήγνυτο, πάντες
κατέπτησσον. Ταῦτα δὲ τὸν μὲν ἐν τῷ σταυρῷ Χριστὸν Θεὸν
ἐδείκνυον, τὴν δὲ κτίσιν πᾶσαν τούτου δούλην εἶναι, καὶ μαρτυροῦσαν
τῷ φόβῳ τὴν τοῦ δεσπότου παρουσίαν. Οὕτω μὲν οὖν ὁ Θεὸς Λόγος
διὰ τῶν ἔργων ἑαυτὸν ἐνεφάνιζε τοῖς ἀνθρώποις.
Ἀκόλουθον δ᾿ ἂν εἴη καὶ τὸ τέλος τῆς ἐν σώματι διαγωγῆς καὶ
περιπολήσεως αὐτοῦ διηγήσασθαι, καὶ εἰπεῖν καὶ ὁποῖος γέγονεν ὁ
τοῦ σώματος θάνατος· μάλιστα ὅτι τὸ κεφάλαιον τῆς πίστεως ἡμῶν
ἐστὶ τοῦτο, καὶ πάντες ἁπλῶς ἄνθρωποι περὶ τούτου θρυλλοῦσιν· ἵνα
γνῷς ὅτι καὶ ἐκ τούτου μᾶλλον οὐδὲν ἧττον γινώσκεται Θεὸς ὁ
Χριστὸς καὶ τοῦ Θεοῦ Υἱός.     Και ο Σωτήρας έκρινε καλό να τα κάνει όλα αυτά, ώστε οι άνθρωποι, επειδή
περιφρόνησαν την πρόνοιά του για όλα και δεν πίστεψαν στη θεότητά του
μέσω της κτίσεως, να μετανοήσουν και να δουν έστω τα έργα που έκαμε το
σώμα του· και έτσι, να οδηγηθούν μέσω αυτού στη γνώση του Πατέρα,
αναλογιζόμενοι, όπως είπα παραπάνω, τη φροντίδα του από τα επιμέρους
για όλα γενικά.
Διότι, ποιός βλέποντας την εξουσία που είχε πάνω στους δαίμονες ή τα
δαιμόνια να ομολογούν τη θεϊκή εξουσία που είχε σ’ αυτά, ακόμη θα
αμφιβάλλει αν αυτός είναι ο Υιός του Θεού, η Σοφία και η Δύναμή του;
Διότι και την ίδια την κτίση δεν την έπλασε να σιωπά· αλλά, και το πιο
θαυμαστό, ακόμη και στο θάνατό του, ή καλύτερα στην νίκη που έστησε
ενάντια στο θάνατο –εννοώ το σταυρό του– όλη η κτίση ομολογούσε και
αναγνώριζε ότι αυτός που έπασχε στο σώμα δεν ήταν απλός άνθρωπος,
αλλά ο Υιός του Θεού και Σωτήρας όλων. Διότι, όταν ο ήλιος σκοτείνιαζε,
η γη σείονταν και τα βουνά κόβονταν στα δύο, όλοι τρόμαζαν.
Όλα αυτά αποδείκνυαν ότι ο εσταυρωμένος ήταν ο Χριστός και Θεός και ότι
όλη η κτίση είναι δούλη του· διότι φανέρωνε με το φόβο της την
παρουσία του κυρίου της. Έτσι λοιπόν με τα έργα του ο Θεός Λόγος
παρουσίαζε τον εαυτό του στους ανθρώπους.
Στη συνέχεια, θα πρέπει να διηγηθούμε και το τέλος της σωματικής του
παρουσίας και συναναστροφής· να πούμε τί είδους ήταν ο σωματικός του
θάνατος. Ιδιαίτερα μάλιστα, διότι ο θανατός του αποτελεί το σπουδαιότερο
κεφάλαιο της πίστεώς μας· όλοι γενικά οι άνθρωποι γι’ αυτόν μιλούν. Έτσι θα
γνωρίσεις ότι και από το θάνατό του δεν αποδεικνύεται ο Χριστός λιγότερο
Θεός και Υιός του Θεού.
20. Τὴν μὲν οὖν αἰτίαν τῆς σωματικῆς ἐπιφανείας αὐτοῦ, ὡς οἷόν τε ἦν,
ἐκ μέρους, καὶ ὡς ἡμεῖς ἠδυνήθημεν νοῆσαι, προείπομεν, ὅτι οὐκ ἄλλου
ἦν τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν μεταβαλεῖν, εἰ μὴ αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος,
τοῦ καὶ τὴν ἀρχὴν ἐξ οὐκ ὄντων πεποιηκότος τὰ ὅλα· καὶ οὐκ ἄλλου
ἦν τὸ κατ᾿ εἰκόνα πάλιν ἀνακτίσαι τοῖς ἀνθρώποις, εἰ μὴ τῆς Εἰκόνος
τοῦ Πατρός· καὶ οὐκ ἄλλου ἦν τὸ θνητὸν ἀθάνατον ἀναστῆσαι, εἰ μὴ
τῆς Αὐτοζωῆς οὔσης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· καὶ οὐκ ἄλλου
ἦν περὶ Πατρὸς διδάξαι, καὶ τὴν εἰδώλων καθαιρῆσαι θρησκείαν, εἰ μὴ
τοῦ τὰ πάντα διακοσμοῦντος Λόγου, καὶ μόνου τοῦ Πατρὸς ὄντος
Υἱοῦ μονογενοῦς ἀληθινοῦ.
Ἐπειδὴ δὲ καὶ τὸ ὀφειλόμενον παρὰ πάντων ἔδει λοιπὸν ἀποδοθῆναι·
ὠφείλετο γὰρ πάντως, ὡς προεῖπον, ἀποθανεῖν, δι᾿ ὃ μάλιστα καὶ
ἐπεδήμησε· τούτου ἕνεκεν μετὰ τὰς περὶ θεότητος αὐτοῦ ἐκ τῶν ἔργων
ἀποδείξεις, ἤδη λοιπὸν καὶ ὑπὲρ πάντων τὴν θυσίαν ἀνέφερεν, ἀντὶ
πάντων τὸν ἑαυτοῦ ναὸν εἰς θάνατον παραδιδούς, ἵνα τοὺς μὲν
πάντας ἀνυπευθύνους καὶ ἐλευθέρους τῆς ἀρχαίας παραβάσεως
ποιήσῃ· δείξῃ δὲ ἑαυτὸν καὶ θανάτου κρείττονα, ἀπαρχὴν τῆς τῶν
ὅλων ἀναστάσεως τὸ ἴδιον σῶμα ἄφθαρτον ἐπιδεικνύμενος.
Καὶ μή τοι θαυμάσῃς εἰ πολλάκις τὰ αὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν λέγομεν.
Ἐπειδὴ γὰρ περὶ τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ λαλοῦμεν, διὰ τοῦτο τὸν
αὐτὸν νοῦν διὰ πλειόνων ἑρμηνεύομεν, μὴ ἄρα τι παραλιμπάνειν
δόξωμεν, καὶ ἔγκλημα γένηται ὡς ἐνδεῶς εἰρηκόσι· καὶ γὰρ βέλτιον
ταὐτολογίας μέμψιν ὑποστῆναι, ἢ παραλεῖψαί τι τῶν ὀφειλόντων
γραφῆναι.
Τὸ μὲν οὖν σῶμα, ὡς καὶ αὐτὸ κοινὴν ἔχον τοῖς πᾶσι τὴν οὐσίαν σῶμα
γὰρ ἦν ἀνθρώπινον, εἰ καὶ καινοτέρῳ θαύματι συνέστη ἐκ παρθένου
μόνης, ὅμως θνητὸν ὂν κατὰ ἀκολουθίαν τῶν ὁμοίων καὶ ἀπέθνῃσκε·
τῇ δὲ τοῦ Λόγου εἰς αὐτὸ ἐπιβάσει, οὐκέτι κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν
ἐφθείρετο, ἀλλὰ διὰ τὸν ἐνοικήσαντα τοῦ Θεοῦ Λόγον, ἐκτὸς ἐγίνετο
φθορᾶς.
Καὶ συνέβαινεν ἀμφότερα ἐν ταὐτῷ γενέσθαι παραδόξως· ὅτι τε ὁ
πάντων θάνατος ἐν τῷ κυριακῷ σώματι ἐπληροῦτο, καὶ ὁ θάνατος καὶ
ἡ φθορὰ διὰ τὸν συνόντα Λόγον ἐξηφανίζετο. Θανάτου γὰρ ἦν χρεία,
καὶ θάνατον ὑπὲρ πάντων ἔδει γενέσθαι, ἵνα τὸ παρὰ πάντων
ὀφειλόμενον γένηται.
Ὅθεν, ὡς προεῖπον, ὁ Λόγος, ἐπεὶ οὐχ οἷόν τε ἦν αὐτὸν ἀποθανεῖν
ἀθάνατος γὰρ ἦν, ἔλαβεν ἑαυτῷ σῶμα τὸ δυνάμενον ἀποθανεῖν, ἵνα
ὡς ἴδιον ἀντὶ πάντων αὐτὸ προσενέγκῃ, καὶ ὡς αὐτὸς ὑπὲρ πάντων
πάσχων, διὰ τὴν πρὸς αὐτὸ ἐπίβασιν, "καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος
ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστιν τὸν διάβολον· καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους,
ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας".     Είπαμε ήδη παραπάνω μερικά, όσο ήταν δυνατόν και μπορούσαμε να
καταλάβουμε, για την αιτία της ενανθρώπησης του
Κυρίου· ότι δεν ήταν
δυνατόν άλλος εκτός από τον Σωτήρα, να μεταβάλλει το φθαρτό σε άφθαρτο·
διότι αυτός εξαρχής τα έπλασε όλα από το μηδέν. Και δεν ήταν ικανός άλλος
ν’ ανακαινίσει το κατ’ εικόνα στους ανθρώπους, παρά μόνον Αυτός που ήταν
η Εικόνα του Πατέρα· ούτε άλλος μπορούσε να κάνει το θνητό αθάνατο παρά
μόνον ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, που είναι η πηγή της ζωής· και κανένας
άλλος δεν μπορούσε να διδάξει για τον Πατέρα και να καταργήσει τη θρησκεία
των ειδώλων παρά μόνον ο Λόγος που προνοεί για όλα και είναι ο αληθινά
μονογενής Υιός του Πατέρα.
Έπρεπε βέβαια και να ξεπληρωθεί το χρέος που όφειλαν όλοι. Χρωστούσαν
όλοι, όπως προείπα, να πεθάνουν· περισσότερο για το λόγο αυτό ήλθε στη γη·
και εξαιτίας αυτού, μετά τις αποδείξεις που παρείχε με τα έργα για τη
θεότητά του, πρόσφερε τον εαυτό του θυσία για όλους· παρέδωσε τον ναό του
σώματός του σε θάνατο για χάρη όλων ώστε να τους αφαιρέσει την ευθύνη
και να τους ελευθερώσει από την παλιά παράβαση.
Ν’ αποδείξει, επίσης, ότι ο εαυτός του νικά το θάνατο και το άφθαρτο σώμα του
θ’ αποτελέσει την αρχή της αναστάσεως όλων.
Και μην απορήσεις γιατί πολλές φορές λέμε τα ίδια για τα ίδια πράγματα.
Επειδή μιλάμε για το σχέδιο της σωτηρίας του Θεού, γι’ αυτό εξηγούμε με
περισσότερα λόγια την ίδια ιδέα· να μη φανεί ότι κάτι παραλείπουμε και μας
κατηγορήσουν ότι δεν μιλήσαμε διεξοδικά. Είναι προτιμότερο να μας πουν
ότι λέμε τα ίδια, παρά να παραλείψουμε κάτι απ’ αυτά που οφείλουμε να
γράψουμε.
Το σώμα του Κυρίου λοιπόν, επειδή είχε την ίδια φύση με τα άλλα, ήταν
ανθρώπινο σώμα· βέβαια, δημιουργήθηκε με το παρόδοξο θαύμα της
γέννησης από παρθένο· ήταν όμως θνητό και πέθαινε όπως και τα όμοιά του.
Αλλά, με την ενοίκηση του Λόγου σ’ αυτό, δεν καταστρεφόταν σύμφωνα με τη
φύση του· χάρη στο Λόγο του Θεού που το ενοικούσε, έμενε άφθαρτο.
Συνέβαινε το παράδοξο, να γίνονται ταυτόχρονα και τα δύο: από τη μια η κοινή
μοίρα του θανάτου εκπληρωνόταν και στο σώμα του Κυρίου, κι από την άλλη
εξαφανιζόταν η φθορά και ο θάνατος από το σώμα λόγω της παρουσίας του
Λόγου. Ήταν αναγκαίος ο θάνατος και έπρεπε να συμβεί για το καλό όλων,
για να σβήσει το κοινό χρέος τους.
Έτσι λοιπόν, όπως προείπα, επειδή ο Λόγος ήταν αθάνατος και δεν ήταν
δυνατό να πεθάνει, προσέλαβε σώμα ικανό να πεθάνει· έτσι ώστε να προσφέρει
το δικό του σώμα αντί όλων και υποφέροντας, ως οικείος του σώματος,
αυτός για όλους «να καταργήσει αυτόν που είχε την εξουσία να επιβάλλει το
θάνατο, δηλαδή το διάβολο· έτσι, ν’ απαλλάξει όλους όσοι από το φόβο του
θανάτου ήταν αιχμάλωτοι σ’ όλη τους τη ζωή».
21. Ἀμέλει, τοῦ κοινοῦ πάντων Σωτῆρος ἀποθανόντος ὑπὲρ ἡμῶν,
οὐκέτι νῦν ὥσπερ πάλαι κατὰ τὴν τοῦ νόμου ἀπειλὴν θανάτῳ
ἀποθνῄσκομεν οἱ ἐν Χριστῷ πιστοί· πέπαυται γὰρ ἡ τοιαύτη καταδίκη·
ἀλλὰ τῆς φθορᾶς παυομένης καὶ ἀφανιζομένης ἐν τῇ τῆς ἀναστάσεως
χάριτι, λοιπὸν κατὰ τὸ τοῦ σώματος θνητὸν διαλυόμεθα μόνον τῷ
χρόνῳ ὃν ἑκάστῳ ὁ Θεὸς ὥρισεν, ἵνα "κρείττονος ἀναστάσεως" τυχεῖν
δυνηθῶμεν.
Δίκην γὰρ τῶν ἐν τῇ γῇ καταβαλλομένων σπερμάτων, οὐκ
ἀπολλύμεθα διαλυόμενοι, ἀλλ᾿ ὡς σπειρόμενοι ἀναστησόμεθα,
καταργηθέντος τοῦ θανάτου κατὰ τὴν τοῦ Σωτῆρος χάριν. Διὰ
τοῦτο γοῦν καὶ ὁ μακάριος Παῦλος ἐγγυητὴς τῆς ἀναστάσεως πᾶσι
γενόμενός φησι· "Δεῖ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν, καὶ τὸ
θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν· ὅταν δὲ τὸ θνητὸν τοῦτο
ἐνδύσηται ἀθανασίαν, τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος·
κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος. Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον;"
Διὰ τί οὖν, ἄν τις εἴποι, εἴπερ ἀναγκαῖον ἦν ἀντὶ πάντων αὐτὸν
παραδοῦναι τὸ σῶμα θανάτῳ, οὐχ ὡς ἄνθρωπος ἰδίως ἀπέθετο
τοῦτο, ἀλλὰ καὶ μέχρι τοῦ σταυρωθῆναι παρῆλθεν; Ἐντίμως γὰρ
μᾶλλον αὐτὸν ἔπρεπεν ἀποθέσθαι τὸ σῶμα, ἤπερ μεθ᾿ ὕβρεως τὸν
τοιοῦτον θάνατον ὑπομεῖναι.
Θέα δὴ πάλιν εἰ μὴ ἡ τοιαύτη ἀντίθεσίς ἐστιν ἀνθρωπίνη· τὸ δὲ ὑπὸ τοῦ
Σωτῆρος γενόμενον, θεῖον ἀληθῶς καὶ ἄξιον τῆς αὐτοῦ θεότητος διὰ
πολλά· πρῶτον μέν, ὅτι ὁ συμβαίνων τοῖς ἀνθρώποις θάνατος κατὰ
ἀσθένειαν τῆς αὐτῶν φύσεως αὐτοῖς παραγίνεται· οὐ δυνάμενοι γὰρ
ἐπὶ πολὺ διαμένειν, τῷ χρόνῳ διαλύονται. Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ νόσοι
τούτοις συμβαίνουσι, καὶ ἐξασθενήσαντες ἀποθνῄσκουσιν. Ὁ δὲ Κύριος
οὐκ ἀσθενής, ἀλλὰ Θεοῦ Δύναμις, καὶ Θεοῦ Λόγος ἐστί, καὶ Αὐτοζωή.
Εἰ μὲν οὖν ἦν ἰδίᾳ που, καὶ κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων
ἀποθέμενος τὸ σῶμα ἐν κλίνῃ, ἐνομίσθη ἂν καὶ αὐτὸς κατὰ τὴν τῆς
φύσεως ἀσθένειαν τοῦτο παθών, καὶ μηδὲν ἔχων πλέον τῶν ἄλλων
ἀνθρώπων. Ἐπειδὴ δὲ καὶ Ζωὴ ἦν, καὶ Θεοῦ Λόγος, καὶ ἔδει τὸν ὑπὲρ
πάντων γενέσθαι θάνατον, διὰ τοῦτο ὡς μὲν Ζωὴ καὶ Δύναμις ὢν
συνίσχυεν ἐν αὐτῷ τὸ σῶμα·
ὡς δὲ ὀφείλοντος γενέσθαι τοῦ θανάτου, οὐχ ἑαυτῷ, ἀλλὰ παρ᾿
ἑτέρων ἐλάμβανε τὴν πρόφασιν τοῦ τελειῶσαι τὴν θυσίαν· ἐπεὶ μηδὲ
νοσεῖν ἔδει τὸν Κύριον, τὸν τῶν ἄλλων τὰς νόσους θεραπεύοντα· ἀλλ᾿
οὐδὲ ἐξασθενῆσαι ἔδει πάλιν τὸ σῶμα, ἐν ᾧ καὶ τὰς τῶν ἄλλων
ἀσθενείας ἰσχυροποιεῖ.
Διὰ τί οὖν καὶ τὸν θάνατον ὥσπερ καὶ τὸ νοσεῖν οὐκ ἐκώλυσεν; Ὅτι
διὰ τοῦτον ἔσχε τὸ σῶμα, καὶ ἀπρεπὲς ἦν κωλῦσαι, ἵνα μὴ καὶ ἡ
ἀνάστασις ἐμποδισθῇ· προηγήσασθαι μέντοι τοῦ θανάτου νόσον
ἀπρεπὲς πάλιν ἦν, ἵνα μὴ ἀσθένεια τοῦ ἐν τῷ σώματι νομισθῇ. Οὐκ
ἐπείνασεν οὖν; Ναὶ ἐπείνασε διὰ τὸ ἴδιον τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ οὐ λιμῷ
διεφθάρη, διὰ τὸν φοροῦντα αὐτὸ Κύριον. Διὰ τοῦτο εἰ καὶ ἀπέθανε
διὰ τὸ ὑπὲρ πάντων λύτρον, ἀλλ᾿ οὐκ εἶδε διαφθοράν. Ὁλόκληρον
γὰρ ἀνέστη· ἐπεὶ μηδὲ ἄλλου τινός, ἀλλ᾿ αὐτῆς τῆς Ζωῆς ἦν τὸ σῶμα.     Αφού, λοιπόν, ο κοινός Σωτήρας όλων πέθανε για μας, τώρα πλέον οι πιστοί
στο Χριστό δεν πεθαίνουμε όπως παλιά σύμφωνα με την απειλή του νόμου·
δεν ισχύει πια αυτού του είδους η καταδίκη. Επειδή με τη χάρη της
αναστάσεως σταματά και εξαφανίζεται η φθορά της φύσεώς μας, στο εξής
διαλυόμαστε μόνο στο θνητό στοιχείο του σώματος μας· κι αυτό για λίγο καιρό,
όσο όρισε για τον καθέναν ο Θεός, ώστε να μπορέσουμε να πετύχουμε
"καλύτερη ανάσταση".
Διότι, όπως οι σπόροι που ρίχνουμε στο γη, έτσι κι εμείς δεν χανόμαστε όταν
διαλυόμαστε στο χώμα, αλλά θ’ αναστηθούμε (καρπίσουμε) σαν το σπόρο·
διότι, χάρη στο Σωτήρα, καταργήθηκε ο θάνατος. Γι’ αυτό, λοιπόν, και ο
τρισμακάριος απόστολος Παύλος εγγυάται σε όλους την ανάσταση και λέει:
«Πρέπει το φθαρτό σώμα να ντυθεί την αφθαρσία και η θνητότητα να
επενδυθεί την αθανασία· κι όταν το θνητό ντυθεί το αθάνατο σώμα,
τότε θα εκπληρωθεί ο λόγος της Αγίας Γραφής:
η ανάσταση κατάπιε το θάνατο. Πού χάθηκε, θάνατε, η δύναμή σου;».
Γιατί, λοιπόν, θα ρωτούσε κάποιος, εφόσον ήταν αναγκαίο Αυτός να
θανατωθεί για χάρη όλων, δεν πέθανε με φυσικό θάνατο, αλλά έφτασε μέχρι
το σταυρικό θάνατο; Διότι φαίνεται πιο σωστό Αυτός να είχε έναν αξιοπρεπή
θάνατο παρά να υποφέρει έναν τέτοιο ατιμωτικό (σταυρικό) θάνατο.
Πρόσεξε πάλι μήπως αυτή η ένσταση εκφράζει ανθρώπινη άποψη· ενώ αυτό
που έκαμε ο Σωτήρας, ήταν για πολλούς λόγους θείο επίτευγμα και αντάξιο
στη θεότητά του. Πρώτα βέβαια, διότι ο συνηθισμένος θάνατος έρχεται στους
ανθρώπους λόγω φυσικής αδυναμίας· δεν μπορούν να μείνουν για πολύ στη
ζωή και φθείρονται με το χρόνο. Γι’ αυτό το λόγο τους βρίσκουν αρρώστιες,
εξασθενούν και πεθαίνουν. Ο Κύριος όμως δεν είναι αδύναμος, αλλά η
Δύναμη του Θεού· είναι ο Λόγος του Θεού, η Αυτοζωή.
Εάν, λοιπόν, πέθαινε ιδιωτικά και συνηθισμένα όπως οι άνθρωποι σ’ ένα
κρεβάτι, θα θεωρούνταν ότι κι αυτός πέθανε έτσι από φυσική ασθένεια·
δεν θα διέφερε σε τίποτε από τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Επειδή όμως ήταν η Ζωή και ο Λόγος του Θεού και έπρεπε να υποστεί το
θάνατο για χάρη όλων, γι’ αυτό, όντας η Ζωή και η Δύναμη, έδινε δύναμη
στο σώμα που είχε περιβληθεί.
Και επειδή έπρεπε να γευτεί το θάνατο, έπαιρνε την αφορμή να ολοκληρώσει
τη θυσία με θάνατο όχι από τον εαυτό του αλλά από τους άλλους. Διότι δεν
άρμοζε στον Κύριο, που θεράπευε τις αρρώστιες των άλλων, να ασθενεί· ούτε
έπρεπε να εξασθενήσει το σώμα του, με το οποίο δυνάμωνε τις αδυναμίες των
άλλων.
Γιατί, λοιπόν, δεν εμπόδισε το θάνατο αλλά ούτε και την ασθένεια; Διότι γι’
αυτό το σκοπό είχε το σώμα· δεν έπρεπε να εμποδίσει το θάνατο, για να μην
φέρει εμπόδιο και στην ανάσταση. Να προηγηθεί πάλι από το θάνατο ασθένεια,
κι αυτό δεν ήταν ορθό, για να μη νομίσουν ότι ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα
ασθένειας. Δεν πείνασε λοιπόν; Βέβαια πείνασε, λόγω του σώματος· αλλά δεν
πέθανε από πείνα, διότι έφερε το Θεό στο σώμα. Γι’ αυτό το λόγο, αν και
πέθανε για τη λύτρωση όλων, δεν γνώρισε φθορά το σώμα του. Ολόκληρο
αναστήθηκε· διότι δεν επρόκειτο για το σώμα κάποιου άλλου, παρά για το
σώμα που έφερε η ίδια η Ζωή.
22. Ἀλλ᾿ ἔδει, φήσειεν ἄν τις, κρυβῆναι τὴν ἐπιβουλὴν τῶν Ἰουδαίων,
ἵνα καθόλου τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἀθάνατον φυλάξῃ. Ἀκουέτω δὴ ὁ
τοιοῦτος, ὅτι καὶ τοῦτο ἀπρεπὲς ἦν τῷ Κυρίῳ· ὡς γὰρ οὐκ ἔπρεπε τῷ
τοῦ Θεοῦ Λόγῳ, ζωῇ ὄντι, τῷ σώματι ἑαυτοῦ θάνατον παρ᾿ ἑαυτοῦ
διδόναι· οὕτως οὐχ ἥρμοζεν οὐδὲ τὸν παρ᾿ ἑτέρων διδόμενον φεύγειν·
ἀλλὰ καὶ μᾶλλον διώκειν αὐτὸν εἰς ἀναίρεσιν, ὅθεν εἰκότως οὔτε ἑαυτῷ
ἀπέθετο τὸ σῶμα, οὔτε πάλιν ἐπιβουλεύοντας τοὺς Ἰουδαίους ἔφυγε.
Τὸ δὲ τοιοῦτον οὐκ ἀσθένειαν ἐδείκνυε τοῦ Λόγου, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ
Σωτῆρα καὶ Ζωὴν αὐτὸν ἐγνώριζεν, ὅτι καὶ τὸν θάνατον εἰς ἀναίρεσιν
περιέμενε, καὶ τὸν διδόμενον θάνατον ὑπὲρ τῆς πάντων σωτηρίας
ἔσπευδε τελειῶσαι.
Καὶ ἄλλως δέ, οὐ τὸν ἑαυτοῦ θάνατον ἀλλὰ τὸν τῶν ἀνθρώπων ἦλθε
τελειῶσαι ὁ Σωτήρ· ὅθεν οὐκ ἰδίῳ θανάτῳ, οὐκ εἶχε γὰρ Ζωὴ ὤν,
ἀπετίθετο τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὸν παρὰ τῶν ἀνθρώπων ἐδέχετο, ἵνα καὶ
τοῦτον ἐν τῷ ἑαυτοῦ σώματι προσελθόντα τέλεον ἐξαφανίσῃ.
Ἔπειτα καὶ ἐκ τούτων ἄν τις εὐλόγως ἴδοι τὸ τοιοῦτον τέλος
ἐσχηκέναι τὸ κυριακὸν σῶμα. Ἔμελε τῷ Κυρίῳ μάλιστα περὶ ἧς ἔμελλε
ποιεῖν ἀναστάσεως τοῦ σώματος· τοῦτο γὰρ ἦν κατὰ τοῦ θανάτου
τρόπαιον ταύτην ἐπιδείξασθαι πᾶσι, καὶ πάντας πιστώσασθαι τὴν
παρ᾿ αὐτοῦ γενομένην τῆς φθορᾶς ἀπάλειψιν, καὶ λοιπὸν τὴν τῶν
σωμάτων ἀφθαρσίαν, ἧς πᾶσιν ὥσπερ ἐνέχυρον καὶ γνώρισμα τῆς ἐπὶ
πάντας ἐσομένης ἀναστάσεως τετήρηκεν ἄφθαρτον τὸ ἑαυτοῦ σῶμα.
Εἰ μὲν οὖν ἦν πάλιν νοσῆσαν τὸ σῶμα, καὶ ἐπ᾿ ὄψει πάντων διαλυθεὶς
ἀπ᾿ αὐτοῦ ὁ Λόγος, ἀπρεπὲς μὲν ἦν τὸν τῶν ἄλλων τὰς νόσους
θεραπεύοντα παρορᾶν τὸ ἴδιον ὄργανον ἐν νόσοις τηκόμενον. Πῶς
γὰρ ἂν ἐπιστεύθη τὰς ἄλλων ἀπελάσας ἀσθενείας, ἀσθενοῦντος ἐν
αὐτῷ τοῦ ἰδίου ναοῦ; Ἢ γὰρ ὡς οὐ δυνάμενος ἀπελάσαι νόσον
ἐγελάσθη, ἢ δυνάμενος, καὶ μὴ ποιῶν, ἀφιλάνθρωπος καὶ πρὸς τοὺς
ἄλλους ἐνομίζετο.     Αλλά θα έπρεπε, θα έλεγε κανείς, να φυλαχτεί από την επιβουλή των Ιουδαίων,
για να διατηρήσει τελείως αθάνατο το σώμα του. Ν’ ακούσει κι αυτός που λέει
κάτι τέτοιο: και αυτό δεν αρμόζει στον Κύριο· όπως ακριβώς δεν έπρεπε στο
Λόγο του Θεού, που είναι η αυτοζωή, να προκαλέσει μόνος του το θάνατό του·
έτσι δεν έπρεπε ούτε ν’ αποφεύγει το θάνατο που του ετοίμασαν άλλοι· αλλά
καλύτερα να επιδιώκει να τον καταργήσει. Έτσι, δικαιολογημένα, ούτε μόνος
του πέθανε φυσιολογικά, ούτε πάλι κρύφτηκε από την επιβουλή των Ιουδαίων.
Κάτι τέτοιο δεν φανέρωνε αδυναμία του Λόγου· μάλλον τον αποδείκνυε ότι
είναι ο Σωτήρας και ο χορηγός της ζωής· διότι, ανέμενε το θάνατο για να τον
καταργήσει και έσπευδε να γευτεί το θάνατο που του πρόσφεραν για τη
σωτηρία όλων.
Εξάλλου, ο Σωτήρας δεν ήλθε με σκοπό να γευτεί το δικό του θάνατο, αλλά να
καταργήσει το θάνατο των ανθρώπων. Έτσι δεν πέθαινε ο ίδιος, διότι ήταν η
Ζωή (που δεν γνωρίζει θάνατο)· αλλά δεχόταν το θάνατο που του έδωσαν οι
άνθρωποι, για να τον εξαφανίσει κι αυτόν τελείως στο δικό του σώμα.
Έπειτα, μπορεί εύλογα κανείς να διαπιστώσει ότι το σώμα του Κυρίου
εκπλήρωσε την αποστολή του και από τα εξής: ενδιαφερόταν πολύ ο Κύριος
για την ανάσταση του σώματος που επρόκειτο να κάνει· διότι, αυτό ήταν το
τρόπαιο-τεκμήριο ενάντια στο θάνατο: να δείξει σ’ όλους την ανάσταση· να
διαπιστώσουν όλοι την εξάλειψη της φθοράς που αυτός έφερε και την
αφθαρσία των σωμάτων στο εξής. Και διατήρησε άφθαρτο το σώμα του για ν’
αποτελεί για όλους απόδειξη και χαρακτηριστικό της μέλλουσας αναστάσεως
όλων.
Εάν πάλι είχε ασθενήσει το σώμα του και είχε διαλυθεί ο Λόγος μπροστά στα
μάτια όλων, θα ήταν ανάρμοστο, ενώ θεραπεύει τις ασθένειες άλλων, να
παραμελεί το δικό του σώμα και να το διαλύουν οι ασθένειες. Πώς θα
πίστευαν ότι θεραπεύει τις ασθένειες των άλλων, εφόσον ασθενεί το δικό του
σώμα; Διότι, ή θα εξευτελιζόταν ως ανίκανος να θεραπεύσει την ασθένειά του,
ή, ενώ μπορούσε και δεν το έκανε, θα αποδειχνόταν και απέναντι στους άλλους
ότι δεν έχει αγάπη.
23. Εἰ δὲ καὶ χωρίς τινος νόσου καὶ χωρίς τινος ἀλγηδόνος, ἰδίᾳ που
καὶ καθ᾿ ἑαυτὸν ἐν γωνίᾳ, ἢ ἐν ἐρήμῳ τόπῳ, ἢ κατ᾿ οἰκίαν, ἢ ὅπου
δήποτε τὸ σῶμα κρύψας ἦν, καὶ μετὰ ταῦτα πάλιν ἐξαίφνης φανείς,
ἔλεγεν ἑαυτὸν ἐκ νεκρῶν ἐγηγέρθαι· μύθους μὲν ἂν ἔδοξε λέγειν παρὰ
πᾶσιν, ἠπιστήθη δὲ πολλῷ πλέον καὶ περὶ τῆς ἀναστάσεως λέγων,
οὐκ ὄντος ὅλως τοῦ μαρτυροῦντος περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ. Τῆς δὲ
ἀναστάσεως προηγεῖσθαι δεῖ θάνατον, ἐπεὶ οὐκ ἂν εἴη ἀνάστασις μὴ
προηγουμένου θανάτου· ὅθεν εἰ κρύφα που ἐγεγόνει τοῦ σώματος ὁ
θάνατος, οὐ φαινομένου τοῦ θανάτου, οὐδὲ ἐπὶ μαρτύρων γενομένου,
ἀφανὴς ἦν καὶ ἀμάρτυρος καὶ ἡ τούτου ἀνάστασις·
Ἢ διὰ τί τὴν μὲν ἀνάστασιν ἐκήρυττεν ἀναστάς, τὸν δὲ θάνατον
ἀφανῶς ἐποίει γενέσθαι; Ἢ διὰ τί τοὺς μὲν δαίμονας ἐπ᾿ ὄψει πάντων
ἀπήλαυνε, τόν τε ἐκ γενετῆς τυφλὸν ἀναβλέπειν ἐποίει, καὶ τὸ ὕδωρ εἰς
οἶνον μετέβαλεν, ἵνα δι᾿ αὐτῶν πιστευθῇ Λόγος Θεοῦ· τὸ δὲ θνητὸν οὐκ
ἐπ᾿ ὄψει πάντων ἄφθαρτον ἐδείκνυεν, ἵνα πιστευθῇ αὐτὸς ὢν ἡ Ζωή;
Πῶς δὲ καὶ οἱ τούτου μαθηταὶ παρρησίαν εἶχον περὶ τοῦ τῆς
ἀναστάσεως λόγου, οὐκ ἔχοντες εἰπεῖν ὅτι πρῶτον ἀπέθανεν; Ἢ πῶς
ἂν ἐπιστεύθησαν λέγοντες γεγονέναι πρῶτον θάνατον, εἶτα τὴν
ἀνάστασιν, εἰ μὴ παρ᾿ οἷς ἐπαρρησιάζοντο, εἶχον τούτους μάρτυρας
τοῦ θανάτου; Εἰ γὰρ καὶ οὕτως ἐπ᾿ ὄψει πάντων γενομένων τοῦ τε
θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως οὐκ ἠθέλησαν οἱ τότε Φαρισαῖοι
πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἑωρακότας τὴν ἀνάστασιν ἠνάγκασαν
ἀρνήσασθαι ταύτην· πάντως εἰ κεκρυμμένως ἐγεγόνει ταῦτα, πόσας
ἂν προφάσεις ἐπενόουν ἀπιστίας;
Πῶς δὲ ἄρα τὸ τοῦ θανάτου τέλος ἐδείκνυτο, καὶ ἡ κατὰ τούτου νίκη,
εἰ μὴ ἐπ᾿ ὄψει πάντων προσκαλεσάμενος αὐτὸν ἤλεγξε νεκρόν,
κενωθέντα λοιπὸν τῇ τοῦ σώματος ἀφθαρσίᾳ;     Εάν πάλι, χωρίς καμία ασθένεια και κανένα πόνο, τελείως μόνος κάπου σε μια
γωνία ή σ’ έναν έρημο τόπο, ή σε σπίτι ή οπουδήποτε αλλού έκρυβε
το σώμα του και μετά το εμφάνιζε ξαφνικά και έλεγε ότι αναστήθηκε
από τους νεκρούς· όλοι θα νόμιζαν ότι λέει παραμύθια. Και πολύ περισσότερο,
δεν θα τον πίστευαν αν μιλούσε για την ανάστασή του· διότι δεν θα υπήρχε
κανένας αυθεντικός μάρτυρας του θανάτου του. Καθώς πρέπει να προηγείται
ο θάνατος από την ανάσταση· επειδή, δεν μπορεί να υπάρξει ανάσταση, αν δεν
προηγείται ο θάνατος. Έτσι, λοιπόν, αν πέθανε στα κρυφά, χωρίς να έγινε
γνωστός ο θάνατός του και χωρίς να υπάρχουν μάρτυρες, τότε είναι επόμενο
και η ανάστασή του να είναι άγνωστη και χωρίς μάρτυρες.
Ή, για ποιό λόγο διακήρυττε την ανάστασή του, ενώ από την άλλη έκρυβε
το θάνατό του; Ή, για ποιό λόγο έδιωχνε τους δαίμονες μπροστά στα μάτια
όλων και έκανε τον εκ γενετής τυφλό να βλέπει, και το νερό το έκανε κρασί,
ώστε μέσω αυτών να πιστέψουν ότι είναι ο Λόγος του Θεού; Γιατί και το θνητό
σώμα του δεν το έδειχνε άφθαρτο μπροστά σε όλους, ώστε να πιστέψουν ότι
αυτός είναι η όντως Ζωή;
Και πώς οι μαθητές του θα είχαν το θάρρος να κηρύξουν για την ανάστασή
του, αν δεν έλεγαν πρώτα ότι πέθανε; Ή πώς θα τους πίστευαν, όταν θα έλεγαν
ότι πρώτα πέθανε και έπειτα αναστήθηκε, εάν αυτοί στούς οποίους έκαναν
κήρυγμα με θάρρος, δεν ήταν και μάρτυρες του θανάτου (του Χριστού);
Διότι, εάν και ο θάνατος και η ανάστασή του έγινε φανερά μπροστά σ’ όλους,
κι όμως οι Φαρισαίοι δεν θέλησαν να πιστέψουν και μάλιστα εξανάγκασαν
και τους αυτόπτες μάρτυρες της αναστάσεως να την αρνηθούν· τότε, στην
περίπτωση που όλα αυτά γίνονταν στα κρυφά, πόσες προφάσεις για απιστία
δεν θα πρόβαλαν;
Και πώς άραγε θα εκπλήρωνε το χρέος του θανάτου και τη νίκη σε βάρος του,
εάν μπροστά σ’ όλους δεν προσκαλούσε το θάνατο και δεν τον απόδειχνε νεκρό
και καταργημένο, εξαιτίας της αφθαρσίας που είχε το σώμα του;
24. Τὰ δὲ καὶ παρ᾿ ἑτέρων ἂν λεχθέντα, ταῦτα προβαλεῖν ἡμᾶς
ἀναγκαῖον ταῖς ἀπολογίαις. Τάχα γὰρ ἄν τις εἴποι καὶ τοῦτο· Εἰ ἐπ᾿
ὄψει πάντων καὶ ἐμμάρτυρον ἔδει γενέσθαι τὸν τούτου θάνατον, ἵνα
καὶ ὁ τῆς ἀναστάσεως πιστευθῇ λόγος, ἔδει κἂν αὐτὸν ἑαυτῷ ἔνδοξον
ἐπινοῆσαι θάνατον, ἵνα μόνον τὴν ἀτιμίαν τοῦ σταυροῦ φύγῃ.
Ἀλλ᾿ εἰ καὶ τοῦτο ποιήσας ἦν, ὑπόνοιαν καθ᾿ ἑαυτοῦ παρεῖχεν, ὡς οὐ
κατὰ παντὸς θανάτου δυνάμενος, ἀλλὰ μόνου τοῦ περὶ αὐτοῦ
ἐπινοηθέντος· καὶ οὐδὲν ἧττον πάλιν ἦν ἡ πρόφασις τῆς περὶ τῆς
ἀναστάσεως ἀπιστίας. Ὅθεν οὐ παρ᾿ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐξ ἐπιβουλῆς,
ἐγίνετο τῷ σώματι ὁ θάνατος, ἵνα ὃν αὐτοὶ προσαγάγωσι τῷ
Σωτῆρι θάνατον τοῦτον αὐτὸς ἐξαφανίσῃ.
Καὶ ὥσπερ γενναῖος παλαιστής, μέγας ὢν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρίᾳ,
οὐκ αὐτὸς ἑαυτῷ τοὺς ἀντιπάλους ἐκλέγεται, ἵνα μὴ ὑπόνοιαν τῆς
πρός τινας δειλίας παράσχῃ· ἀλλὰ τῇ τῶν θεωρούντων δίδωσιν
ἐξουσίᾳ, καὶ μάλιστα κἂν ἐχθροὶ τυγχάνωσιν, ἵνα πρὸς ὃν ἐὰν
συμβάλλωσιν αὐτοί, τοῦτον αὐτὸς καταρράξας, κρείττων τῶν
πάντων πιστευθῇ·
οὕτως καὶ ἡ τῶν πάντων Ζωὴ ὁ Κύριος καὶ Σωτὴρ ἡμῶν ὁ Χριστὸς
οὐχ ἑαυτῷ θάνατον ἐπενόει τῷ σώματι, ἵνα μὴ ὡς ἕτερον δειλιῶν φανῇ·
ἀλλὰ τὸν παρ᾿ ἑτέρων, καὶ μάλιστα τὸν παρὰ τῶν ἐχθρῶν ὃν ἐνόμιζον
εἶναι δεινὸν ἐκεῖνοι καὶ ἄτιμον καὶ φευκτόν, τοῦτον αὐτὸς ἐν σταυρῷ
δεχόμενος ἠνείχετο· ἵνα καὶ τούτου καταλυθέντος, αὐτὸς μὲν ὢν ἡ Ζωὴ
πιστευθῇ, τοῦ δὲ θανάτου τὸ κράτος τέλεον καταργηθῇ.
Γέγονε γοῦν τι θαυμαστὸν καὶ παράδοξον· ὃν γὰρ ἐνόμιζον ἄτιμον
ἐπιφέρειν θάνατον, οὗτος ἦν τρόπαιον κατ᾿ αὐτοῦ τοῦ θανάτου· διὸ
οὐδὲ τὸν Ἰωάννου θάνατον ὑπέμεινε, διαιρουμένης τῆς κεφαλῆς, οὐδὲ
ὡς Ἡσαΐας ἐπρίσθη, ἵνα καὶ τῷ θανάτῳ ἀδιαίρετον καὶ ὁλόκληρον τὸ
σῶμα φυλάξῃ, καὶ μὴ πρόφασις τοῖς βουλομένοις διαιρεῖν τὴν
Ἐκκλησίαν γένηται.     Όσα και άλλοι θα μπορούσαν να πουν, αυτά είναι ανάγκη να μην τα κρύψουμε,
για ν’ απολογηθούμε στις κατηγορίες. Ίσως κανείς θα έλεγε και το εξής: Εάν
ο θάνατός του έπρεπε να γίνει μπροστά στα μάτια όλων και ενώπιον μαρτύρων,
για να γίνει πιστευτό το κήρυγμα της αναστάσεως, έπρεπε τουλάχιστον να
επινοήσει για τον εαυτό του ένδοξο θάνατο και ν’ αποφύγει τον ατιμωτικό
σταυρικό θάνατο.
Αλλά, εάν έκανε κάτι τέτοιο, θα παρείχε την υποψία σε βάρος του, ότι δεν
είχε δυνατότητα να νικήσει κάθε είδους θάνατο, αλλά μόνον εκείνον που αυτός
θα επινοούσε· αυτό θα έδινε μεγαλύτερη αφορμή για ν’ απιστούν στην
ανάστασή του. Έτσι, λοιπόν, ο θάνατός του προήλθε όχι από τον εαυτό του,
αλλά τον επέβαλε η κακία των ανθρώπων· μ’ αυτόν τον τρόπο, το θάνατο στον
οποίο αυτοί οδήγησαν τον Σωτήρα, εκείνος τον νίκησε και κατάργησε.
Συνέβη όπως μ’ ένα γενναίο παλαιστή, που είναι πολύ συνετός και ανδρείος:
δεν επιλέγει αυτός τους αντιπάλους του, για να μη δώσει υποψία σε ορισμένους
ότι είναι δειλός· αλλά αφήνει την επιλογή στη γνώμη των θεατών.
Και μάλιστα, αν τύχει και είναι εχθρικοί σ’ αυτόν, τους επιτρέπει να επιλέξουν,
για να πειστούν ότι είναι ο πιο δυνατός, αφού θα συντρίψει όποιον αυτοί του
προτείνουν να συγκρουστεί.
Έτσι έκανε και ο Κύριός μας Χριστός Σωτήρας, η Ζωή όλων μας: δεν διάλεξε
το σωματικό θάνατο που του άρεσε, για να μη φανεί ότι δειλιάζει. Δέχτηκε να
να υποστεί πάνω στο σταυρό το θάνατο που του επέβαλαν οι άλλοι· και μάλιστα
εκείνον που οι εχθροί του θεωρούσαν φοβερό, ατιμωτικό και αποκρουστικό.
Έτσι ώστε, και εκείνον τον νίκησε και ο ίδιος έγινε πιστευτός ότι είναι η
Αυτοζωή· διότι κατάργησε τελειωτικά την εξουσία του θανάτου.
Συνέβη λοιπόν κάτι αξιοθαύμαστο και παράδοξο· ο θάνατος που του επέβαλαν
και τον θεωρούσαν ατιμωτικό, αυτός να γίνει το τρόπαιο της νίκης ενάντια στον
ίδιο το θάνατο. Γι’ αυτό, ούτε υπέστη το θάνατο του Ιωάννη με αποκεφαλισμό
ούτε πριονίστηκε σαν τον Ησαΐα· κι αυτό, για να διατηρήσει και στο θάνατο
ακέραιο και ολόκληρο το σώμα του· να μη δοθεί αφορμή στους κακόβουλους
να διαιρούν την Εκκλησία.
25. Καὶ ταῦτα μὲν πρὸς τοὺς ἔξωθεν ἑαυτοῖς λογισμοὺς ἐπισωρεύοντας·
ἂν δὲ καὶ τῶν ἐξ ἡμῶν τις μὴ ὡς φιλόνεικος, ἀλλ᾿ ὡς φιλομαθής, ζητῇ
διὰ τί μὴ ἑτέρως ἀλλὰ σταυρὸν ὑπέμεινεν, ἀκουέτω καὶ οὗτος ὅτι οὐκ
ἄλλως ἢ οὕτως ἡμῖν συνέφερε· καὶ τοῦτο δι᾿ ἡμᾶς καλῶς ὑπέμεινεν ὁ
Κύριος.
Εἰ γὰρ τὴν καθ᾿ ἡμῶν γενομένην κατάραν ἦλθεν αὐτὸς βαστάσαι, πῶς
ἂν ἄλλως ἐγένετο κατάρα εἰ μὴ τὸν ἐπὶ κατάρᾳ γενόμενον θάνατον
ἐδέξατο; ἔστι δὲ οὗτος, ὁ σταυρός. Οὕτω γὰρ καὶ γέγραπται·
"Ἐπικατάρατος, ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου".
Ἔπειτα, εἰ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου λύτρον ἐστὶ πάντων, καὶ τῷ θανάτῳ
τούτου τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύεται, καὶ γίνεται τῶν ἐθνῶν ἡ
κλῆσις, πῶς ἂν ἡμᾶς προσεκαλέσατο, εἰ μὴ ἐσταύρωτο; ἐν μόνῳ γὰρ
τῷ σταυρῷ ἐκτεταμέναις χερσί τις ἀποθνῄσκει. Διὸ καὶ τοῦτο ἔπρεπεν
ὑπομεῖναι τὸν Κύριον, καὶ τὰς χεῖρας ἐκτεῖναι, ἵνα τῇ μὲν τὸν παλαιὸν
λαόν, τῇ δὲ τοὺς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἑλκύσῃ, καὶ ἀμφοτέρους ἐν ἑαυτῷ
συνάψῃ.
Τοῦτο γὰρ καὶ αὐτὸς εἴρηκε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἔμελλε
λυτροῦσθαι τοὺς πάντας· "Ὅταν ὑψωθῶ, πάντας ἑλκύσω πρὸς
ἐμαυτόν."
Καὶ πάλιν εἰ ὁ ἐχθρὸς τοῦ γένους ἡμῶν διάβολος, ἐκπεσὼν ἀπὸ τοῦ
οὐρανοῦ, περὶ τὸν ἀέρα τὸν ὧδε κάτω πλανᾶται, κἀκεῖ τῶν σὺν αὐτῷ
δαιμόνων ὡς ὁμοίων ἐν τῇ ἀπειθείᾳ ἐξουσιάζων, φαντασίας μὲν δι᾿
αὐτῶν ἐνεργεῖ τοῖς ἀπατωμένοις, ἐπιχειρεῖ δὲ τοῖς ἀνερχομένοις
ἐμποδίζειν· καὶ περὶ τούτου φησὶν ὁ Ἀπόστολος· "Κατὰ τὸν ἄρχοντα
τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς
ἀπειθείας", ἦλθε δὲ ὁ Κύριος ἵνα τὸν μὲν διάβολον καταβάλῃ, τὸν δὲ
ἀέρα καθαρίσῃ, καὶ ὁδοποιήσῃ ἡμῖν τὴν εἰς οὐρανοὺς ἄνοδον, ὡς εἶπεν
ὁ Ἀπόστολος, "διὰ τοῦ καταπετάσματος, τοῦτ᾿ ἔστιν τῆς σαρκὸς
αὐτοῦ", τοῦτο δὲ ἔδει γενέσθαι διὰ τοῦ θανάτου· ποίῳ δ᾿ ἂν ἄλλῳ
θανάτῳ ἐγεγόνει ταῦτα, ἢ τῷ ἐν ἀέρι γενομένῳ, φημὶ δὴ τῷ σταυρῷ;
Μόνος γὰρ ἐν τῷ ἀέρι τις ἀποθνῄσκει, ὁ σταυρῷ τελειούμενος. Διὸ καὶ
εἰκότως τοῦτον ὑπέμεινεν ὁ Κύριος.
Οὕτω γὰρ ὑψωθείς, τὸν μὲν ἀέρα ἐκαθάριζεν ἀπό τε τῆς διαβολικῆς
καὶ πάσης τῶν δαιμόνων ἐπιβουλῆς λέγων· "Ἐθεώρουν τὸν Σατανᾶν
ὡς ἀστραπὴν πεσόντα", τὴν εἰς οὐρανοὺς ἄνοδον ὁδοποιῶν ἐνεκαίνιζε
λέγων πάλιν· "Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι
αἰώνιοι." Οὐ γὰρ αὐτὸς ὁ Λόγος ἦν ὁ χρῄζων ἀνοίξεως τῶν πυλῶν,
πάντων Κύριος ὤν, οὐδὲ κεκλεισμένον ἦν τι τῶν ποιημάτων τῷ
ποιητῇ, ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἦμεν οἱ χρῄζοντες, οὓς ἀνέφερεν αὐτὸς διὰ τοῦ ἰδίου
σώματος αὐτοῦ. Ὡς γὰρ ὑπὲρ πάντων αὐτὸ προσήνεγκε τῷ θανάτῳ,
οὕτως δι᾿ αὐτοῦ πάλιν ὡδοποίησε τὴν εἰς οὐρανοὺς ἄνοδον.     Αυτά λοιπόν αρκούν για τους μη χριστιανούς, που συνεχώς βρίσκουν αρνητικά
επιχειρήματα. Αν όμως κάποιος δικός μας, όχι από αμφισβήτηση αλλά από
φιλομάθεια, ζητεί να μάθει για ποιό λόγο υπέστη σταυρικό θάνατο και όχι
κάποιον άλλο, ας πληροφορηθεί κι αυτός ότι δεν συνέφερε σε μας κάτι τέτοιο·
καλώς σταυρώθηκε για χάρη μας ο Κύριος.
Διότι, αφού ήλθε να φορτωθεί ο ίδιος την κατάρα που μας επιβλήθηκε, πώς
αλλιώς θα γινόταν κατάρα παρά μόνον αν δεχόταν καταραμένο θάνατο; Και
αυτό είναι ο σταυρικός θάνατος. Διότι, έτσι λέει η Αγία Γραφή: «Καταραμένος
να είναι όποιος κρεμιέται στο ξύλο».
Έπειτα, εφόσον ο θάνατος του Κυρίου αποτελεί τη λύτρωση όλων, και με το
θάνατό του καταργείται η μεσοτοιχία που χώριζε (Θεό και ανθρώπους) και
προσκαλούνται οι ειδωλολάτρες, πώς θα μας καλούσε, αν δεν σταυρωνόταν;
Διότι μόνο πάνω στο σταυρό πεθαίνει κάποιος έχοντας απλωμένα τα χέρια. Γι’
αυτό έπρεπε να υπομείνει ο Κύριος το σταυρικό θάνατο και ν’ απλώσει τα
χέρια του, ώστε με το ένα να τραβήξει τον παλαιό λαό (Ιουδαίους) και με το
άλλο τους ειδωλολάτρες· να τους ενώσει και τους δύο με τον εαυτό του.
Και αυτό ο ίδιος το είπε, δηλώνοντας με τί είδους θάνατο επρόκειτο να τους
λυτρώσει όλους: «Όταν θα με σηκώσουν ψηλά (στο σταυρό), όλους θα τους
τραβήξω κοντά μου».
Και πάλι όμως ο εχθρός μας διάβολος, πέφτοντας από τον ουρανό, τριγυρνά
εδώ κάτω στον αέρα· εξουσιάζει τους δικούς του δαίμονες που είναι το ίδιο
μ’ αυτόν ανυπάκουοι (στο Θεό). Με αυτούς δημιουργεί στους πλανεμένους
φαντασιώσεις και προσπαθεί να εμποδίζει όσους επιχειρούν ν’ ανέβουν προς
το Θεό. Γι’ αυτό λέει ο Απόστολος: «Σύμφωνα με τον άρχοντα που εξουσιάζει
τον αέρα και ενεργεί ενάντια στα παιδιά που επαναστάτησαν στον Θεό-Πατέρα
τους». Ήλθε, λοιπόν, ο Κύριος να νικήσει το διάβολο, να καθαρίσει τον αέρα
και να ανοίξει το δρόμο για την άνοδο στον ουρανό, όπως το είπε ο Απόστολος:
«(το πέτυχε) με το καταπέτασμα, δηλαδή τη σάρκα του»· κι αυτό έπρεπε να
συμβεί με το θάνατό του. Ποιός άλλος θάνατος θα τα έκαμε αυτά παρά μόνον
αυτός που συμβαίνει στον αέρα, εννοώ το σταυρικό θάνατο; Διότι στον αέρα
πεθαίνει μόνον εκείνος που θυσιάζεται στο σταυρό. Δικαιολογημένα λοιπόν
τον υπέμεινε ο Κύριος.
Έτσι, λοιπόν, υψώθηκε στο σταυρό ο Κύριος και καθάρισε τον αέρα από τις
κακόβουλες παγίδες του διαβόλου και των δαιμόνων
λέγοντας: «Είδα το
Σατανά να πέφτει σαν αστραπή». Ετοίμασε και ανακαίνισε το δρόμο της
ανόδου στον ουρανό, όπως το λέει πάλι: «Οι άρχοντές σας ν’ ανοίξουν τις
πόρτες· ανοίξτε πύλες της αιωνιότητας». Διότι ο Λόγος δεν είχε ανάγκη να του
ανοίξουν τις πόρτες, αφού είναι ο Κύριος όλων· ούτε ήταν αποκλεισμένος ο
δημιουργός από κάποιο δημιούργημά του. Εμείς ήμασταν που είχαμε ανάγκη·
κι εμάς ανέβασε με το σώμα του στον ουρανό. Διότι, όπως το πρόσφερε με το
θάνατό του για χάρη όλων, έτσι πάλι μ’ αυτό ετοίμασε το δρόμο της ανόδου
στον ουρανό.
26. Πρέπων οὖν ἄρα καὶ ἁρμόζων ὁ ἐν τῷ σταυρῷ γέγονε θάνατος
ὑπὲρ ἡμῶν· καὶ ἡ αἰτία τούτου εὔλογος ἐφάνη κατὰ πάντα, καὶ
δικαίους ἔχει τοὺς λογισμούς, ὅτι μὴ ἄλλως, ἀλλὰ διὰ τοῦ σταυροῦ
ἔδει γενέσθαι τὴν σωτηρίαν τῶν πάντων.
Καὶ γὰρ οὐδ᾿ οὕτως ἀφανῆ ἑαυτὸν οὐδὲ ἐν τῷ σταυρῷ ἀφῆκεν·
ἀλλὰ κατὰ περιττὸν τὴν μὲν κτίσιν ἐποίει μαρτυρεῖν τὴν τοῦ ἑαυτῆς
Δημιουργοῦ παρουσίαν, τὸν δὲ ἑαυτοῦ ναὸν τὸ σῶμα οὐκ ἐπὶ πολὺ
μένειν ἀνασχόμενος, ἀλλὰ μόνον δείξας νεκρὸν τῇ τοῦ θανάτου πρὸς
αὐτὸ συμπλοκῇ, τριταῖον εὐθέως ἀνέστησε, τρόπαια καὶ νίκας κατὰ
τοῦ θανάτου φέρων τὴν ἐν τῷ σώματι γενομένην ἀφθαρσίαν καὶ
ἀπάθειαν.
Ἠδύνατο μὲν γὰρ καὶ παρ᾿ αὐτὰ τοῦ θανάτου τὸ σῶμα διεγεῖραι καὶ
πάλιν δεῖξαι ζῶν· ἀλλὰ καὶ τοῦτο καλῶς προϊδὼν ὁ Σωτὴρ οὐ
πεποίηκεν. Εἶπε γὰρ ἄν τις μηδόλως αὐτὸ τεθνηκέναι, ἢ μηδὲ τέλεον
αὐτοῦ τὸν θάνατον ἐψαυκέναι, εἰ παρ᾿ αὐτὰ τὴν ἀνάστασιν ἦν
ἐπιδείξας. Τάχα δὲ καὶ ἐν ἴσῳ τοῦ διαστήματος ὄντος τοῦ τε θανάτου
καὶ τῆς ἀναστάσεως, ἄδηλον ἐγίνετο τὸ περὶ τῆς ἀφθαρσίας κλέος.
Ὅθεν, ἵνα δειχθῇ νεκρὸν τὸ σῶμα, καὶ μίαν ὑπέμεινε μέσην ὁ Λόγος, καὶ
τριταῖον τοῦτο πᾶσιν ἔδειξεν ἄφθαρτον.Ἕνεκα μὲν οὖν τοῦ δειχθῆναι
τὸν θάνατον ἐν τῷ σώματι, τριταῖον ἀνέστησε τοῦτο.
Ἵνα δὲ μὴ ἐπὶ πολὺ διαμεῖναν καὶ φθαρὲν τέλεον ὕστερον ἀναστήσας
ἀπιστηθῇ ὡς οὐκ αὐτὸ ἀλλ᾿ ἕτερον σῶμα φέρων· ἔμελλε γὰρ ἄν τις καὶ
διὰ τὸν χρόνον ἀπιστεῖν τῷ φαινομένῳ, καὶ ἐπιλανθάνεσθαι τῶν
γενομένων· διὰ τοῦτο οὐ πλείω τῶν τριῶν ἡμερῶν ἠνέσχετο, οὐδὲ ἐπὶ
πολὺ τοὺς ἀκούσαντας αὐτοῦ περὶ τῆς ἀναστάσεως παρείλκυσεν·
ἀλλ᾿ ἔτι τῶν ἀκοῶν αὐτῶν ἔναυλον ἐχόντων τὸν λόγον, καὶ ἔτι τῶν
ὀφθαλμῶν αὐτῶν ἐκδεχομένων, καὶ τῆς διανοίας αὐτῶν ἠρτημένης,
καὶ ζώντων ἐπὶ γῆς ἔτι καὶ ἐπὶ τόπων ὄντων τῶν θανατωσάντων,
καὶ μαρτύρων τοῦ θανάτου τοῦ κυριακοῦ σώματος, αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ
Υἱὸς ἐν τριταίῳ διαστήματι τὸ γενόμενον νεκρὸν σῶμα ἔδειξεν
ἀθάνατον καὶ ἄφθαρτον· καὶ ἀνεδείχθη πᾶσιν, ὅτι οὐκ ἀσθενείᾳ φύσεως
τοῦ ἐνοικοῦντος Λόγου τέθνηκε τὸ σῶμα, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῷ τὸν θάνατον
ἐξαφανισθῆναι ἐν αὐτῷ τῇ δυνάμει τοῦ Σωτῆρος.     Επομένως, ο θάνατος ήταν σταυρικός, διότι έτσι ταίριαζε και συνέφερε σε
μας· η αιτιολογία του είναι εύλογη και δικαιολογημένη σε όλα·
διότι δεν έπρεπε να γίνει διαφορετικά, αλλά μόνο με το σταυρό να συντελεστεί
η σωτηρία όλων.
Διότι έτσι φανέρωσε τον εαυτό του πάνω στο σταυρό.
Και έκανε την κτίση να δίνει πολύ εντονότερα τη μαρτυρία της παρουσίας του
Δημιουργού της. Δεν άφησε το ναό του σώματός του να μείνει για πολύ στον
τάφο αλλά, αφού το έδειξε να πεθαίνει στη συμπλοκή του με το θάνατο,
ευθύς αμέσως το ανέστησε την τρίτη ημέρα· και έφερε ως τρόπαιο και
απόδειξη νίκης ενάντια στο θάνατο την αφθαρσία και απάθεια του σώματός
του.
Μπορούσε βέβαια αμέσως ν’ αναστήσει το σώμα του από το θάνατο και να
το δείξει ζωντανό· αλλά κι αυτό καλά το προείδε ο Σωτήρας και δεν το έκανε.
Διότι αν είχε αναστηθεί αμέσως, θα έλεγαν ότι το σώμα του καθόλου
δεν είχε πεθάνει
ή ότι δεν το άγγιξε σε τίποτε ο θάνατος.
Και ίσως, αν συνέβαιναν στον ίδιο χρόνο και ο θάνατος και η ανάστασή του,
δεν θα φανερωνόταν η δόξα της αφθαρσίας.
Γι’ αυτό, για να δειχθεί το σώμα νεκρό, ο Λόγος υπέμεινε και μία ενδιάμεση
ημέρα, και την τρίτη ημέρα το φανέρωσε σε όλους άφθαρτο. Για να δειχθεί
λοιπόν ότι το σώμα πέθανε, το ανάστησε μετά τρεις ημέρες.
Για να μην μείνει όμως πολλές ημέρες στον τάφο το σώμα και φθαρεί
ανεπανόρθωτα· και όταν αναστηθεί, θα δημιουργούσε αμφιβολίες ότι είναι
αυτό και όχι άλλο –διότι σίγουρα κάποιος λόγω του πολύ χρόνου θα απιστούσε
και θα λησμονούσε τα γεγονότα–· γι’ αυτό δεν άφησε η ανάσταση να ξεπεράσει
τις τρεις ημέρες· ούτε άργησε να εμφανιστεί σ’ αυτούς που είχαν ακούσει να
μιλάει για την ανάσταση.
Αλλά, ενώ ακόμη οι ακροατές του είχαν τα λόγια του στ’ αυτιά του· ενώ τον
"έβλεπαν" ακόμη μπροστά τους και η σκέψη τους ήταν προσκολλημένη σ’
αυτόν· ενώ ήταν ακόμη στη γη και στον τόπο του θανάτου του και είχαν
μπροστά τους τη μαρτυρία του θανάτου του σώματος του Κυρίου· ενώ λοιπόν
ζούσαν όλα αυτά, ο Υιός του Θεού μέσα σε τρεις ημέρες παρουσίασε το νεκρό
σώμα του αναστημένο, αθάνατο και άφθαρτο. Αποδείχτηκε έτσι σε όλους ότι
δεν πέθανε το σώμα του Λόγου από αδυναμία της ανθρώπινης φύσεώς του,
αλλά με τη δύναμη του Κυρίου να καταργήσει το θάνατο πάνω στο σώμα.
27. Τοῦ μὲν γὰρ καταλελύσθαι τὸν θάνατον, καὶ νίκην κατ᾿ αὐτοῦ
γεγενῆσθαι τὸν σταυρόν, καὶ μηκέτι λοιπὸν ἰσχύειν, ἀλλ᾿ εἶναι νεκρὸν
αὐτὸν ἀληθῶς, γνώρισμα οὐκ ὀλίγον καὶ πίστις ἐναργής, τὸ παρὰ
πάντων τῶν τοῦ Χριστοῦ μαθητῶν αὐτὸν καταφρονεῖσθαι, καὶ
πάντας ἐπιβαίνειν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ μηκέτι φοβεῖσθαι τοῦτον, ἀλλὰ τῷ
σημείῳ τοῦ σταυροῦ καὶ τῇ εἰς Χριστὸν πίστει καταπατεῖν αὐτὸν ὡς
νεκρόν.
Πάλαι μὲν γὰρ πρὶν τὴν θείαν ἐπιδημίαν γενέσθαι τοῦ Σωτῆρος,
πάντες τοὺς ἀποθνῄσκοντας ὡς φθειρομένους ἐθρήνουν· ἄρτι δὲ τοῦ
Σωτῆρος ἀναστήσαντος τὸ σῶμα, οὐκέτι μὲν ὁ θάνατός ἐστι φοβερός,
πάντες δὲ οἱ τῷ Χριστῷ πιστεύοντες ὡς οὐδὲν αὐτὸν ὄντα πατοῦσι,
καὶ μᾶλλον ἀποθνῄσκειν αἱροῦνται ἢ ἀρνήσασθαι τὴν εἰς Χριστὸν
πίστιν. Ἴσασι γὰρ ὄντως ὅτι ἀποθνῄσκοντες οὐκ ἀπόλλυνται,
ἀλλὰ ζῶσι, καὶ ἄφθαρτοι διὰ τῆς ἀναστάσεως γίνονται.
Ἐκεῖνος δὲ ὁ πάλαι τῷ θανάτῳ πονηρῶς ἐναλλόμενος διάβολος,
λυθεισῶν αὐτοῦ τῶν ὠδίνων, ἔμεινε μόνος ἀληθῶς νεκρός· καὶ τούτου
τεκμήριον, ὅτι πρὶν πιστεύσουσιν οἱ ἄνθρωποι τῷ Χριστῷ, φοβερὸν
τὸν θάνατον ὁρῶσι καὶ δειλιῶσιν αὐτόν. Ἐπειδὰν δὲ εἰς τὴν ἐκείνου
πίστιν καὶ διδασκαλίαν μετέλθωσι, τοσοῦτον καταφρονοῦσι τοῦ
θανάτου, ὡς καὶ προθύμως ἐπ᾿ αὐτὸν ὁρμᾶν καὶ μάρτυρας γίνεσθαι
τῆς κατ᾿ αὐτοῦ παρὰ τοῦ Σωτῆρος γενομένης ἀναστάσεως.
Καὶ γὰρ ἔτι νήπιοι ὄντες τὴν ἡλικίαν σπεύδουσι ἀποθνῄσκειν, καὶ
μελετῶσι κατ᾿ αὐτοῦ ταῖς ἀσκήσεσιν οὐ μόνον ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ
γυναῖκες. Οὕτως ἀσθενὴς γέγονεν, ὡς καὶ γυναῖκας τὰς ἀπατηθείσας
τὸ πρὶν παρ᾿ αὐτοῦ, νῦν παίζειν αὐτὸν ὡς νεκρὸν καὶ παρειμένον.
Ὡς γὰρ τυράννου καταπολεμηθέντος ὑπὸ γνησίου βασιλέως καὶ
δεθέντος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας, πάντες λοιπὸν οἱ διαβαίνοντες
καταπαίζουσιν αὐτοῦ τύπτοντες καὶ διασύροντες, οὐκ ἔτι φοβούμενοι
τὴν μανίαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἀγριότητα, διὰ τὸν νικήσαντα βασιλέα·
οὕτω καὶ τοῦ θανάτου νικηθέντος καὶ στηλιτευθέντος ὑπὸ τοῦ
Σωτῆρος ἐν τῷ σταυρῷ, καὶ δεδεμένου τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας,
πάντες οἱ ἐν Χριστῷ διαβαίνοντες αὐτὸν καταπατοῦσι,
καὶ μαρτυροῦντες τῷ Χριστῷ χλευάζουσι τὸν θάνατον,
ἐπικερτομοῦντες αὐτῷ καὶ τὰ ἄνωθεν κατ᾿ αὐτοῦ γεγραμμένα
λέγοντες· "Ποῦ σου, θάνατε, τὸ νῖκος; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ κέντρον;"     Μεγάλο γνώρισμα και δυνατή απόδειξη ότι ο σταυρός κατάλυσε
και νίκησε το θάνατο και δεν έχει πλέον καμία
δύναμη αλλά είναι νεκρωμένος, αποτελεί το εξής:
όλοι οι μαθητές του Χριστού περιφρονούν το θάνατο·
όλοι βαδίζουν εναντίον του και δεν τον φοβούνται καθόλου· το αντίθετο,
με το σημείο του σταυρού και την πίστη του Χριστού τον παραθεωρούν
σαν νεκρό.
Διότι, τον παλιό καιρό, πριν τη θεία έλευση του Σωτήρα στη γη,
όλοι έκλαιγαν τους πεθαμένους σαν χαμένους για πάντα. Τώρα όμως, με την
ανάσταση του σώματος του Χριστού, δεν προκαλεί πλέον φόβο ο θάνατος·
όσοι πιστεύουν στο Χριστό, περιφρονούν το θάνατο σαν ένα τίποτε·
προτιμούν μάλιστα να πεθάνουν παρά ν’ αρνηθούν την πίστη στον Κύριο.
Διότι γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι πεθαίνοντας δεν χάνονται,
αλλά ζουν και διατηρούνται άφθαρτοι χάρη στην ανάσταση (του Χριστού).
Εκείνος πάλι ο διάβολος, που παλαιότερα επιτίθενταν πονηρά στους ανθρώπους
με όπλο το θάνατο, τώρα που διαλύθηκαν τα σπλάγχνα του, στ’ αλήθεια
νεκρώθηκε. Απόδειξη αυτού είναι ότι οι άνθρωποι, πριν πιστέψουν στο Χριστό,
θεωρούν το θάνατο φοβερό και δειλιάζουν. Όταν όμως πιστέψουν σ’ Εκείνον
και γίνουν μαθητές του, τόσο πολύ περιφρονούν το θάνατο
ώστε πρόθυμα τρέχουν να τον γευθούν και να γίνουν μάρτυρες
της νίκης της αναστάσεως που ο Σωτήρας έφερε πάνω σ’ αυτόν.
Διότι, ακόμη και μικρά νήπια στην ηλικία, σπεύδουν να πεθάνουν·
κατέρχονται στον αγώνα εναντίον του θανάτου όχι μόνον άνδρες αλλά και
γυναίκες. Τόσο πολύ εξασθένησε ο θάνατος ώστε ακόμη και οι γυναίκες, που
προηγουμένως τον φοβόταν, τώρα να τον κοροϊδεύουν ως νεκρό και παράλυτο.
Συνέβη όπως μ’ έναν τύραννο που τον πολέμησε και νίκησε ένας αληθινός
βασιλιάς· τον έδεσε χειροπόδαρα και όλοι οι περαστικοί στο εξής τον
εμπαίζουν χτυπώντας και διασύροντάς τον. Δεν φοβούνται πλέον την τρέλα
και την αγριότητά του, χάρη στο βασιλιά νικητή.
Έτσι παρόμοια και ο Σωτήρας πάνω στο σταυρό νίκησε και ρεζίλεψε
το θάνατο· του έδεσε τα χέρια και τα πόδια·
γι’ αυτό, όλοι οι χριστιανοί περνούν και τον διασύρουν·
οι μάρτυρες του Χριστού κοροϊδεύουν και περιπαίζουν το θάνατο·
Απευθύνουν
σ’ αυτόν τα λόγια που εξαρχής γράφει η Αγία Γραφή: «Πού χάθηκε,
θάνατε,η δύναμή σου; Πού βρίσκεται, άδη, το δηλητηριώδες κεντρί σου;».
Είναι, λοιπόν, αυτό μικρή απόδειξη της αδυναμίας του θανάτου;
28. Ἆρ᾿ οὖν τοῦτο μικρὸς ἔλεγχός ἐστι τῆς τοῦ θανάτου ἀσθενείας;
ἢ μικρά ἐστιν ἀπόδειξις τῆς κατ᾿ αὐτοῦ γενομένης νίκης παρὰ τοῦ
Σωτῆρος, ὅταν οἱ ἐν Χριστῷ παῖδες καὶ νέαι κόραι παρορῶσι τὸν
ἐνταῦθα βίον καὶ ἀποθανεῖν μελετῶσιν;
Ἔστι μὲν γὰρ κατὰ φύσιν ὁ ἄνθρωπος δειλιῶν τὸν θάνατον καὶ τὴν
τοῦ σώματος διάλυσιν· τὸ δὲ παραδοξότατον τοῦτό ἐστιν, ὅτι τὴν
τοῦ σταυροῦ πίστιν ἐνδυσάμενος καταφρονεῖ καὶ τῶν κατὰ φύσιν, καὶ
τὸν θάνατον οὐ δειλιᾷ διὰ τὸν Χριστόν.
Καὶ ὥσπερ τοῦ πυρὸς ἔχοντος κατὰ φύσιν τὸ καίειν, εἰ λέγοι τις εἶναί τι
τὸ μὴ δειλιῶν αὐτοῦ τὴν καῦσιν, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἀσθενὲς αὐτὸ
δεικνύον, οἷον δὴ λέγεται τὸ παρὰ Ἰνδοῖς ἀμίαντον· εἶτα ὁ τῷ
λεγομένῳ μὴ πιστεύων εἰ πεῖραν θελήσειε λαβεῖν τοῦ λεγομένου,
πάντως τὸ ἄκαυστον ἐνδυσάμενος καὶ προσβαλὼν πυρί, πιστοῦται
λοιπὸν τὴν κατὰ τοῦ πυρὸς ἀσθένειαν·
ἢ ὡς εἴ τις τὸν τύραννον δεδεμένον ἰδεῖν θελήσειε, πάντως εἰς τὴν τοῦ
νικήσαντος χώραν καὶ ἀρχὴν παρελθών, ὁρᾷ τὸν ἄλλοις φοβερὸν
ἀσθενῆ γενόμενον·
οὕτως εἴ τίς ἐστιν ἄπιστος, καὶ ἀκμὴν μετὰ τοσαῦτα, καὶ μετὰ τοὺς
τοσούτους ἐν Χριστῷ γενομένους μάρτυρας, μετὰ τὴν καθ᾿ ἡμέραν
γινομένην κατὰ τοῦ θανάτου χλεύην παρὰ τῶν ἐν Χριστῷ
διαπρεπόντων· ὅμως εἰ ἔτι τὴν διάνοιαν ἀμφίβολον ἔχει περὶ τοῦ
κατηργῆσθαι τὸν θάνατον καὶ τέλος ἐσχηκέναι, καλῶς μὲν ποιεῖ
θαυμάζων περὶ τοῦ τηλικούτου· πλὴν μὴ σκληρὸς εἰς ἀπιστίαν, μηδὲ
ἀναιδὴς πρὸς τὰ οὕτως ἐναργῆ γινέσθω.
Ἀλλ᾿ ὥσπερ ὁ τὸ ἀμίαντον λαβὼν γινώσκει τὸ ἄψαυστον τοῦ πυρὸς
πρὸς αὐτό, καὶ ὁ τὸν τύραννον δεδεμένον θέλων ὁρᾶν, εἰς τὴν τοῦ
νικήσαντος ἀρχὴν παρέρχεται· οὕτως καὶ ὁ ἀπιστῶν περὶ τῆς τοῦ
θανάτου νίκης λαμβανέτω τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ εἰς τὴν τούτου
διδασκαλίαν παρερχέσθω· καὶ ὄψεται τοῦ θανάτου τὴν ἀσθένειαν, καὶ
τὴν κατ᾿ αὐτοῦ νίκην· πολλοὶ γὰρ πρότερον ἀπιστοῦντες καὶ
χλευάζοντες, ὕστερον πιστεύσαντες, οὕτως κατεφρόνησαν τοῦ
θανάτου, ὡς καὶ μάρτυρας αὐτοὺς γενέσθαι τοῦ Χριστοῦ.     Ή αποτελεί ελάχιστο τεκμήριο της νίκης που έκανε ο Σωτήρας εναντίον του
το γεγονός ότι χριστιανοί νέοι και νέες περιφρονούν την επίγεια ζωή
και αποφασίζουν να πεθάνουν (μαρτυρήσουν);
Βέβαια, ο άνθρωπος από φυσικού του δειλιάζει μπροστά στο θάνατο και τη
διάλυση του σώματος· το πιο όμως αξιοθαύμαστο είναι το εξής: αυτός που
εγκολπώνεται την πίστη στο σταυρό (του Κυρίου), περιφρονεί τα παρόντα και
για χάρη του Χριστού δεν δειλιάζει μπροστά στο θάνατο.
Συμβαίνει όπως στη φύση της φωτιάς που έχει την ιδιότητα να καίει· θα έλεγε
κανείς ότι υπάρχει κάτι που όχι μόνο δεν φοβάται το κάψιμό της, αλλά το
αποδεικνύει και αδύναμο· τέτοιος είναι ο αμίαντος που έρχεται από την Ινδία.
Αν, βέβαια, κάποιος δεν πιστεύει σ’ αυτό που λέμε και θέλει να δοκιμάσει, δεν
έχει παρά να φορέσει αυτό που δεν καίει και να έλθει σε επαφή με τη φωτιά·
τότε θα διαπιστώσει την αδυναμία της.
Ή, για παράδειγμα, αν κάποιος θέλει να δει δεμένο τύραννο, οπωσδήποτε
πηγαίνει στη χώρα και το βασίλειο του νικητή και εκεί βλέπει αδύναμο αυτόν
που προκαλούσε φόβο στους άλλους.
Έτσι, αν κάποιος είναι άπιστος, ακόμη και μετά τόσα πολλά· ύστερα από
τόσους πολλούς μάρτυρες του Χριστού και μετά την καθημερινή χλευαστική
στάση απέναντι στο θάνατο που δείχνουν οι σπουδαίοι χριστιανοί (μάρτυρες)·
αν, παρ’ όλ’ αυτά, ακόμη αμφιβάλλει για την κατάργηση και το τέλος
της εξουσίας του θανάτου, ασφαλώς καλά κάνει και απορεί για ένα τόσο
μεγάλο γεγονός. Αλλά, ας μη φανεί αμετανόητα άπιστος και αδιάντροπος
μπροστά σε τόσο ξεκάθαρα γεγονότα.
Όπως εκείνος που δοκιμάζει τον αμίαντο και διαπιστώνει την αντοχή του στη
δύναμη της φωτιάς πάνω του· όπως, επίσης, εκείνος που θέλει να δει
φυλακισμένο τον τύραννο και πάει στη χώρα του νικητή· έτσι ακριβώς και
αυτός που δυσπιστεί στην ήττα του θανάτου, ας πιστέψει στο Χριστό και ας
διδαχθεί
τη διδασκαλία του. Τότε θα δει την αδυναμία του θανάτου και τη νίκη
που του κατάφερε (ο Χριστός). Διότι πολλοί, ενώ πρώτα απιστούσαν και
χλεύαζαν, ύστερα πίστεψαν· και τόσο περιφρόνησαν το θάνατο
ώστε αναδείχθηκαν και μάρτυρες του Χριστού.
29. Εἰ δὲ τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ καὶ τῇ πίστει τῇ εἰς Χριστὸν
καταπατεῖται ὁ θάνατος, δῆλον ἂν εἴη παρὰ ἀληθείᾳ δικαζούσῃ, μὴ
ἄλλον εἶναι ἀλλ᾿ ἢ αὐτὸν τὸν Χριστόν, τὸν κατὰ τοῦ θανάτου
τρόπαια καὶ νίκας ἐπιδειξάμενον, κἀκεῖνον ἐξασθενῆσαι ποιήσαντα.
Καὶ εἰ πρότερον μὲν ἴσχυεν ὁ θάνατος, καὶ διὰ τοῦτο φοβερὸς ἦν, ἄρτι
δὲ μετὰ τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Σωτῆρος καὶ τὸν τοῦ σώματος αὐτοῦ
θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασιν καταφρονεῖται, φανερὸν ἂν εἴη παρ᾿
αὐτοῦ τοῦ ἐπὶ τὸν σταυρὸν ἀναβάντος Χριστοῦ κατηργῆσθαι καὶ
νενικῆσθαι τὸν θάνατον.
Ὡς γὰρ ἐὰν μετὰ νύκτα γένηται ἥλιος, καὶ πᾶς ὁ περίγειος τόπος
καταλάμπηται ὑπ᾿ αὐτοῦ, πάντως οὐκ ἔστιν ἀμφίβολον, ὅτι ὁ τὸ φῶς
ἐφαπλώσας ἥλιος πανταχοῦ, αὐτός ἐστιν ὁ καὶ τὸ σκότος ἀπελάσας
καὶ τὰ πάντα φωτίσας· οὕτως τοῦ θανάτου καταφρονηθέντος καὶ
καταπατηθέντος ἀφ᾿ οὗ γέγονεν ἡ τοῦ Σωτῆρος ἐν σώματι σωτήριος
ἐπιφάνεια καὶ τὸ τέλος τοῦ σταυροῦ, πρόδηλον ἂν εἴη, ὅτι αὐτός
ἐστιν ὁ Σωτὴρ ὁ καὶ ἐν σώματι φανείς, ὁ τὸν θάνατον καταργήσας,
καὶ κατ᾿ αὐτοῦ τρόπαια καθ᾿ ἡμέραν ἐν τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς
ἐπιδεικνύμενος.
Ὅταν γὰρ ἴδῃ τις ἀνθρώπους ἀσθενεῖς ὄντας τῇ φύσει, προπηδῶντας
εἰς τὸν θάνατον, καὶ μὴ καταπτήσσοντας αὐτοῦ τὴν φθοράν, μηδὲ τὰς
ἐν ᾅδου καθόδους δειλιῶντας, ἀλλὰ προθύμῳ ψυχῇ προκαλουμένους
αὐτόν, καὶ μὴ πτήσσοντας βασάνους, ἀλλὰ μᾶλλον τῆς ἐνταῦθα ζωῆς
προκρίνοντας διὰ τὸν Χριστὸν τὴν εἰς τὸν θάνατον ὁρμήν· ἢ καὶ ἐὰν
θεωρός τις γένηται ἀνδρῶν καὶ θηλειῶν καὶ παίδων νέων ὁρμώντων
καὶ ἐπιπηδώντων εἰς τὸν θάνατον διὰ τὴν εἰς Χριστὸν εὐσέβειαν, τίς
οὕτως ἐστὶν εὐήθης ἢ τίς οὕτως ἐστὶν ἄπιστος, τίς δὲ οὕτως τὴν
διάνοιαν πεπήρωται, ὡς μὴ νοεῖν καὶ λογίζεσθαι, ὅτι ὁ Χριστός, εἰς ὃν
μαρτυροῦσιν οἱ ἄνθρωποι, αὐτὸς τὴν κατὰ τοῦ θανάτου νίκην ἑκάστῳ
παρέχει καὶ δίδωσιν, ἐξασθενεῖν αὐτὸν ποιῶν ἐν ἑκάστῳ τῶν αὐτοῦ
τὴν πίστιν ἐχόντων καὶ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ φορούντων.
Καὶ γὰρ ὁ τὸν ὄφιν βλέπων καταπατούμενον, εἰδὼς αὐτοῦ μάλιστα
τὴν προτέραν ἀγριότητα, οὐκ ἀμφιβάλλει λοιπὸν ὅτι νεκρός ἐστι καὶ
τέλεον ἐξησθένησεν, ἐκτὸς εἰ μὴ τὴν διάνοιαν ἀπεστράφη, καὶ οὐδὲ τὰς
τοῦ σώματος αἰσθήσεις ὑγιαινούσας ἔχει. Τίς γὰρ καὶ λέοντα
παιζόμενον ὑπὸ παιδίων ὁρῶν, ἀγνοεῖ τοῦτον ἢ νεκρὸν γενόμενον ἢ
πᾶσαν ἀπολέσαντα τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν;
Ὥσπερ οὖν ταῦτα ἀληθῆ εἶναι τοῖς ὀφθαλμοῖς ἔξεστιν ὁρᾶν, οὕτως
παιζομένου καὶ καταφρονουμένου τοῦ θανάτου ὑπὸ τῶν εἰς Χριστὸν
πιστευόντων, μηκέτι μηδεὶς ἀμφιβαλλέτω, μηδὲ γινέσθω τις ἄπιστος,
ὅτι ὑπὸ Χριστοῦ κατήργηται ὁ θάνατος, καὶ ἡ τούτου φθορὰ
διαλέλυται καὶ πέπαυται.     Εάν, λοιπόν, με το σημείο του σταυρού και την πίστη στο Χριστό
καταργείται ο θάνατος, είναι φανερό –μάρτυρας η αλήθεια– ότι
δεν είναι άλλος ο τροπαιούχος και νικητής του θανάτου παρά ο ίδιος
ο Χριστός, ο οποίος και τον εξαφάνισε.
Κι αν προηγουμένως είχε δύναμη ο θάνατος και προκαλούσε το φόβο, τώρα
όμως, μετά την ενανθρώπηση του Σωτήρα, το θάνατο και την ανάσταση
του σώματός του, αυτός περιφρονείται· είναι φανερό ότι ο Χριστός που
ανέβηκε στο σταυρό κατάργησε και νίκησε το θάνατο.
Όπως ακριβώς γίνεται με τον ήλιο που έρχεται μετά τη νύχτα και φωτίζει
όλη την επιφάνεια της γης· δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι είναι ο ήλιος
που άπλωσε το φως του παντού, διάλυσε το σκοτάδι και φώτισε τα πάντα.
Έτσι, μετά τη σωματική σωτήρια επιφάνεια του Λυτρωτή και το σταυρικό του
θάνατο, περιφρονήθηκε και καταργήθηκε ο θάνατος· και μετά απ’ αυτά
είναι ξεκάθαρο ότι αυτός είναι ο Σωτήρας·
αυτός που εμφανίστηκε με σώμα, εξαφάνισε το θάνατο
και καθημερινά με τους μαθητές του στήνει τρόπαια νίκης
σε βάρος του (του θανάτου).
Διότι, όταν δει κάποιος τους αδύναμους στη φύση τους ανθρώπους να τρέχουν
προς το θάνατο και να μην τρέμουν τη φθορά που προκαλεί· όταν τους δει να
μη δειλιάζουν στην έξοδο για την άλλη ζωή αλλά πρόθυμα να προκαλούν το
θάνατο· όταν τους δει να μην υπολογίζουν τα βασανιστήρια αλλά να θεωρούν
για χάρη του Χριστού προτιμότερο το θάνατο από την επίγεια ζωή· ή όταν
κάποιος βλέπει άνδρες, γυναίκες και νέα παιδιά να ορμούν και να πηδούν
μέσα στο θάνατο από αγάπη και ευλάβεια για το Χριστό· ποιός είναι τόσο
ανόητος ή τόσο άπιστος ή τόσο λιγόμυαλος
ώστε να μη καταλαβαίνει και να εννοεί ότι ο Χριστός, για τον οποίο
θυσιάζονται οι άνθρωποι, αυτός δίνει στον καθένα την νίκη σε βάρος του
θανάτου; Ποιός δεν εννοεί ότι Αυτός κάνει το θάνατο να εξασθενεί μπροστά
σε κάθε πιστό και καθένα που φέρει το σημείο του σταυρού;
Διότι, αυτός που γνώριζε πριν την αγριότητα του φιδιού και το βλέπει τώρα
να λιώνει από τα χτυπήματα, δεν αμφιβάλλει καθόλου ότι είναι νεκρό και
τελείως εξουδετερωμένο· εκτός πια αν σάλεψε ο νους του και δεν έχει υγιείς
τις αισθήσεις του σώματός του. Το ίδιο, ποιός είναι που βλέπει τα παιδιά να
παίζουν μ’ ένα λιοντάρι και δεν καταλαβαίνει ότι ή είναι νεκρό ή έχασε
όλη του τη δύναμη;
Όπως, λοιπόν, είναι δυνατόν να δούμε με τα μάτια ότι αυτά είναι αληθινά,
έτσι κι όταν οι πιστοί χριστιανοί εμπαίζουν και περιφρονούν το θάνατο,
κανείς πλέον να μην αμφιβάλλει καθόλου ή να μην πιστεύει
ότι ο Χριστός κατάργησε το θάνατο και σταμάτησε την επίδραση της
φθοράς του.
30. Τοῦ μὲν οὖν κατηργῆσθαι τὸν θάνατον, καὶ τρόπαιον εἶναι κατ᾿
αὐτοῦ τὸν Κυριακὸν σταυρόν, οὐ μικρὸς ἔλεγχος τὰ προειρημένα.
Τῆς δὲ γενομένης λοιπὸν ἀθανάτου ἀναστάσεως τοῦ σώματος παρὰ
τοῦ κοινοῦ πάντων Σωτῆρος καὶ Ζωῆς ὄντως Χριστοῦ, ἐναργεστέρα
τῶν λόγων ἡ διὰ τῶν φαινομένων ἀπόδειξίς ἐστι τοῖς τὸν ὀφθαλμὸν
τῆς διανοίας ἔχουσιν ὑγιαίνοντα.
Εἰ γὰρ κατήργηται ὁ θάνατος, ὡς ὁ λόγος ἔδειξε, καὶ διὰ τὸν Κύριον
πάντες αὐτὸν καταπατοῦσι, πολλῷ πλέον αὐτὸς αὐτὸν πρῶτος
κατεπάτησε τῷ ἰδίῳ σώματι καὶ κατήργησεν αὐτόν. Τοῦ δὲ θανάτου
νεκρωθέντος ὑπ᾿ αὐτοῦ, τί ἔδει γενέσθαι ἢ τὸ σῶμα ἀναστῆναι, καὶ
τοῦτο δειχθῆναι κατ᾿ αὐτοῦ τρόπαιον; Ἢ πῶς γὰρ ἂν ἐφάνη
καταργηθεὶς ὁ θάνατος, εἰ μὴ τὸ σῶμα τὸ κυριακὸν ἦν ἀναστάν;
εἰ δέ τῷ μὴ αὐτάρκης ἡ ἀπόδειξις αὕτη περὶ τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ,
κἂν ἐκ τῶν ἐν ὄψει γενομένων πιστούσθω τὸ λεγόμενον. Εἰ γὰρ δὴ
νεκρός τις γενόμενος οὐδὲν ἐνεργεῖν δύναται, ἀλλὰ μέχρι τοῦ μνήματός
ἐστιν αὐτῷ ἡ χάρις, καὶ πέπαυται λοιπόν, μόνων δὲ τῶν ζώντων εἰσὶν
αἱ πράξεις καὶ αἱ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἐνέργειαι, ὁράτω δὴ ὁ
βουλόμενος καὶ γενέσθω δικαστὴς ἐκ τῶν ὁρωμένων τὴν ἀλήθειαν
ὁμολογῶν.
Τοσαῦτα γὰρ τοῦ Σωτῆρος ἐνεργοῦντος ἐν ἀνθρώποις, καὶ καθ᾿
ἡμέραν πανταχόθεν ἀπό τε τῶν τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν βάρβαρον
οἰκούντων τοσοῦτον πλῆθος ἀοράτως πείθοντος εἰς τὴν ἑαυτοῦ
πίστιν παρελθεῖν, καὶ πάντας ὑπακούειν τῇ αὐτοῦ διδασκαλίᾳ· ἆρ᾿ ἔτι
τις τὴν διάνοιαν ἀμφίβολον ἕξει εἰ γέγονεν ἀνάστασις ὑπὸ τοῦ
Σωτῆρος, καὶ ζῇ ὁ Χριστός, μᾶλλον δὲ αὐτός ἐστιν ἡ Ζωή;
Ἆρα δὲ νεκροῦ ἐστι τὰς μὲν διανοίας τῶν ἀνθρώπων κατανύττειν,
ὥστε τοὺς πατρικοὺς ἀρνεῖσθαι νόμους, τὴν δὲ Χριστοῦ διδασκαλίαν
προσκυνεῖν; ἢ πῶς, εἴπερ οὐκ ἔστιν ἐνεργῶν, νεκροῦ γὰρ ἴδιόν ἐστι
τοῦτο, αὐτὸς τοὺς ἐνεργοῦντας καὶ ζῶντας τῆς ἐνεργείας παύει, ὥστε
τὸν μὲν μοιχὸν μηκέτι μοιχεύειν, τὸν δὲ ἀνδροφόνον μηκέτι φονεύειν,
τὸν δὲ ἀδικοῦντα μηκέτι πλεονεκτεῖν, καὶ τὸν ἀσεβῆ λοιπὸν εὐσεβεῖν;
πῶς δὲ εἰ μὴ ἀνέστη, ἀλλὰ νεκρός ἐστι, τοὺς λεγομένους ὑπὸ τῶν
ἀπίστων ζῆν ψευδοθέους καὶ θρησκευομένους δαίμονας αὐτὸς
ἀπελαύνει καὶ διώκει καὶ καταβάλλει;
Ἔνθα γὰρ ὀνομάζεται Χριστὸς καὶ ἡ τούτου πίστις, ἐκεῖθεν πᾶσα μὲν
εἰδωλολατρία καθαιρεῖται, πᾶσα δὲ δαιμόνων ἀπάτη ἐλέγχεται, πᾶς
δὲ δαίμων οὐδὲ τὸ ὄνομα ὑποφέρει· ἀλλὰ καὶ μόνον ἀκούσας φυγὰς
οἴχεται. Τοῦτο δὲ οὐ νεκροῦ τὸ ἔργον, ἀλλὰ ζῶντος καὶ μάλιστα Θεοῦ.
Ἄλλως τε καὶ γελοῖον ἂν εἴη, τοὺς μὲν διωκομένους ὑπ᾿ αὐτοῦ
δαίμονας καὶ τὰ καταργούμενα εἴδωλα λέγειν ζῶντας εἶναι, τὸν δὲ
ἀπελαύνοντα καὶ τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει μηδὲ φανῆναι ποιοῦντα τούτους,
ἀλλὰ καὶ ὁμολογούμενον ὑπὸ πάντων εἶναι Θεοῦ Υἱόν, τοῦτον λέγειν
εἶναι νεκρόν.     Όσα είπαμε προηγουμένως αποτελούν μεγάλη απόδειξη ότι ο θάνατος
καταργήθηκε και ο σταυρός του Κυρίου είναι το τρόπαιο της νίκης σε βάρος
του. Σε όσους έχουν υγιή τα μάτια του νου τους, η πιο φανερή απόδειξη για
την συντελεσθείσα ανάσταση του σώματος του από τον ίδιο τον Σωτήρα όλων
και χορηγό της ζωής Χριστό, είναι τα ίδια τα γεγονότα και όχι τα λόγια.
Διότι, αν καταργήθηκε ο θάνατος, όπως το είπαμε, και με τη δύναμη του
Κυρίου όλοι τον περιφρονούν, πολύ περισσότερο πρώτος που καταπάτησε και
κατάργησε το θάνατο με το ίδιο του το σώμα είναι Αυτός ο ίδιος. Και αφού
Αυτός νέκρωσε το θάνατο, τί έπρεπε να κάνει μετά παρά ν’ αναστήσει το σώμα
του και να το δείχνει ως τρόπαιο εναντίον του (του θανάτου); Ή, πώς θα
φαινόταν ότι έχει καταργηθεί ο θάνατος, εάν δεν είχε αναστηθεί το σώμα του
Κυρίου;
Αν όμως δεν είναι αρκετή για κάποιον αυτή η απόδειξη για την ανάσταση του
Κυρίου, ας πιστέψει απ’ αυτά που γίνονται μπροστά στα μάτια μας. Διότι, αν
κάποιος γίνει νεκρός, δεν μπορεί να κάνει τίποτε· μέχρι το μνήμα φτάνει η
ικανότητά του· πέραν αυτού παύει. Οι πράξεις και οι ενέργειες προς τους
ανθρώπους είναι ιδιότητες μόνο των ζωντανών. Αυτός που θέλει, λοιπόν, ας
προσέξει και ας κρίνει απ’ όσα βλέπει, για να ομολογήσει την αλήθεια.
Όταν, λοιπόν, ο Σωτήρας κάνει στους ανθρώπους τόσα μεγάλα θαύματα
και καθημερινά πείθει μυστικά να έλθουν στη δική του πίστη
τόσους πολλούς από παντού, από την Ελλάδα και τις βαρβαρικές χώρες·
και τους κάνει όλους να υπακούν στη διδασκαλία του. Επομένως,
ακόμη θ’ αμφιβάλλει κανείς εάν όντως αναστήθηκε ο Σωτήρας
και ζει ο Χριστός, ή καλύτερα ότι Αυτός είναι η Ζωή;
Μήπως αποτελεί χαρακτηριστικό του νεκρού να επηρεάζει το νου των
ανθρώπων, για ν’ αρνούνται τη θρησκεία των πατέρων τους και ν’ ασπάζονται
τη διδασκαλία του Χριστού; Ή, αν δεν ενεργεί, εφόσον είναι νεκρός, πώς
αυτός σταματά τις ενέργειες εκείνων που ζουν και ενεργούν; Πώς ενεργεί
ώστε ο μοιχός να σταματά να μοιχεύει, ο φονιάς να μη φονεύει πλέον,
ο άδικος να μην είναι πλεονέκτης και ο ασεβής να γίνεται ευσεβής;
Εάν δεν αναστήθηκε αλλά εξακολουθεί να είναι νεκρός, πώς γίνεται να διώχνει
μακριά και να εξαφανίζει τους ψεύτικους θεούς και τους λατρευόμενους
δαίμονες, που οι άπιστοι λένε ότι ζουν;
Διότι, όπου προφέρεται το όνομα "Χριστός" και κηρύσσεται η πίστη του, από
κει απομακρύνεται κάθε μορφής ειδωλολατρία· φανερώνεται κάθε δαιμονική
απάτη. Ο διάβολος ούτε το όνομά του δεν αντέχει· και μόνο να τ’ ακούσει
φεύγει μακριά. Αυτά, λοιπόν, δεν είναι έργα ενός νεκρού, αλλά ενός ζωντανού,
και μάλιστα έργα του Θεού.
Εξάλλου, θ’ αποτελούσε γελοιότητα, οι δαίμονες που φυγαδεύονται και τα
είδωλα που καταργούνται, να λέμε ότι ζούν· και αντίθετα, να λέμε ότι είναι
νεκρός αυτός που τα διώχνει και με τη δύναμή του δεν τ’ αφήνει να
παρουσιάζονται· να λέμε ότι είναι νεκρός αυτός που όλοι ομολογούν ότι είναι
ο Υιός του Θεού.
31. Μέγαν δὲ καὶ καθ᾿ ἑαυτῶν τὸν ἔλεγχον οἱ ἀπιστοῦντες τῇ
ἀναστάσει προβάλλονται, εἰ τὸν Χριστὸν τὸν λεγόμενον παρ᾿ αὐτῶν
νεκρὸν οἱ πάντες δαίμονες καὶ οἱ προσκυνούμενοι παρ᾿ αὐτῶν θεοὶ οὐ
διώκουσιν· ἀλλὰ μᾶλλον ὁ Χριστὸς τοὺς πάντας ἐλέγχει νεκρούς. Εἰ
γὰρ ἀληθὲς τὸν νεκρὸν μηδὲν ἐνεργεῖν, ἐργάζεται δὲ τοσαῦτα καθ᾿
ἡμέραν ὁ Σωτήρ, ἕλκων εἰς εὐσέβειαν, πείθων εἰς ἀρετήν, διδάσκων
περὶ ἀθανασίας, εἰς πόθον τῶν οὐρανίων ἀνάγων, ἀποκαλύπτων τὴν
περὶ Πατρὸς γνῶσιν, τὴν κατὰ τοῦ θανάτου δύναμιν ἐμπνέων, ἑκάστῳ
δεικνύων ἑαυτόν, καὶ τὴν εἰδώλων ἀθεότητα καθαιρῶν·
τούτων δὲ οὐδὲν δύνανται οἱ παρὰ τοῖς ἀπίστοις θεοὶ καὶ δαίμονες,
ἀλλὰ μᾶλλον τῇ Χριστοῦ παρουσίᾳ νεκροὶ γίνονται, ἀργὴν ἔχοντες
καὶ κενὴν τὴν φαντασίαν· τῷ δὲ σημείῳ τοῦ σταυροῦ πᾶσα μὲν μαγεία
παύεται, πᾶσα δὲ φαρμακεία καταργεῖται, καὶ πάντα μὲν τὰ εἴδωλα
ἐρημοῦται καὶ καταλιμπάνεται, πᾶσα δὲ ἄλογος ἡδονὴ παύεται, καὶ
πᾶς τις ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανὸν ἀναβλέπει· τίνα ἄν τις εἴποι νεκρόν; τὸν
τοσαῦτα ἐργαζόμενον Χριστόν; ἀλλ᾿ οὐκ ἴδιον νεκροῦ τὸ ἐργάζεσθαι·
ἢ τὸν μηδ᾿ ὅλως ἐνεργοῦντα, ἀλλ᾿ ὡς ἄψυχον κείμενον, ὅπερ ἴδιον τῶν
δαιμόνων καὶ εἰδώλων ὡς νεκρῶν ὑπάρχει;
Ὁ μὲν γὰρ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς ζῶν καὶ ἐνεργὴς ὢν καθ᾿ ἡμέραν ἐργάζεται,
καὶ ἐνεργεῖ τὴν πάντων σωτηρίαν. Ὁ δὲ θάνατος ἐλέγχεται καθ᾿
ἡμέραν αὐτὸς ἐξασθενήσας, καὶ τὰ εἴδωλα καὶ οἱ δαίμονες μᾶλλον
νεκροὶ τυγχάνοντες, ὡς ἐκ τούτου μηδένα διστάζειν ἔτι περὶ τῆς τοῦ
σώματος ἀναστάσεως αὐτοῦ.
Ἔοικε δὲ ὁ περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ κυριακοῦ σώματος ἀπιστῶν
ἀγνοεῖν δύναμιν Θεοῦ Λόγου καὶ Σοφίας. Εἰ γὰρ ὅλως ἔλαβεν ἑαυτῷ
σῶμα, καὶ τοῦτο ἰδιοποιήσατο κατὰ τὴν εὔλογον ἀκολουθίαν, ὡς ὁ
λόγος ἔδειξε, τί ἔδει τὸν Κύριον ποιεῖν περὶ τούτου; ἢ ποῖον ἔδει τέλος
γενέσθαι τοῦ σώματος, ἅπαξ ἐπιβάντος αὐτῷ τοῦ Λόγου;
Μὴ ἀποθανεῖν μὲν γὰρ οὐκ ἠδύνατο, ἅτε δὴ θνητὸν ὄν, καὶ ὑπὲρ
πάντων προσφερόμενον εἰς τὸν θάνατον· οὗ χάριν καὶ ὁ Σωτὴρ αὐτὸ
κατεσκεύασεν ἑαυτῷ. Μεῖναι δὲ νεκρὸν οὐχ οἷόν τε ἦν, διὰ τὸ Ζωῆς
αὐτὸ ναὸν γεγενῆσθαι. Ὅθεν ἀπέθανε μὲν ὡς θνητόν· ἀνέζησε δὲ διὰ
τὴν ἐν αὐτῷ ζωήν, καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐστὶ γνώρισμα τὰ ἔργα.     Όσοι απιστούν στην ανάσταση αντιμετωπίζουν έντονο έλεγχο· διότι
όλοι οι δαίμονες και οι θεοί τους οποίους προσκυνούν δεν μπορούν να
καταδιώξουν τον Χριστό, τον οποίο οι ίδιοι θεωρούν νεκρό. Το αντίθετο
μάλιστα· ο Χριστός περισσότερο φανερώνει ότι όλοι αυτοί είναι νεκροί. Διότι,
εάν είναι αλήθεια ότι ο νεκρός δεν μπορεί να κάνει τίποτε, και από την άλλη
ο Σωτήρας κάνει τόσα κάθε μέρα, όπως: ελκύει σε ευσέβεια, πείθει για αρετή,
διδάσκει την αθανασία, σπρώχνει σε πόθο των θείων, αποκαλύπτει τη γνώση
για τον Πατέρα, εμπνέει δύναμη ενάντια στο θάνατο, δείχνει στον καθένα
τον εαυτό του και γκρεμίζει την αθεΐα των ειδώλων.
Απ’ αυτά, κανένα δεν μπορούν να κάνουν οι θεοί και οι δαίμονες των απίστων·
αλλά μάλλον νεκρώνονται με την παρουσία του Χριστού, διότι η εμφάνισή
τους είναι χωρίς περιεχόμενο. Με το σημείο του σταυρού λύνεται κάθε μορφής
μαγεία· όποια μαγική πράξη καταργείται και όλα τα είδωλα μένουν έρημα και
εγκαταλειμένα· σταματά κάθε παράλογη ηδονή και ο καθένας στρέφει το
βλέμα από τη γη στον ουρανό. Ποιόν, λοιπόν, θα ονομάσει κάποιος νεκρό;
Μήπως το Χριστό, που κάνει τόσα έργα; Αλλά δεν είναι ίδιο του νεκρού να
εργάζεται. Ή θα πει νεκρό αυτόν που δεν κάνει τίποτε αλλά στέκεται σαν
άψυχος, κάτι χαρακτηρίζει τους δαίμονες και τα είδωλα ως νεκρά όντα;
Διότι, ο Υιός του Θεού είναι ζωντανός και καθημερινά ενεργεί και εργάζεται·
κατεργάζεται τη σωτηρία όλων. Ο θάνατος πάλι καθημερινά αποδείχνεται ότι
εξασθενεί· το ίδιο και τα είδωλα και οι δαίμονες δείχνονται ότι είναι νεκροί.
Σαν συμπέρασμα λοιπόν όλων αυτών, κανένας δεν αμφιβάλλει πλέον για την
ανάσταση του σώματός του.
Αυτός που δεν πιστεύει στην ανάσταση του σώματος του Κυρίου φαίνεται ότι
αγνοεί τη δύναμη του Λόγου και της Σοφίας του Θεού. Διότι, εφόσον έλαβε
σώμα και σαν φυσική συνέπεια το έκανε δικό του, όπως το αποδείξαμε με το
λόγο μας, τί έπρεπε να το κάνει ο Κύριος; Ή, ποιό έπρεπε να είναι το τέλος
του σώματος, στο οποίο ενοικούσε ο ίδιος ο Λόγος;
Δεν ήταν δυνατό να μην πεθάνει, επειδή ήταν θνητό και προσφερόταν για χάρη
όλων στο θάνατο· για το γεγονός αυτό ο Σωτήρας προσέλαβε το σώμα για
τον εαυτό του. Να παραμείνει πάλι νεκρό δεν ήταν δυνατό, γιατί είχε γίνει
κατοικητήριο της όντως Ζωής. Γι’ αυτό πέθανε σαν θνητό που ήταν· ξανάζησε
όμως γιατί είχε μέσα του τη ζωή· αυτά τα κατορθώματα αποδεικνύουν την
ανάσταση.
32. Εἰ δ᾿ ὅτι μὴ ὁρᾶται, ἀπιστεῖται καὶ ἐγηγέρθαι, ὥρα καὶ τὸ κατὰ
φύσιν ἀρνεῖσθαι τοὺς ἀπιστοῦντας. Θεοῦ γὰρ ἴδιον μὴ ὁρᾶσθαι μέν,
ἐκ δὲ τῶν ἔργων γινώσκεσθαι, καθάπερ καὶ ἐπάνω λέλεκται.
Εἰ μὲν οὖν τὰ ἔργα μή ἐστι, καλῶς τῷ μὴ φαινομένῳ ἀπιστοῦσιν· εἰ δὲ
τὰ ἔργα βοᾷ καὶ δείκνυσιν ἐναργῶς, διὰ τί ἑκόντες ἀρνοῦνται τὴν τῆς
ἀναστάσεως οὕτως φανερῶς ζωήν; Εἰ γὰρ καὶ τὴν διάνοιαν
ἐπηρώθησαν, ἀλλὰ κἂν ταῖς ἔξωθεν αἰσθήσεσιν ὁρᾶν ἐστὶ τὴν
ἀναντίρρητον τοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ θεότητα.
Ἐπεὶ καὶ τυφλὸς ἐὰν μὴ βλέπῃ τὸν ἥλιον, ἀλλὰ κἂν τῆς ὑπ᾿ αὐτοῦ
γενομένης θέρμης ἀντιλαμβανόμενος, οἶδεν ὅτι ἥλιος ὑπὲρ γῆς ἐστίν.
Οὕτως καὶ οἱ ἀντιλέγοντες εἰ καὶ μήπω πιστεύουσιν, ἀκμὴν
τυφλώττοντες περὶ τὴν ἀλήθειαν, ἀλλὰ κἂν ἑτέρων πιστευόντων
γινώσκοντες τὴν δύναμιν, μὴ ἀρνείσθωσαν τὴν τοῦ Χριστοῦ θεότητα
καὶ τὴν ὑπ᾿ αὐτοῦ γενομένην ἀνάστασιν.
Δῆλον γὰρ ὅτι εἰ νεκρός ἐστιν ὁ Χριστός, οὐκ ἂν τοὺς δαίμονας ἐδίωκε,
καὶ τὰ εἴδωλα ἐσκύλευε· νεκρῷ γὰρ οὐκ ἂν ὑπήκουσαν οἱ δαίμονες.
Εἰ δὲ διώκονται φανερῶς τῇ τούτου ὀνομασίᾳ, δῆλον ἂν εἴη μὴ εἶναι
τοῦτον νεκρόν, μάλιστα ὅτι δαίμονες, καὶ τὰ μὴ βλεπόμενα τοῖς
ἀνθρώποις ὁρῶντες, ἠδύναντο γινώσκειν εἰ νεκρός ἐστιν ὁ Χριστός,
καὶ μηδόλως ὑπακούειν αὐτῷ.
Νῦν δὲ ὃ μὴ πιστεύουσιν ἀσεβεῖς ὁρῶσιν οἱ δαίμονες, ὅτι Θεός ἐστι, καὶ
διὰ τοῦτο φεύγουσι καὶ προσπίπτουσιν αὐτῷ, λέγοντες ἃ καὶ ὅτε ἦν ἐν
σώματι ἐφθέγξαντο· "Οἴδαμέν σε τίς εἶ· ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ"· καὶ· "Ἔα,
τί σοι καὶ ἡμῖν, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς."
Δαιμόνων τοίνυν ὁμολογούντων καὶ τῶν ἔργων ὁσημέραι
μαρτυρούντων, φανερὸν ἂν εἴη, καὶ μηδεὶς ἀναιδευέσθω πρὸς τὴν
ἀλήθειαν, ὅτι τε ἀνέστησε τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ὁ Σωτήρ, καὶ ὅτι Θεοῦ
Υἱός ἐστιν ἀληθινός, ἐξ αὐτοῦ οἷα δὴ ἐκ Πατρὸς ἴδιος Λόγος καὶ Σοφία
καὶ Δύναμις ὑπάρχων, ὃς χρόνοις ὕστερον ἐπὶ σωτηρίᾳ τῶν πάντων
ἔλαβε σῶμα, καὶ τὴν μὲν οἰκουμένην περὶ Πατρὸς ἐδίδαξε, τὸν δὲ
θάνατον κατήργησε, πᾶσι δὲ τὴν ἀφθαρσίαν ἐχαρίσατο διὰ τῆς
ἐπαγγελίας τῆς ἀναστάσεως, ἀπαρχὴν ταύτης τὸ ἴδιον ἐγείρας σῶμα,
καὶ τρόπαιον αὐτὸ κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς τούτου φθορᾶς
ἐπιδειξάμενος τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ.     Εάν όμως δεν πιστεύουν ότι αναστήθηκε, γιατί δεν τον βλέπουν, είναι ώρα οι
άπιστοι ν’αρνηθούν και τα φυσικά πράγματα. Διότι χαρακτηριστική ιδιότητα
του Θεού είναι να μην τον βλέπουν αλλά να τον γνωρίζουν από τα έργα του,
όπως παραπάνω το είπαμε.
Εάν λοιπόν δεν υπάρχουν έργα, καλά κάνουν και δεν πιστεύουν σ’ αυτόν που
δεν φαίνεται· εάν όμως τα έργα "κράζουν" και δείχνουν ολοφάνερα, γιατί
αρνούνται θεληματικά την τόσο φανερή ζωή της αναστάσεως; Ακόμη κι αν
έχει υποστεί βλάβη ο νους τους, μπορούν με τις εξωτερικές τους αισθήσεις να
βλέπουν την αναντίρρητη δύναμη και θεότητα του Χριστού.
Επειδή κι ένας τυφλός που δεν βλέπει τον ήλιο, αντιλαμβάνεται όμως τη
θερμότητα που εκπέμπει, και πιστεύει ότι υπάρχει ο ήλιος πάνω από τη γη.
Έτσι, και όσοι έχουν αντιρρήσεις –ακόμη κι αν δεν πιστεύουν και παραμένουν
τυφλοί μπροστά στην αλήθεια– αναγνωρίζοντας τη δύναμη
όσων πιστεύουν,ας μην αρνούνται τη θεότητα του Χριστού
και την ανάστασή του.
Διότι είναι ολοφάνερο: εάν ο Χριστός είναι νεκρός, δεν θα έδιωχνε τους
δαίμονες ούτε θα λαφυραγωγούσε τα είδωλα· διότι οι δαίμονες δεν θα άκουγαν
ένα νεκρό. Εφόσον όμως φεύγουν μακριά από την επίκληση του ονόματός του,
είναι βέβαιο ότι αυτός δεν είναι νεκρός· μάλιστα οι δαίμονες βλέπουν κι αυτά
που δεν βλέπουν οι άνθρωποι και μπορούν να γνωρίζουν αν είναι νεκρός ο
Χριστός, ώστε καθόλου να μην τον υπακούν.
Τώρα, όμως, αυτό που δεν πιστεύουν οι ασεβείς, οι δαίμονες το βλέπουν, ότι
δηλαδή υπάρχει Θεός· γι’ αυτό φεύγουν μακριά του και τον ικετεύουν λέγοντας
όσα του έλεγαν και στην επίγεια ζωή του: «Γνωρίζουμε ποιός είσαι· ο εκλεκτός
του Θεού»· και αλλού: «Εμπρός, τί θέλεις με μένα, Υιέ του Θεού; Σε παρακαλώ,
μη με βασανίσεις».
Ενώ λοιπόν οι δαίμονες ομολογούν και τα έργα καθημερινά μαρτυρούν,
είναι φανερό –και κανείς ας μην είναι αναιδής απέναντι στην αλήθεια–,
ότι ο Σωτήρας ανάστησε το σώμα του· ότι είναι, επίσης, αληθινός Υιός
του Θεού· ότι προέρχεται από τον Πατέρα και είναι ο δικός του Λόγος,
Σοφία και Δύναμη. Αυτός στα κατοπινά χρόνια, για τη σωτηρία όλων,
προσέλαβε ανθρώπινο σώμα και δίδαξε σ’ όλο τον κόσμο για τον Πατέρα του·
κατάργησε το θάνατο και χάρισε σε όλους την αφθαρσία με την υπόσχεση
της αναστάσεως. Έκανε την αρχή της αναστάσεως με την έγερση του δικού του
σώματος. Και ανέδειξε το σώμα του με τα σημάδια του σταυρού (σταύρωση)
τρόπαιο νίκης ενάντια στο θάνατο και τη φθορά.
33. Τούτων δὲ οὕτως ἐχόντων καὶ φανερᾶς οὔσης τῆς ἀποδείξεως
περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ σώματος καὶ τῆς κατὰ τοῦ θανάτου
γενομένης ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος νίκης, φέρε, καὶ τὴν ἀπιστίαν τῶν
Ἰουδαίων καὶ τὴν τῶν Ἑλλήνων χλεύην διελέγξωμεν.
Ἐπὶ τούτοις γὰρ ἴσως Ἰουδαῖοι μὲν ἀπιστοῦσιν, Ἕλληνες δὲ γελῶσι,
τὸ ἀπρεπὲς τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου
διασύροντες· ἀλλὰ κατ᾿ ἀμφοτέρων ὁ λόγος οὐκ ὀκνήσει χωρῆσαι,
μάλιστα κατ᾿ αὐτῶν τὰς ἀποδείξεις ἐναργεῖς ἔχων.
Ἰουδαῖοι μὲν ἀπιστοῦντες ἔχουσιν ἀφ᾿ ὧν ἀναγινώσκουσι καὶ αὐτοὶ
γραφῶν τὸν ἔλεγχον· ἄνω καὶ κάτω, καὶ πάσης ἁπλῶς θεοπνεύστου
βίβλου περὶ τούτων βοώσης, ὡς καὶ αὐτὰ τὰ ῥήματα πρόδηλα.
Προφῆται μὲν γὰρ ἄνωθεν περὶ τοῦ κατὰ τὴν παρθένον θαύματος
καὶ τῆς ἐξ αὐτῆς γενομένης γεννήσεως προεμήνυον, λέγοντες· "Ἰδοὺ ἡ
παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα
αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός."
Μωσῆς δὲ ὁ τῷ ὄντι μέγας, καὶ παρ᾿ αὐτοῖς πιστευόμενος ἀληθής, περὶ
τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος ἀντὶ μεγάλου τὸ ῥητὸν δοκιμάσας
καὶ ἀληθὲς ἐπιγνοὺς ἔθηκε λέγων· «Ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, καὶ
ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ, καὶ θραύσει τοὺς ἀρχηγοὺς Μωάβ.» Καὶ πάλιν·
"Ὡς καλοί σου οἱ οἶκοι, Ἰακώβ, αἱ σκηναί σου, Ἰσραήλ, ὡσεὶ νάπαι
σκιάζουσαι, καὶ ὡσεὶ παράδεισοι ἐπὶ ποταμῶν, καὶ ὡσεὶ σκηναὶ ἃς
ἔπηξεν ὁ Κύριος, ὡσεὶ κέδροι παρ᾿ ὕδατα. Ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐκ
τοῦ σπέρματος αὐτοῦ, καὶ κυριεύσει ἐθνῶν πολλῶν." Καὶ πάλιν
Ἡσαΐας· "Πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα, λήψεται
δύναμιν Δαμασκοῦ καὶ τὰ σκύλα Σαμαρείας ἔναντι βασιλέως
Ἀσσυρίων."
Ὅτι μὲν οὖν ἄνθρωπος φανήσεται, διὰ τούτων προκαταγγέλλεται.
Ὅτι δὲ Κύριος πάντων ἐστὶν ὁ ἐρχόμενος, πάλιν προμηνύουσι
λέγοντες· "Ἰδοὺ Κύριος κάθηται ἐπὶ νεφέλης κούφης, καὶ ἥξει εἰς
Αἴγυπτον, καὶ σεισθήσεται τὰ χειροποίητα Αἰγύπτου." Καὶ γὰρ
κἀκεῖθεν αὐτὸν ὁ Πατὴρ ἀνακαλεῖ λέγων· "Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα
τὸν υἱόν μου."     Εφόσον, λοιπόν, αυτά έχουν έτσι και είναι ολοφάνερη η απόδειξη για την
σωματική ανάσταση του Σωτήρα και τη νίκη που έκανε σε βάρος
του θανάτου, εμπρός, ας εξετάσουμε ελεγκτικά την απιστία των
Ιουδαίων και τους χλευασμούς των ειδωλολατρών.
Διότι, σχετικά μ’ αυτά, οι Ιουδαίοι δείχνουν απιστία ενώ οι ειδωλολάτρες
κοροϊδεύουν· εμπαίζουν το ατιμωτικό γεγονός της σταυρώσεως και της
ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού. Ο λόγος μας όμως δεν θα διστάσει να
ελέγξει και τις δύο απόψεις, καθώς έχει σε βάρος τους ξεκάθαρες αποδείξεις.
Η απιστία των Ιουδαίων καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, την οποία και
αυτοί μελετούν. Διότι παντού και όλη γενικά η θεόπνευστη Βίβλος γι’ αυτά
τα γεγονότα βροντοφωνάζει· τα λόγια της είναι ξεκάθαρα.
Οι Προφήτες πρώτα, από την παλαιά εποχή, προανήγγειλαν για το θαύμα της
παρθενίας και της γεννήσεως (της Θεοτόκου), λέγοντας: «Να, η παρθένος
θα συλλάβει και θα γενήσει υιό, και θα του δώσουν το όνομα
Εμμανουήλ, που σημαίνει, ο Θεός είναι μαζί μας».
Ο Μωϋσής πάλι, ο όντως πολύ μεγάλος και αξιόπιστος για τους Ιουδαίους,
θεώρησε ότι είναι σπουδαίο αυτό που ειπώθηκε για την ενανθρώπηση του
Σωτήρα και το συμπεριέλαβε στο βιβλίο του, λέγοντας: «Θ’ ανατείλει άστρο
από τη γενιά του Ιακώβ και άνθρωπος από τον Ισραήλ, ο οποίος θα συντρίψει
τους αρχηγούς των Μωαβιτών». Καί πάλι λέει :«Πόσο ωραίες είναι οι κατοικίες
σου, Ιακώβ, οι σκηνές σου, Ισραήλ! Είναι απλωμένες σαν κοιλάδες και σαν
παράδεισοι σε όχθες ποταμού· σαν σκηνές που έστησε ο Κύριος, σαν κέδροι
κοντά στα νερά. Από τη γενιά του θα προέλθει άνθρωπος που θα κυριαρχήσει
σε πολλά έθνη». Και πάλι λέει ο Ησαΐας: «Προτού το παιδί μάθει να λέει
πατέρα ή μητέρα, θ’ αποκτήσει την εξουσία στη Δαμασκό και τα λάφυρα της
Σαμάρειας μπροστά στο βασιλιά των Ασσυρίων».
Απ’ αυτά, λοιπόν, προαναγγέλλεται ότι θα γίνει άνθρωπος. Και πάλι
προμηνύουν ότι αυτός που έρχεται είναι ο Κύριος όλων· λένε:
«Να, ο Κύριος είναι πάνω σ’ ένα γρήγορο σύννεφο και θα έλθει στην
Αίγυπτο, όπου με σεισμό θα γκρεμιστούν τα χειροποίητα είδωλά της». Και
από κει πάλι ο Πατέρας τον καλεί πίσω, λέγοντας: «Από την Αίγυπτο κάλεσα
πίσω τον υιό μου».
34. Οὐ σεσιώπηται δὲ οὐδὲ ὁ τούτου θάνατος· ἀλλὰ καὶ λίαν
τηλαυγῶς ἐν ταῖς θείαις σημαίνεται γραφαῖς. Καὶ γὰρ καὶ τὴν αἰτίαν
τοῦ θανάτου, ὅτι μὴ δι᾿ ἑαυτόν, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς πάντων ἀθανασίας καὶ
σωτηρίας ὑπομένει, καὶ τὴν Ἰουδαίων ἐπιβουλήν, καὶ τὰς εἰς αὐτὸν
γινομένας παρ᾿ αὐτῶν ὕβρεις, οὐκ ἐφοβήθησαν εἰπεῖν, πρὸς τὸ μηδένα
αὐτῶν τῶν γινομένων ἀνήκοον εἶναι καὶ πλανηθῆναι.
Φασὶ τοίνυν· "Ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν, καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν,
ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη.
Αὐτὸς τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει, καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται· καὶ ἡμεῖς
ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ, καὶ ἐν πληγῇ, καὶ ἐν κακώσει. Αὐτὸς
δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς
ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾿ αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ
ἡμεῖς ἰάθημεν."
Θαύμαζε τὴν τοῦ Λόγου φιλανθρωπίαν, ὅτι δι᾿ ἡμᾶς ἀτιμάζεται, ἵνα
ἡμεῖς ἔντιμοι γενώμεθα. "Πάντες γάρ, φησίν, ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν·
ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς
ἁμαρτίαις ἡμῶν· καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα.
Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη, καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος
αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ· ἐν τῇ ταπεινώσει
αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη."
Εἶτα, ἵνα μή τις αὐτὸν κοινὸν ἄνθρωπον ἐκ τοῦ πάθους ὑπολάβοι,
προλαμβάνει τὰς ὑπονοίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὴν ὑπὲρ αὐτοῦ
δύναμιν, καὶ τὸ πρὸς ἡμᾶς ἀνόμοιον τῆς φύσεως διηγεῖται ἡ γραφὴ
λέγουσα· "Τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; Ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς
γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ. Ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ ἤχθη εἰς θάνατον.
Καὶ δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ, καὶ τοὺς πλουσίους
ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη
δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ. Καὶ Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτὸν
ἀπὸ τῆς πληγῆς".     Επίσης, δεν αποσιωπάται ο θάνατός του· αντίθετα, τον περιγράφει
η Αγία Γραφή πολύ καθαρά. Δεν φοβήθηκε να πει ούτε την αιτία του θανάτου
του, ότι δηλαδή δεν υπομένει φυσιολογικό θάνατο, αλλά πεθαίνει για την
αθανασία και σωτηρία όλων των ανθρώπων· δεν κρύβει επίσης (η Αγία Γραφή)
την επιβουλή των Ιουδαίων και τις ύβρεις που εκτόξευσαν εναντίον του. Έτσι,
κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν τα άκουσε και να οδηγηθεί στην πλάνη.
Λέει, λοιπόν, σχετικά η Αγία Γραφή: «Άνθρωπος πονεμένος, δόκιμος
ασθένειας
και περιφρονημένος· καταφρονήθηκε και θεωρήθηκε ένα τίποτα. Παρ’ όλ’
αυτά, αυτός βάσταξε τις αμαρτίες μας και επιφορτίστηκε τις θλίψεις
μας·
ενώ εμείς τον θεωρήσαμε τραυματισμένο από το Θεό, πληγωμένο και
μωλωπισμένο. Αυτός όμως για τις παραβάσεις μας τραυματίστηκε και
ταλαιπωρήθηκε για τις ανομίες μας· η τιμωρία, που έφερε την ειρήνη μας με το
Θεό, έγινε πάνω του· θεραπευθήκαμε με τίς δικές του πληγές».
Θαύμαζε τη φιλανθρωπία του Θεού· για μας ατιμάζεται, για ν’ αποδειχθούμε
εμείς έντιμοι. Διότι, λέει: «Όλοι οι άνθρωποι πλανηθήκαμε σαν τα πρόβατα και
ξεφύγαμε από το δρόμο μας· ο Θεός όμως παρέδωσε αυτόν (τον Υιό του) για
τις αμαρτίες μας. Και αυτός από τα βασανιστήρια δεν άνοιγε το στόμα του.
Οδηγήθηκε στη σφαγή σαν πρόβατο, και σαν αρνί άφωνο μπροστά σ’ εκείνον
που το κουρεύει· έτσι κι αυτός δεν άνοιξε το στόμα του· με την ταπείνωσή του
αρπάχτηκε από τη γενιά του».
Έπειτα, για να μην τον θεωρήσει κανείς κοινό θνητό, λόγω του πάθους του,
προλαβαίνει η Αγία Γραφή τις υποψίες των ανθρώπων και μας διηγείται
τη δύναμή του και την ανομοιότητα της φύσεώς του με μας:
«Ποιός θα διηγηθεί τη γενιά του; Η ζωή του αποκόπηκε από τη γη.
Εξαιτίας των ανομιών του λαού οδηγήθηκε στο θάνατο.
Ο τάφος του δόθηκε μαζί με τους κακούργους και ο θάνατός του ορίστηκε
με τους πλούσιους. Διότι δεν διέπραξε ανομία, ούτε το στόμα του εκστόμισε
δόλο. Ο Θεός θέλησε να τον καθαρίσει με το πάθος και τις πληγές του».
35. Ἀλλ᾿ ἴσως περὶ μὲν τῆς τοῦ θανάτου προφητείας ἀκούσας, ζητεῖς
καὶ τὰ περὶ τοῦ σταυροῦ σημαινόμενα μαθεῖν. Οὐδὲ γὰρ οὐδὲ τοῦτο
σεσιώπηται· δεδήλωται δὲ καὶ λίαν τηλαυγῶς ἀπὸ τῶν ἁγίων.
Μωϋσῆς γὰρ πρῶτος μεγάλῃ τῇ φωνῇ προαπαγγέλλει λέγων·
«Ὄψεσθε τὴν ζωὴν ὑμῶν κρεμαμένην ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν,
καὶ οὐ μὴ πιστεύσητε.»
Καὶ οἱ μετ᾿ αὐτὸν δὲ προφῆται πάλιν περὶ τούτου μαρτυροῦσι
λέγοντες· "Ἐγὼ δὲ ὡς ἀρνίον ἄκακον ἀγόμενον τοῦ θύεσθαι, οὐκ
ἔγνων· ἐπ᾿ ἐμὲ ἐλογίσαντο πονηρὸν λέγοντες· δεῦτε, καὶ ἐμβάλωμεν
ξύλον εἰς τὸν ἄρτον αὐτοῦ, καὶ ἐκτρίψωμεν αὐτὸν ἀπὸ γῆς ζώντων."
Καὶ πάλιν· "Ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας μου· ἐξηρίθμησαν πάντα
τὰ ὀστᾶ μου, διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν
ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον."
Θάνατος δὲ μετέωρος, καὶ ἐν ξύλῳ γινόμενος, οὐκ ἄλλος ἂν εἴη, εἰ μὴ ὁ
σταυρός· καὶ ἐν οὐδενὶ πάλιν θανάτῳ διορύσσονται χεῖρες καὶ πόδες, εἰ
μὴ ἐν μόνῳ τῷ σταυρῷ.
Ἐπειδὴ δὲ τῇ τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίᾳ καὶ πάντα τὰ ἔθνη πανταχόθεν
ἐπιγινώσκειν τὸν Θεὸν ἤρξαντο, οὐδὲ τοῦτο ἀπαρασήμαντον
κατέλειψαν· ἀλλ᾿ ἔστι καὶ περὶ τούτων μνήμη ἐν τοῖς ἁγίοις γράμμασιν.
"Ἔσται γάρ, φησίν, ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαί, καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν,
ἐπ᾿ αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι." Ταῦτα μὲν ὀλίγα πρὸς ἀπόδειξιν τῶν
γενομένων.
Πᾶσα δὲ γραφὴ πεπλήρωται διελέγχουσα τὴν Ἰουδαίων ἀπιστίαν.
Τίς γὰρ πώποτε τῶν ἐν ταῖς θείαις γραφαῖς ἱστορηθέντων δικαίων,
καὶ ἁγίων προφητῶν, καὶ πατριαρχῶν, ἐκ παρθένου μόνης ἔσχε τὴν
τοῦ σώματος γένεσιν; ἢ τίς γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς αὐτάρκης γέγονε πρὸς
σύστασιν ἀνθρώπων; οὐκ Ἄβελ μὲν ἐξ Ἀδὰμ γέγονεν, Ἐνὼχ δὲ ἐκ τοῦ
Ἰάρεδ, Νῶε ἐκ Λαμέχ, καὶ Ἀβραὰμ μὲν ἐκ Θάρρα, Ἰσαὰκ δὲ ἐξ Ἀβραάμ,
καὶ Ἰακὼβ ἐξ Ἰσαάκ; οὐχὶ Ἰούδας ἐξ Ἰακώβ, καὶ Μωϋσῆς καὶ Ἀαρὼν
ἐξ Ἀμεράμ; οὐ Σαμουὴλ τοῦ Ἑλκανᾶ γέγονεν, οὐ Δαβὶδ τοῦ Ἰεσσαί,
οὐ Σολομὼν τοῦ Δαβίδ, οὐκ Ἐζεκίας τοῦ Ἄχαζ, οὐκ Ἰωσίας τοῦ
Ἀμώς, οὐχ Ἡσαΐας τοῦ Ἀμώς, οὐχ Ἱερεμίας τοῦ Χελκίου, οὐκ
Ἰεζεκιὴλ τοῦ Βουζί; οὐχ ἕκαστος ἔσχε τὸν πατέρα τῆς γενέσεως
ἀρχηγόν; τίς οὖν ὁ ἐκ παρθένου μόνης γεγονώς; ὅτι καὶ λίαν ἐμέλησε
τῷ προφήτῃ περὶ τῆς τούτου σημασίας.
Τίνος δὲ τῆς γενέσεως προέδραμεν ἀστὴρ ἐν οὐρανοῖς, καὶ τὸν
γεννηθέντα ἐσήμανε τῇ οἰκουμένῃ; Μωϋσῆς μὲν γὰρ γεννώμενος
ἐκρύπτετο ὑπὸ τῶν γονέων· Δαβὶδ δὲ οὐδὲ τοῖς ἐκ γειτόνων ἠκούσθη,
ὅπουγε οὐδὲ ὁ μέγας Σαμουὴλ αὐτὸν ἐγίνωσκεν, ἀλλ᾿ ἐπυνθάνετο,
εἰ ἔστιν ἔτι υἱὸς τῷ Ἰεσσαί· Ἀβραὰμ δὲ λοιπὸν γεγονὼς μέγας ἐγνώσθη
τοῖς ἐγγύς. Τῆς δὲ τοῦ Χριστοῦ γενέσεως μάρτυς οὐκ ἄνθρωπος, ἀλλ᾿
ἀστὴρ φαινόμενος ἦν ἐν οὐρανῷ, ὅθεν καὶ κατέβαινεν.     Ίσως όμως, αφού άκουσες για τις προφητείες σχετικά με το θάνατό του, να
να ζητείς να μάθεις και όσα λέγονται για το σταυρό. Διότι, ούτε κι αυτό το
γεγονός μένει στη σιωπή. Το έχουν δηλώσει οι προφήτες, και μάλιστα πολύ
καθαρά.
Πρώτος ο Μωϋσής το προαναγγέλλει με δυνατή φωνή λέγοντας:
«Θα δείτε αυτόν που είναι η ζωή σας να είναι κρεμασμένος μπροστά στα μάτια
σας, και δεν θα το πιστέψετε».
Και οι μετέπειτα προφήτες πάλι γι’ αυτόν (το σταυρό) δίνουν μαρτυρία,
λέγοντας: «Εγώ ήμουν σαν άκακο αρνί που το οδηγούν στη σφαγή και δεν το
γνώριζα· σκέφτηκαν σε βάρος μου άσχημα και είπαν: εμπρός, ας καταστρέψουμε
το δέντρο μαζί με τον καρπό του, και ας τον εξαφανίσουμε από τους ζωντανούς».
Και αλλού λέει: «Τρύπησαν τα χέρια και τα πόδια μου· μπορούν να μετρήσουν
όλα τα κόκαλά μου· μοίρασαν μεταξύ τους τα ρούχα μου και στο πανωφόρι
μου έριξαν κλήρο».
Και δεν υπάρχει άλλος θάνατος στον αέρα και πάνω σε ξύλο παρά μόνον ο
σταυρικός. Και σε κανέναν άλλο θάνατο επίσης δεν τρυπιούνται χέρια και
πόδια παρά μόνον στο σταυρικό.
Και το ότι με την ενανθρώπηση του Χριστού άρχισαν όλα τα έθνη από παντού
να γνωρίζουν τον αληθινό Θεό, κι αυτό οι προφήτες δεν το άφησαν χωρίς να το
πουν· το μνημονεύει η Αγία Γραφή· λέει συγκεκριμμένα: «Αυτός θα είναι η
ρίζα του Ιεσσαί και η σημαία που θα εξουσιάζει τα έθνη· σ’ αυτόν θα
προστρέξουν όλα τα έθνη». Αυτά τα λίγα αρκούν, για ν’ αποδείξουν τα
γεγονότα.
Κάθε προφητεία της Αγίας Γραφής έχει εκπληρωθεί και ελέγχει την απιστία
των Ιουδαίων. Διότι, ποιός ποτέ από τους δικαίους, προφήτες και πατριάρχες,
που διηγείται η Αγία Γραφή, γεννήθηκε σωματικά μόνον από μία παρθένο;
Ή, ποιά γυναίκα, χωρίς άνδρα, κατάφερε μόνη της να φέρει στη ζωή (γεννήσει)
ανθρώπους; Δεν γεννήθηκε ο Άβελ από τον Αδάμ, ο Ενώχ από τον Ιάρεδ,
ο Νώε από τον Λάμεχ, ο Αβραάμ από τον Θάρρα, ο Ισαάκ από τον Αβραάμ και
ο Ιακώβ από τον Ισαάκ; Δεν γεννήθηκε ο Ιούδας από τον Ιακώβ, ο Μωϋσής και
ο Ααρών από τον Αμεράμ; Δεν είναι ο Σαμουήλ του Ελκανά, ο Δαβίδ του
Ιεσσαί, ο Σολομών του Δαβίδ, ο Εζεκίας του Άχαζ, ο Ιωσίας του Αμώς,
ο Ησαΐας του Αμώς, ο Ιερεμίας του Χελκία, ο Ιεζεκιήλ του Βουζί;
Δεν έχει ο καθένας αίτιο της γεννήσεώς του τον πατέρα του;
Ποιός, λοιπόν, γεννήθηκε μόνον από παρθένο κόρη; Διότι πολύ ενδιαφέρθηκε
ο προφήτης να τονίσει τη σημασία αυτού του γεγονότος.
Σε τίνος γέννηση πάλι φάνηκε προηγουμένως να τρέχει στον ουρανό αστέρι,
και ν’ αναγγέλλει σ’ όλη την οικουμένη αυτόν που γεννήθηκε; Τον Μωϋσή π.χ.,
όταν γεννιόταν, οι γονείς του τον έκρυβαν. Τον Δαβίδ δεν τον άκουσαν ούτε οι
γείτονες, ούτε ακόμη ο μεγάλος προφήτης Σαμουήλ· ρωτούσε μάλιστα να μάθει,
αν έχει άλλο παιδί ο Ιεσσαί. Ο Αβραάμ πάλι, μόνον όταν μεγάλωσε, έγινε
γνωστός στους γείτονές του. Για τη γέννηση όμως του Χριστού δεν έχουμε για
μάρτυρα άνθρωπο, αλλά αστέρι που έλαμψε στον ουρανό· από κει που εκείνος
κατέβηκε στη γη.
36. Τίς δὲ πώποτε τῶν γενομένων βασιλέων "πρὶν ἰσχῦσαι καλεῖν
πατέρα ἢ μητέρα" ἐβασίλευσε καὶ τρόπαια κατὰ τῶν ἐχθρῶν εἴληφεν;
οὐ Δαβὶδ τριακονταετὴς ἐβασίλευσε, καὶ Σαλομὼν νέος γεγονὼς
ἐβασίλευσεν; Οὐκ Ἰωὰς ἐτῶν ἑπτὰ γενόμενος ἐπὶ τὴν βασιλείαν
παρῆλθε, καὶ ὁ ἔτι κατωτέρω Ἰωσίας περὶ ἔτη γεγονὼς ἑπτὰ τῆς
ἀρχῆς ἀντελάβετο; Ἀλλὰ καὶ ὅμως οὗτοι ταύτην ἄγοντες τὴν ἡλικίαν,
ἴσχυον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα.
Τίς οὖν ἄρα ἐστὶν ὁ σχεδὸν πρὶν γενέσεως βασιλεύων, καὶ σκυλεύων
τοὺς ἐχθρούς; Τίς δὲ τοιοῦτος γέγονε βασιλεὺς ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ ἐν
τῷ Ἰούδᾳ, λεγέτωσαν οἱ Ἰουδαῖοι διερευνήσαντες, ἐφ᾿ ὃν τὰ ἔθνη
πάντα τὴν ἐλπίδα τέθεινται καὶ εἰρήνην ἔσχε;
Καὶ οὐ μᾶλλον ἠναντιοῦντο πανταχόθεν αὐτοῖς; Ἕως γὰρ συνειστήκει
ἡ Ἱερουσαλήμ, πόλεμος ἦν ἄσπονδος αὐτοῖς, καὶ ἐμάχοντο πάντες
πρὸς τὸν Ἰσραήλ, Ἀσσύριοι μὲν θλίβοντες, Αἰγύπτιοι δὲ διώκοντες,
Βαβυλώνιοι δὲ ἐπιβαίνοντες· καὶ τό γε θαυμαστόν, ὅτι καὶ Σύρους τοὺς
ἐκ γειτόνων ἀντιπολεμοῦντας εἶχον αὐτοῖς.
Ἢ οὐχὶ Δαβὶδ τοὺς ἐν Μωὰβ ἐπολέμει, καὶ τοὺς Σύρους ἐξέκοπτεν,
Ἰωσίας τοὺς πλησίον ἐφυλάττετο, καὶ Ἐζεκίας ἐδειλία τὴν ἀλαζονείαν
τοῦ Σεναχηρείμ, καὶ Μωϋσεῖ ὁ Ἀμαλὴκ ἐστρατεύετο, καὶ οἱ Ἀμορραῖοι
ἠναντιοῦντο Ἰησοῦ τῷ τοῦ Ναυὴ, οἱ τὴν Ἱεριχὼ κατοικοῦντες
ἀντιπαρετάσσοντο; Καὶ ὅλως ἄσπονδα ἦν τοῖς ἔθνεσι πρὸς τὸν
Ἰσραὴλ τὰ τῆς φιλίας; Τίς οὖν ἐστὶν εἰς ὃν τὰ ἔθνη τὴν ἐλπίδα τίθεται,
ἄξιον ἰδεῖν· εἶναι γὰρ δεῖ, ἐπεὶ καὶ τὸν προφήτην ἀδύνατον ψεύσασθαι.
Τίνος δὲ τῶν ἁγίων προφητῶν ἢ τῶν ἄνωθεν πατριαρχῶν ὁ θάνατος
ἐν σταυρῷ γέγονεν ὑπὲρ τῆς πάντων σωτηρίας; Ἢ τίς ἐτραυματίσθη
καὶ ἀνῃρέθη ὑπὲρ τῆς πάντων ὑγείας; Τίς δὲ τῶν δικαίων ἢ τῶν
βασιλέων κατῆλθεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ τῇ τούτου καθόδῳ τὰ τῶν
Αἰγυπτίων εἴδωλα πέπαυται; Ἀβραὰμ μὲν γὰρ κατῆλθε, καὶ πάλιν ἡ
εἰδωλολατρία κατὰ πάντων. Μωϋσῆς ἐκεῖ γεγέννηται, καὶ οὐδὲν
ἧττον ἦν ἐκεῖ ἡ τῶν πεπλανημένων θρησκεία.     Ποιός πάλι απ’ όσους έγιναν βασιλείς, προτού «μπορέσει να πει το όνομα του
πατέρα ή της μητέρας του», βασίλεψε και πέτυχε νίκες εναντίον των εχθρών;
Ο Δαβίδ δεν βασίλεψε όταν έγινε τριάντα χρονών; Και ο Σολομών νέος δεν
έγινε βασιλιάς; Και ο Ιωάς δεν ανέβηκε στο βασιλικό θρόνο σε ηλικία επτά
ετών; Και ο μετέπειτα Ιωσίας δεν ανέλαβε τη βασιλεία σε ηλικία επτά ετών;
Κι αυτοί όμως, παρόλο που βρίσκονταν σε τόσο μικρή ηλικία, μπορούσαν να
προφέρουν το όνομα του πατέρα ή της μητέρας τους.
Ποιός, λοιπόν, είναι άραγε αυτός που προτού γεννηθεί είναι βασιλιάς και
εξολοθρεύει τους εχθρούς; Ας μας πουν οι Ιουδαίοι ιστορικοί: ποιός βασιλιάς
στο βασίλειο του Ισραήλ και του Ιούδα υπήρξε τέτοιος, στον οποίο να ελπίζουν
όλα τα έθνη και έκαμε την ειρήνη;
Και από παντού δεν επιτίθενταν εναντίον τους; Από τότε που κτίσθηκε
η Ιερουσαλήμ είχαν αδιάκοπο πόλεμο και πολεμούσαν όλοι εναντίον του
Ισραήλ: οι Ασσύριοι τους πίεζαν, οι Αιγύπτιοι τους καταδίωκαν και οι
Βαβυλώνιοι τους κατακτούσαν· και το πιο παράξενο, ακόμη και οι γείτονές
τους, οι Σύριοι, πολεμούσαν εναντίον τους.
Ή μήπως δεν πολεμούσε ο Δαβίδ τους Μωαβίτες και δεν εξολόθρευε τους
Σύριους; Ο Ιωσίας δεν πρόσεχε από τους γείτονές του και ο Εζεκίας δεν
φοβόταν τη φιλοδοξία του Σεναχηρείμ; Οι Αμαληκίτες δεν πολεμούσαν τον
Μωϋσή και οι Αμορραίοι, όπως και οι κάτοικοι της Ιεριχώ, δεν
αντιπαρατάσσονταν στον Ιησού του Ναυή; Και γενικά δεν ήταν τελείως
εχθρικά τα έθνη προς τον Ισραήλ; Αξίζει, λοιπόν, να δούμε ποιός είναι αυτός
στον οποίο ελπίζουν τα έθνη· διότι πρέπει να υπάρχει, αφού ο προφήτης είναι
αδύνατον να λέει ψέμματα.
Ποιός από τους άγιους προφήτες η τους αρχαίους πατριάρχες πέθανε πάνω στο
σταυρό, για να σωθούν όλοι οι άνθρωποι; Ή ποιός πληγώθηκε και σκοτώθηκε,
για να έχουν όλοι την υγεία τους; Ποιός από τους δίκαιους ή τους βασιλείς
κατέβηκε στην Αίγυπτο, και με την κάθοδό του συνέβηκε να γκρεμιστούν τα
είδωλα των Αιγυπτίων; Κατέβηκε ο Αβραάμ στην Αίγυπτο, αλλά πάλι η
ειδωλολατρία ήταν κυρίαρχη. Ο Μωϋσής εκεί γεννήθηκε, αλλά καθόλου δεν
μειώθηκε η θρησκεία της πλάνης.
37. Τίς δὲ τῶν ἐν τῇ γραφῇ μαρτυρουμένων διωρύχθη τὰς χεῖρας καὶ
τοὺς πόδας, ἢ ὅλως ἐπὶ ξύλου κεκρέμασται, καὶ σταυρῷ τετελείωται
ὑπὲρ τῆς πάντων σωτηρίας; Ἀβραὰμ μὲν γὰρ ἐπὶ κλίνης ἐκλείπων
ἀπέθανεν· Ἰσαὰκ δὲ καὶ Ἰακὼβ καὶ αὐτοὶ ἐξάραντες τοὺς πόδας ἐπὶ
κλίνης ἀπέθανον. Μωϋσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τῷ ὄρει, Δαβὶδ ἐν τῷ οἴκῳ
τετελεύτηκεν, οὐδεμίαν ἐπιβουλὴν ὑπὸ τῶν λαῶν παθών. Εἰ δὲ καὶ
ἐζητήθη ὑπὸ τοῦ Σαούλ, ἀλλὰ ἀβλαβὴς ἐσῴζετο. Ἡσαΐας ἐπρίσθη μέν,
ἀλλ᾿ οὐκ ἐπὶ ξύλου κεκρέμασται· Ἱερεμίας ὑβρίσθη, ἀλλ᾿ οὐ κατακριθεὶς
ἀπέθανεν· Ἰεζεκιὴλ ἔπασχεν, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ τὰ ἐσόμενα
κατὰ τοῦ λαοῦ σημαίνων.
Ἔπειτα οὗτοι, καὶ πάσχοντες, ἄνθρωποι ἦσαν, ὁποῖοι καὶ πάντες
κατὰ τὴν τῆς φύσεως ὁμοιότητα· ὁ δὲ σημαινόμενος ἐκ τῶν γραφῶν
ὑπὲρ πάντων πάσχειν, οὐκ ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζωὴ πάντων
λέγεται, κἂν ὅμοιος κατὰ τὴν φύσιν τοῖς ἀνθρώποις. «Ὄψεσθε γάρ,
φησί, τὴν ζωὴν ὑμῶν κρεμαμένην ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν», καὶ·
«Τὴν γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται;»
Πάντων μὲν γὰρ τῶν ἁγίων τὴν γενεάν τις δύναται μαθὼν ἄνωθεν
διηγήσασθαι τίς καὶ πόθεν ἕκαστος γέγονε· τοῦ δὲ τυγχάνοντος ζωῆς
ἀδιήγητον τὴν γενεὰν οἱ θεῖοι σημαίνουσι λόγοι. Τίς οὖν ἐστι, περὶ οὗ
ταῦτα λέγουσιν αἱ θεῖαι γραφαί; ἢ τίς τηλικοῦτος, ὡς καὶ τοὺς
προφήτας περὶ αὐτοῦ τοσαῦτα προκαταγγέλλειν;
Ἀλλὰ γὰρ οὐδεὶς ἄλλος ἐν ταῖς γραφαῖς εὑρίσκεται, πλὴν τοῦ κοινοῦ
πάντων Σωτῆρος τοῦ Θεοῦ Λόγου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Οὗτος γάρ ἐστιν ὁ ἐκ παρθένου προελθὼν καὶ ἄνθρωπος ἐπὶ γῆς
φανεὶς καὶ ἀδιήγητον ἔχων τὴν κατὰ σάρκα γενεάν. Οὐ γάρ ἐστιν ὃς
δύναται τὸν κατὰ σάρκα πατέρα τούτου λέγειν, οὐκ ὄντος τοῦ
σώματος αὐτοῦ ἐξ ἀνδρὸς ἀλλ᾿ ἐκ παρθένου μόνης.
Ὥσπερ οὖν τοῦ Δαβὶδ καὶ Μωϋσέως καὶ πάντων τῶν πατριαρχῶν
τοὺς πατέρας τις γενεαλογεῖν δύναται, οὕτως οὐδεὶς δύναται τὴν
κατὰ σάρκα γενεὰν τοῦ Σωτῆρος ἐξ ἀνδρὸς διηγήσασθαι. Οὗτός ἐστιν
ὁ καὶ τὸν ἀστέρα σημαίνειν τὴν τοῦ σώματος γένεσιν ποιήσας. Ἔδει
γὰρ ἀπ᾿ οὐρανοῦ κατερχόμενον τὸν Λόγον, ἐξ οὐρανοῦ καὶ τὴν
σημασίαν ἔχειν· καὶ ἔδει τὸν τῆς κτίσεως βασιλέα προερχόμενον,
ἐμφανῶς ὑπὸ πάσης τῆς οἰκουμένης γινώσκεσθαι.
Ἀμέλει ἐν Ἰουδαίᾳ ἐγεννᾶτο, καὶ οἱ ἀπὸ Περσίδος ἤρχοντο
προσκυνῆσαι αὐτῷ. Οὗτός ἐστιν ὁ καὶ πρὶν τῆς σωματικῆς ἐπιφανείας
λαβὼν τὴν κατὰ τῶν ἀντικειμένων δαιμόνων νίκην, καὶ κατὰ τῆς
εἰδωλολατρίας τρόπαια.
Πάντες γοῦν πανταχόθεν οἱ ἀπὸ τῶν ἐθνῶν, ἐξομνύμενοι τὴν πάτριον
συνήθειαν καὶ τὴν εἰδώλων ἀθεότητα, πρὸς τὸν Χριστὸν λοιπὸν τὴν
ἐλπίδα τίθενται, καὶ αὐτῷ καταγράφουσιν ἑαυτούς, ὡς καὶ τοῖς
ὀφθαλμοῖς ἔξεστιν ἰδεῖν τὸ τοιοῦτον. Οὐδὲ γὰρ ἄλλοτε ἡ τῶν
Αἰγυπτίων ἀθεότης πέπαυται, εἰ μὴ ὅτε ὁ Κύριος τοῦ παντός, ὡς ἐπὶ
νεφέλης ἐποχούμενος, τῷ σώματι κατῆλθεν ἐκεῖ, καὶ τὴν τῶν εἰδώλων
κατήργησε πλάνην, πάντας δὲ εἰς ἑαυτὸν καὶ δι᾿ ἑαυτοῦ πρὸς τὸν
Πατέρα μετήνεγκεν.
Οὗτός ἐστιν ὁ σταυρωθεὶς ἐπὶ μάρτυρι τῷ ἡλίῳ καὶ τῇ κτίσει καὶ τοῖς
αὐτῷ τὸν θάνατον προσαγαγοῦσι· καὶ τῷ τούτου θανάτῳ ἡ σωτηρία
πᾶσι γέγονε, καὶ ἡ κτίσις πᾶσα λελύτρωται. Οὗτός ἐστιν ἡ πάντων
ζωή, καὶ ὁ ὡς πρόβατον ὑπὲρ τῆς πάντων σωτηρίας ἀντίψυχον τὸ
ἑαυτοῦ σῶμα εἰς θάνατον παραδούς, κἂν Ἰουδαῖοι μὴ πιστεύωσιν.     Απ’ όσους μας διηγείται η Αγία Γραφή, ποιού του τρύπησαν τα χέρια και τα
πόδια; Ή γενικά ποιόν κρέμασαν στο ξύλο και πέθανε πάνω στο σταυρό για
τη σωτηρία όλων; Διότι ο Αβραάμ στο τέλος της ζωής του πέθανε στο κρεβάτι·
ο Ισαάκ και ο Ιακώβ κι αυτοί άπλωσαν τα πόδια τους στο κρεβάτι και πέθαναν.
Ο Μωϋσής και ο Ααρών πέθαναν στο όρος, ο Δαβίδ στο σπίτι του, χωρίς να
υποστεί καμιά επιβουλή από το λαό. Αν και τον καταδίωξε ο Σαούλ,
σώθηκε όμως χωρίς να πάθει τίποτε. Ο Ησαΐας πάλι πριονίστηκε, αλλά δεν
κρεμάστηκε στο ξύλο. Τον Ιερεμία τον έβρισαν, αλλά δεν πέθανε
καταδικασμένος. Ο Ιεζεκιήλ υπέφερε πάθη, όχι όμως για χάρη του λαού, αλλά
για να επισημάνει ποιά δεινά θα συμβούν στο μέλλον στο λαό.
Έπειτα αυτοί, αν και έπασχαν, ήταν άνθρωποι, όμοιοι στη φύση με όλους.
Αυτός όμως, για τον οποίο προφητεύουν οι Γραφές ότι θα θυσιαστεί για χάρη
όλων, δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά η ζωή όλων, αν και στη φύση είναι
όμοιος με τους ανθρώπους. Διότι λέει η Γραφή: «Θα δείτε αυτόν που είναι η
ζωή σας να είναι κρεμασμένος μπροστά στα μάτια σας»· και αλλού λέει:
«Ποιός θα διηγηθεί για τη γενιά του;».
Διότι, την καταγωγή όλων των αγίων, αφού την πληροφορηθεί κάποιος, μπορεί
να την πει, ποιός είναι ο καθένας και από που κατάγεται· αυτός όμως που είναι
η ζωή,η καταγωγή του είναι ανεκδιήγητη, όπως λέει η Αγία Γραφή. Ποιός είναι,
λοιπόν, αυτός για τον οποίο λέει αυτά η Αγία Γραφή; Ή ποιός είναι τόσο
σπουδαίος, ώστε και οι προφήτες να προαναγγέλλουν τόσα πολλά γι’ αυτόν;
Διότι, κανένας άλλος δεν βρίσκεται τόσο μεγάλος μέσα στην Αγία Γραφή,
εκτός από τον κοινό Σωτήρα όλων, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, το Λόγο του
Θεού. Διότι αυτός είναι που γεννήθηκε από παρθένο κόρη και ενανθρώπησε
και έχει άγνωστη την ανθρώπινη ρίζα της γενιάς του. Δεν υπάρχει κανείς που
να μπορεί να ονομάσει τον σαρκικό πατέρα του, διότι το σώμα του δεν
προήλθε από άνδρα αλλά μόνον από παρθένο κόρη.
Όπως λοιπόν μπορεί ν’ αναζητήσει κάποιος το γενεαλογικό δέντρο του Δαβίδ,
του Μωϋσή και όλων των πατριαρχών, έτσι δεν μπορεί ν’ απαριθμήσει την
ανθρώπινη ρίζα του Σωτήρα από την πλευρά του πατέρα. Αυτός είναι που
δημιούργησε το αστέρι, για να δηλώσει τη σωματική του γέννηση. Διότι
έπρεπε, αφού από τον ουρανό κατέβηκε ο Λόγος, και από τον ουρανό να δοθεί
το μήνυμα της γεννήσεώς του. Και έπρεπε, εφόσον ο ερχόμενος ήταν ο
βασιλιάς της κτίσεως, να τον γνωρίζει ξεκάθαρα όλη η οικουμένη.
Αν και γεννήθηκε στην Ιουδαία, έρχονταν να τον προσκυνήσουν
οι Πέρσες. Αυτός είναι που και πριν από την ενανθρώπησή του
πήρε τη νίκη ενάντια στους αντίπαλους δαίμονες και τα τρόπαια ενάντια
στην ειδωλολατρία.
Όλοι, λοιπόν, οι ειδωλολάτρες απ’ όλα τα έθνη απαρνήθηκαν τις
πατροπαράδοτες συνήθειές τους και την αθεΐα των ειδώλων· εναποθέτουν
λοιπόν την ελπίδα τους στο Χριστό και γίνονται στρατιώτες του, πράγμα που
είναι δυνατόν να το δούμε με τα μάτια μας. Διότι ποτέ άλλοτε δεν είχε παύσει
η αθεΐα των Αιγυπτίων, παρά μόνον όταν ο Παντοκράτωρ Κύριος κατέβηκε
εκεί σωματικά, σαν να ήταν πάνω σε σύννεφο· κατάργησε εκεί την πλάνη
των ειδώλων και όλους τους τράβηξε κοντά του και τους οδήγησε στη
συνέχεια προς τον Πατέρα του.
Αυτός είναι εκείνος που σταυρώθηκε με μάρτυρα τον ήλιο και την κτίση και
αυτούς που τον θανάτωσαν. Και με το θάνατό του συντελέστηκε η σωτηρία
όλων και λυτρώθηκε όλη η κτίση. Αυτός είναι η ζωή όλων, και εκείνος που
παράδωσε σαν πρόβατο το σώμα του σε θάνατο για τη σωτηρία όλων,
αν και οι Ιουδαίοι δεν τον πιστεύουν.
38. Εἰ γὰρ μὴ αὐτάρκη νομίζουσι ταῦτα, κἂν ἐξ ἑτέρων πειθέσθωσαν
ἀφ᾿ ὧν αὐτοὶ πάλιν ἔχουσι λογίων. Περὶ τίνος γὰρ λέγουσιν οἱ
προφῆται· "Ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, εὑρέθην τοῖς ἐμὲ
μὴ ἐπερωτῶσιν· εἶπα ἰδού εἰμι τῷ ἔθνει οἳ οὐκ ἐκάλεσάν μου τὸ ὄνομα·
ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα;"
Τίς οὖν ἐστιν ὁ ἐμφανὴς γενόμενος; Εἴποι τις πρὸς Ἰουδαίους· εἰ μὲν
γὰρ ὁ προφήτης ἐστί, λεγέτωσαν πότε ἐκρύπτετο, ἵνα καὶ ὕστερον
φανῇ· Ποῖος δὲ οὗτός ἐστιν ὁ προφήτης ὁ καὶ ἐμφανὴς ἐξ ἀφανῶν
γενόμενος, καὶ τὰς χεῖρας ἐκπετάσας ἐπὶ σταυροῦ; Τῶν μὲν οὖν
δικαίων οὐδείς, μόνος δὲ ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, ὁ ἀσώματος ὢν τὴν φύσιν
καὶ δι᾿ ἡμᾶς σώματι φανεὶς καὶ ὑπὲρ ἡμῶν παθών.
Ἢ εἰ μηδὲ τοῦτο αὔταρκες αὐτοῖς, κἂν ἐξ ἑτέρων δυσωπείσθωσαν,
οὕτως ἐναργῆ τὸν ἔλεγχον ὁρῶντες· φησὶ γὰρ ἡ γραφή· "Ἰσχύσατε
χεῖρες ἀνειμέναι καὶ γόνατα παραλελυμένα· παρακαλέσατε οἱ
ὀλιγόψυχοι τῇ διανοίᾳ· ἰσχύσατε, μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἡμῶν
κρίσιν ἀνταποδίδωσιν, αὐτὸς ἥξει καὶ σώσει ἡμᾶς· τότε ἀνοιχθήσονται
ὀφθαλμοὶ τυφλῶν, καὶ ὦτα κωφῶν ἀκούσονται· τότε ἁλεῖται ὡς
ἔλαφος ὁ χωλός, καὶ τρανὴ ἔσται γλῶσσα μογγιλάλων."
Τί τοίνυν καὶ περὶ τούτου δύνανται λέγειν, ἢ πῶς ὅλως καὶ πρὸς
τοῦτο τολμῶσιν ἀντιβλέπειν; Ἡ μὲν γὰρ προφητεία Θεὸν ἐπιδημεῖν
σημαίνει, τὰ δὲ σημεῖα καὶ τὸν χρόνον τῆς παρουσίας γνωρίζει· τό τε
γὰρ τυφλοὺς ἀναβλέπειν, καὶ χωλοὺς περιπατεῖν, καὶ κωφοὺς ἀκούειν,
καὶ τρανοῦσθαι μογγιλάλων τὴν γλῶσσαν, ἐπὶ τῇ γενομένῃ θείᾳ
παρουσίᾳ λέγουσι. Πότε τοίνυν γέγονε τοιαῦτα σημεῖα ἐν τῷ Ἰσραὴλ
ἢ ποῦ τοιοῦτόν τι γέγονεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, λεγέτωσαν.
Λεπρὸς ἐκαθαρίσθη Ναιμάν, ἀλλ᾿ οὐ κωφὸς ἤκουσεν, οὐδὲ χωλὸς
περιεπάτησε. Νεκρὸν ἤγειρεν Ἠλίας καὶ Ἐλισσαῖος, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ γενετῆς
ἀνέβλεψε τυφλός. Μέγα μὲν γὰρ καὶ τὸ ἐγεῖραι νεκρὸν ἀληθῶς, ἀλλ᾿ οὐ
τοιοῦτον, ὁποῖον τὸ παρὰ τοῦ Σωτῆρος θαῦμα. Πλὴν εἰ τὸ περὶ τοῦ
λεπροῦ καὶ τοῦ νεκροῦ τῆς χήρας οὐ σεσιώπηκεν ἡ γραφή, πάντως εἰ
ἐγεγόνει καὶ χωλὸν περιπατεῖν καὶ τυφλὸν ἀναβλέπειν, οὐκ ἂν παρῆκε
τοῦ δηλῶσαι καὶ ταῦτα ὁ λόγος. Ἐπειδὴ δὲ σεσιώπηται ἐν ταῖς
γραφαῖς, δῆλόν ἐστι μὴ γεγενῆσθαι ταῦτα πρότερον.
Πότε οὖν γέγονε ταῦτα, εἰ μὴ ὅτε αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν σώματι
παραγέγονε; Πότε δὲ παραγέγονεν, εἰ μὴ ὅτε χωλοὶ περιεπάτησαν,
καὶ μογγιλάλοι ἐτρανώθησαν, καὶ κωφοὶ ἤκουσαν, καὶ τυφλοὶ ἐκ
γενετῆς ἀνέβλεψαν; Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ οἱ τότε θεωροῦντες Ἰουδαῖοι
ἔλεγον, ὡς οὐκ ἄλλοτε ταῦτα γενόμενα ἀκούσαντες· «Ἐκ τοῦ αἰῶνος
οὐκ ἠκούσθη, ὅτι ἀνέῳξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· εἰ μὴ ἦν
οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν».     Εάν βέβαια δεν τα θεωρούν αυτά αρκετά για να τους πείσουν, ας πεισθούν
τουλάχιστον από άλλες προφητείες που αυτοί πάλι έχουν. Διότι, για ποιόν λένε
οι προφήτες: «Φανερώθηκα σ’ αυτούς που δεν με αναζητούσαν· βρέθηκα απ’
αυτούς που δεν ρωτούσαν για μένα· είπα, να εγώ είμαι σε έθνος που δεν
αποκαλεί το όνομά μου· άπλωσα τα χέρια μου σ’ έναν απειθή λαό που αντιδρά»;
Θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος τους Ιουδαίους: ποιός είναι λοιπόν αυτός
που εμφανίστηκε; Εάν είναι προφήτης, ας μας πουν πότε κρυβόταν, για να
εμφανιστεί έπειτα. Και ποιός είναι αυτός ο προφήτης που κρυβόταν κι
εμφανίστηκε έπειτα, και άπλωσε τα χέρια του πάνω στο σταυρό; Δεν είναι
κανείς από τους δίκαιους· είναι μόνον ο Λόγος του Θεού, που είναι ασώματος
στη φύση του, αλλά για χάρη μας πήρε σώμα και έπαθε για τη σωτηρία μας.
Εάν και αυτό δεν τους ικανοποιεί, τουλάχιστον ας ντραπούν από τα υπόλοιπα,
διότι θα δουν σ’ αυτά φανερή την απόδειξη. Διότι λέει η Αγία Γραφή: «Πάρτε
δύναμη τα αποκαμωμένα χέρια και τα παράλυτα πόδια· να πείτε σ’ όσους
φοβούνται: να είστε δυνατοί, μη φοβόσαστε· διότι, να, ο Θεός μας θά ρθει να
εκδικηθεί, αυτός θα έρθει και θα μας σώσει. Τότε τα μάτια των τυφλών θ’
ανοιχτούν και τ’ αυτιά των κουφών θ’ ακούσουν· τότε θα πηδάει σαν ελάφι
ο κουτσός και η γλώσσα των μουγγών θα λέει πολλά».
Τί λοιπόν μπορούν να πουν και γι’ αυτή την προφητεία, ή πώς τολμούν να τη
βλέπουν μπροστά τους; Διότι η προφητεία δηλώνει ότι ο Θεός θα ενανθρωπίσει
και κάνει γνωστά τα σημάδια και το χρόνο της παρουσίας του. Το ότι οι τυφλοί
βλέπουν, οι κουτσοί περπατούν, οι κουφοί ακούν και η γλώσσα των μουγγών
λέει πολλά, όλα αυτά (τα θαυμαστά σημεία) τα λέει για το γεγονός της
σαρκώσεως του Θεού. Ας πουν, πότε συνέβησαν τέτοια μεγάλα σημεία στο
(βασίλειο του) Ισραήλ ή σε κάποιο μέρος (του βασιλείου) της Ιουδαίας;
Καθαρίστηκε βέβαια από τη λέπρα ο Ναιμάν, αλλά κανείς κουφός δεν άκουσε
ούτε κουτσός περπάτησε. Ανάστησαν νεκρό ο Ηλίας και ο Ελισσαίος, αλλά δεν
είδε το φως τυφλός από γεννησιμιού του. Είναι σπουδαίο πράγματι ν’
αναστηθεί νεκρός, αλλ’ όχι τόσο σπουδαίο σαν τα θαύματα του Σωτήρα.
Μάλιστα,εφόσον η Γραφή δεν αποσιώπησε το θαύμα του λεπρού και του
νεκρού παιδιού της χήρας, σίγουρα δεν θα παρέλειπε να πει κι αν συνέβαινε
κουτσός να
περπατήσει και τυφλός να δει. Επειδή όμως δεν τα αναφέρει η Αγία
Γραφή, είναι φανερό ότι δεν είχαν συμβεί αυτά προηγουμένως.
Πότε λοιπόν συνέβησαν αυτά, παρά μόνον όταν ενανθρώπισε ο Λόγος του
Θεού; Και πότε ήρθε, παρά όταν οι κουτσοί περπάτησαν, οι μουγγοί
μίλησαν, οι κουφοί άκουσαν και οι τυφλοί από τη γέννα τους είδαν το φως;
Γι’ αυτό το λόγο και οι Ιουδαίοι που τα έβλεπαν αυτά τότε έλεγαν, ότι δεν
έχουν ακούσει να γίνονται τέτοια θαυμαστά γεγονότα παλαιότερα: «Ποτέ δεν
ακούστηκε ότι άνοιξε κάποιος τα μάτια εκ γενετής τυφλού· εάν αυτός που το
έκανε δεν ήταν από το Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε».
39. Ἀλλ᾿ ἴσως καὶ αὐτοὶ μὴ δυνάμενοι πρὸς τὰ φανερὰ διαμάχεσθαι,
οὐκ ἀρνήσονται μὲν τὰ γεγραμμένα, προσδοκᾶν δὲ ταῦτα καὶ μηδέπω
παραγεγενῆσθαι τὸν Θεὸν Λόγον διαβεβαιώσονται. Τοῦτο γὰρ ἄνω
καὶ κάτω θρυλλοῦντες, οὐκ ἐρυθριῶσιν ἀναιδευόμενοι πρὸς τὰ
φαινόμενα.
Ἀλλὰ περὶ τούτου καὶ πρὸ πάντων μᾶλλον ἐλεγχθήσονται, οὐ παρ᾿
ἡμῶν, ἀλλὰ παρὰ τοῦ σοφωτάτου Δανιὴλ σημαίνοντος καὶ τὸν
παρόντα καιρόν, καὶ τὴν θείαν τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίαν, λέγοντος·
«Ἑβδομήκοντα ἑβδομάδες συνετμήθησαν ἐπὶ τὸν λαόν σου, καὶ ἐπὶ τὴν
πόλιν τὴν ἁγίαν, τοῦ συντελεσθῆναι ἁμαρτίαν, καὶ τοῦ σφραγισθῆναι
ἁμαρτίας, καὶ ἀπαλεῖψαι τὰς ἀδικίας, καὶ τοῦ ἐξιλάσασθαι τὰς ἀδικίας,
καὶ τοῦ ἀγαγεῖν δικαιοσύνην αἰώνιον, καὶ τοῦ σφραγίσαι ὅρασιν καὶ
προφήτην, καὶ τοῦ χρίσαι ἅγιον ἁγίων· καὶ γνώσῃ καὶ συνήσεις ἀπὸ
ἐξόδου λόγου τοῦ ἀποκριθῆναι, καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλήμ, ἕως
Χριστοῦ ἡγουμένου.»
Ἴσως ἐπὶ τοῖς ἄλλοις κἂν προφάσεις εὑρίσκειν δύνανται, καὶ εἰς
μέλλοντα χρόνον ἀναβάλλεσθαι τὰ γεγραμμένα. Τί δὲ πρὸς ταῦτα
λέγειν ἢ ὅλως ἀντωπῆσαι δύνανται; ὅπουγε καὶ ὁ Χριστὸς σημαίνεται,
καὶ ὁ χριόμενος οὐκ ἄνθρωπος ἁπλῶς ἀλλ᾿ Ἅγιος ἁγίων εἶναι
καταγγέλλεται, καὶ ἕως τῆς παρουσίας αὐτοῦ Ἱερουσαλὴμ συνίσταται,
καὶ λοιπὸν παύεται προφήτης καὶ ὅρασις ἐν τῷ Ἰσραήλ.
Ἐχρίσθη πάλαι Δαβίδ, καὶ Σολομών, καὶ Ἐζεκίας, ἀλλὰ καὶ πάλιν
Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ τόπος συνειστήκει, καὶ προφῆται προεφήτευον, Γάδ,
καὶ Ἀσάφ, καὶ Νάθαν, καὶ μετ᾿ αὐτοὺς Ἡσαΐας, καὶ Ὠσηέ, καὶ Ἀμώς,
καὶ ἄλλοι. Ἔπειτα καὶ αὐτοὶ οἱ χρισθέντες ἄνθρωποι ἅγιοι ἐκλήθησαν,
καὶ οὐχ ἅγιοι ἁγίων.
Ἀλλ᾿ ἐὰν τὴν αἰχμαλωσίαν προβάλλωνται, καὶ δι᾿ αὐτὴν μὴ εἶναι
λέγωσι τὴν Ἱερουσαλήμ, τί καὶ περὶ τῶν προφητῶν ἂν εἴποιεν; καὶ
γὰρ πάλαι καταβαίνοντος τοῦ λαοῦ εἰς Βαβυλῶνα, ἦσαν ἐκεῖ Δανιὴλ
καὶ Ἱερεμίας· προεφήτευον δὲ Ἰεζεκιὴλ καὶ Ἀγγαῖος καὶ Ζαχαρίας.     Ίσως όμως κι αυτοί, επειδή δεν μπορούν φανερά ν’ αντιμάχονται, δεν θ’
αρνηθούν όσα λέει η Αγία Γραφή· θα υποστηρίξουν όμως ότι αυτά ακόμη τα
περιμένουν να γίνουν, και θα βεβαιώσουν ότι δεν ήλθε ακόμη ο Λόγος του
Θεού. Αυτά τα διαδίδουν δεξιά κι αριστερά και δεν ντρέπονται που
αμφισβητούν τα γεγονότα.
Γι’ αυτό όμως θα δεχθούν πάνω απ’ όλα σφοδρό έλεγχο, όχι από μας, αλλά
από τον σοφότατο προφήτη Δανιήλ, ο οποίος καθορίζει και τον ακριβή
χρόνο της θείας ενανθρωπήσεως του Σωτήρα· λέει συγκεκριμμένα:
«Εβδομήντα εβδομάδες ορίστηκαν για το λαό σου και για την αγία πόλη σου,
ώστε να συντελεστεί η παράβαση και να τελειώσουν όλες οι αμαρτίες·
ν’ απαλειφτούν οι αδικίες και να γίνει εξιλέωση για την ανομία·
να εισαχθεί αιώνια δικαιοσύνη, να σφραγιστεί η όραση και η προφητεία και
να χριστεί ο Άγιος των αγίων. Γνώρισε λοιπόν και εννόησε ότι από την έκδοση
του διατάγματος, για ν’ ανοικοδομηθεί πάλι η Ιερουσαλήμ, έως που θα έρθει
ο Χριστός Ηγήτορας…».
Ίσως για τα άλλα να μπορούν να βρουν προφάσεις και ν’ αναβάλλουν για
μελλοντικό χρόνο την εκπλήρωση των προφητειών. Γι’ αυτά όμως τί μπορεί να
πουν ή πώς να τ’ αντιμετωπίσουν; Εδώ ολοφάνερα προφητεύεται ο Χριστός,
και ο χριόμενος δεν ομολογείται απλός άνθρωπος αλλά Άγιος των αγίων·
η Ιερουσαλήμ υπάρχει έως την παρουσία του, και στο εξής σταματούν να
υπάρχουν προφήτες και (μελλοντικά) οράματα στον Ισραήλ.
Χρίστηκε παλαιότερα ο Δαβίδ, ο Σολομών, ο Εζεκίας, αλλά και πάλι η
Ιερουσαλήμ και ο τόπος της εξακολουθούσαν να υπάρχουν· οι προφήτες
συνέχιζαν να προφητεύουν, όπως ο Γάδ, ο Ασάφ, ο Νάθαν, μετέπειτα ο Ησαΐας,
ο Ωσηέ, ο Αμώς και άλλοι. Έπειτα κι αυτοί που χρίστηκαν ονομάστηκαν άγιοι
άνθρωποι, όχι όμως άγιοι των αγίων.
Αλλά, εάν προβάλλουν ως επιχείρημα την αιχμαλωσία και ισχυρίζονται ότι
εξαιτίας της δεν θα υπάρχει η Ιερουσαλήμ, τί μπορούν να πουν και για τους
προφήτες (ότι δεν θα υπάρχουν); Διότι και παλαιότερα, όταν ο λαός εξοριζόταν
στη Βαβυλώνα, παρ’ όλ’ αυτά ήταν μαζί εκεί ο Δανιήλ και ο Ιερεμίας· και
προφήτευαν επίσης ο Ιεζεκιήλ, ο Αγγαίος και ο Ζαχαρίας.
40. Οὐκοῦν μυθολογοῦσιν Ἰουδαῖοι, καὶ παρόντα τὸν νῦν καιρὸν
ὑπερτίθενται. Πότε γὰρ ἐπαύσατο προφήτης ἢ ὅρασις ἀπὸ τοῦ
Ἰσραήλ, εἰ μὴ νῦν ὅτε ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων Χριστὸς παρεγένετο;
σημεῖον γὰρ καὶ μέγα γνώρισμα τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου παρουσίας, τὸ
μηκέτι μήτε τὴν Ἱερουσαλὴμ ἑστάναι, μήτε προφήτην ἐγερθῆναι, μήτε
ὅρασιν ἀποκαλύπτεσθαι τούτοις, καὶ μάλα εἰκότως.
Ἐλθόντος γὰρ τοῦ σημαινομένου, τίς ἔτι χρεία τῶν σημαινόντων ἦν;
Καὶ παρούσης τῆς Ἀληθείας, τίς ἔτι χρεία τῆς σκιᾶς ἦν; Διὰ τοῦτο γὰρ
καὶ προεφήτευον ἕως ἂν ἔλθῃ ἡ Αὐτοδικαιοσύνη καὶ ὁ λυτρούμενος τὰς
πάντων ἁμαρτίας. Διὰ τοῦτο καὶ Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ τοσοῦτον
συνειστήκει, ἵν᾿ ἐκεῖ προμελετῶσι τῆς ἀληθείας τοὺς τύπους.
Παρόντος τοίνυν τοῦ Ἁγίου τῶν ἁγίων, εἰκότως ἐσφραγίσθη καὶ
ὅρασις καὶ προφητεία, καὶ ἡ τῆς Ἱερουσαλὴμ βασιλεία πέπαυται. Ἐπὶ
τοσοῦτον γὰρ ἐχρίοντο παρ᾿ αὐτοῖς βασιλεῖς, ἕως ἂν ἐχρίσθη ὁ Ἅγιος
τῶν ἁγίων· καὶ Μωϋσῆς δὲ ἕως αὐτοῦ τὴν Ἰουδαίων ἵστασθαι
βασιλείαν προφητεύει λέγων· "Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα, καὶ
ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ,
καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν."
Ὅθεν καὶ αὐτὸς ὁ Σωτὴρ ἐβόα λέγων· "Ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται ἕως
Ἰωάννου προεφήτευσαν." Εἰ μὲν οὖν ἐστὶ παρὰ Ἰουδαίοις νῦν
βασιλεὺς ἢ προφήτης ἢ ὅρασις, καλῶς ἀρνοῦνται τὸν ἐλθόντα
Χριστόν. Εἰ δὲ μήτε βασιλεὺς μήτε ὅρασις, ἀλλ᾿ ἐσφράγισται λοιπὸν καὶ
πᾶσα προφητεία, καὶ ἡ πόλις καὶ ὁ ναὸς ἑάλω, τί τοσοῦτον ἀσεβοῦσι
καὶ παραβαίνουσιν, ὡς τὰ μὲν γενόμενα ὁρᾶν, τὸν δὲ ταῦτα
πεποιηκότα Χριστὸν ἀρνεῖσθαι;
τί δὲ καὶ τοὺς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν θεωροῦντες καταλιμπάνοντας τὰ
εἴδωλα, καὶ ἐπὶ τὸν Θεὸν Ἰσραὴλ διὰ τοῦ Χριστοῦ ἔχοντας τὴν ἐλπίδα,
ἀρνοῦνται τὸν ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ κατὰ σάρκα γενόμενον Χριστὸν καὶ
βασιλεύοντα λοιπόν; εἰ μὲν γὰρ ἄλλον ἐθρήσκευον τὰ ἔθνη θεόν, ἀλλὰ
μὴ τὸν Θεὸν Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ Μωϋσέως ὡμολόγουν,
καλῶς ἂν πάλιν προεφασίζοντο μὴ ἐληλυθέναι τὸν Θεόν.
Εἰ δὲ τὸν Μωϋσῇ δεδωκότα τὸν νόμον καὶ τῷ Ἀβραὰμ
ἐπαγγειλάμενον Θεόν, καὶ οὗ τὸν λόγον ἠτίμασαν Ἰουδαῖοι, τοῦτον
τὰ ἔθνη σέβουσι, διὰ τί μὴ γινώσκουσι, μᾶλλον δὲ διὰ τί ἑκόντες
παρορῶσιν, ὅτι ὁ προφητευόμενος ὑπὸ τῶν γραφῶν Κύριος ἐπέλαμψε
τῇ οἰκουμένῃ καὶ ἐπεφάνη σωματικῶς αὐτῇ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή·
"Κύριος ὁ Θεὸς ἐπέφανεν ἡμῖν", καὶ πάλιν· "Ἐξαπέστειλε τὸν Λόγον
αὐτοῦ καὶ ἰάσατο αὐτούς", καὶ πάλιν· "Οὐ πρέσβυς, οὐκ ἄγγελος, ἀλλ᾿
αὐτὸς ὁ Κύριος ἔσωσεν αὐτούς."
Ὅμοιον δὲ πάσχουσιν, ὡς εἴ τις παραπεπληγὼς τὴν διάνοιαν, τὴν μὲν
γῆν φωτιζομένην ὑπὸ τοῦ ἡλίου βλέποι, τὸν δὲ ταύτην φωτίζοντα
ἥλιον ἀρνεῖται. Τί γὰρ καὶ πλεῖον ἐλθὼν ὁ προσδοκώμενος παρ᾿ αὐτοῖς
ἔχει ποιῆσαι; Καλέσαι τὰ ἔθνη; Ἀλλ᾿ ἔφθασαν κληθῆναι. Ἀλλὰ παῦσαι
προφήτην, καὶ βασιλέα, καὶ ὅρασιν; Γέγονεν ἤδη καὶ τοῦτο. Τὴν
εἰδώλων ἀθεότητα διελέγξαι; Διηλέγχθη ἤδη καὶ κατεγνώσθη. Ἀλλὰ
τὸν θάνατον καταργῆσαι; Κατήργηται ἤδη.
Τί τοίνυν οὐ γέγονεν, ὃ δεῖ τὸν Χριστὸν ποιῆσαι; ἢ τί περιλείπεται, ὃ
μὴ πεπλήρωται, ἵνα νῦν χαίρωσιν Ἰουδαῖοι καὶ ἀπιστῶσιν; Εἰ γὰρ δή,
ὥσπερ οὖν καὶ ὁρῶμεν, οὔτε βασιλεύς, οὔτε προφήτης, οὔτε
Ἱερουσαλήμ, οὔτε θυσία, οὔτε ὅρασίς ἐστι παρ᾿ αὐτοῖς· ἀλλὰ καὶ πᾶσα
πεπλήρωται ἡ γῆ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀπὸ τῶν ἐθνῶν
καταλιμπάνοντες τὴν ἀθεότητα, λοιπὸν πρὸς τὸν Θεὸν Ἀβραὰμ
καταφεύγουσι διὰ τοῦ Λόγου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ·
δῆλον ἂν εἴη καὶ τοῖς λίαν ἀναισχυντοῦσιν ἐληλυθέναι τὸν Χριστόν,
καὶ αὐτὸν πάντας ἁπλῶς τῷ ἑαυτοῦ φωτὶ καταλάμψαντα, καὶ
διδάξαντα περὶ τοῦ ἑαυτοῦ Πατρὸς τὴν ἀληθῆ καὶ θείαν διδασκαλίαν.
Ἰουδαίους μὲν οὖν ἄν τις ἐκ τούτων καὶ τῶν πλειόνων παρὰ τῶν
θείων γραφῶν εἰκότως ἐλέγξειεν.     Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, λένε παραμύθια και ενώ (οι προφητείες) εκπληρώθηκαν
στον παρόντα χρόνο, αυτοί τίς τοποθετούν στο μέλλον. Διότι, πότε έπαψαν οι
προφητείες και τα οράματα στον Ισραήλ παρά μόνον όταν ήλθε ο Χριστός, ο
Άγιος των αγίων; Μεγάλη απόδειξη και γνώρισμα της παρουσίας του Λόγου
του Θεού είναι ότι η Ιερουσαλήμ δεν θα υπάρχει πλέον ούτε προφήτης θ’
αναδειχθεί ούτε οράματα θ’ αποκαλύπτονται, και αυτά είναι πολύ φυσιολογικά.
Διότι, αφού ήλθε αυτός, για τον οποίο λέγονταν οι προφητείες, τί χρειάζονται
πλέον αυτές; Όταν είναι παρούσα η Αλήθεια, τί χρειάζεται η σκιά της. Γι’ αυτό
και δίκαια προφήτευαν έως ότου έλθει η ίδια η Δικαιοσύνη και ο Λυτρωτής
των αμαρτιών όλων. Και η Ιερουσαλήμ υπήρχε για τόσο καιρό, για να
προσχεδιάζονται εκεί οι προτυπώσεις της αλήθειας.
Όταν λοιπόν ήρθε ο Άγιος των αγίων, εύλογα σταμάτησαν και τα οράματα και
οι προφητείες· και καταργήθηκε η βασιλεία της Ιερουσαλήμ. Μέχρι τότε
χρίονταν σ’ αυτούς βασιλείς, έως ότου χρίστηκε ο Άγιος των αγίων.
Και ο Μωϋσής προφητεύει ότι θα υφίσταται η βασιλεία των Ιουδαίων μέχρι
αυτόν (το Χριστό), λέγοντας: «Δεν θα λείψει άρχοντας από τη φυλή του Ιούδα
και Ηγήτορας από τη γενιά του, έως ότου έλθει ο αναμενόμενος· αυτός θα
είναι η προσδοκία των εθνών».
Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Σωτήρας έλεγε ξεκάθαρα: «Ο νόμος και οι προφήτες
είχαν ισχύ έως τον Ιωάννη (Πρόδρομο)». Εάν, λοιπόν, υπάρχει τώρα στους
Ιουδαίους βασιλιάς, προφήτης ή όραμα, καλά κάνουν και αρνούνται το Χριστό
που ήλθε. Εάν όμως δεν έχουν ούτε βασιλιά ούτε οράματα, αλλά έχει
σταματήσει κάθε προφητεία και έχει κυριευθεί η πόλη και ο ναός (του
Σολομώντα), γιατί τόσο ασεβούν και γίνονται παραβάτες; Ενώ βλέπουν
καθαρά τα γεγονότα, τον Χριστό όμως που τα κάνει τον αρνούνται.
Και ενώ βλέπουν τους ειδωλολάτρες να εγκαταλείπουν τα είδωλα και να
ελπίζουν μέσω του Χριστού στο Θεό του Ισραήλ, γιατί αρνούνται τον
Χριστό που σαρκώθηκε από τη γενιά του Ιεσσαί και είναι στο εξής ο βασιλιάς
τους; Διότι, εάν οι ειδωλολάτρες λάτρευαν άλλο θεό και δεν πίστευαν το Θεό
του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ και του Μωϋσή, καλά θα έκαναν πάλι και
θα προφασίζονταν ότι δεν σαρκώθηκε ο αληθινός Θεός.
Εάν όμως οι ειδωλολάτρες προσκυνούν το Θεό που έδωσε το νόμο στον
Μωϋσή και τις υποσχέσεις στον Αβραάμ, και του οποίου το λόγο οι Ιουδαίοι
τον περιφρόνησαν, γιατί δεν γνωρίζουν ή, καλύτερα, γιατί με τη θέλησή τους
παραβλέπουν ότι ο Κύριος, τον οποίο προφήτευσαν οι Γραφές, έλαμψε στον
κόσμο και φανερώθηκε με σώμα σ’ αυτόν, όπως το είπε η Αγία Γραφή:
«Ο Θεός Κύριος φανερώθηκε σε μας»· και αλλού λέει: «Έστειλε στη γη το
Λόγο του και τους θεράπευσε»· και αλλού πάλι λέει: «Όχι πρεσβευτής ούτε
αγγελιαφόρος αλλά ο ίδιος ο Κύριος τους έσωσε»;
Παθαίνουν κάτι παρόμοιο με έναν που είναι διανοητικά ανάπηρος: ενώ βλέπει
τη γη να φωτίζεται από τον ήλιο, αρνείται όμως τον ήλιο που τη φωτίζει.
Διότι, τί περισσότερο μπορεί να κάνει αυτός τον οποίο εκείνοι προσδοκούν να
έλθει; Να προσκαλέσει τα έθνη; Αλλά πρόφθασαν να κληθούν. Να σταματήσει
τις προφητείες, τη βασιλεία, τα οράματα; Κι αυτό ήδη έχει γίνει. Μήπως να
ελέγξει την αθεΐα των ειδώλων; Ελέγχθηκε ήδη και έχει καταδικαστεί. Αλλά
μήπως να καταργήσει το θάνατο; Ήδη έχει καταργηθεί.
Τί, λοιπόν, δεν έχει γίνει και πρέπει να το κάνει ο Χριστός; Τί λείπει, για να
συμπληρωθεί; ώστε, να μη χαιρεκακούν οι Ιουδαίοι και απιστούν; Διότι εάν,
πράγμα που και το βλέπουμε, δεν υπάρχει σ’ αυτούς ούτε βασιλιάς ούτε
προφήτης ούτε Ιερουσαλήμ ούτε θυσίες ούτε οράματα· αλλά, έχει γεμίσει όλη
η γη τη γνώση του Θεού· και οι ειδωλολάτρες αφήνουν την αθεΐα των
ειδώλων και καταφεύγουν προς το Θεό του Αβραάμ, με την πίστη στο Λόγο,
δηλαδή τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Μετά απ’ όλ’ αυτά, είναι ολοφάνερο,
ακόμη και στους πιο ξεδιάντροπους, ότι έχει έλθει στη γη ο Χριστός·
έχει φωτίσει με το φως του όλους γενικά και δίδαξε την αληθινή θεία
διδασκαλία για τον Πατέρα του.
Μ’ αυτά, λοιπόν, και με άλλα περισσότερα επιχειρήματα, που περιέχει η Αγία
Γραφή, εύλογα μπορεί κάποιος να ελέγξει τους Ιουδαίους.
41. Ἕλληνας δὲ καὶ πάνυ τις θαυμάσειε γελῶντας μὲν τὰ ἀχλεύαστα,
πεπηρωμένους δὲ ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν αἰσχύνῃ, ἣν ἐν λίθοις καὶ ξύλοις
ἀναθέντες οὐχ ὁρῶσι.
Πλὴν οὐκ ἀποροῦντος ἐν ἀποδείξεσι τοῦ παρ᾿ ἡμῖν λόγου, φέρε καὶ
τούτους ἐκ τῶν εὐλόγων δυσωπήσωμεν, μάλιστα ἀφ᾿ ὧν καὶ αὐτοὶ
ἡμεῖς ὁρῶμεν. Τί γὰρ ἄτοπον, ἢ τί χλεύης παρ᾿ ἡμῖν ἄξιον; Ἢ πάντως
ὅτι τὸν Λόγον ἐν σώματι πεφανερῶσθαι λέγομεν; Ἀλλὰ τοῦτο καὶ
αὐτοὶ συνομολογήσουσι μὴ ἀτόπως γεγενῆσθαι, ἐάνπερ τῆς ἀληθείας
γένωνται φίλοι. Εἰ μὲν οὖν ὅλως ἀρνοῦνται Λόγον εἶναι Θεοῦ,
περιττῶς ποιοῦσι, περὶ οὗ μὴ ἴσασι χλευάζοντες.
Εἰ δὲ ὁμολογοῦσιν εἶναι Λόγον Θεοῦ, καὶ τοῦτον Ἡγεμόνα τοῦ
παντός, καὶ ἐν αὐτῷ τὸν Πατέρα δεδημιουργηκέναι τὴν κτίσιν, καὶ τῇ
τούτου προνοίᾳ τὰ ὅλα φωτίζεσθαι καὶ ζωογονεῖσθαι καὶ εἶναι, καὶ ἐπὶ
πάντων αὐτὸν βασιλεύειν, ὡς ἐκ τῶν ἔργων τῆς προνοίας
γινώσκεσθαι αὐτὸν καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα· σκόπει, παρακαλῶ,
εἰ μὴ τὴν χλεύην καθ᾿ ἑαυτῶν κινοῦντες ἀγνοοῦσι.
Τὸν κόσμον σῶμα μέγα φασὶν εἶναι οἱ τῶν Ἑλλήνων φιλόσοφοι, καὶ
ἀληθεύουσι λέγοντες. Ὁρῶμεν γὰρ αὐτὸν καὶ τὰ τούτου μέρη ταῖς
αἰσθήσεσιν ὑποπίπτοντα. Εἰ τοίνυν ἐν τῷ κόσμῳ σώματι ὄντι ὁ τοῦ
Θεοῦ Λόγος ἐστί, καὶ ἐν ὅλοις καὶ τοῖς κατὰ μέρος αὐτοῦ πᾶσιν
ἐπιβέβηκε, τί θαυμαστὸν ἢ τί ἄτοπον εἰ καὶ ἐν ἀνθρώπῳ φαμὲν αὐτὸν
ἐπιβεβηκέναι;
Εἰ γὰρ ἄτοπον ὅλως ἐν σώματι αὐτὸν γενέσθαι, ἄτοπον ἂν εἴη καὶ ἐν
τῷ παντὶ τοῦτον ἐπιβεβηκέναι, καὶ τὰ πάντα τῇ προνοίᾳ ἑαυτοῦ
φωτίζειν καὶ κινεῖν· σῶμα γάρ ἐστι καὶ τὸ ὅλον.
Εἰ δὲ τῷ κόσμῳ τοῦτον ἐπιβαίνειν καὶ ἐν ὅλῳ αὐτὸν γνωρίζεσθαι
πρέπει, πρέποι ἂν καὶ ἐν ἀνθρωπίνῳ σώματι αὐτὸν ἐπιφαίνεσθαι, καὶ
ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦτο φωτίζεσθαι καὶ ἐνεργεῖν. Μέρος γὰρ τοῦ παντὸς καὶ
τὸ ἀνθρώπων ἐστὶ γένος. Καὶ εἰ τὸ μέρος ἀπρεπές ἐστιν ὄργανον
αὐτοῦ γίνεσθαι πρὸς τὴν τῆς θεότητος γνῶσιν, ἀτοπώτατον ἂν εἴη
καὶ δι᾿ ὅλου τοῦ κόσμου γνωρίζεσθαι τὸν τοιοῦτον.     Είναι ν’ απορεί κανείς με τους ειδωλολάτρες διότι από τη μια κοροϊδεύουν
αυτά που δεν πρέπει, κι από την άλλη τυφλώνονται από τα πάθη τους και
λατρεύουν πέτρες και ξύλα.
Όμως, επειδή δεν είναι φτωχός ο λόγος μας σε αποδείξεις, ας επιχειρήσουμε
να πείσουμε κι αυτούς από τα ευνόητα, και μάλιστα απ’ αυτά τα οποία
βλέπουμε οι ίδιοι. Διότι, τί το άτοπο άξιο χλευασμού υπάρχει σε μας, εκτός του
ότι λέμε ότι ο Λόγος φανερώθηκε με σώμα; Αλλά θα συμφωνήσουν και οι
ίδιοι ότι το γεγονός αυτό (της σαρκώσεως) δεν είναι παράλογο, εφόσον βέβαια
αγαπούν την αλήθεια. Διότι, εάν αρνούνται τελείως ότι υπάρχει ο Λόγος του
Θεού, είναι περιττό να χλευάζουν αυτό που δεν παραδέχονται.
Εάν όμως παραδέχονται ότι υπάρχει ο Λόγος του Θεού και εξουσιάζει τα
πάντα· ότι με Αυτόν ο Πατέρας δημιούργησε τον κόσμο· ότι με τη δική του
πρόνοια έχουν το φωτισμό, τη ζωή και την ύπαρξη όλα τα κτίσματα· και ότι
Αυτός όλα τα κυβερνά, ώστε να γίνεται γνωστός ο ίδιος από τά έργα της
πρόνοιάς του, και μέσω αυτού ο Πατέρας· εξέτασε μετά απ’ όλα αυτά, σε
παρακαλώ, μήπως δεν γνωρίζουν ότι επισύρουν τον χλευασμό σε βάρος τους.
Οι φιλόσοφοι των Ελλήνων λένε ότι ο κόσμος είναι ένα μεγάλο σώμα· κι αυτό
είναι αλήθεια. Διότι βλέπουμε ότι ο κόσμος και τα μέρη του γίνονται αντιληπτά
από τις αισθήσεις μας. Εάν λοιπόν ο Λόγος του Θεού βρίσκεται στον κόσμο,
που είναι ένα σώμα, και βρίσκεται και σ’ όλα τα σώματα και στα τμήματά τους,
γιατί να είναι παράδοξο και αδύνατο αυτό που λέμε εμείς ότι ο Λόγος μπήκε
και μέσα σε άνθρωπο;
Εάν, λοιπόν, είναι γενικά άτοπο να μπει ο Λόγος σε σώμα,
θα ήταν άτοπο να
βρίσκεται και μέσα στο σύμπαν, να φωτίζει και να κινεί τα πάντα με την
πρόνοιά του. Διότι και το σύμπαν αποτελεί ένα σώμα.
Εάν όμως πρέπει ο Λόγος να βρίσκεται μέσα στον κόσμο και ν’ αναγνωρίζεται
στο σύμπαν, θα έπρεπε αυτός να εμφανιστεί και στο ανθρώπινο σώμα, για να
το φωτίζει και να του δίνει ενέργεια. Διότι και το ανθρώπινο γένος αποτελεί
μέρος του σύμπαντος. Και αν δεν αρμόζει το μέρος να γίνει όργανο του Λόγου,
για να γίνει γνωστή η θεότητά του, θα ήταν ακόμη πιο άτοπο και ανάρμοστο
να γνωρίζουμε το Θεό απ’ όλο τον κόσμο.
42. Ὥσπερ γὰρ ὅλου τοῦ σώματος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργουμένου
καὶ φωτιζομένου, εἴ τις λέγοι ἄτοπον εἶναι καὶ ἐν τῷ δακτύλῳ τοῦ
ποδὸς τὴν δύναμιν εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἀνόητος ἂν νομισθείη, ὅτι
διδοὺς ἐν τῷ ὅλῳ αὐτὸν διϊκνεῖσθαι καὶ ἐνεργεῖν, κωλύει καὶ ἐν τῷ μέρει
αὐτὸν εἶναι· οὕτως ὁ διδοὺς καὶ πιστεύων τὸν τοῦ Θεοῦ Θεὸν Λόγον
ἐν τῷ παντὶ εἶναι, καὶ τὸ πᾶν ὑπ᾿ αὐτοῦ φωτίζεσθαι καὶ κινεῖσθαι, οὐκ
ἄτοπον ἂν ἡγήσηται καὶ σῶμα ἓν ἀνθρώπινον ὑπ᾿ αὐτοῦ κινεῖσθαι καὶ
φωτίζεσθαι.
Εἰ δὲ ὅτι γενητόν ἐστι, καὶ ἐξ οὐκ ὄντων γέγονε τὸ ἀνθρώπινον γένος,
διὰ τοῦτο οὐκ εὐπρεπῆ νομίζουσιν ἡμᾶς λέγειν τὴν ἐν ἀνθρώπῳ τοῦ
Σωτῆρος ἐπιφάνειαν, ὥρα καὶ τῆς κτίσεως αὐτοὺς αὐτὸν ἐκβάλλειν·
καὶ γὰρ καὶ αὕτη ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι διὰ τοῦ Λόγου γέγονεν.
Εἰ δὲ καὶ γενητῆς οὔσης τῆς κτίσεως, οὐκ ἄτοπον ἐν αὐτῇ τὸν Λόγον
εἶναι, οὐκ ἄρα οὐδὲ ἐν ἀνθρώπῳ αὐτὸν εἶναι ἄτοπον. Ὁποῖα γὰρ ἂν
περὶ τοῦ ὅλου νοήσειαν, τοιαῦτα ἀνάγκη καὶ περὶ τοῦ μέρους αὐτοὺς
ἐνθυμεῖσθαι. Μέρος γάρ, ὡς προεῖπον, τοῦ ὅλου καὶ ὁ ἄνθρωπός ἐστιν.
Οὐκοῦν ὅλως οὐκ ἀπρεπὲς τὸ ἐν ἀνθρώπῳ εἶναι τὸν Λόγον, καὶ
πάντα ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐν αὐτῷ φωτίζεσθαι καὶ κινεῖσθαι καὶ ζῆν,
καθὼς καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῖς συγγραφεῖς φασιν, ὅτι "ἐν αὐτῷ ζῶμεν,
καὶ κινούμεθα, καὶ ἐσμέν".
Τί λοιπὸν χλεύης ἄξιον λέγομεν, εἰ ἐν ᾧ ἔστιν ὁ Λόγος, τούτῳ πρὸς
φανέρωσιν ὡς ὀργάνῳ κέχρηται ὁ Λόγος; Εἰ μὲν γὰρ οὐκ ἦν ἐν αὐτῷ,
οὐδὲ χρήσασθαι ἂν ἠδυνήθη τούτῳ. Εἰ δὲ προαποδεδώκαμεν ἐν τῷ
παντὶ καὶ ἐν τοῖς κατὰ μέρος εἶναι τοῦτον, τί ἄπιστον εἰ ἐν οἷς ἐστίν, ἐν
τούτοις ἑαυτὸν καὶ ἐπιφαίνει;
Ὥσπερ γὰρ ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσιν ὅλος ἐν ἑκάστῳ καὶ πᾶσιν
ἐπιβαίνων, καὶ πάντα διακοσμῶν ἀφθόνως, εἰ ἤθελε, διὰ ἡλίου ἢ
σελήνης ἢ οὐρανοῦ ἢ γῆς ἢ ὑδάτων ἢ πυρὸς οὐκ ἄν τις ἀτόπως αὐτόν,
φωνῇ χρήσασθαι καὶ γνωρίσαι ἑαυτὸν καὶ τὸν αὐτοῦ Πατέρα, ἔφησε
πεποιηκέναι· ἅπαξ πάντα αὐτοῦ συνέχοντος καὶ μετὰ πάντων καὶ ἐν
αὐτῷ τῷ μέρει τυγχάνοντος καὶ ἀοράτως ἑαυτὸν δεικνύντος· οὕτως
οὐκ ἄτοπον ἂν εἴη διακοσμοῦντα αὐτὸν τὰ πάντα καὶ τὰ ὅλα
ζωοποιοῦντα, καὶ θελήσαντα δι᾿ ἀνθρώπων γνωρίσαι, εἰ ὀργάνῳ
κέχρηται ἀνθρώπου σώματι πρὸς φανέρωσιν ἀληθείας καὶ
γνῶσιν τοῦ Πατρός. Μέρος γὰρ τοῦ ὅλου καὶ ἡ ἀνθρωπότης τυγχάνει.
Καὶ ὥσπερ ὁ νοῦς, δι᾿ ὅλου τοῦ ἀνθρώπου ὤν, ἀπὸ μέρους τοῦ
σώματος, τῆς γλώττης λέγω, σημαίνεται, καὶ οὐ δήπου τις
ἐλαττοῦσθαι τὴν οὐσίαν τοῦ νοῦ διὰ τοῦτο λέγει· οὕτως ὁ Λόγος,
διὰ πάντων ὤν, εἰ ἀνθρωπίνῳ κέχρηται ὀργάνῳ, οὐκ ἀπρεπὲς ἂν
φαίνοιτο τοῦτο. Εἰ γάρ, ὡς προεῖπον, ἀπρεπὲς ὀργάνῳ χρήσασθαι
σώματι, ἀπρεπὲς καὶ ἐν τῷ ὅλῳ αὐτὸν εἶναι.     Συμβαίνει όπως με το ανθρώπινο σώμα, που φωτίζεται και τίθεται σε ενέργεια
από τον άνθρωπο. Θα θεωρηθεί, λοιπόν ανόητος κάποιος που λέει ότι είναι
αδύνατο η δύναμη του ανθρώπου να βρίσκεται και στο δάχτυλο του ποδιού του·
διότι, ενώ παραδέχτηκε ότι αυτός εισέρχεται κει ενεργεί στο σύνολο, τον
εμποδίζει όμως να είναι και στο μέρος. Έτσι κι αυτός που παραδέχεται και
πιστεύει ότι ο Θεός Λόγος του Πατέρα βρίσκεται στο σύμπαν και το φωτίζει
και το κινεί, δεν θα θεωρήσει αδύνατο να φωτίζει και να κινεί και ένα
ανθρώπινο σώμα.
Εάν όμως, επειδή το ανθρώπινο γένος είναι γεννητό και δημιουργήθηκε από το
μηδέν, γι’ αυτό το λόγο θεωρούν ότι είναι αναξιοπρεπές να λέμε για την
ενανθρώπηση του Σωτήρα, τότε είναι η ώρα να διώξουν το Λόγο και έξω από
τη δημιουργία· διότι και η κτίση ήρθε στην ύπαρξη από το μηδέν, με δημιουργό
το Λόγο.
Εάν όμως, ενώ είναι δημιουργημένη η κτίση, δεν είναι απαγορευμένο να
βρίσκεται σ’ αυτήν ο Λόγος, είναι επόμενο να επιτρέπεται να είναι και μέσα
στον άνθρωπο. Διότι, όσα στοχάζονται για το όλο, τα ίδια πρέπει να σκέφτονται
και το μέρος. Και όπως προείπα, μέρος του όλου είναι και ο άνθρωπος.
Λοιπόν, δεν είναι καθόλου αναξιοπρεπές να βρίσκεται ο Λόγος μέσα στον
άνθρωπο· να φωτίζει, να κινεί και να ζωοποιεί ως αίτιός τους τα πάντα,
όπως το λένε και οι δικοί τους (ειδωλολάτρες) συγγραφείς, ότι «μέσα σ’ αυτόν
ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε».
Ποιό είναι, λοιπόν, το άξιο κοροϊδίας που λέμε, εάν ο Λόγος, όπου βρίσκεται,
αυτό να το χρησιμοποιεί και ως όργανο φανέρωσής του; Διότι, αν δεν ήταν
μέσα σ’ αυτό, ούτε να το χρησιμοποιήσει θα μπορούσε. Εφόσον όμως
προηγουμένως παραδεχθήκαμε ότι Αυτός υπάρχει στο σύμπαν και τα μέρη του,
ποιό είναι το αναξιόπιστο, εάν παρουσιάζεται με αυτά στα οποία υπάρχει;
Διότι αυτός, με όλη τη δύναμη που έχει, βρίσκεται όλος και στο καθένα και σε
όλα· όλα τα διακοσμεί πλουσιοπάροχα· εάν ήθελε να μιλήσει και να
γνωρίσει τον εαυτό του και τον Πατέρα του είτε με τον ήλιο ή τη σελήνη ή
τον ουρανό ή τη γη ή τα νερά ή τη φωτιά, κανείς δεν θα του έλεγε ότι κακώς το
έκαμε.
Διότι αυτός όλα τα συγκρατεί και βρίσκεται και με όλα και με το μέρος
του καθένα, και αόρατα φανερώνει τον εαυτό του. Έτσι Αυτός που διακοσμεί
και ζωοποιεί τα πάντα και θέλησε μέσω των ανθρώπων να γίνει γνωστός,
δεν θα ήταν άτοπο, αν χρησιμοποιούσε σαν όργανο ανθρώπινο σώμα,
ώστε να φανερώσει την αλήθεια και να καταστήσει γνωστό τον Πατέρα του.
Διότι η ανθρωπότητα είναι μέρος του όλου.
Και όπως ο νους, ενώ υπάρχει σ’ όλο τον άνθρωπο, γίνεται γνωστός μόνο από
ένα μέρος του σώματος, εννοώ τη γλώσσα· και κανείς βέβαια δεν λέει ότι
εξαιτίας αυτού μειώνεται η ουσία του νου. Έτσι και ο Λόγος, εφόσον είναι
μέσα σ’ όλα, δεν φαίνεται καθόλου αναξιοπρεπές, αν χρησιμοποίησε
ανθρώπινο όργανο. Διότι εάν, όπως είπα παραπάνω, είναι απρεπές να
χρησιμοποιήσει ως όργανο το σώμα, είναι το ίδιο απρεπές να υπάρχει και
στο σύμπαν.
43. Διατί οὖν, ἐὰν λέγωσιν, οὐχὶ δι᾿ ἄλλων μερῶν καλλιόνων τῆς
κτίσεως ἐφάνη, καὶ καλλίονι ὀργάνῳ οἷον ἡλίῳ ἢ σελήνῃ ἢ ἄστροις ἢ
πυρὶ ἢ αἰθέρι οὐ κέχρηται, ἀλλὰ ἀνθρώπῳ μόνῳ, γινωσκέτωσαν ὅτι
οὐκ ἐπιδείξασθαι ἦλθεν ὁ Κύριος, ἀλλὰ θεραπεῦσαι καὶ διδάξαι τοὺς
πάσχοντας.
Ἐπιδεικνυμένου μὲν γὰρ ἦν μόνον ἐπιφανῆναι καὶ καταπλῆξαι τοὺς
ὁρῶντας· θεραπεύοντος δὲ καὶ διδάσκοντός ἐστι, μὴ ἁπλῶς ἐπιδημῆσαι,
ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τῶν δεομένων γενέσθαι, καὶ ὡς οἱ χρῄζοντες φέρουσιν
ἐπιφανῆναι, ἵνα μὴ τῷ ὑπερβάλλοντι τὴν χρείαν τῶν πασχόντων
αὐτοὺς τοὺς δεομένους ταράξῃ, καὶ ἀνωφελὴς τούτοις ἡ ἐπιφάνεια τοῦ
θείου γένηται.
Οὐδὲν τοίνυν τῶν ἐν τῇ κτίσει πεπλανημένον ἦν εἰς τὰς περὶ Θεοῦ
ἐννοίας, εἰ μὴ μόνος ὁ ἄνθρωπος. Ἀμέλει, οὐχ ἥλιος, οὐ σελήνη, οὐκ
οὐρανός, οὐ τὰ ἄστρα, οὐχ ὕδωρ, οὐκ αἰθὴρ παρήλλαξαν τὴν τάξιν,
ἀλλ᾿ εἰδότες τὸν ἑαυτῶν δημιουργὸν καὶ βασιλέα Λόγον μένουσιν ὡς
γεγόνασιν· ἄνθρωποι δὲ μόνοι ἀποστραφέντες τὸ καλόν, λοιπὸν τὰ
οὐκ ὄντα ἀντὶ τῆς ἀληθείας ἐπλάσαντο, καὶ τὴν εἰς Θεὸν τιμὴν καὶ τὴν
περὶ αὐτοῦ γνῶσιν δαίμοσι καὶ ἀνθρώποις ἐν λίθοις ἀνατεθείκασιν.
Ὅθεν εἰκότως, ἐπειδὴ παριδεῖν τὸ τηλικοῦτον οὐκ ἄξιον ἦν τῆς τοῦ
Θεοῦ ἀγαθότητος, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ὅλῳ αὐτὸν διέποντα καὶ
ἡγεμονεύοντα οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν γνῶναι οἱ ἄνθρωποι, μέρος τοῦ
ὅλου λαμβάνει ἑαυτῷ ὄργανον τὸ ἀνθρώπινον σῶμα, καὶ ἐπιβαίνει
τούτῳ, ἵν᾿ ἐπειδὴ ἐν τῷ ὅλῳ αὐτὸν οὐκ ἠδυνήθησαν γνῶναι, κἂν ἐν τῷ
μέρει μὴ ἀγνοήσωσιν αὐτόν· καὶ ἐπειδὴ ἀναβλέψαι οὐκ ἠδυνήθησαν εἰς
τὴν ἀόρατον αὐτοῦ δύναμιν, κἂν ἐκ τῶν ὁμοίων λογίσασθαι καὶ
θεωρῆσαι δυνηθῶσιν αὐτόν.
Ἄνθρωποι γὰρ ὄντες, διὰ τοῦ καταλλήλου σώματος καὶ τῶν δι᾿
αὐτοῦ θείων ἔργων, ταχύτερον καὶ ἐγγύτερον τὸν τούτου Πατέρα
γινώσκειν δυνήσονται, συγκρίνοντες ὡς οὐκ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ Θεοῦ
ἔργα ἐστί, τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενα.
Καὶ ἐὰν ἄτοπον ἦν κατ᾿ αὐτοὺς διὰ τῶν τοῦ σώματος ἔργων τὸν
Λόγον γνωρίζεσθαι, πάλιν ἄτοπον ἂν εἴη ἐκ τῶν ἔργων τοῦ παντὸς
γινώσκεσθαι τοῦτον. Ὥσπερ γὰρ ἐν τῇ κτίσει ὤν, οὐδέν τι τῆς κτίσεως
μεταλαμβάνει, ἀλλὰ μᾶλλον τὰ πάντα τῆς αὐτοῦ δυνάμεως
μεταλαμβάνει, οὕτως καὶ τῷ σώματι ὀργάνῳ χρώμενος, οὐδενὸς τῶν
τοῦ σώματος μετεῖχεν, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς ἡγίαζε καὶ τὸ σῶμα.
Εἰ γὰρ δὴ καὶ ὁ παρὰ τοῖς Ἕλλησι θαυμαζόμενος Πλάτων φησὶν ὅτι
ὁρῶν τὸν κόσμον ὁ γεννήσας αὐτὸν χειμαζόμενον καὶ κινδυνεύοντα εἰς
τὸν τῆς ἀνομοιότητος δύνειν τόπον, καθίσας ἐπὶ τοὺς οἴακας τῆς
Ψυχῆς βοηθεῖ, καὶ πάντα τὰ πταίσματα διορθοῦται· τί ἄπιστον
λέγεται παρ᾿ ἡμῖν, εἰ πλανωμένης τῆς ἀνθρωπότητος ἐκάθισεν ὁ
Λόγος ἐπὶ ταύτην, καὶ ἄνθρωπος ἐπεφάνη, ἵνα χειμαζομένην αὐτὴν
περισώσῃ διὰ τῆς κυβερνήσεως αὐτοῦ καὶ ἀγαθότητος;     Εάν πάλι λένε, γιατί δεν φανερώθηκε (ο Λόγος) μέσω άλλων δημιουργημάτων
της κτίσεως που είναι πιο ωραία, και μέσω ωραιότερου οργάνου όπως είναι ο
ήλιος, η σελήνη, τα άστρα, η φωτιά, ο αιθέρας και όχι μόνο μέσω του
ανθρώπου,ας μάθουν ότι ο Κύριος δεν ήλθε για επίδειξη, αλλά για να
θεραπεύσει και διδάξει τους ασθενείς.
Διότι αυτός που επιδεικνύεται φαντάζει απλά και εντυπωσιάζει τους θεατές·
ενώ, χαρακτηριστικό του ιατρού και δασκάλου είναι, όχι απλά να παρουσιαστεί,
αλλά και να ωφελήσει αυτούς που τον χρειάζονται· να εμφανιστεί σύμφωνα με
τις δυνάμεις αυτών που τον έχουν ανάγκη, ώστε να μην τους ταράξει με μέσα
υπερβολικά που ξεπερνούν τις ανάγκες των ασθενών· και αποβεί έτσι η
ενανθρώπηση του Θεού ανώφελη γι’ αυτούς.
Διότι κανένα κτίσμα δεν είχε πλανεμένη αντίληψη για το Θεό, παρά μόνον
ο άνθρωπος. Αναμφίβολα, ούτε ο ήλιος ούτε η σελήνη ούτε ο ουρανός ούτε
τα άστρα ούτε τα νερά ούτε ο αιθέρας διάστρεψαν την τάξη της δημιουργίας.
Αλλά, αναγνωρίζουν το Δημιουργό τους και Λόγο που τους κυβερνά και μένουν
όπως δημιουργήθηκαν. Μόνον οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν από το καλό και
έβαλαν στη θέση της αλήθειας αυτά που δεν υπάρχουν· απέδωσαν την τιμή και
τη γνώση που ανήκει στο Θεό σε δαίμονες και πέτρινα αγάλματα ανθρώπων.
Γι’ αυτό, επειδή δεν ήταν αντάξιο της καλωσύνης του Θεού να παραβλέψει
αυτό το τόσο μεγάλο γεγονός (της διαστροφής των ανθρώπων) και επειδή δεν
μπόρεσαν οι άνθρωποι να γνωρίσουν Αυτόν που ρυθμίζει και κυβερνά τα
σύμπαντα, λαμβάνει ως όργανο ένα μέρος του όλου, το ανθρώπινο σώμα·
σαρκώνεται στο σώμα, ώστε, αφού δεν μπόρεσαν να τον αναγνωρίσουν στο
σύνολο, τουλάχιστον να μην τον αγνοήσουν στο μέρος·
και επειδή δεν
μπόρεσαν να δουν την αόρατη δύναμή του, να μπορέσουν τουλάχιστον από το
όμοιο να σκεφτούν και δουν αυτόν.
Διότι, επειδή είναι άνθρωποι, με το κατάλληλο σώμα και με τα θεία έργα του,
πιο γρήγορα και από κοντά θα μπορέσουν να γνωρίσουν τον Πατέρα του·
θα συγκρίνουν και θα διαπιστώσουν ότι αυτά που κάνει αυτός είναι έργα του
Θεού και όχι ανθρώπινα.
Κι αν ήταν άτοπο γι’ αυτούς να γνωρίσουν το Λόγο με τα έργα του σώματός
του, πάλι άτοπο θα ήταν να γίνει γνωστός από τα έργα του σύμπαντος.
Διότι, όπως με το να είναι μέσα στην κτίση, δεν παίρνει τίποτε από την κτίση,
αλλά, αντίθετα, όλα δέχονται τη δική του δύναμη,
έτσι, χρησιμοποιώντας και το σώμα σαν όργανο, δεν παίρνει τίποτε από το
σώμα, αλλά μάλλον αυτός αγιάζει και το σώμα.
Διότι, εάν ακόμη και ο Πλάτων, που όλοι οι Έλληνες τον θαυμάζουν, λέει ότι
αυτός που δημιούργησε τον κόσμο βλέποντάς τον να ταλαιπωρείται και να
κινδυνεύει να χαθεί στην αφάνεια, κάθισε στο πηδάλιο της ψυχής και τη βοηθεί
και διορθώνει όλα τα σφάλματά της. Ποιό είναι, λοιπόν, το παράδοξο που λέμε
εμείς, εάν ο Λόγος ήλθε στην πλανεμένη ανθρωπότητα και
έγινε άνθρωπος, για να την σώσει από τα δεινοπαθήματα
με την εξουσία και την καλωσύνη του;
44. Ἀλλ᾿ ἴσως συγκαταθήσονται μὲν τούτοις αἰσχυνόμενοι, θελήσουσι
δὲ λέγειν, ὅτι ἔδει τὸν Θεόν, παιδεῦσαι καὶ σῶσαι θέλοντα τοὺς
ἀνθρώπους, νεύματι μόνον ποιῆσαι, καὶ μὴ σώματος ἅψασθαι τὸν
τούτου Λόγον, ὥσπερ οὖν καὶ πάλαι πεποίηκεν, ὅτε ἐκ τοῦ μὴ ὄντος
αὐτὰ συνίστη.
Πρὸς δὲ ταύτην αὐτῶν τὴν ἀντίθεσιν εἰκότως ἂν λεχθείη ταῦτα, ὅτι
πάλαι μὲν οὐδενὸς οὐδαμῆ ὑπάρχοντος, νεύματος γέγονε χρεία καὶ
βουλήσεως μόνης εἰς τὴν τοῦ παντὸς δημιουργίαν. Ὅτε δὲ γέγονεν ὁ
ἄνθρωπος, καὶ χρεία ἀπῄτησεν οὐ τὰ μὴ ὄντα ἀλλὰ τὰ γενόμενα
θεραπεῦσαι, ἀκόλουθον ἦν ἐν τοῖς ἤδη γενομένοις τὸν Ἰατρὸν καὶ
Σωτῆρα παραγενέσθαι, ἵνα καὶ τὰ ὄντα θεραπεύσῃ. Γέγονε δὲ
ἄνθρωπος διὰ τοῦτο, καὶ ἀνθρωπείῳ ὀργάνῳ κέχρηται τῷ σώματι.
Ἐπεὶ εἰ μὴ τοῦτον ἔδει γενέσθαι τὸν τρόπον, πῶς ἔδει τὸν Λόγον,
ὀργάνῳ θέλοντα χρήσασθαι παραγενέσθαι; Ἢ πόθεν ἔδει τοῦτο
λαβεῖν αὐτόν, εἰ μὴ ἐκ τῶν ἤδη γενομένων καὶ χρῃζόντων τῆς αὐτοῦ
θειότητος διὰ τοῦ ὁμοίου; οὐδὲ γὰρ τὰ οὐκ ὄντα ἔχρῃζε σωτηρίας,
ἵνα καὶ προστάξει μόνον ἀρκεσθῇ, ἀλλ᾿ ὁ ἤδη γενόμενος ἄνθρωπος
ἐφθείρετο καὶ παραπώλλυτο. Ὅθεν εἰκότως ἀνθρωπίνῳ κέχρηται
καλῶς ὀργάνῳ, καὶ εἰς πάντα ἑαυτὸν ἥπλωσεν ὁ Λόγος.
Ἔπειτα καὶ τοῦτο ἰστέον, ὅτι ἡ γενομένη φθορὰ οὐκ ἔξωθεν ἦν τοῦ
σώματος, ἀλλ᾿ αὐτῷ προσεγεγόνει, καὶ ἀνάγκη ἦν ἀντὶ τῆς φθορᾶς
ζωὴν αὐτῷ προσπλακῆναι, ἵνα ὥσπερ ἐν τῷ σώματι γέγονεν ὁ
θάνατος, οὕτως ἐν αὐτῷ γένηται καὶ ἡ ζωή.
Εἰ μὲν οὖν ἔξωθεν ἦν ὁ θάνατος τοῦ σώματος, ἔξωθεν ἔδει καὶ τὴν
ζωὴν αὐτοῦ γεγονέναι. Εἰ δὲ ἐν τῷ σώματι συνεπλάκη ὁ θάνατος,
καὶ ὡς συνὼν αὐτῷ κατεκράτει τούτου, ἀνάγκη καὶ τὴν ζωὴν
συμπλακῆναι τῷ σώματι, ἵνα ἀντενδυθὲν τὸ σῶμα τὴν ζωήν,
ἀποβάλῃ τὴν φθοράν. Ἄλλως τε εἰ καὶ ἐγεγόνει ἔξω τοῦ σώματος ὁ
Λόγος, καὶ μὴ ἐν αὐτῷ, ὁ μὲν θάνατος ἡττᾶτο ὑπ᾿ αὐτοῦ φυσικώτατα,
ἅτε δὴ μὴ ἰσχύοντος τοῦ θανάτου κατὰ τῆς ζωῆς, οὐδὲν ἧττον δὲ
ἔμενεν ἐν τῷ σώματι ἡ προσγενομένη φθορά.
Διὰ τοῦτο εἰκότως ἐνεδύσατο σῶμα ὁ Σωτήρ, ἵνα συμπλακέντος τοῦ
σώματος τῇ ζωῇ, μηκέτι ὡς θνητὸν ἀπομείνῃ ἐν τῷ θανάτῳ· ἀλλ᾿ ὡς
ἐνδυσάμενον τὴν ἀθανασίαν, λοιπὸν ἀναστὰν ἀθάνατον διαμείνῃ.
Ἅπαξ γὰρ ἐνδυσάμενον φθορὰν οὐκ ἂν ἀνέστη, εἰ μὴ ἐνεδύσατο τὴν
ζωήν· καὶ πάλιν θάνατος καθ᾿ ἑαυτὸν οὐκ ἂν φανείη, εἰ μὴ ἐν τῷ
σώματι· διὰ τοῦτο ἐνεδύσατο σῶμα, ἵνα τὸν θάνατον ἐν τῷ σώματι
εὑρὼν ἀπαλείψῃ. Πῶς γὰρ ἂν ὅλως ὁ Κύριος ἐδείχθη ζωή, εἰ μὴ τὸ
θνητὸν ἐζωοποίησε;
Καὶ ὥσπερ τῆς καλάμης ὑπὸ πυρὸς φύσει φθειρομένης, εἰ κωλύει τις τὸ
πῦρ ἀπὸ τῆς καλάμης, οὐ καίεται μὲν ἡ καλάμη, μένει δὲ ὅλως πάλιν
καλάμη ἡ καλάμη ὑποπτεύουσα τὴν τοῦ πυρὸς ἀπειλήν· φύσει γάρ
ἐστιν ἀναλωτικὸν αὐτῆς τὸ πῦρ· εἰ δέ τις ἐνδιδύσκοι τὴν καλάμην
ἀμιάντῳ πολλῷ, ὃ δὴ λέγεται ἀντιπαθὲς εἶναι τοῦ πυρός, οὐκ ἔτι τὸ
πῦρ φοβεῖται ἡ καλάμη, ἔχουσα τὴν ἀσφάλειαν ἐκ τοῦ ἐνδύματος τοῦ
ἀκαύστου·
τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον καὶ ἐπὶ τοῦ σώματος καὶ ἐπὶ τοῦ θανάτου ἄν τις
εἴποι· ὅτι εἰ προστάξει μόνον κωλυθεὶς ἦν ὁ θάνατος ὑπ᾿ αὐτοῦ, οὐδὲν
ἧττον πάλιν ἦν θνητὸν καὶ φθαρτὸν κατὰ τὸν τῶν σωμάτων λόγον.
Ἀλλ᾿ ἵνα μὴ τοῦτο γένηται, ἐνεδύσατο τὸν ἀσώματον τοῦ Θεοῦ
Λόγον· καὶ οὕτως οὐκ ἔτι τὸν θάνατον οὐδὲ τὴν φθορὰν φοβεῖται, ἔχον
ἔνδυμα τὴν ζωήν, καὶ ἐν αὐτῷ ἀφανιζομένης τῆς φθορᾶς.     Αλλ’ ίσως συμφωνήσουν από ντροπή με αυτά· θελήσουν όμως να πουν ότι,
εάν ο Θεός ήθελε να παιδαγωγήσει και να σώσει τους ανθρώπους,
έπρεπε μόνο μ’ ένα νεύμα να το κάνει, όπως το έκανε και παλαιά,
όταν δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν· και να μην αγγίξει καθόλου
ανθρώπινο σώμα ο Λόγος.
Γι’ αυτή τους την αντίθετη θέση εύλογα μπορεί να πούμε τα εξής: την παλαιά
εποχή, επειδή δεν υπήρχε τίποτε, χρειαζόταν μόνο ένα νεύμα και μόνο μια
απόφαση, για να δημιουργηθούν όλα. Όταν όμως δημιουργήθηκε ο άνθρωπος,
και χρειάστηκε (ο Λόγος) να θεραπεύσει όχι τα ανύπαρκτα αλλά τα
δημιουργημένα, ήταν επόμενο να έλθει στα δημιουργήματα ο Ιατρός και
Σωτήρας, για να τα θεραπεύσει. Γι’ αυτό και έγινε άνθρωπος και
χρησιμοποίησε το σώμα ως ανθρώπινο όργανο.
Διότι, αν δεν ερχόταν μ’ αυτόν τον τρόπο ο Λόγος, πώς έπρεπε να έλθει αφού
ήθελε να χρησιμοποιήσει ένα όργανο; Ή από πού έπρεπε αυτός να το λάβει,
αν όχι από αυτά που είχε ήδη δημιουργήσει και είχαν ανάγκη τη θεότητά του,
καθώς ήταν όμοιά του; Διότι, δεν είχαν ανάγκη σωτηρίας τα ανύπαρκτα,
για ν’ αρκεστεί μόνο σε προσταγή, αλλά ο ήδη δημιουργημένος άνθρωπος που
καταστραφόταν και χανόταν. Γι’ αυτό δικαιολογημένα ο Λόγος χρησιμοποίησε
ως όργανο το ανθρώπινο σώμα και άπλωσε τον εαυτό του σε όλα.
Έπειτα πρέπει να γνωρίσουμε και το εξής, ότι η φθορά που επήλθε στο σώμα
δεν ήταν έξω απ’ αυτό, αλλά επιβλήθηκε σ’ αυτό· και ήταν ανάγκη, αντί για τη
φθορά, να ενωθεί η ζωή μ’ αυτό, ώστε, όπως συνέβη στο σώμα ο θάνατος,
έτσι να δοθεί σ’ αυτό και η ζωή.
Εάν λοιπόν ο θάνατος ήταν έξω από το σώμα, απέξω έπρεπε να δοθεί και η
ζωή. Εάν όμως ο θάνατος μπλέχτηκε με το σώμα και υπάρχοντας μέσα του
είχε γίνει κατακτητής του, χρειαζόταν και η ζωή να μπλεχτεί με το σώμα,
ώστε να ντυθεί το σώμα τη ζωή και ν’ αποβάλλει τη φθορά.
Άλλωστε, εάν ο Λόγος έμενε έξω από το σώμα και όχι μέσα του,
ο θάνατος από τη μια θα νικιόταν απ’ αυτόν φυσιολογικά,
επειδή δεν μπορεί να νικήσει ο θάνατος τη ζωή, αλλά από την άλλη θα έμενε
οπωσδήποτε στο σώμα η φθορά που δημιουργήθηκε.
Γι’ αυτό, δικαιολογημένα ο Σωτήρας προσέλαβε σώμα, για να συμπλεχτεί το
σώμα με τη ζωή και να μην εγκαταλειφθεί πλέον σαν θνητό στην τύχη του
θανάτου· αλλά, αφού ντυθεί την αθανασία, ν’ αναστηθεί και να παραμείνει
αθάνατο. Διότι, αφού ντύθηκε τη φθορά, δεν θ’ ανασταινόταν, εάν δεν
ντυνόταν και τη ζωή. Και πάλι ο θάνατος δεν θα φαινόταν μόνος του παρά στο
το σώμα. Γι’ αυτό (ο Λόγος) πήρε το σώμα, για να συναντήσει το θάνατο στο
σώμα και να τον εξαφανίσει. Γενικά, πώς θ’ απόδειχνε ο Κύριος ότι είναι η
ζωή, εάν δεν έδινε ζωή στους θνητούς;
Και συμβαίνει ό,τι με το καλάμι που φυσιολογικά καταστρέφεται με τη φωτιά·
εάν κάποιος το προφυλάξει από τη φωτιά, δεν καίγεται βέβαια το καλάμι, αλλά
πάλι παραμένει το καλάμι που απειλείται συνεχώς από τη φωτιά· διότι από τη
φύση του καίγεται στη φωτιά. Εάν όμως κάποιος επενδύσει το καλάμι με
μπόλικο αμίαντο, ο οποίος λέγεται ότι αντέχει στη φωτιά, τότε πλέον το καλάμι
καθόλου δεν φοβάται τη φωτιά, διότι είναι εξασφαλισμένο από το άκαυστο
περιτίλυγμα.
Το ίδιο ακριβώς μπορεί να πει κάποιος ότι ισχύει και με τη σχέση του σώματος
με το θάνατο. Εάν, δηλαδή, εμποδιζόταν ο θάνατος να πλησιάσει το σώμα μόνο
με διαταγή (του Λόγου), το σώμα θα παρέμενε εξίσου θνητό και φθαρτό,
σύμφωνα με τη φύση του. Για να μη συμβεί όμως κάτι τέτοιο, ντύθηκε το σώμα
τον ασώματο Λόγο του Θεού. Κι έτσι, δεν φοβάται πλέον ούτε το θάνατο ούτε
τη φθορά, διότι έχει ντυθεί τη ζωή, η οποία εξαφανίζει τη φθορά στο σώμα.
45. Οὐκοῦν ἀκολούθως ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος σῶμα ἀνέλαβε, καὶ
ἀνθρωπίνῳ ὀργάνῳ κέχρηται, ἵνα καὶ ζωοποιήσῃ τὸ σῶμα, καὶ ἵν᾿,
ὥσπερ ἐν τῇ κτίσει διὰ τῶν ἔργων γνωρίζεται, οὕτως καὶ ἐν ἀνθρώπῳ
ἐργάσηται, καὶ δείξῃ ἑαυτὸν πανταχοῦ, μηδὲν ἔρημον τῆς ἑαυτοῦ
θειότητος καὶ γνώσεως καταλιμπάνων.
Πάλιν γὰρ τὸ αὐτό φημι, τοῖς πρότερον ἐπαναλαβών, ὅτι τοῦτο
πεποίηκεν ὁ Σωτήρ, ἵνα ὥσπερ τὰ πάντα πανταχόθεν πληροῖ παρών,
οὕτως καὶ τὰ πάντα τῆς περὶ αὐτοῦ γνώσεως πληρώσῃ, ᾗ φησι καὶ ἡ
θεία γραφή· "Ἐπληρώθη ἡ σύμπασα τοῦ γνῶναι τὸν Κύριον."
Εἴτε γάρ τις ἀναβλέπειν εἰς τὸν οὐρανὸν βούλεται, ὁρᾷ τὴν τούτου
διακόσμησιν· εἴτε οὐ δύναται μὲν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς ἀνθρώπους δὲ
μόνον ἀνακύπτει, ὁρᾷ διὰ τῶν ἔργων τὴν ἀσύγκριτον αὐτοῦ πρὸς
ἀνθρώπους δύναμιν, καὶ γινώσκει τοῦτον ἐν ἀνθρώποις μόνον Θεὸν
Λόγον. Εἴτε ἐν δαίμοσί τις ἀπεστράφη, καὶ περὶ τούτου ἐπτόηται, ὁρᾷ
τοῦτον ἐλαύνοντα τούτους, καὶ κρίνει τοῦτον αὐτῶν εἶναι δεσπότην·
εἴτε εἰς τὴν ὑδάτων βεβύθισται φύσιν, καὶ νομίζει ταῦτα Θεὸν εἶναι,
ὥσπερ Αἰγύπτιοι σέβουσι τὸ ὕδωρ, ὁρᾷ ταύτην μεταβαλλομένην ὑπ᾿
αὐτοῦ, καὶ γινώσκει τούτων εἶναι κτίστην τὸν Κύριον.
Εἰ δὲ καὶ εἰς ᾅδην τις κατέβη, καὶ πρὸς τοὺς ἐκεῖ κατελθόντας ἥρωας
ἐπτόηται ὡς θεούς, ἀλλ᾿ ὁρᾷ τὴν τούτου γενομένην ἀνάστασιν, καὶ
τὴν κατὰ τοῦ θανάτου νίκην, καὶ λογίζεται καὶ ἐν ἐκείνοις μόνον εἶναι
τὸν Χριστὸν ἀληθινὸν Κύριον καὶ Θεόν.
Πάντων γὰρ τῶν τῆς κτίσεως μερῶν ἥψατο ὁ Κύριος, καὶ τὰ πάντα
πάσης ἀπάτης ἠλευθέρωσε καὶ ἤλεγξεν, ὡς Παῦλός φησιν·
«Ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐθριάμβευσεν ἐν τῷ
σταυρῷ», ἵνα μηκέτι τις ἀπατηθῆναι δυνηθῇ, ἀλλὰ πανταχοῦ τὸν
ἀληθινὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον εὕρῃ.
Οὕτω γὰρ λοιπὸν πανταχόθεν συγκλειόμενος ὁ ἄνθρωπος καὶ
πανταχοῦ, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν οὐρανῷ, ἐν ᾅδῃ, ἐν ἀνθρώπῳ, ἐπὶ γῆς
ἡπλωμένην τὴν τοῦ Λόγου θειότητα βλέπων, οὐκ ἔτι μὲν ἀπατᾶται
περὶ Θεοῦ, μόνον δὲ τοῦτον προσκυνεῖ, καὶ δι᾿ αὐτοῦ καλῶς τὸν
Πατέρα γινώσκει. Τούτοις μὲν οὖν καὶ Ἕλληνες εἰκότως
δυσωπηθήσονται παρ᾿ ἡμῶν ἐκ τῶν εὐλόγων· εἰ δὲ μὴ αὐτάρκεις εἶναι
τοὺς λόγους ἡγοῦνται πρὸς αἰσχύνην αὐτῶν, κἂν ἐκ τῶν ἐπ᾿ ὄψεσι
πάντων φαινομένων πιστούσθωσαν τὰ λεγόμενα.     Ο Λόγος του Θεού, λοιπόν, έλαβε κατ’ ανάγκη σώμα και χρησιμοποίησε
ανθρώπινο όργανο, για να δώσει ζωή στο σώμα (στους ανθρώπους)· και επίσης,
όπως γίνεται γνωστός στην κτίση με τα έργα του, έτσι και στην ανθρωπότητα
να εργαστεί και να φανερώσει τον εαυτό του παντού, χωρίς ν’ αφήσει κανέναν
που να μη γνωρίσει τη θεότητά του.
Επαναλαμβάνω και πάλι το ίδιο που είπα παραπάνω, ότι ο Σωτήρας έκαμε
το εξής: όπως τα πάντα γεμίζει με την παρουσία του παντού, κατά παρόμοιο
τρόπο να γεμίσει τα πάντα με την αποκάλυψη της γνώσεώς του, όπως το λέει
και η Αγία Γραφή: «Γέμισε όλη η γη από τη γνώση του Κυρίου».
Έτσι, εάν κάποιος θέλει να βλέπει τον ουρανό, αντικρίζει την πρόνοια του
Θεού· εάν δεν μπορεί να δει τον ουρανό, ρίχνει το βλέμμα του στους
ανθρώπους και βλέπει έμπρακτα την ασύγκριτη δύναμη του Θεού προς αυτούς·
αναγνωρίζει έτσι ότι στους ανθρώπους Αυτός είναι ο μόνος Θεός Λόγος.
Είτε ακόμη κανείς στράφηκε προς τους δαίμονες και φοβήθηκε, βλέπει ότι
Αυτός τους διώχνει· τον αναγνωρίζει λοιπόν ως μόνο που μπορεί να τους εξουσιάζει.
Είτε ακόμη βυθιστεί κανείς στα ύδατα και θεωρεί ότι αυτά είναι
Θεός, όπως οι Αιγύπτιοι λατρεύουν τα νερά, διαπιστώνει ότι Αυτός μεταβάλλει
τη φύση των νερών κι έτσι αναγνωρίζει ότι ο Κύριος είναι ο Δημιουργός τους.
Είτε ακόμη κατέβει στον άδη, στους ήρωες που είναι εκεί και τους λατρεύει
ως θεούς, βλέπει όμως την ανάστασή του (του Χριστού) και την νίκη του πάνω
στο θάνατο, και σκέφτεται ότι και μόνο μ’ αυτά ο Χριστός είναι ο μόνος
αληθινός Κύριος και Θεός.
Διότι, ο Κύριος αγκάλιασε όλα τα μέρη της κτίσεως· τα ελευθέρωσε όλα
από κάθε παρανομία και νίκησε, όπως το λέει ο απόστολος Παύλος:
«Απογύμνωσε τις αρχές και εξουσίες και θριάμβευσε πάνω στο σταυρό».
Έτσι, κανείς πλέον δεν μπορεί να ξεγελαστεί, αλλά παντού μπορεί να βρει
τον αληθινό Λόγο του Θεού.
Έτσι, λοιπόν, από παντού περικυκλώνεται ο άνθρωπος· σε κάθε τόπο,
στον ουρανό δηλαδή, στον άδη, στους ανθρώπους, στη γη βλέπει ν’
απλώνεται η θεότητα του Λόγου· δεν απατάται πλέον για το Θεό,
μόνον Αυτόν (το Χριστό) προσκυνεί και μέσω αυτού γνωρίζει καλά και
τον Πατέρα του. Μ’ αυτά, λοιπόν τα επιχειρήματα είναι εύλογο να φέρουμε
σε δύσκολη θέση τους ειδωλολάτρες. Εάν δεν θεωρούνται αρκετά τα λόγια μας
για να τους ντροπιάσουν, τουλάχιστον να πειστούν στα λόγια μας απ’ αυτά
που ολοφάνερα τα βλέπουν με τα μάτια τους.
46. Πότε τὴν τῶν εἰδώλων θρησκείαν ἤρξαντο καταλιμπάνειν οἱ
ἄνθρωποι, εἰ μὴ ἀφ᾿ οὗ γέγονεν ὁ ἀληθινὸς τοῦ Θεοῦ Θεὸς Λόγος ἐν
ἀνθρώποις; πότε δὲ τὰ παρ᾿ Ἕλλησι καὶ πανταχοῦ μαντεῖα πέπαυται
καὶ κεκένωται, εἰ μὴ ὅτε μέχρι γῆς πεφανέρωκεν ἑαυτὸν ὁ Σωτήρ;
Πότε δὲ καταγινώσκεσθαι ἤρξαντο οἱ παρὰ ποιηταῖς λεγόμενοι θεοὶ
καὶ ἥρωες, ὡς μόνον ὄντες ἄνθρωποι θνητοί, εἰ μὴ ἀφ᾿ οὗ ὁ Κύριος τὸ
κατὰ τοῦ θανάτου τρόπαιον εἰργάσατο, καὶ ὅπερ ἔλαβε σῶμα
τετήρηκεν ἄφθαρτον, ἀναστήσας αὐτὸ ἐκ τῶν νεκρῶν;
Πότε δὲ ἡ δαιμόνων ἀπάτη καὶ μανία κατεφρονήθη, εἰ μὴ ὅτε ἡ τοῦ
Θεοῦ Δύναμις ὁ Λόγος, ὁ πάντων καὶ τούτων Δεσπότης, διὰ τὴν
τῶν ἀνθρώπων ἀσθένειαν συγκαταβάς, ἐπὶ γῆς ἐφάνη; Πότε δὲ τῆς
μαγείας ἡ τέχνη καὶ τὰ διδασκαλεῖα ἤρξαντο καταπατεῖσθαι, εἰ μὴ ὅτε
τὰ θεοφάνια τοῦ Λόγου γέγονεν ἐν ἀνθρώποις; Καὶ ὅλως, πότε τῶν
Ἑλλήνων ἡ σοφία μεμώραται, εἰ μὴ ὅτε ἡ ἀληθὴς τοῦ Θεοῦ Σοφία ἐπὶ
γῆς ἑαυτὴν ἐφανέρωσε;
Πάλαι μὲν γὰρ πᾶσα ἡ οἰκουμένη καὶ πᾶς τόπος τῇ θρησκείᾳ τῶν
εἰδώλων ἐπλανᾶτο, καὶ οὐδὲν ἄλλο ἢ τὰ εἴδωλα θεοὺς ἐνόμιζον οἱ
ἄνθρωποι. Νῦν δὲ κατὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην, τὴν μὲν τῶν εἰδώλων
δεισιδαιμονίαν καταλιμπάνουσιν οἱ ἄνθρωποι, ἐπὶ δὲ τὸν Χριστὸν
καταφεύγουσι, καὶ Θεὸν αὐτὸν προσκυνοῦντες, δι᾿ αὐτοῦ καὶ ὃν οὐκ
ᾔδεισαν Πατέρα γινώσκουσι.
Καὶ τό γε θαυμαστόν, διαφόρων ὄντων καὶ μυρίων σεβασμάτων, καὶ
ἑκάστου τόπου τὸ ἴδιον ἔχοντος εἴδωλον, καὶ μὴ ἰσχύοντος τοῦ παρ᾿
αὐτοῖς λεγομένου θεοῦ τὸν πλησίον ὑπερβῆναι τόπον, ὥστε καὶ τοὺς
ἐκ γειτόνων πεῖσαι σέβειν αὐτόν, ἀλλὰ μόλις καὶ ἐν τοῖς ἰδίοις
θρησκευομένου οὐδεὶς γὰρ ἄλλος τὸν τοῦ γείτονος ἐσέβετο θεόν, ἀλλ᾿
ἕκαστος τὸ ἴδιον ἐφύλαττεν εἴδωλον, νομίζων τῶν πάντων αὐτὸ
κύριον εἶναι, μόνος ὁ Χριστὸς παρὰ πᾶσιν εἷς καὶ πανταχοῦ ὁ αὐτὸς
προσκυνεῖται· καὶ ὃ μὴ δεδύνηται τῶν εἰδώλων ἡ ἀσθένεια ποιῆσαι,
ὥστε κἂν τοὺς πλησίον οἰκοῦντας πεῖσαι, τοῦτο ὁ Χριστὸς πεποίηκεν,
οὐ μόνον τοὺς πλησίον ἀλλὰ καὶ πᾶσαν ἁπλῶς τὴν οἰκουμένην πείσας
ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Κύριον σέβειν, καὶ δι᾿ αὐτοῦ Θεὸν τὸν αὐτοῦ
Πατέρα.     Πότε οι άνθρωποι άρχισαν να εγκαταλείπουν τη θρησκεία των ειδώλων,
παρά από τότε που ενανθρώπισε ο αληθινός Λόγος του Θεού;
Πότε τα μαντεία των ειδωλολατρών που είναι διασκορπισμένα παντού
άδειασαν και σταμάτησαν, παρά μόνον όταν φανερώθηκε στη γη ο Σωτήρας;
Πότε άρχισαν να καταδικάζονται σαν κοινοί θνητοί οι θεωρούμενοι από τους
ποιητές θεοί και ήρωες, παρά μόνον αφότου ο Κύριος έφερε αυτό το τρόπαιο
της νίκης ενάντια στο θάνατο; Και το σώμα που προσέλαβε, αφού το ανάστησε
από τους νεκρούς, το διατήρησε άφθαρτο!
Πότε περιφρονήθηκε η απάτη και η μανία των δαιμόνων, παρά αφότου ο
Λόγος ως η Δύναμη του Θεού και ο άρχοντας όλων και αυτών ακόμη (των
δαιμόνων), από συγκατάβαση για την αδυναμία των ανθρώπων, φανερώθηκε
στη γη; Πότε η τέχνη και τα σχολεία της μαγείας έκλεισαν, παρά μόνον
όταν ο Θεός Λόγος φανερώθηκε ως άνθρωπος; Και γενικά, πότε ξεμώρανε
η σοφία των ειδωλολατρών, παρά όταν η αληθινή Σοφία του Θεού
παρουσιάστηκε στη γη;
Διότι παλαιότερα όλη η γη και κάθε τόπος είχε παρασυρθεί στη θρησκεία
των ειδώλων· οι άνθρωποι τίποτε άλλο δεν πίστευαν ως θεό παρά μόνον
τα είδωλα. Τώρα όμως σε όλη την οικουμένη, οι άνθρωποι εγκαταλείπουν
τη δεισιδαιμονία των ειδώλων και καταφεύγουν στο Χριστό τον οποίο
προσκυνούν ως Θεό· και μέσω του Χριστού γνωρίζουν και τον Πατέρα του,
τον οποίο αγνοούσαν.
Και το πιο θαυμαστό! Υπήρχαν μυριάδες και διαφορετικά σεβάσματα και
κάθε τόπος είχε το δικό του είδωλο. Δεν μπορούσε όμως ο λατρευόμενος θεός
κάθε τόπου να ξεπεράσει τα τοπικά του όρια, ώστε και να πείσει και τους
γειτονικούς λαούς να τον λατρεύουν· μόλις και με δυσκολία λατρευόταν στον
δικό του τόπο. Κανένας δεν προσκυνούσε τους γειτονικούς θεούς, αλλά
σεβόταν μόνο το δικό του είδωλο, θεωρώντας ότι αυτό είναι πάνω από τους
άλλους θεούς. Μόνον ο Χριστός λατρεύεται ως ένας και μοναδικός απ’ όλους
και παντού. Αυτό που δεν μπόρεσε να πετύχει η αδυναμία των ειδώλων, να
πείσει δηλαδή τους γείτονες να τα λατρεύουν, αυτό το πέτυχε ο Χριστός·
έπεισε όχι μόνον τους γείτονες αλλά και όλη γενικά την οικουμένη να λατρεύει
τον ένα και μοναδικό Κύριο και Θεό και μέσω αυτού να λατρεύει και το Θεό
Πατέρα του.
47. Καὶ πάλαι μὲν τὰ πανταχοῦ τῆς ἀπάτης τῶν μαντείων
ἐπεπλήρωτο, καὶ τὰ ἐν Δελφοῖς καὶ Δωδώνῃ καὶ Βοιωτίᾳ καὶ Λυκίᾳ
καὶ Λιβύῃ καὶ Αἰγύπτῳ καὶ Καβίροις μαντεύματα καὶ ἡ Πυθία
ἐθαυμάζοντο τῇ φαντασίᾳ παρὰ τῶν ἀνθρώπων· νῦν δὲ ἀφ᾿ οὗ
Χριστὸς καταγγέλλεται πανταχοῦ, πέπαυται καὶ τούτων ἡ μανία,
καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι λοιπὸν ἐν αὐτοῖς ὁ μαντευόμενος.
Καὶ πάλαι μὲν δαίμονες ἐφαντασιοκόπουν τοὺς ἀνθρώπους,
προκαταλαμβάνοντες πηγὰς ἢ ποταμοὺς ἢ ξύλα ἢ λίθους, καὶ οὕτως
ταῖς μαγγανείαις ἐξέπληττον τοὺς ἄφρονας. Νῦν δὲ τῆς θείας
ἐπιφανείας τοῦ Λόγου γεγενημένης πέπαυται τούτων ἡ φαντασία.
Τῷ γὰρ σημείῳ τοῦ σταυροῦ καὶ μόνον ὁ ἄνθρωπος χρώμενος,
ἀπελαύνει τούτων τὰς ἀπάτας.
Καὶ πάλαι μὲν τοὺς παρὰ ποιηταῖς λεγομένους θεούς, Δία καὶ Κρόνον
καὶ Ἀπόλλωνα καὶ ἥρωας, ἐνόμιζον οἱ ἄνθρωποι θεούς, καὶ τούτους
ἐπλανῶντο σέβοντες· ἄρτι δὲ τοῦ Σωτῆρος ἐν ἀνθρώποις φανέντος,
ἐκεῖνοι μὲν ἐγνώσθησαν ὄντες ἄνθρωποι θνητοί, μόνος δὲ ὁ Χριστὸς ἐν
ἀνθρώποις ἐγνωρίσθη Θεὸς ἀληθινοῦ Θεοῦ Θεὸς Λόγος.
Τί δὲ περὶ τῆς θαυμαζομένης παρ᾿ αὐτοῖς μαγείας ἄν τις εἴποι; Ὅτι
πρὶν μὲν ἐπιδημῆσαι τὸν Λόγον, ἴσχυε καὶ ἐνήργει παρ᾿ Αἰγυπτίοις
καὶ Χαλδαίοις καὶ Ἰνδοῖς αὕτη καὶ ἐξέπληττε τοὺς ὁρῶντας· τῇ δὲ
παρουσίᾳ τῆς ἀληθείας καὶ τῇ ἐπιφανείᾳ τοῦ Λόγου διηλέγχθη καὶ
αὕτη, καὶ κατηργήθη παντελῶς.
Περὶ δὲ τῆς Ἑλληνικῆς σοφίας καὶ τῆς τῶν φιλοσόφων μεγαλοφωνίας,
νομίζω μηδένα τοῦ παρ᾿ ἡμῶν δεῖσθαι λόγου, ἐπ᾿ ὄψει πάντων ὄντος
τοῦ θαύματος, ὅτι τοσαῦτα γραψάντων τῶν παρ᾿ Ἕλλησι σοφῶν
καὶ μὴ δυνηθέντων πεῖσαι κἂν ὀλίγους ἐκ τῶν πλησίον τόπων περὶ
ἀθανασίας καὶ τοῦ κατ᾿ ἀρετὴν βίου, μόνος ὁ Χριστὸς δι᾿ εὐτελῶν
ῥημάτων, καὶ δι᾿ ἀνθρώπων οὐ κατὰ τὴν γλῶτταν σοφῶν, κατὰ
πᾶσαν τὴν οἰκουμένην παμπληθεῖς ἐκκλησίας ἔπεισεν ἀνθρώπων
καταφρονεῖν μὲν θανάτου, φρονεῖν δὲ ἀθάνατα, καὶ τὰ μὲν πρόσκαιρα
παρορᾶν, εἰς δὲ τὰ αἰώνια ἀποβλέπειν, καὶ μηδὲν μὲν ἡγεῖσθαι τὴν ἐπὶ
γῆς δόξαν, μόνης δὲ τῆς ἀθανασίας ἀντιποιεῖσθαι.     Παλαιότερα όλοι οι τόποι ήταν γεμάτοι από την απάτη των μαντείων·
οι άνθρωποι θαύμαζαν με τη φαντασία τους τους χρησμούς των Δελφών,
της Δωδώνης, Βοιωτίας, Λυκίας, Λιβύης και Αιγύπτου, των Καβείρων
και την Πυθία. Τώρα όμως, αφότου κηρύσσεται ο Χριστός παντού,
έχει σταματήσει η μανία των χρησμών στα μαντεία
και δεν υπάρχει πλέον σ’ αυτά μάντης.
Και παλαιά, επίσης, οι δαίμονες αναστάτωναν με φαντασίες τους ανθρώπους·
έστηναν παγίδα σε πηγές, σε ποτάμια, σε ξύλα ή πέτρες και με μαγικές
τελετές τρόμαζαν τους ανόητους! Τώρα όμως, μετά τη θεία εμφάνιση
του Λόγου στη γη, σταμάτησαν οι μαγικές φαντασιώσεις.
Ο άνθρωπος, κάνοντας χρήση και μόνο το σημείο του σταυρού, διώχνει
μακριά τις απάτες των δαιμόνων.
Παλαιότερα, ακόμη, οι άνθρωποι θεωρούσαν ως θεούς αυτούς που οι ποιητές
αποκαλούσαν θεούς· εννοώ το Δία, τον Κρόνο, τον Απόλλωνα και τους ήρωες·
και οι άνθρωποι βρίσκονταν σε πλάνη και τους λάτρευαν. Τώρα όμως που
ενανθρώπησε ο Σωτήρας, έγινε αντιληπτό ότι εκείνοι ήταν κοινοί θνητοί, ενώ
μόνον ο Χριστός αναγνωρίστηκε από τους ανθρώπους Θεός, ο Υιός και Λόγος
του αληθινού Θεού (Πατέρα).
Και τί να πει κανείς για τη μαγεία την οποία αυτοί θαυμάζουν; Να πει ότι,
πριν ενανθρωπίσει ο Λόγος, είχε δύναμη και δράση στους Αιγυπτίους,
τους Χαλδαίους και τους Ινδούς· προκαλούσε την έκπληξη στους θεατές. Με
τον ερχομό όμως της Αλήθειας και τη φανέρωση του Λόγου αυτή ανατράπηκε
και καταργήθηκε τελείως.
Όσον αφορά τώρα στην ελληνική φιλοσοφία και τη μεγαλοστομία των
φιλοσόφων,νομίζω ότι κανείς δεν χρειάζεται τα επιχειρήματά μου· διότι όλοι
βλέπουν μπροστά τους το θαύμα: ενώ οι Έλληνες σοφοί έγραψαν τόσα πολλά,
δεν μπόρεσαν όμως να πείσουν παρά ελάχιστους συμπατριώτες τους σχετικά
με την αθανασία και την ενάρετη ζωή. Αντίθετα, μόνος ο Χριστός, με απλά
λόγια και με αγράμματους ανθρώπους, όχι σοφούς και ρήτορες, έπεισε
σ’ ολόκληρη την οικουμένη μεγάλες ομάδες ανθρώπων να περιφρονούν
το θάνατο, να επιδιώκουν την αθανασία, να παραβλέπουν την πρόσκαιρη ζωή
και ν’ αποβλέπουν στην αιωνιότητα· να θεωρούν μηδαμινό γεγονός την επίγεια
δόξα και να επιδιώκουν μόνο την αθανασία.
48. Ταῦτα δὲ τὰ λεγόμενα παρ᾿ ἡμῶν οὐκ ἄχρι λόγων ἐστίν, ἀλλὰ καὶ
ἐξ αὐτῆς τῆς πείρας ἔχει τὴν τῆς ἀληθείας μαρτυρίαν.
Παρίτω γὰρ ὁ βουλόμενος καὶ θεωρείτω τῆς μὲν ἀρετῆς τὸ γνώρισμα
ἐν ταῖς Χριστοῦ παρθένοις καὶ ἐν τοῖς σωφροσύνην ἁγνεύουσι
νεωτέροις, τῆς δὲ ἀθανασίας τὴν πίστιν ἐν τῷ τοσούτῳ τῶν
μαρτύρων αὐτοῦ χορῷ.
Ἡκέτω δὲ καὶ ὁ πεῖραν τῶν προλεχθέντων βουλόμενος λαβεῖν, καὶ
ἐπ᾿ αὐτῆς τῆς φαντασίας τῶν δαιμόνων, καὶ τῆς τῶν μαντείων
ἀπάτης, καὶ τῶν τῆς μαγείας θαυμάτων, χρησάσθω τῷ σημειῷ τοῦ
γελωμένου παρ᾿ αὐτοῖς σταυροῦ, τὸν Χριστὸν ὀνομάσας μόνον, καὶ
ὄψεται πῶς δι᾿ αὐτοῦ δαίμονες μὲν φεύγουσι, μαντεῖα δὲ παύεται,
μαγεία δὲ πᾶσα καὶ φαρμακεία κατήργηται.
Τίς οὖν ἄρα καὶ πηλίκος ἐστὶν οὗτος ὁ Χριστός, ὁ τῇ ἑαυτοῦ ὀνομασίᾳ
καὶ παρουσίᾳ τὰ πάντα πανταχόθεν ἐπισκιάσας καὶ καταργήσας,
καὶ μόνος κατὰ πάντων ἰσχύων, καὶ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην τῆς
ἑαυτοῦ διδασκαλίας πληρώσας; Λεγέτωσαν οἱ πάνυ γελῶντες
καὶ οὐκ ἐρυθριῶντες Ἕλληνες.
Εἰ μὲν γὰρ ἄνθρωπός ἐστι, καὶ πῶς εἷς ἄνθρωπος τὴν πάντων τῶν
παρ᾿ αὐτοῖς θεῶν δύναμιν ὑπερῆρε, καὶ οὐδὲν ἐκείνους ὄντας τῇ ἑαυτοῦ
δυνάμει διήλεγξεν; Εἰ δὲ μάγον αὐτὸν λέγουσι, πῶς οἷόν τέ ἐστιν ὑπὸ
μάγου καταργεῖσθαι πᾶσαν τὴν μαγείαν, καὶ μὴ μᾶλλον συνίστασθαι;
Εἰ μὲν γὰρ ἀνθρώπους μάγους ἐνίκα, ἢ καθ᾿ ἑνὸς ἴσχυε μόνου, καλῶς ἂν
ἐνομίσθη παρ᾿ αὐτοῖς κρείττονι τέχνῃ τὴν τῶν ἄλλων ὑπερβάλλων.
Εἰ δὲ κατὰ πάσης ἁπλῶς μαγείας καὶ αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος αὐτῆς
ἤρατο τὴν νίκην ὁ τούτου σταυρός, δῆλον ἂν εἴη μὴ εἶναι μάγον τὸν
Σωτῆρα, ὃν καὶ οἱ παρὰ τῶν ἄλλων μάγων ἐπικαλούμενοι δαίμονες
ὡς δεσπότην φεύγουσι.
Τίς οὖν ἄρα ἐστὶ λεγέτωσαν οἱ μόνον ἐν τῷ χλευάζειν ἔχοντες τὴν
σπουδὴν Ἕλληνες. Ἴσως ἂν φήσαιεν δαίμονα καὶ αὐτὸν γεγενῆσθαι,
καὶ οὕτως ἰσχύειν. Τοῦτο δὲ καὶ πάνυ λέγοντες ὀφλήσουσι χλεύην,
πάλιν ταῖς προτέραις ἀποδείξεσι δυσωπεῖσθαι δυνάμενοι. Πῶς γὰρ
οἷόν τέ ἐστι δαίμονα εἶναι τὸν τοὺς δαίμονας ἀπελαύνοντα;
Εἰ μὲν γὰρ ἁπλῶς δαίμονας ἤλαυνε, καλῶς ἂν ἐνομίσθη τῷ ἄρχοντι
τῶν δαιμονίων ἰσχύειν αὐτὸν κατὰ τῶν ἐλαττόνων, ὁποῖα καὶ
Ἰουδαῖοι θέλοντες αὐτὸν ὑβρίζειν ἔλεγον αὐτῷ. Εἰ δὲ πᾶσα τῶν
δαιμόνων μανία ἐξίσταται τῇ τούτου ὀνομασίᾳ καὶ διώκεται, φανερὸν
ἂν εἴη καὶ ἐν τούτῳ πλανᾶσθαι αὐτούς, καὶ μὴ εἶναι ὡς νομίζουσι
δαιμονικήν τινα δύναμιν τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Σωτῆρα Χριστόν.
Οὐκοῦν εἰ μήτε ἄνθρωπος ἁπλῶς μήτε μάγος μήτε δαίμων τίς ἐστιν
ὁ Σωτήρ, ἀλλὰ καὶ τὴν παρὰ ποιηταῖς ὑπόνοιαν καὶ δαιμόνων
φαντασίαν καὶ Ἑλλήνων σοφίαν τῇ ἑαυτοῦ θειότητι κατήργησε καὶ
ἐπεσκίασε, φανερὸν ἂν εἴη καὶ παρὰ πᾶσιν ὁμολογηθήσεται ὅτι οὗτος
ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός ἐστι, Λόγος καὶ Σοφία καὶ Δύναμις τοῦ Πατρὸς
ὑπάρχων. Διὰ τοῦτο γὰρ οὐδὲ ἀνθρώπινά ἐστιν αὐτοῦ τὰ ἔργα, ἀλλ᾿
ὑπὲρ ἄνθρωπον, καὶ Θεοῦ τῷ ὄντι γινώσκεται ταῦτα, καὶ ἀπ᾿ αὐτῶν
τῶν φαινομένων καὶ ἀπὸ τῆς πρὸς ἀνθρώπους συγκρίσεως.     Αυτά τα οποία λέμε, δεν είναι μόνο λόγια, αλλά μαρτυρούνται ως αληθινά
και από την ίδια την εμπειρία.
Όποιος, λοιπόν, θέλει, ας πλησιάσει για να δει το γνώρισμα της αρετής
στις παρθένες του Χριστού και στους νέους που μένουν αγνοί και σώφρονες·
να δει επίσης την πίστη στην αθανασία που έχει τόσο μεγάλο
πλήθος μαρτύρων του.
Ας έλθει, λοιπόν, κι αυτός που θέλει να μάθει εμπειρικά όσα είπαμε
προηγουμένως για τα φανταστικά κατασκευάσματα των δαιμόνων, για την
απάτη των μαντείων και για τα ψευτοθαύματα της μαγείας· ας κάνει μόνο το
σημείο του σταυρού, το οποίο το περιγελούν, και να προφέρει μόνο το όνομα
του Χριστού· τότε θα δει πώς φεύγουν με τ’ όνομά του οι δαίμονες, πώς
κλείνουν τα μαντεία και πώς καταργείται κάθε μαγεία και μαγγανεία.
Ποιός είναι, λοιπόν, και πόσο μεγάλος είναι αυτός ο Χριστός, ο οποίος με το
όνομα και την παρουσία του επισκίασε τα πάντα παντού και τα κατάργησε;
Πώς μόνος τους νικά όλους και γέμισε με τη διδασκαλία του όλη την
οικουμένη; Ας μας απαντήσουν οι ειδωλολάτρες που κοροϊδεύουν πολύ
και δεν κοκκινίζουν από ντροπή.
Διότι, εάν είναι άνθρωπος, τότε πώς ένας άνθρωπος νίκησε τη δύναμη όλων
των θεών τους και με τη δική του δύναμη απόδειξε ότι εκείνοι δεν είναι τίποτε;
Εάν πάλι τον θεωρούν μάγο, πώς είναι δυνατόν ένας μάγος να καταργεί
κάθε είδος μαγείας, αντί να την υποστηρίζει; Διότι, αν νικούσε όλους τους
μάγους ή μόνον έναν απ’ αυτούς, θα πίστευαν αυτοί ότι διαθέτει καλύτερη
μαγική τέχνη, κι έτσι νικά την τέχνη των υπολοίπων (μάγων).
Εφόσον όμως ο σταυρός του νίκησε όλη γενικά τη μαγεία και το όνομά της
ακόμη, είναι φανερό ότι δεν είναι μάγος ο Σωτήρας· διότι, τον αποφεύγουν
ως κυρίαρχο ακόμη και οι δαίμονες, τους οποίους επικαλούνται οι άλλοι μάγοι.
Ποιός επιτέλους είναι; Ας μας πουν οι ειδωλολάτρες, που το μόνο που κάνουν
είναι να κοροϊδεύουν. Ίσως θα πουν ότι ήταν κι αυτός δαίμονας, γι’ αυτό
και είναι ισχυρός. Λέγοντας όμως κάτι τέτοιο, θα χλευαστούν πάρα πολύ,
καθώς θ’ αποστομωθούν με τις προηγούμενες αποδείξεις. Διότι, πώς
είναι δυνατόν ο δαίμονας να διώχνει τους δαίμονες;
Εάν βέβαια απλά έδιωχνε τους δαίμονες, καλώς θα θεωρούσαν ότι από τον
άρχοντα των δαιμόνων έχει τη δύναμη πάνω στους ασθενέστερους· αυτό
λένε και οι Εβραίοι σε βάρος του, θέλοντας να τον προσβάλλουν. Εφόσον
όμως η μανία των δαιμόνων ταράζεται και εκδιώκεται με τ’ όνομά του,
είναι φανερό ότι και σ’ αυτό το σημείο βρίσκονται σε πλάνη· δεν είναι, όπως
νομίζουν, κάποια σατανική δύναμη ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός.
Ο Σωτήρας όμως δεν είναι ούτε ούτε απλός άνθρωπος ούτε μάγος ούτε κάποιος
δαίμονας· κατάργησε μάλιστα και επισκίασε με τη θεότητά του τις αντιλήψεις
των ποιητών, τα φαντάσματα των δαιμόνων και τη σοφία των Ελλήνων.
Είναι φανερό και όλοι θα το ομολογήσουν ότι αυτός είναι αληθινά ο Υιός
του Θεού, ο Λόγος, η Σοφία και η Δύναμη του Πατέρα. Γι’ αυτό το λόγο,
δεν είναι πλέον ανθρώπινα τα έργα του, αλλά ξεπερνούν τα ανθρώπινα·
τα έργα αυτά, από την εμφάνισή τους αλλά και από τη σύγκρισή τους με τα
ανθρώπινα, αναγνωρίζονται πράγματι ότι είναι έργα του Θεού.
49. Τίς γὰρ τῶν πώποτε γενομένων ἀνθρώπων ἐκ παρθένου μόνης
ἑαυτῷ συνεστήσατο σῶμα; ἢ τίς πώποτε ἀνθρώπων τοιαύτας νόσους
ἐθεράπευσεν, οἵας ὁ κοινὸς πάντων Κύριος; Τίς δὲ τὸ τῇ γενέσει
ἐλλεῖπον ἀποδέδωκε, καὶ ἐκ γενετῆς τυφλὸν ἐποίησε βλέπειν;
Ἀσκληπιὸς ἐθεοποιήθη παρ᾿ αὐτοῖς, ὅτι τὴν ἰατρικὴν ἤσκησε, καὶ
βοτάνας πρὸς τὰ πάσχοντα τῶν σωμάτων ἐπενόει, οὐκ αὐτὸς ταύτας
πλάττων ἀπὸ γῆς, ἀλλὰ τῇ ἐκ φύσεως ἐπιστήμῃ ταύτας ἐφευρίσκων.
Τί δὲ πρὸς τὸ ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος γενόμενον, ὅτι οὐ τραῦμα
ἐθεράπευσεν, ἀλλὰ γένεσιν ἔπλασε καὶ ἀποκατέστησε τὸ πλάσμα;
Ἡρακλῆς ὡς θεὸς προσκυνεῖται παρ᾿ Ἕλλησιν, ὅτι πρὸς ἴσους
ἀνθρώπους ἀντεμαχέσατο, καὶ θηρία δόλοις ἀνεῖλε. Τί πρὸς τὰ ὑπὸ
τοῦ Λόγου γενόμενα, ὅτι νόσους καὶ δαίμονας καὶ τὸν θάνατον αὐτὸν
ἀπήλαυνε τῶν ἀνθρώπων; Διόνυσος θρησκεύεται παρ᾿ αὐτοῖς, ὅτι
μέθης γέγονε διδάσκαλος τοῖς ἀνθρώποις. Ὁ δὲ Σωτὴρ τῷ ὄντι καὶ
Κύριος τοῦ παντός, σωφροσύνην διδάξας, χλευάζεται παρ᾿ ἐκείνων.
Ἀλλ᾿ ἔστω ταῦτα. Τί καὶ πρὸς τὰ ἕτερα θαύματα τῆς θεότητος
αὐτοῦ; Τίνος ἀποθνῄσκοντος ἀνθρώπου, ὁ μὲν ἥλιος ἐσκοτίσθη, ἡ δὲ
γῆ ἐσείετο; Ἰδοὺ μέχρι νῦν ἀποθνῄσκουσι καὶ ἀπέθανον ἔτι ἄνωθεν
ἄνθρωποι· πότε τι τοιοῦτον ἐπ᾿ αὐτοῖς γέγονε θαῦμα;
Ἤ, ἵνα τὰς διὰ τοῦ σώματος αὐτοῦ πράξεις παραλίπω, καὶ τὰς μετὰ
τὴν ἀνάστασιν τοῦ σώματος αὐτοῦ μνημονεύσω, τίνος πώποτε τῶν
γενομένων ἀνθρώπων ἡ διδασκαλία, ἀπὸ περάτων ἕως περάτων γῆς
μία καὶ ἡ αὐτὴ δι᾿ ὅλων ἴσχυσεν, ὥστε διὰ πάσης γῆς τὸ σέβας αὐτοῦ
διαπτῆναι;
Ἢ διὰ τί, εἴπερ ἄνθρωπός ἐστιν ὁ Χριστὸς καὶ οὐ Θεὸς Λόγος κατ᾿
αὐτούς, οὐ κωλύεται ὑπὸ τῶν παρ᾿ αὐτοῖς θεῶν εἰς τὴν αὐτὴν χώραν,
ἔνθα εἰσί, τὸ τούτου σέβας διαβῆναι, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς ὁ Λόγος
ἐπιδημῶν τῇ διδασκαλίᾳ ἑαυτοῦ τὴν ἐκείνων θρησκείαν παύει, καὶ τὴν
φαντασίαν αὐτῶν καταισχύνει;     Ποιός από τους ανθρώπους που μέχρι τώρα γεννήθηκαν, απόκτησε σώμα μόνον
από γυναίκα που δεν γνώρισε άνδρα; Ή, ποιός άνθρωπος θεράπευσε τέτοιες
ασθένειες, σαν αυτές που γιάτρεψε ο Κύριός μας; Ποιός συμπλήρωσε σε
άνθρωπο αυτό που του έλειπε από τη γέννα του και έκανε τον εκ γενετής τυφλό
να βλέπει;
Αυτοί (οι ειδωλολάτρες) θεοποίησαν τον Ασκληπιό, διότι εξάσκησε την
ιατρική και βρήκε βότανα για τα άρρωστα σώματα· δεν τα έφτιαχνε βέβαια
αυτός από τη γη, αλλά τα έβρισκε με την φυσική επιστήμη.
Πώς να συγκριθεί αυτό με το έργο του Σωτήρα, ο οποίος δεν θεράπευσε απλό
τραύμα, αλλά ανάπλασε και αποκατάστησε το ίδιο το ανθρώπινο πλάσμα;
Οι Έλληνες προσκυνούν τον Ηρακλή ως θεό, διότι πολέμησε ισάξιους
αντίπαλους και σκότωσε με δόλο θηρία. Πώς να συγκριθούν αυτά μέ όσα
έκανε ο Λόγος, ο οποίος απάλλαξε τους ανθρώπους από τις αρρώστιες, τους
δαίμονες και τον ίδιο το θάνατο; Λατρεύουν επίσης, αυτοί το Διόνυσο, διότι
δίδαξε στους ανθρώπους να μεθούν. Ενώ χλευάζουν τον όντως Σωτήρα και
Κύριο του σύμπαντος, που δίδαξε τη σωφροσύνη.
Αλλά, αρκούν αυτά. Τί λένε και για τα άλλα θαύματα της θεότητάς του;
Ποιού ανθρώπου ο θάνατος σκοτείνιασε τον ήλιο και ταρακούνησε με σεισμό
τη γη; Να, μέχρι σήμερα πεθαίνουν οι άνθρωποι, όπως πέθαιναν και
παλαιότερα· πότε συνέβη ένα παρόμοιο θαύμα σ’ αυτούς;
Ή, για ν’ αφήσω στην άκρη τις πράξεις του επίγειου βίου του και ν’ αναφέρω
αυτές που έγιναν μετά τη σωματική ανάστασή του: ποιού ανθρώπου, απ’ όσους
γεννήθηκαν μέχρι σήμερα, η μία και μοναδική διδασκαλία του ξεπέρασε όλες
τις άλλες διδαχές στα πέρατα της γης, ώστε να διαδοθεί η λατρεία του σ’ όλη
τη γη;
Ή γιατί, εάν είναι, όπως λένε, άνθρωπος και όχι Θεός Λόγος ο Χριστός,
δεν εμποδίζουν οι θεοί τους την λατρεία του να εισέλθει στη δική τους χώρα,
που υπάρχουν αυτοί; Γιατί γίνεται το αντίθετο, ο ίδιος ο Λόγος
να έρχεται
στη χώρα τους με τη διδασκαλία του, να καταργεί τη θρησκεία τους και να
ντροπιάζει τις φαντασιώσεις τους;
50. Πολλοὶ πρὸ τούτου γεγόνασι βασιλεῖς καὶ τύραννοι γῆς, πολλοὶ
παρὰ Χαλδαίοις ἱστοροῦνται καὶ παρ᾿ Αἰγυπτίοις καὶ Ἰνδοῖς γενόμενοι
σοφοὶ καὶ μάγοι· τίς τούτων ποτέ, οὐ λέγω μετὰ θάνατον, ἀλλὰ καὶ
ἔτι ζῶν ἠδυνήθη τοσοῦτον ἰσχῦσαι, ὥστε τὴν σύμπασαν αὐτὸν γῆν
πληρῶσαι τῆς αὐτοῦ διδασκαλίας, καὶ τοσοῦτον πλῆθος παιδεῦσαι
ἀπὸ τῆς τῶν εἰδώλων δεισιδαιμονίας, ὅσους ὁ ἡμέτερος Σωτὴρ εἰς
ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν εἰδώλων μετήνεγκεν;
Ἑλλήνων οἱ φιλόσοφοι μετὰ πιθανότητος καὶ τέχνης λόγων πολλὰ
συνέγραψαν· τί οὖν τοσοῦτον ὅσον ὁ τοῦ Χριστοῦ σταυρὸς
ἐπεδείξαντο; Ἄχρι γὰρ τελευτῆς αὐτῶν τὰ παρ᾿ αὐτῶν σοφίσματα
τὸ πιθανὸν ἔσχεν· ἀλλὰ καὶ ὃ ἔδοξαν ζῶντες ἰσχύειν ἐν ἀλλήλοις ἔσχον
τὴν ἅμιλλαν, καὶ κατ᾿ ἀλλήλων μελετῶντες ἐφιλονείκουν.
Ὁ δὲ τοῦ Θεοῦ Λόγος, τὸ παραδοξότατον, πτωχοτέραις ταῖς λέξεσι
διδάξας, τοὺς πάνυ σοφιστὰς ἐπεσκίασε, καὶ τὰς μὲν ἐκείνων
διδασκαλίας κατήργησε, πάντας ἕλκων πρὸς ἑαυτόν, τὰς δὲ ἑαυτοῦ
ἐκκλησίας πεπλήρωκε· καὶ τό γε θαυμαστόν, ὅτι ὡς ἄνθρωπος εἰς τὸν
θάνατον καταβάς, τὴν τῶν σοφῶν μεγαλοφωνίαν περὶ εἰδώλων
κατήργησε.
Τίνος γάρ ποτε θάνατος ἀπήλασε δαίμονας; ἢ τίνος ποτὲ θάνατον
ἐφοβήθησαν δαίμονες ὡς τὸν Χριστοῦ; Ἔνθα γὰρ ὀνομάζεται τὸ
ὄνομα τοῦ Σωτῆρος, ἐκεῖθεν πᾶς δαίμων ἀπελαύνεται. Τίς δὲ οὕτως
τὰ ψυχικὰ πάθη περιεῖλε τῶν ἀνθρώπων, ὥστε τοὺς μὲν πόρνους
σωφρονεῖν, τοὺς δὲ ἀνδροφόνους μηκέτι ξίφος κρατεῖν, τοὺς δὲ δειλίᾳ
προκατεχομένους ἀνδρίζεσθαι;
Καὶ ὅλως, τίς τοὺς παρὰ βαρβάροις καὶ τοὺς κατὰ τόπον τῶν ἐθνῶν
ἀνθρώπους ἔπεισεν ἀποθέσθαι μὲν τὴν μανίαν, εἰρηναῖα δὲ φρονεῖν,
εἰ μὴ ἡ τοῦ Χριστοῦ πίστις, καὶ τὸ τοῦ σταυροῦ σημεῖον; Τίς δὲ ἄλλος
περὶ ἀθανασίας οὕτως ἐπιστώσατο τοὺς ἀνθρώπους, ὡς ὁ τοῦ
Χριστοῦ σταυρός, καὶ ἡ τοῦ σώματος ἀνάστασις αὐτοῦ;
Καίπερ γὰρ πάντα ψευσάμενοι Ἕλληνες, ὅμως οὐκ ἠδυνήθησαν
ἀνάστασιν τῶν ἑαυτῶν εἰδώλων πλάσασθαι, οὐκ ἐνθυμούμενοι τὸ
σύνολον, εἰ ὅλως δυνατὸν μετὰ θάνατον εἶναι πάλιν τὸ σῶμα· ἐφ᾿ ᾧ
καὶ μάλιστα ἄν τις αὐτοὺς ἀποδέξηται, ὅτι τοιαῦτα λογισάμενοι τὴν
μὲν ἀσθένειαν τῆς ἑαυτῶν εἰδωλολατρίας ἤλεγξαν, τὸ δὲ δυνατὸν
τῷ Χριστῷ παρεχώρησαν, ἵνα καὶ ἐκ τούτου γνωσθῇ παρὰ πᾶσι
τοῦ Θεοῦ Υἱός.     Υπήρξαν πρίν απ’ αυτόν (τον Χριστό) πολλοί βασιλιάδες και τύραννοι στη γη·
αναφέρουν οι ιστορικοί ότι υπήρξαν πολλοί σοφοί και μάγοι στους Χαλδαίους,
τους Αιγύπτιους και τους Ινδούς. Ποιός απ’ αυτούς ποτέ, δεν εννοώ μετά το
θάνατό του αλλά ενώ ζούσε ακόμη, μπόρεσε να δείξει τόσο μεγάλη δύναμη,
ώστε η διδασκαλία του να εξαπλωθεί σ’ όλη τη γη; Ποιός μπόρεσε να
διαφωτίσει τόσο πολλούς για τη δεισιδαιμονία των ειδώλων, όσους ο Σωτήρας
μετάφερε από τα είδωλα στην πίστη προς τον εαυτό του;
Οι φιλόσοφοι των Ελλήνων έγραψαν πολλά με πιθανολογίες και ρητορική
τέχνη. Τί όμως παρουσίασαν τόσο μεγάλο όσο ο σταυρός του Κυρίου;
Διότι, μέχρι το θάνατό τους, οι σοφιστείες τους βασιζόταν στίς πιθανότητες·
αλλά και όταν ήταν ζωντανοί, όσα πίστευαν ότι έχουν μεγάλη ισχύ, ήταν
αντικείμενα ανταγωνισμού και φιλονικούσαν μεταξύ τους για τη θεωρία τους.
Και το πιο παράδοξο είναι ότι ο Λόγος του Θεού, ενώ δίδαξε με πιο φτωχές
λέξεις, επισκίασε τους μεγάλους σοφιστές· κατάργησε τις διδασκαλίες τους,
όλους τους τράβηξε προς τον εαυτό του και γέμισε τις εκκλησίες του.
Και το ακόμη πιο θαυμαστό είναι ότι με την κάθοδό του σαν άνθρωπος
στον άδη κατάργησε τα μεγάλα λόγια των σοφών για τα είδωλα.
Τίνος, στ’ αλήθεια, ο θάνατος έδιωξε τους δαίμονες; Ή τίνος ποτέ το θάνατο
φοβήθηκαν οι δαίμονες, όπως έγινε με του Χριστού; Διότι, όπου προφέρεται
το όνομα του Σωτήρα, από κει φεύγει μακριά κάθε δαίμονας. Και ποιός ήταν
εκείνος που καθάρισε τα ψυχικά πάθη των ανθρώπων, ώστε οι πόρνοι να
σωφρονούν, οι φονιάδες να μην κρατούν πλέον το φονικό ξίφος και οι πρώην
δειλοί να γίνονται ανδρείοι;
Και γενικά, ποιός έπεισε βαρβάρους και τα τοπικά έθνη να εγκαταλείψουν
τη μανία τους και να ειρηνεύουν; Δεν είναι τίποτε άλλο παρά
η πίστη στο Χριστό και το σημείο του σταυρού. Και ποιός άλλος
έπεισε τόσο πολύ τους ανθρώπους για την αθανασία όσο ο σταυρός
του Χριστού και η σωματική ανάστασή του;
Διότι, οι ειδωλολάτρες αν και χρησιμοποίησαν κάθε είδους ψέμα, όμως δεν
μπόρεσαν να ξαναδώσουν ζωή στα είδωλα· δεν μπόρεσαν καθόλου να
συλλάβουν την ιδέα ότι είναι δυνατόν ν’ αναστηθεί πάλι το σώμα μετά το
θάνατο. Πολύ περισσότερο μάλιστα μπορεί κάποιος ν’ αποδείξει ότι μ’ αυτές
τις ιδέες τους φανέρωσαν την αδυναμία της ειδωλολατρίας· και έδωσαν αυτή
τη δυνατότητα (της αναστάσεως) μόνο στο Χριστό, για ν’ αναγνωρίσουν όλοι
απ’ αυτή ότι είναι ο Υιός του Θεού.
51. Τίς οὖν ἀνθρώπων μετὰ θάνατον ἢ ὅλως ζῶν περὶ παρθενίας
ἐδίδαξε, καὶ οὐκ ἐνόμισεν ἀδύνατον εἶναι τὴν ἀρετὴν ταύτην ἐν
ἀνθρώποις; Ἀλλ᾿ ὁ ἡμέτερος Σωτὴρ καὶ τῶν πάντων Βασιλεὺς
Χριστὸς τοσοῦτον ἴσχυσεν ἐν τῇ περὶ ταύτης διδασκαλίᾳ, ὡς καὶ
παιδία μήπω τῆς νομίμης ἡλικίας ἐπιβάντα τὴν ὑπὲρ τὸν νόμον
ἐπαγγέλλεσθαι παρθενίαν.
Τίς πώποτε ἀνθρώπων ἠδυνήθη διαβῆναι τοσοῦτον, καὶ εἰς Σκύθας
καὶ Αἰθίοπας, ἢ Πέρσας, ἢ Ἀρμενίους, ἢ Γότθους, ἢ τοὺς ἐπέκεινα τοῦ
Ὠκεανοῦ λεγομένους, ἢ τοὺς ὑπὲρ τὴν Ὑρκανίαν ὄντας, ἢ ὅλως τοὺς
Αἰγυπτίους καὶ Χαλδαίους παρελθεῖν, τοὺς φρονοῦντας μὲν μαγικά,
δεισιδαίμονας δὲ ὑπὲρ τὴν φύσιν καὶ ἀγρίους τοῖς τρόποις, καὶ ὅλως
κηρύξαι περὶ ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης καὶ τῆς κατὰ εἰδώλων θρησκείας,
ὡς ὁ πάντων Κύριος, ἡ τοῦ Θεοῦ Δύναμις, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστός;
Ὃς οὐ μόνον ἐκήρυξε διὰ τῶν ἑαυτοῦ μαθητῶν, ἀλλὰ γὰρ καὶ ἔπεισεν
αὐτοὺς κατὰ διάνοιαν, τὴν μὲν τῶν τρόπων ἀγριότητα μεταθέσθαι,
μηκέτι δὲ τοὺς πατρίους σέβειν θεούς, ἀλλ᾿ αὐτὸν ἐπιγινώσκειν, καὶ δι᾿
αὐτοῦ τὸν Πατέρα θρησκεύειν.
Πάλαι μὲν γὰρ εἰδωλολατροῦντες, Ἕλληνες καὶ βάρβαροι κατ᾿
ἀλλήλων ἐπολέμουν, καὶ ὠμοὶ πρὸς τοὺς συγγενεῖς ἐτύγχανον.
Οὐκ ἦν γάρ τινα τὸ σύνολον οὔτε τὴν γῆν οὔτε τὴν θάλασσαν
διαβῆναι χωρὶς τοῦ τὴν χεῖρα ξίφεσιν ὁπλίσαι, ἕνεκα τῆς πρὸς
ἀλλήλους ἀκαταλλάκτου μάχης.
Καὶ γὰρ καὶ ἡ πᾶσα τοῦ ζῆν αὐτοῖς διαγωγὴ δι᾿ ὅπλων ἐγίνετο, καὶ
ξίφος ἦν αὐτοῖς ἀντὶ βακτηρίας, καὶ παντὸς βοηθήματος ἔρεισμα·
καίτοι, ὡς προεῖπον, εἰδώλοις ἐλάτρευον, καὶ δαίμοσιν ἔσπενδον
θυσίας, καὶ ὅμως οὐδὲν ἐκ τῆς εἰδώλων δεισιδαιμονίας ἠδυνήθησαν οἱ
τοιαῦτα φρονοῦντες μεταπαιδευθῆναι.
Ὅτε δὲ εἰς τὴν Χριστοῦ διδασκαλίαν μεταβεβήκασι, τότε δὴ
παραδόξως ὡς τῷ ὄντι κατὰ διάνοιαν κατανυγέντες, τὴν μὲν
ὠμότητα τῶν φόνων ἀπέθεντο, καὶ οὐκ ἔτι πολέμια φρονοῦσι,
πάντα δὲ αὐτοῖς εἰρηναῖα, καὶ τὰ πρὸς φιλίαν καταθύμια λοιπόν ἐστι.     Ποιός, λοιπόν, από τους ανθρώπους μετά το θάνατό του ή έστω ζώντας δίδαξε
για την παρθενία και δεν θεώρησε ότι είναι αδύνατο οι άνθρωποι να
κατορθώσουν αυτή την αρετή; Αλλά, ο δικός μας Σωτήρας και βασιλιάς των
όλων, ο Χριστός, τόσο πολύ τα κατάφερε σ’ αυτή τη διδασκαλία, ώστε και
ανήλικα παιδιά να ασκούνται στην παρθενία, που υπερβαίνει το νόμο
(και τη φύση).
Ποιός πάλι από τους ανθρώπους μπόρεσε να περιοδεύσει και να πάει σε τόσο
μακρινά μέρη, στους Σκύθες, τους Αιθίοπες, τους Πέρσες,τους Αρμένιους, τους
Γότθους, σ’ αυτούς που είναι πέρα από τον Ωκεανό (εννοεί τους Βρεττανούς),
ή σ’ αυτούς που είναι πέρα από την Υρκανία (εννοεί τη νότια της Κασπίας
χώρα), ή γενικά στους Αιγύπτιους και Χαλδαίους; Να πάει να κηρύξει την
αρετή, τη σωφροσύνη και ενάντια στην ειδωλολατρία σ’ αυτούς που πίστευαν
στα μάγια και ήταν υπερβολικά δεισιδαίμονες και άγριοι στους τρόπους; Να
να κηρύξει όπως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, η Δύναμη του Θεού και Κύριος
του σύμπαντος;
Ο Κύριος, όχι μόνο κήρυξε σ’ αυτούς με τους μαθητές του, αλλά τους έπεισε
κιόλας να μεταβάλλουν την αγριότητα της συμπεριφοράς τους,
να μην
λατρεύουν πλέον τους πατροπαράδοτους θεούς, αλλά αυτόν ν’ αναγνωρίζουν
και μέσω αυτού να προσκυνούν τον Θεό Πατέρα.
Διότι, όταν παλαιότερα οι Έλληνες και οι βάρβαροι ήταν ειδωλολάτρες,
πολεμούσαν αναμεταξύ τους και ήταν σκληροί απέναντι στους συγγενείς τους.
Εξαιτίας της αδιάλλακτης διαμάχης μεταξύ τους, κανείς απολύτως
δεν μπορούσε να διαβεί ούτε γη ούτε θάλασσα
χωρίς να είναι οπλισμένος
με ξίφος στο χέρι.
Διότι όλη τους η ζωή κυλούσε με πολέμους και κρατούσαν πάντα στο χέρι,
για να τους στηρίζει και βοηθεί, ξίφος αντί για ραβδί.
Παρόλο που οι ειδωλολάτρες, όπως προείπα, προσκυνούσαν τα είδωλα και
έκαναν θυσίες στους δαίμονες, όμως σε τίποτε δεν μπόρεσαν να μορφωθούν
από τη δεισιδαιμονία των ειδώλων.
Όταν όμως προσήλθαν στη διδασκαλία του Χριστού, τότε, πράγματι
παράδοξα, κατανύχθηκαν στην καρδιά τους και απέβαλαν την
ωμότητα των φόνων· έπαψαν πλέον να σκέφτονται εχθρικά·
όλα σ’ αυτούς είναι ειρηνικά και επιθυμούν στο εξής μόνο τη φιλία (αγάπη).
52. Τίς οὖν ὁ ταῦτα ποιήσας, ἢ τίς ὁ τοὺς μισοῦντας ἀλλήλους εἰς
εἰρήνην συνάψας, εἰ μὴ ὁ ἀγαπητὸς τοῦ Πατρὸς Υἱός, ὁ κοινὸς
πάντων Σωτὴρ Ἰησοῦς Χριστός, ὃς τῇ ἑαυτοῦ ἀγάπῃ πάντα ὑπὲρ
τῆς ἡμῶν σωτηρίας ὑπέστη; Καὶ γὰρ καὶ ἄνωθεν ἦν προφητευόμενον
περὶ τῆς παρ᾿ αὐτοῦ πρυτανευομένης εἰρήνης, λεγούσης τῆς γραφῆς·
"Συγκόψουσι τὰς μαχαίρας αὐτῶν εἰς ἄροτρα, καὶ τὰς ζιβύνας αὐτῶν
εἰς δρέπανα, καὶ οὐ λήψεται ἔθνος ἐπ᾿ ἔθνος μάχαιραν, καὶ οὐ μὴ
μάθωσιν ἔτι πολεμεῖν."
Καὶ οὐκ ἄπιστόν γε τοιοῦτον, ὅπου καὶ νῦν οἱ τὸ ἄγριον τῶν τρόπων
ἔμφυτον ἔχοντες βάρβαροι, ἔτι μὲν θύοντες παρ᾿ αὐτοῖς τοῖς εἰδώλοις,
μαίνονται κατ᾿ ἀλλήλων, καὶ χωρὶς ξίφους οὐδεμίαν ὥραν ἀνέχονται
μένειν.
Ὅτε δὲ τῆς Χριστοῦ διδασκαλίας ἀκούουσιν, εὐθέως ἀντὶ μὲν πολέμων
εἰς γεωργίαν τρέπονται, ἀντὶ δὲ τοῦ ξίφεσι τὰς χεῖρας ὁπλίζειν, εἰς
εὐχὰς ἐκτείνουσι· καὶ ὅλως, ἀντὶ τοῦ πολεμεῖν πρὸς ἑαυτούς, λοιπὸν
κατὰ διαβόλου καὶ κατὰ δαιμόνων ὁπλίζονται, σωφροσύνῃ καὶ ψυχῆς
ἀρετῇ τούτους καταπολεμοῦντες.
Τοῦτο δὲ τῆς μὲν θειότητος τοῦ Σωτῆρός ἐστι γνώρισμα· ὅτι ὃ μὴ
δεδύνηνται ἐν εἰδώλοις μαθεῖν οἱ ἄνθρωποι, τοῦτο παρ᾿ αὐτοῦ
μεμαθήκασι· τῆς δὲ δαιμόνων καὶ τῆς εἰδώλων ἀσθενείας καὶ οὐθενείας
ἔλεγχος οὐκ ὀλίγος ἐστὶν οὗτος. Εἰδότες γὰρ ἑαυτῶν οἱ δαίμονες τὴν
ἀσθένειαν, διὰ τοῦτο συνέβαλον πάλαι τοὺς ἀνθρώπους καθ᾿ ἑαυτῶν
πολεμεῖν, ἵνα μὴ παυσάμενοι τῆς κατ᾿ ἀλλήλων ἔριδος, εἰς τὴν κατὰ
δαιμόνων μάχην ἐπιστρέψωσιν.
Ἀμέλει, μὴ πολεμοῦντες πρὸς ἑαυτούς, οἱ Χριστῷ μαθητευόμενοι
κατὰ δαιμόνων τοῖς τρόποις καὶ ταῖς κατ᾿ ἀρετὴν πράξεσιν
ἀντιπαρατάσσονται, καὶ τούτους μὲν διώκουσι, τὸν δὲ τούτων
ἀρχηγὸν διάβολον καταπαίζουσιν, ὥστε ἐν νεότητι μὲν σωφρονεῖν, ἐν
πειρασμοῖς δὲ ὑπομένειν, ἐν πόνοις δὲ καρτερεῖν, καὶ ὑβριζομένους μὲν
ἀνέχεσθαι, ἀποστερουμένους δὲ καταφρονεῖν, καὶ τό γε θαυμαστόν,
ὅτι καὶ θανάτου καταφρονοῦσι, καὶ γίνονται μάρτυρες Χριστοῦ.     Ποιός λοιπόν είναι αυτός που τα έκανε αυτά, και ένωσε ειρηνικά αυτούς που
μισούσε ο ένας τον άλλον παρά ο αγαπητός Υιός του Θεού Πατέρα, ο Ιησούς
Χριστός, ο κοινός Σωτήρας όλων; Αυτός που από την αγάπη του υπέστη τα
πάντα για τη σωτηρία μας. Διότι από την παλαιά εποχή υπήρχε η προφητεία
για την ειρήνη που ο Χριστός θα φέρει· λέει η Αγία Γραφή: «Θα ακονίσουν τα
μαχαίρια τους σε άροτρα και τις λόγχες τους σε δρεπάνια· δεν θα πολεμήσει
πλέον έθνος εναντίον έθνους, ούτε θα μάθουν πλέον τον πόλεμο».
Και ασφαλώς δεν είναι απίστευτο αυτό, αφού και τώρα οι βάρβαροι που έχουν
έμφυτη την αγριότητα των τρόπων, θυσιάζουν ακόμη στα είδωλα,
συμπεριφέρονται ως παράφρονες μεταξύ τους και δεν αποχωρίζονται ούτε για
μια ώρα το ξίφος τους.
Όταν όμως ακούσουν τη διδασκαλία του Χριστού, αμέσως αντί για πόλεμο
στρέφονται στη γεωργία· αντί να οπλίζουν τα χέρια τους με ξίφη, τα σηκώνουν
για προσευχή. Και γενικά, αντί να πολεμούν μεταξύ τους, εξοπλίζονται
ενάντια στο διάβολο και τους δαίμονες και τους πολεμούν με τη σωφροσύνη
και την αρετή της ψυχής τους.
Και αυτό από τη μιά είναι γνώρισμα της θεότητας του Σωτήρα· διότι, αυτό που
δεν μπόρεσαν να μάθουν οι άνθρωποι από τα είδωλα, αυτό το έμαθαν απ’ Αυτόν.
Από την άλλη, είναι μεγάλη απόδειξη της αδυναμίας και μηδαμινότητας των
δαιμόνων και των ειδώλων. Επειδή γνωρίζουν οι δαίμονες την αδυναμία τους,
παρακίνησαν στην αρχαιότητα τους ανθρώπους να μάχονται ο ένας τον άλλον,
για να μην σταματήσουν την μεταξύ τους φιλονικία και στραφούν στον
πόλεμο ενάντια στους δαίμονες.
Αναμφίβολα, όταν οι μαθητές του Χριστού δεν πολεμούν μεταξύ τους,
αντιπαρατάσσονται ενάντια στους δαίμονες με τρόπους και ενάρετες πράξεις.
Και αυτούς τους διώχνουν μακριά, ενώ τον αρχηγό τους διάβολο τον
περιπαίζουν, ώστε οι νέοι να είναι σώφρονες, να υπομένουν τους πειρασμούς,
να δείχνουν καρτερία στους πόνους, ν’ ανέχονται τις ύβρεις και να
περιφρονούν ό,τι στερούνται. Και το πιό αξιοθαύμαστο είναι
ότι και το θάνατο καταφρονούν και γίνονται μάρτυρες τους Χριστού.
53. Καὶ ἵνα ἓν ὃ καὶ πάνυ θαυμαστόν ἐστι γνώρισμα τῆς θειότητος τοῦ
Σωτῆρος εἴπω· τίς πώποτε ἄνθρωπος ἁπλῶς ἢ μάγος, ἢ τύραννος,
ἢ βασιλεύς, ἐφ᾿ ἑαυτοῦ τοσοῦτον ἠδυνήθη βαλεῖν, καὶ καθ᾿ ὅλης τῆς
εἰδωλολατρίας καὶ πάσης δαιμονικῆς στρατίας καὶ πάσης μαγείας καὶ
πάσης σοφίας Ἑλλήνων, τοσοῦτον ἰσχυόντων καὶ ἔτι ἀκμαζόντων καὶ
ἐκπληττόντων πάντας, ἀντιμάχεσθαι καὶ μιᾷ ῥοπῇ κατὰ πάντων
ἀντιστῆναι, ὡς ὁ ἡμέτερος Κύριος, ὁ τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς Λόγος, ὃς
ἀοράτως ἑκάστου τὴν πλάνην ἐλέγχων, μόνος παρὰ πάντων τοὺς
πάντας ἀνθρώπους σκυλεύει, ὥστε τοὺς μὲν τὰ εἴδωλα
προσκυνοῦντας λοιπὸν αὐτὰ καταπατεῖν, τοὺς δὲ μαγείαις
θαυμασθέντας τὰς βίβλους κατακαίειν, τοὺς δὲ σοφοὺς τὴν τῶν
Εὐαγγελίων προκρίνειν πάντων ἑρμηνείαν.
Οὓς μὲν γὰρ πρότερον προσεκύνουν, τούτους καταλιμπάνουσιν·
ὃν δὲ ἐχλεύαζον ἐσταυρωμένον· τοῦτον προσκυνοῦσι Χριστόν, Θεὸν
αὐτὸν ὁμολογοῦντες· Καὶ οἱ μὲν παρ᾿ αὐτοῖς λεγόμενοι θεοὶ τῷ σημείῳ
τοῦ σταυροῦ διώκονται· ὁ δὲ σταυρωθεὶς Σωτὴρ ἐν πάσῃ τῇ
οἰκουμένῃ Θεὸς ἀναγορεύεται καὶ Θεοῦ Υἱός. Καὶ οἱ μὲν παρ᾿ Ἕλλησι
προσκυνούμενοι θεοὶ ὡς αἰσχροὶ διαβάλλονται παρ᾿ αὐτῶν· οἱ δὲ τὴν
Χριστοῦ λαμβάνοντες διδασκαλίαν, σωφρονέστερον ἐκείνων ἔχουσι
τὸν βίον.
Ταῦτα οὖν, καὶ τὰ τοιαῦτα, εἰ μὲν ἀνθρώπινά ἐστι, δεικνύτω τις ὁ
βουλόμενος καὶ τὰ τῶν προτέρων τοιαῦτα, καὶ πειθέτω. Εἰ δὲ μὴ
ἀνθρώπων ἀλλὰ Θεοῦ ἔργα ταῦτα φαίνεται καί εἰσι, διὰ τί τοσοῦτον
ἀσεβοῦσιν οἱ ἄπιστοι, μὴ ἐπιγινώσκοντες τὸν ταῦτα ἐργασάμενον
Δεσπότην;
Ὅμοιον γὰρ πάσχουσιν, ὡς εἴ τις ἐκ τῶν ἔργων τῆς κτίσεως μὴ
γινώσκοι τὸν τούτων δημιουργὸν Θεόν. Εἰ γὰρ ἐκ τῆς εἰς τὰ ὅλα
αὐτοῦ δυνάμεως ἐγίνωσκον αὐτοῦ τὴν θεότητα, ἔγνωσαν ἂν ὅτι καὶ
τὰ διὰ τοῦ σώματος ἔργα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ τοῦ
πάντων Σωτῆρός ἐστι τοῦ Θεοῦ Λόγου. Γινώσκοντες δὲ οὕτως,
καθάπερ εἶπεν ὁ Παῦλος, "οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν".     Και για να πω ένα, το οποίο είναι το πιο θαυμαστό γνώρισμα της θεότητας του
Σωτήρα· μέχρι σήμερα ποιός απλός άνθρωπος ή μάγος ή τύραννος ή βασιλιάς
μπόρεσε μόνος του να επιτεθεί εναντίον όλης της ειδωλολατρίας και
εναντίον κάθε δαιμονικής στρατιάς, κάθε μαγείας και εναντίον όλης της
σοφίας των Ελλήνων; Ποιός μπόρεσε να πολεμήσει και ν’ αντισταθεί με μιας
εναντίον όλων των Ελλήνων, που είχαν τόση δύναμη και ακόμη προοδεύουν
και όλους τους εκπλήσσουν; Ποιός μπόρεσε να κάνει όπως ο Κύριός μας, ο
αληθινός Λόγος του Θεού, ο οποίος ελέγχει αόρατα την πλάνη του καθένα και
μόνος απ’ όλους κατανικά όλους τους ανθρώπους; Ώστε αυτοί που προσκυνούν
τα είδωλα στο εξής να τα καταπατούν, όσοι θαυμάζουν τις μαγείες να καίνε
βιβλία τους, ενώ οι σοφοί να προτιμούν πάνω απ’ όλα την ερμηνεία
των Ευαγγελίων;
Αυτούς που προηγούμενα προσκυνούσαν, αυτούς τους εγκαταλείπουν·
Ενώ, Αυτόν που χλεύαζαν πάνω στο σταυρό, αυτόν τον Χριστό τον προσκυνούν
και ομολογούν Θεό. Οι θεωρούμενοι θεοί τους φυγαδεύονται με το σημείο
του σταυρού· ενώ ο σταυρωμένος Σωτήρας ανακηρύσσεται σ’ όλη την
οικουμένη Θεός και Υιός του Θεού. Οι θεοί, τους οποίους προσκυνούσαν οι
ειδωλολάτρες κατηγορούνται για αισχρότητες· αντίθετα, όσοι μαθητεύουν στη
διδασκαλία του Χριστού, έχουν πιο σώφρονα ζωή από εκείνους.
Αν, λοιπόν, αυτά και τα παρόμοια είναι ανθρώπινα κατορθώματα, ας μας
υποδείξει όποιος θέλει τέτοια ίδια και από προηγούμενες περιπτώσεις για να
μας πείσει. Ειδάλλως, εάν αυτά και φαίνονται και είναι έργα Θεού και όχι
ανθρώπων, γιατί δείχνουν τόσο μεγάλη ασέβεια οι άπιστοι και δεν
παραδέχονται τον Δεσπότη που τα έκανε;
Παθαίνουν κάτι παρόμοιο μ’ εκείνον που δεν αναγνωρίζει από τα έργα της
κτίσεως το Δημιουργό Θεό. Διότι, αν από τη δύναμή του που φαίνεται στο
σύμπαν, αναγνώριζαν τη θεότητά του, θ’ αντιλαμβάνονταν ότι και τα
σωματικά κατορθώματα του Χριστού δεν είναι ανθρώπινα, αλλά ενέργειες
του Σωτήρα όλων και Λόγου του Θεού. Και εάν είχαν αυτή την αντίληψη τότε,
«δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξης», όπως το είπε ο απόστολος Παύλος.
54. Ὥσπερ οὖν εἴ τις ἀόρατον ὄντα τῇ φύσει τὸν Θεὸν καὶ μηδόλως
ὁρώμενον εἰ θέλοι ὁρᾶν, ἐκ τῶν ἔργων αὐτὸν καταλαμβάνει καὶ
γινώσκει, οὕτως ὁ μὴ ὁρῶν τῇ διανοίᾳ τὸν Χριστόν, κἂν ἐκ τῶν ἔργων
τοῦ σώματος καταμανθανέτω τοῦτον, καὶ δοκιμαζέτω εἰ ἀνθρώπινά
ἐστιν ἢ Θεοῦ.
Καὶ ἐὰν μὲν ἀνθρώπινα ᾖ, χλευαζέτω· εἰ δὲ μὴ ἀνθρώπινά ἐστιν ἀλλὰ
Θεοῦ γινώσκεται, μὴ γελάτω τὰ ἀχλεύαστα, ἀλλὰ μᾶλλον
θαυμαζέτω, ὅτι διὰ τοιούτου πράγματος εὐτελοῦς τὰ θεῖα ἡμῖν
πεφανέρωται, καὶ διὰ τοῦ θανάτου ἡ ἀθανασία εἰς πάντας ἔφθασε, καὶ
διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἡ τῶν πάντων ἐγνώσθη πρόνοια,
καὶ ὁ ταύτης χορηγὸς καὶ Δημιουργὸς αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος.
Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν· καὶ αὐτὸς
ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν διὰ σώματος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου Πατρὸς
ἔννοιαν λάβωμεν· καὶ αὐτὸς ὑπέμεινε τὴν παρ᾿ ἀνθρώπων ὕβριν, ἵνα
ἡμεῖς ἀφθαρσίαν κληρονομήσωμεν. Ἐβλάπτετο μὲν γὰρ αὐτὸς οὐδέν,
ἀπαθὴς καὶ ἄφθαρτος καὶ Αὐτολόγος ὢν καὶ Θεός· τοὺς δὲ πάσχοντας
ἀνθρώπους, δι᾿ οὓς καὶ ταῦτα ὑπέμεινεν, ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἀπαθείᾳ ἐτήρει
καὶ διέσῳζε.
Καὶ ὅλως τὰ κατορθώματα τοῦ Σωτῆρος τὰ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως
αὐτοῦ γενόμενα, τοιαῦτα καὶ τοσαῦτά ἐστιν, ἃ εἰ διηγήσασθαί τις
ἐθελήσειεν, ἔοικε τοῖς ἀφορῶσιν εἰς τὸ πέλαγος τῆς θαλάσσης καὶ
θέλουσιν ἀριθμεῖν τὰ κύματα ταύτης. Ὡς γὰρ οὐ δύναται τοῖς
ὀφθαλμοῖς περιλαβεῖν τὰ ὅλα κύματα, τῶν ἐπερχομένων παριόντων
τὴν αἴσθησιν τοῦ πειράζοντος, οὕτως καὶ τῷ βουλομένῳ πάντα τὰ ἐν
σώματι τοῦ Χριστοῦ κατορθώματα περιλαβεῖν ἀδύνατον τὰ ὅλα κἂν
τῷ λογισμῷ δέξασθαι, πλειόνων ὄντων τῶν παριόντων αὐτοῦ τὴν
ἐνθύμησιν, ὧν αὐτὸς νομίζει περιειληφέναι.
Κάλλιον οὖν μὴ πρὸς τὰ ὅλα ἀφορῶντα λέγειν, ὧν οὐδὲ μέρος ἐξειπεῖν
τις δύναται, ἀλλ᾿ ἔτι ἑνὸς μνημονεῦσαι, καὶ σοὶ καταλιπεῖν τὰ ὅλα
θαυμάζειν. Πάντα γὰρ ἐπίσης ἔχει τὸ θαῦμα, καὶ ὅποι δ᾿ ἄν τις
ἀποβλέψῃ, ἐκεῖθεν τοῦ Λόγου τὴν θειότητα βλέπων ὑπερεκπλήττεται.     Όπως, λοιπόν, εάν κάποιος θέλει να δει το Θεό που είναι από τη φύση του
αόρατος και καθόλου ορατός, τον αναγνωρίζει και τον αντιλαμβάνεται από τα
έργα του, έτσι αυτός που δεν βλέπει με τον νου το Θεό, τουλάχιστον ας τον
γνωρίσει από τα έργα του σώματος· και να δοκιμάσει αν είναι έργα ανθρώπινα
ή θεϊκά.
Εάν βέβαια είναι έργα ανθρώπινα, ας τα χλευάσει· αν δεν είναι ανθρώπινα
αλλά του Θεού, να μη χλευάζει τα αχλεύαστα. Αλλά, μάλλον να τα θαυμάζει,
διότι μας φανερώθηκε ο Θεός με τόσο ευτελές μέσον·
με το θάνατό του έφτασε σε όλους η αθανασία· με την ενανθρώπηση του
Λόγου έγινε γνωστή η πρόνοιά του για όλα· έγινε γνωστός ο χορηγός της και
Δημιουργός, ο ίδιος ο Λόγος του Θεού.
Διότι, αυτός ενανθρώπησε για να θεοποιηθούμε εμείς. Φανέρωσε ο ίδιος
τον εαυτό του με ανθρώπινο σώμα, για ν’ αποκτήσουμε εμείς ορθή αντίληψη
για τον αόρατο Πατέρα του. Υπέμεινε την ατίμωση από τους ανθρώπους, για
να κληρονομήσουμε την αφθαρσία. Αυτός βέβαια δεν έπαθε καμιά ζημιά,
επειδή είναι απαθής, άφθαρτος, ο ίδιος ο Λόγος και Θεός.
Τους ανθρώπους
όμως που ήταν σε αδυναμία, με όσα υπόφερε, λόγω της απάθειάς του τους
διαφύλαξε και έσωσε.
Και γενικά, τα κατορθώματα του Σωτήρα που έκαμε με την ενανθρώπησή του,
τέτοια και τόσα πολλά είναι· αν θελήσει κάποιος να τα εξιστορήσει,
θα μοιάζει μ’ αυτούς που κοιτούν το πέλαγος της θάλασσας και προσπαθούν
ν’ αριθμήσουν τα κύματά της. Όπως δεν μπορούν τα μάτια να μετρήσουν
όλα τα κύματα, διότι τα επερχόμενα ξεπερνούν την αίσθηση του παρατηρητή,
έτσι κι αυτός που θέλει ν’ απαριθμήσει όλα τα σωματικά κατορθώματα του
Χριστού είναι αδύνατο να το κάνει, ακόμη να τα δεχθεί και με τη σκέψη·
διότι, αυτά που υπερβαίνουν τη σκέψη του είναι περισσότερα απ’ αυτά που
αυτός νομίζει ότι έχει συμπεριλάβει στο νου του.
Είναι, λοιπόν, προτιμότερο να σιωπά κανείς όταν τα βλέπει όλα· διότι δεν
μπορεί ούτε για ένα μέρος τους να μιλήσει· καλύτερα ν’ αναφέρει μόνο ένα
και ν’ αφήσει σε σένα να θαυμάζεις το σύνολο. Διότι όλα εξίσου περιέχουν το
θαύμα, και όπου κανείς στρέψει το βλέμμα, βλέπει από κει τη θεότητα του
Λόγου και εκπλήσσεται.
55. Τοῦτο οὖν μετὰ τὰ προειρημένα καταμαθεῖν σε ἄξιόν ἐστιν καὶ ὡς
ἀρχὴν τῶν μὴ λεχθέντων θέσθαι, καὶ θαυμάσαι λίαν ὅτι τοῦ Σωτῆρος
ἐπιδημήσαντος οὐκ ἔτι μὲν ηὔξησεν ἡ εἰδωλολατρία, καὶ ἡ οὖσα δὲ
ἐλαττοῦται, καὶ κατ᾿ ὀλίγον παύεται· καὶ οὐκ ἔτι μὲν ἡ Ἑλλήνων σοφία
προκόπτει, καὶ ἡ οὖσα δὲ λοιπὸν ἀφανίζεται· καὶ δαίμονες μὲν οὐκ ἔτι
φαντασίαις καὶ μαντείαις καὶ μαγείαις ἀπατῶσι, μόνον δὲ τολμῶντες
καὶ ἐπιχειροῦντες καταισχύνονται τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ.
Καὶ συλλήβδην εἰπεῖν, θεώρει πῶς ἡ μὲν τοῦ Σωτῆρος διδασκαλία
πανταχοῦ αὔξει· πᾶσα δὲ εἰδωλολατρία καὶ πάντα τὰ ἐναντιούμενα
τῇ Χριστοῦ πίστει καθ᾿ ἡμέραν ἐλαττοῦται καὶ ἐξασθενεῖ καὶ πίπτει.
Οὕτω δὲ θεωρῶν προσκύνει μὲν τὸν ἐπὶ πάντων Σωτῆρα καὶ
δυνατὸν Θεὸν Λόγον· καταγίνωσκε δὲ τῶν ἐλαττουμένων καὶ
ἀφανιζομένων ὑπ᾿ αὐτοῦ.
Ὡς γὰρ ἡλίου παρόντος οὐκ ἔτι τὸ σκότος ἰσχύει, ἀλλὰ καὶ εἴ πού ἐστι
περιλειπόμενον ἀπελαύνεται· οὕτως ἐλθούσης τῆς θείας ἐπιφανείας τοῦ
Θεοῦ Λόγου, οὐκ ἔτι μὲν ἰσχύει τὸ τῶν εἰδώλων σκότος, πάντα δὲ τὰ
πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης μέρη τῇ τούτου διδασκαλίᾳ καταλάμπεται.
Καὶ ὥσπερ βασιλεύοντός τινος καὶ μὴ φαινομένου ἔν τινι χώρᾳ, ἀλλ᾿
ἔνδον ὄντος ἐν τῷ ἑαυτοῦ οἴκῳ, πολλάκις τινὲς ἄτακτοι καταχρώμενοι
τῇ τούτου ἀναχωρήσει ἑαυτοὺς ἀναγορεύουσι, καὶ ἕκαστος
κατασχηματισάμενος τοὺς ἀκεραίους φαντασιοκοπεῖ ὡς βασιλεύς,
καὶ οὕτως πλανῶνται οἱ ἄνθρωποι τῷ ὀνόματι, ἀκούοντες μὲν εἶναι
βασιλέα, οὐχ ὁρῶντες δὲ αὐτόν, διὰ τὸ μάλιστα μηδὲ δύνασθαι αὐτοὺς
ἔσω τοῦ οἴκου χωρῆσαι, ἐπειδὰν δὲ ὁ ἀληθῶς βασιλεὺς προέλθῃ καὶ
φανῇ, τότε οἱ μὲν ἀπατῶντες ἄτακτοι ἐλέγχονται τῇ τούτου
παρουσίᾳ, οἱ δὲ ἄνθρωποι ὁρῶντες τὸν ἀληθῶς βασιλέα,
καταλιμπάνουσι τοὺς πάλαι πλανῶντας αὐτούς·
οὕτως καὶ πάλαι μὲν ἠπάτων οἱ δαίμονές τε καὶ ἄνθρωποι, Θεοῦ τιμὴν
ἑαυτοῖς περιτιθέντες· ὅτε δὲ ἐπεφάνη ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν σώματι, καὶ
ἐγνώρισεν ἡμῖν τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα, τότε δὴ ἡ μὲν τῶν δαιμόνων
ἀπάτη ἀφανίζεται καὶ παύεται· οἱ δὲ ἄνθρωποι, ἀφορῶντες εἰς τὸν
ἀληθινὸν τοῦ Πατρὸς Θεὸν Λόγον, καταλιμπάνουσι τὰ εἴδωλα, καὶ
λοιπὸν ἐπιγινώσκουσι τὸν ἀληθινὸν Θεόν.
Τοῦτο δὲ γνώρισμα τοῦ εἶναι τὸν Χριστὸν Θεὸν Λόγον καὶ Θεοῦ
Δύναμίν ἐστι· τῶν γὰρ ἀνθρωπίνων παυομένων, καὶ μένοντος τοῦ
ῥήματος τοῦ Χριστοῦ, δῆλόν ἐστι παρὰ πᾶσι, τὰ μὲν παυόμενα εἶναι
πρόσκαιρα, τὸν δὲ μένοντα εἶναι Θεὸν καὶ Θεοῦ Υἱὸν ἀληθινὸν
μονογενῆ Λόγον.     Μετά απ’ όσα είπαμε, αξίζει να μάθεις και το εξής και να το θέσεις ως αρχή
αυτών που δεν λέχτηκαν: να θαυμάσεις πολύ ότι, αφότου ήλθε στη γη ο
Σωτήρας, καθόλου δεν αυξήθηκε η ειδωλολατρία· κι αυτή που υπάρχει
ελαττώνεται και σιγά σιγά σταματά. Η σοφία των Ελλήνων δεν προοδεύει
πλέον και αυτή που υπάρχει στο εξής εξαφανίζεται. Οι δαίμονες πάλι δεν
εξαπατούν με τις φαντασίες, τα μαντέματα και τις μαγείες τους· μόλις
τολμήσουν να επιχειρήσουν κάτι, κατατροπώνονται με το σημείο του σταυρού.
Και για να συνοψίσουμε, πρόσεξε πώς η διδασκαλία του Σωτήρα παντού
αυξάνει· κάθε ειδωλολατρία και όλα όσα εναντιώνονται στην πίστη του
Χριστού καθημερινά ελαττώνονται, εξασθενούν και πέφτουν.
Έτσι θεωρώντας τα πράγματα, προσκύνησε τον Σωτήρα όλων και παντοδύναμο
Θεό Λόγο. Περιφρόνησε όλα εκείνα τα οποία Αυτός ελαττώνει και εξαφανίζει.
Διότι, όπως όταν ανατέλλει ο ήλιος, δεν έχει καμιά ισχύ το σκοτάδι, αλλά και
αν κάπου παραμένει, διώχνεται από κει· έτσι, αφότου ήλθε η ενανθρώπηση του
Λόγου του Θεού, δεν ισχύει πλέον το σκοτάδι της ειδωλολατρίας και όλα τα
μέρη της οικουμένης φωτίζονται από τη διδασκαλία του.
Και όπως σε μιά χώρα όπου υπάρχει βασιλιάς αλλά δεν εμφανίζεται και
παραμένει μέσα στο ανάκτορό του, συμβαίνει ορισμένοι επαναστάτες να
εκμεταλλεύονται την απουσία του και ν’ αναγορεύουν βασιλιά τον εαυτό τους·
και ο καθένας ντύνεται βασιλιάς και με την εμφάνισή του σαν βασιλιάς
πείθει τους απλοϊκούς. Και έτσι πλανώνται οι άνθρωποι με το όνομα· διότι
ακούν ότι υπάρχει βασιλιάς αλλά δεν τον βλέπουν, διότι δεν μπορούν να
εισέλθουν μέσα στο παλάτι. Όταν όμως βγεί έξω και εμφανιστεί ο πραγματικός
βασιλιάς, τότε από τη μια οι απατεώνες επαναστάτες ξεσκεπάζονται με την
παρουσία του, κι από την άλλη οι υπήκοοι του βασιλιά εγκαταλείπουν
εκείνους που προηγούμενα τους απατούσαν.
Έτσι και παλαιότερα οι δαίμονες και οι άνθρωποι εξαπατούσαν, αποδίδοντας
στον εαυτό τους θεϊκές τιμές. Όταν όμως φανερώθηκε σωματικά ο Λόγος του
Θεού και μας γνώρισε τον Πατέρα του, τότε εξαφανίζεται και σταματά η απάτη
των δαιμόνων· και οι άνθρωποι, αποβλέποντας στον αληθινό Υιό και Λόγο
του Θεού Πατέρα, εγκαταλείπουν τα είδωλα και στο εξής αναγνωρίζουν
τον αληθινό Θεό.
Αυτό αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι ο Χριστός είναι ο Θεός Λόγος
και η Δύναμη του Θεού· διότι, όταν τα ανθρώπινα σταματούν και διατηρείται
ο λόγος του Χριστού, γίνεται φανερό σ’ όλους ότι αυτά που σταμάτησαν είναι
προσωρινά, ενώ αυτός που μένει αιώνια είναι Θεός, ο αληθινός και μονογενής
Υιός Λόγος του Θεού.
56. Ταῦτα μέν σοι παρ᾿ ἡμῶν δι᾿ ὀλίγων, ὅσον πρὸς στοιχείωσιν καὶ
χαρακτῆρα τῆς κατὰ Χριστὸν πίστεως καὶ τῆς θείας αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς
ἐπιφανείας, ἀνατεθείσθω, ὦ φιλόχριστε ἄνθρωπε, σὺ δὲ τὴν πρόφασιν
ἐκ τούτων λαβών, εἰ ἐντυγχάνοις τοῖς τῶν γραφῶν γράμμασι,
γνησίως αὐτοῖς ἐφιστάνων τὸν νοῦν, γνώσῃ παρ᾿ αὐτῶν τελειότερον
μὲν καὶ τρανότερον τῶν λεχθέντων τὴν ἀκρίβειαν.
Ἐκεῖναι μὲν γὰρ διὰ θεολόγων ἀνδρῶν παρὰ Θεοῦ ἐλαλήθησαν καὶ
ἐγράφησαν. Ἡμεῖς δὲ παρὰ τῶν αὐταῖς ἐντυγχανόντων θεολόγων
διδασκάλων, οἳ καὶ μάρτυρες τῆς Χριστοῦ θεότητος γεγόνασι,
μαθόντες μεταδίδομεν καὶ τῇ σῇ φιλομαθείᾳ.
Γνώσῃ δὲ καὶ τὴν δευτέραν αὐτοῦ πάλιν πρὸς ἡμᾶς ἔνδοξον καὶ θείαν
ἀληθῶς ἐπιφάνειαν, ὅτε οὐκ ἔτι μετ᾿ εὐτελείας, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἰδίᾳ δόξῃ· ὅτε
οὐκ ἔτι μετὰ ταπεινότητος, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἰδίᾳ μεγαλειότητι· ὅτε οὐκ ἔτι
παθεῖν, ἀλλὰ λοιπὸν τοῦ ἰδίου σταυροῦ τὸν καρπὸν ἀποδοῦναι πᾶσιν
ἔρχεται, φημὶ δὴ τὴν ἀνάστασιν καὶ τὴν ἀφθαρσίαν· καὶ οὐκ ἔτι μὲν
κρίνεται, κρινεῖ δὲ τοὺς πάντας, πρὸς ἃ ἕκαστος ἔπραξε διὰ τοῦ
σώματος, εἴτε ἀγαθά, εἴτε φαῦλα· ἔνθα τοῖς μὲν ἀγαθοῖς ἀπόκειται
βασιλεία οὐρανῶν, τοῖς δὲ τὰ φαῦλα πράξασι, πῦρ αἰώνιον καὶ σκότος
ἐξώτερον.
Οὕτω γὰρ καὶ αὐτὸς ὁ Κύριός φησι· "Λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν
Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως, καὶ ἐρχόμενον
ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός."
Διὸ δὴ καὶ σωτήριός ἐστι λόγος εὐτρεπίζων ἡμᾶς εἰς ἐκείνην τὴν
ἡμέραν καὶ λέγων· "Γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ γρηγορεῖτε, ὅτι ᾗ οὐκ οἴδατε
ὥρᾳ ἔρχεται." Κατὰ γὰρ τὸν μακάριον Παῦλον, "τοὺς πάντας ἡμᾶς
παραστῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται
ἕκαστος, πρὸς ἃ διὰ τοῦ σώματος ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθόν, εἴτε φαῦλον".     Αυτά τα λίγα είχα να σου πω, φιλόχριστε άνθρωπε, όσα χρειάζονται για να
μυηθείς στοιχειωδώς και να γνωρίσεις την πίστη στο Χριστό και τη θεία του
φανέρωση στη γη. Συ να λάβεις απ’ αυτά την αφορμή,
για να εντρυφήσεις στα κείμενα της Αγίας Γραφής,
προσέχοντας σ’ αυτά με ειλικρίνεια· έτσι, θα κατανοήσεις απ’ αυτά πιο τέλεια
και πιο καθαρά την ακρίβεια όσων είπαμε.
Διότι, φωτισμένοι από το Θεό άνδρες υπαγόρευσαν και έγραψαν τις άγιες
Γραφές. Και εμείς τις μάθαμε από τους θεόπνευστους δασκάλους των
Γραφών, οι οποίοι αποτελούν και τους μάρτυρες της θεότητος του Χριστού·
και τις μεταδίδουμε σε σένα που θέλεις να τις μάθεις.
Θα μάθεις ακόμη και τη δεύτερη, ένδοξη και θεία πράγματι παρουσία του που
θα γίνει πάλι σε μας· τότε δεν θα έλθει απλοϊκά αλλά με όλη του τη δόξα· δεν
θα έλθει με την ταπείνωση αλλά με τη μεγαλειότητά του· τότε έρχεται όχι
για να σταυρωθεί και πάλι, αλλά ν’ αποδώσει την καρποφορία του σταυρού
του σε όλους· εννοώ την ανάσταση και αφθαρσία. Τότε δεν κριθεί εκείνος,
αλλά αυτός θα κρίνει όλους σύμφωνα με τα έργα τους τα σωματικά, ανάλογα
αν είναι καλά ή κακά. Και στους καλούς θ’ αποδώσει τη βασιλεία των
ουρανών, ενώ σ’ όσους εργάστηκαν τα κακά, θα τους στείλει στο αιώνιο πυρ
και το βαθύ σκοτάδι.
Διότι, έτσι το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος: «Σας λέω, ότι στο εξής θα βλέπετε
τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά της δυνάμεως (του Πατέρα) και να
έρχεται πάνω στα σύννεφα με τη δόξα του Πατέρα του».
Γι’ αυτό και πάλι ο λόγος του Σωτήρα μας προετοιμάζει για εκείνη την ημέρα
λέγοντας: «Να είστε έτοιμοι και να βρίσκεστε σε ετοιμότητα, διότι δεν
γνωρίζετε την ώρα που έρχεται». Και ο μακάριος απόστολος Παύλος λέει:
«πρέπει όλοι μας να παρουσιαστούμε μπροστά στο θρόνο του Χριστού, για ν’
απολάβει ο καθένας ανάλογα με τις σωματικές του πράξεις, καλές ή κακές».
57. Ἀλλὰ πρὸς τὴν ἐκ τῶν γραφῶν ἔρευναν καὶ γνῶσιν ἀληθῆ, χρεία
βίου καλοῦ καὶ ψυχῆς καθαρᾶς καὶ τῆς κατὰ Χριστὸν ἀρετῆς, ἵνα δι᾿
αὐτῆς ὁδεύσας ὁ νοῦς τυχεῖν ὧν ὀρέγεται καὶ καταλαβεῖν δυνηθῇ,
καθ᾿ ὅσον ἐφικτόν ἐστι τῇ ἀνθρώπων φύσει περὶ τοῦ Θεοῦ Λόγου
μανθάνειν.
Ἄνευ γὰρ καθαρᾶς διανοίας καὶ τῆς πρὸς τοὺς ἁγίους τοῦ βίου
μιμήσεως, οὐκ ἄν τις καταλαβεῖν δυνηθείη τοὺς τῶν ἁγίων λόγους.
Ὥσπερ γὰρ εἴ τις ἐθελήσειεν ἰδεῖν τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, πάντως τὸν
ὀφθαλμὸν ἀποσμήχει καὶ λαμπρύνει, σχεδὸν ὅμοιον τῷ ποθουμένῳ
ἑαυτὸν διακαθαίρων, ἵνα οὕτως φῶς γενόμενος ὁ ὀφθαλμὸς τὸ τοῦ
ἡλίου φῶς ἴδῃ, ἢ ὡς εἴ τις θελήσειεν ἰδεῖν πόλιν ἢ χώραν, πάντως ἐπὶ
τὸν τόπον ἀφικνεῖται τῆς θέας ἕνεκεν·
οὕτως ὁ θέλων τῶν θεολόγων τὴν διάνοιαν καταλαβεῖν, προαπονίψαι
καὶ προαποπλῦναι τῷ βίῳ τὴν ψυχὴν ὀφείλει, καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς
ἁγίους ἀφικέσθαι τῇ ὁμοιότητι τῶν πράξεων αὐτῶν, ἵνα σὺν αὐτοῖς
τῇ ἀγωγῇ τῆς συζήσεως γενόμενος, τὰ καὶ αὐτοῖς ἀποκαλυφθέντα
παρὰ Θεοῦ κατανοήσῃ, καὶ λοιπὸν ὡς ἐκείνοις συναφθεὶς ἐκφύγῃ μὲν
τὸν τῶν ἁμαρτωλῶν κίνδυνον καὶ τὸ τούτων πῦρ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς
κρίσεως, ἀπολάβῃ δὲ τὰ τοῖς ἁγίοις ἀποκείμενα ἐν τῇ τῶν οὐρανῶν
βασιλείᾳ, "ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν, οὐδὲ οὖς ἤκουσεν, οὐδὲ ἐπὶ καρδίαν
ἀνθρώπων ἀνέβη, ὅσα ἡτοίμασται τοῖς" κατ᾿ ἀρετὴν βιοῦσι, καὶ
"ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν" καὶ Πατέρα, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Κυρίῳ ἡμῶν,
δι᾿ οὗ καὶ μεθ᾿ οὗ αὐτῷ τῷ Πατρὶ σὺν αὐτῷ τῷ Υἱῷ ἐν ἁγίῳ
Πνεύματι, τιμὴ καὶ κράτος καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.     Αλλά για την έρευνα των Γραφών και την αληθινή γνώση τους χρειάζεται
έντιμος βίος, καθαρή ψυχή και χριστιανική αρετή· ώστε ο νους να βαδίζει
το δρόμο της, για να πετύχει αυτά που επιθυμεί και να τα καταλάβει, όσο
είναι δυνατόν η φύση των ανθρώπων να μάθει για το Λόγο του Θεού.
Διότι, χωρίς καθαρή καρδιά και τη μίμηση του βίου των Αγίων,
δεν μπορεί κανείς να εννοήσει τους λόγους των Αγίων.
Διότι, όπως κάποιος θελήσει να δει το φως του ήλιου, οπωσδήποτε καθαρίζει
και λαμπικάρει τα μάτια του· τα καθαρίζει σχεδόν σαν το φως που ποθεί για
τον εαυτό του, ώστε να γίνουν τα μάτια του φως και να αντικρίσουν το φως
του ήλιου. Ή, όπως όταν κάποιος θελήσει να δει μια πόλη ή χώρα, οπωσδήποτε
επισκέπτεται τον τόπο τους για να τις δει.
Έτσι, αυτός που θέλει να εννοήσει τη σκέψη των θεολόγων, πρέπει πρώτα να
καθαρίσει και να πλύνει την ψυχή του με το βίο του· και να ομοιάσει στους
Αγίους με τη μίμηση των πράξεών τους· ώστε, με τη συναναστροφή με τους
Αγίους, να κατανοήσει αυτά που ο Θεός αποκάλυψε σ’ εκείνους·
και στο εξής,
επειδή θα έχει συνδεθεί με τους Αγίους, να ξεφεύγει από τους κινδύνους των
αμαρτωλών και το πυρ της κολάσεως που τους αναμένει την ημέρα της
κρίσεως. Και ν’ απολαύσει τα αγαθά που προορίζονται για τους Αγίους στη
Βασιλεία των Ουρανών, «τα οποία δεν έχουν δει τα μάτια, ούτε άκουσαν τ’
αυτιά, ούτε τα σκέφτηκε ποτέ ο άνθρωπος· είναι όλα όσα έχουν ετοιμαστεί για
τους ενάρετους κι αυτούς που αγαπούν το Θεό» Πατέρα μαζί με Κύριό μας
Ιησού Χριστό· σ’ αυτόν και μέσω αυτού αρμόζει τιμή, δύναμη και δόξα στον
Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα στους παντοτινούς αιώνες.
Αμήν.v

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου