Είναι λοιπόν σαφές πως και στην περίπτωση αυτή, χρησιμοποιήθηκε μια χριστιανική-γνωστικιστική θεωρία απολυτρώσεως για να ερμηνεύσει ενδοκοσμικά φαινόμενα: όπως στον Hegel, με την ενανθρώπιση και το θάνατο του Χριστού, η κένωση του Θεού φτάνει στο αποκορύφωμα της, αλλά ταυτόχρονα και στο σημείο καμπής, όπου ο Χριστός επαναπροσλαμβάνεται από τον Θεό και αποκτά την αληθινή του θεότητα83, έτσι στον Μαρξ, η αυτοαποξένωση του ανθρώπου φτάνει το αποκορύφωμα της στα βάσανα του προλετάριου, που έχει γίνει πράγμα. Αυτό όμως είναι και το σημείο καμπής, που θα οδηγήσει τον άνθρωπο, μέσω του ανθρώπου και για χάρη του ανθρώπου, να αποκτήσει(προσκτήσει) πραγματικά την ανθρώπινη ουσία. Αυτή η πρόσκτηση, που στον κομμουνισμό θα έπρεπε να επιτευχθεί ως θετική άρση της ιδιοκτησίας και συνεπώς ως άρση της αυτοαποξένωσης, είναι για τον νεαρό Μαρξ, “η αληθινή λύση της διένεξης που υφίσταται μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης, και μεταξύ ανθρώπου και ανθρώπου”, αλλά και “το λυμένο αίνιγμα της ιστορίας όπως και η λύση του”84.
Ο προφήτης λοιπόν της επανάστασης, βασιζόμενος στην τοποθέτηση αυτή, είναι σε θέση πια να ερμηνεύσει την φιλοσοφία του Hegel-όπως και κάθε άλλη φιλοσοφία που υπάρχει απλά και μόνο στην σκέψη-ως πλήρη και χαρακτηριστική μορφή αποξένωσης. Η κατηγορία που αίρει εναντίον της είναι πως, “το πνεύμα της φιλοσοφίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αποξενωμένο πνεύμα του κόσμου, το οποίο σκέφτεται μόνο εντός της αποξένωσης του, και κατανοεί αφηρημένα τον εαυτό του”, και το απόλυτο πνεύμα του Hegel είναι γι' αυτόν “αφηρημένο πνεύμα”85. Η “αφαίρεση” συνίσταται για τον Μαρξ, στο ότι ο Hegel βάζει μόνο την αυτοσυνειδησία στην θέση του ολόκληρου, συγκεκριμένου ανθρώπου, και στην θέση της πραγματικής αυτοαποξένωσης του πραγματικού ανθρώπου εντός της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής, τοποθετεί με μυστικιστικό τρόπο, την εξαντικειμενοποίηση της μη αντικειμενικής ουσίας του ανθρώπου στις διεργασίες της συνείδησης. Η πραγματική όμως αποξένωση δεν μπορεί να αρθεί με την “απόλυτη γνώση”, παρά μόνο ρεαλιστικά μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης. Και μόνο η υπόθεση ύπαρξης μιας μη αντικειμενικής ουσίας(ον) και της εξαντικειμενοποίησης της, είναι σύμφωνα με τον Μαρξ απλά “η αντανάκλαση στην γνώση και στην σκέψη της πραγματικής αποξένωσης της ουσίας του ανθρώπου86”, και “μια μη αντικειμενική ουσία είναι μια μη ουσία(τέρας-Unwesen), κάτι μη πραγματικό, μη αισθητό, απλά εννοημένο, δηλ μια φανταστική ουσία(ον), αφηρημένη87”.
Η πολεμική αυτή, που γίνεται με ένα τρόπο χαρακτηριστικό για τον Μαρξ, εναντίον της μυστικιστικής-γνωστικιστικής πίστης σε ένα μη αντικειμενικό “αληθινό εαυτό”, προετοιμάζει, από την μια, την κριτική τοποθέτηση πως η πίστη αυτή, όπως και οι υπόλοιπες μεταφυσικές αντιλήψεις, είναι ψευδαισθητικές αντισταθμίσεις αποτυχιών στο επίπεδο της πραγματικότητος88. Από την άλλη όμως, η κριτική αυτή κινείται ακόμα εντός των κατηγοριών του γνωστικιστικού-αποκαλυπτικού μύθου. Θα μπορούσε μάλιστα να ιδωθεί ως μια αντιπαράθεση μεταξύ της εσχατολογικής-αποκαλυπτικής και της με την στενή έννοια γνωστικιστικής πτυχής αυτής της παράδοσης. Η ψιλή γνώσις, δηλαδή η αυτολύτρωση μόνο στο θεωρητικό επίπεδο μέσω του εσωτερικού φωτός της “ιερής γνώσης”, είναι για τον οπαδό του αποκαλυπτισμού μια ελλιπής μορφή σε σχέση με την “πραγματική”, πρακτική-ενεργό λύτρωση και μεταμόρφωση-με την διπλή έννοια της αναμόρφωσης και εμφάνισης-του κόσμου μέσω του Θεού και των εργαλείων της δίκαιας προνοίας του. Και οι δυο πτυχές όμως μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια “διαλεκτικά” μοντέλα, γιατί και για τις δυο, η δύναμη του κακού και των βασάνων-εν συντομία του “αρνητικού”, είναι το κυρίαρχο μοτίβο της σκέψης τους. Και οι δυο ψάχνουν μια λύση, που εμφανίζει την δύναμη αυτή ως αναγκαία αλλά ταυτόχρονα και την άρση της επίσης ως αναγκαία.
Το γεγονός αυτό δείχνει για ακόμα μια φορά, πως η διαλεκτική δεν είναι μέθοδος που οδηγεί στην επιστημονική γνώση, αλλά είναι μια μορφή δραματοποίησης του κόσμου και του εαυτού (εκείνου που την χρησιμοποιεί), και η οποία μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία κάθε συναισθηματικής ή πολιτικής-πρακτικής στάσης και σκοπού. Γι' αυτό δεν εκπλήσσει το γεγονός πως η κεντρική έννοια της διαλεκτικής του νεαρού Μαρξ, η αυτοαποξένωση, είναι στον ίδιο βαθμό ευάλωτη στην αυθαίρετη χρήση. Αν στον καιρό του χρησίμευσε στην επίθεση κατά της καπιταλιστικής οικονομικής τάξης, σήμερα όμως, στην ανατολική Ευρώπη, φαίνεται πως η έκφραση αυτή είναι η λέξη κλειδί της αντιπολίτευσης των μαρξιστών διανοουμένων κατά της κυριαρχίας της τάξης των ταγών του κράτους. Το πόσο μακριά πήγαν στις ιδιωτικές, προφορικές τους συζητήσεις(γιατί οι εκδόσεις είναι για τους γνωστούς λόγους σχεδόν αδύνατες), είναι δύσκολο να διαπιστωθεί89. Είναι όμως αναμφισβήτητα δυνατό, με μικρό μάλιστα κόπο, να δομηθεί μια διαλεκτική εσχατολογία, σύμφωνα με την οποία, τον ακρότατο βαθμό της αποξένωσης, της απάνθρωπης κατάστασης του ανθρώπου που κατάντησε σκέτη λειτουργία, παριστάνει όχι η δυτική, αλλά η σοβιετική μορφή της κοινωνίας και οικονομίας, και για τον λόγο αυτό αποτελεί τον άμεσο πρόδρομο της “ανατροπής” προς μια κοινωνία της αληθινής ανθρωπιάς(Humanität). Μια τέτοια ιδεολογία θα ήταν από επιστημονικής απόψεως τιποτένια, όπως και οι προκάτοχοι της, θα μπορούσε όμως όπως αυτές, να έχει μια κοινωνική επίδραση.
Επειδή όμως η μαρξιστική διαλεκτική έχει επίσης την απαίτηση να θεωρείται επιστημονική γνώση, θα περιγράψουμε εδώ στην κατάληξη του δοκιμίου την σχέση της προς αυτή την γνώση. Τα διαλεκτικά μοντέλα σκέψης, όπως προσπάθησα να δείξω άλλο σημείο του δοκιμίου90, είναι κατανοητά μόνο στα πλαίσια εκείνης της διαδικασίας εκλογίκευσης και διάλυσης των μυθικών μορφών ερμηνείας του κόσμου και του εαυτού, η οποία(διαδικασία) τελείται και εμφανίζεται κυρίως στην φιλοσοφία(η παραδοσιακή φιλοσοφία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από πολλές απόψεις ως μεταβατική μορφή μεταξύ μύθου και επιστήμης).
Οι μυθικές ερμηνείες του κόσμου και του ατόμου, δίνουν κατά κανόνα ένα γενικό προσανατολισμό μέσα στον κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει ισχυρισμούς περί σχέσεων μεταξύ πραγμάτων, ιδιαίτερα χειρισμών και των συνεπειών τους, κανονισμούς για τους χειρισμούς όπως επίσης πρότυπα συναισθηματικής συμπεριφοράς. Όπου η περιοχή του πραγματικού περιγράφεται από τις επιστήμες, (που σημαίνει πως περιγράφεται ως σχέσεις διαψεύσιμων δηλώσεων), οι μυθικές παραδοχές αποδεικνύονται εσφαλμένες ή ανεπαρκείς, και πρέπει να παραιτηθούν από την απαίτηση πως είναι αληθείς. Μερικά όμως υπόλοιπα των πεποιθήσεων, όπως και οι συνήθειες στην γλωσσική έκφραση παραμένουν για πολύ καιρό. Όταν ως “φυσικό νόμο” ονομάζουμε τις με επιστημονικό τρόπο διαπιστωμένες αμετάβλητες, αξιακά ουδέτερες, παραμέτρους του γίγνεσθαι της φύσης, τότε μπορούμε να πούμε πως αυτός ο τρόπος του λέγειν είναι ένα υπόλοιπο της ερμηνείας του κόσμου, που τον θεωρεί ως ένα κράτος στο οποίο την τάξη ορίζουν άθραυστοι νόμοι. Η σχέση αυτή βέβαια ούτε μεταβάλλει τίποτα στις εμπλεκόμενες αμετάβλητες παραμέτρους, ούτε προσθέτει κάτι στην γνώση μας. Είναι μια καθαρά γλωσσική συνήθεια ή σύμβαση, και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να διαψευσθεί από τα γεγονότα. Μη διαψεύσιμες είναι επίσης οι συμβουλές για πρακτική συμπεριφορά, οι διδασκαλίες περί φυσικού δικαίου ή οι αισθητικές-στοχαστικές ερμηνείες του κόσμου, που αποτελούν μια άλλη ομάδα υπόλοιπων της μυθικής ερμηνείας του κόσμου. Η λογική ανάλυση και η ιστορική έρευνα όμως περί των θεωριών φυσικού δικαίου, δείχνουν πως αποτελούν(οι θεωρίες αυτές) απλά κενούς τύπους(Leerformeln), που μπορούν να γεμίσουν με οποιοδήποτε ηθικό-πολιτικό περιεχόμενο. Και αυτό έχει ήδη συμβεί.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου