Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής
Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄
Βιβλικού και των συνεργατών του.
Ομιλία Νο 123
Η Εκκλησία δεν δογματίζει χωρίς αιτία.
Και ο λόγος είναι, ότι το δόγμα τής Εκκλησίας, ΔΕΝ είναι μία θεωρητική
"ιδεολογία", αλλά είναι πρωτίστως εκλογίκευση και καταγραφή τής αληθινής
ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ τής θέασης τού Θεού. Ο πιστός καλείται, όχι να "μάθει", αλλά να
"βιώσει" τον Ζώντα Θεό. Γι' αυτό και δεν ανήκει στις πρωτεραιότητες τής
Εκκλησίας, μία συστηματική καταγραφή τού Χριστιανικού δόγματος. Όταν όμως οι
αιρέσεις επιχειρούν να παραχαράξουν αυτό το δόγμα, η Εκκλησία κατ' ανάγκην
υποχρεώνεται να καταγράψει την αληθή εν Χριστώ εμπειρία, ώστε να προστατέψει τα
μέλη της από την πλάνη. Αυτός είναι και ο λόγος που έγραψε ο άγιος Βασίλειος την
επιστολή αυτή που θα εξετάσουμε σήμερα, αυτός είναι και ο λόγος που δημοσιεύουμε
το παρόν άρθρο. Επειδή "λύκοι βαρείς, μη φειδόμενοι τού ποιμνίου", διδάσκουν
ψευδείς διδασκαλίες δήθεν ως Χριστιανικές, και παρασύρουν ανθρώπους στην
απώλεια.
(Εκφωνήθηκε για
πρώτη φορά: 15-9-1995).
1. Οι ειδωλολατρικές και Αρειανικές καταβολές τών
Πνευματομαχητών
Όσοι προσπάθησαν να αντιταχθούν στη θεότητα του Αγίου Πνεύματος χρησιμοποίησαν
με εσφαλμένο παραπλανητικό τρόπο ορισμένες προθέσεις που αναφέρονται στα πρόσωπα
του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ας υπενθυμίσουμε όμως κάτι που
είναι πολύ ουσιαστικό στο να αντιληφθούμε ότι η περί του Αγίου Πνεύματος
διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα είναι πρόσωπο υπόστασης,
και μάλιστα το τρίτο πρόσωπο του Ενός εν Τριάδι Θεού, είναι η αρχαιότερη
διδασκαλία για την αλήθεια του Ευαγγελίου. Αντίθετα, οι αιρετικές απόψεις, οι
οποίες αποτέλεσαν τον δογματικό πυρήνα των αιρέσεων, ήρθαν αρκετά αργότερα.
Ο Ελληνισμός και ο Ιουδαϊσμός, ύστερα από την περίοδο των διωγμών εναντίον της
Εκκλησίας, προσπάθησαν να αλώσουν την Εκκλησία αλλοιώνοντας και διαστρέφοντας
την ευαγγελική αλήθεια με τα διάφορα ειδωλολατρικά ή κακόδοξα πιστεύω τους. Έτσι
λοιπόν, η πρώτη σημαντική αιρετική κίνηση έγινε από τον Άρειο, με πρώτο στόχο
τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον Υιό και Λόγο του Θεού που ενανθρώπησε, για να
σώσει το ανθρώπινο Γένος και για τον οποίο οι αποδείξεις περί της θεότητάς Του,
και μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και μέσα από τα κείμενα και ιδιαιτέρως
την Αγία Γραφή, είναι αδιαμφισβήτητες.
Έτσι λοιπόν, ο Άρειος ακολουθώντας και τις ελληνιστικές, αλλά και τις ιουδαϊκές
τάσεις, θεώρησε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι της ιδίας φύσεως με τον
Πατέρα, αλλά είναι κτίσμα. Δεν έκανε λόγο καθόλου για το Άγιο Πνεύμα και έτσι η
πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συγκλήθηκε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια
κατηγορηματικά αναίρεσε τη διδασκαλία του Αρείου, ως αιρετική περί του Υιού, αλλά
δεν έκανε εκτεταμένο λόγο περί του Αγίου Πνεύματος, γιατί απλούστατα δεν είχε
εγερθεί αντίστοιχο ζήτημα. Όμως, αν και ο Άρειος δεν είχε ευθέως θέσει ζήτημα
περί της θεότητας του Αγίου Πνεύματος, ωστόσο είχε θέσει τις προϋποθέσεις για
κάτι τέτοιο και στη συνέχεια ακραίοι Αρειανοί, όπως ο Αέτιος και ο Ευνόμιος
διατύπωσαν με σαφήνεια αυτού του είδους την κακοδοξία: Ότι δηλαδή, όπως ποίημα,
κατά την άποψη του Αρείου και τη δική τους, ήταν ο Υιός, ποίημα είναι και το
Άγιο Πνεύμα, δηλ. κτίσμα, που σημαίνει ότι διαφέρει η φύση του από τη θεία φύση
του Πατρός.
Είχε έρθει λοιπόν ένα καινούριο ζήτημα στην Εκκλησία και χρειάστηκε το 381 μ.Χ.
να συγκληθεί δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη,
για να αναιρέσει αυτές τις πλάνες. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι με την
γενική έννοια είναι Πνευματομάχοι όλοι οι Αρειανοί, συμπεριλαμβανομένων και των
οπαδών συγχρόνων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίες ωστόσο ενστερνίζονται και
πιστεύουν στις κακοδοξίες και τις πλάνες του Αρείου.
2. Γιατί ο άγιος Βασίλειος
έγραψε την "περί Αγίου Πνεύματος" πραγματεία του
Κατά το χρονικό διάστημα μετά την καταδίκη της διδασκαλίας του Αρείου από την Α΄
Οικουμενική Σύνοδο, άρχισε να παίρνει μορφή η Πνευματομαχική διδασκαλία, δηλαδή
η διδασκαλία των αιρετικών εκείνων οι οποίοι υποστήριζαν με τον ένα ή τον άλλο
τρόπο, ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ότι το
Άγιο Πνεύμα διαφέρει κατά τη φύση από τον Θεό Πατέρα και ως εκ τούτου
συγκαταλέγεται μεταξύ των κτισμάτων. Πολλοί από τους ποιμένες και πατέρες της
Εκκλησίας χρειάστηκε να δώσουν αντίστοιχες μάχες για την περιφρούρηση της
αληθείας τους Ευαγγελίου μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Ένας από αυτούς ήταν
και ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας. Και συγκεκριμένα, όταν ο γνωστός του Ευστάθιος
Σεβαστείας άρχισε σιγά-σιγά να αποκλίνει από την Ορθόδοξη διδασκαλία και να
ενστερνίζεται τις Πνευματομαχικές κακοδοξίες, ο Μέγας Βασίλειος προσπάθησε με
οικονομία και με τρόπο πραγματικά ανάλογο χριστιανού ποιμένος να τον διορθώσει
και να τον επαναφέρει στο σωστό δρόμο. Τελικά όμως ο Ευστάθιος Σεβαστείας
τράβηξε τον δρόμο της αίρεσης και κατηγόρησε μάλιστα σε ορισμένα σημεία και τον
Μέγα Βασίλειο ως προς τις θέσεις της Εκκλησίας.
Έτσι λοιπόν, χρειάστηκε ο Μ. Βασίλειος να γράψει μια σπουδαιότατη πραγματεία,
την «περί του Αγ. Πνεύματος» περίπου κατά το 375 μ.Χ., την οποία και απέστειλε
στον μαθητή του, Επίσκοπο Ικονίου Αμφιλόχιο. Μέσα από αυτή την επιστολή, θα
δούμε τις θέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και τις κακοδοξίες που ανεφύησαν
εκείνη την εποχή περί του Αγίου Πνεύματος.
3. Η κατηγορία τών
Πνευματομάχων κατά τού Αγίου Βασιλείου
Το πρώτο τμήμα της επιστολής αυτής
αναφέρεται στο εξής ζήτημα: Ο Μέγας Βασίλειος, κατά τη διάρκεια των λατρευτικών
συνάξεων, χρησιμοποιούσε εν γένει δύο δοξολογικούς τύπους. Αφενός το: «Δόξα τω
Θεώ και Πατρί μετά του Υιού συν τω Πνεύματι τω Αγίω» και αφετέρου το: «Δόξα τω
Θεώ και Πατρί δια του Υιού εν τω Αγίω Πνεύματι.»
Πολλοί λοιπόν από τους Πνευματομάχους συμπεριλαμβανομένου και του Ευσταθίου
Σεβαστείας, τον κατηγόρησαν ότι χρησιμοποιεί με εσφαλμένο τρόπο τις συλλαβές,
τις προθέσεις δηλαδή, και έτσι στο πρώτο μέρος της επιστολής που έστειλε προς
τον Αμφιλόχιο Ικονίου ο Μεγας Βασίλειος απαντά ακριβώς σε αυτό το ζήτημα. Εν
περιλήψει, όπως θα δούμε πιο εκτεταμένα στη συνέχεια, το ζήτημα αυτό έχει ως
εξής: Ο Αέτιος, ο μαθητής του Αρείου ισχυριζόταν, για να αποδείξει στην ουσία
ότι η φύση του Πατρός είναι διαφορετική από τη φύση του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος, ότι για μεν τον Πατέρα χρησιμοποιείται η πρόθεση «εκ», δηλαδή
αντιστοιχούν και πρέπουν εκφράσεις, όπως το «εξ ου» (εκ του οποίου), για δε τον
Υιό το «δι’ ου» (διά του οποίου), ενώ για το Πνεύμα το Άγιο πρέπει η έκφραση «εν
o», (δηλαδή εν τω Αγίω Πνεύματι). Το δε διάφορο των προθέσεων σημαίνει, κατά τον
Αέτιο, το διάφορον των φύσεων.
Επάνω
σε αυτό ο Μέγας Βασίλειος, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, κάνει μια
εκτενή έρευνα. Τα επιχειρήματα που φέρνει έρχονται και από τον χώρο της
κατά
κόσμον σοφίας, αλλά και από πλείστα χωρία της Αγίας Γραφής. Η
επιχειρηματολογία
λοιπόν εναντίον αυτών των κακοδοξιών και των στρεβλών υποθέσεων των
Πνευματομάχων και ιδιαιτέρως του Αετίου είναι το θέμα του πρώτου μέρους
της
επιστολής «Περί του Αγίου Πνεύματος», την οποία θα ξεκινήσουμε να
μελετούμε στη
συνέχεια. Ας εξετάσουμε συνεπώς αυτή την επιστολή, η οποία γράφτηκε περί
το 375
μ.Χ. ενόψει των νεοφανεισών τότε Πνευματομαχικών αιρέσεων.
4. Η σημασία
τών μικρών λέξεων στην αναζήτηση τής σοφίας
Ξεκινώντας στην εισαγωγή το γράμμα του αυτό ο Μέγας Βασίλειος επαινεί τον
Αμφιλόχιο Ικονίου για τις ερωτήσεις που του έχει υποβάλλει λέγοντας τα εξής: «Αν
εις τον ανόητον που ερωτά, αναγνωρίζεται σοφία» και εδώ παραθέτει από το κεφ. 17
και στίχο 28 του βιβλίου των Παροιμιών, που αναφέρει: «ανοήτω επερωτήσαντι
σοφίαν, σοφία λογισθήσεται». «Πόσον άξιον θα θεωρήσουμε τον συνετόν ακροατή, ο
οποίος από τον προφήτη» - εννοεί τον Ησαΐα 3ο κεφάλαιο και στίχο 3 – «παραλληλίζεται
με θαυμαστό σύμβουλο; Είναι πράγματι δίκαιο να αξιώσουμε κάθε έπαινο και να
οδηγήσουμε σε μεγαλυτέρα πρόοδο αυτούς που συμμερίζονται τον ζήλο και συμπάσχουν
σε όλα με αυτόν που κατευθύνεται προς την τελείωση. Το ότι δηλαδή ακούν τις
λέξεις που έχουν θεολογικό περιεχόμενο όχι παρέργως, αλλά προσπαθούν να
ανιχνεύσουν το νόημα των λέξεων που κρύβεται σε κάθε λέξη και κάθε συλλαβή,
χαρακτηρίζει ανθρώπους ευσεβείς που γνωρίζουν τον σκοπό της κλήσεώς μας, ότι
δηλαδή έχουμε επιλεχθεί να ομοιωθούμε προς τον Θεό, όσο αυτό είναι δυνατό στην
ανθρώπινη φύση. Η ομοίωσις όμως δεν επιτυγχάνεται χωρίς τη γνώση. Η δε γνώση
δημιουργείται με τη διδασκαλία. Και αρχή της διδασκαλίας είναι ο λόγος. Μέρη δε
του λόγου είναι οι συλλαβές και οι λέξεις. Ώστε δεν είναι έξω από τον σκοπό η
εξέταση των συλλαβών.»
Φτάνει έτσι ο Μέγας Βασίλειος στο πρώτο θέμα, στο οποίο θα απαντήσει με την εν
λόγω επιστολή, δηλαδή το θέμα των συλλαβών. Συγκεκριμένα των προθέσεων με τις
οποίες προσφωνούνται ή χρησιμοποιούνται στους δοξολογικούς τύπους, για τον
Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Επομένως, συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος: «το
ότι είναι μικρά τα ερωτήματα, όπως θα νομίσει κάποιος, δε σημαίνει ότι πρέπει να
τα παραβλέψουμε, αλλά επειδή η αλήθεια δύσκολα συλλαμβάνεται πρέπει από παντού
να την εξιχνιάσουμε. Διότι, αν, όπως οι τέχνες, έτσι και η απόκτηση της
ευσεβείας αυξάνεται με μικρές προσθήκες, τίποτε δεν πρέπει να παραβλέπουμε από
όσα οδηγούν στη γνώση. Διότι, αν κάποιος παραβλέψει τα πρώτα στοιχεία σαν μικρά,
ποτέ δεν θα επιτύχει την τελειότητα της σοφίας.»
Και στη συνέχεια φέρνει κάποια αντίστοιχα παραδείγματα. Λέγει: «Το ναι και το ου
(δηλ. το όχι) είναι δύο συλλαβές, αλλά όμως το ύψιστο των αγαθών, δηλαδή η
αλήθεια και το έσχατο όριο της πονηρίας, δηλαδή το ψεύδος, περιέχονται πολλές
φορές μέσα στις μικρές αυτές λέξεις. Γιατί όμως τα λέγω αυτά; Ήδη και με το να
νεύσει κανείς το κεφάλι του εις τα υπέρ του Χριστού μαρτύρια, θεωρείται ότι
πέτυχε την πλήρη ευσέβεια. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, ποια από τις λέξεις
με θεολογικό περιεχόμενο είναι τόσο ασήμαντη, ώστε και όταν είναι καλή ή το
αντίθετο, να μην έχει μεγάλη επίδραση είτε θετική είτε αρνητική; Διότι, αν εκ
του ευαγγελικού νόμου δεν πρόκειται να εκλείψει ούτε ένα « ι » , δηλ. ούτε ένα
γράμμα, πώς θα ήταν ακίνδυνο για μας να προσπερνάμε και τα πλέον μικρά;»
Με αυτή την εισαγωγή είναι έτοιμος πλέον να μπει στο θέμα της ερώτησης, για το
οποίο και γράφηκε το πρώτο αυτό κομμάτι της επιστολής προς τον Αμφιλόχιο. Λέγει
λοιπόν: «Αυτά που εσύ ο ίδιος μου ζήτησες να διευκρινίσω είναι συγχρόνως μικρά
και μεγάλα. Ως προς τη συντομία της προφοράς είναι μικρά, και γι’ αυτό τον λόγο
ίσως να είναι ευκαταφρόνητα. Ως προς τη δύναμη όμως της σημασίας τους είναι
μεγάλα. Όταν προ ολίγων ημερών επροσευχόμουν με τον λαό και προσέφερα δοξολογία
εις τον Θεό Πατέρα κατά δύο τρόπους: Άλλοτε μεν μετά του Υιού συν τω Πνεύματι τω
Αγίω, άλλοτε δε δια του Υιού εν τω Αγίω Πνεύματι εξηγέρθησαν εναντίον μου
μερικοί από τους παρόντες, ισχυριζόμενοι ότι χρησιμοποιώ λέξεις που ξενίζουν,
συγχρόνως δε που είναι αντίθετες μεταξύ τους». Εδώ αναφέρεται ο Άγιος Βασίλειος
σε εκείνους που ήταν από την παράταξη των Πνευματομάχων ή είχαν επηρεαστεί από
την διδασκαλία του Αετίου, ότι οι προθέσεις αυτές πρέπει η καθεμία να αποδίδεται
μόνον στο ένα από τα πρόσωπα που προαναφέραμε, το «εκ» στον Πατέρα, το «διά»
στον Υιό και το «εν» στο Άγιο Πνεύμα.
Συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος λέγοντας: «Συ όμως, για την ιδική τους προ παντός
ωφέλεια, αλλά και αν είναι παντελώς ανίατη, για την ασφάλεια αυτών που τους
συναναστρέφονται ζήτησες να διατυπωθεί μια ευκρινής διδασκαλία περί της δυνάμεως
που έχουν αυτές οι συλλαβές. Πρέπει λοιπόν να μιλήσω με συντομία και να δώσω
στον λόγο μου μία αρχή αποδεκτή, κατά το δυνατόν από όλους.».
Εξηγεί λοιπόν, ο Μ. Βασίλειος στη συνέχεια, για ποιόν λόγο και με ποιόν τρόπο
άρχισαν οι αιρετικοί να παρατηρούν τις συλλαβές. Λέγει: «Η σχολαστική ενασχόληση
των ανθρώπων αυτών με τις συλλαβές και τις λέξεις δεν είναι τυχαία, όπως θα
νόμιζε κανείς, ούτε οδηγεί σε μικρό κακό, αλλά έχει καταστρώσει ένα
εμπεριστατωμένο και κεκαλυμμένο σχέδιο εναντίον της ορθής πίστεως. Επιχειρούν,
δηλαδή, να δείξουν ότι ο τρόπος με τον οποίο εκφραζόμαστε περί Πατρός και Υιού
και Αγίου Πνεύματος είναι ανόμοιος, για να αποδείξουν έτσι εύκολα την διαφορά
των φύσεων. Χρησιμοποιούν δηλαδή, ένα παλαιό σόφισμα που το εφεύρε ο Αέτιος, ο
προστάτης αυτής της αίρεσης, ο οποίος γράφει κάπου στις επιστoλές του, ότι: "τα
ανόμοια κατά την φύση εκφράζονται ανομοίως. Και αντιστρόφως τα ανομοίως
εκφραζόμενα είναι ανόμοια κατά την φύση". Ως μάρτυρα δε των λεγομένων επικαλείται
τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος λέγει: «...είς Θεός ο Πατήρ εξ ου (εκ του οποίου)
τα πάντα και είς Κύριος Ιησούς Χριστός δι’ ου (διά του οποίου) τα πάντα...» (Α΄
προς Κορινθίους επιστολή κεφ. 8 στιχ. 6). Όποια σχέση έχουν οι συλλαβές μεταξύ
τους αυτή τη φύση θα έχουν –λένε–
και οι φύσεις που δηλούνται διά των λέξεων.
Και είναι ανόμοιο το «εξ ου» προς το «δι’ ου». Επομένως, είναι ανόμοιος και ο
Υιός προς τον Πατέρα.
Από αυτή λοιπόν την πλάνη προέρχεται η φλύαρος ενασχόληση αυτών των ανδρών με
τις υπό συζήτηση λέξεις. Για τούτο, εις μεν τον Θεόν και Πατέρα αποδίδουν το «εξ
ου», σαν ένα αποκλειστικό μερίδιο, για δε τον Υιό και Θεό ξεχώρισαν το «δι’ oυ»
(δια του οποίου), για δε το Άγιο Πνεύμα, το «εν ω» (εν τω οποίω), και
ισχυρίζονται ότι αυτή η χρήση των συλλαβών ποτέ δεν αλλάζει, ώστε, όπως είπα» -
αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος - «μαζί με την διαφορά της εκφωνήσης να δηλώνεται και
η διαφορά της φύσης. Δεν μπόρεσαν όμως να αποκρύψουν ότι με την λεπτολογία γύρω
από τις λέξεις κατοχυρώνουν την ασεβή πίστη τους. Θέλουν δηλαδή το μεν «εξ ου» (εκ
του οποίου) να σημαίνει τον Δημιουργό, το «δι’ oύ» (δια του οποίου) τον συνεργό ή
το όργανο, το δε «εν ώ» (εν τω οποίω) να δηλώνει τον χρόνο ή τον τόπο, ώστε ο
δημιουργός των όλων, Υιός, να μην θεωρείται κατ’ ουδέν σεμνότερος ενός οργάνου,
το δε Άγιο Πνεύμα να εμφανίζεται ότι δεν προσφέρει τίποτε περισσότερο εις τα
όντα από τον τόπο ή τον χρόνο.
Σε αυτή την πλάνη τους οδήγησε και η παρατήρηση των θύραθεν σοφών, οι οποίοι
απέδωσαν το «εξ oυ» και το «δι’ oυ» σε διάφορα κατά την φύση πράγματα. Πιστεύουν
δηλαδή εκείνοι, οι κατά κόσμον σοφοί, ότι το μεν «εξ ου» (εκ του οποίου)
δηλώνει την ύλη, το δε «δι’ ου» (δια του οποίου) παριστά το όργανο ή γενικώς την
προσφορά υπηρεσίας. Ή καλύτερα, διότι τί εμποδίζει, αφού αναφερθούμε σε ολόκληρη
τη διδασκαλία τους, να ελέγξουμε εν συντομία και το άσχετο προς την αλήθεια και
την ασυμφωνία αυτών των ανδρών προς τους ιδίους τους κοσμικούς σοφούς, αυτοί που
ασχολήθηκαν με την μάταια κοσμική σοφία, όταν εξηγούν την φύση του αιτίου κατά
πολλούς τρόπους και διαιρούν τούτο σε ιδιαίτερες σημασίες, λέγουν ότι άλλα μεν
από τα αίτια είναι αρχικά, άλλα δε συνεργά ή συναίτια, άλλα δε έχουν τη θέση των
αναγκαίων αιτίων. Το καθένα λοιπόν από αυτά εκφράζεται κατά ιδιάζοντα τρόπο,
ώστε διαφορετικά να δηλώνεται ο Δημιουργός και διαφορετικά το όργανο.
Στον δημιουργό δηλαδή νομίζουν ότι αρμόζει το «υφ’ oυ» (υπό του οποίου), διότι
λέγουν ότι στην κυριολεξία λέγεται ότι το βάθρο κατασκευάστηκε υπέρ του
τεχνήτου, στο όργανο όμως αρμόζει το «δι’ ου» (δια του οποίου), διότι λέγουν, ότι
το βάθρου κατασκευάζεται διά του σκεπάρνου και του τρυπάνου. Κατά τον ίδιο
τρόπο, δέχονται εκείνοι, ότι το «εξ ου» (εκ του οποίου) είναι ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό της ύλης. Εκ ξύλου π.χ. είναι ένα κατασκεύασμα. Το «καθ’
ώ» (κατά
το οποίο), επίσης, δηλώνει αυτό που ενθυμούμεθα ή το υπόδειγμα που είχε ως βάση
ο τεχνίτης. Διότι ο τεχνίτης ή σχηματίζει προηγουμένως στη διάνοια του αυτό που
κατασκευάζει και εν συνεχεία μετατρέπει τη φαντασία σε έργο, ή βλέπει ένα ήδη
υπάρχον υπόδειγμα και καθ’ ομοίωσιν εκείνου κατευθύνει τις ενέργειες. Το δε «δι’
ο» (δια το οποίο) πιστεύουν ότι αρμόζει στον σκοπό. Διά τη χρήση των ανθρώπων
π.χ. κατασκευάστηκε το βάθρο. Το δε «εν ο» (εν τω οποίω) παριστά τον χρόνο ή τον
τόπο. Πότε επί παραδείγματι έγινε; Εν τώδε τω χρόνω (κατ’ αυτόν τον χρόνο) και
πού; Εν τώδε τω τόπω (σε αυτόν τον τόπο). Αυτά, ο χρόνος και ο τόπος, αν και δεν
υποβοηθούν σε τίποτε το δημιουργούμενο, όμως χωρίς αυτά δεν είναι δυνατό να
γίνει κάτι. Διότι αυτοί που ενεργούν έχουν ανάγκη του τόπου και του χρόνου.
Αυτές λοιπόν τις παρατηρήσεις της ματαίας και αδειανής σοφίας, αφού
έμαθαν
αυτοί, (δηλαδή οι αιρετικοί) και εθαύμασαν, τα μεταφέρουν και στην απλή
και
ατεχνολόγητη διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος, για να μειώσουν, αφ' ενός
τον Θεό Λόγο και να καταργήσουν αφ' ετέρου το Άγιο Πνεύμα. Αυτή λοιπόν
την έκφραση που οι
θύραθεν σοφοί την έχουν ξεχωρίσει για τα άψυχα όργανα ή για τα ταπεινά
και
υπηρετικά του ανθρώπου ζώα, δηλ. την έκφραση δι’ ου (δια του οποίου),
αυτοί δεν
δίστασαν να την μεταφέρουν και εις τον δεσπότη των όλων και δεν
ντρέπονται οι
δήθεν χριστιανοί να αποδίδουν στο Δημιουργό της κτίσεως χαρακτηρισμό που
αρμόζει
στο πριόνι ή το σφυρί.»
6. Μια πρώτη
αναίρεση τού ισχυρισμού περί Ανομοίων
Ο Μέγας Βασίλειος, όπως είδαμε προηγουμένως, ξεκινάει από την υπόθεση που κάνουν
οι αιρετικοί, οι Πνευματομάχοι, οι οποίοι, για να αποδείξουν ότι ο Υιός, αλλά
και το Άγιο Πνεύμα είναι διαφορετικοί κατά την φύση από τον Θεό Πατέρα,
στηρίχτηκαν στις διαφορετικές δήθεν συλλαβές που χρησιμοποιεί η Αγία Γραφή και
συγκεκριμένα το χωρίο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής κεφ. 8, στιχ. 6, για να
αναφερθεί στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Είδαμε λοιπόν, ότι ο Μέγας
Βασίλειας κατ’ αρχήν παραθέτει τι λέγουν οι θύραθεν σοφοί, τους οποίους
υποτίθεται ακολούθησαν με λεπτομέρεια οι αιρετικοί, για να υποστηρίξουν αυτή
τους την υπόθεση.
Και οι κατά κόσμον σοφοί, όταν αναφέρονται σε αυτές τις συλλαβές, σε αυτές τις
προθέσεις, τις χρησιμοποιούν, όπως λέγει, αναλυτικά και με παραδείγματα ο Μέγας
Βασίλειος: Πρώτον, το «εξ ου» (εκ του οποίου), για να δηλώσουν την ύλη από την
οποία προέρχεται ένα κατασκεύασμα, το «δι ου» (δια του οποίου), για να δηλώσουν
το όργανο με το οποίο κατασκευάστηκε και το «εν ω», για να δηλώσουν το πότε ή
πού κατασκευάστηκε. Και βεβαίως συμπεραίνει από αυτά, ότι προκειμένου να
πετύχουν τον σκοπό τους οι αιρετικοί δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν βλάσφημες
εκφράσεις, όπως επί παραδείγματι να ισχυριστούν ότι ο Δημιουργός του σύμπαντος
είναι απλώς ένα όργανο με το οποίο εκτίσθησαν τα πάντα και μάλιστα ένα όργανο,
όπως ακριβώς το σκεπάρνι ή το πριόνι που χρησιμοποιεί ένας ξυλουργός, για να
κατασκευάσει ένα αντικείμενο
Ας δούμε όμως, τι λέγει ο Μέγας Βασίλειος στη συνέχεια για το ίδιο ακριβώς θέμα.
Λέγει στην ουσία ότι η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί χωρίς διάκριση αυτές τις συλλαβές.
Ας δούμε όμως πώς το αναφέρει ακριβώς στην εν λόγω επιστολή του: «Περί του Αγίου
Πνεύματος» προς τον Αμφιλόχιο: «Εμείς, λέγει, βεβαίως δεχόμαστε ότι και ο
αληθινός λόγος της Αγίας Γραφής χρησιμοποιεί συχνά αυτές τις εκφράσεις. Δεν
δεχόμαστε όμως ότι η ελευθερία του Αγίου Πνεύματος υπόκειται κατ’ ανάγκη στην
μικροπρέπεια των θύραθεν σοφών, αλλά κατά την εκάστοτε περίπτωση μεταβάλλει
ανάλογα προς τις ανάγκες τις εκφράσεις. Δεν σημαίνει δηλαδή εξ άπαντος το εξ ου
(εκ του οποίου) την ύλη, όπως νομίζουν εκείνοι, αλλά συνηθέστερα η Γραφή
χρησιμοποιεί αυτή την έκφραση, για να δηλώσει την ύψιστη αιτία, όπως επί παραδείγματι στο: «...εις Θεός ... εξ ου τα πάντα...» (Α’ Κορινθ. κεφ. 8, στιχ.
6) και πάλι: «... τα δε πάντα εκ του Θεού...» (Α΄ Κορ. κεφ. 11 στιχ 12).»
Είναι φανερό ότι εδώ το «εκ» και το «εξ ου», δηλαδή η πρόθεση «εκ», δεν
χρησιμοποιείται, για να δηλώσει την ύλη από την οποία προήλθε κάτι, στην
προκειμένη περίπτωση: τα πάντα· αλλά χρησιμοποιείται για να δηλώσει την
ύψιστη
αιτία, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος και κατά συνέπεια αποδεικνύει άμεσα
ότι
είναι εσφαλμένη η υπόθεση που κάνουν οι αιρετικοί, οι οποίοι
χρησιμοποιούν δήθεν
την κοσμική σοφία για να στερεώσουν την επιχειρηματολογία τους και για
να
οδηγήσουν τους οπαδούς τους με ασφαλή τρόπο στην πλάνη. Και συνεχίζει ο
μεγάλος
αυτός Πατέρας της Εκκλησίας: «Βεβαίως πολλές φορές και η Γραφή
χρησιμοποιεί αυτή
την έκφραση και για να δηλώσει την ύλη, όπως όταν λέγει: «...ποιήσεις
την
κιβωτόν εκ ξύλων ασήπτων... » (Γεν. κεφ. 6, στιχ. 14) και: «...ποιήσεις
την
λυχνίαν εκ χρυσίου καθαρού...» (Έξοδ. κεφ. 25, στιχ. 30) και: «...ο
πρώτος
άνθρωπος εκ γης χοϊκός...» (Α΄ Κορ. κεφ. 15, στιχ. 47) και: «...εκ πηλού
διήρτησέ σοι ως και εγώ» (Ιώβ, κεφ. 33, στιχ. 6), κατά τη μετάφραση των
Εβδομήκοντα.
Αυτοί όμως, δηλαδή οι αιρετικοί, για να παραστήσουν την διαφορά της φύσης
καθόρισαν αυστηρά ότι μόνο στον Πατέρα αρμόζει αυτή η λέξη και στηρίχτηκαν μεν
γι’ αυτές τους τις παρατηρήσεις στους θύραθεν σοφούς. Δεν τους ακολούθησαν όμως
σε όλα με ακρίβεια, αλλά εις μεν τον Υιό, σύμφωνα με εκείνους προσέδωσαν τον
χαρακτηρισμό του οργάνου, εις δε το Άγιον Πνεύμα την ονομασία του τόπου. Διότι
εν Πνεύματι λέγουν γίνεται η δημιουργία και δι’ Υιού. Στον Θεό Πατέρα όμως
απέδωσαν την έκφραση "εξ ου" και δεν ακολουθούν εδώ τους θύραθεν σοφούς, όπως
ισχυρίζονται, αλλά μεταβαίνουν εις την υπό των Αποστόλων χρησιμοποίηση της, όπου
λέγεται: «εξ αυτού δε ημείς εστέ εν Χριστω Ιησού (Α΄ Κορ. κεφ. 1, στιχ. 30) και:
«...τα δε πάντα εκ του Θεού...» (Α΄ Κορ. κεφ. 11, στιχ. 12).
Ποιο λοιπόν είναι το συμπέρασμα αυτής της τεχνολογήσεως; "Άλλη είναι η φύση του
αιτίου, άλλη του οργάνου και άλλη του τόπου. Επομένως, ο Υιός είναι ξένος κατά
τη φύση προς τον Πατέρα, επειδή και το όργανο είναι ξένο προς τον τεχνίτη. Είναι
δε ξένο και το Πνεύμα, διότι είναι κάτι διαφορετικό ο τόπος και χρόνος των
οργάνων από τη φύση αυτών που τα μεταχειρίζονται.»
Αυτές είναι οι γνώμες των αιρετικών, οι οποίες όμως, όπως βλέπουμε, προσκρούουν
και στους θύραθεν σοφούς, αλλά και στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, όμως
προσκρούουν και αντιβαίνουν και στον εαυτό τους.
Με τον τρόπο αυτό, ο Μέγας Βασίλειος
αντιμετωπίζει το πρώτο σκέλος τής ερωτήσεως, το οποίο θα δούμε να ολοκληρώνεται
στο επόμενο άρθρο αυτής της σειράς. Εκεί θα δούμε πολύ περισσότερα παραδείγματα
από την Αγία Γραφή, όπου ο ισχυρισμός τών Πνευματομάχων καταπίπτει.