(Από τη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών)
Σύντομη βιογραφία: Ὁ ἅγιος πατέρας μας Θεόδωρος ἔζησε στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἡρακλείου καί τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου, γύρω στό 660 μ.Χ. Πρῶτα ἀγωνίστηκε τόν ἀσκητικό βίο στή μονή τοῦ ἁγίου Σάββα· ὕστερα, μέ τήν ψῆφο τοῦ Θεοῦ ἀνέβηκε στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς πόλεως Ἐδέσσης.
Ἔκανε πολλά θαύματα καί ὅσο ζοῦσε καί μετά τό θάνατο, καί μέ τίς θεῖες διδασκαλίες του ἔκανε πολλούς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καί πολλούς νά σωθοῦν· καί στίς 19 Ἰουλίου ἀπῆλθε στίς αἰώνιες μονές, ὅπως ἀναφέρεται στό βίο του πού περιέχεται στό βιβλίο «Καλοκαιρινή». Δέν γνωρίζομε μέ ἀκρίβεια ἄν ἄφησε καί ἄλλα συγγράμματα· ὅμως αὐτά τά 100 κεφάλαια πού φιλοπόνησε, ἐγκρίθηκαν νά συμπεριληφθοῦν στή συλλογή τῶν νηπτικῶν. Γιατί παρέχουν πλούσιο τόν καρπό τῆς ἱερῆς νήψεως καί τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας σέ κείνους πού τά διαβάζουν μέ ἐπιμέλεια. Καί ὅσοι ἐπιθυμεῖτε τή σωτηρία σας, ἐλᾶτε καί θερίστε ἄφθονα.
Στό τέλος τῶν κεφαλαίων αὐτῶν ἔχει προστεθεῖ καί τό «Θεωρητικό» πού
ἐπιγράφεται μέ τό ὄνομα τοῦ Θεοδώρου. Βλέποντας ὅτι αὐτό ἀκολουθεῖ τόν
ἴδιο νηπτικό χαρακτήρα καί ἔχει τήν ἴδια ἔκφραση τοῦ λόγου μέ τά 100
κεφάλαια, ὅπως καί ἀπό ἄλλα εὔλογα σημάδια, βγάλαμε τό συμπέρασμα ὅτι
εἶναι γνήσιο ἔργο τοῦ ἴδιου Θεοδώρου.
Εισαγωγικά σχόλια: Ὁ ὅσιος Θεόδωρος, ὁ καί Σαββαΐτης ἀποκαλούμενος, γιατί ἀσκήθηκε στή μονή τοῦ ἁγίου Σάββα στά Ἱεροσόλυμα, ἀλλά καί Ἐδέσσης λεγόμενος, γιατί ἐξελέγη ἐπίσκοπος στή Μητρόπολη τῆς πόλεως Ἔδεσσα τῆς Συρίας, ἔζησε κατά τόν ἕβδομον αἰώνα καί ἧταν γνωστός ὡς «μεγάλος ἀσκητής». Ὑπῆρξε πνευματικότατος καί θεωρητικότατος, ὅπως καταφαίνεται τόσο ἀπό τά «Ἑκατό Κεφάλαια», ὅσο καί ἀπό τό «Θεωρητικό», πού ἀπ' ὅλα τά ἔργα του ἐνσωμάτωσαν μόνον αὐτά οἱ συντάκτες τῆς Φιλοκαλίας.
Στά «Ἑκατό Κεφάλαια» ἀπαντοῦμε συχνά: «ὅπως εἶπε ἕνας ἀπό τούς ἀρχαίους», πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἐκμεταλλεύεται τήν πείρα τῶν προγενεστέρων ἀσκητικῶν Πατέρων καί τήν ἀναχωνεύει στήν προσωπική του πείρα, ὡς σύμφωνη, ἀλλά καί γιά περισσότερη κατοχύρωση τῆς διδασκαλίας του. Ὑπάρχουν ὁλόκληρα κεφάλαια ἐλαφρῶς τροποποιημένα πού ἀποτελοῦν μεταγραφές ἀπό τόν Εὐάγριο καί τόν ἅγιο Μάξιμο, τά ὁποῖα ὅμως ἀποβαίνουν τό θεμέλιο ἄλλων δικῶν του κεφαλαίων.
Ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου στηρίζεται ἐπάνω στή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφορικά μέ τήν πτώση, τήν ἐπαναφορά στήν πρώτη ἀγαθότητα διά τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ «κατ' εἰκόνα» μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, τήν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς, τά πάθη καί τόν πόλεμο τοῦ σατανά. Βάσει θεολογικῶν καί ἀνθρωπολογικῶν προϋποθέσεων κτίζει τήν διδασκαλία του περί τῶν παθῶν, τῶν ἀρετῶν καί τῆς δυναμικῆς φορᾶς τῆς ψυχῆς πρός τήν κάθαρση, τή μυστική ἔνωση μέ τόν Χριστό καί τή θέωση τοῦ νοῦ.
Κατά τόν ἕβδομο αἰώνα, πού ἔζησε ό ὅσιος Θεόδωρος, εἶχε ἀναπτυχθεῖ πλουσιότατη ἀσκητική καί πνευματική γραμματεία, ἀπό τήν ὁποία φαίνεται ὅτι ἀνεπαίσθητα ἐπηρεάζεται, μέχρι σημείου νά μήν εἶναι εὔκολο νά διακρίνει κανείς πότε μεταγράφει ἀπό προγενέστερους Πατέρες, πότε διαπιστώνεται ταυτότητα ἀπόψεων καί πότε παρουσιάζει πρωτοτυπία. Καί αὐτό ἐξ ἀφορμῆς τῆς φραστικῆς ἀναπλάσεως τῶν κεφαλαίων. Πάντως εἶναι ἄψογα ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἀσκητικῆς καί θεολογικῆς παραδόσεως, ἀφοῦ τά κεφάλαια ἀναπτύσσονται μέσα στά πλαίσια τῆς πατερικῆς ἐμπειρίας, στήν ὁποία ἀρκετά προσωπικά στοιχεῖα συνεισφέρει ὁ Ὅσιος.
Τά ἴδια σχεδόν μπορεῖ νά λεχθοῦν καί γιά τό «Θεωρητικό», πού εἶναι λόγος ἀσκητικός μέν, ἀλλά κινεῖται σέ ὑψηλά ἐπίπεδα θεωρίας καί θείου ἔρωτος. Ἐλέχθη ὅτι τά θέματα αὐτά ἀναπτύχθηκαν τόν δέκατο τέταρτο αἰώνα καί γι' αὐτό ἀμφισβητήθηκε ἡ πατρότητα τοῦ «Θεωρητικοῦ». Νομίζομε, ὅτι ὁ προβαλλόμενος λόγος δέν εὐσταθεῖ, γιατί μέχρι τόν ἔβδομο αἰώνα τά θέματα αὐτά εἶχαν ἀναπτυχθεῖ ὄχι μονάχα ἀπό τούς Καππαδόκες, τούς Ἀλεξανδρινούς καί τούς ἀσκητικούς Πατέρες, ἀλλά πλούσιο ὑλικό καί ἰστορικούς ἐρεθισμούς πρόσφερε πρό τῶν Νεοπλατωνικῶν καί αὐτός ὁ Ἰουδαῖος Φίλων. Ἀφήνομε τό πόσον ἐπέδρασαν στούς ἁγίους Πατέρες κατά τά μέσα τοῦ ἔκτου αἰώνα τά Ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα, πού ἔδωσαν μεγάλη ὤθηση στόν θεωρητικό βίο καί στή φιλολογία περί θείου ἔρωτος.
Τό «Θεωρητικό» εἶναι μιά πλήρης ἔκθεση τῶν προϋποθέσεων τῆς θεώσεως, μέσα στήν ὁποία σημαντική θέση κατέχει ὁ θεωρητικός τρόπος ζωῆς, ὡς συνεχής ἀνάταση τοῦ νοῦ εἰς τά νοητά, φυσικά μέ προσευχή καί τή λοιπή παραδοσιακή ἀσκητική ἀγωγή. Ἡ θεωρία τῶν νοητῶν ὁδηγεῖ εἰς τόν ἔρωτά τους καί ἐπομένως τά γήινα λησμονοῦνται. Χωρίς νά πρόκειται γιά ἕνα πνευματικό μονοφυσιτισμό, ἡ ψυχή νοεροποιούμενη εὐρίσκει τήν ἀπόλυτη μακαριότητά της στό χῶρο τῶν νοητῶν, ὅπου ὁ Χριστός, ὁ ἀγγελικός διάκοσμος καί τά μακάρια πνεύματα, καταλαμπόμενα ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ ἀκτίστου φωτός καί πλέοντα στό κτιστό φῶς τῆς πρεσβυτέρας κτίσεως.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος —ἐάν εἶναι αὐτός ὁ πατήρ τοῦ «Θεωρητικοῦ»—, γνωρίζει ἀρκετά τήν γραμματεία περί θείου φωτός, περί πνευματικῆς θεωρίας, περί τῆς ἀξίας τοῦ νοῦ καί τῶν φυσικῶν καί ὑπερφυσικῶν κινήσεών του, καταφάσκει στίς σωματικές αἰσθήσεις, ἀλλά συνιστᾶ τήν ὑπέρβασή τους, ἀναλύει τήν ἀνθρωπολογική σύνθεση καί τίς δυνατότητες τοῦ πιστοῦ, δίδει τό προβάδισμα στήν ἀγαθή βούληση γιά ἀνάβαση τοῦ νοῦ στόν Θεό καί γενικῶς, ἀναπτύσσει παραδοσιακῶς τήν πατερική διδασκαλία γιά τήν πνευματική τελείωση.
Τό «Θεωρητικό» συνοψίζει βαθειές καί πυκνές ἐμπειρίες καί προϋποθέτει πλούσια χάρη, μεγάλο καί ἐλλαμπόμενο νοῦ καί ὑψηλή θεολογική γνώση, καί φαίνεται, ὅτι μᾶλλον ἔχει γραφεῖ στήν περίοδο τοῦ μονασμοῦ του παρά στόν καιρό τῆς ποιμαντικῆς του δράσεως, ἀφοῦ εἶναι προορισμένο νά διδάξει τούς μοναχούς γιά τή θεωρητική ζωή, ὄχι βέβαια στήν ἐκδοχή τῶν φιλοσόφων.
--------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, β΄τόμος, σελ. 9-11)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου