Πηγή:
"Εμπειρική Δογματική τής
Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π.
Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ.
Βλασίου Ιεροθέου.
«Ο Αυγουστίνος, κατ' αρχήν, ξεκινάει με
πλατωνικές προϋποθέσεις. Εγκαταλείπει μερικές θέσεις των Πλατωνικών και
μετά προσπαθεί να προσαρμόσει πάλι τον Πλάτωνα στον Χριστιανισμό. Οπότε,
είναι αναπόφευκτες οι αντιθέσεις πλέον».
«Ο
Αυγουστίνος εισήγαγε στο δόγμα της Αγίας Τριάδος τις πλατωνικές
αντιλήψεις. Εισήγαγε την ιδέα ότι ο Αδάμ και η Εύα είχαν πλήρη, όλη την
δυνατή ανθρώπινη γνώση που μπορεί να έχει κανείς. Ε, βέβαια, εφ' όσον
για τον Αυγουστίνο η ανθρώπινη γνώση συνίσταται στην ενόραση των
αρχετύπων, γνωρίζει κανείς τα αρχέτυπα, γνωρίζει τον Θεό, τότε γνωρίζει
την ουσία του Θεού. Ο Αδάμ και η Εύα ήξεραν όλα τα αρχέτυπα, οπότε είχαν
την γνώση, που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος.
Και φαντάσθηκαν οι δυτικοί τους Πρωτοπλάστους ως τελείους ανθρώπους,
κατά πλατωνικό τρόπο τελείους. Όταν έπεσαν οι Πρωτόπλαστοι, δηλαδή
έχασαν την μνήμη αυτών των αρχετύπων, γι' αυτό και ο Αυγουστίνος πάντοτε
στην ζωή έδινε μεγάλη σημασία στην μνήμη του ανθρώπου. Πιστεύει ότι έχει
εντυπωμένη μέσα στην μνήμη των ανθρώπων την περί Θεού γνώση. Και ο
φωτισμός για τον Αυγουστίνο είναι να ξαναθυμηθεί ο άνθρωπος αυτά τα περί
Θεού. Τώρα, πώς τα συνδυάζει με την διδασκαλία περί προϋπάρξεως ψυχών,
την οποία απέρριψε τελικά, αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα στην σκέψη του
Αυγουστίνου».
«Η
φώτιση του ανθρώπου (κατ’ αυτόν) σημαίνει, απλώς, ο νους να γνωρίζει τα
αρχέτυπα. Αυτό είναι ο φωτισμός. Και μετά η θέωση του ανθρώπου είναι,
όταν έχει θεωθεί ο άνθρωπος και βλέπει κατ' ευθείαν με την λογική τα
αρχέτυπα».
Έπειτα, ο
Αυγουστίνος, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Πλάτωνα, θεωρεί ότι στον
άνθρωπο μετά την πτώση προστίθεται το παθητικό μέρος της ψυχής, δηλαδή
το επιθυμητικό και το θυμοειδές.
«Ο
Αυγουστίνος έχει αυτήν την ιδέα ότι ο άνθρωπος ήταν τέλειος και είχε την
θεία Χάρη, δεν είχε επιθυμητικό και θυμοειδές, βρισκόταν στην κατάσταση
ευδαιμονίας του λογιστικού μέρους κ,ο.κ. Εξ αιτίας όμως της πτώσεως
εμφανίζεται το επιθυμητικό και το θυμοειδές».
Στην
συνέχεια, διδάσκει ότι το προπατορικό αμάρτημα ήταν προσβολή της
δικαιοσύνης του Θεού και γι' αυτό τιμωρήθηκε ο άνθρωπος. Τον θάνατο δεν
τον εκλαμβάνει ως ασθένεια, η οποία ήταν αποτέλεσμα της απωλείας της
θείας ζωής, αλλά ως τιμωρία του Θεού στον άνθρωπο.
«Εκείνο
που έχει σημασία για τον Αυγουστίνο είναι ότι σκέπτεται τον θάνατο ως
τιμωρία του Θεού. Όλοι τιμωρήθηκαν από τον Θεό, διότι έχουν την ενοχή».
Με αυτές
τις προϋποθέσεις πρέπει να δούμε την άποψη του Αυγουστίνου για την
προπατορική αμαρτία ως προσβολή της δικαιοσύνης του Θεού, όπως και την
νομική και ενοχική ερμηνεία της αμαρτίας, το πώς αυτή η ενοχή πέρασε στο
ανθρώπινο γένος και πώς αυτή η άποψη συνδέεται με τον απόλυτο προορισμό.
«Κατά
τον Αυγουστίνο, όταν αμάρτησαν ο Αδάμ και η Εύα, αμάρτησαν κατά της
δικαιοσύνης του Θεού και προσέβαλαν τον άπειρο Θεό. Επομένως, εφ' όσον
όλοι κληρονομούν την αμαρτία του Αδάμ και της Εύας, την ενοχή, αυτό
σημαίνει ότι κατά την αξία τους πρέπει όλοι να τιμωρηθούν. Επομένως,
κατά την αξία είμαστε τιμωρημένοι από τον Θεό, αλλά ο Θεός, όμως, επειδή
έτσι θέλει, μεταξύ αυτών των καταδικασμένων στην αιώνια Κόλαση, έχει
επιλέξει μία ομάδα για την σωτηρία.
Οπότε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκείνοι που δεν έχουν εκλεγεί για την
σωτηρία, δεν μπορεί να έχουν κανένα παράπονο, γιατί κατά την αξία τους
τιμωρούνται. Οπότε, πρέπει και να χαίρονται κιόλας, διότι επικρατεί η
θεία δικαιοσύνη. Εκείνοι, όμως, που θα σωθούν ούτε και αυτοί μπορούν να
πουν ότι κατά την αξία τους σώζονται, διότι η σωτηρία γι' αυτούς είναι
απολύτως δωρεάν, χωρίς καμία αξία εκ μέρους τους. Οπότε, δεν μπορούν
αυτοί να καυχώνται.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια μία ένδειξη ότι κάποιος είναι προορισμένος,
είναι και ότι είναι κανείς καλός άνθρωπος. Δηλαδή, για τους
Προτεστάντες, σημαίνει αυτό ότι είναι εγκρατής, δεν κλέβει, δεν λέει
ψέματα, δεν γυρίζει με γυναίκες, ότι είναι καλός άνθρωπος. Οπότε,
χωρίζουν τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς.
Εκτός από αυτό, στον αγγλοσαξωνικό κόσμο κυρίως, και μεταξύ των Φράγκων,
εξ αφορμής της διδασκαλίας του Αυγουστίνου, υπήρχε και η υποστήριξη του
ρατσισμού. Οπότε, προορισμένος για την σωτηρία πρέπει να είναι, ας
πούμε, ο λευκός, ο ψηλός, ο ξανθός κλπ. κλπ. δηλαδή ένας όμορφος
άνθρωπος. Ένας άνθρωπος, αν είναι απαίσιος στην όψη, φτωχός,
καταρρακωμένος, κακομοίρης, ένας δουλοπάροικος, ένας ανάπηρος κλπ. για
τους Φράγκους δεν είναι δυνατόν να είναι προορισμένος».
Είναι
επόμενο ότι οι απόψεις του Αυγουστίνου περί προπατορικού αμαρτήματος
συνδέθηκαν με την θεωρία περί απολύτου προορισμού του ανθρώπου, που
διαστρέφει την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, τον σκοπό της σταυρικής
θυσίας του Χριστού και την όλη ποιμαντική της Εκκλησίας.
«Όλοι
τιμωρήθηκαν από τον Θεό, διότι όλοι έχουν την ενοχή. Το πρόβλημα είναι
πώς έχουν την ενοχή, εάν δηλαδή είναι κληρονομική η ενοχή κατά τρόπο
βιολογικό ή εάν είναι ενοχή κατά τρόπο αντιπροσωπευτικό, που ο Αδάμ και
η Εύα, ως αντιπρόσωποι του ανθρωπίνου γένους, ημάρτησαν και, επομένως,
δεν τιμωρήθηκαν μόνο οι αντιπρόσωποι, αλλά και το ανθρώπινο γένος.
Μια άλλη προσέγγιση είναι ότι απλώς ως αντιπρόσωποι έχασαν κάτι σε βάρος
του γένους. Όπως ένας πατέρας κάνει βλακείες και χάνει την περιουσία του
και εξ αιτίας του πατέρα τα παιδιά γεννιούνται φτωχά πλέον. Είναι φτωχά
τα παιδιά, διότι ο πατέρας, ο οποίος ήταν πλούσιος, έχασε την περιουσία
του πλέον. Υπάρχει και αυτή η αντίληψη. Εξαρτάται από τον καθένα τι
θέλει να βγάλει από τον Αυγουστίνο, γύρω από αυτά τα θέματα. Αλλά εκείνο
που έχει σημασία εξ επόψεως Θεού, είναι πώς είναι τα θέματα.
Ο Αυγουστίνος δέχεται την διδασκαλία περί απολύτου προορισμού. Επομένως,
εισάγει την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι, κατά την άξια τους, είναι
καταδικασμένοι για την Κόλαση. Αυτή η καταδίκη είναι κατά την αξία του
ανθρώπου. Αλλά ο Θεός όμως, ο οποίος είναι και αγάπη, δεν αφήνει το έργο
του να χαθεί πλήρως και έχει προορίσει ορισμένους ανθρώπους για την
σωτηρία. Ένα μέρος της ανθρωπότητος είναι προορισμένο για την σωτηρία.
Αλλά ο προορισμός αυτός του μέρους της ανθρωπότητος, δεν οφείλεται στις
αξιομίσθιες του ανθρώπου, διότι, κατά την αξία τους, οι άνθρωποι πρέπει
να πάνε στην Κόλαση. Επομένως, εκείνος ο οποίος θα λάβει τη θεία Χάρη
για να σωθεί, δεν μπορεί να καυχάται ότι με τα έργα του σώθηκε, αλλά
σώθηκε με τον προορισμό που έχει από τον Θεό, με το θέλημα. Γι' αυτό
πρέπει να είναι ταπεινός και να κάθεται ήσυχα και να μη νομίζει ότι
είναι καλύτερος από τους άλλους εξ επόψεως αξίας. Αλλά και ένας άνθρωπος
που δεν είναι προορισμένος ούτε και αυτός πρέπει να έχει παράπονο, διότι
αυτός τιμωρείται με την άξια του.
Από αυτής της απόψεως, ο Αυγουστίνος έχει μια άλλη περίεργη ιδέα, ότι,
όταν λέμε ότι ο Θεός αγαπάει τους αμαρτωλούς, δεν σημαίνει ότι αγαπάει
όλους τους αμαρτωλούς. Σημαίνει απλώς ότι ο Θεός αγαπάει αυτούς τους
αμαρτωλούς που είναι προορισμένοι. Τους άλλους αμαρτωλούς δεν τους
αγαπάει ο Θεός. Οπότε, η αγάπη Του είναι περιορισμένη.
Ο Αδάμ και η Εύα ημάρτησαν και η ενοχή πέρασε σε όλο το ανθρώπινο γένος.
Και, εξ αιτίας αυτής της ενοχής, ο κάθε άνθρωπος αξίζει την Κόλαση.
Λοιπόν, εάν υπάρχουν μερικοί που προορίζονται για την σωτηρία, αυτούς
τους αγαπά, διότι έτσι θέλει. Οι άλλοι δεν μπορούν να έχουν παράπονο,
γιατί κατά την αξία τους τιμωρούνται. Δεν μπορούν να έχουν απαίτηση να
σωθούν, διότι κατά την αξία τους είναι χαμένοι. Διότι είναι χαμένοι εξ
αιτίας του Αδάμ και της Εύας.
Εκείνοι που σώζονται, σώζονται, όχι εξ αιτίας της αξίας τους, αλλά εξ
αιτίας της αγάπης του Θεού που τους εξέλεξε. Γι' αυτό, δεν πρέπει να
υπερηφανεύονται, αλλά να έχουν ταπείνωση. Έτσι, δημιουργήθηκε η περίεργη
διάκριση ότι ο Θεός αγαπά τους αμαρτωλούς που είναι προορισμένοι. Δεν
τους αγαπά ως αμαρτωλούς, τους αγαπά ως να είναι τέλειοι άνθρωποι. Διότι
τους αμαρτωλούς δεν τους αγαπάει ο Θεός.
Μετά ο Χριστός πέθανε για να σωθούν οι άνθρωποι. Αλλά δεν πέθανε ο
Χριστός για όλους τους ανθρώπους. Πέθανε για ορισμένους. Αυτά τα χωρία
υπάρχουν στα συγγράμματα του Αυγουστίνου και εξ αιτίας αυτών των χωρίων
οι Φράγκοι έχουν ισχυρότατη τάση να πιστεύουν στον απόλυτο προορισμό».
Εάν αντιπαραβάλλει κανείς τις απόψεις αυτές του Αυγουστίνου με την όλη
διδασκαλία των Πατέρων, όπως εκφράσθηκε συνοπτικώς προηγουμένως, βλέπει
την διαφορά. Ο Θεός αγαπά δικαίους και αδίκους, αλλά θα δικαιωθούν όσοι
θεραπεύονται, όσοι ανταποκρίνονται ελεύθερα στην αγάπη του Θεού και
αποκτούν και οι ίδιοι ανιδιοτελή αγάπη. Αυτό γίνεται με την δύναμη του
Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου