Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς - Οικουμενιστικό Προσκύνημα

Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς - Οικουμενιστικό Προσκύνημα



Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς - Οικουμενιστικό Προσκύνημα
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 25ῃ Νοεμβρίου 2013
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ
Τό περιοδικό τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἰησουιτῶν «Ἀνοιχτοί Ὁρίζοντες» (τεῦχος 1083, Αὔγουστος – Οκτωβριος 2013) δημοσίευσε ἄρθρο τοῦ παπικοῦ κληρικοῦ καί διευθυντή τοῦ ἐν λόγω περιοδικοῦ κ. Θεοδώρου Κοντίδη μέ θέμα: «Ἕνα ἰδιαίτερο προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους». Διαβάζοντας μέ προσοχή τό ἄρθρο διαπιστώσαμε πράγματι, ὅτι τό «προσκύνημα» αὐτό ἦταν ὄντως «ἰδιαίτερο», διότι διοργανώτρια ἦταν ἡ γνωστή κ. Βασούλα Ρύντεν, ἡ ὁποία, ὅπως ἀναφέρει στό ἄρθρο του ὁ κ. Κοντίδης «εἶναι γνωστή ὡς ὀρθόδοξη πιστή, Ἑλληνίδα τῆς διασπορᾶς ἀπό τήν Ἡλιούπολη τοῦ Καΐρου, ἡ ὁποία σέ προσωπικά ὁράματα ἔχει συνομιλίες μέ τό Θεό Πατέρα, τό Χριστό, ἀλλά καί μέ ἁγίους καί μέ τήν Παναγία. Τά ὁράματα αὐτά ἔχουν δημοσιευτεῖ σέ πολλές γλῶσσες, μεταξύ των ὁποίων καί στά ἑλληνικά καί εἶναι διαθέσιμα καί στό διαδίκτυο» (σέλ.23) καί πώς εἶναι «χαρισματική φυσιογνωμία!» (σέλ.25). Παρά κάτω (σέλ.26) ὁ συγγραφέας ἐπανέρχεται στίς «ἰδιωτικές ἀποκαλύψεις» καί στά «ὁράματα» τῆς κ. Βασούλας, τά ὁποῖα ἀξιολογεῖ θετικά: «Ἡ Ἐκκλησία δέν παρουσιάζει τίς ἰδιωτικές ἀποκαλύψεις ὡς ὑποχρεωτικά ἄρθρα πίστεως γιά κάθε πιστό. Μπορεῖ ὅμως νά δεχθῆ τά ἐν λόγω γραπτά (τῆς κ. Βασούλας) ὡς ἀναγνώσματα χρήσιμα καί πνευματικά ὠφέλιμα…Δέν βλέπω λόγο νά ἀντιμετωπίζονται ἐχθρικά τα παρά πάνω».
Ἐπειδή σχετικά μέ τήν ὁραματίστρια αὐτή δημιουργήθηκε μεῖζον θέμα, ἀφοῦ τόσον ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅσο καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀναγκάσθηκαν νά ἀσχοληθοῦν μέ τίς «ἀποκαλύψεις» καί τά γραπτά της, θεωροῦμε ἀναγκαῖο νά κάνουμε μιά σύντομη ἀναφορά γύρω ἀπό τό πρόσωπό της, πρός ἐνημέρωση καί προφύλαξη τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Κατ’ ἀρχήν ἤδη ἀπό τό 1990 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος χαρακτήρισε τήν κίνηση τῆς κ. Βασούλας Ρύντεν ἀσυμβίβαστη μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη. Ὁ πρωτ. π. Κυριακός Τσουρός, Γραμματέας τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν αἱρέσεων σέ ἄρθρο του μέ τίτλο «Ποιά εἶναι ἡ κ. Βασούλα Ρύντεν» τήν ξεσκεπάζει μέ βάση τά γραπτά της: «Σέ διάλογο μέ τόν Ἰησοῦ: (Βασούλα): Μπορῶ νά σ’ εὐλογήσω καί ἐγώ; (Ἰησοῦς): Μπορεῖς. (Βασούλα): Τότε ἔχε τίς εὐλογίες μου Ἰησοῦ Χριστέ!’ (Τετράδια 116, α 77). Ὁ Ἰησοῦς στήν ἐρώτησή της: ‘Ἡ καρδιά μετρᾶ περισσότερο ἀπό τά ράσα;’, ἀπαντᾶ: Ναί, τό σημαντικό εἶναι ἡ καρδιά’. Ἔτσι, ἡ Βασούλα μπορεῖ νά παίρνει ἀπό τό Χέρι Του τόν Ἄρτο Του’ (αὐτόθι, σέλ. 75 καί 156)…τελικά ὁ Ἰησοῦς τῆς λέει: Ἔλα, ἅς ἀναπαυθοῦμε ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλο’ (αὐτόθι, σ.147). Ἐξ ἄλλου, ὁ Ἰησοῦς τήν διάλεξε νά γίνει ὁ βωμός Του (αὐτόθι, σ. 187). Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει καί τά ἑξῆς γιά τήν Βασούλα: Ὑπόλοιπό Μου, ἑνώσου μαζί Μου καί ἅς γίνομε ἕνα μαζί, μαζί θ’ ἀποκαταστήσουμε τήν Ἐκκλησία Μου» (Τετρ. 116, σ 224).
Ἀπό τά παρά πάνω ἀποσπάσματα εὔκολα μπορεῖ νά διακρίνει ὁ ἀναγνώστης, ὅτι τά ὁράματα τῆς «Βασούλας» δέν ἔχουν καμία σχέση μέ  ἐκεῖνα, τά ὁποῖα χαρακτηρίζουν τά ὁράματα τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες ἀξιώθηκαν πνευματικῶν ἀποκαλύψεων καί ὁραμάτων, ἀφοῦ προηγουμένως ἔφθασαν σέ ὑψηλά μέτρα πνευματικῆς τελειώσεως. Ἀφοῦ προηγουμένως διά μακροχρονίου καί ἐπιπόνου ἀσκήσεως, διά νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχῆς καί σταυρώσεως τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, πέρασαν ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό καί ἀπό τόν φωτισμό στήν θέωση. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό, ὅτι ἀπό πολλή ταπείνωση δέν κοινοποιοῦσαν στά πνευματικά τους τέκνα τίς ἐμπειρεῖες τους αὐτές παρά μόνον σέ ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅταν τό ἐπέβαλλαν εἰδικοί ποιμαντικοί λόγοι. Γιά παράδειγμα ὁ ἀπ. Παῦλος ἀναγκάζεται νά ὁμιλήσει στούς Κορινθίους γιά τίς ἀποκαλύψεις του καί τήν  ἁρπαγή του στό παράδεισο, ἐπειδή αὐτό ἦταν ἀναγκαῖο, προκειμένου νά προφυλάξει τά πνευματικά του τέκνα ἀπό τούς ψευδαποστόλους, ὁμιλῶν μάλιστα σέ τρίτο πρόσωπο: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρό ἐτῶν  δεκατεσσάρων…» (Β΄Κορ.12,2). Μετά δέ τήν κοινοποίηση αὐτῶν ἀπό πολλή ταπείνωση ἐμέμφετο τόν ἑαυτό του: «Γέγονα ἄφρων καυχόμενος, ὑμεῖς μέ ἠναγκάσατε…» (Β΄Κορ.12,11). Ὅλα τα παρά πάνω δέν βλέπουμε νά παρουσιάζει ἡ «Βασούλα» στή ζωή της παρ’ ὅλη τήν ἀπομάκρυνσή της ἀπό τήν προτέρα κοσμική ζωή της. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ἔχων ὁ ἴδιος ἀπό τήν μακροχρόνια ἀσκήσή του καί τήν πάλη του πρός τούς δαίμονας ἰδίαν πείραν τῶν μεθοδιῶν τοῦ Διαβόλου, ὁ ὁποῖος προκειμένου νά ἀποπλανήσει τόν ἄνθρωπο «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» (Β΄Κορ.11,14) ἐφιστᾶ τήν προσοχή τῶν πιστῶν: «Πρόσεχε οὔν ἀκριβῶς Θεοῦ ἐραστά, ἐν γνώσει. Ἐπάν ἐργαζόμενος τό ἔργον, ἴδης φῶς, ἤ πῦρ ἔξωθεν, ἤ σχῆμα δῆθεν Χριστοῦ, ἤ ἀγγέλου, ἤ ἑτέρου τινός, μή παραδέξη αὐτό, ἴνα μή βλάβην ὑποστῆς» (Περί ἡσυχίας καί τῶν δύο τρόπων τῆς προσευχῆς, 10)
Γιά τούς παρά πάνω λόγους καί τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στίς 16.3.2011 μέ ἀνακοίνωσή του ἀποδοκίμασε τίς δοξασίες καί τήν κίνησή της ὡς πεπλανημένες: «Ὑπό τό πνεῦμα τοῦτο, καί διά τήν ὀφειλετικήν προστασίαν τοῦ μέν εὐσεβοῦς Ὀρθοδόξου πληρώματος ἐξ ἐπικινδύνων πνευματικῶν συγχύσεων, τῶν δέ μή γνωριζόντων καλῶς τά πράγματα ἐκ τοῦἐλλοχεύοντος κινδύνου τῆς πλάνης, ἀποδοκιμάζονται ὑπό τῆς Μητρός Ἐκκλησίας αἱ ὑπό τῆς Βασιλικῆς Παρασκευῆς Πεντάκη-Ρύντεν, εὐρύτερον γνωστῆς ὡς «Βασούλας», καί τῆς ὑπ’ αὐτῆς ἱδρυθείσης ὀργανώσεως ὑπό τόν τίτλον «Ἀληθινή ἐν Θεῶ ζωή», ἀκρίτως καί ἐπιπολαίως εἰσαγόμεναι διδασκαλίαι περί τῶν δῆθεν ‘ἀπ’ εὐθείας διαλόγων της μετά τοῦ Ἰδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς κατακτήσεως ὑπ’ αὐτῆς τέ καί τῶν ὀπαδῶν της τῆς ‘ἀληθινῆς ἐν Θεῶ ζωῆς’, αἱ ὁποῖαι παρεκκλίνουν αὐθαιρέτως τῆς θεοσδότου διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί σκανδαλίζουν τό Ὀρθόδοξον φρόνημα τῶν εὐλαβῶν πιστῶν».
Τό «προσκύνημα» πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα μέ τό περιοδικό, τήν τελευταία ἑβδομάδα τοῦ περασμένου Αὐγούστου μέ μεγάλο ἀριθμό συμμετεχόντων: «Ὑπῆρχαν περίπου 700 προσκυνητές, ἀπό πολλά μέρη τοῦ κόσμου καί ἀπό πολλές χριστιανικές Ἐκκλησίες καί παραδόσεις. Ἀπό τήν πρώτη μέρα πού οἱ κληρικοί παρουσιάσθηκαν βρέθηκα ἀνάμεσά σε 80 περίπου καθολικούς ἱερεῖς, μεταξύ των ὁποίων ἦταν καί πέντε ἐπίσκοποι, πέντε ἤ ἕξι Ὀρθόδοξοι ἱερεῖς, ἀρμενίους ἱερεῖς μέ ἕναν ἐπίσκοπο καί περίπου 10 προτεστάντες λειτουργούς, ἀπό διάφορες παραδόσεις τῆς Μεταρρύθμισης» (σέλ.23). Ἐπρόκειτο ἑπομένως γιά Οἰκουμενιστικό «προσκύνημα» καί αὐτό εἶναι φανερό ὄχι μόνον ἀπό τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς «πολλῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί παραδόσεων», ὑπό τήν αἰγίδα τῆς «Βασούλας»,  ἀλλά καί ἀπό τό ὅλο πρόγραμμα τοῦ «προσκυνήματος»: Κατά τή διάρκεια τῶν ἐπισκέψεων στούς ἱερούς τόπους, τελοῦνταν καθημερινά ἡ Θεία Λειτουργία, «ἔκθεση τοῦ Ἁγιωτάτου Μυστηρίου», ἐξομολογήσεις, κλπ. Ἐπί πλέον, ὅπως σημειώνει ὁ ἀρθρογράφος: «Ὅλοι μου φάνηκαν ἐξοικειωμένοι μέ τίς ἀκολουθίες αὐτές. Τό ὅλο προσκύνημα εἶχε ἔντονη ἑνωτική χροιά, δηλαδή τονιζόταν ὅτι οἱ χριστιανικές Ἐκκλησίες πρέπει νά προσεγγίσουν ἡ μία τήν ἄλλη μέ πνεῦμα ταπεινότητας καί ἀγάπης καί εἶναι θέλημα τοῦ Χριστοῦ οἱ μαθητές του νά εἶναι ἑνωμένοι. Ἰδιαίτερα τονιζόταν ἡ κοινή ἡμερομηνία τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὡς συγκεκριμένη ἐνέργεια ὑπέρ τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας» (σέλ.23-24). Ἰδιαιτέρα ἐντύπωση προξενεῖ τό γεγονός ὅτι: «ὅλοι καλοῦνταν νά δεχθοῦν τήν θεία κοινωνία» (σέλ.24), δηλαδή ἀνεξαρτήτως τῆς χριστιανικῆς ὁμολογίας στήν ὁποία ἀνῆκαν. Ἐπίσης: «Παράλληλα, ἦταν ἀποδεκτό ὅτι λόγω τῆς πίστης μας στό Χριστό, ὅλοι ἀνήκουμε στό μυστικό σῶμα Του, λόγω τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης μας πρός Αὐτόν, ἀκόμη καί ἄν προσωπικά σφάλουμε σέ θεολογικά ζητήματα ἤ ἐπειδή κληρονομοῦμε μιά ἐλλιπῆ παράδοση. Ἡ ἄποψή μου εἶναι ὅτι ὑπῆρχε πλουραλισμός ὡς πρός τήν προσέλευση τῶν προσκυνητῶν, ἀλλά ὄχι θεολογική σύγχυση!» (σέλ.24-25).
Δέν θά συμφωνήσουμε μέ τόν κ. Κοντίδη, ὁ ὁποῖος προφανῶς ἐπηρεασμένος καί διαβρωμένος ἀπό τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δέν βλέπει καμιά «θεολογική σύγχυση» στήν παρά πάνω ὁμάδα τῶν προσκυνητῶν. Ὅλα ὅσα παραθέτει παρά πάνω σχετικά μέ τήν ὁμάδα αὐτή μαρτυροῦν βαθειά θεολογική καί ἐκκλησιολογική σύγχυση. Ἡ ἐν λόγω ὁμάδα σαφέστατα κινεῖται μέσα σέ μιά οἰκουμενιστική ἰδεολογική ἀτμόσφαιρα καί πρακτική. Εἶναι βαθειά διαποτισμένη ἀπό τά βασικά δόγματα καί αἱρετικές θεωρίες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί μάλιστα ἀπό τήν αἱρετική θεωρία τοῦ δογματικοῦ Μινιμαλισμοῦ. Δέν ὑπάρχουν σ’ αὐτήν σαφεῖς ὀριοθετικές γραμμές, πού διαχωρίζουν τήν πλάνη ἀπό τήν ἀλήθεια, τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τό σκότος τῆς αἱρέσεως καί τῆς ἑτεροδοξίας. Ἀντίθετα καλλιεργεῖται ἡ ἀντίληψη ὅτι ὅλοι ἀνήκουν στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἄσχετα ἀπό τίς δογματικές διαφορές πού ὑπάρχουν μεταξύ τους. Δέν ἔχει σημασία γιά αὐτούς ἄν κάποια ἀπό τίς χριστιανικές ὁμολογίες (καί ἐν προκειμένω ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία) διαφυλάσσει ἀκέραια καί ἀπαραχάρακτα τά δόγματα καί τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως, οὔτε ὑπάρχει διάθεση ἐρεύνης πρός διακρίβωση τῆς ἀλήθειας τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἀφοῦ ἐν ὀνόματι καί μόνον τῆς ἀγάπης «ὅλοι ἀνήκουμε στό μυστικό σῶμα Του … ἀκόμη καί ἄν προσωπικά σφάλουμε σέ θεολογικά ζητήματα ἤ ἐπειδή κληρονομοῦμε μιά ἐλλιπῆ παράδοση».
Ὡστόσο ἡ παρά πάνω Οἰκουμενιστική θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς «τόπου» ὅπου περιχωρεῖται, συγκρητιστικῶ τῷ τρόπω, ἡ ἀλήθεια μέ τήν πλάνη, εἶναι πέρα γιά πέρα ξένη πρός τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση. Δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατά τόν Ἀπόστολο εἶναι «στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄Τιμ.3,15), τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «ἡ Ἀλήθεια», νά ἀνεχθεῖ μέσα στούς κόλπους της τήν πλάνη καί τό ψεῦδος τῆς αἱρέσεως καί τῆς ἑτεροδοξίας, πού εἶναι πνευματικό σκότος καί θάνατος. «Τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος;», λέγει πάλιν ὁ Ἀπόστολος (Β΄Κορ.6,14). Πέραν τούτου μιά τέτοια θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας οὐσιαστικά ἀνατρέπει ὁλόκληρη τήν πατερική μας Παράδοση, διότι καθιστᾶ ἀνώφελους καί περιττούς τούς ἀγῶνες των γιά τήν διασφάλιση καί διαφύλαξη τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Ὅπως γνωρίζουμε οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἔδιναν μεγάλη σημασία στήν διασάφιση καί διαφύλαξη τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Χάριν δέ  αὐτῆς τῆς ἀκριβείας, μεγάλους ἀγῶνες ἔκαναν, καί πολλές θλίψεις ὑπέφεραν. Πολλοί ἀπό αὐτούς ἐξορίστηκαν, ἤ καθαιρέθηκαν, ἤ φυλακίστηκαν, ἤ ὑπέμειναν βασανιστήρια, ἤ θυσίασαν καί τήν ἴδια τήν ζωή τους ἀκόμη. Αὐτή ἡ ἐπιμονή τους ὀφείλεται στό γεγονός, ὅτι εἶχαν συνειδητοποιήσει, ὅτι νόθευσις τῆς πίστεως, καί ἡ ἐλαχίστη ἀκόμη, ἀπό κάποια αἱρετική διδασκαλία ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦἈποστόλου: «Καί ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας» (Β΄Πετρ.2,1), ἤ σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Παύλου: «ἀλλά καί ἄν ἠμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ.1,8). Ὅπως παρατηρεῖ εὔστοχα σύγχρονος θεολόγος: «ἡ δογματική ἀκρίβεια ἀποτελεῖ δείκτη καί μαρτυρία εὐσεβοῦς φρονήματος. Τό ὀρθοδόξως θεολογεῖν συνδέεται λειτουργικά μέ τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία κατά τόν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο, ἀποτελεῖ καί τό κριτήριο αὐθεντικότητος τῆς Θεολογίας. Κατά συνέπεια, ὅταν κάποιος σφάλλει στή Θεολογία, δηλαδή στό δόγμα, ὅταν μέ ἄλλα λόγια εἶναι ἑτερόδοξος, δέν μπορεῖ νά ἔχει καί νά βιώνει τήν τέλεια ἀγάπη, πού νοεῖται ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ‘ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης καί τελειώτατος τῆς πίστεως ὅρος, τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων ἡ τήρησις καί τῶν θείων ἐντολῶν ἡ φυλακή’’…Γιά νά πραγματοποιηθεῖ αὐτή ἡἑνότητα ἐν Χριστῷ (δηλαδή μέ τούς ἑτεροδόξους), εἶναι τελείως ἀπαραίτητο τό ἕνα φρόνημα ὅλων ὡς πρός τήν πίστη. Στήν πίστη δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ποικιλία, ἀλλά ἀπόλυτη ταυτότητα. Αὐτό γίνεται κατανοητό καί σαφές ἀπό τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες συνοδεύονται πάντοτε μέ τήν ξεκάθαρη καταδίκη τῆς ἑκάστοτε ἑτεροδοξίας καί τήν σαφῆἔκπτωση ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅσων ἀρνοῦνται νά συμμορφωθοῦν μέ τίς ἁγιοπνευματικές ἀποφάσεις τῶν θεοφόρων Πατέρων, πού τίς συγκροτοῦν». 
Πέρα ἀπό τίς παρά πάνω ἐπισημάνσεις οἱ προσκυνητές αὐτοί δείχνουν ὅτι ὄχι ἁπλῶς ἔχουν διαποτιστῆ καί ἀποδεχθῆ τά βασικά δόγματα καί αἱρετικές θεωρίες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά ἐπί πλέον προσπαθοῦν νά ἐφαρμόσουν τόν Οἰκουμενισμό στήν πράξη. Συμπροσεύχονται, συμμετέχουν στήν παπική Θεία Λειτουργία, προσπαθοῦν νά ἐξοικειωθοῦν στό λατρευτικό τυπικό των ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, συμμετέχουν σέ «χαρισματικές τελετές» προτεσταντικοῦ τύπου καί τό σπουδαιότερο: «κοινωνοῦν» ἀπό κοινοῦ «ἀνεξαρτήτως τῆς χριστιανικῆς ὁμολογίας στήν ὁποία ἀνῆκαν». Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ὁμάδα αὐτή ἐφάρμοζε στήν πράξη τήν λεγόμενη intercommunion, τήν μυστηριακή διακοινωνία, προτρέχοντας καί προλαμβάνοντας, τρόπον τινά, τήν ἐπίσημη, οὐνιτικοῦ τύπου βέβαια, μελλοντικῶς σχεδιαζομένη ἕνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν».
Δέν μᾶς ξενίζει τό γεγονός ὅτι μιά πλανεμένη ὁραματίστρια ἐμφανίζεται ὡς θερμός συνήγορος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, προωθοῦσα τήν αἵρεση καί πρωτοστατοῦσα σέ Οἰκουμενιστικού τύπου προσκυνήματα. Αὐτό εἶναι φυσικό καί ἑπόμενο, ἀφοῦ ὅπως εἶναι γνωστό τά δαιμόνια γνωρίζουν νά συνεργάζονται μεταξύ τους στόν κοινό σκοπό τους, τήν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου. Οὔτε ἐπίσης μᾶς ξενίζει τό γεγονός ὅτι τό Βατικανό ἀπό 2004 καί ἐντεῦθεν τηρεῖ μιά μᾶλλον θετική στάση ἀπέναντι στήν κίνηση τῆς «Βασούλας». Τοῦτο μπορεῖ εὔκολα νά ἐξηγηθῆ, ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας σχετικό «ὅραμά» της στό ὁποῖο προβάλλεται καί διαφημίζεται τό Πρωτεῖο τοῦ Ποντίφηκος: «Ἡ ‘‘ἕνωση’’ θά γίνη βεβαίως, μέσω ‘‘τοῦ Πέτρου’’, δηλαδή τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης: ‘(Ἰησοῦς): Στό Μήνυμά Μου ζητῶ νά ἑνωθοῦν οἱ Ἐκκλησίες Μου … Διάλεξα τόν Πέτρο νά εἶναι ὁ φύλακάς σας, νά σᾶς φυλάει μέσα στήν Ἀλήθεια ὡς τήν Ἐπιστροφή Μου, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι Μέ παρήκουσαν. Διαιρέθηκαν ἀνακηρύσσοντας δικούς τους κανόνες. Ἀληθινά σας λέγω, μήν ἀκοῦτε ἐκείνους πού ἀντιτίθενται στόν Πέτρο, τόν Πέτρο τῶν Ἀμνῶν Μου, πού εἶναι σήμερα ὁἸωάννης Παῦλος Β΄, γιατί εἶναι ὁ ἐκλεκτός Μου καί ὁ ἀγαπημένος τῆς Ψυχῆς μου. Μήν ἀκοῦτε ἐκείνους πού τόν καταδικάζουν, ἔχουν πλανηθεῖ…νά γυρίσετε ὅλοι στόν Πέτρο καί νά γίνετε ἕνα, ὅπως ὁ Πατέρας κι Ἐγώ εἴμαστε Ἕνα» (Τετρ.2940, σ. 45, βλ. Περιοδικό Διάλογος τεῦχος 17).
Περαίνοντες, διαπιστώνουμε ὅτι ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει πάρει πλέον ἐπικίνδυνες διαστάσεις, καί ὡς ἄλλη σαρωτική θύελλα κατεδαφίζει τά πάντα στό πέρασμά της. Η intercommunion, σέ λαϊκό τουλάχιστον ἐπίπεδο, ἤδη ἐφαρμόζεται. Ἡ Ἐκκλησία ἀναζητεῖ στήν κρίσιμη αὐτή καμπή τῆς ἱστορικῆς της πορείας νέους Γρηγορίους Παλαμάδες καί Μάρκους Εὐγενικούς, Πατερικά ἀναστήματα μέ μαρτυρικό καί θυσιαστικό φρόνημα, οἱ ὁποῖοι θά ἡγηθοῦν καί θά συντονίσουν ἀποτελεσματικά τόν ἀντιαιρετικόν ἀγῶνα πρός καταισχύνη τῆς αἱρέσεως καί δόξαν τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Αγ. Νεκταρίου:Περί του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας

Αγ. Νεκταρίου:Περί του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας



 
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου
"Μελέται περί των Θείων Μυστηρίων"
 1915

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

   Η θεία Ευχαριστία είναι μυστήριον, εν ω υπο τα είδη του άρτου και του οίνου αληθώς και κυρίως μεταδίδοται τοις μεταλαμβάνουσι το σώμα και αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις αοράτως εστί παρών εν τω μυστηρίω.
  Ο Ιώβ εν τω περί Οφφικίων λέγει: «Ευχαριστία εστί μυστήριον λήψεως του μετουσιωθέντος άρτου και οίνου εις την του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού σάρκα και αίμα, άπερ εναργώς παριστώσι την ταφήν και την του Κυρίου ανάστασιν».
 Το Μυστήριον της Ευχαριστίας λέγεται λειτουργία, διότι πας ιερεύς και πάσα τέλεσις του μυστηρίου υπέρ παντός του πιστού λαού γίνεται και υπέρ πάντων των ζώντων και εν Χριστώ κεκοιμημένων εν τω Θεώ προσφέρεται.
 Την λειτουργίαν ταύτην πρώτος ετέλεσεν ο άκρος και μόνος άγιος Αρχιερεύς, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όστις προσήγαγε θυσίαν εαυτόν τω Θεώ και Πατρί, θύτης και θύμα γενόμενος. Η λειτουργία λέγεται και διακονία, υπηρεσία, υπουργία, ιερουργία, λέγεται έτι θυσία αναίμακτος, προσφορά και λατρεία λογική, τίμια δώρα και αγία κοινωνία. Τελικόν αίτιον της θείας λειτουργίας είναι το μεταβαλείν την του άρτου και του οίνου ουσίαν και γενέσθαι αυτά σάρκα και αίμα Χριστού.
Η θεία λειτουργία επιτελείται:
α) εις δόξαν και αίνον του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και εις μνήμην του θανάτου και της αναστάσεως αυτού κατά το γεγραμμένον «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν»
 β) εις αγιασμόν των ψυχών και των σωμάτων ημών, εις άφεσιν αμαρτιών, εις κοινωνίαν του αγίου Πνεύματος, εις βασιλείας και ουρανών πλήρωμα, εις παρρησίαν εις Χριστόν, και εις ζωήν αιώνιον
 γ) υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των ευσεβώς κεκοιμημένων ορθοδόξων Χριστιανών, ώσπερ φασίν οι μακάριοι Πατέρες παρά των αγίων και πανευφήμων Αποστόλων παρειληφέναι, ως Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης φησί, και ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος εν ταις αυτών αγίαις λειτουργίαις,
 και δ) υπέρ των ζώντων ορθοδόξων Χριστιανών, Αρχιερέων φημί και Βασιλέων και παντός του Χριστωνύμου λαού (Ιώβ).
Προς τέλεσιν του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας ανάγκη είναι κατά την Αποστολικήν της Εκκλησίας παράδοσιν να συνυπάρχωσι τέσσαρα τινά:
 α') Ιερεύς Ορθόδοξος κανονικώς χειροτονηθείς
β') θυσιαστήριον ή αντιμήνσιον
γ') άρτος ένζυμος και οίνος άκρατος και ύδωρ, κατά το γραφικόν «εις των στρατιωτών λόγχη την πλευράν αυτού ένυξε και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ»
και δ') πίστις αδιάκριτος και αδίστακτος της Εκκλησίας, ότι ο άρτος και ο οίνος διά της επικλήσεως του αγίου Πνεύματος υπερφυώς εις το σώμα και αίμα του Κυρίου μεταβάλλεται.
Πιστεύομεν περί της θείας Ευχαριστίας
α') ότι ο άρτος και ο οίνος εν τη αγία Ευχαριστία μεταβάλλονται κατ' ανέφικτον δι' ημάς τρόπον εις Σώμα και Αίμα του Κυρίου αληθώς, πραγματικώς και ουσιωδώς.
 β') Πιστεύομεν ότι οι μεταλαμβάνοντες εισδέχονται υπό το είδος του άρτου και του οίνου το αληθές Σώμα και το αληθές Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και δη κατά τρόπον πραγματικόν και σωματικώς, ούτως ώστε το Πανάγιον σώμα και αίμα του Κυρίου εισέρχεται εις τα στόματα και τα σπλάγχνα των μεταλαμβανόντων, των τε ευσεβών και των ασεβών, των μεν πρώτων εις σωτηρίαν, των δε τελευταίων εις κατάκρισιν.
 γ') Ει και ταυτοχρόνως πολλαί ανά την οικουμένην τελούνται λειτουργίαι, ουχί όμως πολλά Σώματα του Χριστού, αλλ' εν Σώμα και εν Αίμα υπάρχει εν πάσαις ταις επί μέρους εκκλησίαις των πιστών. Τούτο δε γίνεται, ουχί διότι το Σώμα του Κυρίου το εν τοις ουρανοίς κατέρχεται επί τα θυσιαστήρια, αλλά διότι ο άρτος της προθέσεως, ο μεμερισμένος εν απάσαις ταις εκκλησίαις, προτιθέμενος και διά της καθαγιάσεως μεταβαλλόμενος και μετουσιούμενος, γίνεται εν και το αυτό μετά του Σώματος του εν τοις ουρανοίς (κατά τα γράμματα των Πατριαρχών, άρθρον 17).
  δ') Ομολογούμεν ότι η Αγία Ευχαριστία είναι θυσία αληθινή, εξιλαστική, προσφερομένη διά τας αμαρτίας πάντων των εν πίστει ζώντων και τεθνεώτων.
Την θείαν ταύτην και ιεράν Μυσταγωγίαν προδιετύπουν τα εξής εν τη Παλαιά Διαθήκη
 α') ο αμνός, ο εν τω νομικώ Πάσχα εσθιόμενος, (Εξ. β', Λευιτ. γ', Αριθμ. η', Δευτ. στ' 2),
 β') το μάννα (Εξ. στ', Αριθμ. α', Δευτ. η'),
 γ') ο άνθραξ, ον είδεν Ησαΐας επί του θυσιαστηρίου, ον άγγελος έλαβε διά λαβίδος και ήψατο των χειλέων αυτού και είπε: «τούτο ήψατο των χειλέων σου και αφελεί τας αμαρτίας σου και τας ανομίας σου περικαθαριεί» (Ησ. στ'), όπερ και σήμερον έτι ο Ιερεύς λέγει προς τους μεταλαμβάνοντας. Το θυσιαστήριον προδιετύπου την Αγίαν Τράπεζαν, ο άνθραξ το σώμα του Χριστού (ως και σήμερον λέγομεν «άνθραξ γαρ εστί τους αναξίους φλέγων»), τα Σεραφείμ δε τον Ιερέα (Α' Ιωάν. α' 7),
δ') η θυσία του Μελχισεδέκ (Γεν. ιστ' 16) ήτις ην προδιατύπωσις της μυστικής θυσίας,
 και ε') αι περί αληθούς Πνευματικής θυσίας των Προφητών (Μαλαχ. α' 11).
 Ο Άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος λέγει περί της αγίας Ευχαριστίας τα εξής: «Ευχαριστίας και προσευχής απέχονται (οι αιρετικοί Δοκηταί) διά το μη ομολογείν την Ευχαριστίαν σάρκα είναι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ των αμαρτιών ημών ποθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρεν». Αλλαχού δε πάλιν ο άγιος Ιγνάτιος καλεί την θείαν Ευχαριστίαν φάρμακον αθανασίας, αντίδοτον του μη απόθανείν. «Ένα άρτον κλώντες, ος εστί φάρμακον αθανασίας, αντίδοτον του μη απόθανείν, αλλά ζην εν Ιησού Χριστώ διά παντός» (προς Εφεσ. §20).
Ο δε Κοντογόνης αποφαίνεται, ορμώμενος εκ των ρήσεων τούτων του αγίου Ιγνατίου, τάδε: «Ευκόλως πειθόμεθα ότι ο Ιερός Μάρτυς σκοπόν έχει να βεβαίωση την αληθή του κυριακού σώματος παρουσίαν εν τω της θείας Ευχαριστίας μυστηρίω, και τω όντι, τι σαφέστερον ή τι βεβαιότερον δύναται τις να είπη περί ταύτης της αληθείας προς τας νυν επικρατούσας δοξασίας χριστιανικών τινών θρησκειών ή όσα δογματίζει ενταύθα ο Ιγνάτιος, τουτέστιν, ότι η Ευχαριστία είναι η σαρξ, το σώμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αυτό εκείνο το σώμα το παθόν υπέρ των αμαρτιών ημών, το οποίον έπειτα ο Πατήρ ανέστησεν;» (Φιλολογ. και κριτ. ιστορ. των αγίων Πατέρων τόμ. α' σελ. 113).
Και ο Ιερομάρτυς Κυπριανός περί της θείας Ευχαριστίας λέγει τα εξής: «Ώστε ους παρορμώμεν και προτρεπόμεθα εις μάχην, μη καταλείπωμεν αόπλους και γυμνούς, αλλά τη σκέπη του σώματος και αίματος του Χριστού σκεπάζωμεν, και ους θέλομεν ασφαλείς να ώσι κατά του εναντίου, τη σκέπη του κορεσμού του Κυρίου οπλίζωμεν, επειδή προς τούτο γίνεται η Ευχαριστία, ίνα δύνηται να φυλάττη τους μεταλαμβάνοντας. Διότι πως διδάσκομεν ή προκαλούμεν εκείνους να εκχέωσι το εαυτών αίμα επί τη ομολογία του ονόματος αυτού, όταν αρνώμεθα αυτοίς, μέλλουσι να εκστρατεύσωσι, το αίμα του Χριστού; Ή πώς εις του μαρτυρίου το ποτήριον επιτηδείους εργαζόμεθα, εάν μη πρότερον αυτούς εν τη Εκκλησία δεχώμεθα εις κοινωνίαν του ποτηρίου του Κυρίου;» (Έπιστ. κεφ. 2).
Και αύθις εις την ερμηνείαν της Κυριακής προσευχής: «Προϊούσης της προσευχής αιτούμεθα και λέγομεν: «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον». Τούτο δύναται και πνευματικώς και απλώς να νοηθή, επειδή και εκατέρα η ερμηνεία θεία ευδοκία λυσιτελεί εις σωτηρίαν. Διότι άρτος ζωής ο Χριστός εστί, και ο άρτος ούτος ουκ εστί πάντων, αλλά ημέτερος εστί. Και ως λέγομεν «Πάτερ ημών», επειδή των πιστευόντων Πατήρ εστίν, ούτω και άρτον ημών καλούμεν αυτόν, επειδή ο Χριστός εστίν ο άρτος των πεινώντων, οίτινες γεύονται του σώματος αυτού. Τούτον δε τον άρτον αιτούμεθα να δίδωται ημίν καθ' εκάστην, ίνα μη όσοι εν Χριστώ εσμέν και την Ευχαριστίαν ως τροφήν σωτηρίας καθ' εκάστην λαμβάνομεν, γενομένου μεταξύ βαρύτερου τινός πλημμελήματος, καθ' ον χρόνον αφεστώτες και μη κοινωνούντες απεχόμεθα από του θείου άρτου, χωριζώμεθα από του σώματος του Χριστού, αυτού κηρύττοντας και παραινούντος: «Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων, ο εκ του Ουρανού καταβάς κτλ.». Όπως λοιπόν, λέγει, εις ζωήν αιώνιον τρώγει, ον τις τρώγη εκ του άρτου αυτού, (ως είναι πρόδηλον ότι εκείνοι ζώσιν, οίτινες του σώματος αυτού άπτονται και την Ευχαριστίαν τω δικαίω της κοινωνίας λαμβάνουσιν), ούτω τουναντίον πρέπει να φοβώμεθα και να προσευχώμεθα, μη τις, καθ' ον χρόνον αφεστώς χωρίζεται από του σώματος του Χριστού, απομένη μακράν της σωτηρίας αυτού απειλούντος και λέγοντος: «Εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς».
Και διά τούτο «τον άρτον ημών», τουτέστι τον Χριστόν, καθ' εκάστην να δίδωται ημίν αιτούμεθα, ίνα πάντοτε οι εν Χριστώ μένοντες και ζώντες από της αγιωσύνης αυτού και του σώματος μη απομακρυνώμεθα» (Περί Κυριακής προσευχής). Εν ω δε ούτω ο Άγιος Κυπριανός προτρέπεται πάντας να μη απέχωνται της θείας Κοινωνίας, αφ' ετέρου νουθετεί τους αναξίους να απέχωνται ταύτης, πριν ή διαλλαγώσι προς τον Κύριον, προς ον και μόνον ημάρτησαν.
Ο Κυπριανός προς υπόδειξιν του μεγάλου κινδύνου του επαπειλούντος τους αναξίως μεταλαμβάνοντας αναφέρει την τιμωρίαν δύο προσώπων, μιας γυναικός και ενός ανδρός, διηγούμενος ως εξής: «Ημών τελούντων την θυσίαν, έλαθεν υπεισελθούσα τις θύσασα τοις ειδώλοις, αυτή, λαβούσα τον άγιον άρτον, ουχί τροφήν, αλλά ξίφος εαυτή προσφερομένη και ώσπερ δηλητήρια τινά θανατηφόρα εντός του φάρυγγας και του στήθους εισδεχομένη, ήρξατο να άγχηται και ασπαίρουσα και τρέμουσα κατέπεσεν. Άλλος δε τις υπεισδύσας, και αυτός εσπιλωμένος, της θυσίας υπό του Ιερέως τελουμένης, ετόλμησε μετά των λοιπών να μετάσχη λάθρα του Αγίου Σώματος του Κυρίου, και ουκ ηδυνήθη να φάγη και να μολύνη, αλλ' ανοίξας τας χείρας εύρεν ότι έφερε τέφραν» (περί των εκπεπτωκότων κεφ. 26).
Το μάλιστα αξιοσημείωτον εστί απόσπασμα τι εκ της ερμηνείας εις τας Παροιμίας του αγίου Ιππολύτου, εν ω ο θείος πατήρ λέγει περί του αγιωτάτου μυστηρίου της Ευχαριστίας τάδε:
«...Και ητοίμασε την εαυτής τράπεζαν, την επίγνωσιν της αγίας Τριάδος κατεπαγγελλομένην και το τίμιον και άχραντον αυτού σώμα και αίμα, όπερ εν τη μυστική και θεία τραπέζη καθ' εκάστην επιτελούνται, θυόμενα εις ανάμνησιν της αειμνήστου και πρώτης εκείνης τραπέζης του μυστικού θείου δείπνου. Το δε, απέστειλε τους εαυτής δούλους η σοφία, ο Χριστός δηλονότι, συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος, ος εστίν άφρων, εκκλινάτω προς με, φάσκουσα, τους Ιερούς Απόστολους δηλοί τους εις τον σύμπαντα κόσμον διαδραμόντας, και προσκαλέσαντας τα έθνη εις την εκείνου επίγνωσιν αληθώς τω υψηλώ και θείω τούτω κηρύγματι. Το δε και τοις ενδεέσι φρενών είπε, τοις μήπω κεκτημένοις την του αγίου Πνεύματος δύναμιν δηλονότι, λάβετε, φάγετε τον εμόν άρτον και πίετε οίνον, ον κεκέρακα υμίν, την θείαν αυτού σάρκα και το τίμιον αυτού αίμα δέδωκεν ημίν, φησίν, εσθίειν και πίνειν εις άφεσιν αμαρτιών» (εκ της Ιστορ. διδασκ. Φιλάρετου Παγίδα τομ. α' σελ. 187).
Ιουστίνος δε ο φιλόσοφος και μάρτυς εν τη εαυτού απολογία λέγει περί της αγίας Ευχαριστίας τα εξής:
«Τη του ηλίου λεγομένη ημέρα, πάντων κατά πόλεις ή αγρούς μενόντων, επί το αυτό συνέλευσις γίνεται και τα απομνημονεύματα των Απόστολων ή τα συγγράμματα των Προφητών αναγινώσκεται μέχρις εγχωρεί. Είτα παυσαμένου του αναγινώσκοντος, ο προεστώς διά λογου την νουθεσίαν και πρόσκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται. Έπειτα ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν, και, ως προέφημεν, παυσαμένων ημών της ευχής, άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ, και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ, αναπέμπει, και ο λαός επευφημεί λέγων το «Αμήν» και η διάδοσις και η μετάδοσις από των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται, και τοις ου παρούσι διά των διάκονων πέμπεται. Οι ευπορούντες δε και βουλόμενοι κατά προαίρεσιν έκαστος την εαυτού ο βούλεται δίδωσι, και το συλλεγόμενον παρά τω προεστώτι αποτίθεται και αυτός επικουρεί ορφανοίς τε και χήραις και τοις διά νόσον ή δι' άλλην αιτίαν λειπομένοις και τοις εν δεσμοίς ούσι και τοις παρεπιδήμοις ούσι ξένοις και απλώς πάσι τοις εν χρεία ούσι κηδεμών γίνεται. Την δε του ηλίου ημέραν κοινή πάντες συνέλευσιν ποιούμεθα, επειδή πρώτη εστίν ήμερα, εν η ο Θεός, το σκότος και την ύλη τρέψας, κόσμον εποίησε, και Ιησούς Χριστός, ο ημέτερος Σωτήρ, τη αυτή ημέρα εκ νεκρών ανέστη» (Απολογία πρώτη §67).
Ο Ιεροσολύμων Κύριλλος εν τη πρώτη μυσταγωγική κατηχήσει λέγει:
«ο άρτος και ο οίνος της ευχαριστίας προ της αγίας επικλήσεως της προσκυνητής Τριάδος άρτος ην και οίνος λιτός, επικλήσεως δε γενομένης, ο μεν άρτος γίνεται σώμα Χριστού, ο δε οίνος αίμα Χριστού. Και εν πέμπτη κατηχήσει μυσταγωγική: «Διά τούτο γαρ την παραδοθείσαν ημίν εκ των Σεραφείμ θεολογίαν ταύτην λέγομεν, όπως κοινωνοί της υμνωδίας ταις υπερκοσμίοις γενώμεθα στρατιαίς, ίνα αγιάσαντες εαυτούς διά των πνευματικών τούτων ύμνων παρακαλώμεν τον φιλάνθρωπον Θεόν το άγιον Πνεύμα εξαποστείλαι επί τα προκείμενα ίνα ποιήση τον μεν άρτον σώμα Χριστού, τον δε οίνον αίμα Χριστού, παντός γαρ, ου εάν εφάψηται το άγιον Πνεύμα, τούτο ηγίασται και μεταβέβληται». Και Ιωάννης ο Χρυσόστομος εν τομω ε', λόγω πα': «Οταν εστήκη προ της τραπέζης ο Ιερεύς, τας χείρας ανατείνων εις τον ουρανόν, καλών το Πνεύμα το άγιον του παραγενέσθαι και άψασθαι των προκειμένων, πολλή ησυχία, πολλή σιγή, όταν δίδη την χάριν το Πνεύμα, όταν κατέλθη, όταν άψηται των προκειμένων».
Και ο Δαμασκηνός Ιωάννης.
«ο της προθέσεως άρτος, οίνος τε και ύδωρ διά της επικλήσεως και επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος υπερφυώς μεταποιούνται εις το σώμα του Χριστού και το αίμα, και ουκ εισί δύο αλλ' εν και το αυτό». Και κατωτέρω: «ει δε και τινές αντίτυπα του σώματος και αίματος του Κυρίου τον άρτον και τον οίνον εκάλεσαν, ως ο θεοφόρος Βασίλειος, ου μετά το αγιασθήναι είπον, αλλά προ του αγιασθήναι, αυτήν την προσφοράν ούτω καλέσαντες (βιβλ. δ' περί μυστηρίων κεφ. στ'). Και αληθώς μέγας Βασίλειος αντίτυπα λέγει τον άρτον και τον οίνον εν τη αυτού λειτουργία προ της επικλήσεως του αγίου Πνεύματος, μετά το «Λάβετε φάγετε», και μετά το «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν» εκεί. Ένθα δέεται και παρακαλεί, ίνα έλθη το Πνεύμα το άγιον και αγιάση τα δώρα, έχει δε ούτω «τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα.  Διά τούτο, Δέσποτα πανάγιε, και ημείς οι αμαρτωλοί προσεγγίζομεν τω αγίω σου θυσιαστηρίω, και προθέντες τα αντίτυπα του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού σου, σου δεόμεθα και σε παρακαλούμεν, άγιε αγίων, ευδοκία της σης αγαθότητος ελθείν το Πνεύμα σου το άγιον εφ' ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα και ευλογήσαι αυτά και αγιάσαι» κτλ. Διότι, ότε μεν ο Χριστός είπε τοις μαθηταίς αυτού και αποστόλοις «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου» και «Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου», τότε μεν τέλειον ην εκάτερον, διότι ευλόγησε πρότερον αυτά και ηγίασεν ο Δεσπότης, ως η λειτουργία του τε μεγάλου Βασιλείου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου λέγει: «Ευλογήσας, αγιάσας, κλάσας, έδωκε τοις αγίοις αυτού μαθηταίς και αποστόλοις ειπών: λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου». Νυν δε ο ιερεύς τω Πατρί διηγούμενος, ιστορικώς ταύτα φθέγγεται».
Και αύθις ο χρυσούς την γλώτταν Ιωάννης, εν τόμω β' ομιλία ν΄:
 «προσερχώμεθα τοίνυν μετά πίστεως έκαστος ασθένειαν έχων, ει γαρ η του κρασπέδου του ιματίου αυτού αψαμένη τοσαύτην είλκυε δύναμιν, πόσω μάλλον οι όλον αυτόν κατέχοντες. Το δε προσελθείν μετά πίστεως ου το λαβείν εστί μόνον το προκείμενον, αλλά και το μετά καθαρός καρδίας άψασθαι, το ούτω διακείσθαι, ως αυτώ προσιόντας τω Χριστώ. Τι γαρ ει μη φωνής ακούεις, αλλ' οράς αυτόν κείμενον; Μάλλον δε και φωνής αυτού ακούεις, φθεγγομένου αυτού διά των ευαγγελιστών. Πιστεύσατε τοίνυν ότι και νυν εκείνο το δείπνον εστίν, εν ω και αυτός ανέκειτο ουδέν γαρ εκείνο τούτου διενήνοχεν. Ουδέ γαρ τούτο μεν άνθρωπος εργάζεται, εκείνο δε αυτός αλλά και τούτο κακείνο αυτός. Όταν τοίνυν τον ιερέα επιδιδόντα σοι ίδης, μη τον ιερέα νόμιζε τον τούτο ποιούντα, αλλά την του Χριστού χείρα είναι την εκτεινομένην. Ώσπερ γαρ όταν βαπτίζη, ουκ αυτός σε βαπτίζει, αλλ' ο Θεός εστίν ο κατέχων σου την κεφαλήν αοράτω δυνάμει, και ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος, ούτε άλλος τις τολμά προσελθείν και άψασθαι, ούτω και νυν όταν γαρ ο Θεός μόνος γεννά, αυτού μόνον εστίν η δωρεά».
Και εν τω αυτώ τόμω, ομιλία πβ'.
«Ουκ εστίν ανθρωπίνης δυνάμεως έργα τα προκείμενα. Ο τότε ταύτα ποιήσας εν εκείνω τω δείπνω ούτος και νυν αυτά εργάζεται ημίν υπηρετών τάξιν επέχομεν ημείς, ο δε αγιάζων αυτά και μετασκευάζων αυτός εστί».
Και εν τόμω δ'.
«Ουδέν πλέον έχει το εν τω Πάσχα μυστήριον του νυν τελουμένου, εν εστί και το αυτώ η αυτή του Πνεύματος χάρις αεί Πάσχα εστίν (ίστε οι μύσται το ειρημένον) και εν Παρασκευή και εν Σαββάτω και εν Κυριακή και εν ημέρα Μαρτύρων η αυτή θυσία επιτελείται. Οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον, φησί, τούτον ή το ποτήριον τούτο πίνετε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε ουχ όρω καιρού περιέγραψε την θυσίαν. Πώς ουν τότε, φησί, Πάσχα λέγεται; Ότι τότε έπαθεν ο Χριστός υπέρ ημών. Μηδείς τοίνυν ετέρως εκείνω προσίτω και τούτω άλλως. Μία δύναμις εστί, μία αξία, μία χάρις. Εν σώμα και το αυτό, ουκ εκείνο τούτου αγιώτερον, ουδέ τούτο εκείνου έλαττον (προς Τιμοθ. λογ. ε'). Ει δε μετά φόβου Θεού και πίστεως προσέρχεσθαι τοις θείοις και φρικτοίς του Χριστού μυστηρίοις η Εκκλησία προστάσσει τοις έξω του θυσιαστηρίου μεταλαμβάνουσι λαϊκοίς, και ζητείται αυτοίς πίστις, πολλώ μάλλον τοις ένδον του βήματος ιερεύσι προσευχομένοις και λέγουσι, κατάπεμψον το Πνεύμα σου το άγιον εφ' ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα. Και ποίησον τον μεν άρτον τούτον τίμιον Σώμα του Χριστού σου, το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον αίμα του Χριστού σου, μεταβαλών τω Πνεύματί σου τω αγίω. Μετά δε τα ρήματα ταύτα, ευθύς η μετουσίωσις γίνεται και μεταβάλλεται ο άρτος εις το αληθινόν Σώμα του Χριστού και ο οίνος εις το αληθινόν αυτού αίμα, εν οις μόνον τα φαινόμενα είδη μένει και τούτο κατά θείαν οικονομίαν.
Πρώτον μεν, ίνα μη βλέπωμεν Σώμα Χριστού, αλλά πιστεύωμεν ότι εστίν, οις είπε λόγοις ο Κύριος, τούτο εστί το σώμα μου και τούτο εστί το αίμα μου πιστεύοντες τη δυνάμει εκείνου και τοις λόγοις μάλλον ή ταις ημετέραις αισθήσεσιν, όπερ ημάς εις τον μακαρισμόν εισάγει της πίστεως. Μακάριοι γαρ, φησίν, οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες.
Δεύτερον δε, μέλλοντος του ανθρώπου τω Χριστώ ενωθήναι διά της μεταλήψεως της τε σαρκός αυτού και του αίματος, είτ' αποστρεφομένου φύσει την των ωμών σαρκών κρεάτων μετάληψιν και αηδώς προς ταύτας έχοντος, τι οικονομεί ο Δεσποτης, δίδωσιν ημίν την αυτού σάρκα, και το αυτού αίμα εις βρώσιν τε και πόσιν τοις πιστοίς κατά την θείαν αυτού πρόνοιαν υπό τα φαινόμενα είδη του άρτου και του οίνου. Τους δε γε μεταλαμβάνοντας των Μυστηρίων, είτε ιερείς, είτε λαϊκούς, επίσης πάντας και εκ των δύο μεταλαμβάνειν, του τε σώματος δηλαδή και αίματος του Κυρίου, ως αυτός είπεν. «Αμήν αμήν, λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον. Διότι ούτω και οι απόστολοι από Χριστού παρέλαβαν, ως λέγει ο Παύλος: «Εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου, ο και παρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς τη νυκτί η παρεδίδοτο, έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε: Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί το Σώμα, το υπέρ υμών κλώμενον τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι, λέγων: Τούτο το ποτήριον η Καινή Διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι τούτο ποιείτε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμνησιν». Έτι μίαν τιμήν και προσκύνησιν τω Χριστώ και τοις φρικτοίς προσφέρομεν μυστηρίοις και αδιάφορον.
Και καθάπερ ο Κορυφαίος των Απόστόλων Πέτρος εκ στόματος των Αποστόλων πάντων είπεν αυτώ:
 Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, ούτω και ημείς λατρεύοντες τω σώματι και αίματι του Δεσπότου, λέγομεν έκαστος ημών. Πιστεύω Κύριε και ομολογώ, ότι συ ει αληθώς ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ. Και προσέτι το μυστήριον τούτο προσφέρεται θυσία υπέρ πάντων των ορθοδόξων Χριστιανών, ζώντων τε και κεκοιμημένων επ' ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου.
Οι καρποί του μυστηρίου τούτου είναι τρεις,
α') Η ανάμνησις του πάθους και του θανάτου του Χριστού, κατά το ειρημένον «Οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη»
β') Ο ιλασμός διότι το μυστήριον τούτο ιλασμός ημίν προς τον Θεόν διά τας αμαρτίας ημών, είτε ζώντων είτε τεθνεώτων, γίνεται, λέγει γαρ η θεία γραφή «Τεκνία μου, ταύτα γράφω υμίν, ίνα μη αμάρτητε και εάν τις αμάρτη, παράκλητον έχομεν προς τον Πατέρα Ιησούν Χριστόν δίκαιον, και αυτός ιλασμός εστί περί των αμαρτιών ημών ου περί των ημετέρων δε μόνον, αλλά και περί όλου του κόσμου. Και αλλαχού, εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι' αυτού. Εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' ότι αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών.
γ') Ο καθαρισμός, διότι το αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας (Α' Ίωάν. α' 7).
Ο θείος Γρηγόριος λέγει περί του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας: «Το γαρ ιερώτατον του Χριστού δώρον καλώς εσθιόμενον τοις πολεμούσι μεν εστίν όπλον, αποδημούσι δε επάνοδος, τους ασθενείς ενισχύει, τους ερρωμένους ευφραίνει, τας νόσους ιάται, την υγείαν διαφυλάττει, διά τούτου γινόμεθα πραότεροι, προς διόρθωσιν σπουδαιότεροι, προς τους πόνους μακροθυμότεροι, θερμότεροι προς την αγάπην, προς γνώσιν αγχινούστεροι, προθυμότεροι προς υπακοήν, οξύτεροι προς την των χαρισμάτων ενέργειαν».
Ο των Νυσσαέων φωστήρ Γρηγόριος λόγον ποιείται περί του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας εν λόγω ζ' εις τους μακαρισμούς.
Ο δε Μέγας Βασίλειος λέγει: «Ουχ απλώς εσθίειν προστέτακται, αλλά και διακρίνειν το του Κυρίου παρακελευόμεθα σώμα, δηλονότι σαρκός μολυσμόν και πνεύματος αποθεμένους και δοχείον του πνευματικού μύρου παρασκευάσαντας εαυτούς, ούτω τη καθαρά προσεγγίσαι θυσία (ομιλία περί του αγίου Πνεύματος) ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α' Κορ. ια' 29).
Την ιεράν της λειτουργίας τελετήν οι άγιοι της Εκκλησίας πατέρες παρέδωκαν καλείσθαι θυσίαν αναίμακτον. Επίσης παρέδωκαν καλείσθαι θυσιαστήριον την αγίαν τράπεζαν, εφ' ης η τελετή της ιεράς επιτελείται λειτουργίας. Την έννοιαν της θυσίας εκφράζουσι σαφώς και καθαρώς άπασαι αι σωζόμενοι λειτουργικοί βίβλοι, ει ουν θυσία η επί της αγίας τραπέζης προσφερομένη, άρα εστί ζώσα, ει δε ζώσα, άρα ο άρτος και ο οίνος μετουσιούνται εις σώμα και αίμα Χριστού. Εν τη λειτουργία του αγίου Ιακώβου φέρονται τα εξής εκφραστικά περί της πίστεως της αρχαιοτάτης Εκκλησίας: «Και όταν σφραγίζη τον άρτον λέγει ιδού ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, σφαγιασθείς υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας».
Πλανώνται άρα οι λέγοντες ότι ου μετουσιούνται, αλλ' ότι τη αισθήσει της ψυχής αντιλαμβανόμενοι εν πίστει μεταλαμβάνουσι. Οι αρνούμενοι την μετουσίωσιν του άρτου και οίνου εις σώμα και αίμα Χριστού αρνούνται την έννοιαν της θυσίας, διότι εάν δεν εγένετο μετουσίωσις, πώς ο ψιλός άρτος και οίνος εκλήθη θυσία, πως δε ή αγία τράπεζα εκλήθη θυσιαστήριον πώς δε, μη μετουσιωμένων, πίστει εσθίουσι του σώματος και αίματος του Χριστού; Πώς δε τη αισθήσει της ψυχής αντιλαμβάνονται ότι εσθίουσι του σώματος και αίματος του Χριστού, άρτον απλούν και οίνον κοινόν εσθίοντες και πίνοντες; Πώς δε άνευ θυσίας εσθίουσι και πίνουσι σώμα και αίμα Χριστού; Βεβαίως τη φαντασία εσθίουσι και πίνουσι σώμα και αίμα Χριστού, πράγματι δε εσθίουσι και πίνουσιν άρτον και οίνον κοινόν.
Οι αρνούμενοι την θυσίαν αθετούσι την πίστιν της αρχαίας Εκκλησίας.
Ο μέγας Βασίλειος εν τοις κατ' επιτομήν όροις, ερωτήσει ροβ', ποταπώ φόβω ή ποία πληροφορία μεταλάβωμεν του σώματος και του αίματος του Χριστού, αποκρινόμενος λέγει:
«Τον μεν φόβον διδάσκει ημάς ο Απόστολος λέγων, ο εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα και αίμα του Κυρίου, την δε πληροφορίαν εμποιεί η πίστις των ρημάτων του Κυρίου ειπόντος, «τούτο εστί το σώμα μου το υπέρ υμών διδόμενον. Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν».
Τι προς ταύτα λέγουσιν οι αθετούντες την αρχαίαν πίστιν; Εάν ουδεμία εγένετο μεταβολή της ουσίας του άρτου και του οίνου, κοινωνεί δε τη αισθήσει της ψυχής ο πιστεύων, ο δε μη πιστεύων ουδέν καρπούται, ως μη εισδεχόμενος πίστει το σώμα και αίμα Χριστού, τότε προς τι ο φόβος, αφού εις ουδεμίαν έρχεται επικοινωνίαν προς το θείον; Αλλά μη προς τους πιστεύοντας μόνον την μετά του σώματος νοεράν επικοινωνίαν είρηκεν; Αλλ' εάν προς τούτους μόνον την εντολήν δίδωσι, τότε οι μη πιστεύοντες τη κοινωνία αμαρτάνουσιν εσθίοντες αναξίως, οι δε μη πιστεύοντες τη επικοινωνία δεν αμαρτάνουσιν αλλ' εάν οι πιστεύοντες τη κοινωνία του σώματος και αίματος του Χριστού αμαρτάνουσιν, ως αναξίως εισδεχόμενοι πίστει το υπό τον άρτον και εν τω άρτω και μετά του άρτου σώμα του Κυρίου και υπό τον οίνον το αίμα του Κυρίου, τότε πώς, ανάξιοι όντες προς κοινωνίαν, τη πίστει κοινωνούσι του σώματος και αίματος του Κυρίου; Η πίστις αυτών μετέδωκε του σώματος και αίματος του Κυρίου; Και εν ω η πίστις του αναξίου μέγα τι ειργάσατο και θαυμαστόν, εγένετο αυτώ πρόξενος κρίματος ταύτα, δι' ημάς εισίν ακατάληπτα και ακατανόητα, η πίστις του αναξίου να δύνηται να φέρη εις επικοινωνίαν τον ανάξιον προς το θείον, και η αυτή πίστις να γίνηται πρόξενος κρίματος.
 Τον χαρακτήρα της πίστεως ταύτης ημείς αδυνατούμεν να νοήσωμεν αλλ' άραγε και η του αξίου πιστού πίστις έχει την δύναμιν να μεταδώση υπό τον άρτον και τον οίνον το σώμα και αίμα του Χριστού; Δύναται η πίστις του πιστού του εσθίοντος άρτον και οίνον να καταστήση αυτόν τη αισθήσει της ψυχής κοινωνόν του σώματος και αίματος του Κυρίου; Δύναται λοιπόν πας Χριστιανός άξιος ή ανάξιος να παραθέτη άρτον και οίνον και εσθίων και πίνων εξ αυτών να κοινωνή του σώματος και αίματος του Κυρίου; Δύναται λοιπόν πας πιστός άξιος ή ανάξιος, οσάκις αν βούληται, να λέγη, κοινωνώ του σώματος και αίματος του Χριστού, και να κοινωνή; Πόθεν τούτο έμαθον; Παρά τίνος εδιδάχθησαν; Εν τίνι βίβλω της Καινής Διαθήκης ανέγνωσαν; Πώς άνευ θυσίας, άνευ θυσιαστηρίου θυσίαν επετέλεσαν! Πώς άνευ ιεραρχίας ιερείς ανεδείχθησαν; Πώς άνευ ευχής την κοινωνίαν παρεσκεύασαν; Πώς δε η βούλησις, η αντικαταστήσασα κατά μέγα μέρος την πίστιν, την του Χριστού παρουσίαν εθαυματούργησεν».
Ο θείος Χρυσόστομος εν τω εις την προδοσίαν του Ιούδα και την παράδοσιν των μυστηρίων λόγω λέγει: «Πάρεστι Χριστός και νυν εκείνος ο την τράπεζαν εκείνην κοσμήσας, ούτος και ταύτην διακοσμεί νυν ώστε τράπεζα, ιερόν θυσιαστήριον υπό του Χριστού κατακοσμούμενον απαιτείται προς τέλεσιν του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας και ουχί απλή βούλησις και πίστις, ακούσωμεν δε τι εν συνεχεία λέγει ο άγιος Πατήρ «ου γαρ εστίν άνθρωπος ο ποιών τα προκείμενα γενέσθαι σώμα και αίμα Χριστού, αλλ' ο σταυρωθείς υπέρ ημών Χριστός». Ταύτα ας ενωτισθώσι καλώς οι της Καλβινικής κακοδοξίας διδάσκαλοι, οι πάντα άνθρωπον αυθαιρέτω γνώμη τελετουργόν του μυστηρίου αναδεικνύοντες. Και αύθις «σχήμα πληρών έστηκεν ο ιερεύς τα ρήματα εκείνα φθεγγόμενος της προσευχής». Ώστε και ιερέως υπό της εκκλησίας αναδεδειγμένου δείται το μυστήριον και προσευχής πώς λοιπόν πας τις δι' αυθαιρέτου γνώμης γίνεται κοινωνός του μυστηρίου; Τολμηρά δοξασία.
Και αύθις «η δύναμις και η χάρις του Θεού εστίν». Ώστε ούδ' ο ιερεύς αυτός, αλλ' η δύναμις και η χάρις του Θεού εστίν η τελειούσα το μυστήριον της Ευχαριστίας και μεταποιούσα τον άρτον και οίνον εις σώμα και εις αίμα Χριστού. Εάν ουν η δύναμις και η χάρις του Θεού μεταποιή τον άρτον και οίνον εις σώμα και αίμα Χριστού, πώς η αυθαίρετος βούλησις και η πίστις του αξίου και του αναξίου προκαλεί την παρουσίαν του Χριστού και καθιστά την κοινωνίαν Θεού και ανθρώπου; Οι ταύτα λέγοντες πλανώνται πλάνην δεινήν.
Εν τη αποδοκιμασία και κατακρίσει της επ' ονόματι Κυρίλλου του Λουκάρεως Πατριάρχου Κων/πολεως εκδοθείσης Καλβινικής ομολογίας πίστεως, φέρονται τα εξής: «Ει τοίνυν ειρήκει ο Σωτήρ, ο άρτος ούτος εστί το σώμα μου, ην ον τις ίσως τοις του Καλβίνου μύσταις φαινομένη του κακώς φρονείν πρόφασις ειπών δε, «τούτο μου εστί το σώμα», πάσαν απέκοψε πρόφασιν. Και δήλον ότι και της κυριολεξίας η έμφασις και της ευαγγελικής αληθείας η δύναμις και των Αποστόλων η παράδοσις και της Καθολικής Εκκλησίας η γνησία πίστις και της ιεράς λειτουργίας η αδιάκοπος χρήσις και πάντων των θεοπνεύστων διδασκάλων η σύμψηφος απόφασις βιάζεται ομολογείν, τοις ρήμασι τοις Δεσποτικοίς μη ενδέχεσθαι νουν έτερον ενθεωρείσθαι ή τον σημαινόμενον κατά το γράμμα.
Τούτον ουν τον τρόπον σημαντικός ον και εναργής εστίν ο του Χριστού λόγος ή φησί και Χρυσόστομος εν τω εις την προδοσίαν λόγω ότι σχήμα πληροί ο Ιερεύς τα Δεσποτικά φθεγγόμενος ρήματα ρηθέντα γαρ άπαξ παρά του Χριστού, εξ εκείνου και μέχρι της αυτού παρουσίας καθ' εκάστην τράπεζαν ταις Εκκλησίαις αγιάζει την θυσίαν, του Ιερέως δηλαδή πάλιν εκείνα φθεγγομένου εναργές λοιπόν ο σημαίνει ο του Χριστού λόγος, και σημαίνει σώμα, ουκ άρτου ουσίαν μεταποιεί γαρ εξ ανάγκης την ουσίαν του άρτου εις θείου σώματος ουσίαν και τούτο εστίν η μετουσίωσις, μυστήριον της παντοδυνάμου μεγαλοπρέπειας του Χριστού τω όντι επάξιον και λόγω ανέκφραστον και λογισμοίς ανθρωπίνοις απερινόητον.
Η εν Κων/πολει Ιερά Σύνοδος η επί Διονυσίου Πατριάρχου Κων/πολεως συγκροτηθείσα το 1672 εν τη ομολογία της πίστεως της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας λέγει ταύτα: «Περί του φρικτού Μυστηρίου της Ευχαριστίας πιστεύομεν και ομολογούμεν αδίστακτος, ότι το ζων σώμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πάρεστιν αοράτως πραγματική παρουσία εν τω μυστηρίω. Εν γαρ τω ειπείν τον λειτουργούντα Ιερέα μετά τα Κυριάκο λόγια, ποίησον τον μεν άρτον τούτον τίμιον σώμα του Χριστού σου, το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον αίμα του Χριστού σου, μεταβολών τω πνεύματί σου τω Αγίω, τότε τη ενεργεία του Παναγίου Πνεύματος υπερφυώς και αρρήτως ο μεν άρτος μεταποιείται εις αυτό εκείνο το ίδιον σώμα του Σωτήρος Χριστού πραγματικώς και αληθώς και κυρίως, ο δε οίνος εις το ζωηρόν αίμα αυτού.
Και αυτόν όλον τον Χριστόν πιστεύομεν είναι τον προσφέροντα και προσφερόμενον και προσδεχόμενον και διαδιδόμενον απαξάπασι, και ολόκληρον απαθώς εσθιόμενον. Οι μέντοι αξίως μεταλαμβάνοντες αυτού ζωοποιούνται, ενούμενοι αυτώ τω Χριστώ οι δε αναξίως, κατακρίνονται και εις όλεθρον ρίπτουσιν εαυτούς. Όπερ μυστήριον και λατρεία εστί και λέγεται. Και θεοπρεπώς εν αυτή λατρεύεται το τεθεωμένον σώμα του Σωτήρος Χριστού και θυσία προσφέρεται υπέρ πάντων των ορθοδόξων χριστιανών, ζώντων και κεκοιμημένων».
Και ο Δοσίθεος δε εν τη εαυτού ομολογία λέγει περί του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας τα εξής:
 «Πιστεύομεν το πανάγιον μυστήριον της ιεράς Ευχαριστίας, όπερ ανωτέρω κατά τάξιν τέταρτον εθέμεθα, εκείνο είναι, όπερ ο Κύριος παρέδωκε τη νυκτί, η παρεδίδου εαυτόν υπέρ της του κόσμου ζωής. Λαβών γαρ άρτον και ευλογήσας έδωκε τοις αγίοις Αυτού μαθηταίς και Αποστόλοις ειπών, λάβετε, φάγετε τούτο εστί το σώμα μου. Και λαβών το ποτήριον ευχαριστήσας είρηκε πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών. Τούτου εν τη ιερουργία πιστεύομεν παρείναι τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ου τυπικώς, ουδ' εικονικώς, ουδέ χάριτι υπερβαλλούση, ως εν τοις λοιποίς μυστηρίοις, ουδέ κατά μόνην παρουσίαν, καθώς τινές των Πατέρων ειρήκασι περί του βαπτίσματος, ουδέ κατ' αναρτισμόν, ώστε ενούσθαι την θεότητα του Λόγου τω προκειμένω της Ευχαριστίας άρτω υποστατικός, καθώς οι από Λουθήρου λίαν αμαθώς και αθλίως δοξάζουσιν αλλ' αληθώς και πραγματικώς, ώστε μετά τον αγιασμόν του άρτου και του οίνου μεταβάλλεσθαι, μετουσιούσθαι, μεταπόιείσθαι, μεταρρυθμίζεσθαι τον μεν άρτον εις αυτό το αληθές του Κυρίου σώμα, όπερ εγεννήθη εν Βηθλεέμ εκ της Αειπαρθένου, εβαπτίσθη εν Ιορδάνη, έπαθεν, ετάφη, ανέστη, ανελήφθη, κάθηται εκ δεξιών του Θεού και Πατρός, μέλλει ελθείν επί των νεφελών του ουρανού, -τον δ' οίνον μεταποιείσθαι και μετουσιούσθαι εις αυτό το αληθές του Κυρίου αίμα, όπερ κρεμάμενου επί του σταυρού εχύθη υπέρ της του κόσμου ζωής.
Έτι μετά τον αγιασμόν του άρτου και του οίνου ουκ έτι μένειν την ουσίαν του άρτου και του οίνου είδει και τύπω, ταυτόν ειπείν, υπό τοις του άρτου συμβεβηκόσιν. Έτι αυτό το πανακήρατον του Κυρίου σώμα και αίμα μεταδίδοσθαι και εισδύειν εις το στόμα και τον στόμαχον των μετεχόντων ευσεβών και ασεβών πλην τοις μεν ευσεβέσι και αξίοις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον προξενείν τοις δ' ασεβέσι και αναξίοις κατάκρισιν και κόλασιν αιώνιον παραχωρείν. Έτι τέμνεσθαι μεν και διαιρείσθαι είτε χερσίν είτε και οδούσι το σώμα και το αίμα του Κυρίου, κατά συμβεβηκός μέντοι, ήτοι κατά τα συμβεβηκότα του άρτου και του οίνου, καθ' α και ορατά και απλά είναι ομολογούνται, καθ' εαυτά δε μένειν άτμητα πάντη και αδιαίρετα.
Όθεν και η Καθολική Εκκλησία φησί μερίζεται και διαμελίζεται ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας, δηλονότι αξίως, αγιάζων. Έτι εν εκάστω μέρει και τμήματι ελαχίστω του μεταβληθέντος άρτου και οίνου ουκ είναι μέρος του σώματος και αίματος του Κυρίου, βλάσφημον γαρ τούτο και άθεον, άλλ' όλον ολικώς τον Δεσπότην Χριστόν κατ' ουσίαν, μετά ψυχής δηλονότι και θεότητας, ήτοι τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον.
Όθεν και πολλών γινομένων εν τη οικουμένη εν μιά και τη αυτή ώρα ιερουργιών, μη γίνεσθαι πολλούς Χριστούς ή πολλά σώματα Χριστού, άλλ' ένα και τον αυτόν Χριστόν παρείναι αληθώς και πραγματικώς, και εν Αυτώ το σώμα και το αίμα εν πάσαις ταις κατά μέρος των πιστών εκκλησίαις και τούτο ουχ ότι το εν ουρανοίς του Δεσπότου εν τοις θυσιαστηρίοις κάτεισι σώμα, αλλ' ότι ο της προθέσεως εν πάσαις ταις κατά μέρος εκκλησίαις προκείμενος άρτος μεταποιούμενος και μετουσιούμενος μετά τον αγιασμόν γίνεται και εστίν εν και το αυτό τω εν ουρανοίς. Εν γαρ το σώμα του Κυρίου, εν πολλοίς τόποις και ου πολλά, και διά τούτο το μυστήριον τούτο μάλιστα εστί και λέγεται θαυμαστόν και πίστει μόνη καταληπτόν, ου σοφίσμασι σοφίας ανθρωπίνης την ματαίαν και ανόητον εν τοις θείοις περιέργειαν απόσείεται η ευσεβής και θεοπαράδοτος ημών θρησκεία. Έτι αυτό το σώμα και αίμα του Κυρίου το εν τω της Ευχαριστίας μυστηρίω οφείλειν τιμάσθαι υπερβάλλοντας και προσκυνείσθαι λατρευτικώς.
Μία γαρ η προσκύνησις της Αγίας Τριάδος και του σώματος και αίματος του Κυρίου. Έτι είναι θυσίαν αληθή και ιλαστικήν προσφερομένην υπέρ πάντων των ευσεβών, ζώντων και τεθνεώτων και υπέρ ωφελείας πάντων, ως κείται ρητώς εν ταις του μυστηρίου προσευχαίς υπό των Αποστόλων τη Εκκλησία παραδοθείσαις κατά την προς αυτούς διαταγήν του Κυρίου. Έτι και προς της χρήσεως ευθύς μετά τον αγιασμόν και μετά την χρήσιν το φυλαττόμενον εν ταις ιεραίς θήκαις προς μετάληψιν των αποδημήσαι μελλόντων αληθές είναι του Κυρίου σώμα, και κατά μηδέν διάφεραν εαυτού, ώστε προ της χρήσεως μετά τον αγιασμόν, εν τη χρήσει και μετά την χρήσιν, είναι κατά πάντα το αληθές του Κυρίου σώμα. Έτι τη μετουσίωσις λέξει ου τον τρόπον πιστεύομεν δηλούσθαι, καθ' ην ο άρτος και ο οίνος μεταποιούνται εις το σώμα και το αίμα του Κυρίου, τούτο γαρ άληπτον πάντη και αδύνατον, πλην αυτού του Θεού, και τοις πιστεύουσιν αμάθειαν άμα και ασέβειαν επιφέρει, αλλ' ότι ο άρτος και ο οίνος μετά τον αγιασμόν ου τυπικώς ουδ' εικονικώς, ουδέ χάριτι υπερβαλλούση, ουδέ τη κοινωνία ή τη παρουσία της θεότητας μόνης του Μονογενούς μεταβάλλεται εις το σώμα και αίμα του Κυρίου, ουδέ συμβεβηκός τι του άρτου και του οίνου εις συμβεβηκός τι του σώματος και αίματος του Χριστού κατά τίνα τροπήν ή άλλοιωσιν μεταπόιείται, άλλ' αληθώς και πραγματικώς και ουσιωδώς γίνεται ο μεν άρτος αυτό το αληθές του Κυρίου σώμα, ο δ' οίνος αυτό το του Κυρίου αίμα, ως είρηται ανωτέρω. Έτι μη γίνεσθαι υπό τίνος άλλου το της Ιεράς Ευχαριστίας τούτο μύστηριον, ει μη μόνον υπό Ιερέως ευσεβούς και υπό ευσεβούς και νομίμου επισκόπου την Ιερωσύνην λαβόντος, καθ' ον τρόπον η Ανατολική Εκκλησία διδάσκει.
Αύτη εστίν εν συντομώ η της καθολικής Εκκλησίας και περί του μυστηρίου τούτου δόξα και αληθής ομολογία και αρχαιοτάτη παράδοσις, ην ου δει κολοβούσθαι κατ' ουδένα τρόπον υπό των ευσεβών βουλομένων και αποσειομένων τους νεωτερισμούς και τας βεβήλους των αιρετικών κενοφωνίας, αλλ' αναγκαίως σώαν και αδιάσειστον τηρείσθαι την νομοθετηθείσαν παράδοσιν.
Τους γαρ παραβαίνοντας αποποιείται και αναθεματίζει η καθολική του Χριστού Εκκλησία» (Ομολογίας Δοσιθέου όρος ιζ').
Την πίστιν της Εκκλησίας εν τη θεία Ευχαριστία εκύρωσεν η πρώτη, η τρίτη και η εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος. Τονίζουσι δε ότι ο εν τη θεία Ευχαριστία άρτος και οίνος μεταβάλλεται εις σώμα και αίμα Χριστού. Εν απάσαις ταις αρχαίαις λειτουργίαις και εν αυταίς ταις των αποσχισθεισών Εκκλησιών υπάρχουσιν ευχαί προς μεταβολήν του άρτου και του οίνου εις σώμα και αίμα Χριστού, αλλά πλην όλων τούτων η μυστική πληροφορία των επαξίως κοινωνούντων, αυτή μόνη μαρτυρεί το αληθές φρόνημα της Εκκλησίας.
Μέγεθος και αξία του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας.
Το παραδοθέν παρά του Κυρίου μυστήριον της θείας Ευχαριστίας είναι το ανώτερον όλων των μυστηρίων είναι το θαυμασιώτερον των θαυμάτων, όσα η δύναμις του Θεού εξετέλεσεν, είναι το υψηλότερον εξ όσων η σοφία του Θεού επενόησεν, είναι δε και το τιμιώτερον όλων των χαρισμάτων, όσα η αγάπη του Θεού εχαρίσατο τοις ανθρώποις, διότι τούτο υπερέχει όλων των άλλων κατά την αριθμητικήν υπερβασίαν των όρων της φύσεως, διότι πάντα μεν τα θαύματα προέρχονται εξ υπερβασίας νόμων τινών της φύσεως, το μυστήριον όμως της θείας μεταλήψεως υπερέβη πάντας, διό και δικαίως το θαύμα των θαυμάτων και το μυστήριον των μυστηρίων δύναται να κληθή και να θεωρηθή.
 Ο Αριστοτέλης ορίζων τους τρόπους της υπάρξεως των φυσικών πραγμάτων ανάγει αυτούς εις δέκα, ους ονομάζει κατηγορίας, εισί δε αι εξής: ουσία, ποσόν, ποιόν, προς τι, που, πότε, κείσθαι, έχειν, ποιείν, (είτε ενεργείν) και πάσχειν. Το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας υπερβαίνει πάντας τους ειρημένους τύπους διό και δικαίως θαύμα θαυμάτων δύναται να κληθή.
Και ιδού η απόδειξις.
 Θαύμα κατά την ουσίαν διότι τα άγια δώρα, ενώ προ της ευλογίας εισίν ουσία άρτου και οίνου, μετά την ευλογίαν και τον αγιασμόν είναι ουσία του σώματος και αίματος του Χριστού.
Θαύμα κατά ποσόν διότι όλον το σώμα του Χριστού εις όλον τον άγιον άρτον και επίσης ολόκληρον εις πάσαν μερίδα.
Θαύμα κατά ποιον διότι αισθανόμεθα μεν την ποιότητα του άρτου και του οίνου, αλλά τρώγομεν και πίνομεν σώμα και αίμα Χριστού.
Θαύμα κατά προς τι δηλαδή κατά την σχέσιν, διότι εις την θείαν Ευχαριστίαν είναι μεν αυτός ο Υιός, ον εγέννησεν εν χρόνω η Παρθένος Μαρία, πλην ενταύθα δεν γεννάται κυρίως εκ πατρός ή μητρός, αλλά τελεσιουργείται μυστηριωδώς, ώστε εν τω τρόπω της μετουσιώσεως, ήτοι της μεταβολής του άρτου και οίνου εις σώμα αυτού, δεν αναφέρεται ούτε εις πατέρα ούτε εις μητέρα.
Θαύμα κατά το πού διότι ο αυτός Ιησούς Χριστός είναι και εις τον Ουρανόν και εις την Γην, και ο αυτός εις το Ιερόν ημών θυσιαστήριον.
Θαύμα κατά το πότε διότι ως σώμα Χριστού είναι άφθαρτον και αθάνατον ως αίμα Χριστού είναι πηγή ζωής αιωνίου αλλά διαμένουσι τα θεία ιδιώματα εν τη θεία Ευχαριστία ενόσω διαμένουσι τα είδη του άρτου και του οίνου.
Θαύμα κατά το κείσθαι διότι εις την θείαν λειτουργίαν θεωρείται ο Ιησούς κείμενος εν τη φάτνη, ως γεννηθείς, ως επί του σταυρού, ως πάσχων, ως αναστάς και ανερχόμενος εις ουρανούς, ως αναληφθείς και καθήμενος εν δεξιά του Πατρός, ως Υιός και Θεός.
Θαύμα κατά το έχειν διότι το σώμα και αίμα του Κυρίου έχει εξωτερικήν περιβολήν τα είδη του άρτου και του οίνου.
Θαύμα κατά το ποιείν (είτε ενεργείν), διότι η μετάληψις των αχράντων μυστηρίων εγγίζει μεν την αίσθησιν, αλλ' αγιάζει το πνεύμα.
Θαύμα τέλος κατά το πάσχειν, διότι ο θείος άρτος μελίζεται μεν, αλλ' ως σώμα Χριστού δεν διαιρείται, τρώγεται μεν, άλλ' ως σώμα Χριστού δεν δαπανάται.
Όθεν η θεία Ευχαριστία, επειδή υπερβαίνει πάντας τους όρους ή τας κατηγορίας, υφ' ας εκδηλούνται οι νόμοι της φύσεως, είναι το μεγαλύτερον όλων των θαυμάτων, επίσης είναι και το υψηλότερον, επειδή υπερβαίνει πάσαν κατάληψιν. Το μέγεθος του θαύματος τούτου θέλει γίνει καταληπτόν, εάν λάβωμεν υπ' όψιν έτερον θαύμα. Η εκ Παρθένου γέννησις του Σωτήρος είναι μεν θαύμα, διότι δεν εννοούμεν, τίνι τρόπω γεννάται εν χρόνω και εκ γυναικός ο αΐδιος Θεός, νοούμεν όμως, ότι γεννάται, διότι βλέπομεν αυτόν τέλειον άνθρωπον, υπερβαίνει μεν πολλούς όρους, ή πολλάς κατηγορίας, αλλά μένουσι και τινές, υφ' ας αντιλαμβανόμεθα αυτού.
Εις το μυστήριον όμως, της θείας μεταλήψεως κρύπτεται ου μόνον η θεότης, αλλά και η ανθρωπότης ώστε είναι μυστήριον των μυστηρίων, το κατά πάντα τρόπον απόκρυφον, το υπερβαίνον πάντας τους όρους της φυσικής γνώσεως, διά του μυστηρίου τούτου ο Θεός έδειξεν εις ημάς, ως δυνατός, το μέγιστον κράτος της θείας αυτού παντοδυναμίας, ως σοφός δε, το μέγιστον ύψος της θείας αγαθότητος. Τούτο το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας.
Υποδείξαντες δε το μέγεθος και την αξίαν αυτού, ήδη μεταβαίνομεν εις την υπόδειξιν του τρόπου καθ' ον πρέπον είναι να προσερχώμεθα εις την μετάληψιν αυτού.
Πώς πρέπει να προσερχώμεθα εις την μετάληψιν των θείων μυστηρίων.
Τον τρόπον, καθ' ον ανάγκη να προσερχώμεθα εις την θείαν Ευχαριστίαν, διδάσκει ημάς ο Απόστολος Παύλος, λέγων: «Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω, και εκ του ποτηριού πινέτω, ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως, κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α' Κορ. ια' 28-29).
Ο θείος Χρυσόστομος ερμηνεύων τούτο το ρητόν λέγει τα εξής: «Ένδον εν τω συνειδότι ενώπιον του Θεού του τα πάντα ορώντος ποιού την κρίσιν και των ημαρτημένων την εξέτασιν, και πάντα του βίου αναλογιζόμενος υπό του νου το κριτήριον άγε τα αμαρτήματα, διώρθου τα πλημμελήματα, και ούτω μετά καθαρού συνειδότος της Ιεράς απτού τραπέζης και της αγίας μέτεχε θυσίας. Συ σεαυτού γενού κριτής και των βεβιωμένων ακριβής δικαστής, ερεύνα το συνειδός και τότε δέχου το δώρον. Αν τούτο κατορθώσωμεν, δυνησόμεθα μετά καθαρού συνειδότος και τη Ιερά ταύτη και φρικτή τραπέζη προσελθείν και τα ρήματα εκείνα τα τη ευχή συνεζευγμένα μετά παρρησίας φθέγξασθαι, ίσασιν οι μεμυημένοι το λεγόμενον διό τω εκάστου συνειδότι καταλιμπάνω ειδέναι, πώς μεν κατορθωκότες την εντολήν μετά παρρησίας προέσθαι ταύτα δυνάμεθα κατά τον καιρόν εκείνον τον φοβερόν».
Ας εξετάζη λοιπόν έκαστος την εαυτού συνείδησιν πρώτον, ίνα γνωρίση την ηθικήν αυτού κατάστασιν και την σχέσιν αυτού προς τον Θεόν και τον πλησίον αυτού, και αν εύρη αυτάς εν θεαρέστω καταστάσει, ας προσέλθη να κοινωνήση, άλλως ας επιφυλαχθή διότι ουδέν κοινόν μεταξύ αγίου και εναγούς. Ο Απόστολος Παύλος νουθετών τους Κορινθίους μη ετεροζυγείν απίστοις, ήτοι μη λαμβάνειν συζύγους απίστους, λέγει «Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; Τις δε συμφώνησις Χριστού προς Βελίαρ;» (Β' Κορ. στ' 14), ώστε τις κοινωνία αμαρτωλώ προς την θείαν μετάληψιν;
Ότι δε μετ' ευλαβείας πρέπει να προσερχώμεθα, διδάσκει ημάς αυτός ο Θεός, διατάξας τω Μωϋσή να μη πλησίαση τη καιομένη βάτω υποδεδεμένος, αλλά να λύση το υπόδημα των ποδών αυτού εις σημείον ευλαβείας διότι ο τόπος, εν ω ίστατο ην άγιος. «Μωϋσή! Μη εγγίσης ώδε, λύσαι το υπόδημα σου εκ των ποδών σου ο γαρ τόπος, εν ω συ έστηκας επ' αυτού, γη αγία εστί» ("Εξ. γ' 3). Οφείλομεν αρά πλησιάζοντες να προσερχώμεθα μετά πάσης ευλάβειας, καθαροί παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, ίνα αξίως μεταλαμβάνωμεν, διότι αφού ο Θεός διέταξε τω Μωϋσή να λύση το υπόδημα, ίνα πλησίαση τόπον άγιον, πόσον οφείλεις συ, Χριστιανέ, να λύσης πάντα δεσμόν αμαρτίας, ίνα δεχθής εν σοι όλον τον Θεόν; Διότι ο Άγιος εκείνος άρτος ουχί το σώμα του Κυρίου εστί; Και το άγιον ποτήριον ουχί το αίμα του Κυρίου εστί. «Το ποτήριον της ευλογίας, ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστί; τον άρτον, ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστί;» (Α' Κορ. ι' 16). Πώς λοιπόν θα πλησίασης με βεβαρημένην συνείδησιν το πυρ, το φλέγον αναξίους; Άνθραξ γαρ εστί τους αναξίους φλέγων. Όθεν λύσον πάντα προς τον πλησίον σου δεσμόν έχθρας, λύσον πάσαν άδικον συναλλαγήν, απόδος το άλλοτριον, έκκλινον από κακού και ποίει χρηστότητα, επίστρεψον εις τον Κύριον και πρόσελθε, ίνα αγιασθής όλος, φωτισθής και γίνης ταμείον της θείας χάριτος, ίνα ενωθής μετά του Χριστού, ίνα μείνης εν αυτώ και αυτός εν σοι. «Ο τρώγων μου το σώμα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ» (Ιωάν. στ' 54).
Χαρακτήρ του επαξίως μεταλαμβάνοντος.
Ω! Πόσον ευδαίμων και μακάριος δέον να λογίζηται ο επαξίως των θείων μεταλαμβάνων μυστηρίων! Ούτος εξέρχεται του ναού όλος ανακαινισθείς, διότι το πυρ της θεότητος, το διά της θείας μεταλήψεως κοινωνήσαν μετά της ψυχής του ανθρώπου, τας μεν αμαρτίας αυτής κατέφλεξεν, αυτήν δε θείας ενέπλησε χάριτος, τας φρένας ηγίασε, τας δυνάμεις της ψυχής ενίσχυσε, τον νουν διεφώτισε και την καρδίαν τω φόβω του Θεού καθήλωσε και τέλος ανέδειξε σκήνωμα πνεύματος μόνου. Ο επαξίως κοινωνήσας έλαβεν ως αρραβώνα την ουράνιον βασιλείαν, ευρίσκεται δε ενδεδυμένος την θείαν πανοπλίαν, ήτις προφυλάττει αυτόν από παντός κακού και πάσης του πονηρού επιβουλής, και καθιστά επίφοβον και αυτοίς τοις δαίμοσιν. Η καρδία του επαξίως κοινωνήσαντος πληρούται χαράς αφάτου και θυμηδίας αρρήτου, ούτος μόνος αισθάνεται την επελθούσαν αλλοίωσιν, επί δε τω ανακαινισμώ αυτού ευφραίνεται. Αι αρεταί πάσαι περικοσμούσι την καρδίαν αυτού, πόθος δε αυτού είναι η μετά του Κυρίου ένωσις. Η ψυχική γαλήνη, ην δίδωσιν η συναίσθησις της μετά του Θεού διαλλαγής και κοινωνίας, και η βασιλεύουσα εν αυτώ ουρανία ειρήνη, κατοπτρίζονται επί του ιλαρού προσώπου, του επαξίως κοινωνήσαντος, πάσα δε αυτού η εξωτερική όψις μαρτυρεί την εσωτερικήν αυτού ηθικήν κατάστασιν, αγνότης και αθωότης, δύο περιστέφουσαι αυτόν χάριτες εισίν, αι προς πάντας περί αυτού ομιλούσαι.
Ιδού ο χαρακτήρ του αληθώς και επαξίως μεταλαμβάνοντος, τοιαύτα τα αποτελέσματα της θείας μεταλήψεως.
 Ταύτα έχων τις υπ' όψιν, πόσον δεν οικτείρει, ουχί πλέον τους αναξίως μεταλαμβάνοντας, ή τους μη δυναμένους εκ κωλύοντας αμαρτήματος να μεταλάβωσιν, αλλά τους εξ αδιαφορίας και περιφρονήσεως, ούτως ειπείν, προς την εκ της θείας μεταλήψεως προσγινομένην ωφέλειαν, ψυχικήν τε και σωματικήν απέχοντας της θείας Ευχαριστίας, διότι η υγεία της ψυχής επιδρά και επί της υγείας του σώματος, ως γινώσκομεν ότι συμβαίνει, και τανάπαλιν - τι είπωμεν περί αυτών; Τι καλέσωμεν αυτούς; Εις ποίαν τάξιν χριστιανών κατατάξωμεν αυτούς; Η στάσις αυτών προς τον χριστιανισμόν είναι τοιαύτη, οποίαν μόνον οι ψυχροί και αδιάφοροι έχουσιν, αλλ' άραγε ούτοι εισίν αληθείς χριστιανοί; Τούτο ημίν άδηλον ό,τι δε ημείς δυνάμεθα να γινώσκωμεν είναι, ότι οι τοιούτοι πελαγοδρομούσιν άνευ πυξίδας, άνευ πηδαλίου και άνευ κυβερνήτου, ουαί δε αυτοίς τη ημέρα εκείνη, ότε επαναστήσεται κατ' αυτών η θάλασσα και πνεύσουσιν ισχυροί οι άνεμοι και τα κύματα κατακλύσουσι το σκάφος αυτών. Έρημοι τότε και εστερημένοι της θείας παρηγορίας, θέλουσιν ατενίζει με οφθαλμόν ένδακρυν και με βλέμμα απελπισίας τα ανοιγόμενα προ των ποδών αυτών βάραθρα τα απειλούντα καταπόντισμόν και παντελή αφανισμόν. Προς τους τοιούτους μίαν έχομεν να αποτείνωμεν αδελφικήν συμβουλήν, να σπεύσωσι να κοινωνήσωσιν, όπως σωθώσι, διότι ουδεμία ετέρα υπάρχει σωτηρίας έξοδος.
Μετά την θείαν Ευχαριστίαν
Μετά την θείαν Ευχαριστίαν ύμνησον ευθύς και ευχαρίστησον τον Κύριον, διότι σε ηξίωσε να γίνης κοινωνός του σώματος και αίματος αυτού, δι' αξίων τη ημέρα έργων δίελθε αυτήν και αγίασον αυτήν και έχε αυτήν ως παράδειγμα και διά τας λοιπάς του βίου σου ημέρας, μη ανεχθής του λοιπού να λυπήσης τον Άγγελον τον φύλακα της ψυχής και του σώματος σου επιστρέφων εις τας πρώτας σου κακίας, ως ες λουσαμένη επί τον βόρβορον, και ως κύων επί το ίδιον εξέραμα, διότι δύσκολος έσται η επιστροφή σου, μη είπης, ότι και πάλιν μετανοώ και πάλιν καθαρίζομαι, διότι ουχί απολύτως εκ της ιδίας σου εξαρτάται θελήσεως η μετάνοιά σου και η σωτηρία σου, αλλά και εκ της θελήσεως του Θεού, διότι εις την σωτηρίαν του ανθρώπου δύο ενεργούσι παράγοντες, η χάρις του Θεού και η θέλησις του ανθρώπου.
Όθεν δέον αμφότεροι να συνεργασθώσιν, όπως το της σωτηρίας αποτέλεσμα επέλθη, η σωτηρία άρα ημών, ως μη εξαρτωμένη απολύτως εκ της ημετέρας βουλήσεως, δεν διατελεί υπό τας διαθέσεις ημών, διό και δεν δυνάμεθα να φρονώμεν, ότι είμεθα κύριοι της σωτηρίας ημών και ότι, οπόταν είναι ημίν αρεστόν, δυνάμεθα να μετανοώμεν και επιστρέφωμεν από των πονηριών ημών προς τον Κύριον, ουχί! ουχί!
 Αληθές, ότι ο Κύριος πάντας θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, αναμένει δε την μετάνοιαν του αμαρτωλού, ότι είπεν, «ου θέλω θελήσει τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν», αλλ' αναμένει τον αμαρτωλόν τον εξ αγνοίας αμαρτάνοντα, η τον εν γνώσει μεν αμαρτάνοντα συνεπεία ηθικής αδυναμίας, αλλά μη ολιγωρούντα διά τα ίδια αμαρτήματα, ουχί δε και τον εν γνώσει αμαρτάνοντα και περί των αμαρτιών αυτού ολιγωρούντα, επειδή ο τοιούτος ουδέποτε θέλει μετανοήσει, διότι επί σαθρών όλως θεμελίων οικοδομεί, και διότι φρονεί, ότι το γήρας θέλει φέρει την εξάλειψιν των παθών, την άρσιν των ελατηρίων προς την αμαρτίαν και την εύκολον προπαρασκευήν αυτού προς την μετάνοιαν, την άγουσαν προς την σωτηρίαν, φρονεί δε ότι η φυσική αδυναμία προς διάπραξιν της αμαρτίας είναι η οδός προς την σωτηρίαν! Πόσον πλανώνται οι τοιούτοι! Πόσον απέχουσιν ούτοι του αληθούς πνεύματος του χριστιανισμού και επομένως πόσον ολίγον δύνανται να ονομασθώσι χριστιανοί! Πόσον δε απέχουσι και του των χριστιανών κλήρου! Οι τοιούτοι πλανώνται αναμένοντες μετάνοιαν και σωτηρίαν, γνωστόν γενέσθω αυτοίς ότι σωτηρία ουκ εστίν αυτοίς, διότι ουδέ μετάνοια έσται, και ιδού διατί, διότι οι τοιούτοι δεν εξετίμησαν τον χριστιανισμόν, εισί δε οι κατά του Πνεύματος βλασφημήσαντες, διότι βλασφημία κατά του Πνεύματος δεν είναι μόνον το απρεπώς περί αυτού λαλήσαι και αντειπείν, αλλά και το εμμένειν τινά μετά την αμαρτίαν αδιάφορον και αμετανόητον, διότι ο μη μετά την αμαρτίαν μετανοών, ούτος ου μόνον τον θείον προσβάλλει νόμον, αλλά και τον νομοθέτην περιφρονεί και περιυβρίζει, απαξιών να δώση δίκας των πεπραγμένων επ' αυτού. Ο λόγος της πλάνης του αναβάλλοντος την μετάνοιαν είναι η τε άγνοια του πνεύματος του χριστιανισμού και η της σημασίας της μετανοίας, διότι ούτος αγνοών το χριστιανικόν δόγμα, «Έκκλινον από κακού και ποίει χρηστότητα», και το «άγιοι γίνεσθε», και το «φρόνιμοι γίνεσθε» και όλας τας λοιπάς χριστιανικάς εντολάς, δι' ων προτρεπόμεθα εις την αρετήν, φρονεί, ότι ο Θεός περί των σωμάτων μόνον φροντίδα ποιείται και ότι αυτά ζητεί να ώσιν απηλλαγμένα ρύπου, όθεν δήποθεν και αν προσλαμβάνεται ούτος, είτε εκ της ασθενείας του σώματος είτε εξ ετέρου τινός κωλύματος, ότι δε ούτω φρονούσι, τούτο δείκνυται εκ των σκέψεων και των φρονημάτων αυτών, μάλιστα δε εκ της περιλαλήτου κατάστασης πλέον φράσεως, όταν γηράσωμεν ουχί δι' αυτής θέλουσι να φανερώσωσι τον χρόνον της αδυναμίας και ανικανότητος προς αμαρτίαν;
  Ουχί λοιπόν αληθές, ότι ούτοι ουδέ μίαν περί πνευματικού βίου έχουσι γνώσιν; Ουχί αρετήν θεωρούσιν ως τω Θεώ αρέσκουσαν, την ανικανότητα προς την αμαρτίαν και την όπως δήποτε αποχήν από της αμαρτίας άνευ όμως της μορφώσεως της καρδίας, άνευ της προσκτήσεως αρετών και άνευ αγώνων, άνευ τελειώσεως κτλ.; Η ακριβής αυτή ομολογία αυτών περί του τρόπου, καθ' ον αντελήφθησαν το πνεύμα των ηθικών αρχών του Χριστιανισμού, διαβεβαιοί ημάς και περί της αληθείας, της αγνοίας της σημασίας της μετανοίας, ούτοι ταυτίζουσι την μετάνοιαν μετά της αδυναμίας προς την αμαρτίαν, διό και νομίζουσιν, ότι ευρίσκονται εν μετάνοια μη κατεργαζομενοι τα πονηρά, έστω και εξ αδυναμίας και ανικανότητος, διότι άλλως δεν θα εφρόνουν ως απόφαίνονται. Το τιθέναι την μετάνοιαν εν τη αδυναμία, ήτοι το λέγειν θα μετανοήσω όταν γηράσω, τουτ' αυτό δηλοί, ότι δεν έχει ο λέγων γνώσιν της σημασίας της λέξεως, διότι η μετάνοια ενώ είναι προϊόν του συναισθητικού, ούτοι εξαρτώσιν αυτήν εκ του βουλητικού, αν είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν να ορίσωσιν ό,τι δεν εξαρτάται εκ της βουλήσεως αυτών, και αν δύνανται να μετανοήσωσιν, αφού η συναίσθησις καθεύδη.
 Πόσον πλανάται, όστις νομίζει, ότι δύναται, χωρίς να διεγερθή η συναίσθησις, να αποφασίσει την μετάνοιαν αυτού. Εάν η συναίσθησις δεν διεγερθή, εις μάτην αποφασίζει περί της μετανοίας του, η μετάνοια προσκαλούμενη φεύγει, αδύνατον άρα ο τοιούτος να τύχη σωτηρίας. Αλλά και αν εννοήση ο τοιούτος, ότι η συναίσθησις είναι ο παράγων της μετανοίας, ουχ ήττον, εάν παραμέληση την ικανοποίησιν της προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης, πάλιν δεν δύναται να μετανοήση, διότι ο Θεός διά την μεγάλην κακίαν του πολλάκις αμαρτήσαντος και μη ικανοποιήσαντος την θείαν δικαιοσύνην δεν εγείρει εκ του ληθάργου την ναρκωθείσαν καρδίαν αυτού, αλλ' εγκαταλείπει αυτόν, όπως μη επιστρέψη, ιαθή και σωθή, ανάγκη άρα οι ορεγόμενοι σωτηρίας και μελλούσης ζωής να μη αναβάλλωσι την μετάνοιαν αυτών, αλλά να σπεύδωσι να μετανοήσωσι και έργα άξια της μετανοίας να πράττωσι, δι' ων η θεία ικανοποιείται δικαιοσύνη.
 

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:http://www.i-m-patron.gr/agiosnektarios/keimeno3.htm
 


Read more: http://www.egolpion.com/nektarios-efxaristia.el.aspx#ixzz2lwFC1Ypp

Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου «Το της Ιερωσύνης επάγγελμα»

Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου «Το της Ιερωσύνης επάγγελμα»



 
Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου
«Το της Ιερωσύνης επάγγελμα»
 
Απολογητικός (περί Ιεροσύνης),
μετ. Θ. Καστανά, εκδ. «Ενορίας», 1948, Αποσπάσματα.


     Είναι και κάτι άλλο τελευταίο και μεγαλύτερο από όσα είπα. (Προχωρώ, βλέπετε, στον κολοφώνα του λόγου και δεν θα πω ψέμα• γιατί δεν επιτρέπεται σ' αυτούς που μιλούν για τόσο υψηλά ζητήματα). Δεν ενόμιζα κι ούτε τώρα νομίζω, ότι το ίδιο είναι να βόσκη κανείς ποίμνιο ή βουκόλιο και το ίδιο να επιστατή ανθρώπινες ψυχές. Γιατί εκεί φθάνει κανείς να θρέψη ή να παχύνη το βουκόλιο ή το ποίμνιο, και σ' αυτόν τον σκοπό αποβλέποντας ο βουκόλος ή ο βοσκός θα πάη σε τόπους με άφθονο νερό και με καλό χόρτο, θα οδηγήση τα ζώα του από λιβάδι σε λιβάδι, θα τα ξεκουράαση, θα τα σκορπίση και θα τα συμμαζέψη, μερικά με το ραβδί του, τα περισσότερα με τη φλογέρα. Άλλη δουλειά δεν έχει ο βοσκός ή ο βουκόλος, παρά κάποτε κάποτε να πολεμήση λίγο με τους λύκους κι ίσως καμιά φορά να φροντίση για κανένα άρρωστο ζώο του. Η συνηθισμένη του φροντίδα είναι οι βελανιδιές, η σκιά, οι καλαμιές, να ξαπλωθή στο παχύ χορτάρι κοντά στο κρύο νερό, να στρώση κρεββάτι στη δροσιά και κάπου κάπου να τραγουδήση και κανένα ερωτικό κρατώντας το ποτήρι, να κουβεντιάση με τις αγελάδες ή τα πρόβατά του, κι απ' αυτά πάλι να φάη στο γλέντι του ή να πουλήση το παχύτερο. Για την αρετή όμως των ποιμνίων ή των βουκολίων δεν εφρόντισε ποτέ κανείς. Άλλωστε ποια είναι η αρετή των; Και ποιος εσκέφθηκε ποτέ τι είναι καλό γι' αυτά εμπρός στη δική του εξ εκείνων ηδονή;

Στους ανθρώπους όμως, αν είναι δύσκολο να ξέρη κανείς να είναι αρχόμενος, κινδυνεύει να είναι πολύ δυσκολώτερο να ξέρη κανείς πως να άρχη ανθρώπων, και μάλιστα τέτοιαν αρχή την ιδική μας των ιερέων, η οποία έχει θείους νόμους και οδηγεί τις ψυχές προς τον Θεό• και όσο είναι το ύψος και το αξίωμα αυτής της αρχής, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για όποιον έχει νου να το σκεφθή. Θα πρέπει, πρώτο και κύριο, όπως ο άργυρος ή ο χρυσός, όπως και να τον γυρίσης και σε όλων των ειδών τας περιστάσεις και τα πράγματα, πουθενά να μην έχη εντός του διόλου κατώτερο υλικό που δεν αντέχει στη δοκιμαστική φωτιά• αλλιώς, τόσο μεγαλύτερο κακό θα κάνη όσο περισσότερους κυβέρνα• γιατί βέβαια μεγαλύτερη είναι η κακία που προχωρεί σε πολλούς, από εκείνην που μένει μόνο ενός.
[...] Δεν ταιριάζουν τα ίδια σε όλους, δεν έχουν ούτε τις ίδιες σκέψεις ούτε τις ίδιες επιθυμίες η γυναίκα με τον άνδρα, ο γέρος με τον νέο, ο φτωχός με τον πλούσιο, ο χαρούμενος με τον λυπημένο, ο άρρωστος με τον γερό, οι άρχοντες κι οι πολίτες, οι σοφοί κι οι αμόρφωτοι, οι δειλοί και οι θρασείς, οι οργίλοι και οι πράοι. Όσοι προοδεύουν σε κάτι κι όσοι αποτυχαίνουν.
Κι αν τα εξετάσης λεπτομερέστερα, δεν ζουν το ίδιο οι περισσότεροι παντρεμένοι με τους άγαμους• ούτε πάλι οι ερημίτες όμοια με τους κοινωνικούς κι όσους έχουν μικτή ζωή• ούτε όσοι έχουν δοκιμασθή και ζουν στη θεωρία προς όσους αγωνίζονται• οι αστοί πάλι με τους αγρότες• οι ηθικώτεροι με τους πονηρότερους• οι έχοντες υποθέσεις με όσους έχουν παραιτηθή• ούτε όσοι κτυπήθηκαν από συμφορές μ' εκείνους που προχωρούν στη ζωή τους χωρίς εμπόδια και δεν εγνώρισαν το χειρότερο ο καθένας τους διαφέρει από τον άλλο στις επιθυμίες και τις ορμές συχνά περισσότερο απ' όσο σωματικά φαίνεται• αν θέλης, πρόσθεσε ακόμη και την ιδιαίτερη του καθενός μας ιδιοσυγκρασία. Δεν είναι εύκολο να κυβερνηθούν αυτά όλα.

Καθώς λοιπόν δεν προσφέρουν την ίδια θεραπεία και τροφή σε όλα τα σώματα, αλλά χρειάζονται διαφορετική οι γεροί και διαφορετική οι άρρωστοι, έτσι και τις ψυχές τις θεραπεύουν με ιδιαίτερη διδασκαλία και αγωγή. Μαρτυρούν τον καλό τρόπο της θεραπείας οι ίδιοι, που έχουν τα πάθη• άλλους τους συμμορφώνει η συμβουλή, άλλοι τακτοποιούνται με το παράδειγμα• άλλοι χρειάζονται παρόρμηση, άλλοι θέλουν χαλινό. Μερικοί είναι νωθροί και δυσκίνητοι στο καλό και χρειάζεται να τους ξυπνήση κανείς με το μαστίγωμα της διδασκαλίας άλλοι όμως είναι περισσότερο ευέξαπτοι και ακατάσχετοι στις ορμές, σαν τα γενναία άλογα που τρέχουν πέρα από το σημάδι της στροφής του σταδίου, κι αυτοί θα γίνονταν καλύτεροι με το σταμάτημα και το συγκράτημα της διδασκαλίας.
Άλλους τους ωφέλησε ο έπαινος, άλλους η επίπληξη, το καθένα στην κατάλληλη περίσταση, η αντίθετα τους έβλαψε, επειδή ήταν παράκαιρο και παράλογο. Άλλους τους εστερέωσε η παρηγοριά, άλλους το μάλωμα και τούτο πάλι σ' άλλους ήταν δημόσιος έλεγχος, σ' άλλους μυστική νουθεσία. Γιατί άλλων τους αρέσει να περιφρονούν την ιδιαίτερη νουθεσία και τους χρειάζεται για να σωφρονισθούν η καταδίκη των από το πλήθος κι άλλοι πάλι γίνονται αδιάντροποι με τους φανερούς ελέγχου, οδηγούμενοι στο αγαθό με τη μυστικότητα της επιπλήξεως και ανταποδίδοντας στη συμπάθειά μας την υπακοή τους.
 [...] Τούτο μόνο ξεπερνά τη δύναμή μου, το να παραδεχθώ ν' αναλάβω την αρχηγία και κυβέρνηση ψυχών και, χωρίς ακόμη να έχω μάθει καλά ούτε το πως να κυβερνώμαι ο ίδιος, χωρίς να έχω καθαρίσει την ψυχή μου όσο αρμόζει, να μου εμπιστευθούν επιστασία ποιμνίου.
Κι αυτό μάλιστα σε τέτοιες σήμερα περιστάσεις, όπου είναι προτιμότερο, βλέποντας τους άλλους αναστατωμένους και ταραγμένους, φεύγοντας δρόμο κανείς από τη μέση, απομακρυνόμενος με προφύλαξη, να γλυτώνη από τη ζάλη και το πηχτό σκοτάδι της αμαρτίας• σε καιρούς, όπου τα μέλη αντιμάχονται μεταξύ τους, και χάθηκε κι ό,τι υπόλοιπο αγάπης είχε μείνει. Άλλωστε, απόμεινε πια ο ιερεύς όνομα για τον τύπο, καθώς εξαπλώθηκε η περιφρόνηση στους άρχοντες κατά την προφητεία της αγίας Γραφής.

Και μακάρι να ήταν για τον τύπο• ενώ τώρα..., μα ας μην το ειπούμε, ας πέση στο κεφάλι των άθεων η βλασφημία. Ο φόβος έλειψε εντελώς από τις ψυχές• στη θέση του εμπήκε η αναίδεια• έρμαια στον τυχόντα είναι η θεογνωσία και τα βάθη του Πνεύματος. Εγίναμε όλοι ευσεβείς μόνο σ' ένα πράγμα, στο να κατηγορούμε τους άλλους ως ασεβείς. Χρησιμοποιούμε ως δικαστάς μας τους άθεους, ρίχνουμε τα άγια στους σκύλους και πετούμε μπροστά στους χοίρους τα μαργαριτάρια, κοινολογώντας τα ιερά σε αυτιά και ψυχές ασεβών. Εκτελούμε οι τρισάθλιοι ακριβώς τις επιθυμίες των εχθρών μας και δεν ντρεπόμαστε να ζούμε σε πλήρη ανηθικότητα. Ξένοι εντελώς προς την πίστιν μας, σωστοί Μωαβίται και Αμμανίται, οι οποίοι ούτε επιτρέπονταν να πλησιάσουν την Εκκλησία του Κυρίου, ερευνούν και αλωνίζουν μέσα στα αγιώτατά μας. Ανοίξαμε σ' όλους όχι τις πύλες της δικαιοσύνης, αλλά περάσματα εμπαιγμού και αυθαδείας εναντίον αλλήλων κι είναι για μας άριστος, όχι εκείνος που δεν εκστομίζει μάταιο λόγο από φόβο Θεού, αλλά όποιος τύχει να είπη εναντίον του άλλου τις περισσότερες κατηγορίες, είτε ανοιχτά, είτε υπονοούμενα• όποιος δηλαδή δημιουργεί ζητήματα με τη γλώσσα του, ή για να το πούμε πιο σωστά, χύνει σαν φίδι δηλητήριο.

Προσέχουμε ακόμη τις αμαρτίες των άλλων. Όχι για να πονέσουμε γι' αυτές, αλλά για να τους ειρωνευθούμε• Όχι για να τους θεραπεύσουμε, αλλά για να τους κτυπήσουμε απ' επάνω• κι έχουμε ως απολογία των δικών μας αμαρτιών τις παραβάσεις των άλλων! Παραδεχόμαστε καλούς και κακούς όχι κατά τα έργα τους, αλλά ανάλογα με την έχθρα ή τη φιλία μας• κι ό,τι επαινούμε στον ένα σήμερα, αύριο το κακίζουμε για τον άλλον κι όσα οι άλλοι καταγγέλλουν, εμείς τα καμαρώνουμε• και με προθυμία συγχωρούμε το κάθε τι στον άσεβη. Τόσο μεγαλόψυχοι είμαστε απέναντι της κακίας!

Όλα κατάντησαν όπως στην αρχή, όταν δεν υπήρχε κόσμος, ούτε η τωρινή τάξις και διαμόρφωση• τότε που ήταν όλα ανακατωμένα και ανώμαλα κι εχρειάζονταν το χέρι και τη δύναμη που τα ετακτοποίησε. Κι αν θέλης ακόμη, βρισκόμαστε σαν σε πόλεμο μέσα σε νυκτερινό σκοτάδι με το αμυδρό φως της σελήνης, χωρίς να ξεχωρίζουμε τις μορφές εχθρών και φίλων ή σαν σε ναυμαχία και ταραχή, με καταδρομή άνεμων και ισχυρήν ορμή ρευμάτων, μ' επιδρομή κυμάτων, με συγκρούσεις πλοίων, με συμπλοκή κονταριών, με φωνές κελευστών, με θρήνους πληγωμένων, πνιγμένοι από ξένους ήχους και σε κατάσταση απορίας, και μη έχοντας καιρό γι' ανδρείες πράξεις, αλλοίμονο τι παθαίνουμε, πέφτουμε ο ένας επάνω στον άλλον και σκοτωνόμαστε αναμεταξύ μας.

Και δεν είναι τέτοια η κατάσταση του λαού μόνο, ενώ οι ιερείς είναι καλύτεροι• παρά φαίνεται τώρα καθαρά να εφαρμόζεται το σαν κατάρα άλλοτε ειπωμένο, «εκατάντησε ο ιερεύς σαν το λαό». Κι ούτε πάλι είναι τέτοιοι οι πολλοί, ενώ οι ανώτεροι του λαού και προϊστάμενοι καλύτεροι• παρά κι αυτοί πολεμούν φανερά τους κληρικούς, χρησιμοποιώντας την ευσέβεια ως όπλο για να εξαναγκάσουν τους άλλους σε υπακοή. Κι όσοι μεν παθαίνονται για ζητήματα πίστεως και τα υψηλότατα θέματα της θεολογίας, κι εγώ δεν τους κατηγορώ• μάλιστα, για να ειπώ την αλήθεια και τους επαινώ και χαίρω μαζί τους και εύχομαι να είμαι κι εγώ ένας απ' αυτούς που αγωνίζονται για την αλήθεια και μισούν το ψεύδος• κι ακόμη μπορώ και να το καυχηθώ ότι θα είμαι. Γιατί προτιμότερος είναι ο επαινετός πόλεμος, από μιαν ειρήνη που μας χωρίζει από τον Θεό• και για έναν τέτοιον πόλεμο κάνει ωπλισμένο μαχητή τον πράον άνθρωπο το άγιο Πνεύμα, ώστε να μπορή να πολεμάη όπως πρέπει.

Τώρα όμως είναι μερικοί που αγωνίζονται για μικρά και ανωφελή πράγματα, και παίρνουν, όσους μπορούν, συμμάχους των του κακού με πολλή αμάθεια και θρασύτητα• κι έπειτα λένε σε όλα, προσβάλλεται η πίστις, και το σεβαστό αυτό όνομα το ανακατώνουν στις προσωπικές τους φιλονεικίες. Απ' αυτά, όπως είναι φυσικό, εγίναμε μισητοί στα έθνη, και τα χειρότερο, δεν μπορούμε να είπουμε ότι αδίκως μας κατακρίνουν εξευτελισθήκαμε ακόμη και στους απλούστερους από τους δικούς μας. Και δεν είναι καθόλου παράδοξο, ότι αυτό συμβαίνει με τους περισσότερους, αφού αυτοί μόλις θα μπορούσαν να δεχθούν κάτι καλό κι από τους καλούς ακόμη.

Έτσι μας κτυπούν εκ των όπισθεν οι αμαρτωλοί και όσα εμείς εφευρίσκουμε οι μεν εναντίον των άλλων, εκείνοι τα χρησιμοποιούν εναντίον όλων μας. Εκαταντήσαμε πρωτοφανές θέαμα, όχι σε αγγέλους και ανθρώπους, όπως ο γενναιότατος αθλητής Παύλος, όταν αγωνιζόταν εναντίον των αρχών και εξουσιών του σκότους• εμείς γινήκαμε θέατρο σ' όλους σχεδόν τους κακούς και σε κάθε περίσταση και τόπο, στην αγορά, στα συμπόσια, στις χάρες μας, στα πένθη μας. Εφθάσαμε ακόμη έως τη σκηνή των άσεμνων θεάτρων, και το λέω κλαίγοντας σχεδόν, και γελούμε με τις αισχρότητες• κατήντησε να μην υπάρχη για μας τίποτε άλλο ευχαριστότερο, ούτε διήγηση ή τραγούδι, ούτε παράσταση, από τον εμπαιζόμενο χριστιανό.

Αυτά μας προξενεί ο αναμεταξύ μας πόλεμος. Αυτά κάνουν οι αγωνιζόμενοι με μεγάλο ζήλο χάριν του αγαθού και πράου Ιησού. Αυτά όσοι αγαπούν τον Θεό με φανατισμό, που δεν χρειάζεται. Στο στάδιο δεν επιτρέπεται ν' αγωνίζεται κανείς στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα έξω από τους κανονισμούς αλλιώς, θα τον αποδοκιμάσουν με φωνές και θα τον ατιμάσουν και θα χάση τη νίκη ο εκβιαστής στην πάλη ή ο αγωνιζόμενος σε κάτι άλλο παράνομα και αντίθετα προς τους ορισμένους κανονισμούς του αγωνίσματος, έστω κι αν είναι γενναιότατος και τεχνικώτατος. Είναι λοιπόν δυνατόν ν' αγωνίζεται κανείς υπέρ Χριστού αντιχριστιανικά και θα υπηρετήσει ποτέ την ειρήνη του Χριστού, πολεμώντας γι' αυτήν κατά απαγορευμένο τρόπο; [...]


Από το περιοδικό «ΣΥΝΑΞΗ» τεύχος 42
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com



Read more: http://www.egolpion.com/ierosinis_epagelma.el.aspx#ixzz2lwEbjjXX

Αγίου Ι.Χρυσοστόμου: Περί Ιερωσύνης


Αγίου Ι.Χρυσοστόμου: Περί Ιερωσύνης


 
Περί Ιερωσύνης

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Έκδοση Αποστολικής Διακονίας
Απόσπασμα από τον δεύτερο λόγο

α. Η ιερωσύνη είναι μεγίστη απόδειξη της αγάπης προς τον Χριστό. 

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Και ποιο κέρδος θα μπορούσε να υπάρξη μεγαλύτερο, είπα, από το να φανούμε ότι κάνουμε αυτά που ο Χριστός είπε ότι είναι δείγματα της προς αυτόν αγάπης. Έτσι, διαλεγόμενος με τον κορυφαίο των αποστόλων λέγει, Πέτρε, με αγαπάς ; Μετά δε την ομολογία του τελευταίου, προσθέτει, Αν με αγαπάς, ποίμανε τα πρόβατά μου . Ρωτά δηλαδή ο διδάσκαλος τον μαθητή αν ηγαπάτο από αυτόν, όχι για να μάθη αν όντως αυτό συνέβαινε (πώς θα μπορούσε να πράξη κάτι τέτοιο ο ευρισκόμενος στις καρδιές όλων των ανθρώπων), αλλά για να μας διδάξη πόσο ενδιαφέρεται για την επιστασία των προβάτων αυτών. Αφού αυτό είναι φανερό, ομοίως και εκείνο θα είναι φανερό, ότι δηλαδή πολύς και ανυπολόγιστος θα είναι ο μισθός για εκείνον ο οποίος εργάζεται για το ποίμνιο που αγαπά ο Χριστός.
Εάν λοιπόν εμείς δούμε κάποιους να επιμελούνται των υπηρετών μας ή των ζώων μας και εύλογα θεωρούμε τη φροντίδα τους γι᾿ αυτά ως σημείο της προς ημάς αγάπης τους, καίτοι όλα αυτά αγοράζονται με χρήματα, τότε εκείνος ο οποίος εξαγόρασε το ποίμνιο αυτό όχι με χρήματα ή με συναφή υλικά ανταλλάγματα, αλλά με τον ίδιο του τον θάνατο, εκείνος ο οποίος έδωσε ως αντίτιμο της αγέλης το ίδιο του το αίμα, πόσο θα ανταμείψη εκείνους οι οποίοι ποιμαίνουν αυτήν; Γι᾿ αυτό λοιπόν όταν ο μαθητής είπε, Συ γνωρίζεις, Κύριε, ότι σε αγαπώ και επικαλέσθηκε ως μάρτυρα της αγάπης του τον ίδιο τον αγαπώμενο, ο Σωτήρας δεν αρκέσθηκε σ᾿ αυτό αλλά πρόσθεσε και το σημείο της αγάπης. Διότι ο Κύριος δεν ήθελε να αποδείξη πόσο τον αγαπούσε ο Πέτρος, αφού από πολλά μας είναι ήδη γνωστό αυτό, αλλά θέλησε να δείξη στον Πέτρο και σε όλους εμάς πόσο αγαπά την Εκκλησία του, ώστε και εμείς να δείξουμε φροντίδα γι᾿ αυτήν. Γιατί άραγε ο Θεός δεν σπλαγχνίσθηκε τον μονογενή του Υιό, τον οποίο είχε και μοναδικό, αλλά τον παρέδωσε; Για να συμφιλιώση και να φέρη κοντά του εκείνους οι οποίοι τον εχθρεύονταν και να τους καταστήση λαό περιούσιο. Γιατί ο Χριστός έχυσε το αίμα του; Για να φέρη στην ποίμνη του τα πρόβατα, τα οποία παρέδωσε στον Πέτρο και στους μετ᾿ εκείνον.
Εύλογα λοιπόν έλεγε ο Χριστός: Ποιος λοιπόν είναι ο πιστός και φρόνιμος δούλος, τον οποίο ο Κύριος θα τοποθετήση διαχειριστή στην οικία του; Και πάλι τα λόγια αυτά προκαλούν απορία, ο Κύριος όμως δεν τα έλεγε ευρισκόμενος σε απορία. Όπως για παράδειγμα ερωτώντας τον Πέτρο εάν ηγαπάτο από αυτόν δεν ήθελε να μάθη την αγάπη του μαθητή, αλλά ήθελε να δείξη το μέγεθος της δικής του αγάπης, έτσι και τώρα, λέγοντας, Ποιος είναι λοιπόν ο πιστός και φρόνιμος δούλος ; δεν αγνοούσε τον πιστό και φρόνιμο δούλο, αλλά ήθελε να δείξη το σπάνιο των προσόντων αυτών και το μέγεθος της εξουσίας που θα δινόταν στον δούλο. Βλέπε μάλιστα και το μέγεθος του βραβείου• Σε όλη του την περιουσία, λέγει θα τον καταστήση διαχειριστή.


β. Η υπηρεσία της ποίμνης του Χριστού είναι μεγαλύτερη από άλλες.

Θα εξακολουθήσης λοιπόν να αμφισβητής ότι σε απάτησα με καλή προαίρεση, τώρα που πρόκειται να γίνης επιστάτης όλων των υπαρχόντων του Θεού, θέση η οποία θα έφερνε τον Πέτρο σε εξέχουσα θέση έναντι των λοιπών αποστόλων, όπως είπε ο Κύριος• Πέτρε, με αγαπάς περισσότερο από αυτούς; Ποίμανε τα πρόβατά μου. Καίτοι δε θα μπορούσε να πη προς αυτόν, αν με αγαπάς, νήστευσε, κοιμήσου χάμω στη γη, κάνε συχνές αγρυπνίες, υπεράσπιζε τους αδικουμένους, γίνε πατέρας των ορφανών παιδιών και σύζυγος της μητέρας αυτών, όμως, αντί αυτών τι λέγει; Ποίμανε τα πρόβατά μου. Όσα δε προανέφερα πολλοί από τους αρχομένους θα μπορούσαν να τα επιτελέσουν με ευκολία, όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες, προκειμένου όμως περί της διακυβερνήσεως της Εκκλησίας και της επιμελείας τόσων πολλών ψυχών, η μεν γυναικεία φύση θα πρέπει να υποχωρήση ενώπιον του μεγέθους της εξουσίας, οι δε άνδρες στην πλειονότητά τους θα πρέπει να αποκλεισθούν επίσης.
Διότι θα πρέπει να προτιμηθούν εκείνοι οι οποίοι πλεονεκτούν πάρα πολύ έναντι των άλλων και είναι πολύ υψηλότεροι αυτών στο μέγεθος της ψυχικής αρετής, όπως υπερτερούσε στα σωματικά προσόντα ο Σαούλ από όλο το εβραϊκό έθνος, μάλλον δε ακόμη περισσότερο, αφού εδώ το μέτρο συγκρίσεως δεν αποτελεί το ύψος του ώμου. Όση είναι η διαφορά των αλόγων με τους λογικούς ανθρώπους, τόση είναι η απόσταση μεταξύ ποιμένα και ποιμαινομένων, για να μη πω και μεγαλύτερη. Τούτο δε είναι εύλογο, αφού ο υφέρπων κίνδυνος αναφέρεται σε πολυτιμότατα πράγματα.

Πράγματι, ο ποιμένας ο οποίος έχει χάσει πρόβατα, ή από διαρπαγή λύκων ή από κλοπή ληστών, ή από κάποια ασθένεια, ή από κάποια άλλη τυχαία αιτία, μπορεί να τύχη της συγγνώμης του κυρίου της ποίμνης, σε περίπτωση δε που ήγετο σε δίκη, η σοβαρότερη ζημία που θα μπορούσε να υποστή θα ήταν η καταβολή χρηματικού προστίμου. Αντίθετα, ο εμπιστευμένος τη φύλαξη ανθρωπίνων ψυχών, το λογικό ποίμνιο του Χριστού, κατ᾿ αρχήν μεν αποπληρώνει την απώλεια των προβάτων όχι με χρηματικό αντίτιμο, αλλά με την ίδια την ψυχή του, όπως και ο αγώνας του είναι μεγαλύτερος και δυσμενέστερος, αφού η μάχη του δεν διεξάγεται εναντίον λύκων, ούτε κατά ληστών, ούτε φροντίζει για την εξάλειψη κάποιας ασθενείας από την ποίμνη του. Προς ποίους όμως γίνεται ο πόλεμος και με ποίους διεξάγεται η πάλη; ʼκου τον μακάριο Παύλο, ο οποίος λέγει• Η πάλη μας δεν είναι κατά του αίματος και της σάρκας, αλλά κατά των αρχών και των εξουσιών, κατά των κοσμοκρατόρων του σκότους της εποχής μας, κατά των πονηρών πνευμάτων του ουρανού. Παρατηρείς το πλήθος των φοβερών εχθρών και άγριες φάλαγγες, οι οποίες δεν προστατεύονται από σιδερένιες πανοπλίες, αλλά από την ίδια τους τη φύση; Θέλεις να δης και άλλο στράτευμα σκληρό και ωμό, το οποίο είναι παρατεταγμένο κοντά στην ποίμνη; Και αυτό από την ίδια θέση θα το δης.

     Ο ίδιος ο Παύλος, ο οποίος μας μίλησε για τους ανωτέρω εχθρούς θα μας υποδείξη και αυτό με τα ακόλουθα περίπου λόγια• Φανερά είναι τα έργα της σάρκας, ήτοι, πορνεία, μοιχεία, ακάθαρτες επιθυμίες, ασέλγεια, ειδωλολατρία, μαγεία, έχθρες, έριδες, ζηλοτυπίες, θυμοί, φατριασμοί, συκοφαντίες, υπερηφάνεια, ακαταστασίες και πολλά άλλα, διότι δεν τα απαρίθμησε όλα, αφήνοντας από αυτά να κατανοήσουμε και τα υπόλοιπα. Όσον δε αφορά στον ποιμένα των αλόγων ζώων, οι θέλοντες να κλέψουν και να καταστρέψουν το ποίμνιο, όταν δουν τον ποιμένα να φεύγη εγκαταλείπουν την κατ᾿ αυτού μάχη και περιορίζονται στη διαρπαγή των προβάτων. Στην περίπτωσή μας όμως και αν ακόμη γίνουν κύριοι ολόκληρης της ποίμνης συνεχίζουν τον αγώνα κατά του ποιμένα με περισσότερο μάλιστα θράσος, δεν σταματούν δε μέχρι ή να τον καταβάλουν ή να ηττηθούν οι ίδιοι.

Επί πλέον, τα μεν νοσήματα των προβάτων είναι φανερά, είτε πείνα δηλαδή, είτε ασθένεια, είτε κάποιο τραύμα ή οποιοδήποτε άλλο είναι το πρόβλημα, αυτό είναι πάντοτε φανερό. Έτσι, όλα αυτά μπορούν να ιαθούν. Υπάρχει όμως και άλλος σοβαρότερος λόγος, ο οποίος οδηγεί στην ταχύτερη ίαση της ασθενείας, το γεγονός ότι οι ποιμένες έχουν τη δύναμη να καταναγκάζουν τα πρόβατα να δέχονται τη θεραπεία, όταν αυτά αρνούνται να συμμορφωθούν. Πράγματι, είναι εύκολο να τα δέσουν όταν πρόκειται να τα καυτηριάσουν ή να τα εγχειρήσουν ή να τα κρατήσουν κλεισμένα στο ποιμνιοστάσιο για πολύ καιρό, όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο, καθώς επίσης να τα αποτρέψουν από την πόση μολυσμένων υδάτων, εν γένει δε μπορούν να εφαρμόσουν με μεγάλη ευκολία όλες τις απαραίτητες μεθόδους, οι οποίες συμβάλλουν στην ανάκτηση της υγείας τους.


γ. Η ιερωσύνη απαιτεί μεγάλα και θαυμαστά ψυχικά προσόντα.

Όσον τώρα αφορά στις ασθένειες των ανθρώπων κατ᾿ αρχήν μεν δεν είναι εύκολο να διαγνωσθούν. Την ψυχή του ανθρώπου δεν τη γνωρίζει κανείς άλλος άνθρωπος, παρά μόνο η ίδια η συνείδησή του. Πώς λοιπόν κάποιος μπορεί να χορηγήση το κατάλληλο φάρμακο της ασθενείας, τη θεραπεία της οποίας μάλιστα δεν γνωρίζει, πολλές φορές δε τυγχάνει να μη μπορεί να κατανοήση ούτε αν κάποιος νοσή;

Όταν δε διαγνωσθή η ασθένεια, τότε ο πνευματικός ποιμένας αρχίζει να έχη περισσότερες δυσκολίες, διότι δεν είναι το ίδιο δυνατός κάποιος στη θεραπεία όλων των ανθρώπων, όπως συμβαίνει με τον ποιμένα των προβάτων. Μπορεί κάποιος και στην περίπτωση των ανθρώπων να δέση, να στερήση την τροφή, να καυτηριάση ή να εγχειρήση τον ασθενή, όμως η δύναμη της θεραπείας δεν ευρίσκεται στον προσάγοντα το φάρμακο, αλλά στον ασθενούντα. Αυτό κατενόησε και ο θαυμάσιος εκείνος άνδρας, ο οποίος έλεγε στους Κορινθίους• Δεν κυριεύουμε την πίστη σας, αλλά είμασθε συνεργοί της χαράς σας. Τούτο είναι εύλογο αφού στους Χριστιανούς, περισσότερο απ' ό,τι σε όλους τους άλλους, δεν επιτρέπεται η βίαιη επανόρθωση των πταισμάτων των αμαρτανόντων.

Πράγματι, ενώ οι κοσμικοί δικαστές όταν δικάζουν τους κακούργους χρησιμοποιούν όλη την εξουσία που διαθέτουν, ώστε να τους εμποδίσουν, άκοντες βέβαια, να συνεχίσουν το παράνομο έργο τους, οι πνευματικοί ποιμένες δεν πρέπει να βιάζουν, αλλά μάλλον να πείθουν τον αμαρτάνοντα. Τούτο διότι δεν μας έχει δοθή τέτοια εξουσία από τους νόμους, αλλά και αν είχε χορηγηθή δεν θα μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε, αφού ο Θεός επιβραβεύει τους απέχοντες από τη διάπραξη του κακού από δική τους προαίρεση και όχι μετά από άσκηση βίας. Για τον λόγο αυτό υπάρχει μεγάλη ανάγκη τεχνασμάτων, ώστε να πεισθούν εκούσια οι αμαρτάνοντες να δεχθούν τη θεραπεία των ιερέων, όχι μόνο αυτό δε, αλλά επί πλέον να αποδίδουν ευγνωμοσύνη σ᾿ αυτούς για τη χορηγηθείσα θεραπεία. Διότι αν ο αποθεραπευόμενος αμαρτωλός υποτροπιάση (αφού είναι απόλυτα ελεύθερος να το πράξη), τότε θα επιδεινώση την κατάστασή του.

Ομοίως, αν παραγνωρίση τους παραινετικούς λόγους, οι οποίοι κόβουν όπως ο σίδηρος, θα προσθέση με την καταφρόνηση αυτή και άλλο τραύμα και έτσι η θεραπευτική διαδικασία θα γίνη πρόξενος δυσμενέστερης ασθένειας, δεδομένου ότι δεν μπορεί να θεραπεύση κάποιος τον αμαρτωλό χωρίς τη θέλησή του.


δ. Η ιερατική διακονία είναι γεμάτη από δυσκολίες και κινδύνους.

Τι θα μπορούσε λοιπόν να κάνη κάποιος; Αν αντιμετωπίσης πραότερα κάποιον ο οποίος χρειάζεται τραχύτητα και δεν επιχειρήσης να επουλώσης την πληγή σε όλο της το βάθος όταν ο ασθενής το χρειάζεται, τότε θα καθαρίσης μεν την πληγή, αλλά δεν θα επουλώσης το τραύμα. Αν πάλι προβής στην απαραίτητη επέμβαση, πολλές φορές συμβαίνει ο ασθενής από τους πόνους να περιέρχεται σε απόγνωση και αφού πετάξη αμέσως όλα, το φάρμακο και τον επίδεσμο, συντρίβει τον ζυγό, διασπά τον δεσμό και ρίχνει τον εαυτό του σε βάραθρο. Γνωρίζω πολλούς, οι οποίοι εξώκειλαν σε απόλυτη ακολασία, επειδή τους είχαν επιβληθή επιτίμια ανάλογα με το βάρος της αμαρτίας τους.
Δεν πρέπει λοιπόν απλώς και μόνο το επιβαλλόμενο επιτίμιο να είναι ανάλογο του παραπτώματος, αλλά να λαμβάνεται υπ᾿ όψιν και η προαίρεση των αμαρτανόντων, μη τυχόν και συμβή στην προσπάθεια του πνευματικού ποιμένα να συρράψη τη ρωγμή, να προκληθή μεγαλύτερο σχίσμα, ή στην προσπάθειά του να ανασηκώση τον πεσόντα στην αμαρτία τον βυθίση περισσότερο σ᾿ αυτήν.

Για παράδειγμα, οι ασθενείς και ράθυμοι, οι οποίοι είναι μάλλον προσδεδεμένοι στην κοσμική τρυφή, επί πλέον δε και μεγαλοφρονούντες για την καταγωγή τους και την εξουσία που διαθέτουν, αν θεραπευθούν για τα αμαρτήματά τους με ήρεμο και σταδιακό τρόπο, μπορούν να απαλλαγούν, αν και όχι απόλυτα, τουλάχιστο από μερικά από τα ελαττώματά τους. Αν όμως κάποιος προσπαθήση να τους παιδεύση απότομα, τότε θα τους αποστερήση και τη δυνατότητα της ελάχιστης βελτιώσεως. Πράγματι, όταν η ψυχή εξαναγκασθή να αποβάλη τη ντροπή της απότομα, τότε περιπίπτει σε αναλγησία και πλέον ούτε σε προσηνείς λόγους υπακούει, ούτε με απειλές κάμπτεται, ούτε και με ευεργεσίες προτρέπεται, αντίθετα δε γίνεται πολύ χειρότερη της πόλεως εκείνης, για την οποία ο προφήτης κακίζοντας έλεγε• έλαβες την όψη της πόρνης και χάθηκε τελείως η ντροπή σου. Για τον λόγο αυτό ο ποιμένας πρέπει να διαθέτη φρόνηση και μυρίους οφθαλμούς, ώστε να εξετάζη από όλες τις πλευρές τη διάθεση της ψυχής.

Όπως δηλαδή πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αποδεχθούν θεραπεία με πικρά φάρμακα άγονται στην απόγνωση και χάνουν κάθε ελπίδα για τη σωτηρία τους, έτσι και εκείνοι οι οποίοι δεν δέχθηκαν την κατάλληλη παίδευση για τα αμαρτήματά τους εκτρέπονται σε ολιγωρία και γίνονται πολύ χειρότεροι, οδηγούμενοι στη διάπραξη μεγαλυτέρων αμαρτημάτων. Πρέπει λοιπόν ο ιερωμένος να μη αφήνη ούτε αυτές τις περιπτώσεις ανεξέταστες, αλλά οφείλει να τις διερευνά με ακρίβεια και να χορηγή την κατάλληλη θεραπεία, για να μην καθίσταται μάταιη η προσπάθειά τους. Έχει δε να πράξη πολλά, όχι μόνο στον τομέα αυτό, αλλά και στην επαναφορά στους κόλπους της Εκκλησίας των αποσχισθέντων μελών της.

Ο ποιμένας των προβάτων καταφέρνει πάντοτε να τα διατηρή στον έλεγχό του και αν κάποιο από αυτά εκτραπή της πορείας και αφού εγκαταλείψη τον πλούσιο βοσκότοπο μεταβή για την τροφή του σε άγονα και απόκρημνα χωράφια, αρκεί ο ποιμένας να φωνάξη δυνατά και θα καταφέρη να περιμαζέψη στην ποίμνη το πρόβατο που είχε χωρισθή από το κοπάδι. Αν όμως ο άνθρωπος απομακρυνθή από την ορθή πίστη, ο ποιμένας χρειάζεται να καταβάλη μεγάλη προσπάθεια, εξ ίσου δε να επιδείξη καρτερικότητα και υπομονή, διότι δεν μπορεί να προσελκύση με τη βία ούτε με τον φόβο κάποιον στην αλήθεια από την οποία εξέπεσε, αλλά πρέπει να επιτύχη τον στόχο αυτό με την πειθώ.

Πρέπει λοιπόν ο πνευματικός ποιμένας να διακρίνεται για τη γενναιότητα της ψυχής, ώστε να μη αποκάμνη και να μη απελπίζεται προκειμένου για τη σωτηρία των πλανωμένων, αλλά να σκέπτεται και να λέγη συνεχώς εκείνο• ίσως κάποτε ο Θεός τους δώση τη δύναμη να μετανοήσουν και να έλθουν στην επίγνωση της αλήθειας, ώστε να ανανήψουν από την παγίδα του διαβόλου. Για όλους αυτούς τους λόγους ο Κύριος, διαλεγόμενος με τους μαθητές του είπε• Ποιος είναι άραγε ο πιστός και φρόνιμος δούλος; Διότι εκείνος ο οποίος φροντίζει για την προσωπική του ηθική προκοπή ωφελεί μόνο τον εαυτό του, το κέρδος όμως από την ποιμαντική δραστηριότητα του ποιμένα διαβαίνει σ᾿ ολόκληρο τον λαό. Και αυτός ο οποίος δίδει ελεημοσύνες στους πτωχούς και υπερασπίζεται με διαφόρους τρόπους τους αδυνάτους, ωφελεί βέβαια και αυτός τους συνανθρώπους του, τόσο όμως λιγότερο από τον ιερέα, όσο διαφέρει το σώμα από την ψυχή. Εύλογα λοιπόν ο Κύριος είπε ότι η διαποίμανση των πιστών είναι απόδειξη της προς εκείνον αγάπης.



   Απόσπασμα από τον Τρίτο λόγο

  δ. Η ιερωσύνη είναι φρικτό μυστήριο, η καινοδιαθηκική δε φρικοδέστερη της παλαιοδιαθηκικής.
Η ιερωσύνη ασκείται μεν επί της γης, αλλά ανήκει στην τάξη των επουρανίων ταγμάτων. Τούτο δε είναι εύλογο, διότι την ιερωσύνη δεν την καθίδρυσε ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος, ούτε κάποια άλλη κτιστή δύναμη, αλλά ο ίδιος ο Παράκλητος, ο οποίος, αν και η ιερατική διακονία ασκείται από σαρκικά όντα, την καθιστά τέτοια ώστε να φαίνεται ότι ασκείται από αγγέλους.

Γι᾿ αυτό πρέπει ο ιερωμένος να είναι καθαρός, σαν να ευρίσκεται μεταξύ των ουρανίων δυνάμεων. Φοβερά και φρικωδέστατα ήσαν και τα σημεία της ιερωσύνης προ της ενσαρκώσεως του Χριστού, όπως οι κώδωνες, οι ροΐσκοι, οι λίθοι του στήθους και της επωμίδας, η μίτρα, η κίδαρις, ο ποδήρης χιτώνας, το χρυσό πέταλο, τα άγια των αγίων, η πολλή ηρεμία στο εσωτερικό του ναού. Αλλά όταν κάποιος εξετάση τα σχετικά προς την καινοδιαθηκική ιερωσύνη θα διαπιστώση ότι τα φοβερά και φρικωδέστατα εκείνα ήσαν μικρά και ότι το λεχθέν περί του νόμου αληθεύει και στην περίπτωση αυτή, ότι δηλαδή δεν αποτελεί δόξα η δόξα του παλαιού νόμου συγκρινόμενη προς την υπερβάλλουσα δόξα της Καινής Διαθήκης.

Όταν για παράδειγμα ιδής τον Κύριο να έχει θυσιασθή και να κείται επί της αγίας τραπέζης, τον δε ιερέα να στέκεται πάνω από το θύμα και να επεύχεται και όλους τους πιστούς να ερυθριάζουν από το τίμιο αίμα, τότε νομίζεις ότι ευρίσκεσαι ακόμη μεταξύ ανθρώπων και στέκεσαι πάνω στη γη, ή, αντίθετα, μεθίστασαι αμέσως στον ουρανό και αφού αποβάλεις κάθε σαρκική διάνοια από την ψυχή, τότε με γυμνή πλέον ψυχή και καθαρό νου βλέπεις όλο το ουράνιο βασίλειο; Τι θαύμα! Πόσο υπέροχη είναι η θεία φιλανθρωπία!

Ο καθήμενος με τον Πατέρα στον ουρανό, την ώρα εκείνη είναι κτήμα στα χέρια όλων των πιστών και γίνεται ο ίδιος προσφορά σ᾿ εκείνους οι οποίοι θέλουν να τον εναγκαλισθούν και να τον λάβουν. Αυτό δε μπορούν να το πραγματοποιήσουν όλοι, με τους οφθαλμούς της πίστεως. Σου φαίνονται λοιπόν αυτά άξια να καταφρονηθούν ή είναι τέτοια, ώστε να μπορεί κάποιος να επαρθή με αφορμή αυτά; Θέλεις να ιδής την υπεροχή της αγιαστικής δυνάμεως της ιερωσύνης αυτής και από άλλο θαύμα; Φέρε μπροστά σου τον Ηλία και τον παρόντα άπειρο όχλο, καθώς και την κείμενη πάνω στους λίθους θυσία. Όλοι σιωπούν και επικρατεί πολλή σιγή, ενώ μόνο ο προφήτης εύχεται ξαφνικά, η φλόγα από τον ουρανό πέφτει στον ιερό τόπο. Όλα αυτά είναι θαυμαστά και γέμουν από εκπληκτικά συμβάντα. Τώρα μεταφέρσου στα τελούμενα εδώ και δεν θα ιδής μόνο θαυμαστά, αλλά και πράγματα που υπερβαίνουν κάθε έκπληξη. Πράγματι, ο ιερέας στέκεται στο θυσιαστήριο και κατεβάζει στη γη όχι φωτιά, αλλά το ʼγιο Πνεύμα, προσεύχεται για αρκετό χρόνο όχι για να ριχθή από ψηλά κάποια φωτιά, η οποία θα κάψη τα προκείμενα θύματα, αλλά για να επέλθη η θεία χάρη στην επιτελούμενη θυσία, ώστε να ανάψη με αυτή τις ψυχές όλων και να τις καταστήση λαμπρότερες και από πυρωμένο άργυρο. Αυτή λοιπόν τη φρικοδέστατη τελετή ποιος θα μπορούσε να την περιφρονήση, εκτός από κάποιον μανιακό ή παράφρονα; Ή αγνοείς ότι σε καμμία περίπτωση ανθρώπινη ψυχή δεν θα μπορούσε να αντέξη τη φωτιά της θυσίας και όλοι θα αφανίζονταν αν δεν παρείχε μεγάλη βοήθεια η θεία χάρη.


  ε. Μεγάλη η εξουσία και η τιμή των ιερέων.

Διότι αν κάποιος καταλάβαινε το γεγονός ότι ενώ είναι άνθρωπος, αποτελούμενος ακόμη από σάρκα και αίμα, εντούτοις όμως μπορεί να προσεγγίση τη μακάρια και ακήρατη θεία φύση, τότε θα διαπίστωνε πόση τιμή επεφύλαξε στους ιερείς η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εξ άλλου δια μέσου εκείνων τελούνται όλα όσα ανέφερα, επί πλέον δε και άλλα όχι λιγότερο σπουδαία, προς χάριν της σωτηρίας μας.

Οι ιερείς, μολονότι κατοικούν στη γη και ασχολούνται και με τις επίγειες υποθέσεις, έλαβαν την εξουσία να ασκούνται με ουράνιες υποθέσεις, κάτι που δεν παραχωρήθηκε από τον Θεό ούτε στους αγγέλους ούτε στους αρχαγγέλους. Πράγματι, δεν λέχθηκε προς τους τελευταίους• όσα αμαρτήματα δέσετε στη γη θα είναι δεμένα και στον ουρανό, όσα δε συγχωρήσετε στη γη θα αφεθούν και στον ουρανό; Έχουν βέβαια και οι κυρίαρχοι της γης την εξουσία του δεσμείν, αλλά μόνο επί των σωμάτων, σε αντίθεση με την εξουσία των ιερέων, η οποία άπτεται της ψυχής των ανθρώπων και διαβαίνει στον ουρανό, όπου ο Θεός επικυρώνει τις πράξεις τους, όπως ο δεσπότης εγκρίνει τις ενέργειες των δούλων του.

Τι άλλο τους έδωσε, παρά ολόκληρη την ουράνια εξουσία; Όποιων, λέγει, συγχωρήσετε τις αμαρτίες θα είναι συγχωρημένες και όποιους δεν απαλλάσσετε θα είναι δεσμευμένοι. Ποια εξουσία θα μπορούσε να θεωρηθή μεγαλύτερη; Ό λη την εξουσία της κρίσεως των αμαρτιών την έδωσε ο Πατήρ στον Υιό, ο οποίος βλέπω να την παραχώρησε στους ιερείς, οι οποίοι εγκαθιδρύθηκαν σ᾿ αυτό το αξίωμα και μοιάζουν σαν να έχουν ήδη μετατεθή στους ουρανούς και να έχουν υπερβή την ανθρώπινη φύση, απαλλαγέντες από τα δικά μας πάθη.
Από την άλλη πλευρά, ενώ όταν ο βασιλιάς αναθέτει σε κάποιον από τους υπηκόους του την εξουσία να φυλακίζη όποιους θέλει και να τους ελευθερώνη, αποκτά περίβλεπτη και ζηλευτή θέση στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, εν τούτοις, υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι θεωρούν τη μέγιστη αυτή εξουσία που λαμβάνουν οι ιερείς από τον Θεό, η οποία είναι τόσο τιμιότερη από την προηγούμενη, όσο ο ουρανός από τη γη και η ψυχή από το σώμα, αλλοίμονο, τη θεωρούν τόσο μικρή και ασήμαντη, ώστε να μπορεί να περιφρονηθή η δωρεά αυτή από κάποιον που είχε την τιμή να αξιωθή αυτής.

Πρόκειται φυσικά για προφανή παραφροσύνη, να περιφρονή δηλαδή κάποιος τόσο μεγάλη εξουσία, χωρίς την οποία ούτε τη σωτηρία, ούτε τα επηγγελμένα αγαθά μπορούμε να επιτύχουμε. Διότι, αφού δεν μπορεί κάποιος να εισέλθη στη βασιλεία των ουρανών αν δεν αναγεννηθή με το ύδωρ και το Πνεύμα, αν δεν βαπτισθή δηλαδή, επί πλέον αφού εκείνος ο οποίος δεν τρώγει τη σάρκα και δεν πίνει το αίμα του Κυρίου εκβάλλεται από την αιώνια ζωή, αφού δε όλα αυτά δεν επιτελούνται παρά μόνο με τα χέρια του ιερέα, τότε πως θα μπορέση κάποιος να ξεφύγη από το πυρ της γέεννας ή να λάβη τους στεφάνους της μακαρίας ουράνιας δόξας αν από παραφροσύνη παραθεωρή το μέγεθος της ιερωσύνης;
 
 
στ. Οι ιερείς είναι διάκονοι των μεγαλύτερων δωρεών του Θεού.

Οι ιερείς είναι εκείνοι, στους οποίους ενεπιστεύθη η πνευματική μας αναγέννηση κατά τον τοκετό του βαπτίσματος. Δια των ιερέων ενδυόμαστε τον Χριστό, συνθαπτόμαστε με τον Υιό του Θεού και γινόμαστε μέλη του μακαρίου σώματός του, της Εκκλησίας.
Έτσι, οι ιερείς δικαίως θα έπρεπε να θεωρούνται από εμάς όχι μόνο σημαντικότεροι και φοβερότεροι στην εξουσία από τους άρχοντες και τους βασιλείς, αλλά και τιμιότεροι από τους γονείς μας. Διότι οι τελευταίοι μας γέννησαν σαρκικά, ενώ οι ιερείς καθίστανται αίτιοι της αναγεννήσεώς μας στη θεία βασιλεία, στην οποία εισερχόμαστε με αληθινή ελευθερία και γινόμαστε κατά χάριν υιοί Θεού. Το ιουδαϊκό ιερατείο είχε την εξουσία να απαλλάττει το σώμα από τη λέπρα, μάλλον δε μόνο να βεβαιώνη την ίαση των ασθενών γνωρίζω ότι το αξίωμα των ιερέων ήταν περίβλεπτο τότε.

Οι ιερείς της Καινής Διαθήκης από την άλλη πλευρά έλαβαν την εξουσία όχι τη λέπρα του σώματος, αλλά την ακαθαρσία της ψυχής να εκβάλλουν, όχι να επιβεβαιώνουν τον καθαρισμό της, αλλά να την απαλλάττουν πλήρως από τον μολυσμό της. Συνεπώς, εκείνοι οι οποίοι τους περιφρονούν είναι περισσότερο μιαροί και από τον κύκλο του Δαθάν και άξιοι μεγαλύτερης τιμωρίας, διότι αυτοί αν και αντεποιούντο την ιερατική εξουσία, όμως την είχαν σε μεγάλη υπόληψη και τούτο το έδειξαν με τον ζήλο τους προς τα καθήκοντα του ιερατείου.

Οι σημερινοί καταφρονητές του ιερατείου, τώρα που αυτό έλαβε τέτοια τιμή και υπόληψη, τολμούν από την αντίθετη προς εκείνους αφετηρία να κάνουν πολύ χειρότερα πράγματα. Διότι άλλο είναι η επιβουλή ενός αξιώματος και άλλο η περιφρόνησή του, διαφέρουν δε τόσο μεταξύ τους, όσο ο θαυμασμός από την παντελή καταφρόνηση. Ποια λοιπόν ψυχή θα μπορούσε να περιφρονήση τέτοια αγαθά; Δεν γνωρίζω βέβαια καμμία, εκτός και αν κάποια διαπνεόταν από δαιμονική επιρροή. Αλλά θα επιστρέψω και πάλι στο ίδιο σημείο, απ᾿ όπου ξέφυγα.

Ο Θεός δεν έδωσε μεγαλύτερη δύναμη στους ιερείς από τους φυσικούς γονείς για να τιμωρούν μόνο, αλλά και να ευεργετούν, τόση δε είναι η διαφορά μεταξύ αυτών, των γονέων δηλαδή και των ιερέων, όση μεταξύ της νυν και της μέλλουσας ζωής, διότι οι μεν γεννούν τέκνα στην παρούσα ζωή, οι δε γεννούν τους ανθρώπους στην αιώνια βασιλεία του Θεού. Οι γονείς εξ άλλου, δεν μπορούν ούτε από το σωματικό τους θάνατο να αμυνθούν, ούτε να αποκρούσουν κάποια νόσο η οποία τους προσέλαβε, οι ιερείς όμως πολλές φορές έσωσαν την κουρασμένη και οδηγούμενη στη απώλεια ψυχή, είτε με την ελάφρυνση της τιμωρίας, είτε με την πρόληψη της αμαρτίας, όχι μόνο με τη διδασκαλία και τη νουθεσία, αλλά και με τη βοήθεια των προσευχών. Και τούτο, διότι οι ιερείς έχουν την εξουσία να μας απαλλάσσουν όχι μόνο από την προπτωτική αμαρτία μας κατά τη στιγμή του βαπτίσματός μας στο λουτρό της παλιγγενεσίας, αλλά και από τις αμαρτίες που διαπράττουμε στη συνέχεια.
Λέγει ο απόστολος: Ασθενεί κάποιος συνάνθρωπός σας; Ας προσκαλέση τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, οι οποίοι ας προσευχηθούν και ας τον αλείψουν με έλαιο στο όνομα του Κυρίου. Η ευχή της πίστεως θα σώση τον ασθενούντα και ο Κύριος θα τον θεραπεύση. Και αν έχη διαπράξει κάποια αμαρτήματα θα του αφεθούν. Έπειτα, οι φυσικοί γονείς, εάν τα παιδιά τους έλθουν σε αντιδικία προς κάποιους από τους άρχοντες και τους ισχυρούς της γης, δεν μπορούν να τους προσφέρουν καμμία βοήθεια, οι ιερείς όμως όχι τους άρχοντες ή τους βασιλείς, αλλά πολύ περισσότερο αυτόν τον ίδιο τον Θεόν οργισθέντα τον εξευμένισαν πολλές φορές.

Μπορεί λοιπόν κάποιος μετά τα ανωτέρω να με κατηγορήση για περιφρόνηση της ιερωσύνης; Αντίθετα, πιστεύω, ότι μετά τα όσα είπα ευλάβεια θα καταλάβη τις ψυχές του ακροατηρίου, το οποίο θα κατακρίνη ως υπερηφάνους και θρασείς όχι εκείνους που αποφεύγουν την ιερωσύνη, αλλά εκείνους, οι οποίοι από μόνοι τους προσέρχονται σ᾿ αυτήν και δίδουν όλες τους τις δυνάμεις για να αποκτήσουν το ιερατικό αξίωμα. Αν λοιπόν εκείνοι, οι οποίοι ανέλαβαν την ευθύνη να εξουσιάζουν τα διάφορα κράτη, όταν τυγχάνει να μην είναι συνετοί και οξυδερκείς και τα κράτη τους καταστρέφουν και τους εαυτούς τους, τότε εκείνος ο οποίος ορίσθηκε να κοσμήση τη νύμφη του Χριστού, την Εκκλησία, πόση δύναμη, τόσο δική του όσο και από τον ουρανό, νομίζεις ότι χρειάζεται για να μη σφάλλη;


  ια. Η επιθυμία της φιλαρχίας πρέπει να εκβάλλεται από την ψυχή του ιερέα.


Κανείς όμως δεν πρόκειται να ανεχθή τέτοια συμπεριφορά. Είναι λοιπόν φοβερό το να επιδιώκη κάποιος με τόση εμμονή το επισκοπικό αξίωμα. Όλα δε αυτά δεν με φέρουν σε αντίθεση με τον απόστολο Παύλο, αντίθετα μάλιστα συνάδουν προς τα λόγια του. Τι λέγει εκείνος; Εάν κάποιος φιλοδοξή να αναλάβη τα ηνία κάποιας επισκοπής, τότε επιθυμεί κάτι αξιόλογο. Εγώ από τη μεριά μου είπα ότι είναι φοβερό πράγμα η επιθυμία του αξιώματος και της εξουσίας, όχι του λειτουργήματος. Αυτόν δε τον πόθο πρέπει κανείς με πολύ επιμονή να εξωθή από την ψυχή του και να μην επιτρέψη την κατάληψή της από αυτόν, ώστε να είναι σε θέση να ενεργή πάντοτε με ελευθερία.

Πράγματι, ο μη επιθυμών να αναδειχθή στο εν λόγω αξίωμα ούτε την καθαίρεση από αυτό φοβάται, μη φοβούμενος δε θα μπορούσε να πράττη τα πάντα με την προσήκουσα στους χριστιανούς ελευθερία, ενώ εκείνοι οι οποίοι φοβούνται και τρέμουν την έξωσή τους από το αξίωμά τους αναγκάζονται να φερθούν με δουλοπρέπεια και να υπομείνουν πολλά κακά, ωθούνται δε πολλές φορές στην εναντίωσή τους προς τους ανθρώπους και τον Θεό.
Δεν πρέπει λοιπόν η ψυχή να γέμη από τέτοιες επιθυμίες και φόβους, αλλά, όπως βλέπουμε τους γενναίους στρατιώτες στους πολέμους να μάχονται με προθυμία και να πέφτουν στο πεδίο της μάχης με ανδρεία, έτσι και εκείνοι οι οποίοι ανεβαίνουν στο επισκοπικό αξίωμα θα πρέπει και να ιερατεύουν και να αποχωρούν από αυτό με τον τρόπο που ταιριάζει σε άνδρες χριστιανούς, οι οποίοι γνωρίζουν ότι η καθαίρεση αυτή δεν επιφυλάσσει μικρότερο στέφανο από τη διατήρηση στην εξουσία.

Όντως, όταν κάποιος καθαιρεθή από το αξίωμά του για να μην αναγκασθή να διαπράξη ή να υπομείνη κάτι ανάξιο της τιμής της ιερωσύνης, τότε και την τιμωρία εκείνων οι οποίοι αδίκως τον καθήρεσαν επιβαρύνει και τον δικό του μισθό αυξάνει. Μακάριοι είσθε, λέγει, όταν σας ονειδίσουν και σας διώξουν και πουν εναντίον σας κάθε κακό λόγο ψευδόμενοι, εξ αιτίας του ονόματός μου. Τότε να χαίρεσθε και να αγάλλεσθε, διότι είναι μεγάλος ο μισθός που θα λάβετε στη βασιλεία των ουρανών.

Και όλα αυτά ισχύουν όταν κάποιος απομακρύνεται του αξιώματός του από τους συναδέλφους του ή από φθόνο, ή για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα κάποιων άλλων, ή από απέχθεια, ή από κάποιο μη ορθό λόγο. Όταν όμως συμβαίνει να υφίσταται κάποιος διώξεις από τους αντιπάλους του δεν νομίζω ότι είναι δυνατό με λόγια να περιγραφή το κέρδος που συσσωρεύουν σ᾿ αυτόν με την πονηρία τους οι διώκτες του. Πρέπει λοιπόν να ερευνάται με ενδελέχεια και ακρίβεια η ψυχή, μήπως υπάρχει κρυμμένος κάποιος σπινθήρας της επιθυμίας εκείνης.
Διότι και σ᾿ αυτούς ακόμη οι οποίοι από την αρχή είναι απαλλαγμένοι από το πάθος αυτό είναι θεμιτό να προσπαθούν να διαφύγουν από αυτό, όταν ανέλθουν στο επισκοπικό αξίωμα. Όταν μάλιστα κάποιος ο οποίος πριν ακόμη τιμηθή με το επισκοπικό αξίωμα κατέχεται από το φοβερό και αμείλικτο αυτό θηρίο, δεν μπορεί να λεχθή με λόγια σε ποια περιπέτεια ρίχνει τον εαυτό του μετά τη χειροτονία του. Εγώ δε (και μη νομίζεις ότι ψεύδομαι έναντί σου στην προσπάθειά μου να φανώ μετριοπαθής) κατέχομαι σε μεγάλο βαθμό από το πάθος της εξουσίας, το οποίο, μαζί με τα άλλα ελλαττώματά μου με φόβησε αρκετά και με έτρεψε στη φυγή από τη θέση για την οποία με εξέλεξαν.
Όπως δηλαδή οι αγαπώντες τις σωματικές ηδονές για όσο βρίσκονται κοντά στους ερωμένους αισθάνονται αφόρητη την επιθυμία να ικανοποιήσουν το πάθος τους, ενώ όταν απομακρύνονται από τα πρόσωπα που ποθούν διώχνουν από μέσα τους και την ερωτική μανία, έτσι και εκείνοι οι οποίοι φιλοδοξούν να καταλάβουν την επισκοπική εξουσία, όταν βρίσκονται κοντά στην πραγματοποίηση του στόχου τους το πάθος γίνεται αφόρητο, ενώ όταν κατανοήσουν ότι είναι μάταιο να αναμένουν οποιοδήποτε αξίωμα, τότε μαζί με την προσδοκία τους σβήνει και η επιθυμία τους.


      Απόσπασμα από τον τέταρτο λόγο

  α. Όχι μόνο οι επιδιώκοντες να εισέλθουν στον κλήρο, αλλά και οι αναγκαζόμενοι τιμωρούνται αυστηρά για τα αμαρτήματα και τα σφάλματά τους.


Αφού άκουσε όλα αυτά ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ και σιώπησε για λίγο, είπε: Αν είχες προσπαθήση ο ίδιος να ανέλθης στο επισκοπικό αξίωμα θα είχε υπόσταση ο φόβος σου αυτός. Αν κάποιος ομολογήση ότι είναι κατάλληλος να αναλάβη τη διοίκηση της επισκοπής, δεν είναι δυνατό μετά την εκλογή του να προφασίζεται την απειρία του για όσα λάθη διαπράξη. Ο ίδιος προκατέλαβε τον εαυτό του και αφήρεσε πλέον κάθε πρόφαση απολογίας αφού διεκδίκησε με περισσή σπουδή την ανάληψη της επισκοπικής διακονίας, κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να ισχυρισθή ο ανελθών στο επισκοπικό αξίωμα με τη θέλησή του, ότι ακούσια έσφαλε στο δείνα ή ακούσια έβλαψε τον δείνα. Διότι θα τον ερωτήση στο μέλλον ο δικαστής του, γιατί αφού γνώριζες ότι είσαι τόσο πολύ άπειρος και δεν είχες τις κατάλληλες διανοητικές δυνάμεις να ανταπεξέλθης στις απαιτήσεις του αξιώματος αυτού χωρίς να σφάλης, έσπευσες και τόλμησες να αναλάβης τη διαχείριση πραγμάτων πολύ μεγαλύτερων από τις δυνάμεις σου; Ποιός σε κατανάγκασε; Ποιός σε τράβηξε με τη βία ενώ εσύ προσπαθούσες να διαφύγης με κάθε τρόπο; Εσύ όμως δεν πρόκειται να ακούσης ποτέ τέτοια λόγια, ακόμη και αν υπάρχη κάποιο από τα αμαρτήματα αυτά να σου καταλογισθή, διότι σε όλους είναι καταφανές ότι τίποτα, ούτε μεγάλο ούτε μικρό, δεν έκανες για να καταλάβης το αρχιερατικό αξίωμα, αλλά άλλοι σε προώθησαν σ᾿ αυτό. Και όλα όσα αφορούν στην εκλογή σου και δεν παρέχουν τη δυνατότητα σ᾿ εκείνους να τύχουν συγγνώμης, σε σένα όμως το γεγονός αυτό σου δίδει το δικαίωμα να μπορής να απολογείσαι.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Μόλις τον άκουσα κούνησα το κεφάλι μου και μετά από ένα ήρεμο χαμόγελο τον θαύμαζα για την απλότητά του και ακολούθως του είπα: Θα ήθελα και εγώ, αγαπητέ μου φίλε, αυτά να είναι ακριβώς έτσι, όπως τα ανέφερες, όχι βέβαια για να μπορέσω να δεχθώ το αξίωμα το οποίο απέρριψα τώρα. Ακόμη και αν δεν ηπειλούμην από καμμία τιμωρία για τον τρόπο με τον οποίο θα επιμελούμην την ποίμνη του Χριστού, η χειρότερη τιμωρία για μένα θα ήταν να φανώ τόσο κακός έναντι εκείνου ο οποίος μου εμπιστεύθηκε τόσο μεγάλη αποστολή. Για ποιoν λόγο λοιπόν θα ευχόμουν η άποψή σου αυτή να μη καταρριφθή;
Για να μπορέσουν οι άθλιοι και ταλαίπωροι (έτσι πρέπει να ονομάζονται εκείνοι οι οποίοι δεν βρήκαν τον τρόπο να ανταπεξέλθουν θετικά στις απαιτήσεις της διακονίας αυτής, έστω και αν αναγκάσθηκαν, όπως λέγεις, να αχθούν στο επισκοπικό αξίωμα και έσφαλαν από άγνοια) να διαφύγουν το πυρ εκείνο το άσβεστο και το σκότος το εξώτερο και τον σκώληκα τον ατέρμονα και τη διχοτόμηση και την απώλεια μαζί με τους υποκριτές. Βέβαια δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί σου, διότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.
Και αν θέλης από τη βασιλεία πρώτα, της οποίας η αξία δεν είναι τόσο μεγάλη όσο της ιερωσύνης, θα ξεκινήσω για να σου αποδείξω την αλήθεια των όσων είπα. Ο Σαούλ, ο υιός του Κεις, δεν έγινε βασιλέας μετά από δική του προσπάθεια, αλλά όταν βγήκε σε αναζήτηση των όνων του και πήγε να συναντήση τον προφήτη για να τον ρωτήση σχετικά, αυτός του έκανε λόγο περί βασιλείας. Εν τούτοις, ο Σαούλ δεν αποδέχθηκε το αξίωμα, μολονότι η πρόταση έγινε από προφήτη, αντιτάχθηκε μάλιστα και αρνήθηκε λέγοντας: Ποιός είμαι εγώ και ποιο είναι το γένος μου;

Τι έγινε λοιπόν; Όταν έκανε κακή χρήση του αξιώματος που του δόθηκε από τον Θεό, τότε μπόρεσαν αυτά τα λόγια που είπε να τον απαλλάξουν από την οργή εκείνου που του παραχώρησε τη βασιλεία; Μολονότι δε θα μπορούσε να πη προς τον εγκαλούντα αυτόν Σαμουήλ. Μήπως εγώ επιδίωξα να γίνω βασιλέας; μήπως κατέλαβα τον βασιλικό θρόνο με τη βία; εγώ ήθελα να διάγω τον ήσυχο και απράγμονα βίο των ιδιωτών και εσύ με ανέδειξες στο αξίωμα αυτό. Αν έμενα σ᾿ εκείνη την ταπεινή κατάσταση θα απέφευγα όλες αυτές τις αντιξοότητες. Αν ήμουν ένας από τους πολλούς και ασήμους δεν θα μου είχε ανατεθή αυτό το έργο, ούτε ο Θεός θα μου έδινε την αρχηγία του πολέμου κατά των Αμαληκιτών και έτσι δεν θα διέπραττα το λάθος αυτό.

Όλα αυτά όμως αδυνατούν να στηρίξουν την απολογία, όχι μόνο δε είναι ανίσχυρα, αλλά και επικίνδυνα και μάλλον προκαλούν την οργή του Θεού. Ο τιμηθείς με το βασιλικό αξίωμα δεν πρέπει να προβάλλει το μέγεθος του αξιώματος ως απολογία για τα λάθη του, αλλά πρέπει να χρησιμοποιή την εξαιρετική εύνοια που του έδειξε ο Θεός για να επιτύχη τη βελτίωσή του. Αυτός που έλαβε μεγάλο αξίωμα και νομίζει ότι του επιτρέπεται για τον λόγο αυτό να αμαρτάνη, τίποτα άλλο δεν προσπαθεί να κάνη παρά να προβάλη ως αιτία των αμαρτημάτων του τη φιλανθρωπία του Θεού, κάτι που αποτελεί πάγια τακτική εκείνων οι οποίοι είναι ασεβείς και επιδεικνύουν ραθυμία στην προσωπική τους συμμόρφωση προς τις ηθικές αρχές.

       Αλλά εμείς δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε την όλη κατάσταση κατ᾿ αυτόν τον τρόπο, ούτε να κάνουμε το ίδιο με εκείνους τραγικό σφάλμα. Αντίθετα, πρέπει να προσπαθούμε πάντοτε να προσφέρουμε όσο μας είναι δυνατό και να χρησιμοποιούμε με ορθό τρόπο και τη γλώσσα μας και τη διάνοιά μας. Ούτε και ο Ηλί (για να αφήσουμε τη βασιλεία και να έλθουμε στην ιερωσύνη, για την οποία κάνουμε λόγο) προσπάθησε να καταλάβη το αξίωμά του. Σε τι λοιπόν τον ωφέλησε αυτό όταν αμάρτησε; Ο Ηλί δεν μπορούσε βέβαια να αποφύγη την ανάδειξή του στο ιερατείο ακόμη και αν ήθελε, διότι έτσι το απαιτούσε ο νόμος, αφού ανήκε στη φυλή του Λευί και κατά συνέπεια έπρεπε να δεχθή το αξίωμα λόγω της κληρονομικής μεταβιβάσεως αυτού στα μέλη της οικογενείας του. Και αυτός όμως τιμωρήθηκε πολύ σκληρά λόγω της ασωτίας των τέκνων του. Τι έπαθε δε και ο πρώτος αρχιερεύς των Ιουδαίων (Ααρών), για τον οποίο τόσα είπε ο Θεός στον Μωυσή; Το γεγονός ότι δεν μπόρεσε μόνος του να αντισταθή στη μανία τόσου πλήθους δεν τον έφερε στα πρόθυρα της απωλείας, από την οποία διέφυγε επειδή τελικά η βοήθεια του αδελφού του απομάκρυνε από πάνω του την οργή του Θεού;

Επειδή δε αναφέρθηκα στον Μωυσή, καλό είναι να αποδείξω την αλήθεια των λόγων μου και με κάποια από τα συμβάντα της ζωής του. Ο μακάριος Μωυσής προσπάθησε να αποφύγη με κάθε τρόπο την ανάληψη της ηγεσίας των Ιουδαίων, ακόμη και ενώ αυτή του είχε ανατεθή εκείνος ήθελε να παραιτηθή και ενώ ο Θεός τον διέτασσε να υπακούση εκείνος ηρνείτο μέχρι σημείου που εξόργισε τον προστάττοντα Θεό. Και όχι μόνο τότε, αλλά και όταν στη συνέχεια αναδείχθηκε τελικά ηγέτης των Ιουδαίων θα προτιμούσε με ευχαρίστηση να πεθάνη αν επρόκειτο να παραιτηθή από το αξίωμά του. Σκότωσέ με, λέγει, αν πρόκειται να με μεταχειρισθής έτσι. Τι συνέβη λοιπόν, όταν αμάρτησε στο περιστατικό του ύδατος, μπόρεσαν οι συνεχείς παραιτήσεις του να απολογηθούν υπέρ αυτού και να πείσουν τον Θεό να τον συγχωρήση; Και για ποιόν άλλο λόγο εστερείτο της επηγγελμένης γης αν όχι γι᾿ αυτό;

Για κανένα άλλο λόγο, όπως όλοι γνωρίζουμε, παρά για την αμαρτία αυτή δεν μπόρεσε ο θαυμάσιος εκείνος άνδρας να τύχη των ίδιων ευεργεσιών προς τους υπηκόους του. Έτσι, μετά από πολλούς άθλους και ταλαιπωρίες, μετά από πολέμους και νίκες, λόγω της αμαρτίας εκείνης, πέθανε έξω από τη γη για την οποία τόσο πολύ μόχθησε και ενώ ανταπεξήλθε στις τρικυμίες του πελάγους δεν μπόρεσε να απολαύση τα αγαθά που παρέχει ο ήσυχος λιμένας. Βλέπεις λοιπόν ότι όχι μόνο όσοι επιδιώκουν το αξίωμα, αλλά και εκείνοι οι οποίοι αναδεικνύονται σ᾿ αυτό με τις προσπάθειες των άλλων, κανείς από αυτούς δεν μπορεί να αποφύγη την απολογία για τα αμαρτήματά του.

Όταν λοιπόν οι παραιτηθέντες από το ιερατικό αξίωμα, στο οποίο τη χειροτονία κάνει ο ίδιος ο Θεός, υποβλήθηκαν σε τόσο βαρειά τιμωρία και τίποτα δεν κατόρθωσε να τους απαλλάξη από τον κίνδυνο αυτόν, ούτε τον Ααρών, ούτε τον Ηλί, ούτε τον μακάριο εκείνο άνδρα, τον άγιο, τον προφήτη, τον θαυμαστό, τον πραότερο όλων των ανθρώπων επί της γης, τον ομιλούντα ως φίλο του Θεού, τότε, εγώ, ο οποίος τόσο υπολείπομαι της αρετής εκείνου, με δυσκολία θα στηρίξω την απολογία μου προβάλλοντας ως αιτιολογικό τη συνείδηση ότι δεν επιδίωξα να καταλάβω το επισκοπικό αξίωμα. Και μάλιστα όταν πολλές από τις χειροτονίες στον επισκοπικό βαθμό δεν γίνονται μόνο με την επίνευση της θείας χάριτος, αλλά και με την προσπάθεια των ανθρώπων.

Τον Ιούδα τον επέλεξε ο Θεός και τον συγκαταρίθμησε στον άγιο χορό των αποστόλων, εγχειρίζοντάς του μαζί με τους άλλους μαθητές του την αποστολική αξία. Σ᾿ αυτόν δε ανέθεσε και μία επί πλέον διακονία, τη διαχείριση των χρημάτων. Τι συνέβη λοιπόν; Επειδή χρησιμοποίησε αρνητικά και τα δύο αυτά αξιώματα και πρόδωσε εκείνον που του ανέθεσε την εξουσία να κηρύττη, όσα δε του είχε αναθέσει να διαχειρίζεται τα κατασπατάλησε, ξέφυγε την τιμωρία; Για τον λόγο ακριβώς αυτό τιμωρήθηκε σκληρότερα και απολύτως φυσιολογικά έγινε αυτό. Διότι δεν πρέπει κάποιος να καταχράται την τιμή που του παραχωρείται από τον Θεό και να προσκρούη σ᾿ αυτόν, αλλά μάλλον πρέπει να τη χρησιμοποιή ώστε να αρέση στον Θεό.

Εκείνος ο οποίος έχει τιμηθή περισσότερο από τον Θεό, όταν αξιώνη να αποφύγη να τιμωρηθή για όσα θα έπρεπε, κάνει κάτι παρόμοιο με κάποιον από τους απίστους Ιουδαίους, ο οποίος ακούγοντας τον Χριστό να λέγη ότι, Αν δεν ερχόμουν να κηρύξω σ᾿ αυτούς δεν θα είχαν αμαρτία και αν δεν έκανα θαύματα σ᾿ αυτούς, τα οποία κανείς άλλος δεν έκανε δεν θα είχαν αμαρτία, θα εγκαλούσε τον Σωτήρα και ευεργέτη λέγοντας: Γιατί ήλθες και κήρυξες και έκανες θαύματα, για να μας τιμωρήσης περισσότερο; Τα λόγια όμως αυτά είναι ανθρώπου μανιακού, ο οποίος έχει περιέλθει σε σημείο πλήρους παραλογισμού.

Ο ιατρός δεν ήλθε για να σε κατακρίνη, αλλά μάλλον για να σε θεραπεύση. Δεν ήλθε για να σε παραθεωρήση ενώ νοσείς, αλλά για να σε απαλλάξη πλήρως από τη νόσο σου. Συ όμως αποστέρησες ο ίδιος τον εαυτό σου από τα θεραπευτικά του χέρια,  δέξου λοιπόν πιο αυστηρή την τιμωρία. Αν δεχόσουν τη θεραπεία θα είχες απαλλαγή από τα προγενέστερα κακά, όμως επειδή όταν τον είδες να πλησιάζη έφυγες, δεν θα μπορέσης πλέον να απαλλαγής από αυτά και θα τιμωρηθής και γι᾿ αυτά. Και για όσες πράξεις σου, με τις οποίες κατέστησες μάταιο το έργο του, όσο αυτό σου είναι δυνατό, για όλες αυτές τις πράξεις δεν θα υπομείνης, μετά την τιμή που σου έκανε ο Θεός, τα ίδια βάσανα με εκείνα τα οποία θα υφίστασο προ της τιμητικής του παρεμβάσεως στον κόσμο.
Η τιμωρία σου θα είναι πολύ σφοδρότερη μετά την παρέμβαση. Εκείνος ο οποίος δεν γίνεται αγαθός με τις ευεργεσίες δικαίως θα πρέπει να λάβη πικρότερη τιμωρία. Επειδή λοιπόν απέδειξα ότι η δικαιολογία που ανέφερες είναι αστήρικτη και όχι μόνο δεν σώζει όσους καταφεύγουν σ᾿ αυτήν, αλλά και καθιστά δυσχερέστερη τη θέση τους, ας βρούμε κάποια άλλη ασφαλέστερη.


  β. Οι χειροτονούντες αναξίους υπόκεινται στην ίδια τιμωρία και αν ακόμη αγνοούν το ποιόν των χειροτονουμένων.

Διότι, όπως στους εκλεγέντες δεν είναι αρκετή για να απολογηθούν η πρόφαση, δεν ήλθα αυτόκλητος, ούτε γνώριζα εκ των προτέρων τις δυσκολίες του αξιώματος για να αποφύγω, έτσι και τους χειροτονούντες δεν θα τους ωφελούσε σε τίποτα αν έλεγαν ότι αγνοούν τον χειροτονηθέντα. Ακριβώς όμως για τον λόγο αυτό το σφάλμα τους μεγιστοποιείται, διότι εξέλεξαν κάποιον που αγνοούσαν και η θεωρούμενη ως απολογία αυξάνει το βάρος της κατηγορίας.
Πώς είναι δυνατό να κατανοηθή το γεγονός ότι ενώ όταν πρόκειται να αγοράσουν κάποιον δούλο τον υποβάλλουν σε ιατρικές εξετάσεις, απαιτούν την ύπαρξη εγγυητών για την αγορά τους αυτή, ζητούν πληροφορίες από τους γείτονες και μετά από όλα αυτά ακόμη αμφιβάλλουν και απαιτούν μακρύ χρόνο δοκιμασίας του δούλου, αντίθετα, όταν πρόκειται να εκλέξουν κάποιον σε τόσο υψηλό λειτούργημα απλώς και ως έτυχε εγκρίνουν οποιονδήποτε, επειδή έτσι φάνηκε καλό στον δείνα να δώση τη μαρτυρία του υπέρ κάποιου ή διότι απεχθανόταν τους άλλους υποψηφίους, χωρίς να προβαίνουν σε καμμία άλλη εξέταση;

Ποιος λοιπόν θα μας προστατεύση τότε, όταν αυτοί που οφείλουν να παρέχουν προστασία χρειάζονται οι ίδιοι προστάτες; Πρέπει λοιπόν και ο χειροτονών να προβαίνη σε ενδελεχή έρευνα περί του υποψηφίου, πολύ δε περισσότερο από αυτόν πρέπει να ερευνά τις δυνάμεις του ο ίδιος ο χειροτονούμενος. Διότι αν και θα έχη συμμετόχους στην τιμωρία που θα υποστή για όσα αμαρτήση τους εκλέκτορές του, όμως και ο ίδιος δεν είναι απηλλαγμένος της τιμωρίας, μάλιστα δε υπέχει μεγαλύτερη ευθύνη σε περίπτωση που οι εκλογείς δεν αποφάσισαν με βάση ανθρώπινα κριτήρια, αλλά εκτιμώντας με εύλογο τρόπο τις αντικειμενικές συνθήκες.
Αντίθετα, αν οι τελευταίοι καταγνωσθούν ότι μολονότι γνώριζαν καλά το ποιόν του υποψηφίου, εν τούτοις τον προήγαγαν στην επισκοπή με βάση προσωπικά κίνητρα, θα αντιμετωπίσουν την ίδια τιμωρία, ίσως δε και μεγαλύτερη, διότι εξέλεξαν το μη κατάλληλο πρόσωπο. Διότι εκείνος ο οποίος έδωσε την εξουσία στον αποβλέποντα στη διαφθορά της Εκκλησίας, αυτός θα είναι αίτιος των κακών πράξεων του τελευταίου.

Ακόμη δε και αν ισχυρισθή ότι δεν είναι υπεύθυνος όλων αυτών των κακών, διότι απατήθηκε από τη γνώμη των πολλών περί του υποψηφίου και πάλι δεν θα παραμείνη ατιμώρητος και θα αντιμετωπίση απλώς λίγο ηπιότερη καταδίκη από τον χειροτονηθέντα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι οι μεν εκλέκτορες μπορούν να προβούν σε μία τέτοια εκλογή επειδή φυσιολογικό είναι να έχουν απατηθή από την κοινή γνώμη, όμως οι εκλεγέντες δεν θα μπορούσαν να πουν ότι αγνοούσαν τους εαυτούς τους, όπως συνέβαινε με τους άλλους. Επειδή λοιπόν οι εκλεγέντες θα τιμωρηθούν βαρύτερα από τους εκλογείς τους, πρέπει να προβαίνουν σε ακριβή δοκιμασία της ψυχής τους. Και αν οι τελευταίοι αγνοούν τον χαρακτήρα του υποψηφίου, τότε αυτός πρέπει να τους ενημερώση περί της πραγματικότητας και να άρη την ψευδή εικόνα, που έχει σχηματισθή γι᾿ αυτόν, αφού δε αποδείξη ότι είναι ανάξιος για την εκλογή να αποφύγη το μέγεθος του υψηλού αυτού λειτουργήματος.
    
     Γιατί, όταν πρόκειται να αποφασισθή περί του στρατεύματος, του εμπορίου, της γεωργίας και των άλλων βιοτικών επαγγελμάτων, ούτε ο γεωργός θα επέλεγε να κυβερνήση πλοίο, ούτε ο στρατιώτης να καλλιεργήση, ούτε ο κυβερνήτης πλοίου να ηγηθή στρατεύματος ξηράς, ακόμη και αν απειλούντο με μυρίους θανάτους; Είναι φανερό ότι ο καθένας τους προβλέπει τον κίνδυνο που πηγάζει από την απειρία.
Αφού λοιπόν τόσο φροντίζουμε όταν πρόκειται να προκληθή ζημία στα μικρά πράγματα και δεν υποκύπτουμε στις διάφορες πιέσεις, πως είναι δυνατόν όταν επαπειλείται η αιώνια κόλαση για τους μη κατάλληλους να αναλάβουν το ιερατικό αξίωμα, να αναδεχόμεθα με μεγάλη ευκολία τον μεγάλο αυτό κίνδυνο, προβάλλοντες τη βία που μας ασκούν οι άλλοι. Δεν πρόκειται φυσικά να ανεχθή τέτοιες προφάσεις ο Θεός όταν θα μας κρίνη στη βασιλεία του. Διότι θα έπρεπε να επιδεικνύουμε πολύ περισσότερη προσοχή απ᾿ ό,τι στα σωματικά όταν πρόκειται να λάβουμε αποφάσεις περί πνευματικών ζητημάτων.

Αντίθετα, τώρα ούτε την ίση επιμέλεια τουλάχιστον δεν επιδεικνύουμε. Πες μου, αν για παράδειγμα έχουμε την υπόνοια ότι κάποιος είναι οικοδόμος ενώ δεν είναι στην πραγματικότητα και τον καλέσουμε να εργασθή για μας, αυτός δε ανταποκρινόταν θετικά και στη συνέχεια αφαιρούσε από την οικοδομική ύλη τα ξύλα και τους λίθους• θα έκτιζε έτσι μία ακατάλληλη οικοδομή, η οποία αμέσως θα γκρεμιζόταν. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε ο δήθεν οικοδόμος να επικαλεσθή στην απολογία του το γεγονός ότι αναγκάσθηκε από άλλους να κτίση την οικοδομή και δεν ήλθε αυτεπάγγελτα; Καθόλου, όπως είναι φυσικό και δίκαιο. Θα έπρεπε να εγκαταλείψη το εγχείρημα αυτό ακόμη και αν τον καλούσαν και άλλοι περισσότεροι.
Αφού λοιπόν εκείνος ο οποίος αφαιρεί τα ξύλα και τους λίθους από την πρώτη οικοδομική ύλη δεν είναι δυνατό να μην καταδικασθή, είναι δυνατό εκείνος ο οποίος οδηγεί τις ψυχές στην απώλεια και αμελεί την οικοδομή του εκκλησιαστικού σώματος να νομίζη ότι μπορεί να διαφύγη την καταδίκη προφασιζόμενος την πίεση των άλλων; Δεν είναι παράλογο αυτό; Και δεν προσθέτω καθόλου ότι κανείς δεν μπορεί να αναγκάση εκείνον που δεν θέλει να κάνη κάτι να το πράξη.
Έστω όμως ότι αυτός αναγκάσθηκε να υπομείνη πολύ μεγάλη πίεση και πολυποίκιλα τεχνάσματα για να υποκύψη. Άραγε εξαιρείται αυτός της κολάσεως; Μη, σε παρακαλώ, ας μη απατάμε τόσο πολύ τους εαυτούς μας και ας μη υποκρινόμασθε ότι αγνοούμε πράγματα τα οποία είναι φανερά και στα μικρά παιδιά. Διότι σε καμμία περίπτωση δεν θα μας βοηθήση να αποποιηθούμε τις ευθύνες μας η προσποίηση της αγνοίας.

Δεν αγωνίσθηκες ο ίδιος να αναλάβης το επισκοπικό αξίωμα, επειδή συνειδητοποίησες την αδυναμία σου. Πολύ καλά έπραξες. Θα έπρεπε λοιπόν με το ίδιο αιτιολογικό να αποφύγης την εκλογή και σε περίπτωση που και άλλοι σε καλούσαν να αποδεχθής την εκλογή σου. Ή, όταν μεν κανείς δεν σε πρότεινε για το αξίωμα αυτό ήσουν αδύναμος και ακατάλληλος, επειδή δε βρέθηκαν κάποιοι να σε προβάλουν έγινες ξαφνικά δυνατός; Αυτά είναι γελοία και ανόητα και άξια της χειρότερης τιμωρίας.
Για τον λόγο αυτό και ο Κύριος παραινεί εκείνον ο οποίος επιθυμεί να οικοδομήση πύργο, να μη τοποθετήση τα θεμέλια προτού αναλογισθή τη δύναμή του, ώστε να μη παράσχη αφορμή χλευασμού. Η ζημία αυτού όμως φθάνει μέχρι τη γελοιοποίηση, ενώ στην περίπτωσή μας επίκειται η κόλαση, το πυρ το άσβεστο και ο σκώληκας ο ατέρμονας και ο βρυγμός των οδόντων, το σκοτάδι το εξώτερο, η διχοτόμηση και η συγκαταρίθμηση με τους υποκριτές. Όμως οι κατήγοροί μου τίποτα από όλα αυτά δεν θέλουν να δουν. Τότε πραγματικά θα έπαυαν να μέμφονται τον μη θέλοντα να οδηγηθή σε μάταιη απώλεια.

Η περίπτωσή μας δεν αφορά στη διαχείριση σίτου και κριθαριού, ούτε βοδιών και προβάτων, η δε σκέψη μας δεν περιστρέφεται γύρω από τέτοια πράγματα, αλλά γύρω από το ίδιο το σώμα του Ιησού Χριστού. Πράγματι, η Εκκλησία του Χριστού, κατά τον μακάριο Παύλο, είναι σώμα του Χριστού και πρέπει ο αναλαβών την επιμέλειά του να εργάζεται ώστε να του προσδίδη ευεξία και άπειρο κάλλος και να προσέχη παντού για την ύπαρξη κάποιου σπίλου ή ρυτίδας ή κάποιου άλλου παρόμοιου ψόγου, που καταστρέφει την ευπρέπειά του.
Και σε τι άλλο συνίσταται η αποστολή του επισκόπου από το να αναδείξη το σώμα αυτό άξιο της άσπιλης και μακαρίας κεφαλής του, όσο είναι δυνατό στις ανθρώπινες δυνάμεις; Αν δε οι ασχολούμενοι με τη σωματική εκγύμναση έχουν ανάγκη ιατρών, προπονητών, ειδικού διαιτολογίου, συνεχούς ασκήσεως και πολλών άλλων ειδικότερων αναγκών (διότι και το παραμικρό αν παραβλέψουν είναι ικανό να τους ανατρέψη όλη την προσπάθεια), οι εκλεγμένοι να υπηρετούν το σώμα του Χριστού, το έργο των οποίων δεν είναι σχετικό με την εκγύμναση των σωμάτων, αλλά αφορά στις αόρατες δυνάμεις, πώς θα μπορέσουν να το διαφυλάξουν ακέραιο και υγιές αν δεν υπερβαίνουν κατά πολύ την ανθρώπινη αρετή και δεν γνωρίζουν την κατάλληλη θεραπεία για κάθε ψυχή;

 


Read more: http://www.egolpion.com/xrusostomos_ierwsunh.el.aspx#ixzz2lwEAbils