Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Η ΕΞΟΔΟΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΑΝΑΝΗΨΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



Η ΕΞΟΔΟΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΑΝΑΝΗΨΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



Η ΕΞΟΔΟΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
ΑΝΑΝΗΨΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Απόσπασμα από το Β’ κεφάλαιο του εξαιρετικού βιβλίου:
ΑΜΑΡΤΙΑ: ΕΝΟΧΗ Ή ΠΕΝΘΟΣ;
(Δείτε τα περιεχόμενά του εδώ)
Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ.Θ 
Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας 

1. Το πένθος της αμαρτίας
«Όταν κατεχόμαστε από λύπη, πόνο, πένθος, η καρ­διά μας μεταφέρεται σε παγκόσμιες διαστάσεις και αισθανόμαστε πόνο όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά για όλη την ανθρωπότητα, σε σημείο που με την προσωπική μας πείρα μπορούμε να ζήσουμε την τραγική μοίρα, τον τρόμο και την απελπισία καθενός από τους ανθρώπους. Θυμόμαστε το πλήθος αυτών που πέθαναν και αυτών που πεθαίνουν. Μπορεί η θλίψη μέχρις ένα σημείο να ξεπερνά την αντοχή μας. Τότε, όταν ο νους και το σώμα δεν μπορούν να συμ­βαδίσουν με το πνεύμα, το πνεύμα μόνο συνεχίζει ν' ακολουθεί το Χριστό στη σταύρωση, τον τάφο, μέσα στο βάθος της αγωνίας του εξαιτίας της αγάπης του για το ανθρώπινο γένος»103.
Εάν η αμαρτία δεν είναι παράβαση των ηθικών μέ­τρων της ανθρώπινης κοινωνίας ή οποιασδήποτε άλλης νομικής διατάξεως και απλώς μας αποκόπτει από το Θεό της αγάπης, όπως τονίζει ο αρχιμ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ στο έργο του «Η ζωή του ζωή μου»104 τότε η αμαρτία δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά και με αυστηρά νομικό περιεχόμενο ως παράβαση δηλαδή κάποιου ηθικού ή θρησκευτικού νόμου. Στην ανατολική παράδοση η αμαρτία δεν αποτελεί παρά μια άστοχη επιλογή, με οντολογικές ωστόσο συνέπειες, που είναι, η απομάκρυνση από τον Θεό και τον συνάνθρωπο, η λήθη του Θεού και του συνανθρώπου. Αποτελεί μια ασθένεια, μια παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής και του σώματος, η οποία όσο περισσότερο προσβάλλει τον άνθρωπο τόσο περισσότερο τον αποξενώνει από την πηγή της ζωής. Κατά συνέπεια οι Πατέρες της Ανατολής δεν είδαν την αμαρτία, ως φυσική πραγμα­τικότητα, όπως δεν την είδαν και δικανικά-νομικά, δη­λαδή ως παράβαση μόνο και ως ψυχολογική ένοχη105.
Αντίθετα οι δυτικοί θεολόγοι ερμηνεύουν το όλο πρόβλημα της αμαρτίας και της σωτηρίας νομικά, δι­κανικά. Έτσι το θείο θέλημα παραλληλίζεται προς ύψιστη επιταγή μιας τάξεως ενός υπέρτατου Δικαί­ου. Ο Θεός προβάλλεται ως ο χωροφύλακας ή ως ο εισαγγελέας της δικαιοσύνης αυτής. Τα συσσωρευόμενα στην ανθρωπότητα δεινά, από το θάνατο έως τον παραμικρό πόνο, είναι αποτελέσματα της αμαρτωλότητας και, συνεπώς, δίκαιες τιμωρίες, που επιβάλλο­νται σ' εκείνους που ζουν αμαρτωλή και παράνομη ζωή106. Είναι έντονη η πεποίθηση ότι με την πτώση του ο Αδάμ καταστάθηκε ένοχος ενώπιον του Θεού, μια ένοχη η οποία κληρονομήθηκε σε όλους τους απογό­νους του. Εξαιτίας της παράβασης ο Θεός οργίσθηκε και τιμώρησε τον άνθρωπο με το θάνατο. Έτσι κυ­ριαρχεί στην ψυχή τού χριστιανού ο φόβος της τιμω­ρίας. Συνεχώς καταβάλλει μια αγχώδη προσπάθεια να συμμορφωθεί απλώς με μερικές τυπικές εντολές, δίχως δημιουργική πνοή και πρόοδο στην τελείωση. Ο πιστός αυτός διαρκώς πανικοβάλλεται εξαιτίας μιας οποιασδήποτε παράλειψης και μηχανεύεται μύριους περίεργους συνδυασμούς για να καλύψει την ένοχη συνείδησή του. Μπροστά στα μάτια του ο Θεός είναι ο σαδιστής χωροφύλακας και ο αμείλιχτος εισαγγελέας και όχι ο γιατρός της αγάπης107.
Κατά συνέπεια όλη η χριστιανική ζωή θεωρείται ως μια ηθική συμμόρφωση σε κάποιες ηθικές επιτα­γές που η πιστή τους τήρηση από τους χριστιανούς έχει σαν αποτέλεσμα να δίνονται κάποιες αμοιβές από το Θεό. Η μη τήρησή τους όμως επιφέρει την οργή του Θεού και ο άνθρωπος καθίσταται ένοχος απέναντί του. Δημιουργείται ένα αίσθημα φόβου μπροστά στην επερχόμενη τιμωρία και ακόμη δημιουργείται και η ψευδαίσθηση ότι το πρόβλημα λύνεται με μια τυπική και εξωτερική διευθέτηση της νομιμότητας.
Άλλωστε και η Σταύρωση του Χριστού θεωρείται ότι δεν είναι η κένωση του Θεού μέσα στις εσχατιές της ανθρώπι­νης τραγικότητας, όπως είναι ο πόνος και ο θάνατος, αλλά η εξιλαστήρια θυσία του Υιού του Θεού για την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης. Αναφέρει ο π. I. Ρωμανίδης: «Αντί να γίνωνται νηστείες, (ενν. στη δυ­τική πνευματικότητα) προσευχές και καλά έργα για την πνευματική άσκηση των ανθρώπων και για την καταπολέμηση του σατανά, τα πάντα γίνονται για να εξευμενισθεί ο Θεός και να αποκομισθούν κάποιες αξιομισθίες. Όταν επικράτησε πλέον η Ανσέλμειος θεωρία περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης με τη σταυρική θυσία ήταν φυσικό να καταλήξουν οι προτεστάντες στο συμπέρασμα ότι τα μυστήρια, τα καλά έργα δεν εξευμενίζουν το Θεό παρά μόνο η πί­στη στον εσταυρωμένο Χριστό δύναται να σώσει τον άνθρωπο»108. Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοσή μας η δια της προσευχής, της νηστείας και των καλών έργων πνευματική άσκηση δεν γίνεται για τις ανάγκες του Θεού αλλά για την ηθική στερέωση, τελείωση και θέωση των πιστών109.
Η δυτική πνευματικότητα καλλιεργεί την ελπίδα ότι κάποια καλά έργα αρκούν για να λυθεί το πρόβλημα της αμαρτίας και να γίνει η επαναφορά του ανθρώπου στην αρχική του τάξη. Οικοδομείται έτσι ο φαρισαϊ­σμός, η αυτοδικαίωση, μια οικτρή παραμόρφωση του γνησίου χριστιανικού πνεύματος, γιατί αμαρτία δεν είναι απλώς η παράβαση κάποιας εντολής αλλά η τάση του ανθρώπου να αυτονομηθεί από το Θεό, ακόμη και με τον πνευματικό αγώνα διότι αμαρτία είναι ακόμη και οι αυτονομημένες από το Θεό ηθική και αρετή, όπως επισημαίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «παν γαρ είδος αρετής εν ημίν, ενεργούντος τού Θεού, ημίν προσγίνεται˙ του Θεού δε μη ενεργούντος εν ημίν, αμαρτία παν το παρ’ ημών γινόμενον». Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι αντίθετη προς την εν Χριστώ θέωση είναι η εγωιστική αυτοθεοποίηση τού ανθρώπου. Ενώ η εν Χριστώ θέωση προϋποθέ­τει την ταπείνωση και την αυτοπροσφορά, η εγωιστική θεοποίηση θεμελιώνεται στην αυτοβεβαίωση και την έπαρση. Είναι μια θεοποίηση που επιδιώκεται με τις φυσικές δυνάμεις και ικανότητες του ανθρώπου ή με την ηθική και πνευματική του εξέλιξη110.
Εξαιτίας όλων αυτών των αντιλήψεων της δυτικής θεολογίας παραχαράσσεται και η εικόνα του Θεού. Από Θεός αγάπης έγινε Θεός τού μίσους, ένας Θεός οργισμένος, φοβερός, ιδιότροπος, ανελέητος και ανάλ­γητος που ετοιμάζει την τιμωρία για τους αμαρτω­λούς. Με τέτοιες εικόνες τροφοδότησε η «χριστιανική» Δύση, ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική, τα πλήθη και ως αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία όλων εκείνων των αθεϊστικών κινημάτων που συγκλόνισαν τον κό­σμο, διότι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η αμαρτία δεν είναι μόνο ζήτημα ηθικό αλλά κύρια και πρωταρ­χικά οντολογικό: Είναι δηλαδή, διατάραξη της ορθής και φυσικής λειτουργίας της ανθρώπινης ύπαρξης, η διακοπή της αγαπητικής σχέσης του ανθρώπου από το Θεό.
Αντίθετα στην ορθόδοξη θεολογία υπάρχουν άλλα μεγέθη κατανόησης και ερμηνείας της σχέσης Θεού και ανθρώπου. Η πτώση στην αμαρτία είναι η τρα­γωδία τού ανθρώπου, ο τραυματισμός τού ανθρώπου, μια ασθένεια, πνευματική και σωματική, η θεληματική κατάφαση στο θάνατο. Ο πιστός αισθάνεται έντονα την τραγικότητα της αμαρτίας που διαπερνά όλο του το είναι και τον οδηγεί στο μηδέν. Ζει την ολοκληρωτι­κή διάσπαση της προσωπικότητάς του που επιφέρει η αμαρτία, την οποία αισθάνεται ως υπαρξιακό γεγονός, ως κάτι που τού στερεί κάτι πολύτιμο: την όντως ζωή δίπλα στο Θεό. Καθώς αντικρίζει ο άνθρωπος «την άβυσσο κάτω από μας, την άβυσσο της πιο χαμηλής και βρωμερής πτώσης» (Ντοστογιέφσκι), τον κίνδυνο της εκμηδένισης και τού θανάτου, της απώλειας του Θεού, κάθε νομική ερμηνεία είναι αφελής για να αντι­μετωπιστεί αυτό το βαθύτατα υπαρξιακό γεγονός. Ο άνθρωπος που αισθάνεται το κενό τού μηδενός μέσα του που δημιουργεί η αμαρτία, αναζητεί την πληρό­τητα της ζωής και όχι να τακτοποιήσει «νομικά» τις υποθέσεις του έναντι τού Θεού. Βλέπει τη χριστιανική ζωή όχι ως ανταλλαγή καλών έργων και αμοιβών αλλά σχέση-κοινωνία αγάπης με το Θεό. Πιστεύει στην ανα­γέννησή του, στην μεταμόρφωσή του και επιθυμεί την ένωσή του με το Θεό.
Για την ορθόδοξη ασκητική μας παράδοση ο Θεός μας δεν είναι κάποια ανώτερη δύναμη κλεισμένη στον εαυτό της, στο ανείπωτο μεγαλείο της και στην απο­κλειστικότητα της αγιότητάς της. Ένας τέτοιος Θεός θα ήταν φοβερός και αποκρουστικός ή δεν θα ήταν δημιουργός και σωτήρας μας. Θα ήταν ένας υπέροχος Θεός τού ουρανού αλλά όχι της γης, όχι ο αληθινός και προσωπικός Θεός, αυτός που κάλεσε και καλεί την ανθρωπότητα στο δείπνο της αγάπης του και στην κοινωνία της αγιότητάς του. Ο Θεός απλώνει σε όλους τους ανθρώπους, ασεβείς και ευσεβείς, την αγάπη του όπως και ο ήλιος απλώνει σε όλο τον κόσμο το φως του. Εξαρτάται από εμάς αν θα δεχτούμε το φως του. Αναφέρει ο άγιος Ιωάννης Σιναΐτης ή της Κλίμακος: «Ο Θεός είναι, για όσους θέλουν, η ζωή και η σωτη­ρία τους, όλων, και των πιστών και των απίστων, και των δικαίων και των αδίκων, και των ευσεβών και των ασεβών, και των απαθών και των εμπαθών, και των μοναχών και των κοσμικών, και των σοφών και των αγραμμάτων, και των υγιών και των ασθενών, και των νέων και των ηλικιωμένων. Είναι κάτι παρόμοιο με την ακτινοβολία τού φωτός, με την θέα του ηλίου και με την εναλλαγή των εποχών (τα οποία προ­σφέρονται εξίσου σε όλους τους ανθρώπους). Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, διότι «δεν υπάρχει προσωποληψία στον Θεό»111.
Ο Θεός δεν είναι χωροφύλακας ή εισαγγελέας. Ο Θεός δεν είναι σαν τους δικαστές, όπως αναφέρει και ο Μέγας Αθανάσιος. Λίγο μετά την πτώση ο Θεός ούτε δικάζει ούτε καταδικάζει τον άνθρωπο αλλά τον ανα­ζητεί μέσα στο «δειλινό» (Γέν. 3,8) που συμβολίζει το σκοτάδι της απομονωμένης από το Θεό ανθρώπινης ύπαρξης, τη δυστυχία και τον πόνο της πτώσης και αυτό το σκοτάδι θα κυριαρχεί στην ανθρωπότητα μέ­χρι την έλευση του Ιησού Χριστού. Αναφέρει το κεί­μενο της Γενέσεως: «Και ήκουσαν της φωνής Κυρίου τού Θεού περιπατούντος εν τω παραδείσω το δειλινόν, και εκρύβησαν ο τε Αδάμ και η γυνή αυτού από προσώπου Κυρίου τού Θεού εν μέσω του ξύλου τού παραδείσου. Και εκάλεσε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ και είπεν αυτώ˙ Αδάμ, που ει; και ειπεν αυτώ· της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω και εφοβήθην, ότι γυμνός είμι, και εκρύβην. Και είπεν αυτώ ο Θεός˙ τις ανήγγειλε σοί ότι γυμνός ει, ει μη από του ξύλου, ου ενετειλάμην σοί τούτου μόνου μη φαγείν, άπ’ αυτού έφαγες;» (Γέν. 3,8-11).
«Αδάμ, που ει;» (Γέν. 3,10). Μια ερώτηση του Θεού, που αποκαλύπτει ότι το πλάσμα του οδηγείται από την ύπαρξη στην ανυπαρξία, οδηγείται προς το θάνατο εξαιτίας των άστοχων επιλογών του. «Αδάμ, που ει;» (Γέν. 3,10). Αυτή είναι η ερώτηση του Θεού προς τον Αδάμ εκείνο το δειλινό της πτώσης, μια πραγματική αποκάλυψη για την κατάσταση του πλάσματος που αρνήθηκε το «είναι», την κοινωνία μαζί Του. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Θεός όχι μόνο δεν παύει να ενδιαφέρε­ται γι' αυτόν, αλλά τον αναζητεί μέσα στο σκοτάδι της ύπαρξής του περιμένοντας από τον άνθρωπο την μετάνοια, διότι η αγάπη Του, είναι απέραντη και ατε­λείωτη. Μια αγάπη που δεν είναι απλώς μια ηθική Του ιδιότητα, αλλά ο τρόπος ύπαρξής Του όπως φαίνεται μέσα από το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, της αγαπητικής κοινωνίας των τριών προσώπων. «Ο Θεός αγά­πη εστί» (Α' Ιωάν. 4,16).
Σύμφωνα με τον Όσιο Πέτρο τον Δαμασκηνό, «ο Θεός μας δημιούργησε για να δοκιμάσουμε όχι την οργή του, αλλά την αγάπη του»112. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας μας η αμαρτία δεν είναι παράβαση κά­ποιου σκληρού θεϊκού νόμου, που τιμωρείται επειδή προκαλεί την «οργή του Θεού». Είναι κρίση στην ίδια τη ζωή του ανθρώπου, που παρεμποδίζει την πορεία του προς την τελειότητα και τον οδηγεί στην ποικι­λόμορφη στέρηση της ελευθερίας του. Από την κρίση αυτή ο Θεός κάνει κάθε προσπάθεια να τον θεραπεύ­σει, χωρίς να του καταργήσει τη δυνατότητα να επιλέ­γει το καλό ή το κακό, δηλαδή την ελευθερία του. Πολ­λές φορές βέβαια γίνεται λόγος στην Αγία Γραφή για οργή τού Θεού αλλά όλες αυτές οι εκφράσεις έχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα και έχουν σκοπό να συνετί­σουν τους ανθρώπους. Ο Θεός ούτε οργίζεται, ούτε τιμωρεί τον άνθρωπο. Τι είναι οργή του Θεού μας το λέει πολύ καλά ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «όταν ο Θεός σταματήσει να στέλνει τα Θεία χαρίσματα»· και επειδή οργίζεται ο άνθρωπος νομίζει ότι το ίδιο κάνει και ο Θεός. Ο Θεός όχι μόνο δεν οργίζεται αλλά αφήνει και το μεγαλείο Του και γίνεται ο ίδιος άνθρω­πος για να τον σώσει. Αυτή η λύτρωση παρέχεται ως δωρεά και σε όποιον θέλει γιατί το μόνο που δεν μπο­ρεί ο Θεός να κάνει είναι να αναγκάσει τον άνθρωπο να τον αγαπήσει διότι όπως λέγει και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «άνθρωπος ασεβής είναι μία ύπαρξη λογική και θνητή, η οποία θεληματικά αποφεύγει την ζωή, και τον Δημιουργό της, που υπάρχει αιώνια, τον θεωρεί ανύπαρκτο »113.

103. Αρχιμ. Σωφρονίου, Η ζωή του ζωή μου, σελ.119.
104. Βλ. σελ.55
105. Α.Κεσελόπουλου, Πάθη και Αρετές, σελ.48
106. Ν.Ματσούκα, Το πρόβλημα του κακού, σελ.161.
107. Ν.Ματσούκα, Το πρόβλημα του κακού, σελ.195
108. π.Ι.Ρωμανίδη, Το προπατορικό αμάρτημα, σελ.174-175
109. π.Ι.Ρωμανίδη, Το προπατορικό αμάρτημα, σελ. 118
110. Γ.Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη πνευματική ζωή, σελ.136
111. Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Περί Αποταγής.
112. Βλ. βιβλίο πρώτο, Φιλοκαλία, τ.3, σελ.77
113. Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Περί Αποταγής.

ΑΜΑΡΤΙΑ: ΕΝΟΧΗ Ή ΠΕΝΘΟΣ;
Για παραγγελίες στα τηλέφωνα:
2310.525220 - 6977510787
Ο λόγιος αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Λεμοντζής, Δρ. Θ. είναι Αρχιερατικός Επίτροπος Καμπανίας, (διετέλεσε μέλος της Συνοδικής επιτροπής επί των Αιρέσεων), με πλούσιο ποιμαντικό, πνευματικό, φιλανθρωπικό και επιστημονικό έργο. 
Άλλα έργα του συγγραφέα μπορείτε να διαβάσετε εδώ  
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
21   ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ  2012 


Read more: http://www.egolpion.com/exodos_amartia.el.aspx#ixzz2lw0yUZCX

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου